Kοτσώνη Θέλμα ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 648

(1990) 3 ΑΑΔ 648

[*648]28 Φεβρουαρίου, 1990

[ΣΑΒΒΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΘΕΛΜΑ ΚΟΤΣΩΝΗ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

ΚΑΙ/’Η ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 985/87).

 

Ακυρωτική απόφαση Aνωτάτου Δικαστηρίου — Ενέργεια και συνέπειες — Περιστάσεις της νομιμότητας εκτέλεσης ακυρώσεως προαγωγής στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δίκαιο — Πηγές — Ιεράρχηση μεταξύ νόμου και αρχής διοικητικού δικαίου — Κατίσχυση της ρητής νομοθετικής διάταξης επί αρχής του διοικητικού δικαίου — Υπεροχή του νόμου έναντι των αρχών της χρηστής διοίκησης.

Αίτηση Ακυρώσεως — Λόγοι ακυρώσεως — Προκατάληψη — Aπόδειξη — Είδος και βαθμός αποδείξεως από τον αιτητή.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Προαγωγές — Κατανομή των θέσεων Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης κατά ειδικότητα — Η κατανομή έγκυρη ως στηριζόμενη απευθείας στο Άρθρο 35Γ της εκπαιδευτικής νομοθεσίας.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Προαγωγές — Αιτιολογία — Παράμετροι νομιμότητας της αιτιολογίας — Αριθμητική αποτίμηση κριτηρίων και αύξηση μονάδων από την Ε.Ε.Υ.

Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της προαγωγής της ενδιαφερομένης στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης καθώς και της απόδοσης μονάδων στην ίδια την αιτήτρια.

[*649]Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Η επαναφορά του κ. Φιλιππίδη μέλους της Συμβουλευτικής Eπιτροπής, στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή που νόμιμα κατείχε προηγουμένως ύστερα από την ακύρωση του διορισμού του σε ανώτερη θέση είναι σύμφωνη με τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου όσον αφορά τις συνέπειες μιας δικαστικής ακυρωτικής απόφασης, ότι η ακυρωτική απόφαση επαναφέρει τα πράγματα στο σημείο που βρίσκονταν ως εάν η ακυρωθείσα πράξη ουδέποτε έγινε.  Συνεπώς όσον αφορά τον κ. Φιλιππίδη η διοίκηση νόμιμα ενήργησε όταν τον επανέφερε αναδρομικά στη θέση που κατείχε πριν τον ακυρωθέντα διορισμό του.

     Τεκμαίρεται ότι ο κ. Φιλιππίδης νόμιμα κατείχε τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή.

     Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου δικηγόρου της αιτήτριας για παράνομη συμμετοχή του κ. Φιλιππίδη στη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν ευσταθεί.

2.  Το θέμα της αριθμητικής αποτίμησης των κριτηρίων της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας είναι θέμα που καθορίζεται από το νόμο και εφόσον η γενόμενη πράξη ή απόφαση λαμβάνεται μέσα στα πλαίσια του νόμου δεν εγείρεται θέμα αυθαίρετης ενέργειας ή παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης ή προγενέστερης νομολογίας.  Όπου ο νόμος εφαρμόζεται υπερισχύει των αρχών της χρηστής διοίκησης.  Η σχετική πρόνοια που καθορίζει την αποτίμηση των κριτηρίων σε μονάδες βρίσκεται στο Άρθρο 35 Β(4) του Περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, όπως εκτίθεται στο Άρθρο 7 του τροποποιητικού Νόμου του 1987 (Νόμος 65/1987) όπως τροποποιήθηκε περαιτέρω από το Άρθρο 2 του Νόμου 157 του 1987.

3.  Σχετικά με ισχυρισμούς για προκατάληψη αξιολογούντα λειτουργού ο οποίος συντάσσει εμπιστευτική έκθεση, είναι νομολογιακά καθιερωμένο με σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να αποδειχθεί από τον αιτητή με σαφήνεια και βεβαιότητα σε βαθμό που να ικανοποιεί το Δικαστήριο και να προκύπτει από γεγονότα που αναφέρονται στους φακέλους της υπόθεσης.

4.  Έρχομαι τώρα να εξετάσω τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι η κατανομή των θέσεων κατά ειδικότητα από το Υπουργείο Παι[*650]δείας είναι παράνομη.  Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί γιατί η εξουσία για τέτοια κατανομή παρέχεται στην αρμόδια Αρχή από το νόμο.  Η σχετική πρόνοια βρίσκεται στο Άρθρο 35Γ του Νόμου που εισάχθηκε με το Νόμο 65/87 (Άρθρο 7) και αργότερα τροποποιήθηκε από το Άρθρο 2 του Νόμου 162/87.

5.  Η αιτιολογία της απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής φαίνεται στα στοιχεία που περιέχονται στα Παραρτήματα που επισυνάφθηκαν στην ένσταση.  Στο παράρτημα Γ αναφέρεται ότι η αξία, προσόντα και αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου προσώπου αποτιμήθηκαν σε 201.2 και της αιτήτριας σε 198.35 με ανάλυση για το καθένα ξεχωριστά στα δε πρακτικά της Ε.Ε.Υ. με ημερομηνία 2.10.1987 ύστερα και από την αξιολόγηση όλων των στοιχείων και των προσωπικών συνεντεύξεων οι μονάδες του ενδιαφερόμενου προσώπου αυξήθηκαν σε 205.7 και της αιτήτριας σε 202.85.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Republic v. Maratheftis and Another (l986) 3(B) C.L.R. l407,

Charalambous v. Republic (1986) 3(A) C.L.R. 557,

Οthonos and Another v. Republic (1987) 3(A) C.L.R. 362,

Stavrou v. Republic (l987) 3(B) C.L.R. 725.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Eπιτροπής Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας α) να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Bοηθού Διευθυντή Mέσης Eκπαίδευσης αντί της αιτήτριας και β) να τοποθετήσει την αιτήτρια 3η στον κατάλογο των προαξίμων για την πιο πάνω θέση.

Ε. Ευσταθίου, για την αιτήτρια.

Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Αλ. Μαρκίδης, για το Ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Cur. adv. vult.

[*651]ΣΑΒΒΙΔΗΣ, Δ.:  Η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή ζητά από το Δικαστήριο τις πιο κάτω θεραπείες:

Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 2.10.1987 να προάξει στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης την Αίγλη Καμμίτση, ενδιαφερόμενο πρόσωπο, αντί την αιτήτρια είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη έννομου αποτελέσματος.

Β. Η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση με την οποία αυτοί τοποθέτησαν την αιτήτρια 3η στον κατάλογο προαξίμων για τη θέση Βοηθού Διευθυντή στη Μέση Εκπαίδευση κατά τον καταρτισμό του καταλόγου είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη έννομου αποτελέσματος.

Η αιτήτρια είναι καθηγήτρια των Γαλλικών καθώς και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Αίγλη Καμμίτση και υπηρετούν και οι δυο σε σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης.

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας με έγγραφο του με αρ. 359/68/4 και ημερ. 28.7.87 διαβίβασε έγκριση για πλήρωση 5 κενών θέσεων Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης από τις οποίες η μια αφορούσε τους καθηγητές Γαλλικών.  Στις 29.7.87 η Επιτροπή αποφάσισε την προκήρυξη των εν λόγω θέσεων και η προκήρυξη δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 2250 και ημερ. 7.8.87.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35Β(1) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 7 του Νόμου 65/87, ο Γραμματέας της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας διαβίβασε στο Γενικό Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης που είναι Πρόεδρος της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατάλογο των αιτητών μαζί με τις αιτήσεις τους, αντίγραφο της δημοσίευσης και τους φακέλους των αιτητών.

Στις 12.9.1987 ο Γενικός Επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης διαβίβασε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής μαζί με τον κατάλογο όπως προνοεί το άρθρο 35Β(6) του Νόμου.  Η αιτήτρια συγκέντρωσε συνολικά 198.35 μονάδες και κατέλαβε την τρίτη θέση στον κατάλογο των προτεινομένων για προαγωγή, στη θέση που αφορούσε τους καθηγητές των Γαλλικών, σε σύγκριση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Αίγλη Καμμίτση που συγκέντρωσε 201.2 μονάδες και κατέλαβε την 1η θέση και τη Θέκλα Ιωαννίδου που συ[*652]γκέντρωσε 199.5 μονάδες και κατέλαβε την 2η θέση.

Στις 29.9.1987 η Ε.Ε.Υ. ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 35Β(8) του Νόμου 65/87 εξέτασε τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν και απέρριψε τόσο την ένσταση της αιτήτριας όσο και του ενδιαφερόμενου προσώπου καθώς και της Θέκλας Ιωαννίδου και κατάρτισε τον τελικό κατάλογο προαξίμων και αποφάσισε να καλέσει τις υποψήφιες σε προσωπική συνέντευξη όπως προβλέπει το άρθρο 35Β(9) του νόμου, για την επιλογή της επικρατέστερης για προαγωγή στη θέση Βοηθού Διευθυντή.

Στις 2.10.87 η Επιτροπή δέχτηκε σε προσωπικές συνεντεύξεις τις τρεις υποψήφιες και στη συνέχεια πήρε την προσβαλλόμενη απόφαση.  Στις συνεντεύξεις παρευρέθηκε και ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης κ. Α. Φυλακτού ο οποίος έκαμε και τη δική του αξιολόγηση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις.

Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίας της Ε.Ε.Υ της 2.10.87:

“Κατά τις συνεντεύξεις υποβλήθηκαν ερωτήσεις γενικής φύσεως που αφορούν τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης όπως φαίνονται στα Σχέδια Υπηρεσίας, καθώς και ερωτήσεις επί θεμάτων εκπαιδευτικού παιδαγωγικού και επιστημονικού περιεχομένου.”

Κατά την κρίση του κ. Φυλακτού σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων σ’ αυτές η αιτήτρια χαρακτηρίστηκε ως “πολύ καλή” και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως “εξαίρετη”.

Η Ε.Ε.Υ. στη δική της αξιολόγηση για την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις χαρακτήρισε την αιτήτρια  ως εξής:

“Κινείται με γλωσσική επάρκεια και άνεση. Έχει ευχάριστη προσωπικότητα. Τεκμηριώνει τις θέσεις της.”

και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο:

Ευχάριστη προσωπικότητα.  Κινείται με γλωσσική επάρκεια και άνεση.  Τεκμηριώνει επιστημονικά τις απόψεις της.”

Την ίδια εντύπωση έκαμε και η Θέκλα Ιωαννίδου.

Ύστερα από την ολοκλήρωση των συνεντεύξεων, όπως ανα[*653]φέρεται στα πρακτικά:

“Η Επιτροπή αφού μελέτησε τους προσωπικούς και εμπιστευτικούς φακέλους των υποψηφίων, και αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των φακέλων αυτών, καθώς και την  εντύπωση που αποκόμισε κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις όπως περιγράφεται πιο πάνω, αποφασίζει σύμφωνα με το άρθρο 35Β(10)(β) του Νόμου 65/87 (όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 157/87) να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων ως αποτέλεσμα των στοιχείων αυτών όπως φαίνεται πιο κάτω:

......................................................................................................

Γαλλικών

Καμμίτση Αίγλη                     201.2 + 4.5   =   205.7

Ιωαννίδου Θέκλα                  199.5 + 4.5   =   204

Μούζουρου-Κοτσώνη Θέλμα 198.35   + 4.5  =         202.85

Με βάση τα πιο πάνω η Επιτροπή αποφασίζει ομόφωνα να προσφέρει προαγωγή στους ακόλουθους καθηγητές στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης από 6.9.87:

.................................................................................................

Καμμίτση Αίγλη (Γαλλικών).   “

Τα νομικά σημεία που αναφέρονται στην αίτηση της αιτήτριας πάνω στα οποία βασίζει την αίτησή της είναι τα ακόλουθα:

“1. Η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ελήφθη καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.

2. Η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση παραβιάζει τον Νόμο και είναι αντίθετη προς τον Νόμο και/ή τους Κανονισμούς που σχετίζονται με την αξιολόγηση Εκπαιδευτικών Λειτουργών για σκοπούς προαγωγής.

3. Η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση βασίστηκε σε πλάνη περί τα πράγματα και/ή είναι προϊόν νομικής και/ή πραγματικής πλάνης.

4. Εάν οι καθ’ ων η αίτηση ενεργούσαν ορθά και δεόντως θα εύρισκαν ότι η αιτήτρια υπερτερεί σε προσόντα και/ή αξία και/ή αρχαιότητα και θα έπρεπε να προτιμάτο έναντι αυτών κατά την πλήρωση της αναφερομένης θέσης.

[*654]5. Η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση δεν είναι δεόντως ητιολογημένη και/ή είναι αδικαιολόγητη και/ή αναιτιολόγητη.

6. Η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση παραβιάζει τις αρχές της χρηστής Διοίκησης και επίσης συγκρούεται με την παραδεδομένη και σταθερή Νομολογία και τις βασικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου που διέπουν τα θέματα προαγωγής των εκπαιδευτικών στις θέσεις προαγωγής.

7. Ο καθορισμός των προσόντων και των άλλων στοιχείων επί των οποίων βασίζεται η κρίση για τις προαγωγές των εκπαιδευτικών με αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων των προσοντούχων υποψηφίων σε μονάδες, είναι αντίθετη προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης και/ή το Νόμο και/ή το Σύνταγμα και/ή τη Νομολογία.”

Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας σε υποστήριξη των νομικών σημείων της προσφυγής του  ισχυρίστηκε τα πιο κάτω:

(α) Η αιτήτρια υπερτερούσε από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο τόσο σε αρχαιότητα όσο και σε προσόντα και αξία.

Όσον αφορά την αρχαιότητα, ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή ούτε η Ε.Ε.Υ. έλαβαν υπόψη, ή υπολόγισαν την απασχόληση της αιτήτριας στο Κυβερνητικό Ινστιτούτο Ξένων Γλωσσών Αμμοχώστου, όπου σύμφωνα με τον ισχυρισμό της υπηρέτησε πριν το διορισμό της στη θέση καθηγήτριας Γαλλικών στη Μέση Εκπαίδευση.

Όσον αφορά τα προσόντα η αιτήτρια έχει πρόσθετο τίτλο σπουδών ήτοι μεταπτυχιακό δίπλωμα στην εφηρμοσμένη Γλωσσολογία MAITRISE FAISANT SUITE A LA LICENCE DES LETTRES MODERNES ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατέχει πρόσθετο προσόν. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ενώ σε κατόχους αντίστοιχου τίτλου Μ.Α. δίνονται τρείς μονάδες στην αιτήτρια έχουν δοθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή μόνο δυο μονάδες, και τούτο χωρίς καμιά αιτιολόγηση.

Όσον αφορά την αξία η Ε.Ε.Υ. δεν έλαβε υπόψη την υπεροχή του διπλώματος της αιτήτριας και την έκταση των σπουδών της.  Οι δυσμενείς εκθέσεις σε βάρος της αιτήτριας που προέρχονταν από τον Επιθεωρητή των Γαλλικών κ. Μάτση ήταν αποτέλεσμα [*655]διαφωνίας της μαζί του για τον τρόπο διδασκαλίας που υιοθετεί στα βιβλία του και τη σκοπιμότητα και την ωφελιμότητα παραμονής του βιβλίου του κ. Μάτση στη διδακτική ύλη των γυμνασίων, ο οποίος και για το λόγο αυτό αξιολόγησε την αιτήτρια με χαμηλότερη βαθμολογία σε σύγκριση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, και με κριτική για ανεπάρκεια της αιτήτριας στη Γλωσσολογία.

Οι ισχυρισμοί για προκατάληψη σε βάρος της από τον κ. Μάτση προβλήθηκαν και από το δικηγόρο της αιτήτριας, σε επιστολή του εκ μέρους της με ημερομηνία 10.9.87 με αίτηση του για αναθεώρηση της βαθμολογίας/αξιολόγησης της αιτήτριας.

Ισχυρίστηκε επίσης πως η Συμβουλευτική Επιτροπή προχώρησε και κατάρτισε πίνακα προαξίμων με βάση την παράγραφο (γ) του εδαφίου (4) του άρθρου 35Β του Νόμου, όπως εκτίθεται στο Νόμο 65/87 και όχι την παράγραφο (γ) του εδαφίου (4) του άρθρου 35Β του Νόμου όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 157/87.

(β) Η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν άκυρη γιατί σ’ αυτή συμμετείχε ως Πρόεδρος ο κ. Σταύρος Φιλιππίδης ο οποίος δεν κατείχε νόμιμα τη θέση Γενικού Επιθεωρητή.  Σύμφωνα με τον ισχυρισμό του ευπαίδευτου δικηγόρου της αιτήτριας ο κ. Φιλιππίδης κατείχε τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή νόμιμα μέχρι την 1.1.1984, οπότε διορίστηκε στη θέση Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας βάσει του Νόμου 33/67 γιατί η θέση αυτή υπάγεται στη Δημόσια Υπηρεσία. Στη θέση Γενικού Επιθεωρητή διορίστηκε, στη συνέχεια, ο κ. Φυλακτού και κατά συνέπεια ο κ. Φιλιππίδης έπαυσε να κατέχει θέση στη Μέση Εκπαίδευση.  Στο μεταξύ με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή The Republic v. Maratheftis (l986) 3 C.L.R. 1407, ο διορισμός του κ. Φιλιππίδη ως Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης ακυρώθηκε στις 25.7.1986 και επειδή ύστερα από την απόφαση αυτή έπρεπε να επανέλθει στην προηγούμενη του θέση, αυτή του Γενικού Επιθεωρητή, η οποία ήταν ήδη κατειλημμένη, επανήλθε με διορισμό σε θέση ως δεύτερος Γενικός Επιθεωρητής, θέση που δεν προβλεπόταν από τον Προϋπολογισμό και ήταν κατά συνέπεια, παράνομη.  Έτσι ο διορισμός του ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι άκυρος γιατί δεν μπορούσε νόμιμα να θεωρηθεί Γενικός Επιθεωρητής.

(γ) Δεν υπάρχει επαρκής αιτιολογία πώς η Επιτροπή κατέληξε στην απόφασή της.

[*656](δ) Η κατανομή των θέσεων Βοηθού Διευθυντή κατά ειδικότητα από το Υπουργείο Παιδείας είναι παράνομη γιατί δεν υπάρχει οποιοσδήποτε Νόμος ή κανονισμός που να προβλέπει τον τρόπο κατανομής των θέσεων και εν πάση περιπτώσει παραβιάζει την συνταγματική αρχή της ισότητας. Ο Νόμος προνοεί για κατανομή θέσεων μεταξύ Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης και Τεχνικής Εκπαίδευσης και κατά συνέπεια οποιαδήποτε άλλη κατανομή όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση από το Υπουργείο Παιδείας και υιοθετήθηκε από την Ε.Ε.Υ. είναι παράνομη, άκυρη και αντισυνταγματική.

(ε) Ο καθορισμός των προσόντων και άλλων στοιχείων πάνω στα οποία βασίζεται η κρίση για τις προαγωγές των εκπαιδευτικών με αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων σε μονάδες είναι αντίθετος προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης, του Νόμου, του Συντάγματος και της νομολογίας.

(στ) Η αιτήτρια υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αξία, προσόντα και αρχαιότητα.

Τόσο η ευπαίδευτη δικηγόρος που παρουσιάστηκε για την καθ’ ης η αίτηση Ε.Ε.Υ. όσο και ο ευπαίδευτος δικηγόρος του ενδιαφερόμενου προσώπου με τις γραπτές τους αγορεύσεις αντίκρουσαν τους ισχυρισμούς της αιτήτριας και ισχυρίστηκαν πως:

(α) Τόσο η αρχαιότητα όσο και τα προσόντα της αιτήτριας και του ενδιαφερόμενου προσώπου λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν με τις ανάλογες μονάδες στον πίνακα προαξίμων.

(β) Ο ισχυρισμός της αιτήτριας για υπηρεσία στο Κυβερνητικό Ισντιτούτο Ξένων Γλωσσών δεν υπολογίστηκε γιατί κανένα στοιχείο για τέτοια υπηρεσία δεν υπάρχει στο φάκελο της ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για υποστήριξη του. Εν πάση περιπτώσει τέτοια υπηρεσία δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη για σκοπούς αρχαιότητας εφόσον δεν αποτελεί “εκπαιδευτική υπηρεσία σε δημόσια σχολεία”, προϋπόθεση που πρέπει να ικανοποιηθεί για αναγνώριση τέτοιας υπηρεσίας.

(γ) Το γεγονός ότι η αιτήτρια κατείχε πρόσθετο προσόν ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν το κατείχε, λήφθηκε υπόψη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή που της πρόσθεσε δύο μονάδες και η Συμβουλευτική Επιτροπή σε καμιά περίπτωση δεν έδωσε περισσότερες μονάδες σε άλλο υποψήφιο με τα ίδια προσόντα όπως της αιτήτριας.

[*657]Ο ισχυρισμός ότι το MAITRISE  αντιστοιχεί με Μ.Α. για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι δόθηκαν 3 μονάδες δεν έχει αποδειχθεί. Αλλά και αν ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι έπρεπε να της δοθούν 3 μονάδες αντί 2 για το πρόσθετο προσόν της ευσταθεί, και πάλιν η σειρά της στον πίνακα προαξίμων δε θα διαφοροποιείτο.

(δ) Η αιτήτρια δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή σε σύγκριση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

(ε) Ο ισχυρισμός για προκατάληψη του αξιολογούντα λειτουργού δεν έχει αποδειχθεί.  Εν πάση περιπτώσει ο ισχυρισμός για προκατάληψη, ύστερα από ενστάσεις της αιτήτριας, διερευνήθηκε από αρμόδια Επιτροπή Επιθεωρητών και απορρίφθηκε.

(στ) Ο ισχυρισμός ότι η κατανομή των θέσεων κατά ειδικότητα είναι παράνομος δεν ευσταθεί.  Το άρθρο 35 Γ του νόμου κάμνει ρητή πρόνοια για το θέμα αυτό.

Έχοντας αναφερθεί σε κάποια έκταση στα διάφορα νομικά σημεία που εγέρθηκαν και στα σχετικά επιχειρήματα που προβλήθηκαν, θα προχωρήσω στην εξέταση των επιχειρημάτων αυτών.

Θα ασχοληθώ πρώτα με το θέμα που αφορά τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και γενικά το θέμα της συμμετοχής του κ. Σταύρου Φιλιππίδη ως Προέδρου της Επιτροπής.

Ο κ. Φιλιππίδης κατείχει τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή μέχρι την 1.1.1984 οπότε διορίστηκε στη θέση Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης. Το διορισμό του αυτό πρόσβαλαν οι κκ. Μ. Μαραθεύτης και Α. Ψωμάς με τις προσφυγές 570/83 και 79/84 με αποτέλεσμα πρωτόδικα να ακυρωθεί ο διορισμός του αυτός με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σε έφεση της Δημοκρατίας εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την έφεση και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση (Republic v. Maratheftis and Another (l986) 3 C.L.R. l407).

Σε γνωμοδότησή του ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας προς το Υπουργείο Παιδείας αναφέρει ότι μετά την ακύρωση του διορισμού του κ. Φιλιππίδη στη θέση Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης ο κ. Φιλιππίδης θα πρέπει να επανέλθει λόγω ακυρωτικής απόφασης στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης και θα θεωρείται ότι κατείχε [*658]τη θέση αυτή από την ημερομηνία του ακυρωθέντος διορισμού του στη θέση Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης.  Συγχρόνως λόγω του γεγονότος ότι η θέση Γενικού Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης είναι μοναδική χωρίς να υπάρχει ταυτόσημη θέση στο Υπουργείο Παιδείας

“Θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια από μέρους του αρμόδιου διοικητικού οργάνου (στην περίπτωση αυτή της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας) για την υπηρεσιακή τακτοποίηση του κ. Φυλακτού, σαν θέμα στοιχειώδους καθήκοντος χρηστής και εύρυθμης διοικήσεως, δια της μετακινήσεως του σε δημιουργηθείσα στο μεταξύ άλλη παρόμοια κενή θέση (έστω και δι’ αναπληρωματικού διορισμού). Μη εξευρισκομένης όμως τέτοιας λύσεως η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να ανακαλέσει το διορισμό του κ. Φυλακτού σαν πράξεως - συνέπεια του ακυρωθέντος διορισμού του κ. Φιλιππίδη δεδομένου ότι η θέση του Γενικού Επιθεωρητή Μέσης Εκπαιδεύσεως έχει στο μεταξύ καταληφθεί από τον κ. Φιλιππίδη - σύμφωνα με τα πιο πάνω - η δε διατήρηση του κ. Φυλακτού στην ίδια θέση ως υπεράριθμου θα προσκρούει με την οργάνωση της Υπηρεσίας (νομοθετικά και δημοσιονομικά) σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό.”

Σαν αποτέλεσμα ο κ. Φιλιππίδης επανήλθε στη θέση που κατείχε ως Γενικός Επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης από την ημερομηνία της ακύρωσης του διορισμού του ως Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και το θέμα του κ. Φυλακτού τακτοποιήθηκε με τη μετακίνησή του σε παρόμοια κενή θεση που δημιουργήθηκε στο μεταξύ.

Η επαναφορά του κ. Φιλιππίδη στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή που νόμιμα κατείχε προηγουμένως ύστερα από την ακύρωση του διορισμού του σε ανώτερη θέση είναι σύμφωνη με τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου όσον αφορά τις συνέπειες μιας δικαστικής ακυρωτικής απόφασης, ότι η ακυρωτική απόφαση επαναφέρει τα πράγματα στο σημείο που βρίσκονταν ως εάν η ακυρωθείσα πράξη ουδέποτε έγινε.  Συνεπώς όσον αφορά τον κ. Φιλιππίδη η διοίκηση νόμιμα ενήργησε όταν τον επανέφερε αναδρομικά στη θέση που κατείχε πριν τον ακυρωθέντα διορισμό του. Το αν η διοίκηση καλά ή κακά διατήρησε σε παρόμοια θέση τον κ. Φυλακτού δεν είναι αντικείμενο ούτε έχει σχέση με την παρούσα υπόθεση και όπως ορθά ισχυρίσθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του ενδιαφερόμενου προσώπου η επαναφορά του κ. Φιλιππίδη στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή Μέσης Εκπαί[*659]δευσης έγινε δυνάμει διοικητικής πράξης η οποία τεκμαίρεται νόμιμη μέχρις ότου ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ύστερα από αίτηση ακύρωσης και μέχρις ότου υπάρξει τέτοια ακύρωση τεκμαίρεται ότι ο κ. Φιλιππίδης νόμιμα κατείχε τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή.

Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου δικηγόρου της αιτήτριας για παράνομη συμμετοχή του κ. Φιλιππίδη στη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν ευσταθεί.

Στη συνέχεια θα εξετάσω τον ισχυρισμό ότι η αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας είναι αντίθετη προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης, το νόμο και το Σύνταγμα.

Αναφορικά με παραβίαση του Συντάγματος, στην αγόρευσή του ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας εκτός από μια αόριστη αναφορά στο  Σύνταγμα, κανένα ουσιαστικό επιχείρημα δεν πρόβαλε σε υποστήριξη του ισχυρισμού αυτού και κατά συνέπεια δε θεωρώ ότι υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο που να υποστηρίζει τον ισχυρισμό αυτό.

Το θέμα της αριθμητικής αποτίμησης των κριτηρίων της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας είναι θέμα που καθορίζεται από το νόμο και εφόσον η γενόμενη πράξη ή απόφαση λαμβάνεται μέσα στα πλαίσια του νόμου δεν εγείρεται θέμα αυθαίρετης ενέργειας ή παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης ή προγενέστερης νομολογίας.  Όπου ο νόμος εφαρμόζεται υπερισχύει των αρχών της χρηστής διοίκησης.  Η σχετική πρόνοια που καθορίζει την αποτίμηση των κριτηρίων σε μονάδες βρίσκεται στο άρθρο 35 Β(4) του Περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, όπως εκτίθεται στο άρθρο 7 του τροποποιητικού Νόμου του 1987 (Νόμος 65/1987) όπως τροποποιήθηκε περαιτέρω από το άρθρο 2 του Νόμου 157 του 1987.

Με βάση την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων όπως τα καθορίζει ο νόμος έρχομαι τώρα να εξετάσω το παράπονο της αιτήτριας για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου στην αποτίμηση της αρχαιότητας, των προσόντων και της αξίας της αιτήτριας.

Αρχαιότητα:  Η αιτήτρια είναι αρχαιότερη από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο όπως φαίνεται από το σχετικό Πίνακα για την ειδικότητα των Γαλλικών που επισυνάφθηκε ως παράρτημα Γ της ένστασης.  Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει περισσότερη συνολι[*660]κή υπηρεσία.  Ο υπολογισμός των μονάδων για τα χρόνια υπηρεσίας τόσο της αιτήτριας όσο και του ενδιαφερόμενου προσώπου, όπως φαίνεται στον Πίνακα αυτό, έγινε σύμφωνα με το άρθρο 35Β(4) του Νόμου όπως εκτίθεται στο Νόμο 65/87 και όπως τροποποιήθηκε από το νόμο 157/87.  Έτσι, σύμφωνα με τον υπολογισμό αυτό, η αιτήτρια που ήταν μεν αρχαιότερη από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αλλά με λιγότερα χρόνια συνολικής υπηρεσίας πήρε 16.6 μονάδες σε σύγκριση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο που με περισσότερα χρόνια υπηρεσίας πήρε επίσης 16.6 μονάδες.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι στην αποτίμηση των μονάδων της αρχαιότητάς της δε λήφθηκε υπόψη η υπηρεσία της στο Ινστιτούτο Ξένων Γλώσσων Αμμοχώστου, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο στους υπηρεσιακούς της φακέλους που να ενισχύει τον ισχυρισμό αυτό ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για ενίσχυσή του. Συνεπώς η Συμβουλευτική Επιτροπή στην προπαρασκευή των πινάκων προαξίμων και η Ε.Ε.Υ. στην έγκριση του, ορθά ενήργησαν με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου της αιτήτριας και την υπηρεσία της σε δημόσια σχολεία ή άλλη αναγνωρισμένη υπηρεσία, όπως αυτή αναφέρεται στον προσωπικό της φάκελλο.

Προσόντα:  Το γεγονός ότι η αιτήτρια κατείχε πρόσθετο προσόν λήφθηκε υπόψη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή με το να της προσθέσει 2 μονάδες στην αξιολόγησή της, λόγω του προσόντος αυτού.  Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι το πρόσθετο αυτό προσόν της έπρεπε να αξιολογηθεί με 3 μονάδες όπως στις περιπτώσεις κατόχων τίτλου Μ.Α. επειδή το δίπλωμα της είναι ισότιμο με Μ.Α., για το οποίο δίνονται συνήθως 3 μονάδες, είναι απλώς ένας ισχυρισμός χωρίς να ενισχυθεί με οποιοδήποτε στοιχείο ότι πράγματι σε κατόχους τίτλων Μ.Α. δίνονται 3 μονάδες, εν όψει μάλιστα της άρνησης των καθ’ ων η αίτηση ότι δόθηκαν περισσότερες από 2 μονάδες σε άλλο υποψήφιο με τα ίδια προσόντα όπως η αιτήτρια.

Εν πάση περιπτώσει και αν ακόμα η αιτήτρια αποδείκνυε ότι θα έπρεπε να της δοθούν 3 μονάδες αντί 2 η πρόσθετη αυτή μονάδα δε θα επηρέαζε την αριθμητική σειρά της στον πίνακα προαξίμων για τα Γαλλικά γιατί σε σύνολο μονάδων θα ήταν πάλιν τρίτη σε σύγκριση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και τη Θέκλα Ιωαννίδου.

Aξία: Είναι ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι κατά τις βαθμολογίες της υπήρξε προκατάληψη εναντίον της από τον επιθεωρητή των Γαλλικών κ. Μάτση που τη βαθμολογούσε με χαμηλότερη βαθμολογία από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο παρά την υπεροχή [*661]της σε προσόντα και την κατάρτισή της, λόγω διαφωνίας της μαζί του για τον τρόπο διδασκαλίας που υιοθετεί στα βιβλία του και τη σκοπιμότητα και ωφελιμότητα παραμονής του βιβλίου του στη διδακτική ύλη των γυμνασίων.  Ο ισχυρισμός αυτός της αιτήτριας είχε προβληθεί και προηγούμενα σε υποστήριξη ενστάσεών της εναντίον της βαθμολογίας της.  Οι ενστάσεις της αυτές αφού εξετάσθηκαν από Επιτροπή Επιθεωρητών απορρίφθηκαν ομόφωνα και η βαθμολογία της κρίθηκε ορθή.

Σχετικά με ισχυρισμούς για προκατάληψη αξιολογούντα λειτουργού ο οποίος συντάσσει εμπιστευτική έκθεση, είναι νομολογιακά καθιερωμένο με σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να αποδειχθεί από τον αιτητή με σαφήνεια και βεβαιότητα σε βαθμό που να ικανοποιεί το Δικαστήριο και να προκύπτει από γεγονότα που αναφέρονται στους φακέλους της υπόθεσης. (Σχετικές είναι μεταξύ άλλων οι αποφάσεις στις υποθέσεις Charalambous v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 557, Οthonos and Another v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 362, Stavrou v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 725).

Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το περιεχόμενο των φακέλων, η ένσταση της αιτήτριας εναντίον της βαθμολογίας της από τον κ. Μάτση εξετάστηκε από Επιτροπή Επιθεωρητών και απορρίφθηκε. Κανένα νέο στοιχείο δεν προσκομίσθηκε από την αιτήτρια που να αποδεικνύει τον ισχυρισμό της για προκατάληψη του κ. Μάτση σχετικά με τη βαθμολογία της ύστερα μάλιστα από την επικύρωση της βαθμολογίας αυτής από Επιτροπή Επιθεωρητών που διορίσθηκε για το σκοπό αυτό.

Εν όψη των πιο πάνω καταλήγω στο συμπέρασμα πως η αποτίμηση των μονάδων για την αρχαιότητα, προσόντα και αξία της αιτήτριας και του ενδιαφερόμενου προσώπου για τους σκοπούς ετοιμασίας του καταλόγου προαξίμων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και η τελική έγκριση του καταλόγου αυτού απο την Ε.Ε.Υ. έγινε ορθά και με βάση τις πρόνοιες του σχετικού νόμου και των κανονισμών.

Έρχομαι τώρα να εξετάσω τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι η κατανομή των θέσεων κατά ειδικότητα από το Υπουργείο Παιδείας είναι παράνομη.  Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί γιατί η εξουσία για τέτοια κατανομή παρέχεται στην αρμόδια Αρχή από το νόμο. Η σχετική πρόνοια βρίσκεται στο άρθρο 35Γ του Νόμου που εισάχθηκε με το Νόμο 65/87 (άρθρο 7) και αργότερα τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 του Νόμου 162/87. Το άρθρο αυτό ανα[*662]φέρει τα ακόλουθα:

“35Γ.-(1)  Οι προαγωγές στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης και Τεχνικής Εκπαίδευσης θα γίνονται κατά ειδικότητα με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων κάθε ειδικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 35, 35Α και 35Β του Νόμου αυτού.

(2) Η κατανομή των θέσεων στις διάφορες ειδικότητες όπως επίσης και ο καθορισμός των ειδικοτήτων θα γίνεται από την αρμόδια αρχή κατά το χρόνο που υποβάλλεται η πρόταση για πλήρωση των θέσεων, ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας.”

Δέον να σημειωθεί στην προκειμένη περίπτωση πως με τη θεραπεία που ζητά με την προσφυγή της η αιτήτρια δε στρέφεται εναντίον της προαγωγής άλλων προσώπων που προήχθηκαν στη θέση Βοηθού Διευθυντή αναφορικά με άλλες ειδικότητες αλλά εναντίον του ενδιαφερόμενου προσώπου που προήχθηκε σύμφωνα με την κατανομή μιας θέσης Βοηθού Διευθυντή στην ειδικότητα των Γαλλικών.

Αβάσιμο επίσης βρίσκω τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, στην προπαρασκευή του καταλόγου προαξίμων δεν εφάρμοσε το Νόμο 157/87. Το ότι στην προπαρασκευή του καταλόγου προαξίμων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή λήφθηκαν υπόψη οι πρόνοιες του νόμου 157/87 φαίνεται στις σχετικές εκθέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τις θέσεις Βοηθού Διευθυντή κατά ειδικότητα που αναφέρονται στα πρακτικά της συνεδρίας της Ε.Ε.Υ. με ημερομηνία 29.9. 1987 (που επισυνάφθηκαν ως Παράρτημα Γ στην ένσταση).  Στην τέταρτη παράγραφο της έκθεσης που αφορά την ειδικότητα των Γαλλικών αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

“4. .............................. έκαμε την αριθμητική αποτίμηση της αρχαιότητάς τους με βάση την παράγραφο (γ) του εδαφίου 4 του άρθρου 35Β των “Περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως (Αρ.3) του 1987.”

Τούτο εξάλλου φαίνεται και από το σχετικό κατάλογο προαξίμων σύμφωνα με τον οποίο η αριθμητική αποτίμηση μονάδων για την αρχαιότητα έγινε με βάση τα κριτήρια του Νόμου 157/87.

Τέλος ο ισχυρισμός της αιτήτριας για έλλειψη αιτιολογίας [*663]επίσης δεν ευσταθεί. Η αιτιολογία της απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής φαίνεται στα στοιχεία που περιέχονται στα Παραρτήματα που επισυνάφθηκαν στην ένσταση.  Στο παράρτημα Γ αναφέρεται ότι η αξία, προσόντα και αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου προσώπου αποτιμήθηκαν σε 201.2 και της αιτήτριας σε 198.35 με ανάλυση για το καθένα ξεχωριστά στα δε πρακτικά της Ε.Ε.Υ. με ημερομηνία 2.10.1987 ύστερα και από την αξιολόγηση όλων των στοιχείων και των προσωπικών  συνεντεύξεων οι μονάδες του ενδιαφερόμενου προσώπου αυξήθηκαν σε 205.7 και της αιτήτριας σε 202.85.

Για τους πιο πάνω λόγους έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως η προσφυγή αποτυγχάνει και κατά συνέπεια απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

Δεν κάμνω διαταγή για έξοδα.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο