Cyprotoys & Grafts Ltd ν. Yπουργού Eμπορίου & Bιομηχανίας (1990) 3 ΑΑΔ 2358

(1990) 3 ΑΑΔ 2358

[*2358]5 Ιουλίου, 1990

[A. N. ΛΟΪΖΟΥ, Πρόεδρος]

CYPROTOYS & CRAFTS LTD,

Αιτητές,

v.

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ, ΔΙΑ

1. ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΟΥ ΚΑΙ

    ΕΦΟΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ,

2. ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΚΑΙ/ Ή ΒΟΗΘΟΥ

    ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΟΥ ΚΑΙ

    ΕΦΟΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 944/88).

 

Διοικητική πράξη — Ανάκληση — Ανάκληση απόφασης του Εφόρου Εμπορικών Σημάτων με την οποία είχε εγκριθεί η εγγραφή των εμπορικών σημάτων των αιτητών — Κρίθηκε ορθή αφού έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος — Εφαρμοστέες αρχές.

Οι καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν αρχικά να εγκρίνουν εγγραφή τεσσάρων εμπορικών σημάτων στο όνομα των αιτητών.  Μετά πάροδο δύο χρόνων ανακάλεσαν την απόφασή τους σαν αποτέλεσμα διαβουλεύσεων που έγιναν κατά την εκδίκαση προσφυγής που καταχωρήθηκε εναντίον της απόφασης αυτής.

Οι αιτητές καταχώρησαν προσφυγή με την οποία ζητούσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση είναι αδικαιολόγητη, λανθασμένη και παράνομη, λήφθηκε καθ’ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, παραβλάπτει κεκτημένα δικαιώματα των αιτητών και είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος.

Οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι η ανακληθείσα απόφαση του Εφόρου Εμπορικών Σημάτων λήφθηκε μετά από ενδελεχή μελέτη της προσαχθείσας μαρτυρίας και του Νόμου, είναι πλήρως αιτιολογημένη, νόμιμη και δεσμευτική.  Ισχυρίστηκαν επίσης ότι η πολύ καθυστερημένη ανάκληση της απόφασης, που λήφθηκε μετά από δύο χρόνια, δίδει νέα ευκαιρία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να ισχυροποιήσει τη θέση του [*2359]συμπληρώνοντας τα κενά με νέα μαρτυρία, αποτελεί ταλαιπωρία και αχρείαστα έξοδα για τους αιτητές και παραβιάζει την αρχή δικαίου για σύντομη δίκη (speedy trial) και περί (finality of proceedings).

Oι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίστηκαν ότι η ανακληθείσα απόφαση ήταν παράνομη, ότι η ανάκληση έγινε σε εύλογο χρόνο και ότι εξυπηρετούσε το γενικό δημόσιο συμφέρον. Επιπρόσθετα ισχυρίστηκαν ότι εφόσον η ανάκληση επεβάλλετο και για λόγους δημοσίου συμφέροντος ήταν επιτρεπτή ανεξάρτητα από το χρόνο που έγινε.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και αποφάνθηκε ότι:

Τα γεγονότα της υπόθεσης και ειδικότερα το περιεχόμενο της απόφασης του Εφόρου οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ορθά θεωρήθηκε πως ο Έφορος δε διερεύνησε ορθά την έκταση και το χαρακτήρα της φήμης του εμπορικού σήματος των αιτητών, δε διερεύνησε επαρκώς την πιθανότητα η εγγραφή του σήματος των αιτητών να προκαλούσε σύγχιση ή εξαπάτηση στην Κυπριακή αγορά και την πιθανότητα να είχε συνδεθεί με τα συγκεκριμένα προϊόντα των ενισταμένων, όπως επίσης και την έκταση χρήσης του σήματος των ενισταμένων.  Συνεπώς η ανάκληση ήταν επιτρεπτή γιατί επρόκειτο για ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης. Ο χρόνος που παρήλθε από την έκδοση της απόφασης μπορεί να χαρακτηριστεί σαν εύλογος ενόψει των περιστάσεων κάτω από τις οποίες έγινε η ανάκληση.

Εν πάση περιπτώσει ανεξάρτητα του αν ο χρόνος θεωρείται εύλογος ή όχι, η ανάκληση είναι επιτρεπτή και μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου, εάν υφίσταντο λόγοι δημοσίου συμφέροντος.  Στην προκειμένη περίπτωση εφόσον ο πρωταρχικός σκοπός της εγγραφής εμπορικών σημάτων είναι η προστασία του κοινού από ενδεχόμενη εξαπάτηση, η ανάκληση τέτοιας απόφασης είναι προς το δημόσιο συμφέρον.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η απόφαση του Εφόρου ήταν ορθή και νόμιμη.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Karayiannis v. Republic (1974) 3 C.L.R. 420,

Charalambous v. Republic (1964) C.L.R. 326,

[*2360]Panayides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 467,

I.W.S. Nominee Co. Ltd v. Republic (1967) 3 C.L.R. 582.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία ανακλήθηκε προηγούμενη απόφαση ημερ. 1.12.1986 που λήφθηκε μετά την υποβολή ενστάσεων με αρ. 350-353 σχετικά με τα εμπορικά σήματα Aρ. 21425-21428, που προηγούμενως είχαν εγκριθεί για εγγραφή στο όνομα των αιτητών.

Ν. Ζωμενής, για τους Αιτητές.

Λ. Κουρσουμπά, Aνώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Σ. Σταυρινού, για το Ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Cur. adv. vult.

A. N. ΛOΪZOY, Π.: Με την προσφυγή τους αυτή οι αιτητές ζητούν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση με την οποία ανακάλεσαν την προηγούμενη απόφαση ημερομηνίας 1 Δεκεμβρίου, 1986, που έλαβαν πάνω στις ενστάσεις με αρ. 350, 351, 352 και 353, σχετικά με τα εμπορικά σήματα αρ. 21425, 21426, 21427 και 21428 που προηγούμενα είχαν εγκριθεί για εγγραφή στο όνομα των αιτητών είναι αδικαιολόγητη, λανθασμένη και παράνομη, λήφθηκε καθ’ υπέρβαση/ή κατάχρηση εξουσίας, παραβλάπτει κεκτημένα νόμιμα δικαιώματα (vested rights) του αιτητή και είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Στις 17 Μαρτίου, 1981, οι αιτητές αποτάθηκαν στους καθ’ ων η αίτηση για να εγγράψουν στο Μέρος Α του Μητρώου Εμπορικών Σημάτων επ’ ονόματί τους, τα ακόλουθα τέσσερα Εμπορικά Σήματα:-

                     Προτεινόμενο

Αρ. Αίτησ.  Εμπορικό Σήμα Κλάσις          Εμπορεύματα                      

21425         η λέξη “SNOOPY”         25      ARTICLES OF CLOTHING                                                AND OTHER RELEVANT                                                            CHILDREN’S ARTICLES

21426         DOG DEVICE    25       -DO-

21427         WORD “SNOOPY”       28      TOYS & HANDICRAFTS

21428         DOG DEVICE    28       -DO-

[*2361]Oι αιτήσεις αυτές έγιναν αποδεκτές για εγγραφή στο Μέρος Α του Μητρώου και δημοσιεύτηκαν στο Πέμπτο Παράρτημα της Επισήμης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4 Δεκεμβρίου, 1982. Ο Έφορος Εμπορικών Σημάτων έδωσε ειδικές οδηγίες με σκοπό να περιέλθουν οι αιτήσεις αυτές στη γνώση των ιδιοκτητών των εγγεγραμμένων εμπορικών σημάτων, Νο. 18534 (Joujou dog device), που ήταν εγγεγραμμένο σχετικά με αντικείμενα ενδύσεως στη κατηγορία 25. Οι ιδιοκτήτες αυτού του εμπορικού σήματος δεν καταχώρησαν ενστάσεις.

Στις 3 Μαρτίου, 1982, οι UNITED FEATURE SYNDICATE INC., από τη Νέα Υόρκη καταχώρησαν δια του δικηγόρου τους τέσσερεις ενστάσεις, με αριθμούς 350, 351, 352 και 353 χωρίς να καταχωρηθεί η σχετική εξουσιοδότηση (FORM T.M 1).  Η εξουσιοδότηση αυτή καταχωρήθηκε αργότερα.

Η ένσταση της υπόθεσης με αρ. 350 που είναι σχεδόν η ίδια με αυτές στις υποθέσεις με αρ. 351, 352, 353 είναι οι ακόλουθες:

“α.   Οι ενιστάμενοι από μακρού χρόνου κυκλοφορούν εις την Κυπριακήν αγορά, δια των εδώ αποκλειστικών αντιπροσώπων των ATHOS PASSIAS GENERAL TRADE, έτοιμα ενδύματα και πάσης φύσεως συναφή παιδικά είδη υπό το εν θέματι εμπορικό σήμα το οποίον είναι διεθνώς γνωστό και ανήκει κατά κυριότητα εις τους ενισταμένους, είναι δε κατοχυρωμένον επ’ ονόματί των εις πλείστας χώρας του κόσμου.

β.  Το εμπορικό σήμα του οποίου δια της ως άνω αιτήσεως αιτείται η εγγραφή, αποτελεί αντιγραφή και/ή απομίμησιν του εμπορικού σήματος των ενισταμένων (SNOOPY) κατά τρόπο δυνάμενο να προκαλέση σύγχυσιν εις το καταναλωτικό κοινό επί βλάβη και ή ζημία των ενισταμένων.”

Μετά την καταχώρηση και ανταλλαγή διαφόρων αναγκαίων εγγράφων, δικογράφων και ενόρκου μαρτυρίας και μετά την έγερση διαφόρων προδικαστικών ενστάσεων και αποφάσεων πάνω σ’ αυτές, οι υποθέσεις ορίστηκαν για ακρόαση κατά την 9 Ιανουαρίου, 1985, όταν άρχισαν οι αγορεύσεις και σε κάποιο στάδιο δόθηκαν οδηγίες οι περαιτέρω αγορεύσεις να γίνουν γραπτώς, πράγμα και που έγινε.

Οι υποθέσεις ορίστηκαν για διευκρινήσεις στις 3 Μαΐου, 1985, όταν οι δικηγόροι των δύο πλευρών δήλωσαν πως δεν εί[*2362]χαν τίποτα να προσθέσουν στις αγορεύσεις τους και ο Έφορος επιφύλαξε την απόφασή του.

Κατά την 5 Ιουνίου, 1985, ο Έφορος ζήτησε από τα μέρη να υποβάλουν επιπρόσθετη συμπληρωματική μαρτυρία προτού εκδόσει την απόφασή του και όρισαν τις υποθέσεις για ακρόαση πάνω στη νέα μαρτυρία στις 28 Σεπτεμβρίου, 1985, η οποία αναβλήθηκε για τις 30 Σεπτεμβρίου, 1985. Περαιτέρω ένορκη μαρτυρία κατατέθηκε και από τα δύο μέρη αλλά κατά την ενώπιον του Εφόρου ακρόαση στις 30 Σεπτεμβρίου, 1985, οι δικηγόροι και των δύο μερών εκ συμφώνου ζήτησαν όπως η επιπρόσθετη μαρτυρία που κατατέθηκε υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων αποσυρθεί και μη ληφθεί υπόψη, με αποτέλεσμα να την αγνοήσουν και να μη τη λάβουν υπόψη τους. Η απόφαση επιφυλάχθηκε.

Την 1 Δεκεμβρίου, 1986, ο Έφορος εξέδωσε την επιφυλαχθείσα απόφαση. Με την απόφασή του αυτή ο Έφορος, έχοντας υπόψη του την προσαχθείσα έγκυρη μαρτυρία, αποφάσισε πως οι ενιστάμενοι στην εγγραφή των εν λόγω τεσσάρων Εμπορικών Σημάτων επ’ ονόματι των αιτητών δε δημιούργησαν εκ πρώτης όψεως υπόθεση, πως δεν μπορούσε να εξασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια εναντίον των αιτητών και πως οι αιτητές εδικαιούνταν στην εγγραφή των εν λόγω τεσσάρων Εμπορικών Σημάτων όπως οι σχετικές αιτήσεις τους.

Στις 9 Φεβρουαρίου, 1987, οι ενιστάμενοι καταχώρησαν την προσφυγή αρ. 83/87 εναντίον της απόφασης αυτής του Εφόρου. Οι αιτητές στην παρούσα προσφυγή παρουσιάστηκαν στην προσφυγή 83/87 σαν ενδιαφερόμενο μέρος.

Στις 2 Νοεμβρίου, 1988, λόγω της εν τω μεταξύ ανακλήσεως της απόφασης του Εφόρου, ημερομηνίας 1 Δεκεμβρίου, 1986, οι αιτητές απέσυραν την προσφυγή τους με αρ. 83/87 και το ενδιαφερόμενο μέρος, αιτητές στην παρούσα προσφυγή, επεφύλαξε τα δικαιώματά του να προσβάλει την απόφαση του Εφόρου για ανάκληση της προηγούμενης απόφασής του, ημερομηνίας 1 Δεκεμβρίου, 1986.

Είναι η θέση των αιτητών ότι η ανακληθείσα απόφαση του Εφόρου Εμπορικών Σημάτων, ημερομηνίας 1 Δεκεμβρίου, 1986, λήφθηκε μετά από ενδελεχή μελέτη όλης της προσαχθείσας μαρτυρίας και του Νόμου, είναι πλήρως αιτιολογημένη και είναι νόμιμη και δεσμευτική. Επίσης ότι η ανάκληση είναι εντελώς αδικαιολόγητη και παράλογη, λήφθηκε κατόπιν πλάνης ως προς τα πραγματικά γεγονότα και το Νόμο και καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση [*2363]εξουσίας, είναι αναιτιολόγητη και το γεγονός ότι λήφθηκε πολύ καθυστερημένα, δηλαδή μετά από δύο χρόνια, επηρεάζει δυσμενώς κεκτημένα δικαιώματα του αιτητή (vested rights) που νόμιμα απέκτησε με την ανακληθείσα προηγούμενη απόφαση του καθ’ ου η αίτηση που αποτελεί καταστρατήγηση των κανόνων της Φυσικής Δικαιοσύνης. Η πολύ καθυστερημένη ανάκληση της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση ισοδυναμεί με νέα ευκαιρία που δίδεται στο ενδιαφερόμενο μέρος να συμπληρώσει με νέα μαρτυρία τα κενά του για να ισχυροποιήσει τη θέση του και να παρουσιάσει άλλη εικόνα από εκείνη που παρουσίασε, αποτελεί ταλαιπωρία και αχρείαστα έξοδα για τον αιτητή, καταστρατηγείται δε η καλώς παραδεδεγμένη αρχή δικαίου περί σύντομης δίκης (speedy trial) και περί (finality of proceedings). Ήδη ο αιτητής παρουσιάστηκε πολλάκις τόσον ενώπιον του καθ’ ου η αίτηση Εφόρου όπως και ως ενδιαφερόμενο μέρος στην προσφυγή αρ. 83/87 που αναφέρθηκε πιο πάνω. Αναφέρθηκε δε, προς υποστήριξη των ισχυρισμών του, στις αποφάσεις, Karayiannis v. Republic (1974) 3 C.L.R. 420, Charalambous v. Republic (1964) C.L.R. 326 και Panayides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 467.

Είναι η θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι (α) η ανακληθείσα απόφαση ήταν παράνομη, (β) η ανάκληση έγινε σε εύλογο χρονικό διάστημα και ότι (γ) η ανάκληση εξυπηρετούσε το γενικό δημόσιο συμφέρον. Η απόφαση θεωρήθηκε εσφαλμένη και παράνομη γιατί είχε ληφθεί κατά παράβαση των διατάξεων της σχετικής νομοθεσίας και των αρχών που καθιερώθηκαν από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την εγγραφή εμπορικού σήματος και/ή δε λήφθηκε η μαρτυρία η οποία έπρεπε να ληφθεί και/ή λήφθηκε εσφαλμένη μαρτυρία και/ή εφαρμόστηκαν εσφαλμένα οι νομικές αρχές που διέπουν τη μαρτυρία τούτη. 

Πιο συγκεκριμμένα διαπιστώθηκε και τούτο έγινε φανερό στον Έφορο, όπως φαίνεται κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαδικασίας, ότι ο Έφορος Εμπορικών Σημάτων ενήργησε κάτω από καθεστώς νομικής πλάνης, όταν εξέταζε την ενώπιόν του μαρτυρία και ειδικότερα ότι ο Έφορος (α) δε διερεύνησε ορθά την έκταση και το χαρακτήρα της φήμης (extent and character of the reputation) του Εμπορικού Σήματος των ενισταμένων στην εγγραφή του Εμπορικού Σήματος των αιτητών, (β) δε διερεύνησε επαρκώς κατά πόσο η εγγραφή του σήματος των αιτητών πιθανό να προκαλούσε σύγχιση ή εξαπάτηση στην αγορά της Κύπρου (possible deception or confusion in the markets of this Country) και (γ) ότι αναφορικά με το (β), όφειλε να διερευνήσει όχι μόνο την έκταση χρήσης του σήματος των ενισταμένων στην [*2364]Κύπρο, αλλά και κατά πόσο οι Κύπριοι το είχαν συνδέσει με το συγκεκριμένο προϊόν των ενισταμένων λόγω εκτεταμένης φήμης του στην Κύπρο.

Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός του καθ’ ου η αίτηση ότι μόλις διαπιστώθηκε η παρανομία και δόθηκε η σχετική νομική συμβουλή στον καθ’ ου η αίτηση Έφορο αυτός ανακάλεσε την απόφασή του χωρίς χρονοτριβή.

Εν πάση περιπτώσει, είναι η θέση του καθ’ ου η αίτηση ότι και λόγοι δημοσίου συμφέροντος επέβαλλαν την ανάκληση καθότι ο πρωταρχικός σκοπός της εγγραφής εμπορικών σημάτων είναι η προστασία του κοινού από ενδεχόμενη εξαπάτηση αναφορικά με προσφορά αγαθών τα οποία εσφαλμένα δείχνουν ότι έχουν σχέση με ένα συγκεκριμένο έμπορο, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουν καμιά τέτοια σχέση, δηλαδή ο σκοπός της εγγραφής είναι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος.

Συνεπώς, η εγγραφή εμπορικού σήματος με εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας και εφαρμογή της νομοθεσίας και των αρχών της νομολογίας, είναι θέμα το οποίο απειλεί την προστασία του καταναλωτικού κοινού από ενδεχόμενη εξαπάτηση και επομένως η ανάκληση τέτοιας απόφασης είναι προς το δημόσιο συμφέρον, οπόταν ανεξάρτητα από το χρόνο που έγινε, η ανάκληση της διοικητικής πράξης, ήταν επιτρεπτή.

Είναι επίσης ο ισχυρισμός ότι ακόμα και αν η ανακληθείσα απόφαση ορθά είχε ληφθεί και/ή ήταν νόμιμη, από την στιγμή που φάνηκε ότι η μαρτυρία δεν είχε αξιολογηθεί σωστά ή/και ακόμη αν υπήρχαν αμφιβολίες για την ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας και την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών και νομολογιακών προνοιών, η επανεξέταση της υπόθεσης ήταν προς το δημόσιο συμφέρον.

Από τα ενώπιόν μου γεγονότα και ειδικότερα μετά από μελέτη του περιεχομένου της απόφασης του Εφόρου, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ορθά θεωρήθηκε ότι δε διερεύνησε ορθά την έκσταση και το χαρακτήρα της φήμης του εμπορικού σήματος των αιτητών, δε διερεύνησε επαρκώς την πιθανότητα η εγγραφή του σήματος των αιτητών να προκαλούσε σύγχιση ή εξαπάτηση στην Κυπριακή αγορά και την πιθανότητα να είχε συνδεθεί με τα συγκεκριμένα προϊόντα των ενισταμένων, όπως επίσης και την έκταση χρήσης του σήματος των ενισταμένων.

[*2365]Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω είναι φανερό ότι η ανάκληση ήταν επιτρεπτή γιατί πρόκειτο για ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης.

Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες στην προκειμένη περίπτωση έγινε η ανάκληση της αποφάσεως του Εφόρου, δηλαδή όχι απλώς λόγω αλλαγής της βουλήσεως του διοικητικού οργάνου, αλλά ως αποτέλεσμα διαβουλεύσεων κατά την εκδίκαση προσφυγής που καταχωρήθηκε εναντίον της αποφάσεως αυτής, συνηγορούν προς την άποψη ότι ο χρόνος που παρήλθε από την έκδοση της απόφασης μπορεί να χαρακτηριστεί ως εύλογος.

Εν πάση περιπτώσει, ανεξάρτητα του αν ο χρόνος θεωρείται εύλογος ή όχι, η ανάκληση είναι επιτρεπτή και μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου, εάν υφίσταντο λόγοι δημοσίου συμφέροντος στην προκειμένη περίπτωση εφόσον ο πρωταρχικός σκοπός της εγγραφής εμπορικών σημάτων είναι η προστασία του κοινού από ενδεχόμενη εξαπάτηση, η ανάκληση τέτοιας απόφασης είναι προς το δημόσιο συμφέρον.

Σχετική είναι η υπόθεση I.W.S. Nominee Co. Ltd. v. Republic (1967) 3 C.L.R. 582, όπου στις σελίδες 586-587 αναφέρονται τα ακόλουθα:

“It is quite correct that the registration of trade marks is intended, inter alia, to protect civil law rights therein.  But it has also a public purpose to serve, namely, to protect the public against deception in relation to goods being offered for sale.

In Kerly on Trade Marks and Trade Names (9th ed.,p. 1), we read that:-  ‘The foundation upon which the law relating to trade marks and trade names developed is that the deception of the public by the offer for sale of goods as possessing some connection with a particular trader, which they do not in fact possess, is a wrong in respect of which the trader has a cause of action .....’; one sees therein a clear indication of the two concurrent purposes of the registration of trade marks, the public one and the private one.

After weighing the relative importance of the two said purposes, in the light of present day realities - to the extent to which they could be judicially noticed - including the fact that, for certain purposes, notices in relation to trade marks are published in the official Gazette of the Republic, for general information, I have reached the conclusion that the primary and predominant [*2366]purpose of the registration of a trade mark is its public one and that a decision such as the sub judice one is, therefore, one in the domain of public law, and not of private law.”

Συνεπώς η ανάκληση ήταν προς το δημόσιο συμφέρον.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι η ανάκληση από τον καθ’ ου η αίτηση Έφορο ήταν ορθή και νόμιμη, μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του εξουσίας και γι’ αυτό η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται χωρίς όμως οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο