Aποστόλου Kυριάκος ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1990) 3 ΑΑΔ 1850

(1990) 3 ΑΑΔ 1850

[*1850]29 Μαΐου, 1990

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΕΦΟΡΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ (AΡ. 2),

Καθ’ ού η αίτηση.

(Yπόθεση Aρ. 450/89).

 

Aίτηση Aκυρώσεως — Παθητική νομιμοποίηση — Tο όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη — Eπιβολή φορολογίας εκτάκτου εισφοράς — Έργο του Διευθυντή Tμήματος Eσωτερικών Προσόδων — Eσφαλμένος καθορισμός του οργάνου στην προσφυγή — Συνέπειες.

Φορολογία — Φορολογία έκτακτης εισφοράς — Kαθορισμός — H κατάλληλη πληροφόρηση περί του καθορισμού προς τον ενιστάμενο — Άρθρο 20, εδ. 5 του N. 34/78 — Δεν απαιτείται ειδικά η αποστολή επιστολής — Περιστάσεις σύννομης πληροφόρησης στην κριθείσα περίπτωση.

Φορολογία — Φορολογία έκτακτης εισφοράς — Παράλειψη του φορολογουμένου να υποβάλει στοιχεία — Συνέπειες.

O αιτητής προσέφυγε κατά την σε βάρος του φορολογιών έκτακτης εισφοράς.

Tο Aνώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Καθού η αίτηση στην προκείμενη περίπτωση είναι ο Έφορος του Φόρου Εισοδήματος. Ωστόσο, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του Άρθρου 4 η εφαρμογή του Νόμου 34/78 είναι ευθύνη του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων. Την προσβαλλόμενη [*1851]πράξη εξέδωσε το όργανο αυτό που έπρεπε να ήταν διάδικος. Με την άποψη αυτή συμφώνησαν και οι δύο πλευρές.  Επομένως θεωρείται ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον του Διευθυντή αντί του Εφόρου και το Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της υπόθεσης ωσάν η δικογραφία είχε τροποποιηθεί ανάλογα.

2.  Η διάταξη (εδ.5 του Άρθρου 20) χρησιμοποιεί τη φράση “πληροφορεί καταλλήλως το ενιστάμενον πρόσωπον”.  Είναι λοιπόν φανερό ότι η διάταξη δεν εξειδικεύει ούτε προσδιορίζει τον τρόπο γνωστοποίησης. Την υποχρέωσή του για ενημέρωση ο Διευθυντής έχει τη δυνατότητα να εκπληρώσει όχι μόνο με επιστολή, όπως εισηγείται ο δικηγόρος του αιτητή, αλλά ασφαλώς και με άλλους τρόπους.  Φτάνει να είναι τέτοιας μορφής ώστε το αποτέλεσμα (ο καθορισμός του φόρου) να έρχεται σε γνώση του φορολογουμένου ο οποίος είχε εγείρει την ένσταση.

     Από το ιστορικό που προεκτέθηκε είναι κατάδηλο ότι ο αιτητής στην προκείμενη περίπτωση ήταν γνώστης του φορολογητέου εισοδήματός του τόσο πριν όσο και μετά την κατάθεση των δύο πρώτων προσφυγών, πράγμα που ήταν αποτέλεσμα των ενημερωτικών ενεργειών και διαβημάτων του Διευθυντή. Πέρα απ’ αυτό οι ειδοποιήσεις επιβολής έκτακτης εισφοράς που είναι τεκμήρια και που αναφέρουν τα τριμηνιαία εισοδήματα πάνω στα οποία υπολογίστηκε η εισφορά, ισοδυναμεί με πλήρη και ικανοποιητική πληροφόρηση.

3.  Το στοιχείο της αυθαιρεσίας, όπως το έθεσε ο συνήγορος του αιτητή, συσχετίστηκε αποκλειστικά με την αποστολή επιστολής. Ανεξάρτητα απ’ αυτό θα ήθελα να προσθέσω ότι και σαν αυθύπαρκτος λόγος ακύρωσης είναι αόριστος και επομένως ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης γιατί δεν αποδίδει συγκεκριμένο ελάττωμα στις φορολογίες έκτακτης εισφοράς. Εν πάση περιπτώσει δε στοιχειοθετεί αυθαίρετη προσέγγιση γιατί, σύμφωνα με την πάγια γραμμή της νομολογίας, η παράλειψη του φορολογουμένου να δώσει στοιχεία ή όλα τα στοιχεία παρέχει ευχέρεια στο Διευθυντή να προχωρήσει στον προσδιορισμό του φόρου. Σε μια τέτοια περίπτωση ο φορολογούμενος δεν μπορεί να διεκδικεί κανένα έρεισμα ότι έτυχε αυθαίρετης μεταχείρισης.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Christodoulou v. Republic 1 R.S.C.C. 1,

[*1852]Ηadjipapasymeou ν. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1182,

Hyatt International Corporation v. Republic (1985) 3(A) C.L.R. 337,

Μaouri ν. Republic (1987) 3(C) C.L.R. 1812,

Γαβριήλ ν. Δημοκρατίας και Άλλου (1990) 3 A.A.Δ. 139.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης για επιβολή εισφοράς στον αιτητή για τους σκοπούς του Περί Εκτάκτου Eισφοράς (Προσωρινές Διατάξεις) Nόμου του 1978 (N. 34/78) όπως τροποποιήθηκε, για τις τριμηνίες των ετών 1976 έως-1980 και 1984.

Λ. Σαρρής, για τον Αιτητή.

Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ού η αίτηση.

Cur. adv. vult.

NIKHTAΣ, Δ.: Αντικείμενο της προσφυγής είναι η επιβολή εισφοράς στον αιτητή για τους σκοπούς του περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου 34/78 όπως τροποποιήθηκε.  Αφορά τις τριμηνίες 1976 έως 1980 περιλαμβανομένων ως και εκείνες του έτους 1984. Οι υποχρεώσεις του αιτητή, όπως προσδιορίστηκαν τελικά από τη φορολογούσα αρχή, συμποσούνται σε £5,863.91. Ανάλυση των λεπτομερειών ανευρίσκεται στις ειδοποιήσεις επιβολής έκτακτης εισφοράς ημερ. 12/4/89. Είναι τα παραρτήματα 1Α-1Ζ που επισυνάπτονται στην προσφυγή.

Καθού η αίτηση στην προκείμενη περίπτωση είναι ο Έφορος του Φόρου Εισοδήματος. Ωστόσο, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρ. 4 η εφαρμογή του Νόμου 34/78 είναι ευθύνη του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων. Την προσβαλλόμενη πράξη εξέδωσε το όργανο αυτό που έπρεπε να ήταν διάδικος. Με την άποψη αυτή συμφώνησαν και οι δύο πλευρές.  Επομένως θεωρώ ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον του Διευθυντή αντί του Εφόρου και θα προχωρήσω ωσάν η δικογραφία είχε τροποποιηθεί ανάλογα. (Βλέπε Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας 1 Α.Α.Σ.Δ. 1, Hadjipapasymeou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1182 και Hyatt International Corporation v. Republic (1985) 3 C.L.R. 337).

[*1853]Κατά το άρθρο 3 του νόμου η εισφορά υπολογίζεται ανά τριμηνία επί του συνολικού εισοδήματος προσώπου το οποίο απέκτησε από οποιαδήποτε αμοιβή ή άλλη πηγή. Με βάση τη φορολογική κλίμακα που υπάρχει στο νόμο. Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρ. 2 ο όρος “αμοιβή” σημαίνει και σύνταξη. Ο αιτητής είναι προχωρημένης ηλικίας. Είναι όμως παραδεκτόν ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο πέρα από τη σύνταξή του είχε και άλλα εισοδήματα. Η προέλευσή τους ήταν κυρίως από εμπορία γης, ενοίκια, προμήθειες από κτηματομεσιτικές δραστηριότητες και άλλες πηγές.

Το φορολογητέο εισόδημα του αιτητή για τους σκοπούς του νόμου που αφορούσε το 1977 καθορίστηκε στις 12/9/83. Για το υπόλοιπο της περιόδου που μας ενδιαφέρει προσδιορίστηκε πολύ αργότερα στις 12/2/87. Το συνολικό ύψος των εισφορών που επιβλήθηκαν σ’ αυτό το στάδιο είναι £10,279.82 ως η ανάλυση των κονδυλίων στην παράγραφο 2 του ιστορικού μέρους της προσφυγής. Και στις δύο περιπτώσεις ο αιτητής έκαμε ένσταση μέσω του ελεγκτή του. Η πρώτη για το 1977 (παράρτημα Β) υποβλήθηκε στις 23/9/83 και για τα άλλα χρόνια στις 26/2/87 (παράρτημα Γ).

Στη συνέχεια ο Διευθυντής ζήτησε από τον αιτητή να δηλώσει όλα τα εισοδήματα από διάφορες πηγές που κατονόμασε στην επιστολή της 19/3/87 (παράρτημα Δ).  Ο τελευταίος παρέσχε ορισμένα στοιχεία που αναφέρονται μόνο στην περίοδο 1974 μέχρι 1978. Συγχρόνως προσδιόρισε τις εισφορές για τις οποίες ήταν υπόχρεος για τις τριμηνίες της ίδιας περιόδου. Αναφορικά όμως με το υπόλοιπο χρονικό διάστημα μέχρι και το 1984 δε δόθηκαν στοιχεία παρά τη σχετική γραπτή διαβεβαίωση του ελεγκτή (βλέπε επιστολή ημερ. 21/11/87 στο διοικητικό φάκελο).

Στο σημείο αυτό είναι αναγκαία μια παρεμβολή για να καταγραφεί το ιστορικό δύο προσφυγών που άσκησε ο αιτητής για να αμφισβητήσει την εγκυρότητα του φόρου εισοδήματος που του επιβλήθηκε. Είναι οι προσφυγές 2/87 και 150/87. Διευκρινίζεται ότι αντικείμενο τους ήταν και το φορολογητέο εισόδημα του αιτητή για τα χρόνια 1976 μέχρι 1980 και 1984 με βάση το οποίο υπολογίστηκε η ειδική φορολογία στην υπό κρίση υπόθεση.

Οι δύο αυτές προσφυγές αποσύρθηκαν από τον αιτητή στις 24/11/87 αφού ο Διευθυντής ανέλαβε να επανεξετάσει τις φορολογίες με την προϋπόθεση ότι ο αιτητής θα προμήθευε όλα τα στοιχεία που ζήτησε ο Διευθυντής από 22/3/86. Η παράλειψη του [*1854]αιτητή να θέσει υπόψη του Διευθυντή όλες τις πληροφορίες οδήγησαν στην οριστικοποίηση των φορολογιών για την παραπάνω περίοδο. Αυτό έγινε μέσα σε διάστημα 6 μηνών από την απόσυρση των προσφυγών όπως προβλέπεται από το άρθρ. 21 του περί Bεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου 4/78. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Διευθυντή ημερ. 8/11/88, που επίσης είναι καταχωρημένη στο διοικητικό φάκελο. Ακολούθησαν οι ειδοποιήσεις εισφοράς τεκ. 1Α-1Ζ ημερ. 12/4/89.

Υπάρχει εντούτοις ακόμη μια εξέλιξη που πρέπει να αναφερθεί. Μετά την απόρριψη των πιο πάνω προσφυγών ο αιτητής κατέθεσε νέα, την υπ’ αριθ. 179/89. Αίτημα της τρίτης αυτής προσφυγής ήταν για δήλωση του δικαστηρίου ότι η άρνηση ή παράλειψη του Εφόρου να επανεξετάσει τα στοιχεία που είχε υποβάλει ο αιτητής ήταν άκυρη.  Η απόφαση - από άλλο δικαστήριο - βγήκε στις 5 τρέχοντος μήνα. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό και απορρίφθηκε για το λόγο που αναφέρει η απόφαση. Θα πρέπει ίσως να παρατηρήσω ότι το αποτέλεσμα ήλθε σε φως μετά από έρευνα του δικαστηρίου. Οι ίδιοι οι δικηγόροι δεν ανέφεραν οτιδήποτε για την τύχη της προσφυγής όταν μεταγενέστερα επιφύλαξα την απόφασή μου.

Στην πολύ σύντομη γραπτή του αγόρευση ο δικηγόρος του αιτητή περιορίζει τους λόγους για τους οποίους προσβάλει το κύρος της επιβληθείσης εισφοράς σε δύο μόνο:

1. Ότι η επίδικη φορολογία είναι αυθαίρετη και αναιτιολόγητη. Η εισήγηση είναι ότι κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρ. 5 του Ν. 4/78 ο καθού παρέλειψε να αποστείλει στον αιτητή επιστολή με την οποία να δικαιολογεί την απόφαση και τον καθορισμό του εισοδήματος για σκοπούς έκτακτης εισφοράς και

2. O καθού παρέλειψε να αφαιρέσει από το φορολογητέο εισόδημα κάθε χρόνον τα ανάλογα ποσά, όπως επιτάσσει το άρθρ. 8 του Ν. 34/78.

Το εδ. 5 του άρθρ. 20 ορίζει ότι

“Οσάκις παν φορολογηθέν πρόσωπον, το οποίον ενέστη εις την επιβληθείσαν εις αυτό φορολογίαν, δεν συμφωνεί μετά του Διευθυντού ως προς το ποσόν επί του οποίου υπόκειται εις φορολογίαν, ο Διευθυντής χωρεί εις καθορισμόν του πο[*1855]σού του αντικειμένου φόρου του ενισταμένου προσώπου βάσει της διαθεσίμου αυτώ μαρτυρίας και πληροφορεί καταλλήλως το ενιστάμενον πρόσωπον.”

Η διάταξη χρησιμοποιεί τη φράση “πληροφορεί καταλλήλως το ενιστάμενον πρόσωπον”. Είναι λοιπόν φανερό ότι η διάταξη δεν εξειδικεύει ούτε προσδιορίζει τον τρόπο γνωστοποίησης. Την υποχρέωση του για ενημέρωση ο Διευθυντής έχει τη δυνατότητα να εκπληρώσει όχι μόνο με επιστολή, όπως εισηγείται ο δικηγόρος του αιτητή, αλλά ασφαλώς και με άλλους τρόπους. Φτάνει να είναι τέτοιας μορφής ώστε το αποτέλεσμα (ο καθορισμός του φόρου) να έρχεται σε γνώση του φορολογουμένου ο οποίος είχε εγείρει την ένσταση.

Από το ιστορικό που προεκτέθηκε είναι κατάδηλο ότι ο αιτητής στην προκείμενη περίπτωση ήταν γνώστης του φορολογητέου εισοδήματός του τόσο πριν όσο και μετά την κατάθεση των δύο πρώτων προσφυγών, πράγμα που ήταν αποτέλεσμα των ενημερωτικών ενεργειών και διαβημάτων του Διευθυντή. Πέρα απ’ αυτό οι ειδοποιήσεις επιβολής έκτακτης εισφοράς που είναι τεκμήρια και που αναφέρουν τα τριμηνιαία εισοδήματα πάνω στα οποία υπολογίστηκε η εισφορά ισοδυναμεί με πλήρη και ικανοποιητική πληροφόρηση.

Το στοιχείο της αυθαιρεσίας, όπως το έθεσε ο συνήγορος του αιτητή, συσχετίστηκε αποκλειστικά με την αποστολή επιστολής. Ανεξάρτητα απ’ αυτό θα ήθελα να προσθέσω ότι και σαν αυθύπαρκτος λόγος ακύρωσης είναι αόριστος και επομένως ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης γιατί δεν αποδίδει συγκεκριμένο ελάττωμα στις φορολογίες έκτακτης εισφοράς. Εν πάση περιπτώσει δεν στοιχειοθετεί αυθαίρετη προσέγγιση γιατί, σύμφωνα με την πάγια γραμμή της νομολογίας, η παράλειψη του φορολογουμένου να δώσει στοιχεία ή όλα τα στοιχεία παρέχει ευχέρεια στο Διευθυντή να προχωρήσει στον προσδιορισμό του φόρου. Σε μια τέτοια περίπτωση ο φορολογούμενος δεν μπορεί να διεκδικεί κανένα έρεισμα ότι έτυχε αυθαίρετης μεταχείρισης. Maouri v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1812, 1814 στην οποία αναφέρεται και η προγενέστερη νομολογία, Νικόδημος Γαβριήλ ν. Δημοκρατίας  (1990) 3 Α.Α.Δ. 139. Προκύπτει περαιτέρω από το ιστορικό ότι τα αποτελέσματα οριστικοποιήθηκαν και κατέστησαν δεσμευτικά και τελεσίδικα. Από οποιαδήποτε οπτική γωνία ο πρώτος ισχυρισμός του αιτητή είναι εντελώς ανεδαφικός και σαν τέτοιος απορρίπτεται.

Εξίσου ανεδαφικός είναι και ο δεύτερος λόγος. Όπως ορθά [*1856]υπέδειξε ο δικηγόρος του καθού η απαλλαγή που προβλέπει το άθρ. 8 του Ν. 4/78 είναι άσχετη γιατί δεν επηρεάζει το φορολογητέο εισόδημα για σκοπούς έκτακτης εισφοράς.

Επομένως η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο