PRES. OF REPUBLIC ν. HOUSE OF R/TATIVES (1985) 3 CLR 1501

(1985) 3 CLR 1501

[*1501] 1985 April 18

18 Απριλίου, 1985, 10, 29 Ιουνίου 1985

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 139 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ Πρ. Α. ΛΟΪΖΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, ΣΑΒΒΙΔΗ, ΛΩΡΗ, ΣΤΥΛIANIΔΗ, ΠΙΚΗ, ΚΟΥΡΡΗ, Δ/στων.

Μεταξύ: ΠΡΟΈΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Αιτητή,

και

ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,

Καθ' ων η Αίτηση.

(Προσφυγή Αρ. 431/85).

Κυπριακό Πρόβλημα —Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων καλούσα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όπως προχωρήση στην άμεση προκήρυξη εκλογών—Προσφυγή του Προέδρου της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 139 του Συντάγματος, για απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πιό πάνω Απόφαση είναι εξ υπαρχής άκυρη και άνευ οιουδήποτε απολύτως νομικού αποτελέσματος—Δεν προκύπτει «σύγκρουση εξουσίας ή αρμοδιότητας» μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων επειδή η επίδικη απόφαση δεν εξεδόθη δυνάμει του άρθρου 52 του Συντάγματος πριν από την καταχώρηση της Προσφυγής—Οποιαδήποτε τέτοια αμφισβήτηση η οποία τυχόν προκύπτει από την επίδικη απόφαση σχετίζεται με το χειρισμό του Κυπριακού Προβλήματος, το οποίο, λόγω της φύσεως του ευρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος της Κύπρου —Και γι' αυτό η αμφισβήτηση αυτή δεν εμπίπτει στις Διατάξεις του Άρθρου 139 του Συντάγματος, επειδή το Ανώτατο Δικαστήριο δεν δύναται να ασκεί τη δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου τούτου αναφορικά με θέματα τα οποία ευρίσκονται έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος—Ως εκ τούτου δεν έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί εν σχέσει με το αντικείμενο

An English translation of this decision appears at pp. 1514-1524 post.[*1502]

κείμενο της παρούσης προσφυγής—Άρθρα 9(α) και 11(1) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Νόμος 33/64).

Σύνθεση του Δικαστηρίου—Εξαίρεση από.

Στις 9 Απριλίου 1985 ό Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατεχώρησε, δυνάμει του Άρθρου 139 του Συντάγματος, την παρούσα Προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο για

«Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων που λήφθηκε στις 29 Μαρτίου 1985 και στάληκε στις 2 Απριλίου 1985 προς έκδοση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, με την οποία:

η Βουλή των Αντιπροσώπων αποφασίζει και καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας' όπως 'προχωρήσει στην άμεση προκήρυξη προεδρικών εκλογών.... οι οποίες να διεξαχθούν εντός 45 ημερών', σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του προς το ψήφισμα της Βουλής ημερομηνίας 22.2.1985 είναι εξ υπαρχής άκυρη και άνευ οιουδήποτε απολύτως νομικού αποτελέσματος».

Το Ανώτατο Δικαστήριο (Τριανταφυλλίδης Πρ., Α. Λοΐζου, Μαλαχτός, Δημητριάδης, Σαββίδης, Λώρης και Στυλιανίδης Δικασταί), διαφωνούντων των Πική και Κούρρη, Δικαστών, έκρινε ότι:

(1) Εν πάση περιπτώσει δεν προκύπτει στην παρούσα υπόθεση «σύγκρουση εξουσίας ή αρμοδιότητας» μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων επειδή η επίδικη Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 29 Μαρτίου 1985, δεν εξεδόθη, δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας πριν από την καταχώρηση της Προσφυγής αυτής. Η μη έκδοση, εν τούτοις, της εν λόγω Αποφάσεως δεν θα απέτρεπε «αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας» μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, σε περίπτωση που τέτοια αμφισβήτηση θα διεπιστώνετο βάσει των περιστάσεων της παρούσης υποθέσεως.[*1503]

(2) Οποιαδήποτε τέτοια αμφισβήτηση η οποία τυχόν προκύπτει από την επίδικη Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 29 Μαρτίου 1985, σχετίζεται, ένεκα του περιεχόμενου της Απόφασης, με τον χειρισμό του Κυπριακού Προβλήματος το οποίο, λόγω της φύσεως του, ευρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος της Κύπρου. Και γι' αυτό, η αμφισβήτηση αυτή δεν εμπίπτει στις διατάξεις του Άρθρου 139 του Συντάγματος επειδή τό Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο ασκεί δυνάμει των άρθρων 9 (α) και 11(1) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Νόμος 33/64), τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 139 του Συντάγματος, δεν δύναται να ασκεί τη δικαιοδοσία αυτή εκτός εν σχέσει με θέματα το οποία ευρίσκονται μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος της Κύπρου και δεν δύναται να την ασκεί αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα, όπως είναι το Κυπριακό Πρόβλημα, το οποίο, λόγω της φύσεως του, ευρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος. Και, ως εκ τούτου το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί εν σχέσει με το αντικείμενο της παρούσης Προσφυγής, (σκεπτικό της Γνωμάτευσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 10 Ιουνίου 1985, στην Αναφορά Αρ. 1/85, όπως επίσης και το συμπληρωματικό σκεπτικό που δόθηκε με την εν λόγω Γνωμάτευση και που δημοσιεύεται στη σελ. 1429 του Μέρους τούτου δέον να θεωρηθή ότι περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτό).

Προσφυγή.

Προσφυγή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 139 του Συντάγματος δια της οποίας ζητεί απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων που λήφθηκε στις 29 Μαρτίου, 1985 και στάληκε στις 2 Απριλίου, 1985 προς έκδοση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος με την οποία η Βουλή των Αντιπροσώπων «αποφασίζει και καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας» όπως «προχωρή[*1504]σει στην άμεση προκήρυξη προεδρικών εκλογών.... οι οποίες να διεξαχθούν εντός 45 ημερών» σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του προς το ψήφισμα της Βουλής ημερομηνίας 22.2.1985 είναι εξ υπαρχής άκυρη και άνευ οιουδήποτε απολύτως νομικού αποτελέσματος.

Στ. Σουλιώτη (Κα), Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Λ. Λόυκαΐδης Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και Ν. Χαραλάμπους, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δια τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Λ. Ν. Κλήρίδης, Φ. Κληρίδηςι, Α. Μαρκίδης, Μ. Παπαπέτρου, Α. Παπαχαραλάμπόυς κάι Χρ. Κληρίδης δια την Βουλή των Αντιπροσώπων.

Cur. adv. vult.

18 Απριλίου 1985

Κατά τη συνεδρία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 18 Απριλίου 1985 οι δικηγόροι της Βουλής των Αντιπροσώπων ήγειραν ένσταση αναφορικά με τη σύνθεση του Δικαστηρίου για την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών λόγω της ιδιότητας του Προέδρου, του Δικαστηρίου, κ. Μ. Τριανταφυλλίδη, ως συμβούλου του Προέδρου της Δημοκρατίας σε διακοινοτικές συνομιλίες για τη λύση του Κυπριακού Προβλήματος.

Μετά από δήλωση του Προέδρου του Δικαστηρίου ότι έπαυσε να ενεργεί με την προαναφερθείσα ιδιότητά του η ένσταση των δικηγόρων της Βουλής των Αντιπροσώπων σχετικά με τη σύνθεση του Δικαστηρίου απεσύρθη και το Δικαστήριο προέβη στην ακόλουθη δήλωση:

«Σύμφωνα με τις σχετικές συνταγματικές και νομοθετικές πρόνοιες το Ανώτατο Δικαστήριο απαρτίζεται από τα Μέλη του. Δικαστές που κωλύονται να παρα[*1505] καθήσουν ή για προσωπικούς λόγους κρίνουν οι ίδιοι ότι δεν ενδείκνυται να συμμετάσχουν στην εκδίκαση συγκεκριμενης υποθέσεως, εξαιρούνται της συνθέσεως του Δικαστηρίου.

Θέμα συνθέσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξετάζεται δικαστικά από το Ανώτατο Δικαστήριο μόνο όταν αυτό εγερθεί από τους διαδίκους. Για τον λόγο αυτό δεν εγείρεται θέμα συνθέσεως του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση δεδομένου ότι η ένσταση για τη συμμετοχή του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει αποσυρθεί.»

10 Ιουνίου, 1985.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ Πρ. ανέγνωσε την απόφαση του Δικαστηρίου. Στις 9 Απριλίου 1985 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταχώρησε, δυνάμει του Άρθρου 139 του Συντάγματος, την παρούσα Προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο για

«Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων που λήφθηκε στις 29 Μαρτίου 1985 και στάληκε στις 2 Απριλίου 1985 προς έκδοση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, με την οποία:

η Βουλή των Αντιπροσώπων αποφασίζει και καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όπως προχωρήσει

στην άμεση προκήρυξη προεδρικών εκλογών        οι οποίες να διεξαχθούν εντός 45 ημερών, σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς του προς το Ψήφισμα της Βουλής ημερομηνίας 22.2.1985

είναι εξ υπαρχής άκυρη και άνευ οιουδήποτε απολύτως νομικού αποτελέσματος.»

Η Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας απαντώντας στις 30 Απριλίου 1985, σε αίτημα των συνηγόρων της Βουλής των Αντιπροσώπων, με ημερομηνία 24 Απριλίου 1985, για παροχή περαιτέρω λεπτομερειών, τους πληροφόρησε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προσβάλλει την παρά[*1506]γράφο 3 της Αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1985.

Το Ανώτατο Δικαστήριο επελήφθη της υποθέσεως για διαδικαστικές οδηγίες στις 18 Απριλίου 1985 και στις 17 Μαΐου 1985, και άκουσε στις 5 Ιουνίου 1985 τις αγορεύσεις των συνηγόρων του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Η ομόφωνη απόφαση της πλειοψηφίας των Μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Μ. Τριανταφυλλίδη, Α. Λοΐζου, Γ. Μαλαχτού, Δ. Δημητριάδη, Λ. Σαββίδη, Α. Λώρη και Δ. Στυλιανίδη) είναι η ακόλουθη:

Για τους λόγους που εκτίθενται στη σημερινή, επισυνημμένη, Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά Αρ. 1/85, οποιαδήποτε αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων σχετικά με τον χειρισμό του Κυπριακού Προβλήματος, που τυχόν προκύπτει από την επίδικη Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1985, δεν εμπίπτει στις διατάξεις του Άρθρου 139 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, γιατί το Κυπριακό Πρόβλημα, λόγω της φύσεώς του, ευρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος και ως εκ τούτου, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί εν σχέσει με το αντικείμενο της παρούσης προσφυγής.

Η Απόφαση αυτή κοινοποιείται, σύμφωνα με το Άρθρο 139.6 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

ΠΙΚΗΣ Δ.: Καλείται το Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 139.1 του Συντάγματος να αποφασίσει αν η απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 29.3.85, κρινόμενη σε συσχετισμό με το αίτημα της Βουλής για έκδοση της, είναι συνταγματικά έγκυρη.

2.Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο επειδή αμφισβητείται με την απόφαση το δικαίωμα του να παραμείνει στο Προεδρικό Αξίωμα στο οποίο εξελέγη με καθολική ψηφοφορία, σύμφωνα με το άρθρο 39 του Συντάγματος. Είναι η θέση του Προέδρου ότι η αξίωση της Βουλής να συμμορφωθεί με την απόφαση της διαφορετικά να προκηρύξει αναπληρωματική εκλογή για την ανάδειξη Προέδρου, βρίσκεται σε αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 44.1 του Συντάγματος, που ορίζουν εξαντλητικά τις συνθήκες παραιτήσεως ή πτώσεως του Προέδρου της Δημοκρατίας από το αξίωμα του, και τις διατάξεις του άρθρου 43.1 που κατοχυρώνουν παραμονή του στο Προεδρικό Αξίωμα για πενταετή θητεία.

3. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας νομιμοποιεί προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 139.1 από τον Πρόεδρο ή άλλο όργανο ή αρχή της Δημοκρατίας που οι εξουσίες ή αρμοδιότητες του αμφισβητούνται.

4.Για τους λόγους που ανάφερα στη γνωμάτευση μου στην Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας Αρ. 1/85, για κρίση της συνταγματικότητας της αποφάσεως, κατάληξα ότι η απόφαση είναι άκυρη και στερείται νομικού αποτελέσματος επειδή είναι αντίθετη και ασύμφωνη με τις πρόνοιες των άρθρων 43.1, 44.1 και 179 του Συντάγματος, και επειδή προσκρούει στην αρχή της διακρίσεως των Πολιτειακών Εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα. Για τους λόγους αυτούς, δε μπορεί να εκδοθεί. Ασκώντας τις εξουσίες που παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο το άρθρο 139.5, αποφασίζω ότι η επίδικη απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων που περιέχεται στην παράγραφο 3 της απόφασης της Βουλής των Αντιπροσώπων της 29.3.85, είναι άκυρη και στερείται νομικού αποτελέσματος.

Ολόκληρο το κείμενο της αποφάσεως θα εκδοθεί το συντομότερο δυνατό και εν πάση περιπτώσει πριν από την 30ή Ιουνίου, 1985. Η απόφαση θα κατατεθεί στη Γραμμα[*1508]τεία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση στους τόμους των αποφάσεων του Ανωτάτου. Δικαστηρίου και αντίγραφα θα διανεμηθούν στους ενδιαφερόμενους.

ΚΟΥΡΡΗΣ Δ.: Μελέτησα με πολλή προσοχή τη γνωμάτευση του Δικαστή Γ. Μ. Πική. Βρίσκομαι σε απόλυτη ομοφωνία με αυτή και την υιοθετώ και σαν έκφραση των, δικών μου θέσεων πάνω στο Θέμα, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να προσθέσω ο,τιδήποτε.

29 Ιουνίου, 1985.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, Πρ. ανέγνωσε το συμπληρωματικό σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου. Όταν το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε, στις 10 Ιουνίου 1985, την, κατά πλειοψηφία, Απόφαση του στην παρούσα υπόθεση, ανέφερε ότι συμπληρωματικό σκεπτικό θα εδίδετο μέχρι την 30η Ιουνίου 1985 και, ως εκ τούτου, η πλειοψηφία των Μελών του Δικαστηρίου (Μ. Τριανταφυλλίδης, Α. Λοΐζου, Γ. Μαλαχτός, Δ. Δημητριάδης, Λ. Σαββίδης, Α. Λώρης και Δ. Στυλιανίδης) δίδουν σήμερα το συμπληρωματικό τους σκεπτικό:

Η παρούσα Προσφυγή καταχωρήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 139 του Συντάγματος, το οποίο προνοεί ως ακολούθως:

«1. Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αρμοδιότητα να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής αφορώσης σύγκρουσιν ή αμφισβήτησιν εξουσίας ή αρμοδιότητος εγειρομένης μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και των Κοινοτικών Συνελεύσεων ή εκατέρας αυτών, ως και μεταξύ οιωνδήποτε οργάνων ή άρχων της Δημοκρατίας. Ή παρούσα όμως διάταξις δεν έχει εφαρμογήν επί των μεταξύ των δικαστηρίων ή δικαστικών άρχων της Δημοκρατίας συγκρούσεων ή αμφισβητήσεων, αΐτινες επιλύονται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ό όρος «δικαστήρια ή δικαστικοί αρχαί της Δημοκρατίας» εν τη παρούση παραγράφω δεν περιλαμβάνει το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον.

[*1509]

2.             Οσάκις αναφύεται Ζήτημα αρμοδιότητος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, τούτο, επί οιουδήποτε θέματος, επιλύει παν ζήτημα της αρμοδιότητός του.

3.             Ή κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προσφυγή ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου:

(α) υπό του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ή

(β) υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, ή

(γ) υπό εκατέρας ή αμφοτέρων των Κοινοτικών Συνελεύσεων, ή

(δ) υπό παντός άλλου οργάνου της Δημοκρατίας ή αρχής εν τη Δημοκρατία, εφ' όσον άπαντες οι ανωτέρω είναι ενδιαφερόμενα εν τη συγκρούσει ή τη αμφισβητήσει μέρη.

4.             Ή προσφυγή ασκείται εντός τριάκοντα ήμερων, αφ' ης ή εν λόγω εξουσία ή αρμοδιότης αμφισβητείται.

5.             Επί τοιαύτης προσφυγής το Δικαστήριον δύναται να αποφανθή οτι το αντικείμενον της προσφυγής, νόμος ή απόφασις ή πράξις, είναι άκυρον και άνευ οιουδήποτε απολύτως νομικού αποτελέσματος, είτε αφ' ου χρονικού σημείου ή σύγκρουσις εγένετο ή η αμφισβήτησις ηγέρθη, είτε εξ υπαρχής, είτε εν όλω είτε εν μέρει, επί τω λόγω ότι ό τοιούτος νόμος ή πράξις εγένετο ή η απόφασις ελήφθη άνευ εξουσίας ή αρμοδιότητος και εν εκατέρα περιπτώσει το Δικαστήριον δύναται να αποφασίση όσον άφορα την ισχύν οιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως γενομένης δυνάμει του τοιούτου νόμου ή αποφάσεως ή πράξεως.

Ή επί τοιαύτης προσφυγής εκδιδομένη απόφασις του Δικαστηρίου κοινοποιείται αμέσως προς πάντα τα [*1510] ενδιαφερόμενα μέρη και προς τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, οΐτινες οφείλουσι να δημοσιεύωσι ταύτην παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.

7. 'Ασκηθείσης τοιαύτης προσφυγής, το Δικαστήριον δύναται να διατάξη την αναστολήν του αντικειμένου της προσφυγής, νόμου ή αποφάσεως ή πράξεως αναλόγως της περιπτώσεως, μέχρις ου αποφανθή το Δικαστήριον' ή τοιαύτη περί αναστολής απόφασις δημοσιεύεται παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας».

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου εν πάση περιπτώσει δεν προκύπτει στην παρούσα υπόθεση «σύγκρουση εξουσίας ή αρμοδιότητας» μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας  και της Βουλής των Αντιπροσώπων επειδή η επίδικη Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 29 Μαρτίου 1985, δεν εξεδόθη, δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας πριν από την καταχώρηση της Προσφυγής αυτής. Η μη έκδοση, εν τούτοις, της εν λόγω Αποφάσεως δεν θα απέτρεπε «αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας» μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, σε περίπτωση που τέτοια αμφισβήτηση θα διεπιστώνετο βάσει των περιστάσεων της παρούσης υποθέσεως.

Οποιαδήποτε τέτοια αμφισβήτηση η οποία τυχόν προκύπτει από την, επίδικη Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 29 Μαρτίου 1985, σχετίζεται, ένεκα του περιεχομένου της Απόφασης, με τον χειρισμό του Κυπριακού Προβλήματος, το οποίο, λόγω της φύσεώς του, ευρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος της Κύπρου.

Γιαυτό κατά τη γνώμη μας η αμφισβήτηση αυτή δεν εμ[*1511]πίπτει στις διατάξεις του Άρθρου 139 του Συντάγματος, επειδή το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο ασκεί, δυνάμει των άρθρων 9(α) και 11(1) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλοι Διατάξεις) Νόμου Του 1964 (Νόμος 33/64), τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 139 του Συντάγματος, δεν δύναται να ασκεί τη δικαιοδοσία αυτή εκτός εν σχέσει με θέματα τα οποία ευρίσκονται μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος της Κύπρου και δεν δύναται να την ασκεί αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα, όπως είναι το Κυπριακό Πρόβλημα, το οποίο, λόγω της φύσεώς του, ευρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος.

Βεβαίως το Ανώτατο Δικαστήριο επιλαμβάνεται ενίοτε δυσκολιών που το Κυπριακό Πρόβλημα δημιουργεί εν σχέσει με την εφαρμογή συγκεκριμένων διατάξεων του Συντάγματος, αλλά δεν δύναται να αποφαίνεται δυνάμει του Άρθρου 139 σχετικά με το Κυπριακό Πρόβλημα αυτό καθ' εαυτό ή σχετικά με τον χειρισμό του, επειδή το Κυπριακό Πρόβλημα ευρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος.

Ως εκ τούτου το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί εν σχέσει με το αντικείμενο της παρούσης Προσφυγής.

Στο συμπληρωματικό αυτό σκεπτικό της Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση αυτή δέον να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνεται και το σκεπτικό της Γνωμάτευσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 10 Ιουνίου 1985, στην Αναφορά Αρ. 1/85, όπως επίσης και το συμπληρωματικό σκεπτικό που δόθηκε σήμερα αναφορικά με την εν λόγω Γνωμάτευση.

ΠΙΚΗΣ Δ.: Το Άρθρον 139 του Συντάγματος προνοεί για τη Δικαστική επίλυση συγκρούσεων ή αμφισβητήσεων, εξουσιών ή αρμοδιοτήτων, που εγείρονται μεταξύ οργάνων [*1512] ή αρχών της Δημοκρατίας. Το δικαίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας να προσφεύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο διασφαλίζεται με τις πρόνοιες της παραγράφου 3(α) του Άρθρου 139.

Το Άρθρο 139 αποσκοπεί στη δημιουργία των κατάλληλων μηχανισμών για την αποτελεσματική διαφύλαξη της συνταγματικής τάξεως.

Με τις ρητές πρόνοιες του Άρθρου 139 παρέχεται δικαιοδοσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να επιλαμβάνεται και να επιλύει κάθε ζήτημα που αφορά σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας, η οποία εναποτίθεται από το Σύνταγμα σε όργανο ή αρχή της Δημοκρατίας.

Με το διατακτικό μέρος της αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων (παρ. 3) της 29.3.1985, η εξουσία και το δικαίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας να παραμείνει στο αξίωμα του όπως διασφαλίζεται από τα Άρθρα 43.1 και 44.1 του Συντάγματος αμφισβητείται κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 179.2 που απαγορεύει τη λήψη από τη Βουλή οποιασδήποτε αποφάσεως που είναι ασύμφωνη ή αντίθετη προς τις πρόνοιες του Συντάγματος. Επομένως αμφισβητείται η εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας να παραμείνει στο αξίωμά του όπως καθορίζεται από το Σύνταγμα. Το θέμα που εγείρεται αφορά τη συνταγματική αρμοδιότητα της Βουλής να λάβει την επίδικη απόφαση. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει συνταγματικήν υποχρέωση να επιλύσει δικαστικά τη διαφορά βάσει των προνοιών του Άρθρου 139.

Για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφασή μου στην Αναφορά 1/85, η οποία υιοθετείται σαν αναπόσπαστο μέρος αυτής της αποφάσεως, η επίδικη απόφαση είναι άκυρη και στερείται νομικού αποτελέσματος.

ΚΟΥΡΡΗΣ Δ.: Για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση του Δικαστή Πική στην προσφυγή αυτή και έχοντας υπόψη το σκεπτικό (αποφάσεις των Δικαστών Πική και Κούρρη) στην Αναφορά 1/85, ευρίσκω ότι η υπό κρίση [*1513] απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, το διατακτικό μέρος παράγραφος 3, είναι άκυρη και στερείται νομικού αποτελέσματος.

Απόφαση ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο