ARISTIDES M. LIASI AND OTHERS ν. ATTORNEY GENERAL OF THE RUPUBLIC AND ANOTHER (1975) 3 CLR 558

(1975) 3 CLR 558

1975 December 31

[*558]

 

[Α. ΛΟΪΖΟΥ, Δ.]

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ Μ. ΛΙΑΣΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Αιτηταί,

κατά

 

ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ,

Καθ’ ών η αίτησις

(Υπόθεσις υπ’ αρ. 370/74)

Διοικητικόν Δίκαιον – Νόσφισις εξουσίας – Τερματισμός υπηρεσιών αιτούντων ως ειδικών αστυφυλάκων – Αστυνομικός Διευθυντής ο διενεργείσας τερματισμόν τοποθετηθείς υπό οργάνου διορισθέντος υπό Πραξικοπηματικής Κυβερνήσεως – Πράξις διορισμού ρηθέντος οργάνου ανυπόστατος και ανύπαρκτος – Τοποθέτησις Αστυνομικού Διευθυντού έπασχε εκ τοιαύτης παρανομίας ώστε να καθίσταται ένεκα ταύτης νομικώς ανύπαρκτος – Πράξις τερματισμού υπηρεσιών υπό ρηθέντος αστυνομικού διευθυντού νομικώς ανύπαρκτος – Δόγμα των δε facto οργάνων δεν έχει εφαρμογήν.

Πραξικόπημα – Βασικά κριτήρια διά των οποίων νομιμοποιείται – Πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 – Απέτυχε να νομιμοποιηθή βάσει των τοιούτων κριτηρίων – Περί Πραξικοπήματος (Ειδικαί Διατάξεις) Νόμος του 1975 (Αρ.57/57) άρθρα 2, 3 και 4.

De facto όργανα –Δόγμα των de facto οργάνων.

Διοικητικών Δίκαιον – Ανύπαρκτος ή άκυρος πράξις.

Η προσφυγή αυτή στρέφεται κατά του τερματισμού των υπηρεσιών των αιτητών ως ειδικών αστυφυλάκων, υπό του κ. Χρυσάνθου Αναστασιάδη ο οποίος ενεργών εκ θέσεως Αστυνομικού Διευθυντού Λεμεσού δι’ εγγράφου ειδοποιήσεως, ημέρ. 29.7.1974 ετερμάτισε ταύτας.


     Συνεπεία του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, 1974, ο νομίμως κατέχων το αξίωμα του Αρχηγού της Αστυνομίας[*559] απεμακρύνθη εκ της θέσεώς του άνευ νομίμου διαδικασίας, υπό του πραξικοπηματικού καθεστώτος και αντεκατεστάθη υπό του κ. Μ. Παντελίδη. Ο δε τελευταίος ετοποθέτησε τον κ. Χρύσανθον Αναστασιάδην εις την θέσιν του Αστυνομικού Διευθυντού Λεμεσού.

Οι αιτηταί ισχυρίσθησαν ότι η προσβαλλομένη πράξις ήτο νομικώς ανύπαρκτος και εστερημένη οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος ως γενομένη κατά νόσφισιν εξουσίας.

Εκ μέρους των καθ’ ων η αίτησις ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελεύς της Δημοκρατίας κατέστησε σαφή την θέσιν της Πολιτείας, δηλαδή, ότι η προσβαλλομένη απόφασις είναι ανυπόστατος και παράνομος, ως προελθούσα εκ προσώπου το οποίον δεν εκέκτητο του αστυνομικού Διευθυντού διά διορισμού, ήτοι διά πράξεως δημοσίας αρχής, ήτις αφ’ εαυτής ήτο νομικώς ανυπόστατος.

Το Δικαστήριον αφού εξήτασε τα πραγματικά γεγονότα και τας περιστάσεις του πραξικοπήματος (ίδε σελ. 562-563 της αποφάσεως) και ανεφέρθη εις τα δύο βασικά κριτήρια διά των οποίων νομιμοποιείται εν πραξικόπημα ήτοι (α) το ουσιαστικόν, δηλαδή η υπό του λαού αποδοχή, έστω και σιωπηρώς της μεταβολής και των επικαλουμένων αξιών αυτής και (β) το τυπικόν, δηλαδή της νομιμοποιήσεως της πραξικοπηματικής Κυβερνήσεως συνέπεια αναγνωρίσεως των ενεργειών αυτής, υπό της επομένης Κυβερνήσεως, ΕΚΡΙΝΕΝ, ότι:

(α) Το Πραξικόπημα απέτυχεν να νομιμοποιηθή είτε βάσει του ουσιαστικού ή του τυπικού κριτηρίου. (Ίδε σελ. 564 της αποφάσεως και τον Περί του Πραξικοπήματος (Ειδικαί Διατάξεις) Νόμον του 1975 το αρ. 3 του οποίου προνοεί ότι “το Πραξικόπημα και η Πραξικοπηματική Κυβέρνησις ουδεμίαν νόμιμον υπόστασιν εκέκτηντο”).

 

(β) Επομένως ο υπό της Πραξικοπηματικής Κυβερνήσεως διορισμός του κ. Μιχαήλ Παντελίδη ως Αρχηγού της Αστυνομίας εις αντικατάστασιν του νομίμως κατέχοντος το αξίωμα τούτο ήτο πράξις ανυπόστατος και ανύπαρκτος, η δε τοποθέτησις του Χρυσάνθου Αναστασιάδη εις την θέσιν Αστυνομικού Διευθυντού Λεμεσού έπασχε εκ τοιαύτης παρανομίας ώστε να καθίστατο ένεκα ταύτης νομικώς ανύπαρκτος. Ονομασθείς δε διά τοιούτου νομικώς ανύπαρκτου διορισμού δεν δύναται να θεωρηθή ως de facto όργανον αλλ’[*560]εξομοιούνται προς τον άνευ ουδεμιάς πράξεως διορισμού αναλαβόντα την άσκησιν των καθηκόντων ήτοι προς τον νοσφιζόμενον εξουσίαν (userpator) αι πράξεις του οποίου δέον να θεωρώνται νομικώς ανύπαρκτοι μη παράγουσαι νομικάς συνεπείας”. (Ίδε Στασινοπούλου Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων σελ. 196)

 

(γ) Εις την προκειμένην περίπτωσιν δεν ηδύνατο να ισχύση το δόγμα των de facto οργάνων (Ίδε Στασινοπούλου (άνωθι) σελ. 194 και σελ. 566-568 της αποφάσεως).

 

(δ) Η επίδικος απόφασις αποτελεί πράξιν ανύπαρκτον και ως τοιαύτη δεν ηδύνατο να παράξη έννομον αποτέλεσμα και δεν ισχύει υπέρ αυτής το τεκμήριον της νομιμότητος. Ως εκ τούτου διαπιστούται δικαστικώς η ανυπαρξία των επιδίκων αποφάσεων και εν πάση περιπτώσει διατάσσεται η ακύρωσις τούτων. (Ίδε Τσάτσου Αίτησις Ακυρώσεως Εκδ. 3η σελ. 342 παράγραφος 168).

    Υποθέσεις παρατεθείσαι:

Adams v Adams [1970] 3 All E.R. 572

R. v. Bedford Level Corporation [1805] 6 East 356.

Προσφυγή.

Προσφυγή κατά του τερματισμού των υπηρεσιών των αιτητών ως ειδικών αστυφυλάκων.

Γλ. Ταλιάνος και Γ.Δ Γεωργίου, διά τους αιτητάς.

Λ. Λουκαΐδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελεύς, διά τους καθ’ ων η αίτησις.

      ΑΠΟΦΑΣΙΣ

Α. ΛΟΪΖΟΥ, Δ.:- Διά της παρούσης αιτήσεως οι αιτηταί εξαιρούνται παρά του Δικαστηρίου διάταγμα δι’ ου να δηλούται ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών των ως ειδικών αστυφυλάκων, δι’ επιστολής ημερομηνίας 29.7.74, είναι πράξις νομικώς ανύπαρκτος και εστερημένη οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος, ως γενομένη κατά νόσφισιν εξουσίας.

Οι αιτηταί κατά τον ουσιώδη χρόνον υπηρέτουν ως ειδικοί αστυφύλακες διορισθέντες επί τούτω δυνάμει του άρθρου 30 του Περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285.[*561]

Δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 35 του ιδίου Νόμου, ο Αστυνομικός Διευθυντής της επαρχίας, δύναται να τερματίση τας υπηρεσίας οιουδήποτε ειδικού αστυφύλακος δι’ εγγράφου ειδοποιήσεως, και ενεργών εκ θέσεως Αστυνομικού Διευθυντού Λεμεσού ο κ. Χρύσανθος Αναστασιάδης δι’ εγγράφου ειδοποιήσεως, ημερ. 29.7.74, ετερμάτισε τας υπηρεσίας των αιτητών ως ειδικών αστυφυλάκων.

Η παρούσα αίτησις βασίζεται επί των ακολούθων νομικών σημείων:

1.   Ο τερματισμός των υπηρεσιών των αιτούντων ως Ειδικών Αστυφυλάκων είναι πράξις νομικώς ανύπαρκτος και άνευ ουδενός νομικού αποτελέσματος καθ’ ότι εγένετο υπό προσώπου ενεργήσαντος κατά “νόσφισιν” εξουσίας.

2.   Η υπό του κυρίου Χρυσάνθου Αναστασιάδη άσκησις των εξουσιών του Αστυνομικού Διευθυντού Λεμεσού ήτο κατά τον ουσιώδη χρόνον παράνομος καθ’ ότι ο διορισμός τούτου ως Αστυνομικού Διευθυντού Λεμεσού εγένετο υπό προσώπων ενεργησάντων κατά νόσφισιν εξουσίας και/ή υφαρπαγής εξουσίας και/ή υπό προσώπων άτινα εστερούντο οιασδήποτε νομικής υποστάσεως και/η νομικού αρμοδιότητος.

Εμφανισθείς εκ μέρους των καθ’ ων η αίτησις ο ευπαίδευτος Βοηθός Γενικού Εισαγγελεύς της Δημοκρατίας κατέστησε σαφή την θέσιν της Πολιτείας επί των εγειρομένων εις την παρούσαν υπόθεσιν νομικών θεμάτων, δηλαδή, ότι η προσβαλλομένη απόφασις, είναι ανυπόστατος και παράνομος, ως προελθούσα εκ προσώπου το οποίον δε εκέκτητο εξουσίαν να εκδώση την εν λόγω πράξιν, περιβεβληθέντος  την ιδιότητα του Αστυνομικού Διευθυντού Λεμεσού διά διορισμού, ήτου διά πράξεως δημοσίας αρχής, ήτις αφ’ εαυτής ήτο νομικώς ανυπόστατος.

Ως προσφυώς ανέφερε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών, εις την προκειμένην περίπτωσιν, αμφότεραι αι διαδικοί πλευραί, συμφωνούν επί της νομικής θέσεως, παρέμεινε δε να πεισθή το Δικαστήριον επί της ορθότητος των εκφρασθεισών απόψεων και κατ’ ακολουθίαν να διατάξη την ακύρωσιν της προσβαλλομένης αποφάσεως χάριν της νομιμότητος και της αποδόσεως δικαιοσύνης εις τους αιτητάς, θύματα της παρανομίας.

Επιπροσθέτως προς τας αξιολόγους αγορεύσεις ετέθη, εκ συμφώνου, ενώπιόν μου εκτενής μελέτη του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως ως προς τας Νομικάς Επιπτώσεις του Πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 περιέχουσα έγγραφα και στοιχεία άτινα ηδύ[*562]ναντο να αποτελέσουν το πραγματικόν υπόβαθρον της παρούσης υποθέσεως. Τούτο συνάδει προς τους ισχύοντας Δικαστικούς Κανονισμούς και την ακολουθουμένην τακτικήν εις θέματα Διοικητικής Δικαιοσύνης, εις δε την υπόθεσιν Adams v. Adams [1970] 3 All E.R. 572 εις την σελ. 578, εις την οποίαν θα γίνη αναφορά και αργότερον, αριθμός γεγονότων δημοσίας φύσεως εδηλώθησαν ως συμφωνηθέντα υπό των δικηγόρων ή απεδείχθησαν δι’ εγγράφων παρουσιασθέντων εκ συμφώνου.

Έδει όμως όπως γίνη εν συνόψει, αναφορά εις ωρισμένα γεγονότα, προς καλυτέραν κατανόησιν των όσων θα λεχθούν.

Ο Χρύσανθος Αναστασιάδης κατείχε τον βαθμόν Βοηθού Αστυνόμου όταν την 15.3.73 δι’ αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου Αρ. 12.192 ετερματίσθησαν αι υπηρεσίαι του, ως και άλλων μελών της Αστυνομικής Δυνάμεως, προς το δημόσιον συμφέρον. Η εν λόγω απόφασις προσεβλήθη διά προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά δεν είχε ακυρωθή ή ανακληθή κατά πάντα προς την παρούσαν υπόθεσιν ουσιώδη χρόνον.

Την πρωίαν της 15.7.74, εξεδηλώθη πραξικόπημα οργανωθέν και καθοδηγούμενον υπό εξ’ Ελλάδος αξιωματικών οίτινες ευρίσκοντο εν Κύπρω δι’ υπηρεσίαν εις την Εθνικήν Φρουράν, η ίδρυσις της οποίας ως αναφέρεται εις το προοίμιον του Ιδρυτικού αυτής Νόμου (Αρ. 20/64) κατέστη αναγκαία λόγω προσφάτων τότε γεγονότων “όπως υποβοηθή τας τακτικάς δυνάμεις της Δημοκρατίας ήτου τον Στρατόν αυτής και τας Δυνάμεις Ασφαλείας της Δημοκρατίας εις όλα τα αναγκαία μέτρα διά την άμυναν αυτής”. Αποτελεί δε τραγικήν αντίφασιν ότι μονάδες της Δυνάμεως αυτής προητοιμάσθησαν και έπαιξαν υπό την καθοδήγησιν των αξιωματικών των πρωτεύοντα ρόλον, εν συνεργασία μετά της παρανόμου οργανώσεως ΕΟΚΑ Β και των αυτής ενόπλων μονάδων, διά την βιαίαν ανατροπήν της Συνταγματικής τάξεως και την υπόσκαψιν της υποστάσεως αυτής ταύτης της Πολιτείας. Διά της χρησιμοποίησεως ανηκούστου βίας, επίκεντρον της οποίας ήτο το Προεδρικόν Μέγαρον και ο εις αυτό ευρισκόμενος κατά τον χρόνον εκείνον νομίμως εκλεγείς Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ανετράπη προσωρινώς η συνταγματική τάξις. Ο δε Πρόεδρος διασωθείς κατέφυγε εις Πάφον και εκείθεν εις το εξωτερικόν αγωνιζόμενος διά την αποκατάστασιν της νομιμότητος εν Κύπρω.

Δεν είναι εντός των σκοπών της παρούσης αποφάσεως η αναφορά εις τας τραγικάς συνεπείας διά τον τόπον του εγχειρήματος εκείνου, ήτις ήρξατο τας πρωϊνάς ώρας της 20.7.74[*563]

Την 23ην Ιουλίου 1974 και καθ’ ον χρόνον τα εκ της Τουρκικής εισβολής επακόλουθα προηώνιζον ζοφερόν το μέλλον της μέχρι τότε ευτυχούσης Νήσου, ο Νικόλαος Σαμψών, όστις ανέλαβε την προεδρίαν της Δημοκρατίας ήτις ανετέθη, ως ελέχθη, εις αυτόν υπό των Ενόπλων Δυνάμεων, αίτινες επεχείρησαν το πραξικόπημα, παρητήθη της προεδρίας και ανέλαβε καθήκοντα ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων κ. Γλαύκος Κληρίδης. Ήδη είχε επιτευχθή συμφωνία καταπαύσεως του πυρός ήτις διελάμβανε πρόνοιαν περί της συγκλήσεως διασκέψεως εν Γενεύη. Καθ’ όν χρόνον πρωταρχικόν μέλημα των πάντων ήτο να περισωθή ότι ηδύνατο, απελύοντο οι αιτηταί ενώ άλλοι είχον ήδη διορισθή εις θέσεις Ειδικών Αστυφυλάκων.

Διά να καταλήξη τις εις συμπέρασμα ως προς την νομιμότητα η μη της επιδίκου  αποφάσεως, πρέπει εν πρώτοις, να διαπιστωθούν αι νομικαί επιπτώσεις του πραξικοπήματος και εάν εδημιούργησε δίκαιον ή όχι.

Κατά την νομολογίαν και τας θεωρίας περί το Δίκαιον, δύο είναι τα βασικά κριτήρια διά των οποίων νομιμοποιείται εν πραξικόπημα. Το πρώτον, το ουσιαστικόν, είναι η υπό του λαού αποδοχή, έστω και σιωπηρώς, της μεταβολής και των επικαλουμένων νομικών αξιών αυτής, και το δεύτερον, το τυπικόν, της νομιμοποιήσεως πραξικοπηματικής Κυβερνήσεως συνεπεία ανγνωρίσεως των ενεργειών αυτής, υπό της επομένης νομίμου Κυβερνήσεως. Δέον όθεν όπως εξετασθούν τα πραγματικά γεγονότα και αι περιστάσεις του πραξικοπήματος διά να απαντηθή το τιθέμενον ερώτημα, κατά πόσον η πραξικοπηματική επιβολή επεκράτησε νομικώς ως γενομένη ή ως τυχούσα της σιωπηράς εγκρίσεως του λαού.

Εγένετο ήδη αναφορά εις τον βίαιον τρόπον εκδηλώσεως του πραξικοπήματος την πρωίαν της 15ης Ιουλίου. Επεβλήθη και εφηρμόσθη κατ’ οίκον περιορισμός του πληθυσμού της Νήσου, εξαιρέσει διώρου διαστήματος δι’ αγοράν τροφίμων επ΄απειλή εκτελέσεως, άνευ προειδοποιήσεως οιουδήποτε παραβάτου της εν λόγω απαγορεύσεως μέχρι και της 17ης Ιουλίου. Εσυνεχίσθη δε από τας απογευματινάς μέχρι τας πρώτας πρωινάς ώρας, μέχρι και μετά την Τουρκικήν εισβολήν. Υπήρξε έντονος αντίστασις τόσον υπό κρατικών όσον και λαϊκών δυνάμεων. Υπήρξαν πολυάριθμα θύματα, νεκροί και τραυματίαι συνεπεία του πραξικοπήματος και της εκδηλωθείσης αντιστάσεως.

Το πραξικοπηματικόν καθεστώς προέβη εις πολυαρίθμους συλλήψεις προσώπων διά πολιτικούς λόγους οίτινες όμως αφέ[*564]θησαν ελεύθεροι άμα τη Τουρκική εισβολή και λόγω αυτής. Δημόσιοι υπάλληλοι κατέχοντες υψηλάς θέσεις εις την Κυβερνητικήν υπηρεσίαν, ως και ο νομίμως κατέχων το αξίωμα του Αρχηγού της Αστυνομίας, απεμακρύνθησαν εκ της θέσεώς των άνευ νομίμου διαδικασίας και αντεκατεστάθησαν υπό άλλων αναγγελλομένων διά του ραδιοφώνου. Ο τύπος ετέθη υπό λογοκρισίαν μέχρι δε της 23ης Ιουλίου εκυκλοφόρησαν διά μίαν ημέραν μόνον, ήτοι την 19ην Ιουλίου, τέσσαρες εκ των δέκα ημερησίων εφημερίδων.

Ως ήτο φυσικόν, από της στιγμής της εισβολής, η προσοχή και αι δυνάμεις του λαού εστράφησαν προς τον έξωθεν κίνδυνον. Δεν δύναται λοιπόν να λεχθή ότι κατά την διάρκειαν του βραχέος βίου της εκ του πραξικοπήματος προελθούσα εξουσία κατώρθωσε, βάσει των αρχών ας διεκήρυττε και των ενεργειών υπό του λαού αποδεκτή, έστω και σιωπηρώς, παρέμεινε δε μέχρι τέλους ξένη προς αυτόν.

Κατά τας γενικώς παραδεκτάς αρχάς του Δικαίου ήτο απαραίτητον, πέραν της υποταγής, η ενεργός αποδοχή, ή η επίμονος μακροχρόνιος και ενσυνείδητος σιωπή υπό καταλλήλους συνθήκας, και δεν υπήρξαν αι κατάλληλοι συνθήκαι δια να δοθή η ευκαιρία να εκδηλωθή εάν θα εκδηλούτο ποτέ , ενσυνείδητος αναγνώρισις ή σιωπηρώς εκδηλούμενος σεβασμός του πραξικοπήματος. Δεν κατώρθωσε η βιαίως επιβληθείσα θέλησις να εμπνεύση τον σεβασμόν και την υπακοήν προς τας αξίας άτινας επεκαλείτο αύτη να της αναγνωρισθούν υπό του κοινωνικού συνόλου.

Απέτυχεν επομένως να νομιμοποιηθή το πραξικόπημα, επί τη βάσει του ουσιαστικού κριτηρίου, ήτοι της επικυρώσεως αυτού υπό της λαϊκής συνειδήσεως.

Ως προς την εξέτασιν του εγειρομένου θέματος υπό το πρίσμα του τυπικού κριτηρίου, είναι αρκετόν διά τους σκοπούς της παρούσης υποθέσεως να αναφερθή ότι ο Αρχηγός της Αστυνομίας ως και άλλοι αξιωματούχοι της Δημοκρατίας και άλλων ημικρατικών οργανισμών, εκλήθησαν ευθύς ως αι επικρατούσαι συνθήκαι επέτρεψαν τούτο να συνεχίσουν τας υπηρεσίας των αναγνωριζομένου ούτων του ανυποστάτου της απομακρύνσεώς των. Δεν δύναται συνεπώς να λεχθή ότι η πραξικοπηματική Κυβέρνησις ενομιμοποιήθη συνεπεία αναγνωρίσεως των ενεργειών αυτής υπό της επομένης νομίμου Κυβερνήσεως, και τούτο, βέβαια, επιπροσθέτως προς την γενομένην ήδη διαπίστωσιν της αντιδράσεως της λαϊκής συνειδήσεως.[*565]

 Επιπροσθέτως προς τα ως άνω, εψηφίσθη υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμος, ο περί του Πραξικοπήματος (Ειδικαί Διατάξεις) Νόμος του 1975), (Αρ. 57 του 1975), διά του οποίου προνοείται ότι (αρθρ. 3) “το πραξικόπημα και η πραξικοπηματική Κυβέρνησις ουδεμίαν νόμιμον υπόστασιν εκέκτηντο”. Ως αναφέρεται εις την συνοδεύουσαν την κατάθεσιν του Νομοσχεδίου εις την Βουλήν, αιτιολογικήν έκθεσιν, “σκοπός του νομοσχεδίου ήτο η αποκατάστασις της διά του Πραξικοπήματος διαταραχθείσης εννόμου τάξεως, διά της εφαρμογής συμφώνως προς το δόγμα Τοπάρ της αρχής της συνταγματικής νομιμότητος και της μη αναγνωρίσεως, συμφώνως προς το δόγμα Στίμσον, εκνόμων καταστάσεων δημιουργηθεισών διά παρανόμου βίας κατά την διάρκειαν του Πραξικοπήματος”. Ηκολουθήθησαν δε, παρόμοια προηγούμενα ως “εν Γαλλία διά της Ordinnance της 9ης Αυγούστου, 1944, εν σχέσει προς τα κατά των συντακτικών πράξεων από 1.8.1974 έως 7.8.1974 και του Δ’ ψηφίσματος της Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής όσον αφορά τα νομοθετήματα και πράξεις κατά την διάρκειαν της δικτατορίας από 21.4.1967 έως 23.7.1974”

Περαιτέρω “Πραξικοπηματική Κυβέρνησις” κατά το άρθρον 2 του ως άνω νόμου σημαίνει “τον κατά το πραξικόπημα αναλαβόντα αντισυνταγματικώς και παρανόμως το λειτούργημα του Προέδρου της Δημοκρατίας ως και τους υπ’ αυτού αντισυνταγματικώς και παρανόμως διορισθέντας Υπουργούς αι τον Υφυπουργόν και περιλαμβάνει παν μέλος αυτής”. επίσης δε κατά το άρθρον 4 “Πράξις της πραξικοπηματικής κυβερνήσεως γενομένη υπ’ αυτής κατ’ επίκλησιν εξουσιών ή καθηκόντων αυτής είναι ανυπόστατος και ανύπαρκτος”.

Επομένως ο υπό της Πραξικοπηματικής Κυβερνήσεως διορισμός του Μιχαήλ Παντελίδη ως Αρχηγού της Αστυνομίας εις αντικατάστασιν του νομίμως κατέχοντος το αξίωμα τούτο ήτο πράξις ανυπόστατος εις την θέσιν Αστυνομικού Διευθυντού Λεμεσού έπασχε εκ τοιαύτης παρανομίας ώστε να καθίστατο ένεκα ταύτης νομικώς ανύπαρκτος. Ονομασθείς δε διά τοιούτου νομικώς ανυπάρκτου διορισμού, δεν δύναται να θεωρηθή ως de facto όργανον, αλλ’ ως παρατηρεί και ο Στασινόπουλος εις το Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων, σελ 196 εξομοιούνται προς τον άνευ ουδεμιάς πράξεως διορισμού αναλαβόντα την άσκησιν των καθηκόντων ήτοι προς τον νοσφιζόμενον εξουσίαν (usurpator) αι πράξεις του οποίου[*566] δέον να θεωρώνται νομικώς ανύπαρκτοι μη παράγουσαι νομικάς συνεπείας”.

Ήτο φανερόν ότι ο εν λόγω διορισμός απετέλει άμεσον προέκτασιν της αποπείρας βιαίας ασκήσεως εξουσίας αποτυχούσης εν τέλει. Ως έχει δε λεχθή (ίδε Κυριακόπουλος Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον, Τόμος 2ος, σελ 370) “αλλ’ εξ αποτυχούσης Επαναστάσεως τα εξ’ αυτής προελθόντα “όργανα” θεωρούνται γενικώς ως σφετερισταί της εξουσίας διό και αι πράξεις αυτών είναι νομικώς ανίσχυροι δηλαδή ανύπαρκτοι”.

Αναμφιβόλως δε η ως άνω αρχή ισχύει a fortiori και εις τας περιπτώσεις αποτυχόντος πραξικοπήματος και μη επικρατήσαντος νομικώς.

Αλλά δέον όπως εξετασθή εάν ηδύντο να ισχύση εις την προκειμένην περίπτωσιν το δόγμα των de facto οργάνων.

Ως αναφέρεται εις το υπό του Στασινοπούλου (άνωθι) σελίς 194 – “ Αλλά λόγοι κοινωνικής τάξεως και ευσταθείας εδημιούργησαν ήδη παλαιόθεν την θεωρίαν των de facto οργάνων, την οποίαν εισήγαγεν ο γνωστός lex Barbarius Philippus, ο ρυθμίσας την τύχην των αποφάσεων, τας οποίας εξέδωκεν ο υπό το όνομα τούτο ρωμαίος δούλος, ο οποίος κατώρθωσε να ονομασθή πραίτωρ και επιστεύετο παρά πάντων, ότι νομίμως είχε διορισθή. Ούτος εθεωρήθη διά του ως άνω νόμου ως de facto όργανον και αι πράξεις αυτού ετηρήθησαν έγκυροι. Την θεωρίαν ταύτην, η οποία συνδυάζεται προς την νομικήν αρχήν, ότι “η κοινή πλάνη δημιουργεί δίκαιον” (error communis facit jus), παρέλαβε και το διοικητικόν δίκαιον, διά την κατοχύρωσιν της σταθερότητος και της ασφαλείας των εκ πράξεων των διοικητικών οργάνων δημιουργηθεισών καταστάσεων, χάριν προστασίας των επί τη βάσει των καταστάσεων τούτων συναλλαγέντων πολιτών, τους οποίους δεν είναι ορθρόν να βλάψη η περί τον διορισμόν του δημοσίου οργάνου υπάρξασα ανωμαλία”.

Διά να ισχύση όμως η ως άνω θεωρία, “δέον, αφ’ ενός μεν να συνιστά διορισμόν ευλογοφανή (investiture plausible),αφ΄ετέρου δε να μην πάσχη παρανομίαν τοιαύτην ώστε να καθίσταται ένεκα ταύτης νομικώς ανύπαρκτος”. Και ως περαιτέρω αναφέρει ο Στασινόπουλος εις σελίδα 196, “η έννοια του ευλογοφανούς διορισμού δέον να λαμβάνηται υπό αντικειμενικήν έποψιν…

…όθεν, προς μόρφωσιν γνώμης, περί του αν ο παρανόμως διορισθείς έχη υπέρ εαυτού διορισμόν ευλογοφανή και αν δύναται να χαρακτηρισθή ως de facto όργανον, δέον να[*567] εξετάζηται, αν, κατά την κρίσιν αγαθού και σώφρονος ανδρός, υπό τας συνθήκας, υφ’ ας εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει ήσκει τα καθήκοντά του ο διορισθείς, ήτο δυνατόν και εύλογον να εκληφθή ούτος ως νομίμως κατέχων την ιδιότητα του οργάνου. Εάν το στοιχείον τούτο υφίσταται, δέον ούτος να χαρακτηρισθή ως de facto όργανον, χωρίς να επιδρά το γεγονός ότι  ενδεχομένως ούτος δεν ευρίσκετο εν καλή πίστει”.

Εις την προκειμένην περίπτωσιν δεν δύναται να υποστηριχθή ότι κατά την κρίσιν αγαθού και σώφρονος ανδρός, υπό τας συνθήκας υπό τας οποίας ο Χρύσανθος Αναστασιάδης ανέλαβε τα εν λόγω καθήκοντα, ήτο δυνατόν και εύλογον να εκληφθή ως νομίμως κατέχων την ιδιότητα του οργάνου. Απετέλει, ως ήδη ελέχθη, τοπικήν προέκτασιν του σφετερισμού εξουσίας και ανατροπής της συνταγματικής τάξεως και δεν περιέχει οιονδήποτε στοιχείον ευλογοφανείας.

Το δόγμα των de facto οργάνων δεν είναι άγνωστον εις το Αγγλικόν Κοινόν Δίκαιον, ως φαίνεται και εις την υπόθεσιν Adams v. Adams (άνωθι, σελ. 589, εν αναφορά προς την υπόθεσιν R. V. Bedford Level Corporation [1805] 6 East 356, όπου ελέχθη ότι, “De facto λειτουργός είναι όστις είναι γνωστός ως ο κάτοχος του αξιώματος το οποίον φέρεται ότι κατέχει, καίτοι δεν κατέχει νομίμως το αξίωμα”.

Το δόγμα, ως ελέχθη εις την εν λόγω υπόθεσιν, δεν έχει εφαρμογήν όπου αι περιστάσεις αι υπαίτιοι διά το νομικόν ελάττωμα, είναι τοις πάσι γνωσταί. Και εις την προκειμένην περίπτωσιν αι περιστάσεις υπό τας οποίας ετοποθετήθη εις την θέσιν Αστυνομικού Διευθυντού ο Χρύσανθος Αναστασιάσης και αι οποίαι ήσαν υπαίτιοι διά το παράνομον του διορισμού του, ήσαν τοις πάσι γνωσταί. Όθεν το δόγμα των de facto οργάνων ουδεμίαν εφαρμογήν έχει εν προκειμένω.

Ως ανεφέρθη ήδη, κατά την κρίσιν μου, η επίδικος απόφασις αποτελεί πράξιν ανύπαρκτον και ως τοιαύτη δεν ηδύνατο να παράξη έννομον αποτέλεσμα και δεν ισχύει υπέρ αυτής το τεκμήριον της νομιμότητος. Ως αναφέρεται δε εις το σύγγραμα του Τσάτσου Αίτησις Ακυρώσεως. Εκδ. 3η σελ. 342 παράγραφος 168, “θα ηδύνατο να υποθέση τις, ότι βάσει των ανωτέρω δεν συντρέχει λόγος ακυρώσεως των ανυπάρκτων πράξεων και ότι δέον αι κατ’ αυτών προσφυγαί ν’ απορρίπτωνται ως εστερημέναι αντικειμένου. Αλλά το συμπέρασμα τούτο δεν είναι ορθόν. Πράγματι ανάγκη ακυρώσεως ανυπάρκτου πράξεως δεν συντρέχει, αλλά συντρέχει λόγος διαπιστώσεως της ανυπαρξίας αυτής…[*568]

….Αλλά και προκειμένου περί ακύρου πράξεως η εκδιδομένη κατ’ αυτής ακυρωτική απόφασις δεν είναι άλλο τι ειμή διαπίστωσις υπάρξεως των λόγων της αρχήθεν υφισταμένης ακυρότητος αυτής, ης η απαγγελία όμως είναι ως εκ τούτου αναγκαία, ίνα η άκυρος πράξις απολέση συν τω τεκμηρίω της νομιμότητος και την εκτελεστότητα, ην ο νόμος τη απονέμει”.

Ως εκ τούτου διαπιστούται διά της παρούσης αποφάσεως δικαστικώς η ανυπαρξία των επιδίκων αποφάσεων τερματισμού των υπηρεσιών των αιτητών ως ειδικών αστυφυλάκων και εν πάση περιπτώσει διατάσσεται η ακύρωσις τούτων. Δίδονται δε £40 – έναντι των εξόδων των αιτητών, ήτις διαταγή περιλαμβάνει παν προηγουμένως επιφυλαχθέν θέμα εξόδων.

This is an English translation of the judgment in Greek appearing at pp. 558-68 ante.

Administrative Law-Unsurpation of power-Termination of applicants’ services as special constables-Divisional Commander who has effected termination emplaced to his post by an organ appointed by the “coup d’etat Government”-Appointment of such organ an act legally non-existent-Said emplacement of Divisional Commander so illegal as to be legally non-existent-Act of termination of services by said Divisional Commander legally non-existent-Doctrine of de facto organs not applicable.

Coup d’etat-Tests for legalisation-Coup d’etat of the 15th July, 1974-Failed to be legalised on the basis of such tests-Coup d’etat (Special Provisions) Law, 1975 (Law 57 of 1975) sections 2, 3 and 4.

De facto organs-Doctrine of de facto organs.

Administrative Law-Non-existent or void act-Whether it should be annulled.

This recourse was directed against the termination of the services of the applicants as special constables.

The termination was effected by means of a written notice dated 29th July, 1974 from Mr. Chrysanthos Anastassiades who was then acting as Divisional Police Commander Limassol.

As a result of the Coup d’etat of the 15th July, 1974 the legal holder of the office of Chief of Police was dismissed from his post without a lawful process by the Coup d’etat Government [*569] and was replaced by Mr. M. Pantelides. The latter then posted the aforesaid Mr. Chrysanthos Anastassiades to the post of Divisional Police Commander Limassol.

Applicants submitted that the sub judice decision was legally non-existent and without any legal effect whatsoever as made in usurpation of power.

Appearing on behalf of the respondents the Deputy Attorney-General of the Republic, made clear the position of the state in relation to the legal issues involved in this case as follows: That the sub judice decision is legally non-existent and illegal as emanating from a person possessing no power to issue the said action, who assumed the capacity of Divisional Police Commander Limassol by appointment, that is by the act of a public authority, which in itself was legally non-existent.

The Court having considered the actual facts and circumstances of the Coup d’etat (see pages 572-573 of the judgment post) referred to the two basic tests of legalization of a Coup d’etat namely:

(a) The substantial test, that is popular acceptance, even if a tacit one, of the change and the legal values thereby invoked and

(b) the formal test, that is the legalization of the Coup d’etat Government through recognition of its actions by the next lawful Government, and

Held, (1) The Coup d’etat failed to be legalized on the basis of either of the two tests (see pp. 573-575 of the judgment post and the Coup d’etat (Special Provisions) Law, 1975 (Law 57/1975) section 3 of which provides that the Coup d’etat and the Coup d’etat Government had no legal foundation whatsoever).

(2) Therefore the appointment by the “Coup d’etat Government” of Michael Pantelides as Chief of Police, in substitution of the person legally holding this office was an act which was legally non-existent, and the posting by him of Chrysanthos Anastassiades to the post of Divisional Police Commander Limassol was so illegal so as to be rendered legally non-existent by reason of such illegality. Having thus been nominated by such a legally non-existent appointment, he cannot be considered as a de facto organ but he is assimilated to the one undertaking [*570] the exercise of duties without any act of appointment that is to say the usurpator of power, the acts of whom should be considered as legally non-existent and as creating no legal consequences (See Stasinopoulos Law of Administrative Acts p.196).

(3) In the instant case the doctrine of de facto organs could not have been applied (see Stasinopoulos (supra) at p. 194 and pp. 576-577 of the judgment post).

(4) The sub judice decision is a non-existent act and as such it could not produce legal results and the presumption of legality is not applicable. By this judgment the non-existence of the sub judice decisions is hereby ascertained judicially and in any event their annulment is ordered. (See Tsatsos in his text book Recourse for Annulment 3rd ed. p. 342 para. 168).

Sub judice decisions annulled.

Cases referred to:

Adams v. Adams [1970] 3 All E.R. 572;

R. v. Bedford Level Corporation [1805] 6 East 356.

Recourse.

Recourse against the termination of applicants’ services as special constables.

Gl. Talianos and G. D. Georghiou, for the applicants.

L. Loucaides, Deputy Attorney-General of the Republic, for the respondents.

The following judgment was delivered by:-

A. LOIZOU, J.: By this recourse applicants seek a declaration that the termination of their services as special constables, by letter dated 29.7.74, is an act which is non-existent in law and of no legal effect whatsoever as made in usurpation of power.

The applicants at the material time were serving as special constables having been appointed as such by virtue of s. 30 of the Police Law, Cap. 285.

According to the provisions of s. 35 of the same law, the Divisional Commander may terminate the services of any special constable, by Written notice, and Mr. Chrysanthos Anastassiades by acting as Divisional Commander Limassol, by written [*571] notice, dated 29.7.74, terminated the services of the applicants as special constables.

The present recourse is based on the following grounds of law:

1. The termination of the services of the applicants as special constables is an act non-existent in law and any legal effect whatsoever as made by a person acting in usurpation of power.

2. The exercise of the powers of the Divisional Commander Limassol by Mr. Chrysanthos Anastassiades was at the material time illegal as his appointment as Divisional Commander Limassol was effected by persons who have acted in usurpation of power and/or in unlawful seizure of power and/or by persons deprived of any legal status and/or legal competence.

Appearing on behalf of the respondents the learned Deputy Attorney-General of the Republic made clear the position of the state in relation to the legal issues raised in the present case, that is, that the sub judice decision is legally non-existent and illegal as emanating from a person, possessing no power to issue the said act, who assumed the capacity of the Divisional Commander Limassol by appointment, that is by the act of a public authority, which in itself was legally non-existent.

As learned counsel of the applicants aptly stated, in the present case, both parties agree as to the legal position, and it remained to convince the Court about the correctness of the views expressed, which would, consequently, order the annulment of the sub judice decision for the sake of legality and the doing of justice to the applicants, who are the victims of the illegality.

In addition to the able addresses, there was put before me, by consent, an extensive study by the Deputy Attorney-General on the Legal Consequences of the coup d’etat of the 15th July 1974, containing documents and material which could constitute the real basis of the present case. This is in conformity with the existing Rules of Court and the practice followed in matters of Administrative Justice, and in the case of Adams v. Adams [1970] 3 All E.R. 572 at page 578, to which reference will be also made later, a number of facts of public nature were declared as agreed upon by counsel or were proved by documents put in by consent. [*572]

Reference though must be made, in brief, to certain events for the better understanding of what will be stated.

Chrysanthos Anastassiades was holding the rank of Assistant Superintendent of Police when on the 15.3.73 by decision of the Council of Ministers No. 12.192 his services, as well as those of other members of the Police Force, were terminated in the public interest. The said decision was attacked by recourse to the Supreme Court, but it has not been annulled or revoked at all times material to this case.

In the morning of the 15.7.74 there took place a coup d’etat, organized and led by Greek officers, who were in Cyprus for service in the National Guard, the establishment of which, as stated in the preamble to the Law establishing it (No. 20/64), became imperative because of events, recent at that time, “with the object of aiding the army of the Republic and the Security Forces of the Republic in all necessary measures for its defence”. It is a tragic contradiction that units of this Force have been prepared and played the major part under the guidance of their officers, in collaboration with the illegal organization “EOKAB” and its armed units, for the violent overthrow of the Constitutional order and the undermining of the existence of the State itself. By the use of unheard of violence, the centre of which was the Presidential Palace, and the legally elected President of the Republic of Cyprus who was at that time therein, the constitutional order was temporarily overthrown. And the President having survived took refuge at Paphos and from there he went abroad fighting for the re-establishment of legality in Cyprus.

Reference to the tragic consequences for Cyprus of that operation is not within the scope of this decision, suffice it to say that it constituted the pretext for a foreign invasion, which commenced in the early hours of the 20.7.74.

On the 23rd July 1974 and at a time when the Consequences of the Turkish invasion were foretelling a glooming future for the until then prosperous Island, Nicolaos Sampson, who had undertaken the presidency of the Republic, which was entrusted to him as it was stated, by the Armed Forces which executed the coup d’etat, resigned as President and the President of the House of Representatives Mr. Glafkos Clerides assumed duties. An agreement for cease fire had already been achieved which included a provision for convening a meeting at Geneva. At a [*573] time When everybody’s major concern was to save anything that could be saved, the applicants were being dismissed, whilst others had already been appointed to the posts of special constable.

For the purpose of coming to a conclusion regarding the legality or not of the sub judice decision, the legal consequences the Coup d’etat and whether or not it has produced legal results should first be ascertained.

According to the case law and legal theories, two are the basic tests whereby a coup d’etat is legalized. The first, the substantial test, is popular acceptance, even if a tacit one, of the change and the legal values thereby invoked, and the second, the formal test, is the legalization of the “Coup d’etat Government” through the recognition of its actions by the next lawful Government. The real facts and circumstances of the coup d’etat should therefore be examined for the purpose of answering the question posed, namely whether the “Coup d’etat Government” that was imposed prevailed legally as having being accepted or as having been tacitly approved by the people.

Reference has already been made to the violent way in which the coup d’etat took place in the morning of the 15th July. A curfew was imposed and applied in respect of the population of the Island, with the exception of a two hours’ break for buying food, under the threat of execution without any warning of anyone disobeying the said prohibition until the 17th July. It continued from the afternoon hours to morning hours until and after the Turkish invasion. There had been strong resistance by both the state as well as the popular forces. There were numerous victims, dead and wounded as a result of the coup d’etat and the resistance which was offered.

The “Coup d’etat Government” effected numerous arrests of people for political reasons who were let free upon the Turkish invasion and because of it. High Ranking Public officers as well as the legal holder of the post of Chief of Police, were dismissed from their posts without a lawful process and were replaced by others whose names were announced by the radio. The press was under censorship and until the 23rd of July, there were published for one day only, that is on the 19th of July, four out of the ten daily newspapers.

Naturally, as from the moment of the invasion, the attention and the forces of the people were turned against the outside [*574] danger. So it cannot be said that during its short life the government that came into being as a result of the coup d’etat managed, on the basis of the principles it declared and on its acts, to be legalized as having the support of the people or as having been accepted by the people even tacitly but it remained foreign to the people until the very end.

According to the generally accepted principles of Law, it was indispensable, that further to the submission there would have been active acceptance, or a persistently long and conscious silence under the appropriate conditions, and there were not existing appropriate conditions for an opportunity to be given for manifesting, if it would have ever been manifested, a conscious recognition, or a tacitly manifested respect of the coup d’etat.

The violently imposed will did not manage to inspire the respect and the obedience to the values which it invoked and called upon society as a whole to recognize.

Therefore the coup d’etat failed to be legalized on the basis of the substantial test, that is, its sanction by the public conscious.

Regarding the examination of the matter raised from the point of view of the formal test, suffice it to say, for the purposes of the present case, that the Chief of Police, as well as other officials of the Republic and Public Corporations, as soon as the prevailing circumstances permitted so, were called upon to resume their offices, thus recognizing that their dismissal was legally non-existent. Therefore, it cannot be said that the “Coup d’etat Government” was legalized through the recognition of its actions by the next lawful Government and this of course, in addition to the already made ascertainment of the reaction of the popular conscious.

In addition to the aforesaid there was enacted by the House of Representatives the Coup d’etat (Special Provisions) Law, 1975 (No. 57 of 1975) whereby it is provided that (s. 3) “the coup d’etat and the ‘Coup d’etat Government’ had no legal basis whatsoever”. As it is stated in the reasoning accompanying the relevant Bill “the intention of the Bill was the restoration of the lawful order which was disturbed as a result of the coup d’etat by applying according to the Topar Doctrine of the principle of constitutional order and the non recognition, according to the Stimson Doctrine of illegal situations created as a result [*575] of illegal violence in the course of the coup d’etat”. Similar precedents were followed, that is, “in France by the Ordinnance of the 9th August, 1944, in relation to the acts of the government of Vichy and in Greece by the constituent act 58/1945 in relation to the enactments during the time of the enemy occupation and by the constituent acts as from 1.8.1974 to 7.8.1974 and of the Fourth resolution of the Fifth Revisional Assembly relation to the enactments and acts during the time of the dictatorship from 21.4.1967 until 23.7.1974”.

Furthermore “Coup d’etat Government” according to s.2 of the aforesaid law means “the person who during the coup d’etat unconstitutionally and illegally assumed the office of the President of the Republic and the Ministers unconstitutionally and illegally appointed by him and the Under-Secretary and it includes every member thereof”. Also according to s.4 “an act made by the ‘Coup d’etat Government’ by invoking its powers or duties is legally non-existent”.

Therefore the appointment by the “Coup d’etat Government” of Michael Pantelides as Chief of the Police, in substitution of the person legally holding this office was an act which was legally non-existent, and the posting of Chrysanthos Anastassiades to the post of Divisional Commander Limassol was so illegal so as to become legally non-existent by reason of such illegality. Having thus been nominated by such a legally nonexistent appointment, he cannot be considered as a de facto organ but as observed by Stasinopoulos in the Law of Administrative Acts, page 196 “he is assimilated to the one undertaking the exercise of duties without any act of appointment that is to the unsurpator of power, the acts of whom should be considered as legally non-existent which create no legal consequences”.

It was obvious that the said appointment constituted direct extension of the attempt to exercise power violently which failed in the end. As it has been stated (see Kyriacopoulos Greek Administrative Law, Volume 2, page 370) “but from an unsuccessful revolution the ‘organs’ deriving therefrom are considered generally as usurpers of the power and therefore their ‘acts’ are of no legal effect that is non-existent”.

Undoubtedly the above principle applies a fortiori also to the cases of an unsuccessful coup d’etat which has not prevailed in law. [*576]

But it should also be examined whether the doctrine of the de facto organs could have been applied in the present case.

As stated by Stasinopoullos (supra) p. 194-“But reasons of social order and stability had of old already created the theory of the de facto organs, which was introduced by the known lex Barbarius Philippus, who regulated the fate of the decisions which were delivered by the roman slave who had this name, and succeeded to be named Praetor and was believed by all, that he has been legally appointed. He was considered by the aforesaid law as a de facto organ and his acts were kept valid. This theory, which is combined with the legal principle that ‘common misconception creates law’, (error communis facit jus) was received by administrative law, for the safeguarding of the stability and the security of the situations created from the acts of the administrative organs, for the sake of protecting the citizens who had been involved in dealings on the basis of these situations, and who, it is not proper to be prejudiced by the anomaly existing through the appointment of the public organ”.

For the above theory to be valid “it should on the one hand constitute a plausible appointment (investiture plausible), and on the other hand it should not suffer from such an illegality so as to be rendered as non-existent in law”. And as it is further stated by Stasinopoulos at page 196, “the meaning of plausible appointment should be considered from an objective point of view therefore for the purpose of forming an opinion whether the illegally appointed person has to his credit a plausible appointment and if he can be regarded as a de facto organ, it should be examined, if in the opinion of a reasonable and prudent man, under the circumstances, in which in the particular case the appointee was exercising his duties, it was possible and reasonable to be taken that he was legally possessing the capacity of the organ. If this element exists, he should be regarded as a de facto organ, and the fact that he was not there bona fide will be of no effect”.

In the present case it cannot be argued that in the opinion of a reasonable and prudent man, under the circumstances in which Chrysanthos Anastassiades undertook the said duties it was possible and reasonable to be considered as legally possessing the capacity of the organ. It constituted as it has already been stated a local extension of usurpation of power and overthrow of the constitutional order and it did not include any plausible element. [*577]

The doctrine of the de facto organs is not unknown to the English Common Law, as it appears in the case of Adams v. Adams (supra, page 589) in relation to the case R. v. Bedford Level Corporation [1805] 6 East 356, where it was stated that “An officer de facto is one who has the reputation of being the officer he assumes to be, and yet is not a good officer in point of law”. The doctrine, as stated in the said case, does not where the circumstances responsible for the legal defect, are known to everybody. And in the present case the circumstances under which Chrysanthos Anastassiades was placed to the post of Divisional Commander and which (the circum stances) were responsible for the illegality of his appointment, were known to everyone. Therefore the doctrine of the de facto organs has no application in the present case.

As it has already been stated, in my opinion, the sub judice decision is a non-existent act and as such it could not produce legal results and the presumption of legality is not applicable. As it is stated by Tsatsos in his text book Recourse for Annulment 3rd Edition, page 342 para. 168 “one could presume that according to the abovementioned no reason exists for the annulment of non-existent acts and that the recourses against them should be dismissed as being deprived of subject-matter. But this conclusion is not correct. Indeed there is no need to annul a non-existent act, but it is necessary to ascertain its non-existence But even in the case of a void act, the decision annulling the same is not more than the ascertainment of the existence of the reasons of its originally existing invalidity, the pronouncement of which being nevertheless necessary, so that the act annulled may lose together with the presumption of legality its executory character too, which the law assigns to it”.

By this judgment the non-existence of the sub judice decisions for the termination of the services of the applicants as special constables is hereby ascertained judicially and in any event their annulment is ordered. There will be an order for £40 costs towards applicants’ costs which covers all questions for costs which had previously been reserved.

Sub judice decisions annulled.

Order for costs as above.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο