(1989) 3 ΑΑΔ 1172
[*1172] 20 Μαΐου, 1989
[ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΕΛΙΟΣ Ν. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 26/89)
Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου — Παράλειψη καταγραφής στα πρακτικά των απόψεων του Διευθυντή και των Διευθυντών Υπηρεσιών — Εφόσον από την συμμόρφωση της Αρχής με τον Καν. 23(4) εξάγεται το συμπέρασμα ότι η Αρχή επηρεάστηκε από τις εν λόγω συστάσεις, η παράλειψη καταγραφής των συνιστά παράβαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και στερεί την επίδικη απόφαση της αιτιολογίας της.
Ο νομικός λόγος, για τον οποίο, εν όψει των γεγονότων της υποθέσεως αυτής, ακυρώθηκαν οι επίδικες προαγωγές, φαίνεται στο πιο πάνω περιληπτικό σημείωμα.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται χωρίς διαταγή για έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Kilaniotis v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1797,
Zapitis v. Electricity Authority of Cyprus (1989) 3 C.L.R. 917,
Christodoulides and Another v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1637. [*1173]
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη στις κενές θέσεις Γραμματειακού Λειτουργού της Αρχής αντί του αιτητή.
Μ. Ασπρή (δ/νίς) για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον αιτητή.
Α. Στυλιανίδου (δ/νίς), για την καθ' ης η αίτηση.
Ι. Τυπογράφος, για τα ενδιαφερόμενα μέρη.
ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ.: Ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Με την επίδικη απόφασή της με ημερομηνία 31 Οκτωβρίου 1988 η Καθ' ης η Αίτηση Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου προήγαγε τα τρία Ενδιαφερόμενα Μέρη στις αντίστοιχες τρεις κενές θέσεις Γραμματειακού Λειτουργού της Αρχής αντί του Αιτητή.
Με την προσφυγή του αυτή που καταχώρησε στις 12 Ιανουαρίου 1989, ο Αιτητής προσβάλλει την νομιμότητα των πιο πάνω προαγωγών και ζητά από το Δικαστήριο τις πιο κάτω θεραπείες:
"1. Διακήρυξη του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση με την οποία προήγαγε το Βασίλειο Γεωργίου στην θέση Γραμματειακού Λειτουργού, Υπηρεσία Προσωπικού, Κεντρικά Γραφεία, κλίμακα Α8-Α9 από 1.11.88 αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος (γνωστοποίηση κενών θέσεων αρ. 6/88 ημ. 27.6.88).
2. Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση με την οποία προήγαγε τον Θεοχάρη Παπαθωμά στην θέση Γραμματειακού Λειτουργού, Υπηρεσία Προσωπικού, Κεντρικά Γραφεία, κλίμακα Α8-Α9 από 1.11.88 (γνωστοποίηση κενών θέσεων Αρ. 5/88 ημ. 24.6.88) αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
3. Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση με την οποία προήγαγε τον Ιωάννη [*1174] Παναγίδη στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού, τμήμα Γραμματείας/Νομικών Υπηρεσιών, κλίμακα Α8-Α9 αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
4. Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και/ή παράλειψη του καθ' ου η αίτηση να προάξει τον αιτητή στις πιο πάνω θέσεις και/ή η παράλειψη πλήρωσης της θέσης με αριθμό αιτήματος 1 πιο πάνω όπως αρχικά είχε προκηρυχθεί και/ή η επαναπροκήρυξη του είναι άκυρη, παράνομη και πως ότι παραλείφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί."
Στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο Αιτητής απέσυρε τη θεραπεία με αριθμό 4 ανωτέρω.
Σύμφωνα με την Αίτηση η επίδικη απόφαση πάσχει γιατί:
"1. Δεν πραγματοποιήθηκε η αρχή της προαγωγής του καλυτέρου από τους διαθέσιμους υποψηφίους.
2. Η απόφαση λήφθηκε κατά διαδικασία που προηγήθηκε που πάσχει νομικά γιατί στηρίχτηκε σε γεγονότα που δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη και/ή σε ενέργειες έξω από νόμιμη αρμοδιότητα και/ή τον Νόμο και/ή είναι το αποτέλεσμα συγκαλυμμένης δίωξης και/ή τιμωρητικής ενέργειας και/ή δυσμενούς μεταχείρισης των αιτητών.
3. Η απόφαση είναι προϊόν αλλότριου σκοπού και παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα των αιτητών τα περί την σύνταξη αξιολογήσεων και τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.
4. Η απόφαση πάσχει λόγω πλάνης περί τα πράγματα και τον Νόμο.
5. Η απόφαση παρεγνώρισε την αξία τις γνώσεις και τα προσόντα του αιτητή.
6. Η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή στερείται της δέουσας αιτιολογίας."
Στην Ένστασή της η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ισχυρίζεται [*1175] ότι:
"1.Η Καθ' ης η Αίτηση ενήργησε νόμιμα και καλή τη πίστει και στα πλαίσια της ορθής εκτέλεσης των εξουσιών της και των διακριτικών της εξουσιών σύμφωνα με το Διοικητικό δίκαιο και τις ανάγκες της υπηρεσίας.
2. Οι αποφάσεις της Καθ' ης η Αίτηση λήφθηκαν με νόμιμη διαδικασία χωρίς την οποιαδήποτε υπέρβαση του Νόμου ή των εξουσιών της Καθ' ης η Αίτηση.
3. Η Καθ' ης η Αίτηση κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων δεν προέβη σε καμιά δυσμενή διάκριση εναντίον του Αιτητή. έδωσε δε πλήρη βαρύτητα στην πείρα και αρχαιότητά του καθώς και στην αξία και τα προσόντα του.
4. Η Καθ' ης η Αίτηση κατέληξε στις προσβαλλόμενες αποφάσεις αφού προέβη στη δέουσα έρευνα και δεν βασίστηκε σε οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα ή νομική πλάνη.
5. Οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις είναι καθόλα σύμφωνες με τα Σχέδια Υπηρεσίας και τους σχετικούς κανονισμούς της Καθ' ης η Αίτηση καθώς επίσης και τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.
6. Οι αποφάσεις της Καθ' ης η Αίτηση είναι δεόντως αιτιολογημένες και δεν είναι αποτέλεσμα συγκαλυμμένης δίωξης και/ή τιμωρητικής ενέργειας και/ή δυσμενούς μεταχείρησης του Αιτητή.
7. Η Αίτηση δεν αποκαλύπτει λόγους που να δικαιολογούν την ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων".
Τα τρία Ενδιαφερόμενα Μέρη εμφανίστηκαν στο Δικαστήριο μέσω του δικηγόρου τους κ. Ίκαρου Τυπογράφου, δεν καταχώρησαν όμως ένσταση.
Οι διάδικοι συμφώνησαν αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα που είναι σε συντομία τα εξής: [*1176]
Στις 24 Ιουνίου 1988 η Καθ' ης η Αίτηση κυκλοφόρησε γνωστοποίηση Κενών Θέσεων με αριθμό 5/88, Τεκ. 1, που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, δύο από τις επίδικες θέσεις. Στις 27 Ιουνίου 1988, η Καθ' ης η Αίτηση κυκλοφόρησε δεύτερη Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων με αριθμό 6/88, Τεκ. 3, που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, την τρίτη επίδικη θέση. Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, Τεκ. 2, οι Θέσεις Γραμματειακών Λειτουργών είναι θέσεις προαγωγής του Γραφειακού Προσωπικού με μισθολογική κλίμακα Α8-Α9.
Αιτήσεις για προαγωγή στις πιο πάνω τρεις κενές θέσεις υπέβαλαν πολλοί υπάλληλοι της Αρχής. Ανάμεσα στους υποψηφίους που κρίθηκαν ότι κατέχουν τα απαραίτητα προσόντα για να προαχθούν περιλαμβάνονται τα τρία Ενδιαφερόμενα Μέρη και ο Αιτητής.
Η Μεικτή Συμβουλευτική επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές του Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού που συστάθηκε με βάση τον Κανονισμό 18 των Περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 για να βοηθά την Αρχή στην επιλογή των καταλληλοτέρων υποψηφίων σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, επιλήφθηκε του θέματος των επίδικων προαγωγών στις συνεδρίες της με ημερομηνίες 12, 24, 25 και 27 Αυγούστου και 1, 3 και 8 Σεπτεμβρίου 1988. Στη Συμβουλευτική Έκθεση που υπόβαλε με ημερομηνία 17 Σεπτεμβρίου, Τεκ. 5, αναφέρεται ότι, αφού αξιολόγησε όλα τα στοιχεία των υποψηφίων, δηλαδή τα υπηρεσιακά στοιχεία, την πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα στην Αρχή, προσόντα σε συσχετισμό με το Σχέδιο Υπηρεσίας και επίδοση στην υπηρεσία, σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, αποφάσισε να εισηγηθεί την προαγωγή στις τρεις επίδικες κενές θέσεις των τριών ενδιαφερόμενων Μερών Βασίλειου Γεωργίου, Ιωάννη Παναγίδη και Θεοχάρη Παπαθωμά και του Αιτητή "ως τους κατάλληλους ή επικρατέστερους υποψηφίους".
Την πιο πάνω Έκθεση της Επιτροπής Επιλογής μελέτησε η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής στις συνεδρίες της με ημερομηνίες 12 και 14 Οκτωβρίου 1988 στις οποίες επιλήφθηκε των αιτήσεων για προαγωγή στις επίδικες κενές θέσεις και με βάση τις εξουσίες που της παρέχει ο Κανονισμός 19(3) αποφάσισε να συστήσει στην Αρχή την προαγωγή σ' αυτές των τριών Ενδιαφερόμενων Μερών. Στο αιτιολογικό μέρος της εισήγησής της που είναι Τεκ. 6 ενώπιόν μου, η Υπεπιτροπή αναφέρει, μεταξύ άλλων τα εξής: [*1177]
"... και αφού άκουσε τις απόψεις του Διευθυντή και, όπου κατά την κρίση της εθεώρησε αναγκαίο, τις απόψεις Διευθυντών Υπηρεσιών της Αρχής ..."
Στην Έκτακτη Συνεδρία της Αρχής που έγινε στις 31 Οκτωβρίου 1988 μελετήθηκαν τα πρακτικά των σχετικών συνεδριών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, Τεκ. 6, ως και η Έκθεση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής, Τεκ. 5, όπως δε αναφέρει το σχετικό πρακτικό της Αρχής, Τεκ. 7, η Αρχή αποφάσισε ομόφωνα την προαγωγή των τριών Ενδιαφερόμενων Μερών αντί του Αιτητή στις επίδικες τρεις κενές θέσεις αφού έλαβε υπόψη της, μεταξύ άλλων, τις συστάσεις και απόψεις "του Διευθυντή και, όπου κατά την κρίση της εθεώρησε αναγκαίο, τις απόψεις Διευθυντών Υπηρεσιών της Αρχής, και τις συστάσεις και απόψεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού, και τις περί των υποψηφίων εμπιστευτικές εκθέσεις."
Είναι ουσιώδες για την τύχη της παρούσας προσφυγής το γεγονός ότι με βάση τη παράγραφο (4) του Κανονισμού 19 η Αρχή "εν ολομελεία" έχει αποκλειστική αρμοδιότητα και εξουσία να λαμβάνει τελικές και δεσμευτικές αποφάσεις πάνω σε όλα τα θέματα προσωπικού περιλαμβανομένων προαγωγών και ότι στην άσκηση των εξουσιών της στον τομέα αυτό η Αρχή δε δεσμεύεται από οποιεσδήποτε συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Ουσιώδους σημασίας είναι και η πρόνοια της παραγράφου (4) του Κανονισμού 23 που εφαρμόζεται στις επίδικες προαγωγές με βάση την οποία:
"23(4) Κατά την προαγωγήν εις θέσιν ετέραν των εν τη παραγράφω (3) αναφερομένων θέσεων, η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπ' όψιν -
(α) τας συστάσεις και απόψεις της αρμοδίας Επιτροπής Επιλογής, της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, του Διευθυντού και οιουδήποτε Διευθυντού Υπηρεσίας, Περιφερείας ή Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού, η Αρχή ήθελε κρίνει σκόπιμον να συμβουλευθή-
(β) τας περί των υποψηφίων εμπιστευτικάς εκθέσεις."
Η σημασία της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας στην παρού[*1178]σα υπόθεση βρίσκεται στο γεγονός ότι στη λήψη της απόφασής της που αφορά τις επίδικες προαγωγές, η Αρχή είχε ρητή υποχρέωση να λάβει υπόψη της τις συστάσεις και απόψεις του διευθυντή και Διευθυντών Υπηρεσιών και τις συστάσεις και απόψεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Από τη συμμόρφωση της Αρχής στην πρόνοια αυτή εξάγεται το συμπέρασμα ότι στη λήψη της απόφασής της η Αρχή έχει ουσιαστικά επηρεαστεί από τις απόψεις και εισηγήσεις των πιο πάνω αξιωματούχων και/ή οργάνων της Αρχής.
Στη γραπτή του αγόρευση, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Αιτητή ισχυρίστηκε ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, μεταξύ άλλων λόγων και για το παραδεκτό γεγονός ότι ούτε στα πρακτικά της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ούτε στα πρακτικά της Αρχής έχουν καταγραφεί οι συστάσεις και οι απόψεις που εξέφρασαν προφορικά ενώπιόν τους ο Διευθυντής της Αρχής και οι Διευθυντές Υπηρεσιών, οι οποίες ήταν στοιχεία που ουσιαστικά επηρέασαν τη μεν Συμβουλευτική Υπεπιτροπή στη λήψη της επίδικης εισήγησής της προς την Αρχή, τη δε Αρχή στη λήψη της τελικής απόφασης προαγωγής των Ενδιαφερομένων Μερών. Η παράλειψη αυτή, τόνισε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, καταστρατηγεί τις βασικές αρχές της χρηστής διοίκησης και στερεί την προσβαλλόμενη απόφαση βασικού μέρους της αναγκαίας αιτιολογίας της.
Στη γραπτή της αγόρευση η ευπαίδευτη δικηγόρος της Καθ' ης η Αίτηση Αρχής παραδέχεται ότι η Αρχή κατάληξε στις προσβαλλόμενες αποφάσεις αφού έλαβε υπόψη της μεταξύ άλλων τις συστάσεις και απόψεις του Διευθυντή και όπου κατά την κρίση της θεώρησε αναγκαίο τις απόψεις Διευθυντών Υπηρεσιών της Αρχής, χωρίς όμως το περιεχόμενο αυτών των συστάσεων και απόψεων να καταγράφεται στα πρακτικά της συνεδρίας της Καθ' ης η Αίτηση. Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Αρχής ισχυρίζεται ακόμα ότι η παράλειψη αυτή αποτελεί τυπική παρανομία ένεκα της οποίας αδυνατεί να υποστηρίξει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, εισηγείται δε στο Δικαστήριο να ακυρώσει τις επίδικες προαγωγές χωρίς όμως να εισέλθει στην ουσία της υπόθεσης. Παρόμοια ήταν η θέση που υποστήριξε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Ενδιαφερομένων Μερών. Η θέση του Αιτητή στην πιο πάνω εισήγηση ήταν ότι, αν το Δικαστήριο ακυρώσει τις επίδικες προαγωγές για την πιο πάνω παράλειψη της Αρχής, δε συντρέχει λόγος για την εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης που [*1179] προβάλλει ο Αιτητής στην προσφυγή του.
Στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας κάτω από το άρθρο 146 του Συντάγματος το Δικαστήριο δε δεσμεύεται από δηλώσεις ή παραδοχές των διαδίκων για το ακυρώσιμο ή όχι οποιασδήποτε διοικητικής πράξης ή απόφασης, η ακύρωση της οποίας παραμένει πάντοτε αποκλειστική ευθύνη του ίδιου του Δικαστηρίου. Η αρχή αυτή έχει νομολογιακά καθιερωθεί και ενδεικτικά αναφέρω τις αποφάσεις: 1) στην υπόθεση Κοιλανιώτης ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 1797 και 2) Ζαπίτης v. A.H.K (1989) 3, Α.Α.Δ. 917.
Ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι η παράλειψη των αρμοδίων οργάνων της Καθ' ης η Αίτηση να καταγράψουν στα Πρακτικά των συνεδριών τοις τις απόψεις και συστάσεις του Διευθυντή και των Διευθυντών Υπηρεσιών καταστρατηγεί τις βασικές αρχές της χρηστής διοίκησης είναι απόλυτα βάσιμος. Η καθ' ης η Αίτηση Αρχή είχε καθήκον να αιτιολογήσει με την απαιτούμενη επάρκεια την επίδικη απόφαση. Καμιά αιτιολογία δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής αν δεν περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που επιτρέπουν τη διεξαγωγή αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου της πράξης ή απόφασης σε όλες ανεξαίρετα τις περιπτώσεις. Καμιά απόφαση δε λογίζεται ότι λήφθηκε κατά τρόπο νόμιμο αν ο έλεγχος της νομιμότητας της από το Διοικητικό Δικαστή δεν είναι εφικτός. Η αρχή αυτή έχει απόλυτα καθιερωθεί και εφαρμόζεται με συνέπεια και χωρίς εξαιρέσεις. Ενδεικτικά παραθέτω την υπόθεση Χριστοδουλίδη και Άλλου ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 1637, στην οποία, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας δεν κατέγραψε στα πρακτικά των συνεδριών της τις απόψεις για τους υποψηφίους που είχαν εκφράσει προφορικά οι Διευθυντές Μέσης και Τεχνικής Εκπαίδευσης τις οποίες έλαβε υπόψη της στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην απόφαση της Ολομέλειας αναφέρονται τα εξής στη σελίδα 1639:
"The failure to record the said views of the Heads of Department, which obviously were factors which have materially influenced the Commission in reaching its sub judice decision, not only has offended against basic principles of proper administration, but has also deprived such decision of an essential part of its reasoning, thus rendering proper judicial control impossible". [*1180]
Είναι φανερό ότι στη λήψη της επίδικης απόφασης των προαγωγών των τριών Ενδιαφερομένων Μερών, η Καθ' ης η Αίτηση επηρεάστηκε από τις απόψεις που εξέφρασαν ενώπιόν της ο Διευθυντής και οι Διευθυντές Υπηρεσιών. Η περίπτωση καλύπτεται απόλυτα από την απόφαση στην υπόθεση Χριστοδουλίδη (ανωτέρω). Η επίδικη απόφαση πάσχει από έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας που αποτελεί από μόνη της ικανό λόγο ακύρωσής της.
Για τον πιο πάνω λόγο η προσφυγή επιτυγχάνει και οι επίδικες προαγωγές των τριών Ενδιαφερομένων Μερών ακυρώνονται. Επειδή αναμένεται ότι η Καθ' ης η Αίτηση Αρχή θα επανεξετάσει το θέμα, δε θεωρώ σκόπιμο να ασχοληθώ ή να εκφράσω γνώμη στο θέμα της σύγκρισης των υποψηφίων ή σε οποιοδήποτε επιπρόσθετο λόγο για τον οποίο ο Αιτητής ισχυρίζεται στην προσφυγή του ότι οι επίδικες προαγωγές πρέπει να ακυρωθούν.
Δεν κάμνω οποιαδήποτε διαταγή αναφορικά με τα έξοδα.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται χωρίς διαταγή για έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο