(1985) 3 CLR 1429
[*1429] 1985 April 18
18 Απριλίου, 1985, 10, 29 Ιουνίου, 1985
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ Πρ., Α. ΛΟΪΖΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, ΣΑΒΒΙΔΗ, ΛΩΡΗ, ΣΤΥΛIANIΔΗ, ΠΙΚΗ, ΚΟΥΡΡΗ, Δ/στών.
Μεταξύ
ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητή,
και
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ' ών η Αίτηση.
(Αναφορά αρ. 1/85).
Κυπριακό Πρόβλημα — Αναφορά Προέδρου της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 140 του Συντάγματος — Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων καλούσα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όπως προχωρήσει στην άμεση προκήρυξη εκλογών — Η οποία ελήφθη λόγω διαφωνίας, εν σχέσει με τον χειρισμό του Κυπριακού προ βλήματος, μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων — Δεν υπάρχει διάταξη αναφορικά με τον χειρισμό του Κυπριακού προβλήματος εις το Σύνταγμα — Αν και η επίδικη απόφαση είναι έκφραση πολιτικής βούλησης επειδή το Κυπριακό πρόβλημα βρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος, η απόφαση αυτή δεν είναι δυνατό να εκδοθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 52 του Συντάγματος — Και επειδή το Δικαστήριο τούτο δύναται να ασκεί την δικαιοδοσία του δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος μόνο εν σχέσει με νόμους ή αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων οι οποίες είναι δυνατόν να εκδοθούν ως ανωτέρω, μόνο νόμος ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων η οποία είναι δυνατόν να εκδοθεί δύναται να αναφερθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 140 — Και εφ' όσον[*1430] η επίδικη απόφαση δεν είναι δυνατό να εκδοθεί δεν εγείρεται θέμα έρευνας και γνωμάτευσης του Δικαστηρίου σχετικά με την άποψη του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι η Απόφαση αυτή ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη με τα άρθρα 43.1, 44.1, 46, 61, 82 και 179 του Συντάγματος.
Σύνθεση του Δικαστηρίου — Εξαίρεση από.
Στις 9 Απριλίου 1985 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταχώρησε, δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος, την παρούσα Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για
«Γνωμάτευση κατά πόσον η Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων που λήφθηκε στις 29 Μαρτίου 1985 και στάληκε στις 2 Απριλίου 1985 προς έκδοση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, με την οποίαν:
η Βουλή αποφασίζει και καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όπως προχωρήσει στην άμεση προκήρυξη προεδρικών εκλογών... οι οποίες να διεξαχθούν εντός 45 ημερών', σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του προς το Ψήφισμα της Βουλής ημερομηνίας 22 Φεβρουαρίου 1985 βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη προς τις διατάξεις τών Άρθρων 43.1, 44.1, 46, 52, 61, 82 και 179 του Συντάγματος».
(Α) ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ (Τριανταφυλλίδης Πρ., Α. Λοΐζου, Μαλαχτός, Δημητριάδης, Σαββίδης, Λώρης και Στυλιανίδης Δικαστές) διαφωνούντων των Πική και Κούρρη Δικαστών γνωμάτευσαν ότι:
(1) Η επίδικη Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1985, στην οποία γίνεται αναφορά και στο Ψήφισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων, με ημερομηνία 22 Φεβρουαρίου, 1985, ελήφθη λόγω διαφωνίας, εν σχέσει με τον χειρισμό του Κυπριακού Προβλήματος, μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, αμφοτέρων φορέων βουλήσεως του Λαού από τον οποίον εκλέγονται.
(2) Το Κυπριακό Πρόβλημα, όπως υφίσταται σήμερα δεν επροβλέπετο και δεν ήταν δυνατό να είχε προβλεφθεί, κατά την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας την 16ην Αυγούστου 1960, και, ως εκ[*1431] τούτου, στο Σύνταγμα δεν υπάρχει, ούτε και ήταν δυνατό να υπάρχει, διάταξη αναφορικά με τον χειρισμό του Κυπριακού Προβλήματος, επειδή το Πρόβλημα τούτο, λόγω της φύσεως του, ευρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος.
(1) Η επίδικη Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 29 Μαρτίου 1985, είναι έκφραση πολιτικής βουλήσεως σχετικά με τον χειρισμό του Κυπριακού Προβλήματος, επειδή όμως to Κυπριακό Πρόβλημα, λόγω της φύσεως του, ευρίσκεται έξω από τά πλαίσια του Συντάγματος, η Απόφαση δεν είναι δυνατό να εκδοθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος.
(2) Το Δικαστήριο δύναται να ασκεί τη δικαιοδοσία του δυνάμει του άρθρου 140 του Συντάγματος μόνο εν σχέσει με νόμους ή αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων οι οποίες είναι δυνατόν να εκδοθούν με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, και αυτό συνάγεται σαφώς από τις πρόνοιες της παραγράφου 1 του Άρθρου 140, οι οποίες πρέπει να ερμηνευθούν μαζί με το Άρθρο 52, όπως επίσης και από τις πρόνοιες της παραγράφου 3 του Άρθρου 140.
(3) Συνεπώς μόνο νόμος ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων η οποία είναι δυνατό να εκδοθεί δυνάμει του ανωτέρω Άρθρου 52 δύναται να αναφερθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 140, και εάν το Δικαστήριο αποφανθεί ότι οιοσδήποτε νόμος ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων δεν είναι δυνατό να εκδοθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του εν λόγω Άρθρου 52 τότε το Δικαστήριο δεν γνωματεύει κατά πόσο ο νόμος ή η απόφαση ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη με οποιαδήποτε άλλη διάταξη του Συντάγματος. Ως εκ τούτου επειδή έχει αποφανθεί ότι η επίδικη Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων δεν είναι δυνατό να εκδοθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 52, δεν εγείρεται θέμα έρευνας και γνωμάτευση του Δικαστηρίου σχετικά με την άποψη του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι ή Απόφαση αυτή ευρί[*1432]σκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη με τα Άρθρα 43.1, 44.1, 46, 61, 82 και 179 του Συντάγματος.
(Β) Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Πικής συμφωνούντος και του Δικαστή Κούρρη, γνωμάτευσε ότι:
(1) Το επίδικο μέρος της αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων της 29.3.1985, δηλαδή η παράγραφος 3, είναι αντισυνταγματική, ασύμφωνη και αντίθεση προς-
(α) Το άρθρο 43.1 του Συντάγματος που προνοεί ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατέχει το αξίωμα του για πενταετή περίοδο,
(6) το άρθρο 44.1 του Συντάγματος το οποίο ορίζει εξαντλητικά τις συνθήκες υπό τις οποίες η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας κενούται, και
(γ) το άρθρο 179.1.2. που απαγορεύει τη θέσπιση από τη Βουλή νόμου ή απόφασης, η οποία ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη προς οποιεσδήποτε πρόνοιες του Συντάγματος, τον υπέρτατο νόμο της Δημοκρατίας
(2) Η απόφαση συγκρούεται και κατ' επέκταση είναι ασύμφωνη και αντίθετη με την αρχήν του διαχωρισμού των πολιτειακών εξουσιών, βάσει της οποίας οι εξουσίες κατανέμονται στη Νομοθετική, την Εκτελεστική και την Δικαστική Εξουσία της Πολιτείας και κατ' ακολουθία η υπό συζήτηση απόφαση δεν μπορούσε να εκδοθή.
Σύμφωνα με τον Δικαστή Πική, συμφωνούντος και του Δικαστή Κούρρη:
[1] Η έκδοση αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου ή απόφασης της Βουλής των Αντιπροσώπων. Χωρίς έκδοση κανένας νόμος ή απόφαση δεν αποκτά νομική ισχύ: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είναι ο κριτής της συνταγματικότητας των νόμων ή των αποφάσεων που υποβάλλονται για έκδοση. Σύμφωνα με την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών που διέπει κάθε μέρος του Συντάγματος, η δικαιοδοσία για κρίση της συνταγματικότητας νόμου και αποφάσεως ανήκει στις δικαστικές αρχές, συγκεκριμένα στην ανώτατη δικαστική αρχή, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου. [*1433]
(2) Η φύση και οι όροι ασκήσεως της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθορίζονται επακριβώς στο άρθρο 140. Το Ανώτατο Δικαστήριο υποχρεούται να εκφράσει τη γνώμη του «.... κατά πόσον ο νόμος ή απόφασις ή οποιονδήποτε συγκεκριμένον μέρος τους ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή είναι ασύμφωνη με οποιανδήποτε πρόνοιαν του Συντάγματος...... Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να
αποφαίνεται επί συνταγματικών θεμάτων πηγάζει από το Σύνταγμα και η άσκηση της διέπεται από τους όρους και περιορισμούς που προνοούνται στο Σύνταγμα.
(3) Η εισήγηση ότι η απόφαση είναι εξωσυνταγματική συγκρούεται με τη δεδηλωμένη θέση της Βουλής των Αντιπροσώπων, όπως αναφέρεται στο προοίμιο της αποφάσεως της 29.3.85, ότι αντλεί αρμοδιότητα για τη λήψη της αποφάσεως από τις εξουσίες που της παρέχει το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων επεδίωκε να ενεργήσει μέσα στα πλαίσια των εξουσιών που της παρέχει το Σύνταγμα, καταμαρτυρείται και από την ίδια την επίδικη απόφαση με την οποία ζητείται η διενέργεια εκλογών μέσα στα χρονικά πλαίσια και σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
(4) Κανένας νόμος ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων που βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη με πρόνοιες του Συντάγματος δε μπορεί να αποκτήσει την ισχύ νόμου, όπως κατηγορηματικά προβλέπει το άρθρο 179.2.
(5) Η Δικαστική Εξουσία δεν είναι ο επιτηρητής των πράξεων των άλλων δύο Εξουσιών της Κρατικής Εξουσίας αλλά ο θεματοφύλακας του Συντάγματος και του κράτους δικαίου.
(6) Τα Δικαστήρια δεν έχουν δικαίωμα να αποποιηθούν δικαιοδοσία η οποία τους παρέχεται από το Σύνταγμα ή από οποιονδήποτε νόμο της Πολιτείας που συνάδει με το Σύνταγμα. Οριστικά, η άσκηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν εξαρτάται από το υπόβαθρο του νόμου ή της αποφάσεως της οποίας ζητείται η έκδοση, ή την πολιτική αντιδικία η οποία την περιβάλλει. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει συνταγματικό καθήκο, όπως ορίζει το άρθρο 140, να εξετάζει τις νομικές επιπτώσεις του νόμου ή αποφάσεως της οποίας ζητείται η έκδοση για να αποφασιστεί [*1434] κατά πόσο είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, ή αν βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη με οποιαδήποτε από τις διατάξεις του.
(7) Το αντικείμενο της δικαστικής έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 140, είναι οι νομικές επιπτώσεις της αποφάσεως που αποστελλείται για έκδοση και κατά πόσο συνάδει με το Σύνταγμα. Όχι οι πολιτικές επιδιώξεις πίσω από την απόφαση. Εφόσον οι πράξεις της Βουλής των Αντιπροσώπων περιορίζονται στην έκφραση πολιτικής γνώμης δεν αποτελούν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου. Υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, δυνάμει του άρθρου 140, όταν η Βουλή επιδιώκει να προσδώσει στις αποφάσεις της την ισχύ νόμου. Ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται βάσει του άρθρου 140 στον προσδιορισμό της συνταγματικότητας νόμου ή αποφάσεως.
(8) Θεμελιώδης κανόνας της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών, όπως απαντάται στο Κυπριακό Σύνταγμα, είναι ότι ή παραμονή στην εξουσία των αξιωματούχων κάθε μιας από τις τρεις εξουσίες, δεν εξαρτάται από τη θέληση ή την έγκριση οποιασδήποτε από τις άλλες δύο εξουσίες Οι όροι παραμονής στην εξουσία των αξιωματούχων της Νομοθετικής Εκτελεστικής και Δικαστικής Εξουσίας, ρυθμίζονται λεπτομερειακά από το ίδιο Το Σύνταγμα (Άρθρα 44, 71, 133 και 153). Και στις τρεις περιπτώσεις το Σύνταγμα ορίζει ότι η Δικαστική Εξουσία είναι η αρμόδια Αρχή για ν' αποφασίσει κατά πόσο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Μέλη Της Βουλής των Αντιπροσώπων και Δικαστές, έχουν εκπέσει από το αξίωμα τους.
(9) Η παραμονή του Προέδρου της Δημοκρατίας στο αξίωμα του δεν εξαρτάται, σύμφωνα με το Κυπριακό Σύνταγμα, από την εμπιστοσύνη ή την έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων. Το Σύνταγμα δεν αφήνει καμμιά διακριτική ευχέρεια στο θέμα αυτό στη Βουλή. Κάθε μια από τις δύο πολιτικές εξουσίες του κράτους δηλαδή, ό Πρόεδρος και τα Μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων, είναι απευθείας υπόλογοι στο Εκλογικό Σώμα.
(10) Η αποστολή της Δικαιοσύνης είναι ή εφαρμογή του δικαίου όπως καθορίζεται στο Σύνταγμα και στους νόμους πού συνάδουν με αυτό, διασφαλίζοντας έτσι την άσκηση των πολιτειακών εξουσιών σύμφωνα με το νόμο. Είναι μέσα απ'[*1435] αυτή τη διαδικασία που εξασφαλίζεται το κράτος δικαίου. Το κράτος δικαίου είναι η πυξίδα της δημοκρατικής διακυβερνήσεως. Αν η απονομή της δικαιοσύνης εξαρτάτο από τις εκάστοτε εκτιμήσεις των Δικαστών για την κοινή γνώμη, η Δικαστική Εξουσία θα μετατρέπετο σε νομοθετικό σώμα, με αποτέλεσμα την, καταστρατήγηση της συνταγματικής τάξεως που εναποθέτει τη, Νομοθετική Εξουσία στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις προϋποθέσεις που θέτει, η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι ο φορέας της Νομοθετικής Εξουσίας. 'Όχι μόνο η συνταγματική τάξη, αλλά και κάθε βεβαιότητα για το δίκαιο θα κατεστρέφετο αν αποδεχόμαστε την εισήγηση των δικηγόρων της Βουλής. Και Τότε θα επακολουθούσε χάος.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.
Υποθέσεις που έχουν αναφερθεί:
Αλούπας ν. Εθνικής Τραπέζης (1983) 1 (Α)Α.Α.Δ. 55, 73·
Γεωργίου (1983) 2 Α.Α.Δ. 1, 5
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιμπραχήμ και άλλοι,1964 Α.Α.Δ. 195·
Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (1984) 2 Α.Α.Δ. 251, 268·
Συμβούλιο για την εγγραφή Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Κυριακίδη (1966) 3 Α.Α.Δ. 640, 645, 654·
Martin Luther. v. Luther M. Borden (1849) 12 L.E. p.581, at pp. 592, 603, 604;
Henry A. Oetzen v. Central Leather Company (1918) 62 L.E., p. 726 at pp. 731, 732;.
Colegrove v. Green (1946) 90 L. E. p. 1432;
Charles W. Baker v. Joe C. Carr (1962) 7 L. E. 2d p. 663 at pp. 680,681, 684, 685, 686;[*1436]
Powel v. McCormack (1969) 23 L., E. (2d) at pp. 491, 532;
United States v. Nixon (1974) 41 L.E. 2d at p. 1039-See Rossum&Tarr pp. 153, 154;
F. David Mathews v. Santiago Diaz (1976) 48 L. E. 2nd Ed p. 478. at pp. 490, 491;
Ins. v. Chadha (1983) 77 L. E. 2d p. 317 at pp. 338, 339, 349;
Lawrence O’Brien v. Willie Brown (1972) 34 L. E. 2nd p. 1, at pp. 2, 5 and 6
Παπαφιλίππου ν. Δημοκρατία, 1 R.S.C.C. 62;
Κούρρης ν. Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου (1972) 3 Α.Α.Δ. 390·
Κεραμουργεία «ΑΙΑΣ» Λτδ. ν. Χριστοφόρου (1975) 1 Α.Α.Δ. 38, 41·
Φραγκουλίδης ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 676.
Αναφορά.
Αναφορά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση κατά πόσο, η απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων που λήφθηκε στις 29 Μαρτίου, 1985 και στάληκε στις 2 Απριλίου, 1985 προς έκδοση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος με την οποία η Βουλή «αποφασίζει και καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας» όπως «προχωρήσει στην άμεση προκήρυξη προεδρικών εκλογών .... οι οποίες θα διεξαχθούν εντός 45 ημερών» σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του προς ψήφισμα της Βουλής ημερομηνίας 22 Φεβρουαρίου, 1985 βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη προς τις διατάξεις των Άρθρων 43.1,'44.1, 46, 52, 61, 82 και 179 του Συντάγματος.
Στ. Σουλιώτη (Κα), Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Λ. Λουκάΐδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και Ν. Χαραλάμπους, Ανώ[*1437]τερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δια τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Ν. Κληρίδης, Φ. Κληρίδης, Α. Μαρκίδης, Μ. Παπαπέτρου. Α. Παπαχαραλάμπους και Χρ. Κληρίδης δια την Βουλήν των Αντιπροσώπων.
18 Απριλίου 1985.
Κατά τη συνεδρία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 18 Απριλίου 1985 οι δικηγόροι της Βουλής των Αντιπροσώπων ήγειραν ένσταση αναφορικά με τη σύνθεση του Δικαστηρίου για την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών λόγω της ιδιότητας του Προέδρου του Δικαστηρίου, κ. Μ. Τριανταφυλλίδη, ως συμβούλου του Προέδρου της Δημοκρατίας σε διακοινοτικές συνομιλίες για τη λύση του Κυπριακού Προβλήματος.
Μετά από δήλωση του Προέδρου του Δικαστηρίου ότι έπαυσε να ενεργεί με την προαναφερθείσα ιδιότητά του η ένσταση των δικηγόρων της Βουλής των Αντιπροσώπων σχετικά μέ τη σύνθεση του Δικαστηρίου απεσύρθη και το Δικαστήριο προέβη στην ακόλουθη δήλωση:
«Σύμφωνα με τις σχετικές συνταγματικές και νομοθετικές πρόνοιες το Ανώτατο Δικαστήριο απαρτίζεται από τα Μέλη του. Δικαστές που κωλύονται να παρακαθίσουν ή για προσωπικούς λόγους κρίνουν οι ίδιοι ότι δεν ενδείκνυται να συμμετάσχουν στην εκδίκαση συγκεκριμένης υποθέσεως, εξαιρούνται της συνθέσεως του Δικαστηρίου.
Θέμα συνθέσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξετάζεται δικαστικά από το Ανώτατο Δικαστήριο μόνο όταν αυτό εγερθεί από τους διαδίκους. Για τον λόγο αυτό δεν εγείρεται θέμα συνθέσεως του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση δεδομένου ότι η ένσταση για τη συμμετοχή του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει αποσυρθεί».
10 Ιουνίου 1985.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ Πρ. ανέγνωσε την γνωμάτευση του Δικαστηρίου. Στις 9 Απριλίου 1985 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταχώρησε, δυνάμει του Άρθρου 140 του [*1438] Συντάγματος, την παρούσα Αναφορά, στο Ανώτατο Δικαστήριο για
«Γνωμάτευση κατά πόσον η Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων που λήφθηκε στις 29 Μαρτίου 1985 και στάληκε στις 2 Απριλίου 1985 προς έκδοση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, με την οποίαν: η Βουλή αποφασίζει και καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όπως προχωρήσει στην άμεση προκήρυξη προεδρικών εκλογών.... οι οποίες να διεξαχθούν εντός 45 ημερών, σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του προς το Ψήφισμα της Βουλής ημερομηνίας 22 Φεβρουαρίου 1985 βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη προς τις διατάξεις των Άρθρων 43.1, 44.1, 46, 52, 61, 82 και 179 του Συντάγματος.»
Η Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας απαντώντας, στις 30 Απριλίου 1985, σε αίτημα των συνηγόρων της Βουλής των Αντιπροσώπων με ημερομηνία 24 Απριλίου 1985, για παροχή περαιτέρω λεπτομερειών, τους πληροφόρησε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζητεί τη Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την παράγραφο 3 της Απόφασης της Βουλής των Αντιπροσώπων με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1985.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επελήφθη της υποθέσεως για διαδικαστικές οδηγίες στις 18 Απριλίου 1985 και στις 17 Μαΐου 1985 και, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος, άκουσε, μέσω των συνηγόρων τους, τις απόψεις του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, στις 29, 30, 31 Μαΐου, 3 και 4 Ιουνίου 1985.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ερεύνησε το ζήτημα που τέθηκε υπό την κρίση του και η ομόφωνη Γνωμάτευση της πλειοψηφίας των Μελών του (Μ, Τριανταφυλλίδη, Α. Λοΐζου, Γ. Μαλαχτού, Δ. Δημητριάδη, Λ. Σαββίδη, Α. Λώρη και Δ. Στυλιανίδη) είναι η ακόλουθη:
[1] Η επίδικη Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1985, στην οποία γίνεται αναφορά και στο Ψήφισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων, με ημερομηνία 22 Φεβρουαρίου 1985, ελήφθη λόγω διαφωνίας, εν σχέσει με τον χειρισμό του Κυπριακού Προβλήματος,[*1439] μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, αμφοτέρων φορέων βουλήσεως του Λαού από τον οποίον εκλέγονται.
2. Στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν υπάρχει, ούτε και ήταν δυνατ να υπάρχει, διάταξη σχετικά με τον χειρισμό του Κυπριακού Προβλήματος.
3. Η επίδικη Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1985, είναι έκφραση πολιτικής βουλήσεως σχετικά με τον χειρισμό του Κυπριακού Προβλήματος, επειδή όμως το Κυπριακό Πρόβλημα, λόγω της φύσεώς του, ευρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος, η Απόφαση αυτή της Βουλής των Αντιπροσώπων δεν είναι δυνατό να εκδοθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος.
4. Ενόψει των ανωτέρω, και των προνοιών των παραγράφων 1 και 3 του Άρθρου 140 του Συντάγματος, δεν εγείρεται θέμα έρευνας και γνωμάτευσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με την άποψη του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι η επίδικη Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη με τα Άρθρα 43.1, 44.1, 46 61, 82 και 179 του Συντάγματος.
Η παρούσα Γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
ΠΙΚΗΣ Δ.: Επικαλούμενος τις πρόνοιες του άρθρου 140 του Συντάγματος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Ανάφερε στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση τη συνταγματικότητα της αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 29.3.85, ειδικότερα το μέρος εκείνο που καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να συμμορφωθεί με το ψήφισμα της Βουλής, ημερομηνίας 22.2.85, σε σχέση με τους χειρισμούς του Κυπριακού.
«διαφορετικά να προχωρήσει στην άμεση προκήρυξη προεδρικών εκλογών για να εκφράσει ο λαός την κυρίαρχη θέληση του οι οποίες να διεξαχθούν εντός 45 ημερών, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα της Kυπριακής Δημοκρατίας».[*1440]
Η γνώμη του Ανωτάτου Δικαστηρίου ζητείται για να αποφασιστεί αν ο Πρόεδρος υποχρεούται να εκδώσει την απόφαση βάσει των προνοιών του άρθρου 52 του Συντάγματος, με δημοσίευση της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
2. Το άρθρα 140 του Συντάγματος παρέχει δικαίωμα στον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας, ενεργούντων από κοινού, να αναφέρουν στο Ανώτατο Δικαστήριο για δεσμευτική γνωμάτευση τη συνταγματικότητα νόμου ή αποφάσεως για να καθοδηγηθούν ως προς την έκδοση τους. Παρόλο που διατηρώ την πεποίθηση ότι η θέση που υιοθέτησα στην υπόθεση Αλούπας ν. Εθνικής Τραπέζης (1983) 1 Α.Α.Δ. 55, 73 ότι προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης είναι επιτρεπτή μόνο εφόσον έχει προηγηθεί διά νομοθεσίας αναγνώριση της ανάγκης και ρύθμιση του τρόπου αντιμετωπίσεως της είναι νομικά σωστή, θεωρώ ότι δεσμεύομαι από την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γεωργίου (1983) 2 Α.Α.Δ. 1, 5 (σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης για διορισμό Έλληνα στη θέση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα), να δεχθώ ότι είναι νόμιμη η προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης ανεξάρτητα από τη νομοθετική αναγνώριση και ρύθμιση του θέματος. Οι θέσεις που διατύπωσα στην υπόθεση Αλούπά δεν υιοθετήθηκαν από την πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ούτε στην υπόθεση Αλούπα ούτε σε καμιά άλλη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που είναι , δεσμευτική, προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης δικαιολογείται στις περιπτώσεις που η λειτουργία του Συντάγματος θα ατονούσε λόγω της απουσίας των Τούρκων αξιωματούχων της Δημοκρατίας. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέα ν. Ιμπραχίμ Και Άλλοι, 1964 Α.Α.Δ. 195, έγινε δεχτό ότι ό Πρόεδρος μπορεί να ασκήσει μόνος τις εξουσίες που παρέχονται από το Σύνταγμα στον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο αναφορικά με την έκδοση νόμου ή αποφάσεως με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Επομένως θα προχωρήσω στην εξέταση του αναφερθέντος θέματος παρόλο που η Αναφορά γίνεται μόνο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και θα ασκήσω τη δικαιοδοσία [*1441] που παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο το άρθρο 140 να γνωματεύει για τη συνταγματικότητα γόμων ή αποφάσεων που αποστέλλονται για έκδοση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Αφού μελέτησα τις εισηγήσεις που έγιναν από τη Γενικό Εισαγγελέα και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας, και τους δικηγόρους που εμφανίστηκαν εκ μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων, έχω καταλήξει στα ακόλουθα συμπεράσματα :-
(α) Το άρθρο 52 του Συντάγματος καθιστά υποχρεωτική την έκδοση νόμων και αποφάσεων που δημιουργούν δίκαιο, δηλαδή, που δημιουργούν έννομα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Δίκαιο μπορεί να δημιουργήσουν μόνο αποφάσεις που λαμβάνονται στα πλαίσια και είναι σύμφωνες με τις πρόνοιες του Συντάγματος. Το άρθρο 52 καθιερώνει την κατά πανηγυρικό τρόπο διακήρυξη του δικαίου χάριν της ανάγκης βεβαιότητας για τον προσδιορισμό και την καθολική εφαρμογή του.
(β) Με την έκδοση της αποφάσεως της Βουλής σκοπείται η δημιουργία νομικής υποχρεώσεως για παραίτηση του Προέδρου της Δημοκρατίας και προκήρυξη προεδρικών εκλογών σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του με το ψήφισμα Της Βουλής ημερομηνίας 22.2.85, και Της αποφάσεως της Βουλής, ημερομηνίας 29.3.85. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει συνταγματικό καθήκον να αποφασίσει σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 140 κατά πόσο η υπό κρίση απόφαση βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη με τις πρόνοιες του Συντάγματος και την αρχή του διαχωρισμού των Πολιτειακών Εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η διάκριση των Κρατικών Εξουσιών αποτελεί συστατικό στοιχείο του Κυπριακού Συντάγματος που επανειλημμένα αναγνωρίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.
(γ) Η άσκηση της δικαιοδοσίας που παρέχει το άρθρο 140 δεν εξαρτάται από το περιεχόμενο της αποφάσεως, ειδικότερα από τις πολιτικές της προεκτάσεις (political thicket), αλλά κατά πόσο επιδιώκεται με την έκδοση η δημιουργία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στη σφαίρα του δικαίου. Και στην προκειμένη περίπτω[*1442]ση, το αίτημα της Βουλής των Αντιπροσώπων, όπως διατυπώθηκε, για έκδοση της αποφάσεως και δημοσίευση της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αποβλέπει αποκλειστικά στη δημιουργία νομικής υποχρεώσεως για συμμόρφωση του Προέδρου σε αποφάσεις της Βουλής, παραίτηση του από το Προεδρικό Αξίωμά στην αντίθετη περίπτωση, και τη διενέργεια αναπληρωματικής εκλογής για ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας μέσα στην προθεσμία που ορίζει το άρθρο 44.4 του Συντάγματος. Η φύση του ερωτήματος που πρέπει να απαντήσουμε δε μεταβάλλεται από το γεγονός ότι το υπόβαθρο της αποφάσεως έχει σχέση με τους χειρισμούς του Κυπριακού προβλήματος. Οι εισηγήσεις που έγιναν από τους δικηγόρους της Βουλής βρίσκονται σε αντίθεση με την ίδια την απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων που στο προοίμιο διακηρύσσει ότι οι ενέργειες της εντάσσονται στα πλαίσια των εξουσιών και αρμοδιοτήτων που της παρέχει το Σύνταγμα. Η θέση αυτή βεβαιώνεται και από την κατάληξη της αποφάσεως που ζητεί τη διενέργεια εκλογών «εντός 45 ημερών, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας». Καλούμεθα να αποφασίσουμε αν η απόφαση αυτή της Βουλής συνάδει με τις πρόνοιες του Συντάγματος αναφορικά με τη θητεία του Προέδρου, και αν είναι δεσμευτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό, εξαρτάται η έκδοση της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
3. Αφού εξέτασα τις εισηγήσεις που έγιναν, και ερεύνησα διεξοδικά το θέμα, συμπεραίνω ότι η απόφαση βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνη με τρία άρθρα του Συντάγματος και επιπρόσθετα, αντιστρατεύεται την αρχή της διακρίσεως των Πολιτειακών Εξουσιών που αποβλέπει στην αποκέντρωση της Κρατικής Εξουσίας. Και τούτο χάριν της σύμμετρης και ισόρροπης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Συγκρεκριμένα, η απόφαση είναι καταφανώς αντίθετη και ασύμφωνη με -
(ι) Το άρθρο 43.1 του Συντάγματος που ορίζει ότι η[*1443] θητεία του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι πενταετής.
(ιι) Το άρθρο 44.1 του Συντάγματος που διαγράφει καθοριστικά τις συνθήκες παραιτήσεως και πτώσεως του Προέδρου της Δημοκρατίας από το αξίωμα του. Η παραμονή του Προέδρου της Δημοκρατίας στο αξίωμα του δεν εξαρτάται, σύμφωνα με το Κυπριακό Σύνταγμα, από τη θέληση ή την έκφραση εμπιστοσύνης της Βουλής.
(ιιι) Το άρθρο 179.1.2 του Συντάγματος που διακηρύσσει ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ο υπέρτατος Νόμος της Πολιτείας, και απαγορεύει τη λήψη οποιασδήποτε αποφάσεως που είναι αντίθετη ή ασύμφωνη προς «οιανδήποτε των διατάξεων του Συντάγματος».
4. Η γνωμάτευση του Δικαστηρίου περιορίζεται στην έκφραση γνώμης σε ό,τι αφορά τη σκοπούμενη με την έκδοση της αποφάσεως διαμόρφωση του δικαίου αναφορικά με την παραμονή του Προέδρου της Δημοκρατίας στο Προεδρικό Αξίωμα, και την υποχρέωση για διενέργεια αναπληρωματικής εκλογής για ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν αμφισβητείται η δικαιοδοσία της Βουλής των Αντιπροσώπων να εκφράζει απόψεις για το κυβερνητικό έργο και να προβαίνει σε εισηγήσεις για την αποτελεσματική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ψηφίσματα και αποφάσεις της Βουλής αυτής της μορφής έχουν εξωδικαιϊκό χαρακτήρα και η αξιολόγηση τους βρίσκεται έξω από τη σφαίρα δικαιοδοσίας της Δικαστικής Εξουσίας.
Επίσης, η Βουλή των Αντιπροσώπων που μαζί με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αποτελούν τους φορείς της πολιτικής εξουσίας, έχει κάθε δικαίωμα να παίρνει θέσεις για το πολιτικό μέλλον της Κύπρου χωρίς, όμως, οι αποφάσεις αυτές να δημιουργούν δίκαιο.
5. Εφόσο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ισχύει και εφαρμόζεται βάσει των αρχών του δικαίου της ανάγκης, επιτρέπεται η έκδοση μόνο νόμων και αποφάσεων που είναι σύμφωνες με τις πρόνοιες του Συντάγματος. Παρέκκλιση από τη θέση αυτή, θα ισοδυναμούσε με υπονόμευση του Κράτους Δικαίου. Κατά συνέπεια, η επίδικη απόφαση της Βουλής είναι αντίθετη και ασύμφωνη με τις [*1444] προαναφερθείσες πρόνοιες του Συντάγματος, προσκρούει στην αρχή της διακρίσεως των Πολιτειακών Εξουσιών, και στερείται για τους λόγους αυτούς νομικής ισχύος. Κατά συνέπεια, η απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, είναι ότι η απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων της 29,3.85, δε μπορεί να εκδοθεί με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας διότι βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνη με Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
6. Ολόκληρο το σκεπτικό της αποφάσεως θα εκδοθεί το συντομότερο δυνατό και εν πάση περιπτώσει πριν από την 30ή Ιουνίου, 1985. Το κείμενο θα κατατεθεί στη Γραμματεία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αντίγραφα θα διανεμηθούν στους ενδιαφερόμενους.
ΚΟΥΡΡΗΣ Δ.: Μελέτησα με πολλή προσοχή τη γνωμάτευση Του Δικαστή Γ. Μ. Πική. Βρίσκομαι σε απόλυτη ομοφωνία με αυτή και την υιοθετώ και σαν έκφραση των δικών μου θέσεων πάνω στο θέμα, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να προσθέσω οτιδήποτε.
29 Ιουνίου 1985.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, Πρ. ανέγνωσε το συμπληρωματικό σκεπτικό της γνωμάτευσης του Δικαστηρίου.
Όταν το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε, στις 10 Ιουνίου 1985, την, κατά πλειοψηφία, Γνωμάτευσή του στην παρούσα υπόθεση ανέφερε ότι συμπληρωματικό σκεπτικό θα εδίδετο μέχρι την 30η Ιουνίου 1985 και, ως εκ τούτου, η πλειοψηφία των Μελών του Δικαστηρίου (Μ. Τριανταφυλλίδης, Α. Λοΐζου, Γ. Μαλαχτος, Δ. Δημητριάδης, Λ. Σαββίδης, Α. Λώρης και Δ. Στϋλιανίδης) δίδουν σήμερα το συμπληρωματικό τους σκεπτικό:
Το θέμα της συνταγματικότητας της επίδικης Απόφασης της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 29 Μαρτίου 1985 ανεφέρθη στο Ανώτατο Δικαστήριο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος, το οποίο προνοεί ως ακολούθως:
«1. Ό Πρόεδρος και ό Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας από κοινού προ της εκδόσεως νόμου ή αποφάσεως τίνος της Βουλής των Αντιπροσώπων δικαιούνται να αναφερθώσιν εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ινα γνωματεύση τούτο, κατά πόσον ό εν λό[*1445]γω νόμος, απόφασις ή ωρισμένη διάταξις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή είναι ασύμφωνος προς διάταξιν τι να του Συντάγματος δι' οιονδήποτε άλλον λόγον πλην της δυσμενούς εις βάρος εκατέρας κοινότητος διακρίσεως.
2. Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον έρευνα Το υπό την κρίσιν αυτού τεθέν κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ζήτημα και άφ' ου ακούση τας απόψεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των 'Αντιπροσώπων εκδίδει την γνωμάτευσιν αυτού επί του τεθέντος αύτω ζητήματος και κοινοποιεί ταύτην εις Τον Πρόεδρον και Τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, ως και εις την Βουλήν των 'Αντιπροσώπων.
3. Εις ην περίπτωσιν Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον γνωματεύση ότι ό νόμος ή η απόφασις ή διάταξις τις αυτών ευρίσκεται εις άντίθεσιν ή άσυμφωνίαν προς διάταξιν τινα του Συντάγματος, ό νόμος ή η απόφασις δεν δύναται να εκδοθή υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.»
Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δυνάμει του ανωτέρω Άρθρου 140 ασκείται από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει των άρθρων . 9 (α) και 11(1) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλοι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Νόμος 33/64).
Εν σχέσει με τις συνέπειες Γνωμάτευσης του Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 140 πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ των επισήμων κειμένων του Συντάγματος, του Ελληνικού και του Τουρκικού, και γι' αυτό η αντίφαση αυτή πρέπει να επιλυθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 149(α) του Συντάγματος δι' αναφοράς στο σχετικό Αγγλικό κείμενο του προσχεδίου του Συντάγματος, ημερομηνίας 6 Απριλίου 1960, το οποίο συνάδει με το Τουρκικό κείμενο. Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι η ορθή διατύπωση της παραγράφου 3 του Άρθρου 140 είναι εκείνη που χρησιμοποιείται στο Τουρκικό και στο Αγγλικό κείμενο, ιδίως διότι η παράγραφος αυτή αντιστοιχεί με την παράγραφο 3 του ανάλογου Άρθρου 142 του Συντάγματος και το Ελληνικό, Τουρκικό και Αγγλικό κείμενο της παραγράφου 3 του Άρθρου 142 είναι το ίδιο με το[*1446] Τουρκικό και Αγγλικό κείμενο της παραγράφου 3 του Άρθρου 140.
Αν και Αναφορά δυνάμει του Άρθρου 140, όπως η παρούσα, θα έπρεπε, κανονικά, να είχε γίνει από κοινού από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας, ό Πρόεδρος της Δημοκρατίας εδικαιούτο να ενεργήσει μόνος του στην προκειμένη περίπτωση βάσει του «Δικαίου της Ανάγκης», επειδή από το τέλος του Δεκεμβρίου του 1963 δεν συμμετέχει κανείς στην Κυβέρνηση της Δημοκρατίας με την ιδιότητα του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, λόγω εξαιρετικών συνθηκών για τις οποίες το Δικαστήριο έχει δικαστική γνώση.
Με την επίδικη Απόφαση της, ημερομηνίας 29 Μαρτίου 1985, η Βουλή των Αντιπροσώπων κάλεσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να προχωρήσει στην άμεση προκήρυξη προεδρικών εκλογών οι οποίες να διεξαχθούν εντός σαρανταπέντε ημερών, σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς του με Ψήφισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων ημερομηνίας 22 Φεβρουαρίου 1985.
Η Απόφαση και το Ψήφισμα Της Βουλής των Αντιπροσώπων υιοθετήθηκαν λόγω διαφωνίας, εν σχέσει με τον χειρισμό του Κυπριακού Προβλήματος μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, αμφοτέρων φορέων βουλήσεως του Λαού από τον οποίον εκλέγονται.
Το Κυπριακό Πρόβλημα, όπως υφίσταται σήμερα, δεν επροβλέπετο, και δεν ήταν δυνατό να είχε προβλεφθεί, κατά την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας την 16η Αυγούστου 1960, και, ως εκ τούτου, στο Σύνταγμα δεν υπάρχει, ούτε και ήταν δυνατό να υπάρχει, διάταξη αναφορικά με τον χειρισμό του Κυπριακού Προβλήματος, επειδή το Πρόβλημα τούτο, λόγω της φύσεώς του, ευρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος.
Στο Σύνταγμα ενσωματώθηκε η Βασική Δομή της Δημοκρατίας της Κύπρου η οποία συμφωνήθηκε με τη Συμφωνία της Ζυρίχης, ημερομηνίας 11 Φεβρουαρίου 1959, και τη Συμφωνία του Λονδίνου, ημερομηνίας 19 Φεβρουαρίου 1959, και, ως αποτέλεσμα, το Άρθρο 182 του Συντάγματος προνοεί ότι τα Βασικά Άρθρα του Συντάγματος, με τα οποία [*1447] ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα η εν λόγω Βασική Δομή, δεν δύνανται να τροποιηθούν καθ' οιονδήποτε τρόπο.
Λαμβάνουμε δικαστική γνώση ότι όπως συμφωνήθηκε μεταξύ του εκλιπόντος Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του Τουρκοκύπριου ηγέτη κ. Ρ. Ντεκτάς, στις 12 Φεβρουαρίου 1977, και μεταξύ του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Σπ. Κυπριανού και του κ. Ρ. Ντεκτάς, στις 19 Μαΐου 1979 η λύση του Κυπριακού Προβλήματος θα συνεπάγεται ομοσπονδιακή δομή της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είναι φανερό ότι η ομοσπονδιακή δομή δεν μπορεί να δημιουργηθεί χωρίς την τροποποίηση Βασικών Άρθρων του Συντάγματος της Δημοκρατίας και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν κατάλληλες διαδικασίες έξω από τα πλαίσια του υφισταμένου Συντάγματος της Κύπρου.
Αν και το Κυπριακό Πρόβλημα ευρίσκεται, λόγω της φύσεως του, έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος της Κύπρου είναι, εν τούτοις, δικαίωμα εκλεγμένων πολιτικών οργάνων τα οποία εκφράζουν κατά την άσκηση των οικείων αρμοδιοτήτων τους τη βούληση του Λαού, όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η Βουλή των Αντιπροσώπων, να λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις σχετικά με το Κυπριακό Πρόβλημα.
Η επίδικη Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 29 Μαρτίου 1985, είναι έκφραση πολιτικής βουλήσεως σχετικά με τον χειρισμό του Κυπριακού Προβλήματος, επειδή όμως το Κυπριακό Πρόβλημα, λόγω της φύσεως του, ευρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος, η Απόφαση αυτή δεν είναι δυνατό να εκδοθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος.
Το Δικαστήριο δύναται να ασκεί τη διαδικασία του δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος μόνο εν σχέσει με νόμους ή αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων οι οποίες είναι δυνατόν να εκδοθούν με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, και αυτό συνάγεται σαφώς από τις [*1448] πρόνοιες της παραγράφου 1 του Άρθρου 140, οι οποίες πρέπει να ερμηνευθούν μαζί με το Άρθρο 52, όπως επίσης και από τις πρόνοιες της παραγράφου 3 του Άρθρου 140.
Συνεπώς μόνο νόμος ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων η. οποία είναι δυνατό να εκδοθεί δυνάμει του ανωτέρω Άρθρου 52 δύναται να αναφερθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 140, και εάν το Δικαστήριο αποφανθεί ότι οιοσδήποτε νόμος ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων δεν είναι δυνατό να εκδοθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του εν λόγω Άρθρου 52 Τότε το Δικαστήριο δεν γνωματεύει κατά πόσο ο νόμος ή η απόφαση ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη με οποιαδήποτε άλλη διάταξη του Συντάγματος.
Ως εκ τούτου, επειδή έχουμε αποφανθεί ότι η επίδικη Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων δεν είναι δυνατό να εκδοθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 52, δεν εγείρεται θέμα έρευνας και γνωμάτευσης του Δικαστηρίου σχετικά με την άποψη του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι η Απόφαση αυτή ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη με τα Άρθρα 43.1, 44.1, 46, 61, 82 και 179 του Συντάγματος.
ΠΙΚΗΣ Δ.: Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις πρόνοιες του άρθρου 140 παρέχει δικαιοδοσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να αποφασίζει τη συνταγματικότητα νόμων ή αποφάσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων οι οποίες αποστέλλονται για έκδοση. Η δικαιοδοσία ασκείται έπειτα από αίτηση του Προέδρου της Δημοκρατίας ο οποίος έχει τη συνταγματική ευθύνη για την έκδοση νόμων και αποφάσεων, με τη δημοσίευση τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Τα άρθρα 52 και 140 του Συντάγματος παρέχουν εξουσία στον Πρόεδρο να ζητήσει τη γνώμη του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τη συνταγματικότητα νόμου ή αποφάσεως της Βουλής, της οποίας ζητείται η έκδοση. Όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρει τη συνταγματικότητα νόμου για γνωμάτευση δυνάμει των προνοιών του όρθρου 140, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει συνταγματικό καθήκον να αποφασίσει κατά πόσο ο νόμος ή η απόφαση συνάδει με το Σύνταγμα. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει καθήκον να εξετάσει κατά πόσο ο νόμος ή η απόφαση, ή οποιοδήποτε μέρος τους, ευρίσκεται σε αν[*1449]τίθεση ή είναι ασύμφωνη με οποιαδήποτε πρόνοια του Συντάγματος. Το άρθρο 140.1 έχει ως εξής:
«Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας από κοινού προ της εκδόσεως νόμου ή αποφάσεώς τίνος της Βουλής των Αντιπροσώπων δικαιούνται να αναφερθώσιν εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ίνα γνωμάτευση τούτο, κατά πόσον ο εν λόγω νόμος, απόφασις, ή ωρισμένη διάταξις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή είναι ασύμφωνος προς διάταξιν τινα του Συντάγματος δι' οιονδήποτε άλλον λόγον πλην της δυσμενούς εις βάρος εκατέρας κοινότητος διακρίσεως.»
Ενώ εκκρεμεί η γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η έκδοση του νόμου ή της αποφάσεώς αναστέλλεται. Οι ρητές πρόνοιες της παραγράφου 2 του άρθρου 140 δεν αφήνουν αμφιβολία ως προς την επιτακτική φύση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να αποφαίνεται για τη συνταγματικότητα νόμου ή αποφάσεως που κοινοποιείται για έκδοση. Το άρθρο 140.2 έχει ως εξής:
«Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά το υπό την κρίσιν αυτού τεθέν κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ζήτημα και αφ' ου ακούση τας απόψεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων εκδίδει την γνωμάτευσιν αυτού επί του τεθέντος αυτώ ζητήματος και κοινοποιεί ταύτην εις τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας ως και εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων.»
Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου βάσει, του άρθρου 140 ασκείται τώρα από το Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλοι Διατάξεις) Νόμου-.33/64.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου παρόλο που περιγράφεται ως γνωμάτευση, αποτελεί, σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου 3 του άρθρου 140, δεσμευτική δικαστική απόφαση, καθοριστική για τη συνταγματικότητα νόμου ή αποφάσεως της οποίας ζητείται η έκδοση. Η υποχρέωση του Προέδρου για την έκδοση της αποφάσεως εξαρτάται αποκλειστικά από την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με τη συνταγματικότητα της. [*1450]
Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 140 περιορίζεται στην έκφραση γνώμης επί της συνταγματικότητας της νομοθεσίας ή αποφάσεως που αποστέλλεται για έκδοση ειδικότερα, η δικαιοδοσία περιορίζεται στην έκφραση γνώμης κατά πόσο ο νόμος ή απόφαση ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη με μια ή περισσότερες πρόνοιες του Συντάγματος1. Το άρθρο 140 επενεργεί ως πρόσθετη προστασία των θεσμών του δικαίου γιατί δημιουργεί τους αναγκαίους μηχανισμούς για τον προσδιορισμό της συνταγματικότητας νόμου ή αποφάσεως προτού αποκτήσουν την ισχύ νόμου, χάριν της συνταγματικής τάξεως και του κράτους δικαίου. Αποτρέπονται με τον τρόπο αυτό παραβιάσεις ή παρεκκλίσεις από το Σύνταγμα που αποτελεί τον θεμελιώδη , νόμο της χώρας. Το άρθρο 179.1 διακηρύσσει ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ο υπέρτατος νόμος. Καμιά εξουσία ή δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα δε μπορεί να ασκηθεί από οποιαδήποτε αρχή της Δημοκρατίας κατά παράβαση ή σε αντίθεση προς τις συνταγματικές πρόνοιες. Δικαιοδοσία παρόμοια με εκείνη που παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο με το άρθρο 140 ασκείται και από το Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας. Ο σκοπός της δικαιοδοσίας, όπως και στην Κύπρο, είναι να οριοθετήσει το δρόμο της νομιμότητας και να αποτρέψει την έκδοση αντισυνταγματικών νόμων και αποφάσεων στη γένεση τους,1 .
Επικαλούμενος τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 140, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέφερε στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση τη συνταγματικότητα της παραγράφου 3 της αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων της 29ης Μαρτίου, 1985. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για έκδοση με επιστολή του Γενικού Διευθυντή της Βουλής, ημερομηνίας 2.4.85. Το μέρος της αποφάσεως, η συνταγματικότητα του οποίου προσβάλλεται, είναι το διατακτικό μέρος και συγκεκριμένα η: παράγραφος 3. Με αυτή η Βουλή αξιώνει επιτακτικά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του ψηφίσματος της Βουλής της 22.2.85 αναφορικά με τους χειρισμούς για τη λύση του Κυπριακού και συναφή
1Βλέπε, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιμπραχίμ Και Άλλων, 1964 Α.Α.Δ. 195
1Βλέπε τις αποφάσεις του Συνταγματικού Συμβουλίου της Γαλλίας, αρ. 76-73 ημερ. 28.12.76, και αρ. 78-102 ημερ. 17.1.79.[*1451]
θέματα, και σε περίπτωση μη συμμορφώσεως να προχωρήσει στην προκήρυξη Προεδρικών εκλογών για να εκφράσει, όπως αναφέρεται, ο λαός την κυρίαρχη θέληση του «οι οποίες να διεξαχθούν εντός 45 ημερών, όπως προβλέπεται από Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας». Παρόλο που η απόφαση δεν εξειδικεύει το άρθρο ή τα άρθρα του Συντάγματος επί των οποίων βασίστηκε η Βουλή των Αντιπροσώπων, είναι πρόδηλο από το λεκτικό και περιεχόμενο της αποφάσεως ότι η Βουλή είχε υπόψη της το άρθρο 44.4 του Συντάγματος το οποίο προνοεί για τη διενέργεια αναπληρωματικής εκλογής στην περίπτωση κενώσεως της θέσεως του Προέδρου της Δημοκρατίας προ της εκπνοής της πενταετούς θητείας του εντός περιόδου «μη υπερβαινούσης τας τεσσαράκοντα πέντε ημέρας, αφ' ης επήλθαν οιαδήποτε των εν τη πρώτη παραγράφω αναφερομένων γεγονότων.»
Αφού άκουσε την επιχειρηματολογία της Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας, και τους δικηγόρους της Βουλής των Αντιπροσώπων, όπως επιβάλλει η παράγραφος 2 του άρθρου 140, το Ανώτατο Δικαστήριο έδωσε τη γνωμάτευση του την 10η Ιουνίου, 1985. Ασκώντας τη δικαιοδοσία που παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο το άρθρο 140, απεφάσισα ότι Το επίδικο μέρος της αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων της 29.3.85, δηλαδή η παράγραφος 3, είναι αντισυνταγματική, ασύμφωνη και αντίθετη προς -
(α) Το άρθρο 43.1 του Συντάγματος που προνοεί ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατέχει το αξίωμα του για πενταετή περίοδο,
(β) το άρθρο 44.1 του Συντάγματος το οποίο ορίζει εξαντλητικά τις συνθήκες υπό τις οποίες η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας κενούται, και
(γ) το άρθρο 179.1.2 που απαγορεύει τη θέσπιση από τη Βουλή νόμου ή αποφάσεως η οποία ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη προς οποιεσδήποτε πρόνοιες του Συντάγματος, τον υπέρτατο νόμο της Δημοκρατίας.
Απεφάσισα επίσης ότι η απόφαση συγκρούεται και, κατ' επέκταση, είναι ασύμφωνη και αντίθετη με την αρχή του διαχωρισμού των πολιτειακών εξουσιών, βάσει της οποίας [*1452] οι εξουσίες κατανέμονται στη Νομοθετική, την Εκτελεστική και τη Δικαστική Εξουσία της Πολιτείας. Κατ' ακολουθία, προς εκπλήρωση του συνταγματικού καθήκοντος του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει των προνοιών της παραγράφου 2 του άρθρου 140 του Συντάγματος, απεφάσισα ότι η υπό συζήτηση απόφαση δε μπορούσε να εκδοθεί.
Στη γνωμάτευση της 10.6.85 αναφέρθηκε ότι το πλήρες σκεπτικό της γνωματεύσεως θα δημοσιευτεί μέχρι 30.6.85. Η πλήρης αιτιολόγηση δικαστικής αποφάσεως είναι σύμφωνη με τις παραδόσεις της Κυπριακής Δικαιοσύνης ως προς τον τύπο της δικαστικής αποφάσεως, πρακτική που επίσης επιβάλλεται από τις πρόνοιες της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του Συντάγματος. Η γνωμάτευση της 10.6.85 εκθέτει τα συμπεράσματα μου και διαγράφει τους λόγους που τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα αυτά. Σκοπός αυτής της αποφάσεως είναι η πληρέστερη αιτιολόγηση της γνωματεύσεως που έχει ήδη δοθεί. Δε θα εξετάσω πτυχές της γνωματεύσεως που δε χρειάζονται περαιτέρω ανάλυσης, όπως η αναφορά στο δίκαιο της ανάγκης. Τα σημεία γύρω από τα οποία θα περιστραφεί η αιτιολόγηση της αποφάσεως είναι
(Α) Έκδοση νόμων και αποφάσεων, το αντικείμενο και οι σκοποί της.
(Β) Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 140, η φύση, έκταση και περιεχόμενο της.
(Γ) Η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών με ειδική αναφορά στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, και τέλος,
(Δ) το κράτος δικαίου και η υπεροχή του νόμου.
Σύντομη μόνο αναφορά θα γίνει στη νομολογία άλλων χωρών επειδή συνδέεται με τις ιδιομορφίες των Συνταγμάτων τους. Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας δε βασίζεται στα συνταγματικά πρότυπα οποιασδήποτε άλλης χώρας' πρόκειται για ένα πολύ λεπτομερές Σύνταγμα που ρυθμίζει διεξοδικά την άσκηση κάθε πτυχής κρατικής εξουσίας.
Έκδοση Νόμων και Αποφάσεων:
Έκδοση είναι η διαδικασία πανηγυρικής διακήρυξης του νόμου με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβερ[*1453]νήσεως. Η έκδοση αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου ή αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων. Χωρίς έκδοση κανένας νόμος ή απόφαση δεν αποκτά νομική ισχύ. Στην Κύπρο, όπως και σε άλλες χώρες1, η αρμοδιότητα για έκδοση νόμων και αποφάσεων ανήκει στον Αρχηγό της Πολιτείας2. Το άρθρο 52 του Συντάγματος καθιστά υποχρεωτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την έκδοση νόμων ή αποφάσεων με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ασκήσει το δικαίωμα αρνησικυρίας, βάσει του άρθρου 50, ή αναπέμψει το νόμο ή απόφαση στη Βουλή για επανεξέταση, βάσει του άρθρου 51, ή ασκήσει «το δικαίωμα αναφοράς στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, όπως προνοείται στο άρθρο 140......
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είναι ο κριτής της συνταγματικότητας των νόμων ή των αποφάσεων που υποβάλλονται για έκδοση. Σύμφωνα με την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών που διέπει κάθε μέρος του Συντάγματος, η δικαιοδοσία για κρίση της συνταγματικότητας νόμου και αποφάσεως ανήκει στις δικαστικές αρχές, συγκεκριμένα στην ανώτατη δικαστική αρχή, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση νόμου. Μπορεί να αρνηθεί την έκδοση νόμου μόνο κατόπιν γνωματεύσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε διαδικασία αναφοράς βάσει του άρθρου 140.
Η φύση και οι όροι ασκήσεως της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθορίζονται επακριβώς στο άρθρο 140. Το Ανώτατο Δικαστήριο υποχρεούται να εκφράσει τη γνώμη του «.... κατά πόσον ο νόμος ή απόφασις ή οποιονδήποτε συγκεκριμένον μέρος τους ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή είναι ασύμφωνη με οποιανδήποτε πρόνοιαν του Συντάγματος...... Προς εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος, εξέτασα το αμφισβητούμενο μέρος της αποφάσεως. Κατέληξα, για
1Βάσει των προνοιών του άρθρου 52, νόμοι και αποφάσεις εκδίδονται από κοινού από τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιμπραχίμ Και άλλων , 1964 Α.Α.Δ. 195, απεφασίσθη ότι ενόψει της αποχωρήσεως του Αντιπροέδρου από τα καθήκοντα του, η έκδοση μπορεί να γίνει, σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου της ανάγκης, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας χωρίς τη συνενέργεια του Αντιπροέδρου.
2Dalloz – Repertoire de Droit Public et Administratif Mise a Jour 1984, p. 1013; Andre Hauriou – Droit Constitutionel et Institutions Politique, 1976.[*1454]
τους λόγους που αναφέρονται στη γνωμάτευση, ότι η απόφαση ευρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνη με τα άρθρα 43.1, 44.1 και 179.1.2 και την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα. Δεν έχω ακούσει κανένα επιχείρημα από τους δικηγόρους της Βουλής ότι το διατακτικό μέρος της αποφάσεως της 29.3.85 συμβιβάζεται με τις πρόνοιες οποιουδήποτε από τα προαναφερθέντα άρθρα του Συντάγματος. Καμιά τέτοια επιχειρηματολογία δε μπορούσε να προβληθεί ενόψει των ρητών προνοιών των πιο πάνω άρθρων του Συντάγματος.
Η Φύση της Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει
του Άρθρου 140:
Η άσκηση της δικαιοδοσίας που εναποτίθεται στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 140 είναι επιτακτική, δεδομένου ότι η γνώμη του ζητείται σύμφωνα με τους όρους που διαγράφει το Σύνταγμα, δηλαδή στα πλαίσια αναφοράς του Προέδρου της Δημοκρατίας για να αποφασιστεί η συνταγματικότητα νόμου ή αποφάσεως της οποίας η έκδοση ζητείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ακριβώς όπως η υπόθεση ενώπιον μας. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει διακριτική ευχέρεια να αποποιηθεί την ανάληψη και άσκηση αυτής της δικαιοδοσίας. Οι πρόνοιες του άρθρου .140 δεν επιδέχονται άλλη ερμηνεία. Άρνηση ασκήσεως της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 140, όπως η εισήγηση των δικηγόρων της Βουλής, θα είχε σοβαρές επιπτώσεις επί της συνταγματικής τάξεως. Η λειτουργία του δικαίου θα περιήρχετο σε αδιέξοδο. Όπως επεξηγήθηκε στη γνωμάτευση, μοναδική επιδίωξη της Βουλής των Αντιπροσώπων με την αξίωση για έκδοση της υπό συζήτηση αποφάσεως, ήταν η δημιουργία υποχρεώσεως στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να συμμορφωθεί με το ψήφισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων και στην περίπτωση μη συμμορφώσεως του να εγκαταλείψει το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας και να προχωρήσει στην προκήρυξη αναπληρωματικής εκλογής.
Και το ερώτημα το οποίο πρέπει να απαντήσουμε είναι κατά πόσο η δημιουργία τέτοιας υποχρεώσεως συνάδει με τις πρόνοιες του Συντάγματος και την αρχή του διαχωρισμού των κρατικών εξουσιών. Εφόσο η απόφαση ήταν αντίθετη με τα άρθρα του Συντάγματος που καθορίζονται στη [*1455] γνωμάτευση και την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών η απόφαση κηρύχθηκε αντισυνταγματική.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (1984) 2 Α.Α.Δ. 251, 268, τονίστηκε ότι η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί συνταγματικών θεμάτων πηγάζει από το Σύνταγμα και η άσκηση της διέπεται από τους όρους και περιορισμούς που προνοούνται στο Σύνταγμα. Στην υπόθεση Γεωργίου, ομόφωνα αποφασίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η έκπτωση Βουλευτή από το αξίωμα του δεν ανάγεται στη δικαιοδοσία της Βουλής των Αντιπροσώπων, για το λόγο ότι το Σύνταγμα έχει εμπιστευθεί τη δικαιοδοσία αυτή στις δικαστικές αρχές της Πολιτείας. Συνταγματικές πρόνοιες και πρακτική που τυγχάνουν εφαρμογής σε άλλες χώρες κρίθηκαν ότι είναι άσχετες ενόψει των ρητών προνοιών του Κυπριακού Συντάγματος αναφορικά με τους όρους υπό τους οποίους διατηρούν το αξίωμα τους οι Βουλευτές.
Παρά τους σαφείς και επιτακτικούς όρους υπό τους οποίους ασκείται η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 140, οι δικηγόροι της Βουλής μας κάλεσαν να μη ασκήσουμε τη δικαιοδοσία αυτή για δύο λόγους, ειδικά επειδή -
(α) Η απόφαση είναι κατ' ισχυρισμό εξωσυνταγματική, δηλαδή, έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος, και
(β) πρόκειται για πολιτικό θέμα.
Οι εισηγήσεις των δικηγόρων της Βουλής προς υποστήριξη των θέσεων αυτών βασίστηκαν πρώτιστα στις αποφάσεις Δικαστηρίων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
(Β) (α) Εξωσυνταγματική Απόφαση: Κατά την κρίση μου η εισήγηση ότι πρέπει να αρνηθούμε την άσκηση της δικαιοδοσίας που παρέχεται βάσει του άρθρου 140 επειδή πρόκειται για εξωσυνταγματικό θέμα, υποδηλώνει επίγνωση ότι οι πρόνοιες της παραγράφου 3 της αποφάσεως της Βουλής ημερομηνίας 29.3.85 είναι ασυμβίβαστες με τις επιτακτικές πρόνοιες του Συντάγματος. Είναι πρόδηλο από τη φρασεολογία της επίδικης αποφάσεως ότι η Βουλή αποσκοπούσε με την έκδοση της αποφάσεως να δημιουργήσει νομική υποχρέωση για την κένωση της θέσεως του [*1456] Προέδρου της Δημοκρατίας και τη διενέργεια αναπληρωματικής εκλογής. Όπως σε κάθε περίπτωση που νόμος ή απόφαση παραπέμπεται για έκδοση η συνταγματικότητα τους, όταν αναφερθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 140 πρέπει να κριθεί σύμφωνα με τις συνταγματικές πρόνοιες. Η εισήγηση ότι πρέπει να μη ασκήσουμε τη δικαιοδοσία μας παραβλέπει τις νομικές επιπτώσεις που θα είχε η απόφαση της Βουλής μετά την έκδοση.
Επί πλέον, η εισήγηση ότι η απόφαση είναι εξωσυνταγματική συγκρούεται με τη δεδηλωμένη θέση της Βουλής των Αντιπροσώπων, όπως αναφέρεται στο προοίμιο της αποφάσεως της 29.3.85, ότι αντλεί αρμοδιότητα για τη λήψη της αποφάσεως από τις εξουσίες που της παρέχει , το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων επεδίωκε να ενεργήσει μέσα στα πλαίσια των εξουσιών που της παρέχει το Σύνταγμα, καταμαρτυρείται και από την ίδια την επίδικη απόφαση με την οποία ζητείται η διενέργεια εκλογών μέσα στα χρονικά πλαίσια και σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το μόνο άρθρο του Συντάγματος που κάνει πρόνοια για τη διενέργεια αναπληρωματικής εκλογής μέσα σε 45 μέρες από την κένωση της θέσεως του Προέδρου της Δημοκρατίας, είναι το άρθρο 44.4. Η εφαρμογή του εξαρτάται από την παραίτηση ή πτώση του Προέδρου από το αξίωμα του, όπως προνοείται στην παράγραφο 1 του άρθρου 44.
Η υπό κρίση απόφαση της Βουλής, σε συνδυασμό με την αξίωση της Βουλής για έκδοση της, αποσκοπούσε στη δημιουργία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στη σφαίρα του δικαίου. Επομένως, πρέπει να κριθεί με βάση εκείνες τις πρόνοιες του Συντάγματος που διέπουν την παραμονή στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας και την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών. Κανένας νόμος ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων που βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη με πρόνοιες του Συντάγματος δε μπορεί να αποκτήσει την ισχύ νόμου, όπως [*1457] κατηγορηματικά προβλέπει το άρθρο 179.2. Τόσο σαν θέμα αρχής, όσο και σαν θέμα νομολογίας1, η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την κρίση της συνταγματικότητας νόμου ή αποφάσεως, περιορίζεται στις νομικές της επιπτώσεις και δεν επεκτείνεται στα κίνητρα της Βουλής ούτε εξετάζει τη σοφία των προνοιών της. Οι κριτές των πράξεων του έργου του νομοθετικού σώματος που αποτελεί πολιτικό σώμα, είναι ο λαός που τους εκλέγει στη νομοθετική εξουσία και προς τον οποίο είναι υπόλογοι. Ο ρόλος του Δικαστηρίου περιορίζεται στην εξέταση της συνταγματικότητας νόμων ή αποφάσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η Δικαστική Εξουσία δεν είναι ο επιτηρητής των πράξεων των άλλων δύο Εξουσιών της Κρατικής Εξουσίας αλλά ο θεματοφύλακας του Συντάγματος και του κράτους δικαίου. Οι εξουσίες και αρμοδιότητες της Βουλής των Αντιπροσώπων, όπως και εκείνες των άλλων δυο Πολιτειακών Εξουσιών, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής, εκπηγάζουν από το Σύνταγμα και η άσκηση τους εξαρτάται από τις πρόνοιες του. Καμιά εξουσία ή αρμοδιότητα δε μπορεί να θεσπιστεί έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος. Εκείνο που η Βουλή επεδίωξε να επιτύχει με την επίδικη απόφαση, ήταν η ρύθμιση των όρων παραμονής του Προέδρου της Δημοκρατίας στην εξουσία κατά τρόπο αντίθετο και ασύμφωνο από εκείνον που προβλέπει το Σύνταγμα. Γι αυτό κηρύχθηκε αντισυνταγματική.
Πολιτικό Θέμα:
Σειρά δικαστικών αποφάσεων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής τείνει να καθιερώσει ότι τα Δικαστήρια δεν πρέπει να επιλύουν θέματα που έχουν κατά βάση πολιτικό χαρακτήρα. Η θέση αυτή με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Είναι γι' αυτόν τον λόγο που τα Δικαστήρια δεν εξετάζουν τα κίνητρα ή την ορθότητα των πράξεων των πολιτικών αρχών, όπως εκείνες της Βουλής των Αντιπροσώπων, αλλά περιορίζουν το έργο τους στην εξέταση της νομιμότητας των πράξεων αυτών.
1Βλέπε, Συμβούλιο γιο την Εγγραφή Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Χριστόδουλου Κυριακίδη (1966) 3 Α.Α.Δ. 640, 645, 654. [*1458]
Εξάλλου, τα Δικαστήρια δεν έχουν δικαίωμα να αποποιηθούν δικαιοδοσία η οποία τους παρέχεται από το Σύνταγμα ή από οποιονδήποτε νόμο της Πολιτείας που συνάδει με το Σύνταγμα. Οριστικά, η άσκηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν εξαρτάται από το υπόβαθρο του νόμου ή της αποφάσεως της οποίας ζητείται η έκδοση, ή την πολιτική αντιδικία η οποία την περιβάλλει. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει συνταγματικό καθήκον, όπως ορίζει το άρθρο 140, να εξετάζει τις νομικές επιπτώσεις του νόμου ή αποφάσεως της οποίας ζητείται η έκδοση για να αποφασιστεί κατά πόσο είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, ή αν βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη με οποιαδήποτε από τις. διατάξεις του. Καμιά από τις αποφάσεις Δικαστηρίων στις οποίες έγινε παραπομπή1 από τους δικηγόρους της Βουλής δε θεμελιώνει ή υποστηρίζει ότι πρέπει να αποφύγουμε να εξετάσουμε τη συνταγματικότητα νόμου ή αποφάσεως που αποβλέπει στη δημιουργία εννόμων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Το αντικείμενο της δικαστικής έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 140, είναι οι νομικές επιπτώσεις της αποφάσεως που αποστέλλεται για έκδοση και κατά πόσο συνάδει με το Σύνταγμα. Όχι οι πολιτικές επιδιώξεις πίσω από την απόφαση. Οι αποφάσεις στις οποίες έγινε αναφορά, υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο πρέπει να επιλαμβάνεται κάθε νομικού θέματος το οποίο τίθεται ενώπιον του. Η απόφαση στην υπόθεση Baker2 όπου γίνεται προσπάθεια καθορισμού των χαρακτηριστικών πολιτικού θέματος, σαφώς αναγνωρίζει ότι τα Δικαστήρια επιλαμβάνονται κάθε υποθέσεως στην οποία εγείρονται νομικά θέματα. Η αρχή η οποία διέπει την προσέγγιση της Αμερικανικής νομολογίας είναι ότι τα Δικαστήρια δεν πρέπει να ασκούν δικαιοδοσία σε θέματα τα οποία ανατίθενται από το Σύνταγμα σε μια από τις πολιτικές εξουσίες της Πολιτείας, πράγμα που θα αποτελούσε επέμβαση της Δικαστικής Εξουσί[*1459]ας στις αρμοδιότητες των άλλων Εξουσιών1. Στο έργο του Schwartz2 για το Αμερικανικό Σύνταγμα, υποδεικνύεται όχι οι αρχές που διέπουν τον προσδιορισμό πολιτικού θέματος έλκουν την προέλευση τους κατά κύριο λόγο από τις αρχές του Αγγλικού κοινού δικαίου αναφορικά με ορισμένες κυβερνητικές πράξεις που εκφεύγουν από τον δικαστικό έλεγχο. Κυβερνητικές πράξεις υπό την έννοια αυτή, περιορίζονται σε πράξεις της Εκτελεστικής Εξουσίας στις σχέσεις της με άλλες χώρες και αλλοδαπούς3. Σύμφωνα με το Αγγλικό κοινό δίκαιο οι εξωτερικές σχέσεις της χώρας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας. Η σύγχρονη προσέγγιση στην ανάλυση των σχετικών αρχών του κοινού δικαίου χαρακτηρίζεται από την τάση για περιορισμό του ανεξέλεγκτου των πράξεων της Εκτελεστικής Εξουσίας στον τομέα αυτό. Υπάρχει σύμπτωση απόψεων μεταξύ των μελετητών του δικαίου ότι κλασσικές περιπτώσεις πολιτικών θεμάτων θεωρούνται η διαχείριση εξωτερικών σχέσεων και η κήρυξη και διεξαγωγή πολέμου. Στην Κύπρο, η συνταγματικότητα νόμων ή αποφάσεων που αποστέλλονται για έκδοση, ρητά ανάγεται στη δικαιοδοσία της Δικαστικής Εξουσίας. Ασκώντας αυτή τη δικαιοδοσία, κήρυξα στις 10 Ιουνίου, 1985, την υπό κρίση απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων αντισυνταγματική.
Στην παράγραφο 4 της γνωματεύσεως της 10.6.85 επεξηγείται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου περιορίζεται στις νομικές επιπτώσεις της αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων και την προσπάθεια η οποία γίνεται για τη διαμόρφωση του δικαίου σχετικά με την παραμονή του Προέδρου στο αξίωμα του κατά τρόπο αντίθετο προς τις πρόνοιες του Συντάγματος. Όπως διευκρινίζεται στην ίδια παράγραφο, δεν αμφισβητείται το δικαίωμα της Βουλής των Αντιπροσώπων να ασκεί κριτική στο Κυβερνητικό έργο ή να υιοθετεί θέσεις αναφορικά με το πολιτικό μέλλον της Κύπρου. Εφόσον οι πράξεις της Βουλής των Αντιπροσώπων περιορίζονται στην έκφραση πολιτικής γνώμης δεν αποτελούν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, Υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, δυνάμει του άρθρου 140, όταν η Βουλή επιδιώκει να προσδώσει στις αποφάσεις της την ισχύ νόμου. Ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται βάσει του άρθρου
1Βλέπε, The New Constitution and the Charter of Rights, by Bellopapa & Gertner,p.34.
2 Βλέπε, σελίδα 154
3 Βλέπε, 7 Halsbury’s Laws of England , 3rd ed., p. 259 (Acts of State) [*1460]
140 στον προσδιορισμό της συνταγματικότητας νόμου ή αποφάσεως.
Διάκριση των Πολιτειακών Εξουσιών:
Η διάκριση των πολιτειακών εξουσιών είναι το σύστημα διακυβερνήσεως όπου η κρατική εξουσία, κατανέμεται ανάλογα με τη φύση της εξουσίας σε ξεχωριστούς τομείς της Πολιτείας. Η αποκέντρωση της κρατικής εξουσίας αποτελεί την ουσία του δόγματος του διαχωρισμού των κρατικών εξουσιών. Η διάκριση των πολιτειακών εξουσιών είναι αναγκαία για τη διασφάλιση κράτους δικαίου. Υπέρμετρή συγκέντρωση κρατικής εξουσίας σε ένα κλάδο της Πολιτείας, μπορεί να οδηγήσει σε κατάχρηση εξουσίας και μπορεί να αφήσει ανεξέλεγκτη υπέρβαση κρατικής εξουσίας. Βάσει της αρχής του διαχωρισμού των εξουσιών, η πολιτειακή εξουσία κατανέμεται στους τρεις κλάδους της Πολιτείας — τη Νομοθετική, την Εκτελεστική και τη Δικαστική, σύμφωνα με τη δικαιοδοσία της κάθε εξουσίας. Ο πρωταρχικός σκοπός της Νομοθετικής Εξουσίας είναι να νομοθετεί, της Εκτελεστικής να εφαρμόζει το νόμο και να διοικεί, και της Δικαστικής να διακηρύσσει το δίκαιο και να το εφαρμόζει όπου υπάρχει αμφισβήτηση δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων. Με τον τρόπο αυτό, όπου εφαρμόζεται η αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών, νόμος ο οποίος θεσπίζεται από τη Βουλή, τυγχάνει εφαρμογής από την Εκτελεστική Εξουσία, και όπου υπάρχει αμφισβήτηση η εγκυρότητα του νόμου ή το πεδίο της εφαρμογής του καθορίζονται από τη Δικαστική Εξουσία.. Κανένας κλάδος της πολιτειακής εξουσίας δε φέρει ολόκληρη την ευθύνη για την πολιτειακή δράση. Με το σύστημα της διακρίσεως των εξουσιών, υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας επισημαίνεται στη διαδικασία εφαρμογής του δικαίου και ελέγχεται χάριν της αρχής του κράτους δικαίου.
Κατά κανόνα, η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών είναι χαρακτηριστικό του Προεδρικού συστήματος διακυβερνήσεως1. Η Κυπριακή πολιτεία είναι, σύμφωνα με το πρώτο άρθρο του Κυπριακού Συντάγματος «.... κυρίαρχος Δημοκρατία, Προεδρικού συστήματος...... Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ειδικά προσαρμοσμένο στην αρχή
1Βλέπε, Institution Politiques et Droit Constitutional (1955) (11th ed., pp. 194-196) by Maurice Duverger. [*1461]
της διακρίσεως των πολιτειακών εξουσιών. Η απόδοση και άσκηση δικαιοδοσίας στους τρεις κλάδους της πολιτειακής εξουσίας ρυθμίζεται σε ξεχωριστά μέρη του Συντάγματος και κατανέμεται στους αξιωματούχους της Εκτελεστικής, Νομοθετικής και Δικαστικής Εξουσίας1. Η διάκριση των κρατικών εξουσιών ως βασικό γνώρισμα που διέπει κάθε πτυχή του Συντάγματος της Κυπριακής Πολιτείας, έχει αναγνωριστεί από τα Δικαστήρια από τις πρώτες μέρες της ανακηρύξεως της Κυπριακής Δημοκρατίάς2·. Τα δικαστήρια της Δημοκρατίας έχουν τηρήσει αυστηρά την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών στην ερμηνεία και την εφαρμογή του Συντάγματος3.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ο διαχωρισμός των εξουσιών δεν περιορίζεται μόνο στους τρεις κλάδους της κρατικής εξουσίας. Επεκτείνεται και στο διαχωρισμό της πολιτικής εξουσίας από τη δημόσια υπηρεσία.4 Κάθε κρατική εξουσία δεσμεύεται από το Σύνταγμα να ενεργεί μέσα στα πλαίσια των εξουσιών που της παρέχει το Σύνταγμα και να μη υπερβαίνει τα όρια των αρμόδιοτήτων της.
Για να ενισχύσει την αυτονομία των πολιτειακών εξουσιών το Σύνταγμα επιτρέπει σε προκαθορισμένες περιπτώσεις τη διασταύρωση των εξουσιών. Για παράδειγμα, η Δικαστική Εξουσία έχει δικαιοδοσία να θεσπίζει διαδικαστικούς κανονισμούς για τη ρύθμιση της πρακτικής και της διαδικασίας ενώπιον των Δικαστηρίων παρά τον νομοθετικό χαρακτήρα των κανονισμών. Απόκλιση από το διαχωρισμό των κρατικών εξουσιών είναι επιτρεπτή μόνο όπου υπάρχει ειδική πρόνοια στο ίδιο το Σύνταγμα. Θεμελιώδης κανόνας της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών, όπως απαντάται στο Κυπριακό Σύνταγμα, είναι ότι η παραμονή στην εξουσία των αξιωματούχων κάθε μιας από τις τρεις εξουσίες, δεν εξαρτάται από τη θέληση ή την έγκριση οποιασδήποτε από τις άλλες δύο εξουσίες. Οι όροι παραμονής στην εξουσία
1 Βλέπε, Μέρος ΙΙΙ, Μέρος IV, Μέρος IX και Μέρος Χ του Συντάγματος.
2 Βλέπε, Παπαφιλίππου ν. Δημοκρατίας, 1 R.S.C.C. 62.
3. Βλέπε, μεταξύ άλλων, Κούρρής ν. Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου (1972) 3 Α.Α.Δ. 390. Κεραμουργεία «ΑΙΑΣ» Λίμιτεδ ν. Γιαννάκη Χριστοφόρου (1975) 1 Α.Α.Δ. 38, 41.
4 Βλέπε, μεταξύ άλλων, Φραγκουλίδης ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 676. [*1462]
των αξιωματούχων της Νομοθετικής, Εκτελεστικής και Δικαστικής Εξουσίας, ρυθμίζονται λεπτομερειακά από το ίδιο το Σύνταγμα ( Άρθρα 44, 71, 133 και 153). Και στις τρεις περιπτώσεις το Σύνταγμα ορίζει ότι η Δικαστική Εξουσία είναι η αρμόδια Αρχή για ν' αποφασίσει κατά πόσο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων και Δικαστές, έχουν εκπέσει από το αξίωμα τους.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου1, το Ανώτατο Δικαστήριο ομόφωνα απέρριψε εισήγηση ότι έκπτωση από τη θέση Μέλους της Βουλής των Αντιπροσώπων ανάγεται στη δικαιοδοσία της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η Δικαστική Εξουσία, όπως τονίστηκε, είναι η μόνη αρμόδια αρχή να αποφασίζει κατά πόσο βουλευτική έδρα έχει κενωθεί.
Η παραμονή του Προέδρου της Δημοκρατίας στο αξίωμα του δεν εξαρτάται, σύμφωνα με το Κυπριακό Σύνταγμα, από την εμπιστοσύνη ή την έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων. Το Σύνταγμα δεν αφήνει καμιά διακριτική ευχέρεια στο θέμα αυτό στη Βουλή. Η παραμονή του Προέδρου στο Προεδρικό αξίωμα του ρυθμίζεται ειδικά από τις πρόνοιες των Άρθρων 43 και 44 του Συντάγματος. Τα Μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων κατέχουν το αξίωμα τους ανεξάρτητα και άσχετα από την εμπιστοσύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας (βλέπε Άρθρα 65 και 71 του Συντάγματος). Κατά τον ίδιο τρόπο, και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατέχει το αξίωμα του ανεξάρτητα από την εμπιστοσύνη και την έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων, Κάθε μια από τις δυο πολιτικές εξουσίες του κράτους, δηλαδή, ό Πρόεδρος και τα Μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων, είναι απευθείας υπόλογοι στο Εκλογικό Σώμα.
Η επίδικη απόφαση της 29.3.85 η έκδοση της οποίας ζητήθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, καταφανώς συγκρούεται με τις συνταγματικές πρόνοιες που ρυθμίζουν την παραμονή του Προέδρου στο αξίωμα του και προσκρούουν στην αρχή της διακρίσεως των εξουσιών οι οποίες ενσωματώνονται στο Κυπριακό Σύνταγμα. Καμιά νομοθετική ευχέρεια δεν παρέχεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων να ρυθμίζει τους . όρους παραμονής του Προέδρου της Δημοκρατίας στο αξίωμα του
1 (1984) 2 Α.Α.Δ. 251, 268 [*1463]
Για τους πιο πάνω λόγους, η απόφαση της Βουλής, ημερομηνίας 29.3.85, όπως αναφέρεται στη γνωμάτευση της 10.6.85, ευρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνη με την αρχής της διακρίσεως των κρατικών εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Κράτος Δικαίου —Η Υπεροχή του Νόμου:
Οι δικηγόροι της Βουλής των Αντιπροσώπων κάλεσαν το Δικαστήριο να αποφύγει να γνωματεύσει για τη συνταγματικότητα της αποφάσεως της Βουλής της 29ης Μαρτίου, 1985, γιατί θα επακολουθούσε χάος. Συγκεκριμένα, ο δικηγόρος κ. Φοίβος Κληρίδης, αγορεύοντας εκ μέρους και των άλλων δικηγόρων της Βουλής, ανέφερε, μεταξύ άλλων, διευκρινίζοντας προηγούμενη δήλωση του:
Αν γνωματεύσετε θα δημιουργηθεί χάος. Όλα τα notorious facts σήμερα στον Κυπριακό χώρο είναι judicially noticed, όπως είπε και ο Πρόεδρος Βασιλειάδης στην υπόθεση Ιμπραχίμ. Όλοι ξέρουμε πως υπάρχει συνεχής κλιμάκωση μέτρων, συλλαλητήρια, και άλλα μέτρα από τη Βουλή, για τη δημιουργηθείσα κατάσταση. Αν πείτε ότι υπάρχει συνταγματικότητα ή αντισυνταγματικότητα με την απόφαση της Βουλής, τι θα γίνει; Θα την βοηθήσει την κατάσταση ή θα την επιδεινώσει; Η ουδετερότητα σας θα σας δώσει το απαραίτητο κύρος ως Judiciary."
Δε μπορώ να αγνοήσω την εισήγηση αυτή έχοντας υπόψη τις συνέπειες που θα είχε ενδεχόμενη αποδοχή της στην απονομή της Δικαιοσύνης. Παρά τις διακηρύξεις των δικηγόρων της Βουλής για σεβασμό προς το Δικαστήριο, η πιο πάνω εισήγηση δεν αποσύρθηκε. Στην ουσία, οι Δικαστές κλήθηκαν να μη εκτελέσουν τα καθήκοντα τους, κατά παράβαση του δικαστικού τους όρκου. Ο δικαστικός όρκος που προνοείται στον Περί Δικαστηρίων Νόμο και αντανακλά τη συνταγματική θέση της Δικαστικής Εξουσίας, δεσμεύει κάθε Δικαστή να απονέμει Δικαιοσύνη «....συμφώνως προς τους νόμους και τα έθιμα της Δημοκρατίας της Κύπρου άνευ φόβου ή εύνοιας, προκαταλήψεως ή πάθους». Είναι πάνω σε αυτή τη βάση που κατέχουμε το δικαστικό αξίωμα και ασκούμε τα δικαστικά μας καθήκοντα. Είναι η μόνη βάση για τη λειτουργία ανεξάρτητης και αδέκαστης Δικαιοσύνης. Οι όροι υπηρεσίας των Δικαστών και [*1464] ο δικαστικός όρκος διαλαμβάνονται στον Περί Δικαστηρίων Νόμο που θεσπίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρου 179.1 του Συντάγματος που ορίζει ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ο υπέρτατος Νόμος.
Μια άλλη εξίσου απαράδεκτη εισήγηση, η οποία έγινε από τους δικηγόρους της Βουλής των Αντιπροσώπων, είναι ότι δεν πρέπει να γνωματεύσουμε για το επίδικο θέμα κατά τρόπο που θα ήταν αντίθετος προς τη λαϊκή θέληση. Συγκεκριμένα, ο κ. Παπαπέτρου, αγορεύοντας εκ μέρους των δικηγόρων της Βουλής, ανέφερε:
Επαναλαμβάνοντας τα όσα ανάπτυξα στην αρχή αυτής της αγόρευσης, θα ήθελα, εκ μέρους των δικηγόρων της Βουλής των Αντιπροσώπων, να εκφράσω την πεποίθηση μας ότι η γνωμάτευση του Δικαστηρίου σας πάνω στο θέμα, δε θα βρίσκεται σε διάσταση με τη λαϊκή θέληση.»
Η εισήγηση υπονοεί ότι δεν πρέπει να εφαρμόσουμε το δίκαιο σύμφωνα με τους νόμους της Πολιτείας αλλά σύμφωνα με την εκτίμηση μας της κοινής γνώμης. Την ίδια υποχρέωση για απονομή της δικαιοσύνης σύμφωνα με τους νόμους της Πολιτείας, μας επιβάλλει και η διαβεβαίωση που οι Δικαστές δίδουν κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους. Ειδικότερα, η δικαστική διαβεβαίωση μας δεσμεύει να εφαρμόζουμε το Σύνταγμα και μόνο τους νόμους που συνάδουν με αυτό. Όπως και ο δικαστικός όρκος, η δικαστική διαβεβαίωση διαλαμβάνεται στον Περί Δικαστηρίων Νόμο που θεσπίστηκε από τη Βουλή, και αποτελεί την αυθεντική έκφραση της λαϊκής θέλησης για την απονομή της δικαιοσύνης.
Η αποστολή της Δικαιοσύνης είναι η εφαρμογή του δικαίου όπως καθορίζεται στο Σύνταγμα και στους νόμους που συνάδουν με αυτό, διασφαλίζοντας έτσι την άσκηση των πολιτειακών εξουσιών σύμφωνα με το νόμο. Είναι μέσα απ' αυτή τη διαδικασία που εξασφαλίζεται το κράτος δικαίου. Το κράτος δικαίου είναι η πυξίδα της δημοκρατικής διακυβερνήσεως. Αν η απονομή της δικαιοσύνης εξαρτάτο από τις εκάστοτε εκτιμήσεις των Δικαστών για την κοινή γνώμη, η Δικαστική Εξουσία θα μετατρέπετο σε νομοθετικό σώμα, με αποτέλεσμα την καταστρατήγηση της συντα[*1465]γματικής τάξεως που εναποθέτει τη Νομοθετική Εξουσία στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις προϋποθέσεις που θέτει, η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι ο φορέας της Νομοθετικής Εξουσίας. Όχι μόνο η συνταγματική τάξη, αλλά και κάθε βεβαιότητα για το δίκαιο θα κατεστρέφετο αν αποδεχόμαστε την εισήγηση των δικηγόρων της Βουλής. Και τότε θα επακολουθούσε χάος.
ΚΟΥΡΡΗΣ Δ.: Είχα την ευκαιρία να διαβάσω εκ των προτέρων την απόφαση του αδελφού Δικαστή Πική την υπό κρίση αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας. Συμφωνώ απόλυτα με την απόφαση του κ. Πική και το σκεπτικό που την υποστηρίζει, και υιοθετώ και σαν έκφραση των δικών μου θέσεων.
Η ουσία του θέματος όπως επεξηγείται στην απόφαση του Δικαστή Πική είναι η φύση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 140 του Συντάγματος και η βάση πάνω στην οποία ασκείται. Είναι πασιφανές ότι όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρει στο Ανώτατο Δικαστήριο την συνταγματικότητα νόμου ή αποφάσεως που αποστέλλεται από την Βουλή των Αντιπροσώπων για έκδοση το Ανώτατο Δικαστήριο έχει καθήκον να γνωματεύσει, όπως καθορίζει το Άρθρο 140, κατά πόσον ο νόμος ή η απόφαση «...ευρίσκονται εις αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς διάταξιν τινά του Συντάγματος...... Είναι
πρόδηλο ότι η έκδοση νόμου ή αποφάσεως αποφασίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο αποκλειστικά εν σχέσει με την συνταγματικότητα της αποφάσεως. Και όπως επεξηγείται με τόση λεπτομέρεια και σαφήνεια στην απόφαση του Δικαστή Πική, η απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων της 29.3.1985 το διατακτικό μέρος, ευρίσκεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των Άρθρων 43.1, 44.1 και 179.1.2 του Συντάγματος.
Περαιτέρω η απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων παραβιάζει το σύστημα διακρίσεως των εξουσιών όπως καθιερώνεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επομένως δεν μπορεί να εκδοθεί βάσει του Άρθρου 52 του Συντάγματος.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο