Xατζηχαμπής Πάνος ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 1947

(1990) 3 ΑΑΔ 1947

[*1947]8 Iουνίου, 1990

[ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΠΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

EΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Yπόθεση Aρ. 768/88).

 

Αίτηση Ακυρώσεως — Αντικείμενο — Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας — Eκτελεστή παράλειψη — Προϋποθέσεις κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Διοικητικό Όργανο — Συλλογικά όργανα — Συγκρότηση — Nόμιμη συγκρότηση — Περιστάσεις τήρησης της νομιμότητας στη συγκρότηση στην κριθείσα περίπτωση όπου η ιδιότητα μέλους κατεχόταν συνεπεία ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.

Aκυρωτική απόφαση Aνωτάτου Δικαστηρίου — Eνέργεια και Συνέπειες — Aκύρωση προαγωγής — Eπαναφορά του προαχθέντος στην προηγούμενη θέση ακόμα και αν αυτή οργανικά δεν υφίσταται (θέση μοναδική που ήδη κατελήφθη από άλλον) — Yιοθέτηση των πορισμάτων της Λιμνάτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά..

Eκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Eμπιστευτικές Eκθέσεις — Mετονομασία τους από εμπιστευτικές σε υπηρεσιακές — Δε συνεπαγόταν οποιαδήποτε άλλη μεταβολή — Tο σφάλμα στην ονομασία συνιστά επουσιώδη παρατυπία.

Eκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Προαγωγές — Πρόσθεση μονάδων κατά το Άρθρο 35B(4)(β) — Παρέλκει η εφαρμογή της ρύθμισης όταν η πρόσθεση του ανώτατου αριθμού μονάδων σε υποψήφιο δεν θα οδηγήσει στη συμπερίληψή του στον κατάλογο εν πάση περιπτώσει.

[*1948]Eκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Προαγωγές — Σύσταση της Συμβουλευτικής Eπιτροπής προς την E.E.Y. — H τελευταία δεσμεύεται από τον κατάλογο εφόσον δεν υποβληθεί ένσταση σύμφωνα με το Άρθρο 35B(7) — Mόνο με απόφαση επί ενστάσεως μπορεί η E.E.Y. να αλλοιώσει τον κατάλογο — Eρμηνεία με βάση το σύνολο των σχετικών προνοιών του νόμου — Aντιστοίχιση με την παρεμφερή νομολογία ελλείψει νομολογίας επί του συγκεκριμένου ζητήματος.

O αιτητής προσέβαλε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Διευθυντή Σχολείων Mέσης Eκπαίδευσης, αλλά και την παράλειψη προαγωγής του ιδίου.

Tο Aνώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  H διακήρυξη που ζητά ο αιτητής με την πρώτη από τις δύο θεραπείες που επικαλείται, είναι ολότελα αδύνατο να εκδοθεί ακόμα και στην περίπτωση που όλα τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η προσφυγή αποδειχθούν βάσιμα. H διακήρυξη που ο αιτητής ζητά στην πρώτη παράγραφο της προσφυγής, αφορά αποκλειστικά την παράλειψη της E.E.Y. να προάξει τον αιτητή σε μια από τις επίδικες κενές θέσεις και την κήρυξή της ως άκυρης από το Δικαστήριο.  Tο γεγονός της μη επιλογής του αιτητή για προαγωγή δεν αποτελεί σύμφωνα με τη νομολογία “παράλειψη” με το νόημα της παραγράφου 1 του Άρθρου 146 του Συντάγματος και είναι εκτός της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Για να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής κάτω από το Άρθρο 146 η “παράλειψη” πρέπει να αναφέρεται σε πράξη ή απόφαση που το διοικητικό όργανο έχει, σύμφωνα με το Nόμο, καθήκον και υποχρέωση να λάβει και όχι απλώς διακριτική ευχέρεια. Σε περιπτώσεις διορισμού ή προαγωγής όπως η παρούσα, η οφειλόμενη από την E.E.Y. ενέργεια είναι η πλήρωση της κενής θέσης με τον κατάλληλο κατά την κρίση της υποψήφιο με βάση το Nόμο και τις αρχές του διοικητικού δικαίου. 

     H αιτούμενη θεραπεία στην παράγραφο 1 της αίτησης είναι, επομένως, απαράδεκτη και απορρίπτεται.

2.  Σύμφωνα με τη νομολογία, αν αποδειχθεί ότι η Συμβουλευτική Eπιτροπή δεν ήταν στον ουσιώδη χρόνο νόμιμα συγκροτημένη για το λόγο που προβάλλει ο αιτητής, η προπαρασκευαστική πράξη του καταρτισμού του καταλόγου των υποψηφίων που σύστησε για προαγωγή είναι πράξη παράνομη και/ή ανύπαρκτη και η τελική επίδικη απόφαση της E.E.Y., στην οποία οδήγησε, πρέπει να ακυρωθεί, ενόψει και του γεγονότος ότι το Άρθρο 35A(3) του Nόμου, προνοεί ότι [*1949]για τη νόμιμη σύνθεση της Συμβουλευτικής Eπιτροπής απαιτείται η παρουσία όλων των μελών της.

     Tο νόμιμο ή όχι της κατοχής της θέσης Γενικού Eπιθεωρητή Mέσης Eκπαίδευσης κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ένα από τα επίδικα θέματα στις προσφυγές με αριθμό 27/88, 28/88 και 290/88 Λιμνάτου  κ.ά. ν. Δημοκρατίας  στις οποίες είχε προβληθεί και πάλιν ισχυρισμός περί παράνομης άσκησης και σφετερισμού εξουσίας για τους ίδιους ακριβώς λόγους.  Mε την απόφαση που εκδόθηκε στον τόμο (1989) 3(Δ) A.A.Δ. 2480 απορρίφθηκε η εισήγηση των αιτητριών.

     Στην προσέγγιση του θέματος που έχει εγερθεί υιοθετούνται οι θέσεις που αναφέρονται στο σχετικό απόσπασμα της πιο πάνω απόφασης και απορρίπτεται ο ισχυρισμός περί σφετερισμού εξουσίας και παράνομης σύνθεσης της Συμβουλευτικής Eπιτροπής.

3.  O περί Δημοσίας Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας (Tροποποιητικός) Nόμος του 1979 (N. 53/1979) δεν επέφερε οποιαδήποτε αλλαγή στο νομοθετικό περίγραμμα που καθορίστηκε με βάση το Άρθρο 36 των περί Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας Nόμων του 1969 έως 1978.  H μόνη τροποποίηση  που επέφερε στο Άρθρο 36 ήταν η μετονομασία των εκθέσεων από “Eμπιστευτικές” σε “Yπηρεσιακές”.  H τροποποίηση αυτή χαρακτηρίστηκε ως χωρίς σημασία  στην υπόθεση Λιμνάτου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) σε απάντηση παρόμοιου επιχειρήματος που ο ίδιος δικηγόρος είχε προβάλει ως λόγο ακύρωσης της επίδικης στην υπόθεση εκείνη διοικητικής πράξης.  Σχετικό επί του προκειμένου είναι επίσης το γεγονός ότι οι επίδικες εκθέσεις ετοιμάστηκαν σύμφωνα με τους περί Eκπαιδευτικών Λειτουργών (Eπιθεώρηση και Aιτιολόγηση) Kανονισμούς του 1976 (Kανονισμοί K.Δ.Π. 223/76, ημερομηνίας 5/11/1976) οι οποίοι αναφέρονται μόνο σε “εκθέσεις”. Έπεται ότι ο αιτητής δεν απέδειξε οποιαδήποτε ουσιώδη παρατυπία στη σύνταξη των Eκθέσεων που λήφθηκαν υπόψη στην αξιολόγηση των υποψηφίων.

4.  Mετά την αποτίμηση σε μονάδες της αρχαιότητας και αξίας όλων των υποψηφίων που έκαμε με βάση το Άρθρο 35B(4)(α) του Nόμου, η Συμβουλευτική Eπιτροπή, δεν προχώρησε στη μελέτη των προσόντων όλων των υποψηφίων σύμφωνα με το Άρθρο 35B(4)(β).  Aπόκλεισε έτσι από την περαιτέρω αυτή μελέτη τους υποψηφίους εκείνους, περιλαμβανομένου του αιτητή, οι οποίοι όμως θα αποκλείονταν εν πάση περιπτώσει από τον κατάλογο των προτεινομένων για προαγωγή ακόμα και αν στο άθροισμα των μονάδων της αρχαιότητας και της αξίας που τους είχε αποτιμηθεί κάτω από το Άρθρο 35B(4)(α) προσθέτονταν και οι πέντε μονάδες που είναι ο ανώτατος [*1950]αριθμός μονάδων που μπορούσε να προστεθεί από τη μελέτη των προσόντων τους, με βάση το Άρθρο 35B(4)(β).  Kανένας χρήσιμος σκοπός για τους υποψηφίους αυτούς δε θα εξυπηρετείτο από τη μελέτη των προσόντων τους, αφού ο αποκλεισμός τους που ήδη καθορίστηκε ένεκα του μικρού αριθμού μονάδων της αρχαιότητας και της αξίας τους σε σύγκριση με τους υποψηφίους που περιλήφθηκαν στον κατάλογο, δεν ήταν δυνατό να αλλάξει.

     Kάτω από τις παρούσες περιστάσεις δεν μπορεί να λεχθεί ότι η Συμβουλευτική Eπιτροπή έχει παραβεί τις πρόνοιες του Άρθρου 35B(4)(β), ούτε ότι η αξιολόγηση του αιτητή επηρεάστηκε δυσμενώς από τον τρόπο που ενήργησε η Συμβουλευτική Eπιτροπή.

     Σχετικό επί του προκειμένου είναι και το γεγονός ότι αν ο αιτητής αισθάνετο αδικημένος από την καθόλα αξιολόγησή του και τον αποκλεισμό του από τον κατάλογο των προτεινόμενων υποψηφίων για προαγωγή, που κατάρτισε η Συμβουλευτική Eπιτροπή και που σύμφωνα με το Nόμο είχε αναρτηθεί, είχε το δικαίωμα, που όμως δεν άσκησε, να ζητήσει την αναθεώρηση του καταλόγου που τον αφορούσε με γραπτή ένστασή του στην E.E.Y., που θα έπρεπε να είχε υποβάλει μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την ημέρα της ανάρτησης του καταλόγου. Tο δικαίωμα αυτό παρέχεται ρητά στον αιτητή κάτω από το Άρθρο 35B(7) του Nόμου.

5.  Eίναι φανερό από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, ότι η E.E.Y. δεν έκαμε οποιαδήποτε αξιολόγηση του αιτητή, του οποίου το όνομα δε συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των υποψηφίων που η Συμβουλευτική Eπιτροπή είχε προτείνει για προαγωγή και είχε αποστείλει στην E.E.Y.. Παρόλο που στο πρώτο στάδιο της έρευνας της η E.E.Y. έκρινε τον αιτητή ως υποψήφιο και περιέλαβε το όνομά του στον κατάλογο υποψηφίων που απόστειλε στη Συμβουλευτική Eπιτροπή σύμφωνα με το Άρθρο 35B(1) του Nόμου, στην έρευνα που διεξήγαγε μετά που έλαβε από τη Συμβουλευτική Eπιτροπή τον κατάλογο των υποψηφίων που η τελευταία πρότεινε για προαγωγή, ο αιτητής δε λήφθηκε καθόλου υπόψη. Tο ερώτημα είναι κατά πόσο η E.E.Y. είναι, σύμφωνα με το Nόμο, δεσμευμένη να περιορίσει την έρευνά της στους υποψηφίους που σύστησε η Συμβουλευτική Eπιτροπή για προαγωγή και που τα ονόματά τους περιλήφθηκαν στο σχετικό κατάλογο που κατάρτισε και απόστειλε στην E.E.Y. σύμφωνα με το Άρθρο 35B(4) του Nόμου, ή κατά πόσο η E.E.Y. όφειλε να προχωρήσει με δική της έρευνα αναφορικά με όλους τους υποψηφίους των οποίων τα ονόματα είχε αρχικά η ίδια περιλάβει στον κατάλογο των υποψηφίων που απόστειλε στη Συμβουλευτική Eπιτροπή.

[*1951]         O Nόμος ρητά καθορίζει τη διαδικασία που η E.E.Y. οφείλει να ακολουθήσει.  Σύμφωνα με το Άρθρο 35B(8) η E.E.Y. εξετάζει και αποφασίζει πάνω στις ενστάσεις που το Άρθρο 35B(7) παρέχει δικαίωμα σε επηρεαζόμενους εκπαιδευτικούς λειτουργούς να υποβάλουν ενώπιόν της με αίτημα την αναθεώρηση του καταλόγου που η Συμβουλευτική Eπιτροπή καταρτίζει, αποστέλλει στην E.E.Y. και αναρτά σύμφωνα με τις αντίστοιχες πρόνοιες των εδαφίων (4), (5)(β) και (6) του Άρθρου 35B του Nόμου.  Aφού εξετάσει και αποφασίσει πάνω στις ενστάσεις το ταχύτερο δυνατόν, η E.E.Y. καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων. Στη συνέχεια και σύμφωνα με το Άρθρο 35B(9), η E.E.Y. καλεί τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους σε προσωπική συνέντευξη, μετά το τέλος της οποίας προβαίνει, σύμφωνα με το Άρθρο 35B(10), στην επιλογή των καλύτερων υποψηφίων από τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους.

     Προσεκτική μελέτη των προνοιών του Άρθρου 35B στο σύνολό του οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στις περιπτώσεις πλήρωσης θέσης που ανήκει στο διδακτικό προσωπικό των σχολείων Mέσης και Δημοτικής Eκπαίδευσης, όπως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση, η E.E.Y. δεν έχει δικαιοδοσία τροποποίησης του καταλόγου που καταρτίζει η Συμβουλευτική Eπιτροπή βάσει του Άρθρου 35B(4) άλλη από την αναθεώρηση του καταλόγου αυτού που η E.E.Y. επιφέρει, κατόπιν και σαν αποτέλεσμα και απόφασής της, βάσει του Άρθρου 35B(β), πάνω στις γραπτές ενστάσεις που επηρεαζόμενοι εκπαιδευτικοί λειτουργοί υποβάλλουν σ’ αυτήν κάτω από το Άρθρο 35B(7) του Nόμου.  H E.E.Y. δεν έχει εξουσία να περιλάβει στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων που έχει υποχρέωση να ετοιμάσει κάτω από το Άρθρο 35B(8), υποψηφίους που δεν περιλήφθηκαν στον κατάλογο που κατάρτισε η Συμβουλευτική Eπιτροπή και που δεν υπέβαλαν γραπτή ένσταση όπως προνοεί το Άρθρο 35B(7) του Nόμου.  Σχετική με το υπό εξέταση θέμα είναι και η πρόνοια του Άρθρου 35(1)(δ) του Nόμου σύμφωνα με την οποία κανένας εκπαιδευτικός λειτουργός δεν προάγεται σε άλλη θέση εκτός αν, μεταξύ άλλων, “συστήθηκε από την αρμόδια Συμβουλευτική Eπιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του Nόμου αυτού.”  Άλλη σχετική διάταξη είναι εκείνη του Άρθρου 35A(1) του Nόμου σύμφωνα με την οποία οι προαγωγές σε θέσεις προαγωγής στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, όπως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση, διενεργούνται από την E.E.Y. ύστερα από σύσταση της αρμόδιας Συμβουλευτικής Eπιτροπής.

     Tα Άρθρα 35, 35A και 35B του Nόμου, ορθά ερμηνευόμενα, οδηγούν  στο συμπέρασμα ότι καταφατική πρέπει να είναι η απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε πιο πάνω, αν δηλαδή, κάτω από τις παρούσες [*1952]περιστάσεις, η E.E.Y. δεσμεύεται από τη σύσταση της Συμβουλευτικής Eπιτροπής και αν η E.E.Y. πρέπει να περιορίσει την έρευνά της ανάμεσα στους υποψηφίους του καταλόγου της Συμβουλευτικής Eπιτροπής όπως θα έχει τελικά διαμορφωθεί σαν αποτέλεσμα τυχόν επιτυχούς υποβολής ενστάσεων από μέρους οποιωνδήποτε υποψηφίων.

     Έπεται ότι ορθά και νόμιμα ενήργησε η E.E.Y., παραλείποντας να προβεί η ίδια σε αξιολόγηση του αιτητή με σκοπό τη συμπερίληψή του στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων που ετοίμασε, εφόσον ο αιτητής ουδέποτε υπόβαλε τη γραπτή ένσταση στην E.E.Y., που ο Nόμος του παρείχε δικαίωμα να υποβάλει.

     Tα ανωτέρω ενισχύονται από την απόφαση στην υπόθεση Christoudias v. Republic (1984) 3(A) C.L.R. 657, με την οποία ερμηνεύθηκαν οι πρόνοιες των Άρθρων 35(1) και 35(6) του περί Δημοσίας Yπηρεσίας Nόμου σε συσχετισμό και σε αντιδιαστολή με την πρόνοια του Άρθρου 36(1) του ίδιου Nόμου και στην οποία αποφασίστηκε ότι, ενώ οι συμβουλές Tμηματικών Eπιτροπών που συστάθηκαν κάτω από το Άρθρο 36(1) του Nόμου αρ. 33 του 1967 για να συμβουλεύουν την E.Δ.Y. δεν είναι δεσμευτικές, οι συστάσεις αρμόδιας Συμβουλευτικής Eπιτροπής προς την E.Δ.Y., κάτω από τα εδάφια 1 και 6 του Άρθρου 35 του ίδιου Nόμου, στις περιπτώσεις διορισμού ή προαγωγής σε εξειδικευμένη θέση, δεσμεύουν την E.Δ.Y., η οποία περιορίζεται να επιλέξει τον καταλληλότερο για διορισμό ή προαγωγή υποψήφιο ανάμεσα στους υποψηφίους που συστήνει η Συμβουλευτική Eπιτροπή. H υπόθεση Mytides and Another v. Republic που επικαλέστηκε ο αιτητής, αφορούσε σύσταση Tμηματικής Eπιτροπής κάτω από το Άρθρο 36(1) του Nόμου 33/67 και όχι Συμβουλευτικής Eπιτροπής κάτω από το Άρθρο 35(1) και (6) του ίδιου Nόμου, αποφασίστηκε δε με βάση ισχύουσα διαδικασία επιλογής υποψηφίων από την E.Δ.Y. πολύ διαφορετική εκείνης που ισχύει στην παρούσα υπόθεση.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Mιλτιάδους και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1318,

Παπαγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1604,

Πετούσης ν. A.H.K. (Aρ. 1) (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1230,

[*1953]Ioannou v. Electricity Authority of Cyprus (1981) 3 C.L.R. 280,

Agrotis v. Electricity Authority of Cyprus (1981) 3 C.L.R. 503,

Michaeloudes and Another v. Republic (1979) 3 C.L.R. 56,

Republic ν. Maratheftis and Another (1986) 3(B) C.L.R. 1407,

Λιμνάτου και Άλλες ν. Δημοκρατίας και Άλλων (1989) 3(Δ) A.A.Δ. 2480,

Savva ν. Republic (1986) 3(A) C.L.R. 445,

Alvanis v. Cyprus Telecommunications Authority (1985) 3(D) C.L.R. 2695,

Hadjiosif and Another ν. Cyprus Telecommunications Authority (1983) 3(A) C.L.R. 510,

Mytides and Another v. Republic (1983) 3(B) C.L.R. 1096,

Christoudias ν. Republic (1984) 3 (A) C.L.R. 657.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Eπιτροπής Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας, με την οποία προήχθηκαν και/ή διορίστηκαν στη θέση Διευθυντή Σχολείων Mέσης Eκπαίδευσης τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αντί του αιτητή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Π. Κληρίδης, Aνώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠOΓIATZHΣ, Δ.: Με την προσφυγή αυτή ο αιτητής ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

1.  Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και/ή παράλειψη του καθ’ ου η αίτηση να διορίσει ή να προάξει τον αιτητή σαν Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

[*1954]2.        Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη του καθ’ ου η αίτηση με την οποία προήγαγε και/ή διόρισε τους 1.  Ελλάδιο Χανδριώτη και 2. Πιερή Πιερή στη θέση Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης αντί του αιτητή είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Πάνω στο έντυπο της αίτησης αναφέρεται ότι η προσφυγή βασίζεται πάνω στα πιο κάτω νομικά σημεία:

“α.   Η απόφαση πάσχει γιατί δεν πραγματοποιήθηκε η αρχή της προαγωγής του καλυτέρου από τους νομιμοποιούμενους σαν υποψηφίους. Συγκεκριμένα η Ε.Ε.Υ. δε θεώρησε σαν υποψήφιο και δεν προήγαγε τον αιτητή ο οποίος νομικά μπορούσε να ήταν υποψήφιος.

 β. Η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα.

 γ. Η απόφαση λήφθηκε κατά διαδικασία που προηγήθηκε (Συμβουλευτική Επιτροπή) που πάσχει νομικά γιατί στηρίκτηκε σε γεγονότα που δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη και/ή σε ενέργειες έξω από την όλη αρμοδιότητα της Ε.Ε.Υ. και/ή το Νόμο και/ή είναι αποτέλεσμα συγκαλυμμένης δίωξης και/ή τιμωρητικής ενέργειας του αιτητή και/ή λήφθηκε κατά πάσχουσα σύνθεση και/ή η σύσταση ήταν χωρίς αξία και/ή στηρίκτηκε σε παράνομες αξιολογήσεις.

 δ. Η απόφαση είναι προϊόν κατάχρησης ή υπέρβασης εξουσίας ή αλλότριου σκοπού.

 ε. Η απόφαση πάσχει λόγω πλάνης περί τα πράγματα και το Νόμο.

στ.  Η απόφαση παραγνώρισε τις ειδικές γνώσεις, την αρχαιότητα και τα ειδικά προσόντα του αιτητή και την εξαίρετη προσφορά του.

 ζ. Η απόφαση είναι αναιτιολόγητη ή στερείται της δέουσας αιτιολογίας.

 η. Η απόφαση στηρίκτηκε σε έρευνα έξω των αντικειμενικών κριτηρίων.”

Τα ουσιώδη γεγονότα είναι τα ακόλουθα:

[*1955]O αιτητής είναι εκπαιδευτικός λειτουργός μέλος του διδακτικού προσωπικού και κατέχει στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία θέση Β. Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης.

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας με έγγραφό του Αρ. 359/68/4, ημερομηνίας 5/5/88 διαβίβασε στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ.) έγκριση για πλήρωση τριών θέσεων Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης (Μέση Γενική Εκπαίδευση).  Οι θέσεις αυτές είναι θέσεις προαγωγής.

Με βάση το άρθρο 35Β(1) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) Νόμου του 1987 (Ν.65/87) κατάλογος των υποψηφίων, φάκελοι υπηρεσιακών εκθέσεων και αντίγραφο του σχεδίου Υπηρεσίας διαβιβάστηκαν στο Γενικό Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης, που είναι σύμφωνα με το Νόμο, ο Πρόεδρος της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής. Μεταξύ των υποψηφίων ήταν ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία ορίστηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 65/87, αφού έκαμε πρώτα  την αποτίμηση σε μονάδες της αρχαιότητας, της αξίας και των προσόντων των υποψηφίων κατάρτισε κατάλογο προτεινομένων για προαγωγή τον οποίο διαβίβασε στην Ε.Ε.Υ. μαζί με την έκθεσή της.  Στον κατάλογο αυτόν συμπεριλαμβάνονταν τα ενδιαφερόμενα μέρη αλλά όχι ο αιτητής.

Στις 30/6/1988, η Ε.Ε.Υ. με βάση το άρθρο 35Β(7) και (8) του Νόμου 65/87 εξέτασε τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν από μέρους επηρεαζομένων εκπαιδευτικών για τον κατάλογο των υποψηφίων που σύστησε η Συμβουλευτική Επιτροπή.  Ο αιτητής δεν υπόβαλε οποιαδήποτε ένσταση.

Στη συνέχεια η Ε.Ε.Υ. κατάρτισε τον τελικό κατάλογο που περιλάμβανε τα ενδιαφερόμενα μέρη, όχι όμως τον αιτητή και αποφάσισε να καλέσει τους υποψηφίους που περιλήφθηκαν σ’ αυτόν σε προσωπική συνέντευξη.

Στις 5/7/1988 η Ε.Ε.Υ. δέχθηκε σε προσωπική συνέντευξη τους υποψηφίους, στην παρουσία του κ. Α. Φυλακτού, Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης.

Η Ε.Ε.Υ. αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις, μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και αφού [*1956]έλαβε υπόψη και την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις, αποφάσισε να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων, όπως φαίνεται αναλυτικά στα πρακτικά της Επιτροπής. Η Επιτροπή, στη συνέχεια, αποφάσισε ομόφωνα την προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών και του Ανδρέα Χριστοδουλίδη στις θέσεις Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης από 1/9/1988.

Πριν ασχοληθώ με τους λόγους ακύρωσης της επίδικης απόφασης που προβάλλονται στην αίτηση, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι η διακήρυξη που ζητά ο αιτητής με την πρώτη από τις δυο θεραπείες που επικαλείται, η οποία παρατίθεται αυτούσια πιό πάνω, είναι ολότελα αδύνατο να εκδοθεί ακόμα και στην περίπτωση που όλα τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η προσφυγή αποδειχθούν βάσιμα.  Η διακήρυξη που ο αιτητής ζητά στην πρώτη παράγραφο της προσφυγής αφορά αποκλειστικά την παράλειψη της Ε.Ε.Υ. να προάξει τον αιτητή σε μια από τις επίδικες κενές θέσεις και την κήρυξη της ως άκυρης από το Δικαστήριο.  Το γεγονός της μη επιλογής του αιτητή για προαγωγή δεν αποτελεί σύμφωνα με τη νομολογία “παράλειψη” με το νόημα της παραγράφου 1 του άρθρου 146 του Συντάγματος και είναι, επομένως, εκτός της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Για να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής κάτω από το άρθρο 146 η “παράλειψη” πρέπει να αναφέρεται σε πράξη ή απόφαση που το διοικητικό όργανο έχει, σύμφωνα με το Νόμο, καθήκον και υποχρέωση να λάβει και όχι απλώς διακριτική ευχέρεια.  Σε περιπτώσεις διορισμού ή προαγωγής όπως η παρούσα, η οφειλόμενη από την Ε.Ε.Υ. ενέργεια είναι η πλήρωση της κενής θέσης με τον κατάλληλο κατά την κρίση της υποψήφιο με βάση το Νόμο και τις αρχές του διοικητικού δικαίου.  Σχετική επί του προκειμένου είναι η απόφαση της Ολομέλειας στις Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 789, 791 και 796, Κλεάρχος Μιλτιάδους και Άλλοι ν. Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ. (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1318. Σχετικές, μεταξύ άλλων, είναι και οι υποθέσεις Αγάπιος Παπαγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1604, και Πετούσης ν. Α.Η.Κ. (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1230.

Η αιτούμενη θεραπεία στην παράγραφο 1 της αίτησης είναι, επομένως, απαράδεκτη και απορρίπτεται εν πάση περιπτώσει.

Τα επίδικα θέματα όπως έχουν διαμορφωθεί με τις αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων των δύο πλευρών είναι τα ακόλουθα:

Α.  Παράνομη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής

Πρόεδρος της τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής, που σύμφωνα με το άρθρο 35Β(4) των περι Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1967-1988 έχει καταρτίσει τον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει στην Ε.Ε.Υ. για προαγωγή στις επίδικες κενές θέσεις, ήταν ο κ. Σταύρος Φιλιππίδης υπό την ιδιότητα του ως κατόχου της θέσης του Γενικού Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης.  Ο ισχυρισμός επί του προκειμένου του δικηγόρου του αιτητή κ. Αγγελίδη είναι ότι - (α) ο καταρτισμός του πιο πάνω καταλόγου από τη Συμβουλευτική Επιτροπή είναι πράξη προπαρασκευαστική που οδήγησε στη λήψη της επίδικης τελικής απόφασης από την Ε.Ε.Υ.· (β) τυχόν ακύρωση της προπαρασκευαστικής αυτής πράξης αναγκαστικά συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την τελική διοικητική πράξη των προαγωγών· (γ) η προπαρασκευαστική πράξη πάσχει και θα πρέπει να κηρυχθεί παράνομη και άκυρη ένεκα του ότι έγινε από όργανο, τη Συμβουλευτική Επιτροπή, που στον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένο· (δ) η παράνομη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής οφείλεται στο γεγονός της συμμετοχής στη σύνθεση της ως προέδρου της του κ. Σταύρου Φιλιππίδη ο οποίος στον ουσιώδη χρόνο δεν κατείχε νόμιμα τη θέση Γενικού Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης, τις εξουσίες της οποίας ασκούσε παράνομα και/ή κατά νόσφιση εξουσίας.

Υιοθετώ την κοινή θέση των ευπαιδεύτων δικηγόρων του αιτητή και των καθ’ ων η αίτηση ότι, σύμφωνα με τη νομολογία*, αν αποδειχθεί ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν ήταν στον ουσιώδη χρόνο νόμιμα συγκροτημένη για το λόγο που προβάλλει ο αιτητής, η προπαρασκευαστική πράξη του καταρτισμού του καταλόγου των υποψηφίων που σύστησε για προαγωγή είναι πράξη παράνομη και/ή ανύπαρκτη και ότι η τελική επίδικη απόφαση της Ε.Ε.Υ., στην οποία οδήγησε, πρέπει να ακυρωθεί, ενόψει και του γεγονότος ότι το άρθρο 35Α(3) του Νόμου, προνοεί ότι για τη νόμιμη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής απαιτείται η παρουσία όλων των μελών της. Όμως, οι καθ’ ων η αίτηση αμφισβητούν την ορθότητα του ισχυρισμού του αιτητή ότι παράνομα ο κ. Σταύρος Φιλιππίδης συμμετέσχε στη σύνθεση και προήδρευσε της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Η νομιμότητα ή όχι της συμμετοχής αυτής του κ. Φιλιππίδη εξαρτάται απόλυτα από το αν ο κ. Φιλιππίδης ασκούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο νόμιμα τις εξουσίες και καθήκοντα της θέσης Γε[*1958]νικού Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης ή αν ενεργούσε παράνομα και/ή κατά νόσφιση εξουσίας. Ο αποδιδόμενος στον κ. Φιλιππίδη σφετερισμός εξουσίας από μέρους του κ. Αγγελίδη βασίζεται στα εξής γεγονότα:

Ο κ. Φιλιππίδης κατείχε νόμιμα τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή μέχρι την 1/1/1984 που η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας τον διόρισε στη θέση Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης με βάση τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο αρ. 33 του 1967.  Σαν αποτέλεσμα του διορισμού εκείνου κενώθηκε η μοναδική θέση Γενικού Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης που προβλέπεται στον Προϋπολογισμό και άρχισε η διαδικασία πλήρωσής της από την Ε.Ε.Υ. η οποία συμπληρώθηκε με την προαγωγή σ’ αυτήν του κ. Φυλακτού, η οποία επικυρώθηκε αργότερα όταν δυο προσφυγές για ακύρωσή της που είχαν καταχωρήσει ανθυποψήφιοι του κ. Φυλακτού απορρίφθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 12 Νοεμβρίου 1987. Προηγήθηκε η απόφαση της Ολομέλειας Republic v. Maratheftis and Another (1986) 3(B) C.L.R. 1407, με την οποία είχε επικυρωθεί η ακύρωση του διορισμού του κ. Σταύρου Φιλιππίδη στη θέση Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης.  Μετά την ακύρωση αυτή του διορισμού του, ο κ. Φιλιππίδης ανάλαβε και πάλιν τα καθήκοντα της θέσης του Γενικού Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης που κατείχε πριν την 1/1/1984, χωρίς να προηγηθεί πρόβλεψη στον Προϋπολογισμό για δημιουργία δεύτερης θέσης Γενικού Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης.

Η απάντηση του κ. Κληρίδη στον ισχυρισμό του κ. Αγγελίδη ότι μετά τις 12 Νοεμβρίου 1987 η άσκηση εξουσιών της θέσης του Γενικού Επιθεωρητή από τον κ. Φιλιππίδη ήταν αποτέλεσμα σφετερισμού ανύπαρκτης θέσης, είναι ότι ο τελευταίος νόμιμα κατείχε και ασκούσε τα καθήκοντα και τις εξουσίες της πιο πάνω θέσης εφόσον, σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου και σύμφωνα με τη νομολογία μας, συνέπεια της ακύρωσης μιας διοικητικής πράξης είναι η επαναφορά στο νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση. Με βάση την αρχή αυτή και εφόσον, προσθέτει ο κ. Κληρίδης, αμέσως πριν τον ακυρωθέντα διορισμό του στη θέση Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, ο κ. Φιλιππίδης κατείχε τη θέση Γενικού Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης, με την ακύρωση του διορισμού του εκείνου, επανέρχεται στην προηγούμενη θέση του χωρίς την ανάγκη λήψης από οποιοδήποτε όργανο ειδικής απόφασης για την επαναφορά αυτή. Νόμιμα, επομένως, κατά τον κ. Κληρίδη, ο κ. Φιλιππίδης κατείχε τη θέση Γενικού Επιθεωρητή και νόμιμα συμμετείχε και προήδρευσε της Συμβουλευτικής Επι[*1959]τροπής κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Το νόμιμο ή όχι της κατοχής από τον κ. Φιλιππίδη της θέσης Γενικού Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ένα από τα επίδικα θέματα στις προσφυγές με αριθμό 27/88, 28/88 και 290/88 Αλίκη Λιμνάτου και Άλλες ν. Δημοκρατίας και Άλλων οι οποίες έχουν συνεκδικασθεί από τον αδελφό Δικαστή κ. Δ. Στυλιανίδη, ενώπιον του οποίου είχε προβληθεί και πάλιν από τον κ. Αγγελίδη ισχυρισμός περί παράνομης άσκησης και σφετερισμού εξουσίας από τον κ. Φιλιππίδη για τους ίδιους ακριβώς λόγους που ο κ. Αγγελίδης ισχυρίστηκε στην παρούσα υπόθεση.  Με την απόφαση που εξέδωσε στις 27 Οκτωβρίου 1989 που έχει δημοσιευθεί στον τόμο (1989) 3(Δ) A.A.Δ. 2480 ο κ. Στυλιανίδης απόρριψε την εισήγηση των αιτητριών και είπε τα εξής στη σελίδα 2489:

“Eίναι γενική αρχή διοικητικού δικαίου ότι η ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου επαναφέρει τα πράγματα στο σημείο που ήταν πριν την έκδοση της πράξης που ακυρώθηκε.

Το Γαλλικό Συμβούλιο Επικρατείας στις υποθέσεις Rodiere, 26 Δεκεμβρίου, 1925, Rec. 1065, R.D.P. 1926.32 και Cru et autres, Rec. 659, D. 1955.198, αποφάσισε ότι μετά από ακυρωτική απόφαση η κατάσταση επανέρχεται ως εάν η ακυρωθείσα πράξη ουδέποτε μεσολάβησε - (βλ., επίσης, υπόθεση C.E. 6/1/1922, Nepoty, Rec.18).

H διοίκηση έχει υποχρέωση την απονομή της ίδιας ακριβώς θέσης στον υπάλληλο που κατείχε προηγουμένως, έστω και αν, στο μεταξύ, έχει πληρωθεί με άλλο διορισμό ή προαγωγή, αν η θέση που κατείχε πριν την ακυρωτική απόφαση είναι μοναδική - (βλ. C.E. 1/12/1961 Breat de Boisanger, Rec 676, ο αιτητής ήταν ο διαχειριστής της Comedie Francaise).

Η θέση του Γενικού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης είναι μοναδική (unique).  Το ζήτημα περιορίζεται στη θέση του κ. Φιλιππίδη, που προήδρευσε της Συμβουλευτικής Επιτροπής και όχι στη θέση του κ. Φυλακτού και τις ευθύνες της διοίκησης απέναντι σ’ αυτό. Ο κ. Φιλιππίδης κατείχε τη θέση Γενικού Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης, η οποία είναι μοναδική. Μετά την ακυρωτική Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου νόμιμα επανήλθε στην ίδια θέση. (Βλ., επίσης, Les Grands Arrets de la Jurisprudence Administrative, 8η Έκδοση, σελ. 322-325· Βεγλερή - “Η Συμμόρφωσις της Διοικήσεως εις τας Αποφάσεις του [*1960]Συμβουλίου της Επικρατείας”, 1934, σελ. 108 και επέκεινα.)

Ο λόγος αυτός αποτυγχάνει.”

Στην προσέγγιση του θέματος που έχει εγερθεί υιοθετώ τις θέσεις που αναφέρονται στο πιό πάνω απόσπασμα της απόφασης του Δικαστή Στυλιανίδη και απορρίπτω τον ισχυρισμό του κ. Αγγελίδη περί σφετερισμού εξουσίας από μέρους του κ. Φιλιππίδη και παράνομης σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Β.  Εμπιστευτικές Εκθέσεις-Υπηρεσιακές Εκθέσεις

Ο ισχυρισμός του κ. Αγγελίδη επί του προκειμένου είναι ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων στην παρούσα περίπτωση έγινε με βάση παράνομες “Eμπιστευτικές” Εκθέσεις που είχαν ετοιμαστεί σύμφωνα με το νομικό καθεστώς που πρόβλεπε το άρθρο 36 του Νόμου αρ. 10 του 1969 πριν την τροποποίησή του με το Νόμο αρ. 53 του 1979 και όχι με βάση τις “Υπηρεσιακές” Εκθέσεις που πρόβλεπε ο πιό πάνω τροποποιητικός Νόμος που ήταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Δεν υπάρχουν, τόνισε ο κ. Αγγελίδης, στο φάκελο των υποψηφίων, περιλαμβανομένων του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών οι απαιτούμενες “Υπηρεσιακές” Εκθέσεις που να δείχνουν την αξία κάθε υποψηφίου· υπάρχουν μόνο άγνωστες στο νόμο που ίσχυε στον ουσιώδη χρόνο “Εμπιστευτικές” Εκθέσεις, οι οποίες παράνομα λήφθηκαν υπόψη, εφόσον ετοιμάστηκαν κατά παράβαση ουσιώδους τύπου που ο Νόμος έχει καθορίσει. Επικαλούμενος επί του προκειμένου τις υποθέσεις Savva v. Republic (1986) 3(A) C.L.R. 445, Alvanis v. Cyprus Telecommunications Authority (1985) 3 C.L.R. 2695 και Hadjiiosif and Another v. Cyprus Telecommunications Authority (1983) 3 C.L.R. 510, ο κ. Αγγελίδης ισχυρίστηκε ότι τόσο η προπαρασκευαστική πράξη του αποκλεισμού του αιτητή από τον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, που ήταν αποτέλεσμα αξιολόγησης που έγινε με βάση παράνομες εμπιστευτικές εκθέσεις, όσο και η τελική πράξη προαγωγής από την Ε.Ε.Υ. των ενδιαφερόμενων μερών που ακολούθησε, θα πρέπει να ακυρωθούν.

Ο κ. Κληρίδης εκ μέρους της Ε.Ε.Υ. αντέκρουσε τους ισχυρισμούς του κ. Αγγελίδη και εισηγήθηκε ότι οι εκθέσεις με βάση τις οποίες έγινε η αξιολόγηση των υποψηφίων ετοιμάστηκαν σύμφωνα με το νομοθετικό περίγραμμα που ίσχυε κατά το χρόνο της σύνταξής τους και ότι ο αιτητής δεν απέδειξε το αντίθετο.

Το απαράδεκτο της εισήγησης του κ. Αγγελίδη βρίσκεται στο γε[*1961]γονός ότι ο περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 1979 (Νόμος αρ. 53 του 1979) δεν επέφερε οποιαδήποτε αλλαγή στο νομοθετικό περίγραμμα που καθορίστηκε με βάση το άρθρο 36 των περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως 1978. Η μόνη τροποποίηση που επέφερε στο άρθρο 36 ήταν η μετονομασία των εκθέσεων από “Εμπιστευτικές” σε “Υπηρεσιακές”. Η τροποποίηση αυτή χαρακτηρίστηκε ως χωρίς σημασία από το Δικαστή Στυλιανίδη στην υπόθεση Λιμνάτου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) σε απάντηση παρόμοιου επιχειρήματος που ο ίδιος δικηγόρος είχε προβάλει ως λόγο ακύρωσης της επίδικης στην υπόθεση εκείνη διοικητικής πράξης.  Σχετικό επί του προκειμένου είναι επίσης το γεγονός ότι οι επίδικες εκθέσεις ετοιμάστηκαν σύμφωνα με τους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρηση και Αιτιολόγηση) Κανονισμούς του 1976 (Κανονισμοί Κ.Δ.Π. 223/76, ημερομηνίας 5/11/1976) οι οποίοι αναφέρονται μόνο σε “εκθέσεις”. Έπεται ότι ο αιτητής δεν απέδειξε οποιαδήποτε ουσιώδη παρατυπία στη σύνταξη των Εκθέσεων που λήφθηκαν υπόψη στην αξιολόγηση των υποψηφίων και ο ισχυρισμός του ότι συνέβη τέτοια παρατυπία ή ότι πάσχει ως έκ του λόγου αυτού η αξιολόγηση των υποψηφίων που έκαμε είτε η Συμβουλευτική Επιτροπή είτε η Ε.Ε.Υ., είναι ανυπόστατος και απορρίπτεται.

Γ. Παράβαση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή του άρθρου 35Β(4)(β)

Είναι ισχυρισμός του ευπαίδευτου δικηγόρου του αιτητή ότι η ουσία της Σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχει γιατί δεν πρόσδωσε στον αιτητή καμιά μονάδα για τα πρόσθετα προσόντα του κατά παράβαση των προνοιών του πιό πάνω άρθρου και γιατί δεν έδωσε ειδική αιτιολογία για ποιο λόγο αγνόησε το μεταπτυχιακό προσόν του αιτητή ο οποίος είχε πτυχίο και πρόσθετο προσόν Master of Arts Educational Administration and Supervision.  Η παράλειψη αυτή της Συμβουλευτικής Επιτροπής αποτελεί, κατά την εισήγηση του κ. Αγγελίδη, πλάνη περί το νόμο που είναι ικανός λόγος ακύρωσης της επίδικης απόφασης.

Το άρθρο 35Β(4)(β) προνοεί τα εξής:

“(4) Όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης η οποία ανήκει στο διδακτικό προσωπικό των σχολείων μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει με σειρά προτεραιότητας η οποία θα καθορίζεται μετά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων [*1962]των προσοντούχων υποψηφίων σε μονάδες όπως παρακάτω:

(α)   . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(β)   προσόντα:

1 έως 5 μονάδες, που δίνονται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή με αιτιολογμένη απόφασή της, για πρόσθετο προσόν το οποίο είναι συναφές με την εκπαίδευση ή την ειδικότητα του υποψηφίου ή τα καθήκοντα της θέσης·”

Eίναι αλήθεια ότι μετά την αποτίμηση σε μονάδες της αρχαιότητας και αξίας όλων των υποψηφίων που έκαμε με βάση το άρθρο 35Β(4)(α) του Νόμου, η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν προχώρησε στη μελέτη των προσόντων όλων των υποψηφίων σύμφωνα με το άρθρο 35Β(4)(β). Απόκλεισε έτσι από την περαιτέρω αυτή μελέτη τους υποψηφίους εκείνους, περιλαμβανομένου του αιτητή, οι οποίοι όμως θα αποκλείονταν εν πάση περιπτώσει από τον κατάλογο των προτεινομένων για προαγωγή ακόμα και αν στο άθροισμα των μονάδων της αρχαιότητας και της αξίας που τους είχε αποτιμηθεί κάτω από το άρθρο 35Β(4)(α) προσθέτονταν και οι πέντε μονάδες που είναι ο ανώτατος αριθμός μονάδων που μπορούσε να προστεθεί από τη μελέτη των προσόντων τους, με βάση το άρθρο 35Β(4)(β).  Κανένας χρήσιμος σκοπός για τους υποψηφίους αυτούς δε θα εξυπηρετείτο από τη μελέτη των προσόντων τους, αφού ο αποκλεισμός τους που ήδη καθορίστηκε ένεκα του μικρού αριθμού μονάδων της αρχαιότητας και της αξίας τους σε σύγκριση με τους υποψηφίους που περιλήφθηκαν στον κατάλογο, δεν ήταν δυνατό να αλλάξει. Παραθέτω επί του προκειμένου το ακόλουθο απόσπασμα από την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής:

“5. Μετά την αποτίμηση σε μονάδες της αρχαιότητας και της αξίας των υποψηφίων, η Συμβουλευτική Επιτροπή προχώρησε στη μελέτη των προσόντων τους όπως φαίνονται στους προσωπικούς τους φακέλους.

Η επιτροπή δεν ασχολήθηκε με τα προσόντα των  υποψηφίων των οποίων το άθροισμα των μονάδων της αρχαιότητας και της αξίας αποκλείει συμπερίληψη στον πίνακα των προτεινομένων για προαγωγή, νοουμένου ότι για τα προσόντα δίδονται 1-5 μονάδες μόνο.”

Kάτω από τις παρούσες περιστάσεις δεν μπορεί να λεχθεί ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή έχει παραβεί τις πρόνοιες του άρθρου [*1963]35Β(4)(β), ούτε ότι η αξιολόγηση του αιτητή επηρεάστηκε δυσμενώς από τον τρόπο που ενήργησε η Συμβουλευτική Επιτροπή.  Ανυπόστατο είναι και το επιχείρημα του κ. Αγγελίδη για έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας στην απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για το λόγο που αγνόησε το πρόσθετο προσόν του αιτητή το οποίο είναι συναφές με την εκπαίδευση και το οποίο είχε καθήκον να μελετήσει, αξιoλογήσει και βαθμολογήσει με μια μέχρι πέντε μονάδες.  Η αιτιολογία φαίνεται στο πιο πάνω απόσπασμα της Έκθεσής της και είναι επαρκής κάτω από τις παρούσες περιστάσεις.

Σχετικό επί του προκειμένου είναι και το γεγονός ότι αν ο αιτητής αισθάνετο αδικημένος από την καθόλα αξιολόγηση του και τον αποκλεισμό του από τον κατάλογο των προτεινόμενων υποψηφίων για προαγωγή που κατάρτισε η Συμβουλευτική Επιτροπή και που σύμφωνα με το Νόμο είχε αναρτηθεί, είχε το δικαίωμα, που όμως δεν άσκησε, να ζητήσει την αναθεώρηση του καταλόγου που τον αφορά με γραπτή ένστασή του στην Ε.Ε.Υ., που θα έπρεπε να είχε υποβάλει μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την ημέρα της ανάρτησης του καταλόγου.  Το δικαίωμα αυτό παρέχεται ρητά στον αιτητή κάτω από το άρθρο 35Β(7) του Νόμου.

Δ. Η Ε.Ε.Υ. δεν έκαμε επαρκή έρευνα

Στα πλαίσια του παρόντος ισχυρισμού του ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε το επιχείρημα ότι, μετά τη συνεδρία της με ημερομηνια 9 Μαΐου 1988 κατά την οποία αποφασίστηκε, σύμφωνα με το άρθρο 35Β(Ι) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως 1987, η αποστολή στον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής καταλόγου των υποψηφίων για πλήρωση των κενών επίδικων θέσεων, των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων και αντιγράφου των Σχεδίων Υπηρεσίας, ουδέποτε η Ε.Ε.Υ. εξέτασε οτιδήποτε αναφορικά με τον αιτητή· ότι η Ε.Ε.Υ. ουδέποτε θεώρησε τον αιτητή ως υποψήφιο και ότι η Ε.Ε.Υ. απλώς προχώρησε πάνω στη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Με την παράλειψη της αυτή η Ε.Ε.Υ. έχει, κατά τον κ. Αγγελίδη, αποποιηθεί υπέρ της Συμβουλευτικής Επιτροπής των καθηκόντων της και της αποκλειστικής δικαιοδοσίας που ο Νόμος της έχει εμπιστευθεί πάνω στο θέμα. Επικαλούμενος την υπόθεση Mytides and Another v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1096, ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε ότι η επίδικη απόφαση πάσχει ως εκ του λόγου αυτού και θα πρέπει να ακυρωθεί.

Ο κ. Κληρίδης εκ μέρους της Ε.Ε.Υ. αντέκρουσε τον πιό πά[*1964]νω ισχυρισμό του κ. Αγγελίδη προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η Ε.Ε.Υ. περιέλαβε στον κατάλογο των υποψηφίων που απόστειλε στη Συμβουλευτική Επιτροπή το όνομα του αιτητή και ότι ακολούθησε πιστά τη διαδικασία επιλογής που σαφώς διαγράφεται στο άρθρο 35Β του Νόμου.

Είναι φανερό από τα ενώπιόν μου στοιχεία ότι η Ε.Ε.Υ. δεν έκαμε οποιαδήποτε αξιολόγηση του αιτητή του οποίου το όνομα δε συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των υποψηφίων που η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε προτείνει για προαγωγή και είχε αποστείλει στην Ε.Ε.Υ. Παρόλο που στο πρώτο στάδιο της έρευνας της η Ε.Ε.Υ. έκρινε τον αιτητή ως υποψήφιο και περιέλαβε το όνομα του στον κατάλογο υποψηφίων που απόστειλε στη Συμβουλευτική Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 35Β(1) του Νόμου, στην έρευνα που διεξήγαγε μετά που έλαβε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή τον κατάλογο των υποψηφίων που η τελευταία πρότεινε για προαγωγή, ο αιτητής δε λήφθηκε καθόλου υπόψη. Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η Ε.Ε.Υ. είναι, σύμφωνα με το Νόμο, δεσμευμένη να περιορίσει την έρευνα της στους υποψηφίους που σύστησε η Συμβουλευτική Επιτροπή για προαγωγή και που τα ονόματά τους περιλήφθηκαν στο σχετικό κατάλογο που κατάρτισε και απόστειλε στην Ε.Ε.Υ. σύμφωνα με το άρθρο 35Β(4) του Νόμου, ή κατά πόσο η Ε.Ε.Υ. όφειλε να προχωρήσει με δική της έρευνα αναφορικά με όλους τους υποψηφίους των οποίων τα ονόματα είχε αρχικά η ίδια περιλάβει στον κατάλογο των υποψηφίων που απόστειλε στη Συμβουλευτική Επιτροπή.

Ο Νόμος ρητά καθορίζει τη διαδικασία που η Ε.Ε.Υ. οφείλει να ακολουθήσει. Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(8) η Ε.Ε.Υ. εξετάζει και αποφασίζει πάνω στις ενστάσεις που το άρθρο 35Β(7) παρέχει δικαίωμα σε επηρεαζόμενους εκπαιδευτικούς λειτουργούς να υποβάλουν ενώπιόν της με αίτημα την αναθεώρηση του καταλόγου που η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει, αποστέλλει στην Ε.Ε.Υ. και αναρτά σύμφωνα με τις αντίστοιχες πρόνοιες των εδαφίων (4), (5)(β) και (6) του άρθρου 35Β του Νόμου.  Αφού εξετάσει και αποφασίσει πάνω στις ενστάσεις το ταχύτερο δυνατόν, η Ε.Ε.Υ. καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων. Στη συνέχεια και σύμφωνα με το άρθρο 35Β(9), η Ε.Ε.Υ. καλεί τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους σε προσωπική συνέντευξη μετά το τέλος της οποίας προβαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 35Β(10), στην επιλογή των καλύτερων υποψηφίων από τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους.

Προσεκτική μελέτη των προνοιών του άρθρου 35Β στο σύνολό του οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στις περιπτώσεις πλήρωσης θέσης που ανήκει στο διδακτικό προσωπικό* των σχολείων μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης, όπως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση, η Ε.Ε.Υ. δεν έχει δικαιοδοσία τροποποίησης του καταλόγου που καταρτίζει η Συμβουλευτική Επιτροπή βάσει του άρθρου 35Β(4) άλλη από την αναθεώρηση του καταλόγου αυτού που η Ε.Ε.Υ. επιφέρει, κατόπιν και σαν αποτέλεσμα εξέτασης και απόφασης της, βάσει του άρθρου 35Β(8), πάνω στις γραπτές ενστάσεις που επηρεαζόμενοι εκπαιδευτικοί λειτουργοί υποβάλλουν σ’ αυτήν κάτω από το άρθρο 35Β(7) του Νόμου.  Η Ε.Ε.Υ. δεν έχει εξουσία να περιλάβει στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων που έχει υποχρέωση να ετοιμάσει κάτω από το άρθρο 35Β(8), υποψηφίους που δεν περιλήφθηκαν στον κατάλογο που κατάρτισε η Συμβουλευτική Επιτροπή και που δεν υπέβαλαν γραπτή ένσταση όπως προνοεί το άρθρο 35Β(7) του Νόμου. Σχετική με το υπό εξέταση θέμα είναι και η πρόνοια του άρθρου 35(1)(δ) του Νόμου σύμφωνα με την οποία κανένας εκπαιδευτικός λειτουργός δεν προάγεται σε άλλη θέση εκτός αν, μεταξύ άλλων, “συστήθηκε από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή σύμφωνα με τις του Νόμου αυτού.”  Άλλη σχετική διάταξη είναι εκείνη του άρθρου 35Α(1) του Νόμου σύμφωνα με την οποία οι προαγωγές σε θέσεις προαγωγής στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, όπως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση, διενεργούνται από την Ε.Ε.Υ. ύστερα από σύσταση της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Παρόλο που δεν υπάρχει, εξ όσων γνωρίζω, νομολογία που να καλύπτει απευθείας το παρόν επίδικο θέμα, τα άρθρα 35, 35Α και 35Β του Νόμου, ορθά εμηνευόμενα, οδηγούν κατά τη γνώμη μου στο συμπέρασμα ότι καταφατική πρέπει να είναι η απάντηση στο ερώτημα που έθεσα πιό πάνω, αν δηλαδή, κάτω από τις παρούσες περιστάσεις, η Ε.Ε.Υ. δεσμεύεται από τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και αν η Ε.Ε.Υ. πρέπει να περιορίσει την έρευνα της ανάμεσα στους υποψηφίους του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής όπως θα έχει τελικά διαμορφωθεί σαν αποτέλεσμα τυχόν επιτυχούς υποβολής ενστάσεων από μέρους οποιωνδήποτε υποψηφίων.

Έπεται ότι ορθά και νόμιμα ενήργησε η Ε.Ε.Υ. παραλείποντας να προβεί η ίδια σε αξιολόγηση του αιτητή με σκοπό τη συμπερίληψη του στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων που ετοίμασε, εφόσο ο αιτητής ουδέποτε υπόβαλε τη γραπτή ένσταση στην Ε.Ε.Υ., που ο Νόμος του παρείχε δικαίωμα να υποβάλει.

Η ορθότητα της γνώμης που έχω εκφράσει αναφορικά με το παρόν επίδικο θέμα ενισχύεται από την απόφαση στην υπόθεση Christoudias v. Republic (1984) 3 C.L.R. 657, με την οποία ερμηνεύθηκαν οι πρόνοιες των άρθρων 35(1)* και 35(6)** του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου σε συσχετισμό και σε αντιδιαστολή με την πρόνοια του άρθρου 36(1)*** του ίδιου Νόμου και στην οποία αποφασίστηκε ότι, ενώ οι συμβουλές Τμηματικών Επιτροπών που συστάθηκαν κάτω από το άρθρο 36(1) του Νόμου αρ. 33 του 1967 για να συμβουλεύουν την Ε.Δ.Υ. δεν είναι δεσμευτικές, οι συστάσεις αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής προς την Ε.Δ.Υ., κάτω από τα εδάφια 1 και 6 του άρθρου 35 του ίδιου Νόμου, στις περιπτώσεις διορισμού ή προαγωγής σε εξειδικευμένη θέση, δεσμεύουν την Ε.Δ.Υ., η οποία περιορίζεται να επιλέξει τον καταλληλότερο για διορισμό ή προαγωγή υποψήφιο ανάμεσα στους υποψηφίους που συστήνει η Συμβουλευτική Επιτροπή.  Η υπόθεση Mytides v. Republic  (ανωτέρω) που επικαλέστηκε ο αιτητής, αφορούσε σύσταση Τμηματικής Επιτροπής κάτω από το άρθρο 36(1) του Νόμου 33/67 και όχι Συμβουλευτικής Επιτροπής κάτω από το άρθρο 35(1) και (6) του ίδιου Νόμου, αποφασίστηκε δε με βάση ισχύουσα διαδικασία επιλογής υποψηφίων από την Ε.Δ.Υ. πολύ διαφορετική εκείνης που ισχύει στην παρούσα υπόθεση.

[*1967]Για όλους τους πιό πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών επικυρώνεται.  Κάτω από τις παρούσες συνθήκες δεν εκδίδω οποιαδήποτε διαταγή αναφορικά με τα έξοδα.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο