IOANNOU & ANOTHER ν. REPUBLIC (1979) 3 CLR 423

(1979) 3 CLR 423

[*423] 1979 June 9

 

9η Ιουνίου, 1979

(ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΣΙΟΥ, Δ.)

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΘΕΟΧΑΡΗΣ (ΧΑΡΗΣ) ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,

Αιτηταί,

κατά

 

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ' ου η αίτησις.

(Υποθέσεις υπ' αρ. 111/77 και 123/77).

 

Προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος- Απόφασις ή πράξις εν τη εννοία του άρθρου 146.1— Αναστολή προαγωγής αξιωματικών της  Αστυνομίας— Ανάγεται εις την σφαίραν του δημοσίου δικαίου και δύναται να υποβληθή προσφυγή κατ' αυτής.

Διοικητικόν δίκαιον-Διοικητικαί πράξεις-Νόμιμοι Διοικητικαί πράξεις-Ανάκλησις-Γενικαί Αρχαί-Προαγωγαί εις την Αστυνομικήν δύναμιν-Αναστολή μέχρι της διερευνήσεως πληροφοριακών στοιχείων κατά των προαχθέντων-Προαγωγαί εδημιούργησαν δικαιώματα- Ήσαν δεσμευτικοί και δεν ηδύναντο να ακυρωθώσι ούτε να ανακληθώσι επ' αόριστον—Διότι η επ' αόριστον ανάκλησις ισοδυναμεί με την ακύρωσιν της πράξεως-  Εάν η διοίκησις απεδέχετο ότι οι αιτηταί διέπραξαν πειθαρχικής φύσεως παραπτώματα, τότε ώφειλε να τεθή εις εφαρμογήν η διαδικασία η οποία προνοείται διά πειθαρχικά αδικήματα, διά να δύνανται οι αιτηταί να υπερασπίσουν εαυτούς συμφώνως και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.

Αστυνομική Δύναμις-Προαγωγαί-Ανάκλησις-Γενικαί αρχαί.

Δι' επιστολής ημερομ. 4ης Ιανουαρίου, 1977, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών επληροφόρησε τον [*424] πρώτον αιτητήν ότι ο Υπουργός Εσωτερικών απεφάσισε να του προσφέρη προαγωγήν εις την θέσιν του Ανωτέρου Αστυνόμου από της 1ης Ιανουαρίου, 1977· και δι' επιστολής της αυτής ημερομηνίας επληροφόρησε τον δεύτερον αιτητήν ότι ο Υπουργός Εσωτερικών απεφάσισε να του προσφέρη προαγωγήν εις την θέσιν Αστυνόμου Β'. Αμφότεροι οι αιτηταί απεδέχθησαν την προσφερθείσαν προαγωγήν δι' επιστολών των προς τον Γενικόν Διευθυντήν του Υπουργείου Εσωτερικών. Δι' επιστολής ημερ. 8.2.1977 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών επληροφόρησε τους αιτητάς ότι ο Υπουργός Εσωτερικών ανέστειλε την προαγωγήν των "μέχρι της διερευνήσεως πληροφοριακών καθ' υμών στοιχείων άτινα ελήφθησαν εις το Ύπουργείον τούτο."

Όθεν αι παρούσαι προσφυγαί δια των οποίων οι δύο αιτηταί αιτούνται, μεταξύ άλλων, δήλωσιν του δικαστηρίου ότι η αναστολή της προαγωγής των εις τον βαθμόν του Ανωτέρου Αστυνόμου και Αστυνόμου Β', αντιστοίχως, είναι άκυρος και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος και εγένετο καθ' υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν.

Οι νομικοί λόγοι οι οποίοι ηγέρθησαν εις αμφοτέρας τας προσφυγάς ήσαν:

(1) Εφ' όσον εγένετο εκ μέρους του Υπουργού Εσωτερικών προσφορά προαγωγής εις τους δύο αιτητάς εις την θέσιν Ανωτέρου Αστυνόμου και Αστυνόμου Β' και την οποίαν οι αιτηταί απεδέχθησαν εγγράφως, η προαγωγή εγένετο αποτελεσματική και δεσμευτική και δεν ήτο δυνατόν να ακυρωθή ή να ανακληθή υπό του Υπουργού Εσωτερικών εκτός διά πειθαρχικόν παράπτωμα διά το όποιον οι αιτηταί έπρεπε να κατηγορηθούν, να δικασθούν και να καταδικασθούν συμφώνως των προνοιών του νόμου. Ένεκα τούτου ο Υπουργός Εσωτερικών δεν ηδύνατο νομικώς να ανακαλέση την λειτουργίαν της προαγωγής.

(2) Η διοικητική πράξις της προαγωγής είναι σύμβασις ή και μονομερής σύμβασις την οποίαν ο Υπουργός Εσωτερικών δεν έχει δικαίωμα να ακυρώση ή να ανακαλέση διά μονομερούς πράξεως.

Το Δικαστήριον έκρινεν ότι:

(1) Η ανάκλησις η οποία έγινεν υπό του Υπουργού Εσωτερικών [*425] είναι ζήτημα το οποίον ανάγεται εις την σφαίραν του δημοσίου δικαίου και ως εκ τούτου ηδύνατο να υποβληθή προσφυγή κατά της ανακλήσεως.

(2) Όταν ο Υπουργός Εσωτερικών απεφάσισε να προσφέρη προαγωγήν εις τους δύο αιτητάς, και προτού οι δύο αιτηταί αποδεχθούν την προσφοράν διά να συμπληρωθή ή διοικητική πράξις, τότε μόνον ή συμφωνία μεταξύ της διοικήσεως και των αιτητών ηδύνατο να ανακληθή (ίδε αρ. 44(6) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1967, άρθρ. 13(1) του Περί Αστυνομίας Νόμου, Παναγίδης εναντίον της Δημοκρατίας (1972) 3 C.L.R. 467 και Τζαβέλλας και άλλοι εναντίον της Δημοκρατίας (1975) 3 C.L.R. 490).

(3) Η διοίκησις οφείλει κατ' αρχήν να έχη εις χείρας της αρκετά στοιχεία εναντίον των αιτητών διά την ανάκλησιν της διοικητικής πράξεως· και διά να δύναται η διοίκησις να επικαλεσθή το δημόσιον συμφέρον. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διοίκησις ώφειλε να είχε τοιαύτας πληροφορίας αι οποίαι να εδικαιολόγουν απόφασιν, και όχι να ανακαλέση την απόφασιν την οποίαν επήρε διά τους σκοπούς όπως αύτη ερευνήση διά να ίδη κατά πόσον υπάρχουν αρκεταί πληροφορίαι διά να την ανακαλέση κατόπιν. Αυτή η θέσις συνάδει με τας αγγλικάς αυθεντίας. Εάν η διοίκησις απεδέχετο ότι οι αιτηταί διέπραξαν πειθαρχικής φύσεως παραπτώματα, τότε ώφειλε να τεθή εις εφαρμογήν η διαδικασία ή οποία προνοείται διά πειθαρχικά αδικήματα, διά να δύνανται οι αιτηταί να υπερασπίσουν εαυτούς συμφώνως και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.

(4) Οσάκις η εκδοθείσα πράξις εγένετο νομίμως, όπως εις τας παρούσας αιτήσεις, είναι υποχρεωτική διά την δημοσίαν αρχήν, αφού δεσμεύεται εκ του νόμου να την εκδώση· και αφού αι προαγωγαί των αιτητών έγιναν κατόπιν ουσιαστικής κρίσεως του Υπουργού Εσωτερικών.

(5) Αι διοικητικαί αρχαί οφείλουν να μην ανακαλώσι τας νομίμους αυτών πράξεις, εκ των οποίων εδημιουργήθησαν δικαιώματα εις τους υπηρετούντας εις την Κυπριακήν Δημοκρατίαν. Εφ' όσον αι διοικητικαί πράξεις των προαγωγών έχουν δημιουργήσει δικαιώματα εις την ιεραρχίαν της Αστυνομικής δυνάμεως, και εφ' όσον αι προαγωγαί ανήκουν εις την σφαίραν του δημοσίου δικαίου, δεν δύνανται να ακυρωθώσι ούτε να ανακληθώσι επ' αόριστον όπως συμβαίνει εις τας παρούσας [*426] αιτήσεις, διότι η επ' αόριστον ανάκλησις ισοδυναμεί με την ακύρωσιν της πράξεως ή και ανάκλησιν αυτής.

(6) Διά όλους τους ως άνω λόγους το Δικαστήριον κατέληξεν εις το συμπέρασμα ότι η ακύρωσις ή και ανάκλησις των προαγωγών εις τον βαθμόν του Ανωτέρου Αστυνόμου και Αστυνόμου Β' είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος, του νόμου, και εγένετο καθ' υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το διοικητικόν όργανον. Κατά συνέπειαν αι δύο προσφυγαί επιτυγχάνουν και η απόφασις ή η πράξις κηρύσσεται εν όλω άκυρος και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος και ότι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθεί.

Ακύρωσις επιδίκων πράξεων.

Υποθέσεις παρατεθείσαι:

Παντελίδου εναντίον της Δημοκρατίας, 4 R.S.C.C. 100.

Σταματίου εναντίον της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, 3 R.S.C.C. 445.

Πασχαλίδη εναντίον της Δημοκρατίας (1969) 3 C.L.R. 297.

Παναγίδης εναντίον της Δημοκρατίας (1972) 3 C.L.R. 467.

Τζαβέλλας και άλλος εναντίον της Δημοκρατίας (1975) 3 C.L.R. 490.

Γεωργιάδης εναντίον της Δημοκρατίας (1967) 3 C.L.R. 653.

Ιωαννίδης εναντίον της Δημοκρατίας (1972) 3 C.L.R. 318.

Ζινιέρης εναντίον της Δημοκρατίας (1975) 3 C.L.R. 224.

Μεταφορική Εταιρεία Περιστερωνοπηγής εναντίον της Δημοκρατίας (1967) 3 C.L.R. 451.

Χατζηπετρή εναντίον της Δημοκρατίας (1968) 3 C.L.R. 702. Ψάλτης εναντίον της Δημοκρατίας (1971) 3 C.L.R. 372.

Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδος

υπ αρ. 3030/66, 801/69, 2879/69 και 1716/70.

Ridge v. Baldwin and Others [1963] 2 W.L.R. 935.

Προσφυγαί.

Προσφυγαί κατά της αναστολής των προαγωγών των αιτητών εις τον βαθμόν Ανωτέρου Αστυνόμου και Αστυνόμου Β' αντιστοίχως.

Γ. Κακογιάννης, διά τους αιτητάς.

Β. Αριστοδήμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, διά τους καθ' ων η αίτησις.

Cur. adv. vult. [*427]

ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΣΙΟΥ, Δ. To Ανώτατον Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής υποβαλλομένης κατ' αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αύτη είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ' υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο.

Εις τας δύο υποθέσεις αι οποίαι ηκούσθησαν μαζί, οι δύο αιτηταί Θεοχάρης Ιωάννου και Δήμος Ιωάννου Ζένιος εις τας αιτήσεις των ζητούν δήλωσιν του Δικαστηρίου ότι: (α) η αναστολή της προαγωγής των εις τον βαθμόν του Ανωτέρου Αστυνόμου και Αστυνόμου Β' αντιστοίχως, είναι άκυρος και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος και εγένετο καθ' υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν και (β) δήλωσιν ότι ή παράλειψις των καθ' ων η αίτησις να δημοσιεύσουν εις την Επίσημον Εφημερίδα της Δημοκρατίας την προαγωγήν των αιτητών και να λάβουν όλα τα αναγκαία διαβήματα διά να δώσουν συμπληρωμένον αποτέλεσμα εις την προαγωγήν δεν έπρεπε να γίνη και ο,τιδήποτε έχει παραλειφθή έπρεπε να είχεν εκτελεσθή.

Τα γεγονότα της υποθέσεως έχουν ως εξής: Την 4ην Ιανουαρίου, 1977, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών απέστειλεν επιστολήν προς τον πρώτον αιτητήν και η οποία έχει ως ακολούθως:

"Ενετάλην να πληροφορήσω υμάς ότι ο Υπουργός Εσωτερικών απεφάσισεν να σας προσφέρη προαγωγήν εις την θέσιν του Ανωτέρου Αστυνόμου εις την Αστυνομίαν από της 1ης Ιανουαρίου 1977. Ό μισθός σας θα είναι £2,674 ετησίως επί της μισθολογικής κλίμακος £2,518x98-£2,812 και £2,714.- από της 1ης Ιουνίου 1977. Επί πλέον καταβάλλεται τιμαριθμικόν επίδομα συμφώνως προς το ποσοστόν το εγκρινόμενον υπό της Κυβερνήσεως από καιρού εις καιρόν.

2. Η νέα ημερομηνία προσαυξήσεώς σας θα είναι η 1η Ιουνίου.

3. Παρακαλώ όπως με πληροφορήσετε το ταχύτερον δυνατόν εάν αποδέχεσθε την προσφοράν ταύτην."

Την 4ην Ιανουαρίου, 1977, ο πρώτος αιτητής απέστειλεν επι[*428]στολήν προς τον Γενικόν Διευθυντήν του Υπουργείου Εσωτερικών μέσω του Αρχηγού της Αστυνομίας η οποία κατά λέξιν λέγει:

"Αναφέρομαι εις υμετέραν επιστολήν Αρ. Φακ. Ρ(Ρ) 30 της 4.1.77 εν σχέσει προς προσφοράν υπό του εντίμου Υπουργού Εσωτερικών προαγωγής μου εις την θέσιν του Ανωτέρου Αστυνόμου από της 1.1.1977 και έχω την τιμήν να σας πληροφορήσω ότι αποδέχομαι ταύτην. Παραλλήλως εκφράζω τας θερμάς μου ευχαριστίας διά την τιμήν ήτις μου εγένετο."

Την 8ην Φεβρουαρίου, 1977, ο Γενικός Διευθυντής του ιδίου υπουργείου απέστειλεν επιστολήν εις την οποίαν εκφράζει τας νέας απόψεις του Υπουργού Εσωτερικών και λέγει:

"Ενετάλην παρά του Υπουργού Εσωτερικών να αναφερθώ εις την γενομένην προς υμάς προσφοράν υπ' αρ. Φακ. Ρ(Ρ) 30 της 4ης Ιανουαρίου, 1977 διά προαγωγήν εις την θέσιν του Ανωτέρου Αστυνόμου και να σας πληροφορήσω ότι ο Υπουργός Εσωτερικών ανέστειλε την προαγωγήν σας μέχρι της διερευνήσεως πληροφοριακών καθ' υμών στοιχείων άτινα ελήφθησαν εις το Υπουργείον τούτο."

Ευθύς ως ελήφθη ή επιστολή αύτη ο πρώτος αιτητής δικαιολογημένους κατά την γνώμην μου, απέστειλεν επιστολήν πρός τον Υπουργόν Εσωτερικών εκφράζων την ανησυχίαν του και λέγει:

"Επιτρέψατε μου να αποταθώ προς υμάς και να επιζητήσω συνάντησιν μετά της Αυτού Μακαριότητος του προέδρου της Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ίνα μου δοθή η ευκαιρία να αποδείξω το αμόλυντον του ονόματος μου και της οικογενείας μου.

Όπως είχα εξηγήσει εις υμάς πλειστάκις εις το πρόσφατον παρελθόν ανέμενον ότι τυχόν ψίθυροι και διαδόσεις εις βάρος μου, θα εγίνοντο αιτία κλήσεως μου υπό του Μακαριωτάτου μέσω υμών και του Αρχηγού της Αστυνομίας διά την ιδικήν μου εξήγησιν ή έστω ανάκρισιν, πράγμα το όποιον δεν εγένετο και τούτο παρά την υπ' εμού εκφρασθείσαν επιθυμίαν και επιδίωξιν μέσω υμών ότι εάν υφίστατο τοιούτο θέμα θα ηδύνασθο να διευθετούσατε συνάντησιν μου μετά του Μακαριωτάτου.

Εφησύχαζα, ως εκ τούτου, ότι μέχρι της γενομένης προσφοράς προαγωγής μου την 4.1.77, δεν προέκυψε λόγος διά την αιτουμένην συνάντησιν. Εν τούτοις όμως, έχων [*429] υπ' όψιν την αναστολήν της προαγωγής μου, και τα διάφορα δημοσιεύματα άτινα προσβάλλουν άμεσα και έμμεσα το άτομον μου, διεμαρτυρήθην επανειλημμένως, προς υμάς, υποβάλας και έγγραφον παράπονον την 9.1.77 πέραν του τηλεγραφήματος μου προς υμάς την 12.1.77.

Ανέμενον ότι εν τω μεταξύ θα συνεπληρούτο η επισήμως ανακοινωθείσα διερεύνησις των στοιχείων άτινα εδόθησαν υμίν μέσω του Μακαριωτάτου, ότε και θα εδίδετο και εις εμέ η ευκαιρία—(α) να αντικρούσω τους γενομένους εναντίον μου ισχυρισμούς, κακοήθεις και συκοφαντικούς κατ' εμέ, και (β) να δυνηθώ να ασκήσω το αναφαίρετον δικαίωμα μου προς αποκατάστασιν της τιμής και αξιοπρεπείας μου δι' όλων των εις την διάθεσιν μου ενδίκων μέσων.

Μέχρι σήμερον όμως—παρήλθον ήδη πέραν των 30 ημερών —ουδεμίας ανακριτικής διαδικασίας έλαβον γνώσιν ούτε εκλήθην να υπερασπίσω εαυτόν, πράγμα κατ' εμέ άδικον και εναντίον πάσης ηθικής τάξεως και των κανόνων του Διοικητικού Δικαίου.

Ως εκ των ανωτέρω, και παρά την επιθυμίαν μου όπως μη αντιδικήσω με την σεβαστήν Κυβέρνησιν, είμαι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να αιτήσω μέσω υμών τα κάτωθι, ως μία υστάτη έκκλησις:

(1) Διευθέτησιν ακροάσεως μου παρά τω Μακαριωτάτω ίνα μου δοθή η ευκαιρία να εξηγήσω εις Αυτόν τυχόν αμφιβολίας Του ως προς την νομιμοφροσύνην μου και θέσω ενώπιον Του στοιχεία άτινα, ταπεινώς φρονώ, δεν έχει υπ' όψιν ή, καθ' όλας τας ενδείξεις, δεν ετέθησαν υπ' όψιν Του εις ό,τι αφορούν εις το πρόσωπον μου,

(2) Ταχείαν συμπλήρωσιν της ανακριτικής διαδικασίας εν σχέσει προς τα παρασχεθέντα υμίν στοιχεία εναντίον μου, και εν πάση περιπτώσει προ του τέλους τρέχοντος, μηνός, ίνα έχω την ευκαιρίαν να προσβάλω διά προσφυγής τυχόν άδικον μεταχείρησιν μου εντός της υπό του Συντάγματος προβλεπομένης τακτής προθεσμίας. (Υπενθυμίζω προς τούτοις και το δικαίωμα μου να κληθώ ενώπιον οιασδήποτε ανακριτικής Επιτροπής δυνάμει του Συντάγματος (Άρθρα 29 & 30) και των περί Αστυνομίας Πειθαρχικών Κανονισμών.) [*430] Επισυνάπτω ως Παράρτημα εις την παρούσαν μου αντίγραφον επιστολής μου προς την εφημερίδα ΝΕΑ ημερομηνίας 27.1.77 το όποιον περιέχει και δήλωσιν μου ως προς τα φρονήματα και την ιδεαλιστικήν τοποθέτησιν μου, προς ενημέρωσιν του Μακαριωτάτου.

Εν τέλει θα επεθύμουν να αναφέρω ότι διά λόγους αξιο- πρεπείας και επαγγελματικού γοήτρου—λόγοι ιεροί δι' εμέ—θα ευρίσκωμαι επ' αδεία (εκ της συσσωρευθείσης εις πίστην μου) μέχρις ότου αποκατασταθούν τόσον ή τιμή και ή επαγγελματική μου αξιοπρέπεια όσον και τα δικαιώματα μου."

Ό δεύτερος αιτητής Δήμος Ιωάννου Ζένιος ο οποίος επίσης υπηρετεί εις τας τάξεις της Αστυνομίας έλαβεν επιστολήν του Γενικού Διευθυντού του Υπουργείου Εσωτερικών την 4ην Ιανουαρίου, 1977, διά της οποίας επληροφορείτο ότι ο Υπουργός Εσωτερικών απεφάσισεν να του προσφέρη προαγωγήν εις την θέσιν του Αστυνόμου Β'. (Ίδε επιστολήν Τεκμήριον 2). Ως ήτο φυσικόν ο δεύτερος αιτητής απεδέχθη την προσφερθείσαν εις αυτόν προαγωγήν εις την θέσιν του Αστυνόμου Β' διά επιστολής του προς τον Γενικόν Διευθυντήν του Υπουργείου Εσωτερικών την 6ην Ιανουαρίου, 1977. Την 25ην Ιανουαρίου, 1977 ο δεύτερος αιτητής, δικαιολογημένως, απέστειλεν ετέραν επιστολήν πρός τον Υπουργόν Εσωτερικών και ετόνιζε την ανησυχίαν του, διότι όπως γράφει:

" Μετά μεγάλης μου λύπης παρετήρησα ότι το όνομα μου δεν συμπεριελήφθην εις τον κατάλογον των προαχθέντων Αξιωματικών ο οποίος εδημοσιεύθη εις τας ΕΔ/ΙΙ/2 της Αστυνομικής Δυνάμεως Κύπρου ημερομηνίας 10.1.77, παρ' όλον ότι συμφώνως υμετέρας επιστολής υπό στοιχεία Ρ(Ρ) 191 και ημερομηνίας 4.1.77 μοι εγνωρίσατε υμετέραν απόφασιν και προσφοράν διά προαγωγήν μου εις την θέσιν του Αστυνόμου Β' την οποίαν ευχαρίστως απεδέχθην δι' ημετέρας απαντητικής υπό ημερομηνίαν 6.1.77.

Συναφώς, επληροφορήθην μέσω του τύπου ότι η προαγωγή μου ανεστάλη λόγω μερικών δημοσιευμάτων τα οποία παρουσιάσθησαν εις τον τύπον και ότι εξετάζονται νέα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία διεβιβάσθησαν εις το Υπουργείον εναντίον μου Εν προκειμένω επιθυμώ να εκφράσω εις ύμας την διαμαρ[*431]τυρίαν μου διά την άδικον μεταχείρησιν της οποίας έτυχον και τυγχάνω, υποβάλλω δε την παρούσαν διαμαρτυρίαν μου απλώς και μόνον διά να υπερασπίσω την τιμήν, αξιοπρέπειαν και τα δίκαια μου και ουχί εκ προθέσεως να αντιδικήσω μετά της υμετέρας Εντιμότητος ή του Αρχηγού της Αστυνομίας, πρόσωπα τα οποία βαθύτατα σέβομαι και εκτιμώ.

Επί του παρόντος ένα μόνο πράγμα έχω να δηλώσω Έντιμε Κύριε Υπουργέ Ούτε ποτέ πραξικοπηματίας υπήρξα αλλ' ούτε και είμαι'."

Την 8ην Φεβρουαρίου, 1977, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών εις απάντησιν προς τον δεύτερον αιτητήν λέγει:

"Ενετάλην παρά του Υπουργού Εσωτερικών να αναφερθώ εις την γενομένην προς υμάς προσφοράν υπ' αρ. Φακ. Ρ(Ρ) 191 της 4ης Ιανουαρίου 1977 διά προαγωγήν εις την θέσιν του Αστυνόμου Β' και να σας πληροφορήσω ότι ο Υπουργός Εσωτερικών ανέστειλε την προαγωγήν σας μέχρι της διερευνήσεως πληροφοριακών καθ' υμών στοιχείων άτινα ελήφθησαν εις το Υπουργείον τούτο."

Ο δεύτερος αιτητής αισθανόμενος πικρίαν, ως ήτο φυσικόν, κατέθεσεν προσφυγήν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου την 21ην Απριλίου, 1977, και το περιεχόμενον της αιτήσεως του και νομικοί λόγοι είναι οι ίδιοι με εκείνους τους οποίους υπέβαλεν εις την προσφυγήν του υπ' Αριθμόν 111/77 ο αδελφός του, ο πρώτος αιτητής. Είναι ενδεικτικόν από τα γεγονότα των δύο προσφυγών ότι ο πρώτος αιτητής ενεγράφη ως αστυνομικός την 1ην Φεβρουαρίου, 1944, και ο δεύτερος αιτητής κατετάγη εις τας τάξεις της αστυνομίας την 1ην Οκτωβρίου, 1949· και οι δύο προήχθησαν, αφού υπηρέτησαν διά μακράν περίοδον. Την 7ην Μαίου, 1977, ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, κ. Αριστοδήμου ισχυρίσθη ότι η απόφασις της αναστολής των διορισμών των δύο αιτητών ελήφθη από τον Υπουργόν Εσωτερικών και Αμύνης εντός των προνοιών του Άρθρου 13 του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφάλαιον 285, ως επίσης και συμφώνως των νομικών αρχών αι οποίαι διέπουν την αναστολήν ή/και ακύρωσιν των διοικητικών πράξεων διά λόγους δημοσίου συμφέροντος και οι οποίοι ελήφθησαν εντός λογικών χρονικών ορίων από την ημέραν της προσφοράς της προαγωγής. Τα γεγονότα τα οποία ώθησαν τον Υπουργόν Εσωτερικών και Αμύνης εις το να αναστείλη την προαγωγήν και [*432] των δύο αιτητών περιέχονται εις τους λόγους της ενστάσεως των προσφυγών οι οποίοι αφήνουν να νοηθή ότι ο Υπουργός Εσωτερικών και Αμύνης έλαβεν πληροφορίας ουσιαστικού περιεχομένου ή/καί γεγονότα τα οποία έχουν σχέσιν με το θέμα πίστεως και αφοσιώσεως προς την νομιμότητα και τάξιν, προς τας νομικάς αρχάς της πολιτείας και κατά την διάρκειαν του πραξικοπήματος του Ιουλίου του 1974. Εις την παράγραφον 8 των γεγονότων ο συνήγορος κ. Αριστοδήμου λέγει ότι επί τη βάσει των ως άνω πληροφοριών ο Υπουργός Εσωτερικών απεφάσισε να αναστείλη τας προαγωγάς των αιτητών και επληροφόρησεν τούτους διά επιστολής ημερομηνίας 8 Φεβρουαρίου, 1977. Ως ήτο φυσικόν την 30ην Μαίου, 1977, ο συνήγορος και των δύο αιτητών, κ. Γεώργιος Κακογιάννης, κατέθεσεν αίτησιν εις την οποίαν εζήτη να πληροφορηθή λεπτομερείας των γεγονότων ή των ζητημάτων τα οποία αναφέρονται εις την παράγραφον 7 των γεγονότων επί των οποίων εστηρίχθη η ένστασις και ειδικώτερον πληροφορίας ή και γεγονότα τα οποίια άφηναν υπονοούμενα εναντίον των αιτητών διά έλλειψιν πίστεως και προσηλώσεως εις τον νόμον και την έννομον τάξιν και τας νομικάς αρχάς της πολιτείας τόσον ενωρίτερον όσον και κατά την διάρκειαν του πραξικοπήματος του Ιουλίου του 1974. Την 14ην Νοεμβρίου, 1977, ο συνήγορος των καθ' ων η αίτησις κατέθεσεν λεπτομερείας των γεγονότων και πληροφοριών αι οποίαι αναφέρονται εις την παράγραφον 7 της ενστάσεως και αι οποίαι έχουν ως ακολούθως:

"1. Την 25-7-1974 ετοποθετήθη ως Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου, δυνάμει εγκυκλίου του υπό των πραξικοπηματιών διορισθέντος 'Αρχηγού' της Αστυνομίας, προαχθείς εις αναπληρωτήν  Αστυνόμον Β', εις αντικατάστασιν του προβάλοντος αντίστασιν κατά των πραξικοπηματιών Αστυνομικού Διευθυντού Πάφου κ. Γαλάζη.

2. Την 29-7-74, ο αιτητής προέβη δι' εγκυκλίου αυτού, εις ριζικάς μεταθέσεις νομιμοφρόνων μελών της Δυνάμεως, με στόχον την επάνδρωσιν καίριων θέσεων υπό πραξικοπηματιών.

3. Την 1-8-74 υπέβαλεν έντυπα Ρ. 202, συστήσας δι' αναπληρωματικούς διορισμούς μέλη της Δυνάμεως γνωστά δι' ενεργόν ανατρεπτικήν δράσιν κατά του Κράτους, μεταξύ των οποίων 8 είχον απολυθή υπό της νομίμου Κυβερνήσεως διά λόγους δημοσίου συμφέροντος. Συστήνων τούτους, ο αιτητής έγραφε (διά μερικούς) Λόγοι διά συστάσεις: [*433]

'Απελύθη από την Αστυνομικήν δύναμιν διά πολιτικούς λόγους …………………………………………………………………………………...…………

Συστήνεται διά διορισμόν εις την τάξιν του …………………………………………………………………………………………..….

ως ειδική περίπτωσις και κατά την διάρκειαν της υπηρεσίας του εις εκείνο το Τμήμα.'"

Επισυνάπτονται ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 1 έως 13."

Οι νομικοί λόγοι οι οποίοι ηγέρθησαν και εις τας δύο προσφυγάς ήσαν:

(1) Εφ' όσον εγένετο εκ μέρους του Υπουργού Εσωτερικών προσφορά προαγωγής εις τους δύο αιτητάς εις την θέσιν Ανωτέρου Αστυνόμου και Αστυνόμου Β' και την οποίαν οι αιτηταί απεδέχθησαν εγγράφως, η προαγωγή εγένετο αποτελεσματική και δεσμευτική και δεν ήτο δυνατόν να ακυρωθή ή να ανακληθή υπό του Υπουργού Εσωτερικών εκτός διά πειθαρχικόν παράπτωμα διά το οποίον οι αιτηταί να κατηγορηθούν, να δικασθούν και να καταδικασθούν συμφώνως των προνοιών του νόμου. Ένεκα τούτου ο Υπουργός Εσωτερικών δεν ηδύνατο νομικώς να ανακαλέση την λειτουργίαν της προαγωγής,

(2) Η διοικητική πράξις της προαγωγής είναι σύμβασις ή και μονομερής σύμβασις την οποίαν ο Υπουργός Εσωτερικών δεν έχει το δικαίωμα να ακυρώση ή να ανακαλέση διά μονομερούς πράξεως.

Όπως ανέφερα προηγουμένως αι δύο αιτήσεις στηρίζονται επί των ιδίων νομικών αρχών. Την 14ην Απριλίου, 1978, ο κ. Κακογιάννης υπέβαλεν ότι, αι προαγωγαί αξιωματικών ρυθμίζονται από τον Περί της Αστυνομίας Νόμον Κεφάλαιον 285, ως ετροποποιήθη υπό διαφόρων νόμων και ειδικώτερον υπό των νόμων 19/60, 21/64 και 29/66. Το Άρθρον 13(1) ως ετροποποιήθη αναγιγνώσκει: "Οι αξιωματικοί θα διορίζωνται, θα προάγωνται και θα απολύωνται από τον Υπουργόν Εσωτερικών."

Δεν χωρεί καμμίαν αμφιβολίαν ότι και οι δύο αιτηταί εμπίπτουν εντός των προνοιών του Άρθρου 13(1) του Κεφαλαίου 285. Περαιτέρω ετονίσθη ότι συμφώνως του Άρθρου 10 του Νόμου εγένοντο κανονισμοί διά το θέμα των προαγωγών ως επίσης γενικοί κανονισμοί οι οποίοι προνοούν διά ζητήματα πειθαρχικών αδικημάτων ως επίσης και την συμπεριφοράν των μελών της Άστυ[*434]νομικής Υπηρεσίας. Οι Κανονισμοί περί πειθαρχικών Αδικημάτων υφίστανται και εάν πράγματι εγένοντο πειθαρχικά αδικήματα εκ μέρους των δύο αιτητών, τότε ή διαδικασία η οποία υποδεικνύεται υπό των προνοιών του Νόμου και των κανονισμών, ώφειλεν να ακολουθηθή υπό της διοικήσεως.

Ό κ. Κακογιάννης αγορεύων υπεστήριξεν ότι η ανάκλησις η οποία έγινε υπό του Υπουργού Εσωτερικών είναι ζήτημα το όποιον ανάγεται εις την σφαίραν του δημοσίου δικαίου. Επειδή, ουδεμία πρόνοια υπάρχει εις τον περί Αστυνομίας Νόμον ως προς το ποία είναι η σχέσις μεταξύ της διοικήσεως και των δύο αιτητών και τι είδος διοικητικής πράξεως ή συμβάσεως εγένετο με την προσφοράν εκ μέρους του Υπουργού Εσωτερικών προαγωγής εις την θέσιν Ανωτέρου Αστυνόμου και Αστυνόμου Β' και την αποδοχήν αυτής εκ μέρους των αιτητών, νομίζω ότι είναι χρήσιμο να αναφερθώ εις την υπόθεσιν Παντελίδου εναντίον της Δημοκρατίας, 4 R.S.C.C. 100, 104 και 105 όπου το Δικαστήριον απεφάνθη ότι ο τερματισμός της υπηρεσίας της αιτητρίας ήτο θέμα το οποίον υπήγετο εις την σφαίραν του δημοσίου δικαίου και ουχί του ιδιωτικού, (ίδε Γιάννης Σταματίου εναντίον της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, 3 R.S.C.C. 44 εις την σελίδα 46), και ως εκ τούτου χωρούσε προσφυγήν εναντίον του τερματισμού των υπηρεσιών της αιτητρίας ενώπιον του Δικαστηρίου συμφώνως του Άρθρου 146. Επίσης εις την υπόθεσιν Πασχαλίδου εναντίον της Δημοκρατίας (1969) 3 C.L.R. 297 το Δικαστήριον εν τη ασκήσει της αναθεωρητικής αυτού δικαιοδοσίας απεφάσισε ότι ο διά συμβάσεως διορισμός της εφεσειούσης εις θέσιν της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως ήτο ζήτημα εμπίπτον εντός της δικαιοδοσίας του δημοσίου δικαίου και ως εκ τούτου το Δικαστήριον είχε δικαιοδοσίαν να εκδικάση την προσφυγήν συμφώνως του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Το γεγονός ότι ο διορισμός έγινε διά συμβάσεως δεν ηδύνατο να αλλάξη την ουσιαστικήν αυτού φύσιν. Συνεπώς είμαι της γνώμης συμφώνως και με τας ως άνω αυθεντίας, ότι η τοιαύτη ανάκλησις είναι ζήτημα το οποίον εμπίπτει εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου.

Ως ελέχθη εις τα θέματα αστυνομίας ή Νομολογία κατ' αναλογίαν ακολουθεί τας διατάξεις του Άρθρου 44 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 33/67, το όποιον διά της υποπαραγράφου 6 Αναγιγνώσκει: "Αι προαγωγαί δημοσιεύονται εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας". Είναι επίσης χρήσιμο να προσθέσω ότι το Άρθρον 13(1) του Κεφαλαίου 285 ως τούτο ετροποποιήθη [*435] είναι γενικής φύσεως· εις το θέμα προαγωγών της αστυνομίας λέγει μόνον ότι: "Οι αστυνομικοί θα διορίζωνται, προβιβάζωνται και απολύωνται υπό του Υπουργού." Κατά συνέπειαν, είμαι της γνώμης ότι, όταν ο Υπουργός Εσωτερικών απεφάσισε να προσφέρη προαγωγήν εις τους δύο αιτητάς, και προτού οι δύο αιτηταί αποδεχθούν την προσφοράν διά να συμπληρωθή η διοικητική πράξις, τότε μόνον η συμφωνία μεταξύ της διοικήσεως και των αιτητών ηδύνατο να ανακληθή. Εάν χρειάζεται και άλλη νομική αυθεντία κατά την γνώμην μου η υπόθεσις Παναγίδης εναντίον της Δημοκρατίας (1972) 3 C.L.R. 467 υποστηρίζει την ως άνω θέσιν εις την σελίδα 483, ότι και ή παράλειψις δημοσιεύσεως εις την Επίσημον Εφημερίδα δεν αποτελεί κώλυμα εις το θέμα προαγωγής εφ' όσον η νομική τοποθέτησις της προαγωγής αρχίζει από την ημέραν της προσφοράς και αποδοχής της, και κατά συνέπειαν δεν δύναται ελευθέρως να ανακληθη. Ίδε επίσης Τζαβέλλας και άλλος εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας (1975) 3 C.L.R. 490. Εις την υπόθεσιν Τζαβέλλας το Δικαστήριον αφού έλαβεν υπ' όψιν του τον Κανονισμόν 11 των περί Αστυνομίας (Γενικοί Κανονισμοί) του 1958 διά πειθαρχικούς σκοπούς, κατέληξεν εις το συμπέρασμα ότι εφ' όσον ο Αρχηγός της Αστυνομίας δεν διέταξεν να γίνη πραγματική έρευνα διά να αποδειχθή η αλήθεια διά τους ισχυρισμούς εναντίον του αιτητού και να του δοθή η ευκαιρία να ακουσθή και να υπερασπισθή, είναι ουσιώδης αρχή του διοικητικού δικαίου ότι εφ' όσον μία έρευνα εναντίον υπαλλήλου εγένετο αλλά συμφώνως συμβουλής δεν ελήφθησαν πειθαρχικά μέτρα ή άλλα μέτρα εναντίον ή εφ' όσον τοιαύτα μέτρα ελήφθησαν αλλά ο αξιωματικός ηθωώθη, τοιαύτα γεγονότα δεν δύνανται να ληφθούν υπ' όψιν διά σκοπούς προαγωγής.

Περαιτέρω ελέχθη ότι το γεγονός ότι πειθαρχική διαδικασία παραμένει εναντίον ενός δημοσίου λειτουργού χωρίς να υπάρχουν ουσιώδη κριτήρια διά βάσιν των κατηγοριών πού του προσάπτονται, δεν δύναται επίσης να λαμβάνεται υπ' όψιν διά λόγους προαγωγής. Περαιτέρω ετονίσθη ότι εφ' όσον αι κατηγορίαι εναντίον των αιτητών άφηναν να νοηθή ότι υπήρξεν παράβασις καθήκοντος ή όποια απέρρεε από τας προαναφερθείσας πράξεις ή παραλείψεις και εφ' όσον δεν ησκήθη πειθαρχική διαδικασία εναντίον του, ο αρχηγός της Αστυνομίας ο οποίος απεφάσιζε διά τας προαγωγάς των αιτητών δεν ηδύνατο να λάβη υπ' όψιν το γεγονός εκείνο διότι υπό τας περιστάσεις ήτο άσχετον. Εν συνεχεία ελέχθη ότι όταν μία διοικητική απόφασις στηρίζεται επί ασχέτων γεγονότων, όπως εις την παρούσαν περίπτωσιν, ή τοιαύτη από[*436]φασις πρέπει να θεωρείται ότι είναι άκυρος και άνευ νομικής υποστάσεως. Ίδε επίσης διά θέμα ανακλήσεως Συμπλήρωμα Νομολογίας 1969-1970 εις σελίδα 191 παράγραφος 441, ή οποία τονίζει ότι:

"Αναστολή εκτελέσεως της πράξεως άνευ χρονικού περιορισμού ισοδυναμεί προς ανάκλησιν αυτής, Σ.τ.Ε. 1113/1970 ΝοΒ. 19. 104, Σ.Τ.Ε. 2879/1969 ΝοΒ. 18. 491."

Ο καθηγητής Κυριακόπουλος εις το σύγγραμμα "Διοικητικόν Ελληνικόν Δίκαιον" Β' Γενικόν Μέρος Έκδοσις 4, 1961, πραγματεύεται την ανάκλησιν των διοικητικών πράξεων και λέγει εις την σελίδα 403:

"Η διοικητική πράξις, ως γνωστόν, καθορίζει, ως και η δικαστική απόφασις, τί δέον να ισχύση ως δίκαιον εν τη ατομική περιπτώσει. Αλλ' έχει η διοικητική πράξις την αυτήν ισχύν, ην κέκτηται και ή δικαστική απόφασις; Ή διοικητική πράξις έχει δεδικασμένου δύναμιν; Η έννοια του δεδικασμένου, γνωστή εν τω δικονομικώ δικαίω έγκειται εις την ιδιότητα της δικαστικής αποφάσεως, όπως το εξ αυτής πηγάζον υπέρ της αληθείας τεκμήριον είναι αμάχητον και μη δύναται να αμφισβητηθή πλέον. Η έννοια αύτη, παρά τας διατυπωθείσας αντιρρήσεις, ουδείς σοβαρός λόγος συντρέχει, όπως μη χρησιμοποιηθή και επί των διοικητικών πράξεων. Δυνάμεθα, επομένως, και επ' αυτών να διακρίνωμεν μεταξύ τυπικού και ουσιαστικού δεδικασμένου.

α. Τυπικόν δεδικασμένον αναγνωρίζεται εις εκείνην την πράξιν, ήτις κατέστη απρόσβλητος δι' οιουδήποτε ενδίκου μέσου εκ μέρους του ενδιαφερομένου, όστις δεν δύναται πλέον ν' αντιστή κατά της εκτελέσεως της πράξεως. Κατ' αρχήν πράξίς τις της διοικήσεως είναι δυνατόν να προσβληθή υπό του ενδιαφερομένου εντός ωρισμένης προθεσμίας, είτε ενώπιον της ανωτέρας διοικητικής αρχής, είτε ενώπιον διοικητικού τινός δικαστηρίου. Παρελθούσης της προθεσμίας, αποκλείεται η προσφυγή. Η πράξις είναι πλέον ισχυρά διά τον πολίτην, εφ' όσον η εκδούσα αυτήν αρχή ή η ιεραρχικώς προϊσταμένη ταύτης δεν προβαίνει εις ανάκλησιν ή αναίρεσιν της πράξεως. Το απρόσβλητον και εκτελεστόν της πράξεως εκφράζει ο κανών res judicata jus facit inter partes.

β. Αλλ' η διοικητική πράξις κέκτηται, επίσης, και δύναμιν [*437] ουσιαστικού δεδικασμένου; Το ουσιαστικόν δεδομένον της δικαστικής αποφάσεως είναι σκόπιμον δημιούργημα του δικονομικού δικαίου, προϋποθέτει δε το τυπικόν. Η έννοια του ουσιαστικού δεδικασμένου έγκειται εν τούτω· το περιεχόμενον της αποφάσεως δεσμεύει ου μόνον τον πολίτην αλλά και το δικαστήριον, τούθ' όπερ εκφράζει ο κανών res judicata jus facit inter omnes. Η τοιαύτη δέσμευσις διττώς δύναται να ερμηνευθή· είτε ως απαγόρευσις προς τα δικαστήρια, χάριν αυτού τούτου του κύρους των—ne varia judiceturν' απασχολώνται εκ δευτέρου με την εξέτασιν υποθέσεως, εφ' ης ήδη απεφάνθησαν (απόλυτον δεδικασμένον)· είτε ως συνέπεια του δικαιώματος του διαδίκου επί την διατήρησιν της επωφελούς δι' αυτόν αποφάσεως (σχετικόν δεδικασμένον). Κέκτηται λοιπόν και η διοικητική πράξις την δύναμιν ουσιαστικού δεδικασμένου υπό την έννοιαν, ότι το περιεχόμενον αυτής δεσμεύει τον τε πολίτην και την διοικητικήν αρχήν; Κατ' ακολουθίαν, δεν επιτρέ- πεται ανάκλησις της ισχυούσης πράξεως;

Το ζήτημα δέον ν' αντιμετωπισθή αρχικώς μεν επί τη βάσει της κειμένης νομοθεσίας, είτα δε από θεωρητικής απόψεως. Διότι, αι περί ανακλήσεως αρχαί, τας οποίας διέπλασαν η θεωρία και η νομολογία, είναι δυνατόν να τύχωσιν εφαρμογής μόνον εάν και εφ' όσον ελλείπη διάταξις ρητώς επιτρέπουσα ή απαγορεύουσα εις την διοίκησιν την ανάκλησιν ιδίας αυτής πράξεως[1]."

Δεν χωρεί καμμία αμφιβολία ότι αι διοικητικαί εν γένει αρχαί δεν επιτρέπεται να ανακαλώσι νομίμους αυτών πράξεις εξ ων απέρρευσαν κεκτημένα δικαιώματα υπαλλήλων ή αστυνομικών. Περαιτέρω είναι εξ ίσου ορθόν να τονισθή ότι η πράξις της διοικήσεως δεν δύναται να ανακληθή επ' αόριστον εφ' όσον αυτό ισοδυναμεί με την ακύρωσιν της πράξεως.

Οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, τους οποίους ο Υπουργός Εσωτερικών ισχυρίσθη δεν ευσταθούν, εφ' όσον αι προαγωγαί ήσαν νόμιμοι, όπως υποστηρίζουν και μερικαί αυθεντίαι τας οποίας οι συνήγοροι ανέφεραν. Θα ήτο επίσης αδιανόητον να λεχθή ότι η διοίκησις θα ηδύνατο μετά τας προαγωγάς να επανέλθη [*438] διότι ελήφθησαν νέαι πληροφορίαι, και να δικαιολογηθώ λέγουσα ότι: "Η απόφασις μας να σε προάγωμεν εις την θέσιν την οποίαν σήμερον έχεις ήτο εσφαλμένη και παίρνομε την θέσιν διότι είναι διά το δημόσιον συμφέρον ότι ώφειλες να μη ευρίσκεσαι εις την θέσιν την οποίαν κατέχεις".

Επί πλέον είναι ενδεικτικόν ότι αι πράξεις αναδρομικότητος της ανακλήσεως νομίμων διοικητικών πράξεων δείχνουν ότι είναι μόνον πράξεις αι οποίαι συνεχίζουν από ημέραν εις ημέραν, και κατά την γνώμην μου, τότε η διοίκησις δύναται να επεμβαίνη. Ειδικώτερον εις το θέμα προαγωγών εξυπακούεται, και αυθεντίαι υποστηρίζουν την αρχήν ταύτην, ότι ο κάτοχος της θέσεως θα συνεχίση να την κατέχη μέχρις ότου προβιβασθή και πάλιν η εγκαταλείψη την υπηρεσίαν ή έχει απολυθή από την υπηρεσίαν ή διά άλλους λόγους. Ίδε επίσης επί του θέματος τούτου το Συμπλήρωμα Νομολογίας 1969-1971, την παράγραφον 421 εις την σελίδα 190. Και διά την πλάνην περί τα πράγματα τας παραγράφους 433, 434, 435, 437, 498, και 39. Ίδε επίσης εγχειρίδια "Διοικητικού Δικαίου" 1977 Έκδοσις, εις σελίδα 168 παράγραφον 174 η οποία αναγιγνώσκει υπό τίτλον "Κατάργησις και ανάκλησις της διοικητικής πράξεως". Ίδε επίσης σελίδα 170 παράγραφον 176.

Ό καθηγητής Παπαχατζής εις το βιβλίον του "Μελέται επί του Δικαίου των Διοικητικών Διαφορών" 4η Έκδοσις 1961, εις σελίδα 406 παράγραφον Δ τονίζει ότι:

"Αι διοικητικοί εν γένει αρχαί δεν επιτρέπεται να ανακαλώσι νομίμους αυτών πράξεις, εξ ων απέρρευσαν κεκτημένα δικαιώματα ιδιωτών. Τον γενικόν κανόνα αποτελεί το ανακλητόν των διοικητικών πράξεων. Όσάκις όμως ή νομίμως εκδοθείσα πράξις είναι υποχρεωτική διά την δημοσίαν αρχήν (εδεσμεύετο δηλαδή αύτη εκ του νόμου να την εκδώση) ή οσάκις ο νόμος την χαρακτηρίζει ως 'αμετάκλητον' ή οσάκις η πράξις έχει δι' ωρισμένους ιδιώτας ή ομάδας ιδιωτών 'συστατικόν' χαρακτήρα (ως π.χ. αι πράξεις διορισμού, αι παρασχεθείσαι κατόπιν ουσιαστικής κρίσεως εγκρίσεις κλπ.) και εν γένει οσάκις έχουν αποκτηθή υπό διοικουμένων δικαιώματα εκ της πράξεως, η εκδούσα αρχή—ουδέ κατά μείζονα λόγον άλλη τις δημοσία αρχή—δεν δύναται να ανακαλέση αυτήν. Τουναντίον, αι παράνομοι διοικητικαί πράξεις δέον να ανακαλώνται, πλην αν έχη μεσολαβήσει χρόνος λίαν μακρός από της εκδόσεως αυτών. Αλλ' η τοιαύτη πάροδος λίαν μακρού χρόνου δεν κωλύει την ανάκλησιν παρανόμου πράξεως, αν [*439] λόγοι δημοσίας τάξεως ή δημοσίου συμφέροντος (άσχετοι πάντως προς το στενόν οικονομικόν της δημοσίας διοικήσεως) επιβάλλωσι την τοιαύτην ανάκλησιν ή αν η έκδοσις της πράξεως είχε προκληθή δι' απατηλής ενεργείας των Ενδιαφερομένων ιδιωτών, π.χ. διά της εν γνώσει υποβολής ανακριβών στοιχείων προς την οικείαν δημοσίαν άρχήν."

 

Ο καθηγητής Στασινόπουλος εις τα "Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου" 1957, Ασχολούμενος με το θέμα " Η Ανάκλησις των Διοικητικών Πράξεων" τονίζει εις την σελίδα 256 ότι:

"Η επί μακρόν όμως χρόνον αποχή του διοικουμένου από της χρήσεως της πράξεως, ερμηνευομένη ως σιωπηρά παραίτησις από του παρεχομένου διά της πράξεως δικαιώματος και άρα ως συναίνεσις διά την ανάκλησιν, συνιστά υφ' ωρισμένας συνθήκας, λόγον στηρίζοντα την ανάκλησιν της πράξεως. Προ της εκδόσεως όμως της περί ανακλήσεως πράξεως, δι' ης η Διοίκησις θέλει δηλώσει την βούλησιν αυτής όπως η πράξις παύση ισχύουσα, η πράξις αύτη παραμένει ισχυρά. Ούτως η παράλειψις του διορισθέντος εις δημοσίαν θέσιν όπως αναλάβη υπηρεσίαν, αποτελεί μεν σιωπηράν πλην σαφή συναίνεσιν εις την ανάκλησιν του διορισμού[2], δεν είναι όμως ικανή ίνα αφ' εαυτής θέση εκτός ισχύος την πράξιν του διορισμού.

Εξαίρεσιν αποτελεί η περίπτωσις, καθ' ην η πράξις περιέχει εν εαυτή ορισμόν ανατρεπτικής προθεσμίας, εντός της οποίας οφείλει να τεθή εις εφαρμογήν. Εν τη περιπτώσει ταύτη ή εν αχρηστία εξάντλησις της προθεσμίας ταύτης θέτει αυτοδικαίως εκτός ισχύος την μη εκτελεσθείσαν πράξιν."

Ελέχθη περαιτέρω ότι η διοίκησις οφείλει κατ' αρχήν να έχη εις χείρας της αρκετά στοιχεία εναντίον των αιτητών διά την ανάκλησιν της διοικητικής πράξεως· και διά να δύναται η διοίκησις να επικαλεσθή το δημόσιον συμφέρον. Δεν έχω καμμίαν αμφιβολίαν επί του προκειμένου ότι η διοίκησις ώφειλε να είχε τοιαύτας πληροφορίας αι οποίαι να εδικαιολόγουν απόφασιν, και όχι να ανακαλέση την απόφασιν την οποίαν επήρεν διά τους σκοπούς όπως αύτη ερευνήση, διά να ίδη κατά πόσον υπάρχουν αρκεταί πληροφορίαι διά να την ανακαλέση κατόπιν. Αυτή η θέσις συνάδει με τας αγγλικάς αυθεντίας. Ελέχθη επίσης ενωρίτερον ότι εάν απεδέχοντο ότι οι αιτηταί διέπραξαν πειθαρχικής φύσεως παρα[*440]πτώματα, τότε ώφειλε να τεθή εις εφαρμογήν η διαδικασία η οποία προνοείται διά πειθαρχικά αδικήματα, διά να δύνανται οι αιτηταί να υπερασπίσουν εαυτούς.

 Το ερώτημα παραμένει κατά πόσον η διοίκησις ορθώς ενήργησεν συμφώνως και των αρχών του φυσικού δικαίου.

Εις την υπόθεσιν Ridge v. Baldwin and Others [1963] 2 Weekly Law Reports p. 935 ετέθη το ερώτημα κατά πόσον η απόλυσις ενός αστυνόμου εγένετο εναντίον των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, ήτοι χωρίς να δοθή εις αυτόν η ευκαιρία να απαντήση την κατηγορίαν εναντίον του. Ο Λόρδος Reid εκδίδων την απόφασιν του εδέχθη ότι κατεπατήθησαν αι αρχαί του φυσικού δικαίου.

Ήτο και παραμένει η θέσις των αιτητών ότι το Υπουργείον παρέλειψε να διεξαγάγη την δέουσαν έρευναν ενωρίτερον, και προ της ανακλήσεως της προαγωγής των αιτητών διά την περισυλλογήν όλων των γεγονότων αναφορικά προς τας δύο υποθέσεις. Αγορεύων ο συνήγορος της Δημοκρατίας κ. Αριστοδήμου επί του θέματος τούτου, ορθώς υπεστήριξε, κατά την γνώμην μου, ότι εάν το Δικαστήριον πεισθή ότι δεν εγένετο η δέουσα έρευνα, ασφαλώς η διοίκησις εξήσκησε την διακριτικήν αυτής εξουσίαν επί εσφαλμένων νομικών κριτηρίων και η απόφασις ελήφθη καθ' υπέρβασιν εξουσίας. Ίδε Άθως Γεωργιάδης εναντίον της Δημοκρατίας (1967) 3 C.L.R. 653 εις σ. 669, Ιωαννίδης Κωνσταντίνος εναντίον της Δημοκρατίας (1972) 3 C.L.R. 318 εις σ. 326 και Μιχαήλ Ζινιέρης εναντίον της Δημοκρατίας (1975) 3 C.L.R. 224. Περαιτέρω ετονίσθη υπό του συνηγόρου ότι η ανάκλησις των προαγωγών εγένετο άνευ χρονικού προσδιορισμού και κατά συνέπειαν η διοίκησις έσφαλεν, διότι η διοικητική πράξις ισοδυναμεί με ανακλήσιν των προαγωγών. Προς υποστήριξιν της θέσεως ταύτης ίδε Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας υπ' αρ. 3030/66, 801/69, 2879/69, και 1716/70, αι οποίαι υποστηρίζουν την θέσιν και την νομικήν άποψιν του συνηγόρου της Πολιτείας.

Περαιτέρω, τόσον ο συνήγορος των αιτητών, όσον και ο συνήγορος της Δημοκρατίας, υπεστήριξαν ότι και αν ακόμη η διοίκησις είχεν εις χείρας της στοιχεία τα οποία θα εδικαιολόγουν πειθαρχικήν δίωξιν εναντίον των δύο αιτητών—την οποίαν είχεν ζητήσει από τον Υπουργόν Εσωτερικών ο πρώτος αιτητής—τότε και πάλιν η διοίκησις παρέλειψεν, συμφώνως των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, να θέση ενώπιον των αιτητών τας πληροφορίας τας οποίας είχεν, διά να δοθή εις αυτούς η ευκαιρία να απαντήσουν [*441] και να αντιμετωπίσουν καταλλήλως τας κατηγορίας εναντίον των. Ίδε Μεταφορική Εταιρία Περιστερωνοπηγής εναντίον της Δημοκρατίας (1967) 3 C.L.R. 451, Χατζηπετρής εναντίον της Δημοκρατίας (1968) 3 C.L.R. 702, και Ψάλτης εναντίον της Δημοκρατίας (1971) 3 C.L.R. 372 εις σ. 378, ως επίσης και τας αποφάσεις των Αγγλικών Δικαστηρίων τας οποίας ανέφερα προηγουμένως.

Αισθάνομαι την ανάγκην, προτού καταλήξω εις τα νομικά συμπεράσματα, να εκφράσω ευχαριστίας προς τον συνήγορον των αιτητών διά την βοήθειαν την οποίαν προσέφερε προς το Δικαστήριον και διά την σωρείαν των νομικών αποφάσεων τας οποίας παρέθεσεν, αι οποίαι γλαφυρότατα θέτουν και απαντούν τας αρχάς δικαίου εις τας παρούσας προσφυγάς. Είμαι βέβαιος ότι ο κ. Κακογιάννης υπεστήριξεν με ζήλον και άνευ φόβου και προκαταλήψεως τους δύο αιτητάς, και κατέβαλεν κάθε προσπάθειαν διά να βοηθήση το Δικαστήριον διά να αποδοθή πραγματική δικαιοσύνη. Θα ήτο όμως παράλειψις να μην εκφράσω και ευχαριστίας προς τον κ. Αριστοδήμου διά την υποστήριξιν των αρχών δικαίου και διά την στάσιν την οποίαν εκράτησεν κατά την διάρκειαν της αγορεύσεως του διά την πραγματικήν απονομήν δικαιοσύνης η οποία συνάδει με το λειτούργημα της θέσεως του Γενικού Εισαγγελέως, ενός ανεξαρτήτου λειτουργού της δικαιοσύνης.

Είμαι της γνώμης ότι δεν χωρεί καμμία αμφιβολία, ότι αι αρχαί αι οποίαι διέπουν την νομικήν θέσιν ότι εφ' όσον αι διοικητικαί πράξεις έχουν δημιουργήσει δικαιώματα εις την ιεραρχίαν της δυνάμεως της αστυνομίας και εφ' όσον δέχομαι ότι αι προαγωγαί ανήκουν εις την σφαίραν του δημοσίου δικαίου, δεν δύνανται να ακυρωθώσι ούτε να ανακληθώσι επ' αόριστον, όπως συμβαίνει εις τας παρούσας αιτήσεις, διότι ή επ' αόριστον ανάκλησις ισοδυναμεί με την ακύρωσιν της πράξεως ή και ανάκλησιν αυτής.

Επαναλαμβάνω, αι διοικητικαί αρχαί οφείλουν να μη ανακαλώσι τας νομίμους αυτών πράξεις, εκ των οποίων εδημιουργήθησαν δικαιώματα εις τους υπηρετούντας εις την Κυπριακήν Δημοκρατίαν. Είμαι βέβαιος ότι η διοίκησις γνωρίζει ότι εις τας παρούσας κρίσιμους στιγμάς που αντιμετωπίζει η Κυπριακή Δημοκρατία, η νομιμότης των διοικητικών πράξεων αποτελεί ίδιον πολιτείας ευνομουμένης και πολιτείας δικαίου δι' όλους τους πολίτας, και δημιουργεί αίσθημα ασφαλείας και εμπιστοσύνης. Οσάκις όμως, η εκδοθείσα πραξις εγένετο νομίμως, όπως εις τας παρούσας αιτήσεις είναι υποχρεωτική διά την δημοσίαν αρχήν, αφού δεσμεύεται εκ του νόμου να την εκδώση, και αφού αι προαγωγαί των αιτητών [*442] έγιναν κατόπιν ουσιαστικής κρίσεως του Υπουργού Εσωτερικών. Περαιτέρω θα ήθελα να προσθέσω, ότι εφ' όσον εκ της πράξεως των προαγωγών έχουν αποκτηθή δικαιώματα η αρχή δεν δύναται να ανακαλέση τας προαγωγάς.

Θα ήτο όμως σκόπιμον να προσθέσω ότι αι παράνομοι διοικητικαί πράξεις πρέπει να ανακαλώνται εκτός εάν έχει μεσολαβήση πολύ μακρός χρόνος από της εκδόσεως των πράξεων. Εν πάση περιπτώσει υιοθετώ πλήρως τας απόψεις του Καθηγητού Παπαχατζή υπό το φως των συνθηκών της παρούσης υποθέσεως.

Διά όλους τους λόγους τους οποίους ανέφερα, κατέληξα εις το συμπέρασμα ότι η ακύρωσις η και ανάκλησις των προαγωγών εις τον βαθμόν του Ανωτέρου Αστυνόμου και Αστυνόμου Β' είναι αντίθετος του Συντάγματος, του νόμου, και εγένετο καθ' υπέρβασιν η κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το διοικητικόν όργανον. Κατά συνέπειαν αι δύο προσφυγαί επιτυγχάνουν και κηρύσσω την απόφασιν ή την πράξιν εν όλω άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε αποτελέσματος και ότι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθεί. Επειδή οι αιτηταί δεν εζήτησαν έξοδα, δεν προτίθεμαι να εκδώσω διάταγμα διά έξοδα.

Ακύρωσις επιδίκων πράξεων.

 

This is an English translation of the judgment in Greek appearing at pp. 423-442 ante.

Recourse under Article 146 of the Constitution—Act or decision in the sense of Article 146.1—Suspension of promotion of Police Officers—is within the domain of public law and can be made the subject of a recourse.

Administrative Law—Administrative acts—Lawful administrative acts—Revocation—General principles applicable—Promotions in the Police Force—Suspension pending an inquiry into certain information against the applicants—Promotions have created rights—They were binding and they could not be cancelled nor revoked indefinitely—Because the indefinite revocation is tantamount to the cancellation of the act—If the administration accepted that applicants committed offences of disciplinary nature then it ought to apply the procedure provided for disciplinary offences to enable the applicants to defend themselves in accordance, also, with the principles of natural justice.

Police Force—Promotions—Revocation—General principles. [*443]

By letter dated the 4th January, 1977, the Director-General of the Ministry of Interior informed the first applicant that the Minister of Interior decided to offer him promotion to the post of Chief Superintendent with effect from the 1st January, 1977; and by letter of the same date he informed the second applicant that the Minister of Interior decided to offer him promotion to the post of Superintendent B. Both applicants accepted the offer of promotion by letters to the Director-General Ministry of Interior. By letter dated 8th February, 1977 the Director-General Ministry of Interior informed the applicants that the Minister of Interior suspended their promotion pending the inquiry into information which has been received against them in the Ministry. Hence these recourses whereby the two applicants applied, inter alia, for a declaration of the Court that the suspension of their promotion is null and void and of no effect whatsoever and was made in excess or abuse of the powers vested in the organ or authority.

Counsel for the applicants mainly contended that:

(a) Once an offer of promotion was made to the applicants by the Minister of Interior, which was accepted by them in writing, the promotion became effective and binding and could not be cancelled or revoked by the Minister except for disciplinary offences in respect of which the applicants should have been charged under the Law. Therefore the Minister was not in law entitled to revoke the operation of the promotion.

(b) The administrative act of promotion is a contract and/or unilateral contract which the Minister had no right to cancel or revoke by unilateral action.

Held, (1) that the revocation by the Minister of Interior is a matter falling within the domain of public law; and that, accordingly, a recourse, under Article 146 of the Constitution, could be made against the revocation.

(2)That the Minister could only revoke the promotions before their acceptance by the applicants and the completion of the administrative act because only then the agreement between the administration and the applicants could have been revoked (see section 44(6) of the Public Service Law, 1967, section 13(1) of the Police Law, Cap. 285, Panayides v. Republic (1972) 3 [*444] C.L.R. 467 and Tzavelas and Another v. Republic (1975) 3 C.L.R. 490).

(3) That the administration should in principle have in its possession sufficient material against the applicants in order to revoke the administrative act and in order to be able to invoke the public interest; that the administration should have had such information as would have warranted a decision, and not to have revoked the decision taken by it for the purpose of making inquiries in order to find out whether there is sufficient information for its revocation subsequently; that this stand is consonant with the English Authorities; and that if the administration accepted that the applicants committed offences of a disciplinary nature, then the procedure laid down for disciplinary offences ought to have been put into effect to enable the applicants to defend themselves in accordance, also, with the rules of natural justice.

(4) That whenever an administrative act was made lawfully, as in the present cases, it is obligatory on the public authority, once it is bound by law to issue it and becauce the promotions of the applicants have been made after the Minister of Interior has taken into consideration the merits of each candidate.

(5) That the administrative authorities ought not to revoke their lawful acts which have created rights for those serving in the Republic; that since the administrative acts of promotion have created rights in the police hierarchy and since the promotions fall within the domain of public law, they cannot be cancelled nor be revoked indefinitely, because the indefinite revocation is tantamount to the cancellation and/or revocation of the act.

(6) That, therefore, this Court has come to the conclusion that the cancellation and/or revocation of the said promotions is contrary to the provisions of the Constitution, and the Law, and was made in excess or abuse of the power vested in the administrative organ; and that, accordingly, the two recourses succeed and the act or decision is declared null and void and of no effect and whatever has been omitted should have been performed.

Sub judice decisions annulled.

Cases referred to:

Pantelidou v. Republic, 4 R.S.C.C. 100 at pp. 104, 105;

Stamatiou v. The Electricity Authority, 3 R.S.C.C. 44 at p. 46; [*445]

Paschalides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 297;

Panayides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 467;

Tzavelas and Another v. Republic (1975) 3 C.L.R. 490;

Ridge v. Baldwin and Others [1963] 2 W.L.R. 935;

Georghiades v. Republic (1967) 3 C.L.R. 653 at p. 669;

Ioannides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 318 at p. 326;

Zinieris v. Republic (1975) 3 C.L.R. 224;

Peristeronopighi Transport Co. v. Republic (1967) 3 C.L.R. 451;

HadjiPetris v. Republic (1968) 3 C.L.R. 702;

Psaltisv. Republic (1971) 3 C.L.R. 372 at p. 278;

Decisions of the Greek Council of State in Case Nos. 3030/66, 801/69, 2879/69 and 1716/70.

Recourses.

Recourses against the decision of the respondent to suspend the promotions of the applicants to the rank of Chief Superintendent and Superintendent B', respectively, in the Police Force.

G. Cacoyiannis, for the applicants

V. Aristodemou, Counsel of the Republic, for the respondent.

Cur. adv. vult.

HADJIANASTASSIOU J. read the following judgment. The Supreme Court has exclusive jurisdiction to adjudicate finally on a recourse made to it on a complaint that a decision, an act or omission of any organ, authority or person, excercising any executive or administrative authority is contrary to any of the provisions of the Constitution or of any law, or was made in excess or in abuse of powers vested in such organ or authority or person.

By these two cases which have been heard together both applicants Theocharis Ioannou and Demos Ioannou Zenios in their applications seek a declaration of the Court that:

(a)The suspension of their promotion to the rank of Chief Superintendent and Superintendent B', respectively, is null and void and of no effect whatsoever, and was made in excess or abuse of the power vested in the organ or the authority; and (b) a declaration that the omission of the respondent to publish in the official Gazette of the Republic the promotion of the [*446] applicants and to take all necessary steps to give a full effect to the promotion, ought not have been made and whatever has been omitted should have been performed.

The facts of the case are as follows: On the 4th of January 1977, the Director-General of the Ministry of Interior sent a letter to the first applicant which reads as follows:

"I have been directed to inform you that the Minister of Interior decided to offer you promotion to the post of Chief Superintendent in the Police Force as from 1st January, 1977. Your salary will be £2,674 per annum on the salary scale £2,518 x 98 - £2,812 and £2,714 from 1st June, 1977. Furthermore cost of living allowance is payable according to the rate approved by the Government from time to time.

2. Your new incremental date will be the 1st of June.

3. Please let me know as soon as possible whether you accept this offer."

On the 4th of January 1977, the first applicant, sent a letter to the Director-General of the Ministry of Interior through the Chief of Police which reads verbatim:

“I refer to your letter No. P.(P) 30 of the 4.1.77 in relation to the offer of promotion made to me by the Honourable Minister of Interior to the post of Chief Superintendent as from 1.1.77 and I have the honour to inform you that I accept it. I also wish to warmly thank you for the honour made to me".

On the 8th February, 1977, the Director-General of the same Ministry sent a letter in which he expresses the new views of the Minister of Interior and says:

“I have been instructed by the Minister of Interior to refer to the offer of promotion made to you under Ref. No. P.(P) 30 dated 4th January, 1977, to the post of Chief Superintendent and to inform you that the Minister of Interior has suspended your promotion until the examination of certain information against you which has been received by this Ministry".

As soon as this letter was received, the first applicant, rightly [*447] in my opinion, sent a letter to the Minister of Interior expressing his anxiety and stating:

“Allow me to refer to you and request a meeting with his Beatitude the President of the Republic Archbishop Makarios in order to have the opportunity to prove the immaculate of my name and that of my family. As I had explained to you on many occasions in the recent past I was expecting that any whispers and rumours against me, would have been the cause of my being called by his Beatitude through you and the Chief of Police, to give my own explanation, or even interrogation, something which has not happened, and this inspite my expressed wish and effort through you, that if such matter existed, you would have been able to arrange a meeting with his Beatitude.

I felt confident, therefore, that unitl the offer of promotion on 4.1.77 no reason has arisen for the meeting requested for. Nevertheless, however, having in my mind the suspension of my promotion and the various publications which offend myself directly and indirectly, I have repeatedly protested to you, having also submitted a written complaint on 9.1.77 further to my telegram to you on 12.1.77.

I was expecting that in the meantime the officially announced examination of the information which was given to you through his Beatitude, would have been completed when the opportunity would have been given to me to (a) rebut the allegations against me, dishonest and slanderous in my opinion and (b) to be able to excercise my inalienable right in order to re-establish my honour and dignity by means of all legal process at my disposal.

Nevertheless until today—more than 30 days have already elapsed—I came to know of no process of investigation, nor have I been called to defend myself, something which according to me is unjust and contrary to any moral order and the rules of Administrative Law.

In view of the foregoing and inspite my desire not to find myself in litigation with the respectable Government I am obliged, on account of the events, to request through you the following, as a final appeal:

(1)Arrangement of a meeting with his Beatitude in order [*448] to be given the opportunity to explain to Him any doubts he has in relation to my loyalty and place particulars before Him, which I humbly consider, does not have in mind, or, apparently, have not been placed before Him in so far as myself is concerned.

(2)Speedy completion of the process of investigation in relation to the matters put before you against me, and in any case before the end of this month, so as to have the opportunity to attack by recourse any unjust treatment of myself, within the time limit provided for by the Constitution. (I remind you also of my right to be called before any Investigating Committee according to the Constitution (Articles 29 &30) and the Police Discipline Regulations).

I attach as Appendix to my present letter copy of my letter to the newspaper NEA dated 27.1.77 which contains a statement of mine regarding my views and beliefs for the information of His Beatitude.

Finally, I would like to say that for dignity reasons and professional prestige—reasons sacred to me—I shall be on leave (from that accumulated to my credit) until my honour and my professional dignity as well as my rights are restored".

The second applicant Demos Ioannou Zenios, who also serves in the ranks of the Police Force, received a letter from the Director-General of the Ministry of Interior on the 4th of January, 1977 by which he was informed that the Minister of Interior decided to offer him promotion to the post of Superintendent B' (see letter exit. 2). As was natural the second applicant accepted the promotion offered to him to the post of Superintendent B' by his letter addressed to the Director-General of the Ministry of Interior dated the 6th of January, 1977. On the 25th January, 1977, the second applicant, rightly so, sent another letter to the Minister of Interior emphasizing his anxiety, because as he writes:

“With great sorrow I observed that my name was not included in the list of the officers promoted which has been published in the EΔ/II/2 of the Police Force of Cyprus dated 10.1.77, inspite of the fact that according to your [*449] letter reference P(P) 191 dated 4.1.77 you informed me about your decision, and offered me promotion to the post of Superintendent B' which I accepted with thanks by letter dated 6.1.77. In that connection, I was informed through the press that my promotion has been suspended as a result of certain publications which appeared in the press and that new information, which has been transmitted to the Ministry against me is being examined.

In this connection I wish to protest to you for the unjust treatment to which I have been and I am still subjected to, and I submit my present protest simply in order to defend my honour, dignity and rights, and not because I intend to find myself in litigation, with Your Honour or the Chief of Police, persons whom I deeply respect and think highly of. For the time being I want to make only this statement Honourable Mr. Minister, that I have never been and I am not now a 'coupist'".

On the 8th February, 1977, the Director-General of the Ministry of Interior in reply to the second applicant says:

“I have been directed by the Minister of Interior to refer to the offer of promotion made to you under Ref. No. P(P)191 of the 4th January, 1977 to the post of Superintendent B' and to inform you that the Minister of Interior has suspended your promotion until the examination of certain information against you which has been received by this Ministry".

The second applicant feeelingaggrieved, as it was expected, filed a recourse before the Supreme Court on the 21st April, 1977, and the contents of his application and the legal grounds are the same as those submitted by his brother, the first applicant, in his recourse No. 111/77. As it appears from the facts of the two recourses the first applicant joined the Police Force on the 1st February, 1944, and the second applicant on the 1st October, 1949; both were promoted after serving in the Force for a long time. On the 7th of May 1977, counsel for the Republic, Mr. Aristodemou, alleged that the decision to suspend the promotions of the two applicants has been taken by the Minister of Interior and Defence under the provisions of section 13 of the Police Law, Cap. 285, and under the legal principles governing [*450] the suspension and/or annulment of administrative acts on grounds of public interest and which was taken within reasonable time limits from the date of the offer of promotion. The facts that led the Minister of Interior and Defence to suspend the promotion of both the applicants are included in the opposition to the recourses which suggest that the Minister of Interior and Defence received substantive information and/or facts which are connected with matters of loyalty and devotion to the legality and order, and the lawful authorities of the state and during the coup d'Etat in July 1974. In paragraph 8 of the opposition counsel Mr. Aristodemou states that on the basis of the above information the Minister of Interior decided to suspend the promotions of the applicants and informed them by letter dated 8th February, 1977. As it was expected on the 30th May, 1977, counsel for both applicants, Mr. George Cacoyiannis, put in an application whereby he was asking to be supplied with particulars of the matters or the events referred to in paragraph 7 of the facts upon which the opposition was based and particularly the information and/or facts reflecting on the applicants for lack of faith and devotion to the law and legal order and the lawful Authorities of the State both before and during the coup d'etat of July 1974. On the 14th November 1977, counsel of the respondent put in the particulars of the matters and information referred to in paragraph 7 of the opposition which are as follows:

“1.On the 25.7.1974 he was posted as Divisional Police Commander Paphos on the strength of a circular of the 'Chief of Police appointed by the coupists having been promoted to the rank of deputy Superintendent B', in substitution of the Divisional Police Commander of Paphos Mr. Galazi who resisted the coupists.

2. On 29.7.74, the applicant by a circular proceeded to radical transfers of loyal members of the Force having as a target the filling of vital posts by the coupists.

3. On 1.8.74 he submitted Forms P. 202, recommending for acting appointments members of the Force known for their active subversive action against the State, amongst whom 8 have been dismissed by the lawful Government on grounds of public interest. In recommending them, the applicant was writing (regarding some of them). [*451]

Reasons for recommendations:

He was dismissed from the Police Force for political reasonsHe is recommended for promotion to the rank ofas a special case and during his service in that Department. Appendixes 1-13 are hereby attached".

The grounds of law raised in both recourses were.

(1) Once an offer of promotion was made to the two applicants by the Minister of Interior to the post of Chief Superintendent and Superintendent B, which was accepted by applicants in writing, the promotion became effective and binding and could not be cancelled or revoked by the Minister of Interior except for disciplinary offences in respect of which the applicants should have been charged, tried and convicted in accordance with the provisions of the law. Therefore the Minister of Interior was not in law entitled to revoke the operation of the promotion.

(2) The administrative act of promotion is a contract and/or unilateral contract which the Minister of Interior had no right to cancel or revoke by unilateral action.

As I have already mentioned both applications are based on the same grounds of law. On the 14th of April 1978, Mr. Cacoyiannis submitted that the promotions of police officers are governed by the Police Law Cap. 285, as amended by various laws and especially by laws 19/60, 21/64 and 29/66. Section 13(1) as amended reads: "Officers shall be appointed, promoted and dismissed by the Minister of Interior".

There is no doubt that both applicants came within the provisions of section 13(1) of Cap. 285. It was further stressed that Regulations, governing promotions, have been made in accordance with s. 10 of the Law, as well as general Regulations which provide for disciplinary offences and conduct of the members of the Police Force. The Regulations for disciplinary offences are in force and if in fact disciplinary offences have been committed by both applicants, then the procedure laid down by the Law and the Regulations ought to have been followed by the administration.

Mr. Cacoyiannis in addressing the Court argued that the [*452] suspension, of the promotions effected by the Minister of Interior is a matter falling within the domain of public law. Because, there is no provision in the Police Law as to the relationship between the administration and the two applicants and what kind of an administrative act or contract was made by the offer of promotion by the Minister of Interior to the posts of Chief Superintendent and Superintendent B' and the acceptance of it by the applicants, I think it is useful to refer to the case of Pantelidou v. Republic, 4 R.S.C.C. 100, 104 and 105, where the Court held that the termination of the services of the applicant was a matter falling within the domain of public law and not of private law (see John Stamatiou v. The Electricity Authority of Cyprus, 3 R.S.C.C. 44, at p. 46) and therefore a recourse under Article 146 of the Constitution could be made before the Court against the termination of the services of the applicant. Also in the case of Paschalides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 297 the Court in exercising its revisional jurisdiction held that the contractual appointment of the appellant to a post in the Elementary Education was a matter falling within the domain of public law and therefore the Court had jurisdiction to try the recourse in accordance with Article 146 of the Constitution. The fact that the appointment was made on contract could not alter its essential nature. Therefore I am of the view, relying on the aforementioned authorities as well, that such suspension is a matter falling within the realm of public law.

As it has been stated on police matters the Legislation follows by analogy the provisions of section 44(6) of the Public Service Law 33/67 which reads: "The promotions shall be published in the official Gazette of the Republic". It is also useful to add that s. 13(1) of Cap. 285, as amended, is of a general nature; with regard to promotions in the police force it only says that: "Policemen shall be appointed, promoted and dismissed by the Minister". I am, therefore, of the opinion that, when the Minister of Interior decided to offer promotion to both applicants, and before acceptance of the promotion by the two applicants for the completion of the administrative act, only then the agreement between, the administration and the applicants could have been revoked. If any other authority is needed the case of Panayides v. The Republic (1972) 3 C.L.R. 467 in my opinion supports the above stand at p. 483, that, even the omission to publish in the official Gazette is not an obstacle [*453] to the promotion once the legal effect of the promotion begins as from the date of its offer and its acceptance, and therefore it cannot be freely revoked. See also Tzavelas and another v. The Republic (1975) 3 C.L.R. 490. In the case of Tzavelas the Court having taken into account regulation 11 of the Police (General) Regulations, 1958 on disciplinary matters, decided that once the Chief of Police did not order a proper inquiry to be carried out in order to ascertain the truth of the allegations against the applicant and to give him the opportunity to be heard and defend himself, it is a fundamental principle of administrative law that when an inquiry against a public officer has been carried out, but on advice no disciplinary or other measures have been taken against him, or when such measures have been taken but the officer was acquitted, such facts cannot be taken into account for promotion purposes.

Furthermore it was stated that the fact that disciplinary proceedings against a public officer are pending without any substantive criteria as regards the basis of the imputed accusations against him, they cannot also be taken into account for promotion purposes. It was further emphasized that once the accusations against the applicants insinuated that there was a breach of duty emanating from the aforementioned acts or omissions, and once no disciplinary proceedings against them have been instituted, the Chief of Police who decided on the promotion could not have taken into account that fact because it was irrelevant under the circumstances. It was further stated that when an administrative decision is based upon irrelevant facts, as in the present case, such decision should be considered as being null and void and of no legal effect whatsoever. See also on the question of suspension Supplement of the Case Law 1969-1970 at page 191 paragraph 441 which emphasizes that:

“Stay of execution of an act without time limit is tantamount to revocation of the same, decisions of Council of State 1113/1970 No. B. 19, 104, 2879/1969 No. B. 18, 491".

Professor Kyriacopoulos in his textbook on Greek Administrative Law Part B' (General), 4th Edition, 1961, deals with the revocation of administrative acts and at page 403 he states:

“The administrative act, as it is known, defines, like a judicial decision, what should prevail as law in the particular [*454] case. But has the administrative act the same force as that possessed by the judicial decision? Has the administrative act the force of res judicata? The notion of res judicata known in the law of procedure lies in the nature of the judicial decision, that the presumption of truth emanating therefrom is irrebuttable and can no longer be disputed. There is no serious reason, in spite of the objections raised, why this notion whould not be applied on administrative acts as well. We, can, therefore, distinguish, in so far as they are concerned, between formal and substantive res judicata.

a.Formal res judicata is recognized in that act which cannot be attacked by any legal process on behalf of the interested person who can no longer oppose the execution of the act. On principle an act of the administration can be attacked by the interested person within a set time limit either before the higher administrative authority, or before an administrative Court. After the lapse of the specified time limit a recourse cannot be made. Thereafter the act is binding on the citizen, so long as the authority issuing it or the authority hierarchically superior to it does not revoke or cancel it. The fact that such act cannot be attacked and is executory, is expressed by the maxim res judicata jus facit inter partes.

b.But has the administrative act also the force of substantive res judicata? The substantive res judicata of the judicial decision is an intentional creation of the law of procedure and it presupposes the formal one. The notion of the formal res judicata lies in this; the contents of the decision binds hot only the citizen but also the Court, and this is expressed in the maxim res judicata jus facit inter omnes. Such restriction can be explained in two ways; either as a prohibition to the Courts for their own prestige—ne variajudicetur—to deal twice with the examination of a case on which they have already adjudicated (absolute res judicata); or as a consequence of the right of the litigant to preserve the beneficial for him decision (relative res judicata). Has then the administrative act the force of substantive res judicata in the sense that it binds both the citizen and the administrative authority? And consequently [*455] no revocation or amendment of the act in force can be effected?

The matter should be dealt with firstly on the basis of the existing legislation and then theoretically. Because the principles governing the revocation of an act which have been formulated by theory and case-law can only be put into effect, if and to the extent that there is no provision expressly permitting or prohibiting the administration from revoking its own act".

There is no doubt that the administrative authorities generally cannot revoke their lawful acts from which there emanated vested rights of civil servants or members of the police force. Furthermore it is equally right to emphasize that an act of the administration cannot be revoked indefinitely if this amounts to the annulment of the act.

The grounds of public interest invoked by the Minister of the Interior cannot stand, once the promotions were lawful according, also, to certain authorities cited by counsel. It is also unthinkable to say that the administration could revert after the promotions, because new information has been received and to justify itself by saying: "Our decision to promote you to the post which you are holding today was wrong and we take this stand because it is in the public interest that you should not have been in the post that you are holding".

It is also indicative that the acts of retrospective revocation of lawful administrative acts show that they are only acts which continue from day to day and in my opinion then the administration can interfere. Particularly with regard to promotions it is implied and the authorities support this principle, that the holder of the post will continue to hold it until he is promoted again or leaves the service or is dismissed from the service or for other reasons. On this subject see Supplement of Case Law 1969-1971, paragraph 421 at p. 190. And for misconception of fact see paragraphs 433, 434, 435, 437, 498 and 39. See also manual of Administrative Law, 1977 edition at p. 168, paragraph 174, under the heading "Repeal and revocation of the administrative act". See also page 170, para. 176. [*456]

Professor Papahatzis in his textbook "Studies on the Law of Administrative Disputes” 4th Ed. 1961, emphasizes at p. 406 paragraph D that:

“Administrative authorities generally are not allowed to revoke their lawful acts wherefrom there emanated vested rights of private individuals. The revocability of administrative acts is the general rule. But whenever the lawfully issued act is obligatory on the public authority (i.e. it was bound by law to issue it) or whenever the law describes it as 'irrevocable' or whenever the act has for certain private individuals or group of persons a 'recommendatory' character (as for instance the acts of appointment, or approvals given after a substantive consideration etc.) and generally whenever rights have been acquired by the citizens from the act, the authority issuing the act cannot revoke it—nor afortiori can any other public authority. On the contrary unlawful administrative acts should be revoked, unless a long time has elapsed since they were issued. But such lapse of long time does not impede the revocation of an illegal act if reasons of public order or public interest (not related in any case with the narrowly concealed financial interest of the public administration) made such revocation imperative or if the issuing of the act has been caused by a deceitful act of the private individuals concerned e.g. by knowingly placing inaccurate facts to the relevant public authority".

Professor Stassinopoulos in his "Lessons on Administrative Law” 1957, in dealing with the subject "The Revocation of Administrative Acts” emphasized at p. 256 that:

“The abstention by the citizen for a long time from using the act, interpreted as a tacit abandonment of the right given by the act and therefore as consent to the revocation constitutes in certain circumstances a ground supporting the revocation of the act. But before the issue of the act of revocation by which the administration expresses its wish that the act shall cease to have any effct, this act remains in force. Thus the omission by the person appointed in a public post to assume service constitutes a tacit but clear consent to the revocation of the appointment, but it is not in itself sufficient to invalidate the act of appointment. [*457]

There is an exception in the case where the act contains in itself a resolutive condition setting a time limit, within which it should come into effect. In this case the running out of this time limit without the act having been put into effect automatically sets the act not put into effect at naught".

It was further stated that the administration should in principle have in its possession sufficient material against the applicants in order to revoke the administrative act and in order to be able to invoke the public interest. I have no doubt in this connection that the administration should have had such information as would have warranted a decision, and not to have revoked the decision taken by it for the purpose of making inquiries, in order to find out whether there is sufficient information for its revocation subsequently. This stand in consonant with the English authorities. It was, also, said earlier that if they accepted that the applicants committed offences of a disciplinary nature, then the procedure laid down for disciplinary offences ought to have been put into effect, so that the applicants would have been able to defend themselves.

The question remains whether the administration acted properly in accordance, also, with the principles of natural justice.

In the case of Ridge v. Baldwin and Others [1963] 2 W.L.R. 935, the question arose whether the dismissal of a police constable was made contrary to the principles of natural justice i.e. without giving him the opportunity of answering the charges preferred against him. Lord Reid in delivering his judgment held that the rules of natural justice have been violated.

The position of the applicants was, and still is, that the Ministry failed to carry out a due inquiry earlier and before the revocation of the promotion of the applicants with a view of collecting all the material in relation to the two cases. Counsel for the Republic Mr. Aristodemou in addressing the Court on this issue, rightly in my opinion argued that if the Court was persuaded that no due inquiry has been carried out then admittedly the administration has exercised its discretionary powers upon wrong legal criteria and the decision has been taken in excess of power. See Athos Georghiades v. The Republic (1967) [*458] 3 C.L.R. 653 at p. 669, Ioannides Constantinos v. The Republic (1972) 3 C.L.R. 318 at p. 326 and Michael Zenieris v. The Republic (1975) 3 C.L.R. 224. It was further emphasized by counsel that the revocation of the promotions was made without setting any time limit and consequently the administration was wrong, because the administrative act is equivalent to the revocation of the promotions. In support of this view see Decisions of the Council of State Nos. 3030/66, 801/69, 2879/69, 1716/70, which support the stand and the legal view of counsel for the Republic.

Furthermore both counsel of the applicants and counsel of the Republic argued that, even if the administration possessed material warranting disciplinary proceedings against the two applicants—which the first applicant had requested from the Minister of the Interior—then again the administration has failed according to the principles of natural justice, to put before the applicants the information which it had in order to give them the opportunity of answering and duly face the charges against them. See Peristeronopighi Transport Co. Ltd. v. The Republic (1967) 3 C.L.R p. 451, HadjiPetris v. The Republic (1968) 3 C.L.R. 702, Psaltis v. Republic (1971) 3 C.L.R. 372 at p. 378 as well as decisions of the English Courts which I have mentioned earlier.

Before I come to my legal conclusions I feel it is necessary tothank counsel for the applicants for the assistance he hasrendered to the Court and for the mass of the legal authoritieshe cited, which clearly present and expound the principles of lawin the present recourses. I am positive that Mr. Cacoyiannissupported with zeal and without fear or bias both applicants andhas made every effort to assist the Court to do real justice. Itwould have been an omission, however, not to express thanks toMr. Aristodemou, also, for supporting the principles of justiceand for the attitude he maintained during his address for thereal administration of justice which is consonant with the officeof the Attorney-General an independent officer of justice.

I am of the opinion that there is no doubt that the principles governing the legal position that once the administrative acts have created rights in the hierarchy of the Police Force and once Iaccept that promotions are within the realm of public law they cannot be cancelled nor revoked indefinitely, as was done in the [*459] present recourses, because the indefinite revocation is tantamount to the cancellation of the act and/or its revocation.

I repeat that the administrative authorities, should not revoke their lawful acts by which rights have been created in favour of persons serving in the Republic of Cyprus. I am positive that the administration is aware that, during the present critical times the Republic of Cyprus is facing, the legality of administrative acts is consistent with a state which supports the rule of law and a state which does justice to all its citizens and creates a feeling of security and confidence. But whenever the act issued was issued lawfully, as in the present applications, it is obligatory on the public authority, once it is bound by the law to issue it, and because the promotions of the applicants have been made after the Minister of Interior has taken into consideration the merits of each candidate. I would further like to add that once rights have emanated by the act of promotions the authority cannot revoke the promotions.

It is useful to add that illegal administrative acts should be revoked unless a long time has elapsed from their issue. In any case I fully adopt the views of Professor Papahatzis in the light of the circumstances of the present case.

For all the aforementioned reasons I came to the conclusion that the cancellation or revocation of the promotions to the rank of Chief Superintendent and Superintendent B' is contrary to the provisions of the Constitution and the law, and was made in excess or abuse of the power vested in the administrative organ. Therefore both recourses succeed, and I declare the decision or the act void as a whole and of no legal effect whatsoever and that whatever has been omitted should have been performed. Because applicants did not ask for costs, I do no intend to make an order as to costs.

Sub judice decisions annulled. No

order as to costs.



[1] Πρβλ. Σ. Ε. 661/1940,57,281/1944,1189/1949,124,1529/1952. Πρβλ. και Σ. Ε. 543/1939

[2] Σ. Ε. 954 (1933). Βλ. και άρθρον 31 του Υπαλλ. Κωδικοί κατωτ. παρά- γραφος 42, VII.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο