(1985) 3 CLR 2137
[*2137] 1985 September 21
21 Σεπτεμβρίου, 1985
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ, Πρ., ΜΑΛΑΧΤΟΥ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, ΛΩΡΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗ, ΠΙΚΗ,
ΚΟΥΡΡΗ, Δ/στών
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 140
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Μεταξύ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
v.
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ' ών η Αίτηση
(Αναφορά Αρ. 3/85)
Συνταγματικό Δίκαιο—Σύνταγμα— Άρθρα 61, 54(α), 58, 81, 116, 167, 168.1 και 179Έκτακτοι Υπάλληλοι Πρόσληψη στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία— Νόμος που θεσπίζει γενική απαγόρευση προσλήψεως εκτάκτων υπαλλήλων στις υπηρεσίες αυτές, και ρυθμίζει την πρόσληψη αυτών κατά παρέκκλιση από την απαγόρευση αυτή, επιφυλάσσοντας στη Βουλή την εξουσία να απαγορεύσει με ειδικό νόμο οποιαδήποτε σκοπουμένη πρόσληψη και προνοώντας ταυτόχρονα ότι αν τέτοιος νόμος δεν ψηφισθεί μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα η πρόσληψη μπορεί να γίνει υπό ορισμένους όρους και προϋποθέσεις δεν είναι αντίθετος με τα πιο πάνω άρθρα του Συντάγματος.
Βουλή των Αντιπροσώπων—Πεδίον αρμοδιότητας βάσει του Άρθρου 61 του Συντάγματος
Υπουργικό Συμβούλιο και Εκτελεστική Εξουσία εν γένει— Πεδίον αρμοδιότητας βάσει των Άρθρων 54(α), 58, 81, 116, 167 και 168.1 του Συντάγματος.
Στις 19 Ιουλίου 1985 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταχώρησε, δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος την παρούσα Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για Γνωμάτευση «κατά πόσο το άρθρο 3 του περί Προσλήψεως Εκτάκτων Υπαλλήλων (Δημοσία και Εκπαιδευτική Υπηρεσία) Νόμου του 1975 βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνο με τις διατάξεις των Αρ[*2138]θρων 54, 58, 61, 81, 116, 167, 168.1 και 179 του Συντάγματος.»
ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ, διαφωνούντων των κ.κ. Πική και Κούρρη Δικαστών:
(1) Ο υπό κρίση νόμος με τα εδάφια 3(1) (α) και (6) και με το εδάφιο 3(2) αυτού ρυθμίζει νομοθετικά τις προσλήψεις εκτάκτων υπαλλήλων κατά παρέκκλιση από τη γενική απαγόρευση προσλήψεως εκτάκτων υπαλλήλων, που θεσπίζει ο ίδιος νόμος με τα εδάφια 3(1) και 3(2) αυτού. Η άρνηση της Βουλής να επιτρέψει σε συγκεκριμένη περίπτωση πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων εκδηλώνεται με νόμο.
(2) Οι πιο πάνω διατάζεις των εδαφίων (1) (2) (3) του άρθρου 3 αποτελούν άσκηση νομοθετικής εξουσίας μέσα στα όρια του άρθρου 61 και δεν εμπίπτουν μέσα στα πλαίσια αποκλειστικής αρμοδιότητας του Υπουργικού Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 54(α) του Συντάγματος ή εν γένει της εκτελεστικής εξουσίας δυνάμει των άρθρων 58, 81, 116, 167 και 168.1 του Συντάγματος.
(3) Γι' αυτό και ο υπό κρίση νόμος δεν είναι αντίθετος με τα πιο πάνω άρθρα του Συντάγματος και άρα δεν αντιτίθεται προς το άρθρο 179 του Συντάγματος.
(Η απόφαση στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 Α.Α.Δ. 1724 και 1728 υιοθετήθηκε).
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.
Αποφάσεις αναφερόμενες στην απόφαση:
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπροσώπων (1985) 3 Α.Α.Δ. 1724·
Springer v. Government of Philippines Islands, 77 L. Ed. 845;
Παπαφιλίππου v. Δημοκρατίας, 1 Α.Α.Σ.Δ. 62· Παπαπέτρου v. Δημοκρατίας, 2 Α.Α.Σ.Δ. 61·
Κούρρης ν. Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου (1972) 3 Α.Α.Δ. 390·
Λανίτης Φάρμ Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 124.
Αναφορά.
Αναφορά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο Ανώ[*2139]τατο Δικαστήριο για γνωμάτευση κατά πόσο το άρθρο 3 του περί Προσλήψεως Εκτάκτων Υπαλλήλων (Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία) Νόμου του 1985 βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνο με τις διατάξεις των Άρθρων 54, 58, 61, 81, 116, 167, 168.1 και 179 του Συντάγματος.
Λ. Λουκαΐδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και Ν. Χαραλάμπους, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δια τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Α. Μαρκίδης, δια την Βουλή των Αντιπροσώπων.
Cur.adv. vult.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ Πρ. ανέγνωσε την γνωμάτευση του Δικαστηρίου: Στις 19 Ιουλίου 1985 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταχώρησε, δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος, την παρούσα Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για Γνωμάτευση «κατά πόσο το άρθρο 3 του περί Προσλήψεως Εκτάκτων Υπαλλήλων (Δημοσία και Εκπαιδευτική Υπηρεσία) Νόμου του 1985 βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνο με τις διατάξεις των Άρθρων 54, 58, 61, 81, 116, 167, 168.1 και 179 του Συντάγματος».
Ο προαναφερθείς Νόμος ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 4 Ιουλίου 1985 (το κείμενο του Νόμου επισυνάπτεται).
Στις 5 Ιουλίου 1985 η Βουλή των Αντιπροσώπων απέστειλε τον εν λόγω Νόμο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος πριν τον εκδώσει, δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, καταχώρησε την παρούσα Αναφορά.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στις 26 και 27 Αυγούστου 1985 άκουσε, μέσω των συνηγόρων τους, τις απόψεις του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ερεύνησε το θέμα που τέθηκε υπό την κρίση του και η ομόφωνη Γνωμάτευση της πλειοψηφίας των Μελών του (Μ. Τριανταφυλλίδη, Γ. Μαλαχτού, Δ. Δημητριάδη, Α. Λώρη και Δ. Στυλιανίδη) είναι η ακόλουθη: [*2140]
(1) Ο υπό κρίση Νόμος ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων μετά από τη Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά Αρ. 1/84 την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο επαναβεβαιώνει και υιοθετεί στην παρούσα υπόθεση (το κείμενο της εν λόγω Γνωμάτευσης επισυνάπτεται).
(2) Με τις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 3 και του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του υπό κρίση Νόμου ρυθμίζονται νομοθετικά προσλήψεις εκτάκτων υπαλλήλων κατά παρέκκλιση από τη γενική απαγόρευση προσλήψεων εκτάκτων υπαλλήλων η οποία θεσπίζεται με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (3) του άρθρου 3 του υπό κρίση Νόμου.
(3) Οποιαδήποτε άρνηση της Βουλής των Αντιπροσώπων να επιτρέψει, σε συγκεκριμένη περίπτωση, πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων σύμφωνα με την προαναφερθείσα ρύθμιση εκδηλώνεται μόνο με Νόμο ο οποίος θεσπίζεται
για το σκοπό αυτό βάσει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του υπό κρίση Νόμου.
(4) Οι προαναφερθείσες διατάξεις των εδαφίων (1) (2) και (3) του άρθρου 3 του υπό κρίση Νόμου αποτελούν άσκηση νομοθετικής εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων εντός των ορίων του Άρθρου 61 του Συντάγματος και δεν εμπίπτουν στα πλαίσια αποκλειστικής αρμοδιότητας του Υπουργικού Συμβουλίου, δυνάμει του Άρθρου 54(α) του Συντάγματος, ή εν γένει της εκτελεστικής εξουσίας, δυνάμει των Άρθρων 58, 81, 116, 167 και 168.1 του Συντάγματος.
(5) Ως εκ τούτου ο υπό κρίση Νόμος δεν ευρίσκεται σε αντίθεση ούτε είναι ασύμφωνος με τα Άρθρα 54, 58, 61, 81, 116, 167 και 168.1 του Συντάγματος και γι αυτό δεν είναι αντισυνταγματικός ως αντίθετος ή ασύμφωνος προς το Άρθρο 179 του Συντάγματος.
Η παρούσα Γνωμάτευση κοινοποιείται σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων. [*2141]
(«ΝΟΜΟΣ ΠΡΟΝΟΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΛΗ ΨΕΩΣ ΕΚΤΑΚΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΗΜΟΣΙΑΝ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΝ ΥΠΗΡΕ ΣΙΑΝ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΕΠΕΙΔΗ η αρξαμένη κατά τα τελευταία έτη και συνεχιζομένη πρόσληψις εκτάκτων υπαλλήλων εις την Δημοσίαν και Εκπαιδευτικήν Υπηρεσίαν εδημιούργησε συνθήκας αδικαιολογήτου αυξήσεως του κόστους λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, γεγονός το οποίον επενεργεί αρνητικώς εις την όλην οικονομικήν και δημοσιονομικήν κατάστασιν: ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ τα ως τώρα ληφθέντα κατά καιρούς περιοριστικά διοικητικά μέτρα δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα ώστε να καθίσταται εκ των πραγμάτων απαραίτητος η αυστηροτέρα νομοθετική ρύθμισις των προσλήψεων αυτών: Διά ταύτα η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφί\ζει ως ακολούθως: 1. Ο παρών Νόμος θα αvαφέρηται ως ο περί Προσλήψεως Εκτάκτων Υπαλλήλων. (Δημοσία και Εκπαιδευτική Υπηρεσία) Νόμος του 1985. 2. (1) Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν άλλως προκύπτη εκ του κειμένου 'έκτακτος υπάλληλος' σημαίνει πάντα προσλαμβανόμενον, επί ημερομισθίω ή ετέρας βάσεως, εις την Δημοσίαν και Εκπαιδευτικήν Υπηρεσίαν υπάλληλον διά προ καθωρισμένην χρονικήν διάρκειαν ή εις εποχιακήν ή ετέραν έκτακτον εργασίαν είτε δι' αναπτυξιακά έργα ή εργοτάξια είτε όχι. (2) Όροι μη άλλως οριζόμενοι εν τω παρόντι Νόμω έχουσι την εις τους όρους τούτους αποδίδομένην αντιστοίχως έννοιαν υπό των περί Δημοσίας Υπηρεσίας και περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων. 3. (1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων παντός 40 ετέρου Νόμου και της εγκρίσεως υπό της Βουλής οιασδήποτε πιστώσεως εις τους περί Προ[*2142]υπολογισμών της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμους, των συμπληρωματικών προϋπολογισμών περιλαμβανομένων, απαγορεύεται η καθ' οιονδήποτε τρόπον πρόσληψις εκτάκτων υπαλλήλων ειμή ως κατωτέρω προβλέπεται: (α) Πάσα σκοπουμένη πρόσληψις δεόντως δικαιολογημένη και τεκμηριωμένη, υποβάλλεται δι' ειδικού προς τούτο εγγράφου υπό του Υπουργού Οικονομικών ενώπιον της Βουλής. (β) Εν εκάστη ως ανωτέρω περιπτώσει προκαθορίζεται εν τω ρηθέντι εγγράφω επακριβώς η χρονική διάρκεια και οι όροι απασχολήσεως και εξειδικεύονται οι σκοποί και αι υπηρεσίαι δι' ας προορίζεται ομού μετ' αναφοράς του δαπανηθησομένου ολικού ποσού και της τυχόν εξειδικευθείσης πιστώσεως υπό το Κεφάλαιον και Άρθρον του οικείου Προϋπολογισμού ή Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού. (2) Εάν εντός ενός μηνός από της υπό του Υπουργού Οικονομικών καταθέσεως εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων εκάστης των περιπτώσεων προσλήψεως, η Βουλή δεν απαγορεύση διά Νόμου προς τούτο ψηφιζόμένου την σκοπουμένην πρόσληψιν, ο Υπουργός Οικονομικών θα δύναται να εξουσιοδοτήση την αρμόδιαν Κυβερνητικήν υπηρεσίαν να χωρήση, επί τη βάσει της υφισταμένης διαδικασίας, εις την σχετικήν πρόσληψιν, τηρουμένων των όρων και προϋποθέσεων αι οποίαι αναφέρονται εις το δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) κατατεθέν υπό του Υπουργού Οικονομικών έγγραφον. Πάσα πρόσληψις εκτάκτων υπαλλήλων κατά παράβασιν της ως προείρηται διαδικασίας θεωρείται ως μη νομίμως γενομένη και οι ενασκούντες έλεγχον επί των κονδυλίων εξ ων καταβάλλονται αι απολαβαί διά τους ούτω προσληφθέντος ή εργοδοτηθέντας εκτάκτους υπαλλήλους υπεύθυνοι λειτουργοί καθίστανται προσωπικώς υπεύθυνοι διά πάσαν διενεργηθεί σαν ή διενεργηθησομένην δαπάνην. 4. Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται από της ημερομηνίας δημοσιεύσεως αυτού εν τη επισήμω Εφημερίδι της Δημοκρατίας».
|
Προοίμιον.
Συνοπτικός τίτλος.
Ερμηνεία.
33 του 1967 31 του 1980 78 του 1981 10 του 1983 - - - - - - - - - 10 του 1969 67 του 1978 53 του 1979 4 του 1985 Προσλήψις εκτάκτων υπαλλήλων.
Έναρξις ισχύος του παρόντος Νόμου.
|
[*2143]
(ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΗ ΑΝΑΦΟΡΑ 1/84.
Στις 28 Δεκεμβρίου 1984 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταχώρησε, δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος, την παρούσα Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για «Γνωμάτευση κατά πόσο το άρθρο 3 του Περί Προσλήψεως Εκτάκτων Υπαλλήλων (Δημοσία και Εκπαιδευτική Υπηρεσία) Νόμου του 1984 βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνο με τις διατάζεις των Άρθρων 54, 61, 116, 167 και 168.1 του Συντάγματος».
Ο προαναφερθείς Νόμος ψηφίστηκε από την Βουλή των Αντιπροσώπων στις 29 Νοεμβρίου 1984. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στις 6 Δεκεμβρίου 1984, τον ανέπεμψε στη Βουλή των Αντιπροσώπων για επανεξέταση, δυνάμει του Άρθρου 51 του Συντάγματος, αλλά στις 13 Δεκεμβρίου 1984 η Βουλή των Αντιπροσώπων αποφάσισε να εμμείνει στη θέσπιση του Νόμου και στις 14 Δεκεμβρίου 1984 κοινοποίησε την απόφασή της στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος, πριν εκδώσει τον Νόμο, δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, καταχώρησε την παρούσα Αναφορά.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επελήφθη προδικαστικών ενστάσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 20 και 21 Φεβρουαρίου 1985 και εξέδωσε την σχετική απόφαση του στις 18 Μαρτίου 1985. Ακολούθως στις 9, 10, 24, 25 και 26 Απριλίου 1985 άκουσε, μέσω των συνηγόρων τους, τις απόψεις του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ερεύνησε το ζήτημα που τέθηκε υπό την κρίση του και η ομόφωνη Γνωμάτευση του είναι η ακόλουθη:
(1) Απαγόρευση προσλήψεως εκτάκτων υπαλλήλων δεν ευρίσκεται σε αντίθεση ούτε είναι ασύμφωνη με τις διατάξεις των Άρθρων 54, 61, 116, 167 και 168.1 του Συντάγματος επειδή η Βουλή των Αντιπροσώπων, στα πλαίσια της ασκήσεως των εξουσιών της δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος, έχει το δικαίωμα να απαγορεύει ή να ρυθμίζει με νομοθεσία, όπως με τον υπό κρίση Νόμο, τις προσλήψεις εκτάκτων υπαλλήλων έστω και αν έχουν εγκριθεί πιστώσεις για το σκοπό αυτό με Νόμους περί Προϋπολογισμών της Δημοκρατίας ή περί Συμπληρωματικών Προϋπολογισμών.
[*2144]
(2) Η διαδικασία εγκρίσεως προσλήψεων εκτάκτων υπαλλήλων όπως προνοείται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3 του υπό κρίση Νόμου εμπεριέχει στοιχεία διοικητικής ενεργείας και, ως εκ τούτου, εκφεύγει εν μέρει των ορίων της ασκήσεως των εξουσιών της Βουλής των Αντιπροσώπων δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος και εμπίπτει στα πλαίσια της ασκήσεως των εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου, εν σχέσει με την γενική διεύθυνση και τον έλεγχο της διά κυβερνήσεως της Δημοκρατίας, δυνάμει του
Αρθρου 54(α) του Συντάγματος, και γι' αυτό είναι ασύμφωνη και ευρίσκεται σε αντίθεση με τα εν λόγω Άρθρα 61 και 54.
(3) Επειδή η απαγόρευση προσλήψεως εκτάκτων υπαλλήλων όπως προνοείται με τα εδάφια (1) και (3) του άρθρου 3 του υπό κρίση Νόμου δεν είναι δυνατό να διαχωριστεί από το προαναφερθέν εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου 3, ολόκληρο το άρθρο 3, κρινόμενο ως ενιαία νομοθετική διάταξη, είναι ασύμφωνο, και ευρίσκεται σε αντίθεση με τα Άρθρα 61 και 54 του Συντάγματος.
Η παρούσα Γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων»).
ΠΙΚΗΣ Δ.: Μετά την κήρυξη ως αντισυνταγματικού του Νόμου «Περί Προσλήψεως Εκτάκτων Υπαλλήλων (Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία) 1984[1] η Βουλή θέσπισε νέο νόμο με τον ίδιο τίτλο[2] για την προώθηση του ίδιου σκοπού, της άμεσης εποπτείας από τη Βουλή της διαδικασίας για πρόσληψη έκτακτων υπαλλήλων και την ανάληψη από τον Υπουργό των Οικονομικών ίων χρηματικών ποσών που απαιτούνται για το σκοπό αυτό. Οι πρόνοιες του νέου διαφέρουν σε ορισμένα σημεία από εκείνες του πρώτου νόμου, προφανώς σε μια προσπάθεια της Βουλής για εξάλειψη των στοιχείων αντισυνταγματικότητας. Ο κ. Λουκαΐδης εισηγήθηκε, εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας, ότι και ο νέος νόμος προσκρούει στις ίδιες διατάξεις του [*2145] Συντάγματος βάσει των οποίων κηρύχθηκε αντισυνταγματικός ο νόμος του 1984. Όπως και ο προηγούμενος, ο νέος νόμος αποσκοπεί στην παροχή αρμοδιότητας στη Βουλή να συμμετέχει στην πρόσληψη κρατικών υπαλλήλων, πράξη διοικητική που σύμφωνα με την εισήγηση του κ. Λουκαϊ δη εμπίπτει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της εκτελεστικής εξουσίας. Είναι χρήσιμο προτού εξετάσουμε τις εισηγήσεις που υποβλήθηκαν από τις δύο πλευρές, να αναφερθούμε στις πρόνοιες του νέου νόμου και να επισημάνουμε τις διαφορές από τον παλαιό.
Ο νέος νόμος όπως και ο παλαιός προνοεί ότι ο Υπουργός των Οικονομικών θα υποβάλλει τεκμηριωμένη έκθεση των αναγκών της διοικήσεως σε έκτακτο προσωπικό ώστε η Βουλή να είναι σε θέση να ασκεί τον έλεγχο που της αναγνωρίζει το εδάφιο (2) του άρθρου 3 του υπό εξέταση νόμου. Οι λεπτομέρειες που θα παρέχονται από τον Υπουργό πρέπει να καθορίζουν και τη χρονική διάρκεια και όρους απασχολήσεως του προσωπικού. Αντίθετα με τον πρώτο νόμο δεν απαιτείται η ρητή έγκριση της Βουλής σαν προϋπόθεση για τις προσλήψεις. Αν ο νέος νόμος αποσκοπούσε απλώς στην ενημέρωση της Βουλής των Αντιπροσώπων για την προτεινόμενη πορεία του κυβερνητικού έργου στον τομέα αυτό θα ήτο δύσκολο να διατυπωθούν ενστάσεις για τη συνταγματικότητα του. Όμως οι πρόνοιες του νόμου επεκτείνονται πέρα από το σημείο αυτό και προβλέπουν στο εδάφιο (2) την παγοποίηση των προσλήψεων για χρονικό διάστημα ενός μηνός ώστε να παρέχεται ευχέρεια στη Βουλή να τις σταματήσει με ειδικό απαγορευτικό νόμο. Επομένως αναστέλλεται η κυβερνητική δραστηριότητα και τίθεται ουσιαστικά υπό τον έλεγχο της Βουλής. Αν η Βουλή δεν αντιδράσει μέσα στα χρονικά πλαίσια του ενός μηνός όπως διαλαμβάνει το εδάφιο (2) του άρθρου 3 ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να προχωρήσει στην υλοποίηση των προθέσεων της Διοικήσεως υπό τον όρο ότι θα συμμορφώνεται με τις πρόνοιες και λεπτομέρειες που περιέχονται στο έγγραφο που κατέθεσε στη Βουλή. Προσδίδεται επομένως με τη σιωπή της Βουλής η ισχύς νόμου στο κατατεθέν έγγραφο του Υπουργού των Οικονομικών κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 78.1 και 73.10 του συντάγματος που καθορίζουν ότι νόμος μπορεί να θεσπιστεί μόνο με τη θετική έγκριση νομοσχεδίου ή προτάσεως νόμου από την πλειοψηφία της Βουλής. Και [*2146] δημιουργείται με το εδάφιο (3) του άρθρου 3 προσωπική ευθύνη για οποιαδήποτε παρέκκλιση από την προαναφερθείσα διαδικασία για πρόσληψη έκτακτων υπαλλήλων. Αβίαστα συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο νέος όπως και ο παλαιός νόμος αποβλέπει αποκλειστικά στην παροχή αρμοδιότητας στη Βουλή να εγκρίνει προσλήψεις έκτακτου προσωπικού παρά την ύπαρξη πιστώσεων στον προϋπολμογισμό για το σκοπό αυτό. Το ερώτημα είναι κατά πόσο οι διαφοροποιήσεις που έγιναν προσδίδουν νομοθετικό χαρακτήρα στις εξουσίες που παρέχονται στη Βουλή. Σύμφωνα με την απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 1/84 η πρόσληψη κυβερνητικού προσωπικού αποτελεί διοικητική ενέργεια η οποία ευρίσκεται έξω από τη σφαίρα δικαιοδοσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων. Όπως αποφασίστηκε, δεν δικαιούται η Βουλή μέσα στα πλαίσια των εξουσιών που της παρέχει το σύνταγμα να αναμειγνύεται κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο στο έργο της διοικήσεως, που αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 54 του συντάγματος αποκλειστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας.
Η θέση του κ. Λουκαΐδη είναι ότι η νομοθετική εξουσία περιορίζεται από τη φύση της ατή θέσπιση γενικών και απρόσωπων κανόνων δικαίου που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να έχουν σαν αντικείμενο την άσκηση διοικήσεως. Η άσκηση διοικήσεως ευρίσκεται έξω από τα πλαίσια δικαιοδοσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων και αποτελεί θέμα της εκτελεστικής εξουσίας[3]. Και επειδή η πρόσληψη υπαλλήλων αποτελεί, όπως εισηγήθηκε ο κ. Λουκαΐδης, πράξη διοικήσεως εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας. Για τους λόγους αυτούς ο νόμος προσκρούει στις πρόνοιες των άρθρων 54 και 61 του συντάγματος που αντίστοιχα προσδιορίζουν τους τομείς αρμοδιότητας της Εκτελεστικής και Νομοθετικής εξουσίας και αντιστρατεύεται την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών που περιορίζει τη δικαιοδοσία της κάθε εξουσίας στα πλαίσια που διαγράφει το σύνταγμα.
Αντίθετα ο κ. Μαρκίδης υπέβαλε ότι σύμφωνα με το άρθρο 61 του συντάγματος η νομοθετική εξουσία της Βουλής [*2147] είναι απεριόριστη και επεκτείνεται σε κάθε τομέα δραστηριότητας που επιλέγει να ρυθμίσει νομοθετικά. Αν και κατά κανόνα οι νόμοι έχουν απρόσωπο και γενικό χαρακτήρα δεν αποκλείεται η θέσπιση από τη Βουλή ατομικών νόμων[4] διοικητικού περιοχομένου. Υιοθετόντας την προσέγγιση της θετιστικής θεωρίας του δικαίου[5] ο κ. Μαρκίδης υπεστήριξε ότι το κριτήριο για το χαρακτηρισμό πράξεως σαν νομοθετικής είναι τυπικό και εξαρτάται από την προέλευση και την προβλεπόμενη διαδικασία για τη θέσπιση νομοθεσίας[6] και αναφέρθηκε σε αριθμό Κυπριακών νόμων που έχουν σαν αντικείμενο ατομικές διοικητικές πράξεις[7]. Βεβαίως η πρακτική της Βουλής των Αντιπροσώπων στην επιλογή του νομοθετικού πεδίου δεν δημιουργεί δέσμευση για τη δικαστική εξουσία καθήκο της οποίας είναι να κρίνει σύμφωνα με το άρθρο 140 τη συνταγματικότητα νόμου που αναφέρεται για γνωμάτευση σύμφωνα με τις πρόνοιες του συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί την πηγή της κρατικής εξουσίας και οι πρόνοιες του οριοθετούν τη δικαιοδοσία των φορέων των λειτουργιών του κράτους. Οπου το σύνταγμα δεν καθορίζει εξαντλητικά τις αρμοδιότητες των οργάνων της πολιτείας γνώμονας για τον καταμερισμό δικαιοδοσιών είναι η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών πάνω στην οποία στηρίζεται η δομή της Κυπριακής πολιτείας[8].5 Στηριζόμενος στις πρόνοιες του άρθρου 61 και ιδιαίτερα την αναγνώριση ευχέρειας στη Βουλή των Αντιπροσώπων να νομοθετεί «επί παντός θέματος» ο κ. Μαρκίδης υπέβαλε ότι δεν υπάρχει περιορισμός στα θέματα τα οποία μπορεί η Βουλή να ρυθμίζει νομοθε[*2148]τικά. Η εισήγηση αυτή παραγνωρίζει το γεγονός ότι το άρθρο 61 δεν μπορεί να εξετασθεί αυτοτελώς ή να διαχωριστεί από τις άλλες πρόνοιες του συντάγματος και τον επιμελή καταμερισμό της κρατικής εξουσίας στους τρεις πολιτειακούς κλάδους τον εκτελεστικό, νομοθετικό και δικαστικό. Κατά αντίστοιχο τρόπο το σύνταγμα καθορίζει και τις αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας. Το άρθρο 54 που προηγείται του άρθρου 61 στη συνταγματική διάρθρωση, εναποθέτει την άσκηση εκτελεστικής και διοικητικής δικαιοδοσίας αποκλειστικά στο Υπουργικό Συμβούλιο και του παρέχει αρμοδιότητα για άσκηση εκτελεστικής εξουσίας «επί παντός θέματος»». Επομένως διαχωρίζεται η σφαίρα δικαιοδοσίας της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας με τρόπο που οι αρμοδιότητες της μίας να ευρίσκονται έξω από το πεδίο δράσεως της άλλης. Η ταξινόμηση των πολιτειακών πράξεων γίνεται με βάση την ουσία του περιεχομένου τους και όχι το μανδύα που τις περιβάλλει, νομοθετικό ή εκτελεστικό. Την αρχή αυτή αναγνώρισε επανειλημμένα το Ανώτατο Δικαστήριο[9] και αποτελεί απόρροια της αρχής της διακρίσεως των κρατικών εξουσιών που αποβλέπει σε ουσιαστικό και όχι επιφανειακό διαχωρισμό των λειτουργιών των φορέων της κρατικής εξουσίας. Συνεπώς το νομοθετικό σχήμα δεν μπορεί να νομιμοποιεί ουσιαστικά διοικητική πράξη κατά τον ίδιο τρόπο που απαγορεύεται στην εκτελεστική εξουσία να νομοθετεί κάτω από το μανδύα διακυβερνήσεως ή διοικήσεως της χώρας. Το Κυπριακό Σύνταγμα κάμνει αυστηρό διαχωρισμό των σφαιρών δικαιοδοσίας των τριών εξουσιών της πολιτείας της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής. Η θέσπιση κανόνων δικαίου και ο προσδιορισμός των πλαισίων διακυβερνήσεως της χώρας αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα της νομοθετικής εξουσίας. Παρόλο που η Βουλή μπορεί να νομοθετήσει για θέματα που ενδιαφέρουν μόνο μικρό αριθμό προσώπων το περιεχόμενο της νομοθεσίας δεν μπορεί να είναι άλλο από τη θέσπιση κανόνων δικαίου. Εάν αφορούν κυβερνητικό τμήμα ή δραστηριότητα μπορεί να πάρουν τη μορφή προσδιορισμού των αρχών βάσει των οποίων θα ασκείται διοίκηση. Δεν μπορούν όμως να έχουν σαν αντικείμενο την άσκηση διοικήσεως που αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας. Η εκτέλεση των νόμων εμπίπτει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της [*2149] εκτελεστικής εξουσίας. Είναι αυτή η λειτουργία που χαραχτηρίζει την εξουσία αυτή σαν Εκτελεστική. Με την ανάθεση του νομοθετικού και εκτελεστικού έργου σε δύο διαφορετικά σώματα επιτυγχάνεται η αποκέντρωση των πολιτειακών εξουσιών που είναι ο πρωταρχικός στόχος της αρχής του διαχωρισμού των εξουσιών χάριν της σύμμετρης λειτουργίας του κράτους.
Από τον καθορισμό της φύσεως της πράξεως προσλήψεως κυβερνητικού προσωπικού στα πλαίσια δαπανών που έχουν εγκριθεί εξαρτάται η συνταγματικότητα του υπό κρίση νόμου. Το ότι πρόθεση της Βουλής είναι η αποφυγή κατά την κρίση της άσκοπων δαπανών δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα του ερωτήματος που πρέπει να απαντήσουμε. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 140 περιορίζεται στην έκφραση γνώμης αναφορικά με τη συνταγματικότητα του νόμου που κρίνεται αποκλειστικά σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κυπριακού συντάγματος.
Η πρόσληψη προσωπικού για την εκτέλεση του κυβερνητικού έργου αποτελεί, όπως αποφασίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σχετικά με την κρίση του πρώτου νόμου για τον περιορισμό προσλήψεων έκτακτων υπαλλήλων, διοικητική ενέργεια. Ενώ η έγκριση δαπανών και ο περιορισμός τους εμπίπτουν στη σφαίρα δικαιοδοσίας της νομοθετικής εξουσίας, η εκπλήρωση των εγκριθέντων έργων, περιλαμβανομένης και της πρόσληψης του αναγκαίου προσωπικού, αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας. Όπως επεξηγεί ο Στασινόπουλος[10] η πλήρωση θέσεων υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας που έχει την ευρύτερη ευθύνη για τη δημοσιονομική και οικονομική πολιτική του κράτους. Το άρθρο 58 ρητά ορίζει όχι η εκτέλεση των νόμων σχετικά με τις αρμοδιότητες συγκεκριμένων υπουργείων και γενικά η άσκηση διοικήσεως αναφορικά με υπουργείο αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα του υπουργού. Σχετικά με την έγκριση δαπανών, στα πλαίσια του προϋπολογισμού αποκλειστική αρμοδιότητα έχει, σύμφωνα με το όρθρο 168.1 ο Υπουργός των Οικονομικών.
Οι πρόνοιες του νόμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με[*2150]ταξύ τους και αποτελούν αδιάσπαστο σύνολο. Και για το λόγο αυτό δεν μπορούν να διαχωρισθούν. Κρινόμενος σαν ενιαία νομοθετική διάταξη ο νόμος είναι αντισυνταγματικός διότι οι πρόνοιες του είναι ασύμφωνες και αντίθετες με (1) Τις πρόνοιες του άρθρου 54 του συντάγματος που θέτουν την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας έξω από τη δικαιοδοσία της Βουλής. (2) Τις πρόνοιες των άρθρων 58.2 (α) και 168.1 του συντάγματος που καθιστούν τον Υπουργό Οικονομικών ως μόνο αρμόδιο για τη διενέργεια δαπανών για εκτέλεση έργων που έχουν εγκριθεί στον προϋπολογισμό. (3) Τις πρόνοιες του άρθρου 61 που περιορίζουν τη δικαιοδοσία της Βουλής στην άσκηση νομοθετικής εξουσίας. Και (4) Την αρχή της διακρίσεως των πολιτειακών εξουσιών όπως αναλύεται στο κείμενο της γνωμοτεύσεως αυτής. Για τους πιο πάνω λόγους ο νόμος είναι αντισυνταγματικός και δεν μπορεί να δημοσιευθεί. Το Σύνταγμα αποτελεί όπως καθορίζει το άρθρο 179 τον υπέρτατο νόμο.
ΚΟΥΡΡΗΣ Δ.: Συμφωνώ με την απόφαση του Δικαστή Πική και το σκεπτικό που την συνοδεύει και για τους ίδιους λόγους γνωματεύω ότι ο υπό κρίση νόμος είναι αντίθετος και ασύμφωνος με το Σύνταγμα και την διάκριση των Κρατικών Εξουσιών.
Όπως επεξηγείται στην απόφαση του κ. Πική ο υπό κρίση νόμος, όπως και ο προγενέστερος νόμος περί Εκτάκτων Υπαλλήλων που κρίθηκε αντισυνταγματικός, έχει σαν στόχο την ανάμιξη της Βουλής στη Διοίκηση που κατά το Σύνταγμα αποτελεί την αποκλειστική αρμοδιότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.
[1] Βλ. απόφαση ολομέλειας Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 1/84, ημερομηνίας 2 Ιουλίου, 1985, (1985) 3 Α Α.Δ. 1724.
[2] Περί Προσλήψεως Εκτάκτων Υπαλλήλων (Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία) Νόμος 1985.
[3] Springer v. Government of Philippines Islands 72 L. Ed. 845; Στασινόπουλος Στοιχεία Δημοσιονομικού Δικαίου 2α Έκ. σελ. 48 κ.ε. Willoughby Government of Modern States d. 239. Wade and Phillips Constitutional Law 8th Ed. p. 31.
[4] Ν. Σαρίπολου Συνταγματικό Δίκαιο 4η Εκ. Τόμος Β σελ. 38, 39.
[5] Hauriou Droit Constitutionnel Et Institutions Politiques 5η Έκ. σελ. 905. (θεωρία του Carre De Malberg).
[6] Άλλη σχολή εκείνη του φυσικού δικαίου, κυριώτερος εκφραστής της οποίας ήταν ο Ρουσσώ, υποστηρίζει ότι τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό πράξεως σαν νομοθετικής είναι ουσιαστικό. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία η νομοθεσία αντανακλά τα ευρύτερα ανθρώπινα ιδεώδη, που δεν μπορεί παρά να έχουν γενικό και απρόσωπο χαρακτήρα. Burdeau Droit Constitutionnel Et Institutions Politiques 15η 'Εκ. σελ. 556.
[7] Ο περί Μεταβατικής Χορηγίας προς το Βοηθητικό Ταμείο του Κλήρου της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου Νόμος του 1965 (4/65). Ο περί Κυπριακού Ερυθρού Σταυρού Νόμος (39/67). Ο περί Ποινικού Κώδικος (Τροποποιητικός) Νόμος του 1983 (86/83). Ο περί Αγγλικής Σχολής (Διοίκησις και Έλεγχος) Νόμος (Κεφ. 16713/60).
[8] Papaphilippou v. Republic, 1 R.S.C.C. 62. Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61.
[9] Kourris v. Supreme Council of Judicature (1972) 3 C.L.R. 390. Lanitis Farm Ltd. v. Republic (1982) 3 C.L.R. 124.
[10] Στοιχεία Δημοσιονομικού Δικαίου 2α Εκ. σελ. 48.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο