GEORGHIADES ν. C.B.C. (1987) 3 CLR 2000

(1987) 3 CLR 2000

[*2000] 8 Δεκεμβρίου 1987

[Α. ΛΟΙΖΟΥ, Δ.]

ΘΡΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

Ρ.Ι.Κ. (ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ),

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 897/87).

Διοικητικών Δίκαιον — Διακριτική εξουσία διοικήσεως — Ενάσκησή της — Δικαστικός έλεγχος — Εφερμοστέες αρχές.

Διοικητικών Δίκαιον—Εξουσία παρεχομένη υπό νόμου στην διοίκηση — Κατά πόσον η εξουσία είναι διακριτική — Ελλείψει σαφούς και επιτακτικής για τη διοίκηση υποχρεώσεως σε ορισμένη ενέργεια, υπάρχει τεκμήριο περί υπάρξεως διακριτικής εξουσίας.

Προεδρικές εκλογές — Ο περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποποιητικός) Νόμος 1987 — «Υποψήφιος Πρόεδρος» — Υποπαράγραφοι (α), (β), (γ) και (δ) εδαφίου 2 του νόμου—Κατά πόσο άτομο ικανοποιεί τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού του ως « υποψηφίου Προέδρου» — Θέμα υπαγόμενο στη διακριτική ευχέρεια του Ρ.Ι.Κ.

Η παρούσα Αίτηση Ακυρώσεως καταχωρήθηκε ως αποτέλεσμα αρνήσεως του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Ρ.Ι.Κ.) να αποδεχθεί αίτημα του αιτούντος για κάλυψη του από το Ραδιόφωνο και την τηλεόραση ως ανεξάρτητου υποψηφίου για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Η απόρριψη στηρίχθηκε στην ακόλουθη αιτιολογία, δηλαδή ότι ο αιτών δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις οποιασδήποτε από τις υποπαραγράφους (α), (β), (γ) του εδαφίου 2 του Περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποποιητικού) Νόμου, 1987.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την Αίτηση Ακυρώσεως, αποφάνθηκε: (1) Ο αιτών δεν ικανοποιούσε οποιανδήποτε από τις υποπαραγράφους (α), (β) (γ) του εδαφίου 2 του πιο πάνω νόμου. [*2001]

(2) Σχετικά με την υποπαράγραφο (δ) του ίδιου εδαφίου το Ρ.Ι.Κ. αποφάσισε ότι με βάση τα κριτήρια και την αντίληψη του συνετού μέσου πολίτη, ο αιτητής ούτε έχει διαδραματίσει ούτε διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην πολιτική ή οικονομική ή κοινωνική ζωή της Κύπρου, ούτε και είναι προσωπικότης απολαμβάνουσα του αναγκαίου κύρους και ή σεβασμού μεταξύ του εκλογικού σώματος ή μέρους τούτου.

(3) Κατά πόσο ένα άτομο μπορεί να θεωρηθεί σαν «υποψήφιος πρόεδρος» μέσα στην έννοια του Νόμου είναι θέμα που πέφτει αποκλειστικά μέσα στη διακριτική ευχέρεια του Ιδρύματος. Παρόλο που ο Νόμος σιωπά πάνω στο θέμα της διακριτικής ευχέρειας, εν τούτοις, όπως δέχεται πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, «μη δημιουργουμένης διά του νόμου σαφούς και επιτακτικής διά την διοίκησιν υποχρεώσεως εις ωρισμένην ενέργειαν αυτής, τεκμαίρεται ότι σε αυτήν ανήκει η διακριτική αυτής εξουσία». (Ίδε απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 07/29).

(4) Εφόσον δε η επίδικη απόφαση πάρθηκε κατά την άσκηση διακριτικής εξουσίας, θα πρέπει να τύχει δικαστικού ελέγχου με βάση τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της ασκήσεως της διοικητικής ευχέρειας της διοικήσεως.

(5) Με βάση τις αρχές αυτές η προσβαλλομένη απόφαση του Ιδρύματος είναι καθόλα νόμιμη και σύμφωνη με τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου και τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου και του Συντάγματος.

Η Αίτηση Ακυρώσεως απορρίπτεται.

Ουδεμία διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενες αποφάσεις:

Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπροσώπων (1987) 3 Α.Α.Δ.

1631.

Τσαγγάρης ν. Δημοκρατίας (1975) 3 Α.Α.Δ. 518.

Fashions House ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 231.

Γεωργάκης ν. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 1.

Απόφαση Συμβουλίου Επικρατείας 7/29.

Προσφυγή.

Προσφυγή για δήλωση του Δικαστηρίου όπως το Ρ.Ι.Κ. πάψει να παρουσιάζει ή και να ανακοινώνει τις θέσεις και ανακοινώσεις των κομματαρχών υποψηφίων Προέδρων μέχρις ότου αποφανθεί η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο δικαιούται και ο αιτητής να παρουσιασθεί από τηλεοράσεως και ραδιοφώνου για να αναπτύξει [*2002] το πρόγραμμα και τις ιδέες του ως πραγματικού ανεξάρτητου υποψηφίου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο αιτητής παρουσιάσθηκε αυτοπροσώπως.

Π. Πολυβίου, δια το καθ' ου η αίτηση ίδρυμα.

Cur. adv vult.

Ο Δικαστής Α. Λοΐζου ανέγνωσε την ακόλουθη απόφαση: Με την προσφυγή του αυτή, ο αιτητής που την χειρίστηκε ο ίδιος χωρίς δικηγόρο, ζητεί τις πιο κάτω θεραπείες:

«1. Το Ρ.Ι.Κ. να πάψη να παρουσιάζη, ή και να ανακοινώνη τις θέσεις και ανακοινώσεις των κομματαρχών υποψηφίων προέδρων μέχρις ότου αποφανθή η ολομέλεια του Ανωτάτου, εαν δικαιούται και ο υποφαινόμενος να παρουσιασθή από τηλεοράσεως και ραδιοφώνου, ίνα αναπτύξη το πρόγραμμα και τας ιδέας του, ως πραγματικός ανεξάρτητος υποψήφιος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας που τυγχάνει.

2. Η παράλειψη του Ρ.Ι.Κ. να καλέσει τον αιτητή σε εμφάνιση ενώπιον της Τηλεοράσεως και του Ραδιοφώνου ως υποψήφιο ανεξάρτητον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι παράνομος και αντισυνταγματική και παραβιάζει την ίση μεταχείριση των υποψηφίων δια το Προεδρικό Αξίωμα.

3. Οιανδήποτε άλλην θεραπεία.

4. Τα έξοδα».

Ο αιτητής, που όπως ισχυρίζεται στην έκθεση των γεγονότων στην αίτηση του «εξέφρασε και εξεδήλωσε μέσω του τύπου και δια συγκεντρώσεων την πρόθεση του να διεκδικήσει τη θέση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας στις προσεχείς Προεδρικές Εκλογές του 1988. Πέραν τούτου έδωσεν και δημοσιογραφικήν συνέντευξιν προς τον σκοπόν αυτόν στις 29.5.87», στις 3 και 18 Οκτωβρίου 1987, αποτάθηκε και γραπτώς προς το καθ' ου η αίτηση Ίδρυμα να του παραχωρηθεί χρόνος από της Τηλεοράσεως και του Ραδιοφώνου για να αναπτύξει το πρόγραμμα και τις ιδέες του προς το εκλογικό σώμα ως οι άλλοι υποψήφιοι οι οποίοι είχαν ήδη αρχίσει να προβάλλονται από το Ίδρυμα. Στις 28 Οκτωβρίου 1987, απέστειλε τηλεγράφημα προς το Γενικό Διευθυντή του Ιδρύματος και τον καλούσε όπως έλεγε «σε [*2003] αυστηρό σεβασμό και τήρηση του Νόμου Περί Ρ.Ι.Κ. ως και σεβασμό της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ομιλεί περί υποψηφίων Προέδρων και ουχί κομμάτων».

Το καθ' ου η αίτηση Ίδρυμα απέρριψε το αίτημα του αιτητή με απόφαση του που περιέχεται στην επιστολή του της 29ης Οκτωβρίου 1987, με την οποία κοινοποίησε την απόφαση αυτή στον αιτητή. Το σχετικό της μέρος λέγει τα πιο κάτω:

(α) Ο κ. Θράσος Γεωργιάδης δεν πληροί τις προϋποθέσεις που τίθενται στις υποπαραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου 2 του Περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποποιητικού) Νόμου 1987 διότι ο κ. θράσος Γεωργιάδης ούτε κατείχε, κατά τον χρόνο της εξαγγελίας της πρόθεσης του να υποβάλει υποψηφιότητα, το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας (υποπ. (α)), ούτε ήταν ή είναι αρχηγός πολιτικού κόμματος (υποπ. (β)), και ούτε ετύγχανε ή τυγχάνει της υποστηρίξεως ενός ή περισσοτέρων κομμάτων (όπως ο όρος πολιτικό κόμμα διασαφηνίζεται στο εδάφιο 2 του Νόμου) (υποπ.

(γ)).

(β) Με βάση όλα τα δεδομένα ενώπιον του το Ίδρυμα αποφασίζει ότι η περίπτωση της υποψηφιότητας του κ. Θρ. Γεωργιάδη δεν εμπίπτει εντός των προνοιών της υποπαραγράφου (δ) του εδαφίου 2 του Νόμου, καθ' ότι κατά την γνώμη του Ιδρύματος με βάση το κριτήριο και την αντίληψη του συνετού μέσου πολίτη, ο κ. Θράσος Γεωργιάδης ούτε έχει διαδραματίσει ή διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο εις την πολιτική ή οικονομικήν ή κοινωνική ζωήν της Κύπρου ούτε και είναι προσωπικότης απολαμβάνουσα του αναγκαίου κύρους και/ή σεβασμού μεταξύ του εκλογικού σώματος ή μέρους τούτου.

Το Ίδρυμα είχε υπόψη του και το γεγονός ότι ο κ. Θράσος Γεωργιάδης σαν ανεξάρτητος υποψήφιος στις τελευταίες Δημοτικές εκλογές στην περιφέρεια Λεμεσού απέτυχε να εκλεγεί εξασφαλίζοντας μόνο 474 ψήφους -1%»

Είναι η θέση του αιτητή ότι «βάσει του Συντάγματος και των σχετικών Νόμων ο κάθε υποψήφιος για το Προεδρικό [*2004] αξίωμα δικαιούται να αναπτύξει το πρόγραμμα του προς τον Κυπριακό λαό μέσω της Τηλεοράσεως και του Ραδιοφώνου υποχρεωμένου του Ιδρύματος να παράσχει ίσο χρόνο προς όλους τους υποψηφίους».

Ο αιτητής προς υποστήριξη του αιτήματος του παράθεσε και παρουσίασε και ενώπιον μου σειρά εγγράφων τα οποία αναφέρονται στην ειδικότητα του σαν φυσικοχειροπράκτωρος, επιστολές που επήρε σε απάντηση δικών του τέτοιων από διάφορες προσωπικότητες, και ένα σημαντικό αριθμό υπογραφών από ανθρώπους που όπως τιτλοφορείται το έγγραφον που υπέγραψαν, τον υποστηρίζουν «σαν πραγματικό ανεξάρτητο υποψήφιο Πρόεδρο», μια δημοσιογραφική ταυτότητα όπως επίσης άρθρα του αιτητή που δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς σε διάφορες εφημερίδες.

Η όλη υπόθεση στρέφεται γύρω από την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του Περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, (Τροποποιητικού) Νόμου του 1987 (Νόμος Αρ. 212 του 1987) που στη συνέχεια θα αναφέρεται σαν ο Νόμος. Ραδιοτηλεοπτική κάλυψη, σύμφωνα με το Νόμο, Δικαιούται ένας που είναι ή και θεωρείται σαν υποψήφιος Πρόεδρος. Ο όρος δε «υποψήφιος Πρόεδρος» ορίζεται από το Άρθρο 2 του Νόμου ως εξής:

«Υποψήφιος Πρόεδρος σημαίνει άτομον το οποίον εξαγγέλλει δημοσίως πρόθεσιν υποβολής υποψηφιότητος δι' ανάδειξιν του ως Προέδρου εις τας επομένας της εν λόγω διακηρύξεως εκλογάς, νοουμένου ότι έχει την δυνάμει του Συντάγματος ικανότητα του εκλέγεσθαι εις το αξίωμα του Προέδρου και πληροί μίαν ή περισσοτέρας των ακολούθων προϋποθέσεων, ήτοι:

(α) Κατέχει κατά τον χρόνον της εν λόγω εξαγγελίας το αξίωμα του Προέδρου,

(β) είναι αρχηγός πολιτικού κόμματος,

(γ) τυγχάνει της υποστηρίξεως ενός η περισσοτέρων κομμάτων,

(δ) είναι άτομον το οποίον, κατά την αντίληψιν του συνετού μέσου πολίτου, έχει διαδραματίσει ή διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλον εις την πολιτικήν ή οικονομικήν [*2005] ή κοινωνικήν ζωήν της Κύπρου ή είναι προσωπικότης απολαμβάνουσα κύρους και/ή σεβασμού μεταξύ μέρους του εκλογικού σώματος.

Νοείται ότι υποψήφιος Πρόεδρος παύει να θεωρήται ως υποψήφιος Πρόεδρος αφ' ης στιγμής τυχόν δηλώσει ότι έχει παύσει να ενδιαφέρεται δι' ανάδειξιν του εις το αξίωμα του Προέδρου».

Σύμφωνα με τον πιο πάνω ορισμό, «υποψήφιος Πρόεδρος» δεν είναι μόνο εκείνος που εξαγγέλει δημοσίως πρόθεση υποβολής υποψηφιότητας αλλά μεταξύ άλλων εκείνος που πληροί μια η περισσότερες των προϋποθέσεων που εκτίθενται στις παραγράφους (α), (β), (γ), (δ) που εξετέθησαν πιο πάνω.

Αξίζει στο στάδιο αυτό να αναφερθεί ότι οι πρόνοιες του Νόμου, όπως τελικά δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 26ης Οκτωβρίου 1987, κρίθηκαν συνταγματικές από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 3/87 που καταχωρήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος για γνωμάτευση κατά πόσο ο Νόμος αυτός βρισκόταν σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος με τις διατάξεις των Άρθρων 19, 28, 40 και 179 του Συντάγματος.

Η γνωμάτευση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δόθηκε στις 20 Οκτωβρίου, 1987* και με αυτή αποφασίστηκε ότι (α) οι διατάξεις του Νόμου δεν βρίσκονται σε αντίθεση και ούτε είναι ασύμφωνες προς το Άρθρο 19, 28 και 40 του Συντάγματος, (το Άρθρο 179 δεν είχε άμεση σχέση με το υπό εξέταση θέμα) και εξαιρουμένων βέβαια των εδαφίων (γ)(ι)(γγ) του Άρθρου 5 του Νόμου που σαν αποτέλεσμα δεν δημοσιεύτηκαν σαν μέρος του σήμερα ισχύοντα Νόμου.

Ως προς την εφαρμογή του Νόμου ασφαλώς το καθ' ου η αίτηση Ίδρυμα είναι το αρμόδιο όργανο να αποφασίσει κατά πόσο άτομο που εξαγγέλει δημόσια πρόθεση υποβολής υποψηφιότητας για ανάδειξη του σαν Προέδρου, ικανοποιεί μια η περισσότερες από τις προϋποθέσεις που θέτει ο νομοθέτης στο σχετικό ορισμό του Άρθρου 2, υποκείμενης βέβαια μιας τέτοιας απόφασης στον αναθεωρητικό

*(1987) 3 Α.Α.Δ. 1631. [*2006]

έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Είναι η θέση του καθ' ου η αίτηση Ιδρύματος και δεν φαίνεται να μπορεί τούτο να αμφισβητηθεί ότι ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις (α), (β) και (γ) του ορισμού του Υποψήφιου Προέδρου στο Άρθρο 2 του Νόμου, διότι ούτε κατείχε κατά το χρόνο της εξαγγελίας της πρόθεσης του να υποβάλει υποψηφιότητα για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, το αξίωμα του Προέδρου ούτε ήταν ή είναι αρχηγός πολιτικού κόμματος, και ούτε ετύγχανε ή τυγχάνει της υποστηρίξεως ενός ή περισσοτέρων κομμάτων όπως ο όρος «πολιτικό κόμμα» ορίζεται στο Άρθρο 2 του Νόμου.

Θα έπρεπε επομένως να εξετασθεί κατά πόσο ο αιτητή ς ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της παραγράφου (δ) του ορισμού του υποψηφίου Προέδρου. Το καθ' ου η αίτηση Ίδρυμα πάνω σε αυτό το σημείο αποφάσισε ότι η περίπτωση της υποψηφιότητας του αιτητή δεν εμπίπτει μέσα στις πρόνοιες της, διότι κατά τη γνώμη του Ιδρύματος με βάση τα κριτήρια και την αντίληψη του συνετού μέσου πολίτη, ο αιτητής ούτε έχει διαδραματίσει ή διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην πολιτική ή οικονομική ή κοινωνική ζωή της Κύπρου, ούτε και είναι προσωπικότης απολαμβάνουσα του αναγκαίου κύρους και ή σεβασμού μεταξύ του εκλογικού σώματος ή μέρους τούτου.

Όπως τονίστηκε δε στη αγόρευση του ευπαίδευτου δικηγόρου του Ιδρύματος το Ίδρυμα κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης είχε υπόψη του και το γεγονός ότι ο αιτητής σαν ανεξάρτητος υποψήφιος στις τελευταίες δημοτικές εκλογές στην πόλη Λεμεσού απέτυχε να εκλεγεί εξασφαλίζοντας μόνο 474 ψήφους που ισοδυναμούσαν με το 1%.

Έχω τη γνώμη ότι το κατά πόσο ένα άτομο μπορεί να θεωρηθεί σαν «υποψήφιος πρόεδρος» μέσα στην έννοια του Νόμου είναι θέμα που πέφτει αποκλειστικά μέσα στη διακριτική ευχέρεια του Ιδρύματος. Έχω καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα παρόλο που ο Νόμος σιωπά πάνω στο θέμα της διακριτικής ευχέρειας, και τούτο γιατί «πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχεται ότι μη δημιουργουμένης δια του νόμου σαφούς και επιτακτικής δια τη διοίκηση υποχρεώσεως εις ορισμένη ενέργεια αυτής, τεκμαίρεται ότι σε αυτήν ανήκει η διακριτική αυτής εξουσία». (Ίδε απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 07/ 29.) [*2007]

Εφόσον δε η επίδικη απόφαση πάρθηκε κατά την άσκηση διακριτικής εξουσίας, θα πρέπει να τύχει δικαστικού ελέγχου με βάση τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της ασκήσεως της διοικητικής ευχέρειας της διοικήσεως. Οι αρχές αυτές συνοψίζονται στο «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» Δευτέρα Έκδοση του Π.Δ. Δάγτογλου σελίδες 126 και μετά. Ειδικότερη αναφορά μπορεί να γίνει στη σελίδα 127 που αναφέρονται τα πιο κάτω:

«Ο δικαστικός έλεγχος της ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως αφορά την εξέταση των εξής σημείων:

(ια) αν ο νόμος όντως παρεχώρησε διακριτική ευχέρεια στην διοίκηση και μάλιστα στο μέτρο που ασκήθηκε.

(ιβ) αν η διοίκηση όντως άσκησε την παραχωρηθείσα ευχέρεια.

(ιγ) αν η διοίκηση διέπραξε 'κακή χρήση' η 'υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής εξουσίας' γιατί δεν ετήρησε τα όρια που της έθεσε ο συγκεκριμένος νόμος ή που προκύπτουν από το Σύνταγμα και τις γενικές αρχές του δικαίου.

(ιδ) αν η διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας έκανε 'κατάχρηση εξουσίας'».

Συμπληρωματικά αξίζει να λεχθεί ότι το έργο του Δικαστή, δεν είναι να υποκαταστήσει αλλά απλώς να ελέγξει την κρίση της διοικήσεως. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι πιο πάνω αρχές που βγαίνουν μέσα από αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδος και αποτελούν γενικές αρχές του Διοικητικού Δίκαιου, έχουν τύχει εφαρμογής σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Ίδε , Τσαγγάρης ν Της Δημοκρατίας (1975) 3 Α.Α.Δ. 518, Fashions House ν. Της Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 231, και Γεωργάκης ν. Της Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 1.)

Με βάση όλα τα στοιχεία που κατατέθηκαν ενώπιον μου και που ο αιτητής είχε υποβάλει στο καθ' ου η αίτηση Ίδρυμα προς υποστήριξη του αιτήματος του, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλομένη απόφαση του [*2008] Ιδρύματος είναι καθόλα νόμιμη και σύμφωνη με τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου που εξετέθηκαν πιο πάνω και τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου και του Συντάγματος. Όλα τα δεδομένα καταδεικνύουν ότι ο αιτητής δεν πληροί καμιά από τις προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος, και επομένως ορθά το καθ' ου η αίτηση Ίδρυμα απέρριψε το αίτημα του για ραδιοτηλεοπτική κάλυψη σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Αξίζει δε να τονισθεί ότι άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια με σοβαρότητα και σεβασμό προς το θεσμό που καθιερώνει ο Νόμος και με τρόπο συνάδοντα προς την ορθή αντίληψη της αποστολής του.

Αντίθετα, οι τέσσερεις υποψήφιοι Πρόεδροι που καλύπτονται από το καθ' ου η αίτηση Ίδρυμα με βάση τις πρόνοιες του Νόμου, ικανοποιούν μια ή και περισσότερες των προϋποθέσεων αυτών. Επειδή δε ο αιτητής κάμνει στην αγόρευση του ειδική αναφορά στον υποψήφιο πρόεδρο κύριο Γεώργιο Βασιλείου είναι αρκετό να αναφερθεί εδώ ότι είναι η θέση του καθ' ου η αίτησις Ιδρύματος πως ο κύριος Γεώργιος Βασιλείου σαν υποψήφιος υποστηρίζεται από ένα των κομμάτων με βάση την προϋπόθεση (γ) του ορισμού του Νόμου, δηλαδή με βάση το ότι τυγχάνει της υποστήριξης του ΑΚΕΛ που είναι πολιτικό κόμμα, σύμφωνα με τον ορισμό του Άρθρου 2 του Νόμου, δηλαδή «εκπροσωπούμενον εν τη Βουλή ή Οργανισμόν ή Ένωσιν προσώπων ή Ομάδα Προσώπων η οποία κατά την αντίληψη του μέσου συνετού πολίτη έχοντος γνώση της εσωτερικής πολιτικής πραγματικότητας της Κύπρου και προσβλέποντας στην οργάνωση, τη δομήν, τους θεσμούς, τους στόχους και την απήχηση της θεωρείται ως πολιτικόν κόμμα.» Κανένας δε ισχυρισμός περί δυσμενούς διακρίσεως δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Για τους λόγους που αναφέρω πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο