Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 2025

(1989) 3 ΑΑΔ 2025

[*2025] 15 Σεπτεμβρίου, 1989

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 915/88)

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Εμπιστευτικές εκθέσεις — Η Εγκύκλιος 491 για την σύνταξη των — Παράβαση εγκυκλίου — Συνέπεια — Ανάλυση νομολογίας —Παρατυπία στη σύνταξη εμπιστευτικής εκθέσεως — Το ερώτημα είναι αν η παρατυπία επηρέασε το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης — Αν ναι, η πράξη ακυρώνεται, αν όχι, η παρατυπία δεν αποτελεί λόγον ακυρώσεως.

Η Ε.Δ.Υ. απεφάσισε να μην λάβει υπόψη τις αλλαγές, που ο προσυπογραφών λειτουργός είχεν επιφέρει σε αριθμό εκθέσεων κατά τρόπο μη συνάδοντα με την διαδικασία της εγκυκλίου 491. Ο Αιτών υπεστήριξε ότι από την ώρα, που είχε διαπιστωθεί η παρατυπία η Ε.Δ.Υ. έπρεπε να αγνοήσει τις εκθέσεις καθ' ολοκληρίαν και όχι να στηριχθή στην βαθμολογία, που έδωσε ο αξιόλογων λειτουργός.

Το Ανώτατο Δικαστήριο διεπίστωσε ότι και να ενεργούσε η Ε.Δ.Υ. με τον τρόπο, που υποδείκνυε ο Αιτών, η γενική εικόνα για τον Αιτούντα και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν θα άλλασε. Με βάση την διαπίστωση αυτή και την αρχή ότι παρατυπία, που δεν επηρέασε το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης δεν οδηγεί σε ακύρωση, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση Ακυρώσεως.

Η Αίτηση Ακυρώσεως απορρίπτεται. Ουδεμία διαταγή για έξοδα. [*2026]

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Καρπασίτης ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 1617,

Σάββα και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 160,

Αγρότης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού (1981) 3 Α.Α.Δ. 503,

Σεκκίδη ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 2136,

Louca v. Savva and Others and The Public Service Commission and Others (1989) 3 C.L.R. 672,

Αργυρίδης v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 380,

Theoklitou and Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1271,

Λάρκος κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 804,

Φραγκουλλίδης κ.α. ν. Ε.Δ.Υ. (1985) 3 Α.Α.Δ. 1680,

Δημοκρατία ν. Ξιναρή (1985) 3 Α.Α.Δ. 1922.

Παπαλεοντίου ν. Δημοκρατίας (1987) 3 Α.Α.Δ. 211,

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) ? Α.Α.Δ. 74,

Χατζηιωάννου ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1041,

Λάρκος ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 513,

Καραγιώργης ν. Ρ.Ι.Κ. (1985) 3 Α.Α.Δ. 378,

Γεωργιάδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 653,

Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (1975) 3 Α.Α.Δ. 37,

Χατζησάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76.

Προσφυγή.

Προσφυγή   εναντίον   της   απόφασης   της   Επιτροπής [*2027] Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος προάχθηκε στη θέση Ελεγκτή στην Ελεγκτική Υπηρεσία αναδρομικά από 15.6.1986 αντί του αιτητή.

Κ. Κούσιος, για τον Αιτητή.

Α. Παπασάββας, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ. Δ.: Ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Το επίδικο θέμα στην προσφυγή αυτή είναι η εγκυρότητα της απόφασης της Ε.Δ.Υ.. ημερ. 16.9.88, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ. 2349 και με την οποία προάχθηκε στη μόνιμη θέση Ελεγκτή στην Ελεγκτική Υπηρεσία, αναδρομικά από 15.2.86, το ενδιαφερόμενο μέρος Γεώργιος Ασσιώτης, αντί του αιτητή.

Ο αιτητής, προσβάλλοντας την επίδικη απόφαση, επικαλείται τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

(1) Οι καθ' ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη και/ή δεν αξιολόγησαν ορθά τα υπό του νόμου και/ή της νομολογίας καθοριζόμενα κριτήριο, προαγωγής και/ή επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου.

(2) Με την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους αντί του αιτητή, οι καθ ων η αίτηση έκαμαν κακή χρήση της διακριτικής τους εξουσίας.

(3) Η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ελήφθη κατά παράβαση των διατάξεων του Συντάγματος και των βασικών αρχών του Διοικητικού δικαίου.

(4) Η απόφαση είναι αναιτιολόγητη ή στερείται της δέουσας αιτιολογίας.

Γεγονότα:

Αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος είχαν προαχθεί στις θέσεις Ελεγκτή-Ελεγκτική Υπηρεσία - με απόφαση της Ε.Δ.Υ., ημερ. 26.9.85, αναδρομικά από 15.10.85. Οι προαγωγές αυτές ακυρώθηκαν με απόφαση του Δικαστηρίου, ημερ. 26.9.85, και [*2028] έτσι η Ε.Δ.Υ. σε συνεδρίαση της με ημερ. 10.8.87, επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης των δυο κενών θέσεων. Η Επιτροπή, αφού άκουσε τις απόψεις και συστάσεις του Γενικού Ελεγκτή, ο οποίος σύστησε τόσο τον αιτητή, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, αποφάσισε να προάξει από 15.10.85 δύο άλλους υποψήφιους, τον Παλάτο και Μαυρομμάτη. (Παράρτημα 1 της ένστασης).

Επειδή ο Κώστας Παλάτος είχε προαχθεί με προγενέστερη απόφαση της Ε.Δ.Υ. σε άλλη ίδια θέση, από 15.2.86 (Παράρτημα 2, θέμα 4), η θέση αυτή, ύστερα από την πιο πάνω αναδρομική προαγωγή του, παρέμεινε κενή. Έτσι η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρίαση της με ημερ. 28.9.87 (Παράρτημα 2 της ένστασης), αποφάσισε να ληφθούν υπόψη κατά την επανεξέταση για πλήρωση της, επιπρόσθετα με τους υποψήφιους που είχαν ληφθεί υπόψη κατά την αρχική εξέταση του θέματος, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος, που τότε δεν είχαν ληφθεί υπόψη γιατί ήδη είχαν προαχθεί σε άλλη ίδια θέση, η προαγωγή τους όμως ακυρώθηκε από το Ανώτατο δικαστήριο.

Η Επιτροπή, επανεξετάζοντας το θέμα στη συνεδρίαση της με ημερ. 11.7.88 (Παράρτημα 3 της ένστασης), ασχολήθηκε κατ' αρχή με τις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων και αποφάσισε να αγνοήσει εντελώς τις αναιτιολόγητες τροποποιήσεις που έγιναν από τους Προσυπογράφοντες Λειτουργούς στις εμπιστευτικές εκθέσεις του αιτητή για τα έτη 1981, 1982, 1983 και 1984 και του ενδιαφερόμενου μέρους για τα έτη 1980,1981, 1982,1983 και 1984, καθώς και δύο άλλων υποψηφίων.

Στη συνέχεια η Επιτροπή άκουσε τη σύσταση του Γενικού ελεγκτή, η οποία αναγόταν στο καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ο γενικός Ελεγκτής ανάφερε τα εξής: "Λαμβάνοντας υπόψη την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, συστήνω το Γεώργιο Ασσιώτη."

Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων με βάση όλα τα ενώπιον της στοιχεία που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο. Ενδεικτικά, στα πρακτικά της συνεδρίασης αναφέρονται οι εκθέσεις των υποψηφίων για τα έτη 1979-1985. Για τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος αναφέρονται τα εξής: [*2029]


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1. Στυλιανού Ανδρέας Μ.:

1979

"Λ.Κ."

(3- 9-0)

1980

"Λ.Κ."

(0- 9-3)

1981

"Λ.Κ."

(3- 9-0)

1982

"Λ.Κ."

(3- 9-0)

1983

"Λ.Κ."

(2-10-0)

1984

"Λ.Κ."

(4- 8-0)

1985

"Λ.Κ."

(6- 6-0)

2. Ασσιώτης Γεώργιος Α.:

1979

"Λ.Κ."

(4- 8-0)

1980

"Λ.Κ."

(6- 6-0)

1981

"Λ.Κ."

(6- 6-0)

1982

"Λ.Κ."

(7-5-0)

1983

"Λ.Κ."

(7-5-0)

1984

"Λ.Κ."

(6- 6-0)

1985

"Λ.Κ."

(5- 7-0)

Ακολούθως η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, αξία, προσόντα, αρχαιότητα, σύσταση, επέλεξε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος Γεώργιο Ασσιώτη, αναφέροντας τα εξής στην επίδικη απόφαση:

"Η Επιτροπή απόδωσε επίσης τη δέουσα σημασία στα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων, σύμφωνα με την οποία αυτοί κατατάσσονται ως εξής: Ανδρέας Στυλιανού, Γεώργιος Ασσιώτης, Νίκος Ονούφριου και Σωτήριος Κορούλας.

Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιον της ουσιώδη στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, έκρινε με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους (αξία, προσόντα, αρχαιότητα) ότι ο Γεώργιος ΑΣΣΙΩΤΗΣ, ο οποίος συστήθηκε από το Διευθυντή, υπερέχει των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε να τον προαγάγει σαν τον πιο κατάλληλο στη μόνιμη θέση (Τακτ. Προϋπ.) θέση Ελεγκτή, Ελεγκτική Υπηρεσία, αναδρομικά από 15.2.86."

Νομικοί Ισχυρισμοί.

Στη γραπτή τους αγόρευση οι δικηγόροι του αιτητή ισχυρίζονται πως η καθ' ης η αίτηση Επιτροπή έλαβε την υπό κρίση απόφαση στηριζόμενη επί ελλείπων στοιχείων, καθότι δεν έλαβε υπόψη της τις απόψεις και αξιολογήσεις του Προσυπογράφοντος Λειτουργού στις ετήσιες εμπιστευτικές [*2030] εκθέσεις και/ή στηρίχθηκε σε μη πλήρεις και/ή μη έγκυρες εμπιστευτικές εκθέσεις. Ακολούθως, αναφέρθηκαν στις συνέπειες μη εφαρμογής των προνοιών του Κανονισμού 9 της Εγκυκλίου αρ. 491, όπως διατυπώθηκαν στην υπόθεση Καρπασίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 1617 και υποστήριξαν τη θέση πως η μη έγκυρη προσυπογραφή των εκθέσεων τις εμποδίζει από του να πληρούν τις προϋποθέσεις για να θεωρούνται εμπιστευτικές εκθέσεις και η ακυρότητα τους συμπαρασύρει την τελική πράξη της προαγωγής σε ακυρότητα.

Καταλήγοντας, ανάφεραν πως η διόρθωση της αρχικής παρατυπίας, με το να θεωρήσει η Ε.Δ.Υ. πως δεν υπήρχε καθόλου η γνώμη του Προσυπογράφοντος Λειτουργού, που είναι ουσιώδης σε μια εμπιστευτική έκθεση, δημιουργεί νέα παρατυπία.

Εκτός από την υπόθεση Καρπασίτη (ανωτέρω), οι δικηγόροι του αιτητή αναφέρθηκαν στις υποθέσεις Σάββα και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 160, Αγρότης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού (1981) 3 Α.Α.Δ. 503, στη σελ. 513. .

Το θέμα των εμπιστευτικών εκθέσεων από πλευράς κατάρτισης και περιεχομένου τους, απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολλές περιπτώσεις.

Στην υπόθεση Σεκκίδη ν. Της Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 2136, στη σελ. 2151, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Λοΐζου παρατηρεί τα ακόλουθα:

"In the light of the above authorities it must be concluded that the 1979 Circular lays down rules of procedure which must generally be followed when preparing confidential reports.

Failure to observe such rules inevitably renders any report thus compiled irregular, but at the same time we feel that to hold that such irregularity should at all times be considered as leading to the annulment of any decision taken, irrespective of whether it did materially affect such decision, would be going too far. No doubt such irregularity amounts to an illegality in the broad sense of the term, that is of being a violation of a procedural legal provision and this is how we understand Argyrides case (supra). But being a violation of procedure it has to be shown that it materially [*2031] affected the decision reached. As regards the conclusion reached in Argyrides case (supra) respecting Article 28(1) we are of the view that it cannot be extricated from the facts of that case.

Without doubt one must treat very cautiously when considering such reports in order to avoid even the slightest possibility of abuse by those entrusted with the duty of compiling confidential reports. We believe that one must always look first at the circumstances of the case in hand in order to ascertain the extend of the irregularity and the effect such report had on the sub judice decision".

Στην υπόθεση αυτή ο εφεσείοντας ισχυρίστηκε ότι η εμπιστευτική έκθεση του για το έτος 1984, η οποία είχε ληφθεί υπόψη από την καθ' ης η αίτηση Επιτροπή κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, είχε τροποποιηθεί δυσμενώς για τον εφεσείοντα από τον Προσυπογράφονται Λειτουργό, σε αντίθεση με τις πρόνοιες της παραγράφου 9 της Εγκυκλίου. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δέκτηκε την έφεση και ακύρωσε την επίδικη απόφαση καταλήγοντας στο εξής συμπέρασμα στη σελ. 2153:

"As already stated above we are not compelled by the decision of Argyrides (supra) to set aside every decision of the Public Service Commission where a confidential report was improperly prepared, nevertheless, an Administrative Court must always examine whether a failure to comply with any such formality is of such importance as to have affected the outcome of the decision. Having done so in the present case, since we cannot exclude the likelihood that such alterations may have materially affected the sub judice decision, we feel that in the circumstances it must be annulled. The test in such cases is for the Administrative Court to consider whether the omission of wrong compliance was of such importance that could affect the contents of the administrative act or decision."

Την ίδια θέση πάνω στο θέμα των εμπιστευτικών εκθέσεων υιοθέτησε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Louca Yiannoulla v. Michalaki Savva and Others and The Public Service Commission and Others (1989) 3 CL.R. 672. Στην υπόθεση αυτή, όπου η Ε.Δ.Υ. δεν έλαβε υπόψη μέρος των εμπιστευτικών εκθέσεων, το οποίο αφορούσε την προσυπογραφή νεοδιορισθέντος Διευθυντή Τμήματος, το Δικαστήριο [*2032] ανάφερε τα ακόλουθα στις σελίδες 678 και 679 της απόφασης:

"Irrespective of the above the respondent Commission obviously out of caution decided to disregard such part of the reports which related to the countersigning by the newly appointed acting Head of Department, though in our view it could have considered them as a whole. This it may, in certain circumstances be able to do whenever it considers that any confidential report before it suffers from any irregularity of a non material kind, that is to exclude such part of the report it considers irregular. See Argyrides v. The Republic (1989) 3 C.L.R. 380. Also in the case of Theoklitou and Another v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1271, it was stated by the Court referring to the present judgment under appeal as follows:

'In Michalakis Savva we did observe that when confidential reports are excluded, it is in the power of the Public Service Commission to request the Administration to fill the gap. This is not a mandatory course and every case must depend on its own facts. Developments in the psychiatric department made it difficult, if not possible, to fill the gap by referring the matter back to the Administration. It was open to the Public Service Commission to adopt the course they followed and evaluate the merits of the candidates by reference to admissible confidential reports, after exclusion of those considered inadmissible.'

Though without doubt we feel that Dr. Neophytou was competent and able to have countersigned the confidential reports in question, nevertheless we consider, in the circumstances, that the trial court wrongly annulled the decision of the respondent Commission for having taken into consideration the aforesaid confidential reports, as it did, and these grounds of appeal therefore succeed."

Με το ίδιο σκεπτικό προσεγγίζει το θέμα των εμπιστευτικών εκθέσεων και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση, Ξενής Λάρκος κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 804.

Υπό την καθοδήγηση των πιο πάνω αποφάσεων, εκείνο που θα πρέπει να εξακριβωθεί στην παρούσα υπόθεση είναι κατά [*2033] πόσο το μέρος εκείνο των εμπιστευτικών εκθέσεων που έπασχε από την παρατυπία μπορούσε να επηρεάσει το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης.

Η εικόνα την οποία παρουσιάζουν αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος στις εμπιστευτικές τους εκθέσεις για τα έτη 1979-85, μη λαμβανομένου υπόψη του μέρους εκείνου που έπασχε από παοατυπία, είναι η ακόλουθη:

 

Αιτητής

Ενδιαφερόμενο Μέρος

1979

"Λ.Κ."

(3- 9-0)

"Λ.Κ."

(4- 8-0)

1980

"Λ.Κ."

(0- 9-3)

"Λ.Κ."

(6- 6-0)

1981

"Λ.Κ."

(3- 9-0)

"Λ.Κ."

(6- 6-0)

1982

"Λ.Κ."

(3- 9-0)

"Λ.Κ."

(7-5-0)

1983

"Λ.Κ."

(2-10-0)

"Λ.Κ."

(7-5-0)

1984

"Λ.Κ."

(4- 8-0)

"Λ.Κ."

(6- 6-0)

1985

"Λ.Κ."

(6- 6-0)

"Λ.Κ."

(5- 7-0)

 

 

 

 

 

 

 

21-60-3

                 41-43-0

Η εικόνα την οποία θα παρουσίαζαν αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος στις εμπιστευτικές τους εκθέσεις για τα ίδια έτη, δεδομένου ότι δεν θα υπήρχε καμιά παρατυπία και η προσυπογραφή του Προσυπογράφοντα Λειτουργού ήταν νομότυπη, είναι η ακόλουθη:

 

Αιτητής

Ενδιαφερόμενο Μέρος

1979

"Λ.Κ."

(3- 9-0)

"Λ.Κ."

(4- 8-0)

1980

"Λ.Κ."

(0- 9-3)

"Λ.Κ."

(4- 8-0)

1981

"Λ.Κ."

(1-11-0)

"Λ.Κ."

(2-10-0)

1982

"Λ.Κ."

(3- 9-0)

"Λ.Κ."

(3- 9-0)

1983

"Λ.Κ."

(2-10-0)

"Λ.Κ."

(3- 9-0)

1984

"Εξ.."

(8- 4-0)

"Λ.Κ."

(7-5-0)

1985

"Λ.Κ."

(6- 6-0)

"Λ.Κ."

(5- 7-0)

 

 

 

 

 

 

 

23-58-3

                  28-56-0

Μετά τη σύγκριση των πιο πάνω, παρατηρούμε ότι ο μεν αιτητής, λαμβανομένης υπόψη της προσυπογραφής, παρουσιάζει ελαφρώς αναβαθμισμένη βαθμολογία, ιδίως όσον αφορά το [*2034] έτος 1984, το δε ενδιαφερόμενο μέρος παρουσιάζεται υποβαθμισμένο μεταξύ των ετών 1980-1983, συμπεριλαμβανομένων. Γενικά όμως η βαθμολογία του ενδιαφερόμενου μέρους παραμένει καλύτερη, πριν και μετά την προσυπογραφή, έναντι αυτής του αιτητή.

Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η παρατυπία στην περίπτωση αυτή δεν ήταν ουσιώδης, γιατί δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικό αποτέλεσμα, δεδομένου πως το ενδιαφερόμενο μέρος τόσο πριν όσο και μετά την προσυπογραφή, παρουσιάζει καλύτερη βαθμολογία από τον αιτητή. Επομένως ήταν εφικτό για την καθ' ης η αίτηση να παραβλέψει το μέρος εκείνο των εκθέσεων που έπασχε από την παρατυπία και να βασίσει την εκτίμηση της για τους υποψήφιους στο νόμιμο μέρος τους.

Είναι επίσης η εισήγηση των δικηγόρων του αιτητή ότι η σύσταση του Γενικού Ελεγκτή της Υπηρεσίας υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους δεν είναι ειδικώς αιτιολογημένη. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και αστήριχτος γιατί η σύσταση, αν και λακωνική, είναι αιτιολογημένη και συνάδει πλήρως με την όλη εικόνα του ενδιαφερόμενου μέρους, όπως εμφανίζεται στα σχετικά διοικητικά έγγραφα που ήταν ενώπιον της Επιτροπής.

Εν όψει των ανωτέρω, γίνεται φανερό πως το ενδιαφερόμενο μέρος είχε καλύτερες εμπιστευτικές εκθέσεις και έτυχε και της σύστασης του Προϊσταμένου του. Όμως, ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης πως η Ε.Δ.Υ. δεν έλαβε υπόψη της την αρχαιότητα του και τα καταφανώς ανώτερα προσόντα του. Είναι γεγονός πως ο αιτητής είναι κατά 11 μήνες αρχαιότερος του ενδιαφερόμενου μέρους, αφού είχε προαχθεί στη μόνιμη θέση Εξεταστή Λογαριασμών 3ης Τάξης την 1.1.67, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος την 1.12.67. Έκτοτε όμως, και από την 1.7.68, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος προβιβάζονταν ταυτόχρονα.

Όσον αφορά το θέμα των προσόντων, η νομολογία είναι ότι ένα τέτοιο ζήτημα ανήκει στη δικαιοδοσία του διορίζοντος οργάνου. Μόνο η υπέρβαση των ορίων της εξουσίας αυτής μπορεί να προκαλέσει την επέμβαση του Δικαστηρίου. Σχετικές είναι οι ακόλουθες αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Φραγκουλλίδης κ.α. v. E.Δ.Y. (1985) 3 Α.Α.Δ. 1680, 1684, 1685, Δημοκρατία ν. Ξιναρή (1985) 3 Α.Α.Δ. 1922, 1927, [*2035] 1928 και Παπαλεοντίου ν. Δημοκρατίας (1987) 3 Α.Α.Δ. 211, 213.

Τα προσόντα και των δύο υποψηφίων στην περίπτωση αυτή κρίθηκαν από την Ε.Δ.Υ. σαν περίπου τα ίδια, ο δε αιτητής δεν απέδειξε την υπεροχή των προσόντων του. Ως εκ τούτου, δεν διασαλεύτηκε το τεκμήριο της νομιμότητας της απόφασης της Ε.Δ.Υ.

Είναι αρχή του διοικητικού δικαίου, την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ακολουθεί, πως ένα διοικητικό όργανο, στην προσπάθεια του να επιλέξει τον καταλληλότερο για μια θέση, μπορεί, αφού λάβει υπόψη του όλα τα σχετικά κριτήρια, να δώσει μεγαλύτερη σημασία σε ένα κριτήριο παρά σε άλλο. Όμως, πράττοντας αυτό, θα πρέπει να εξασκεί ορθά τη διακριτική του ευχέρεια. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην απόφαση του διοικητικού οργάνου αν η απόφαση του ήταν λογικά εφικτή. Όταν ένα διοικητικό όργανο, όπως η Ε.Δ.Υ., επιλέγει ένα υποψήφιο με βάση τη σύγκριση με άλλους, δεν είναι αναγκαίο, για να δικαιολογήσει την απόφαση της, να δείξει πως ο επιλεγής έκδηλα υπερείχε των άλλων υποψηφίων.

Το βάρος της έκδηλης υπεροχής ευρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος πρέπει να αποδείξει το στοιχείο τούτο, για να θεωρηθεί πως το διοικητικό όργανο υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας. (Βλέπε επιθεώρηση Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού δικαίου 1965, Τόμος 9, σελ. 369, Οδυσσέας Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ., 74, στη σελ. 83, Χ'' Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1041, στη σελ. 1046).

Επίσης έχει νομολογηθεί πως η Ε.Δ.Υ. έχει πρώτιστο καθήκον σε κάθε υπόθεση να επιλέγει τον καταλληλότερο υποψήφιο για προαγωγή και οι συστάσεις του Προϊσταμένου έχουν αξιοσημείωτη βαρύτητα, η οποία δεν μπορεί εύκολα να παραγνωριστεί. Περαιτέρω, έχει τεθεί η αρχή πως η αξία θα πρέπει να έχει μεγαλύτερο βάρος ακόμα και έναντι καλύτερων προσόντων. (Βλέπε Λάρκος ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 513, Καραγιώργης ν. Ρ.Ι.Κ. (1985) 3 Α.Α.Δ. 378, Γεωργιάδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 653, Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (1975) 3 Α.Α.Δ. 37). [*2036]

Η σημασία της "έκδηλης υπεροχής" έχει αναλυθεί από τον αδελφό Δικαστή κ. Πική στην υπόθεση Χ'' Σάββα ν. Της Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 16 και στη σελ. 78 είπε τα ακόλουθα:

"As the expression 'striking superiority' suggests, a party's superiority, to validate and allegation of this kind, must be self-evident and apparent from a perusal of the files of the candidates superiority must be of such a nature as to emerge on any view of the combined effect of the merits, qualifications and seniority of the parties competing for promotion; in other words, it must emerge as an unquestionable fact; so telling, as to strike one at first sight."

Η ανάλυση αυτή έχει υιοθετηθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χ'' Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) στη σελ. 1046.

Καθοδηγούμενος από την πιο πάνω αναφερόμενη νομολογία, κατάληξα στο συμπέρασμα πως ο αιτητής στην παρούσα προσφυγή απέτυχε να αποδείξει ότι υπερείχε καταφανώς του ενδιαφερόμενου μέρους. Τουναντίον, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε στην αξία λόγω των καλύτερων εμπιστευτικών εκθέσεων και της σύστασης του Προϊσταμένου του και σύμφωνα με τη νομολογία, η εντεκάμηνη αρχαιότητα του ορθά δεν θεωρήθηκε αρκετή για να κλίνει την πλάστιγγα προς όφελος του. Επομένως η επίδικη απόφαση της Ε.Δ.Υ. ήταν λογικά εφικτή και εξάσκησε ορθά τη διακριτική της ευχέρεια επιλέγοντας τον καταλληλότερο υποψήφιο.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται και επικυρώνεται η επίδικη απόφαση. Δεν επιδικάζονται έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο