(1990) 3 ΑΑΔ 2374
[*2374]5 Ιουλίου, 1990
[A. N. ΛΟΪΖΟΥ, Πρόεδρος]
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 355/88).
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Λιμένων Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Κριτήρια — Αξία — Προσόντα — Αρχαιότητα — Καν. 3 του Μέρους ΙV των περί Σχεδίων και Όρων Υπηρεσίας Κανονισμών του 1982 — Η αρχαιότητα από μόνη της δεν αποτελεί έκδηλη υπεροχή όπως ούτε και τα ακαδημαϊκά προσόντα υποψηφίων που δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας.
Η επίδικη θέση ήταν θέση προαγωγής στη θέση Λιμενικού Λεμβοδηγού, 1ης Τάξης, στην Αρχή Λιμένων Κύπρου (η Αρχή). Τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πληρούσαν τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα για προαγωγή και ήταν υποψήφιοι για προαγωγή στην πιο πάνω θέση.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής αποφάσισε να προάξει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην επίδικη θέση. Η απόφαση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο μετά από προσφυγή του αιτητή.
Η Αρχή, αφού επανεξέτασε το θέμα, αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου από 1.1.1986.
Στην προσφυγή του κατά της απόφασης της Αρχής, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι παραγνωρίστηκε η αρχαιότητα, η αξία και τα προσόντα του και/ή η απόφαση λήφθηκε χωρίς διεξαγωγή δέουσας έρευνας και χωρίς τήρηση της αρχής της χρηστής διοίκησης. Επίσης ισχυρίστηκε ότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά και δεν υπήρχε αιτιολογία.
Η Αρχή ισχυρίστηκε ότι λήφθηκαν υπόψη οι εμπιστευτικές εκθέσεις στις οποίες το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε ελαφρά υπεροχή [*2375]στην επί μέρους βαθμολογία έναντι του αιτητή. Επίσης, ότι και οι δύο πληρούσαν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας και ότι η κατά δεκαπέντε μήνες αρχαιότητα του αιτητή δεν μπορούσε από μόνη της να αποτελέσει καταφανή υπεροχή που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και αποφάνθηκε ότι:
Το Συμβούλιο της Αρχής, όπως καθαρά αναφέρεται στα πρακτικά της διαδικασίας που οδήγησε στην επίδικη απόφαση, κατά την επανεξέταση είχε ενώπιόν του και έλαβε υπόψη όλα τα απαραίτητα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των εισηγήσεων του Νομικού Συμβούλου της Αρχής, σχετικά με το θέμα των διαφοροποιήσεων των εμπιστευτικών εκθέσεων και τα σημειώματα του Γενικού Διευθυντή. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του αιτητή περί του αντιθέτου δεν ευσταθούν. Είναι φανερό ότι η Αρχή επέλεξε τον καταλληλότερο υποψήφιο σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου.
Ο ισχυρισμός του αιτητή για μη καταγραφή της άποψης της μειοψηφίας επίσης δεν ευσταθεί, αφού δεν αποδείκτηκε ότι η επίδικη απόφαση δε λήφθηκε ομόφωνα. Σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, η επίδικη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Aναφερόμενη υπόθεση:
Medcon Construction and Others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535,
Partelides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 480,
Nicolaou v. Ports Authority of Cyprus (1987) 3 C.L.R. 1106.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Aρχής Λιμένων Kύπρου, με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προήχθηκε στη θέση Λιμενικού Λεμβοδηγού, 1ης Tάξης, αντί του αιτητή.
Γ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.
Μ. Τσαγγαρίδης για Τ. Παπαδόπουλο, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
[*2376]Χρ. Μελίδης, για το Ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Cur. adv. vult.
A. N. ΛOΪZOY, Π.: Με την προσφυγή του αυτή ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:-
1. Διακήρυξη του Δικαστηρίου πως η απόφαση και/ή πράξη του καθ’ ου η αίτηση, η οποία περιήλθε σε γνώση του αιτητή την 5.2.88, με την οποία προήγαγε τον Γεώργιο Θεοχάρους στη θέση Λιμενικού Λεμβοδηγού, 1ης Τάξης, αντί και/ή στην θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
2. Διακήρυξη του Δικαστηρίου πως η άρνηση και/ή παράλειψη του καθ’ ου η αίτηση να προάξει τον αιτητή στη θέση Λιμενικού Λεμβοδηγού, 1ης Τάξης, είναι άκυρη, παράνομη και πως ότι παραλήφθηκε θα πρέπει να διενεργηθή.
O αιτητής προσλήφθηκε για πρώτη φορά στη θέση του Λεμβούχου στο Τμήμα Λιμένων στις 15 Ιουλίου, 1968. Στη θέση αυτή υπηρέτησε μέχρι την 1 Οκτωβρίου 1977, όταν κατόπιν συμφωνίας και/ή με βάση τη σχετική Νομοθεσία και ειδικότερα το άρθρο 35(1) του Περί Οργανισμού Λιμένων Κύπρου Νόμου 1973 (Νόμος Αρ. 38 του 1973) και της Κ.Δ.Π. 214/77, μεταφέρθηκε στην υπηρεσία της Αρχής Λιμένων και διορίστηκε στη θέση του Λιμενικού Λεμβοδηγού, 2ης Τάξης.
Η καθ’ ης η αίτηση Αρχή, που θα αναφέρεται στη συνέχεια σαν η Αρχή, είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που καθιδρύθηκε και διέπεται από τους Περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμους 1973-1987 (38/73, 59/77, 28/79 και 20/87) και των βάσει τούτων εκδοθέντων Κανονισμών, όπως οι Περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Σχέδια και Λοιποί Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμοί του 1982, Κ.Δ.Π. 317/82 και οι Περί Αυξήσεως Μισθών και Αναδιαρθρώσεως του Μισθολογίου και των Θέσεων Κανονισμοί του 1982, Κ.Δ.Π. 316/82.
Θα πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι, με βάση τον Κανονισμό 1(1) του Μέρους IV των περί Σχεδίων και Όρων Υπηρεσίας Κανονισμών του 1982, “οι όροι υπηρεσίας που ισχύουν για τους δημόσιους υπαλλήλους .... ισχύουν για τους υπαλλήλους της Αρχής Λιμένων Κύπρου, νοουμένου ότι η Αρχή μπορεί με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου να εκδίδει Κανονισμούς που θα [*2377]τροποποιούν σε οποιαδήποτε έκταση και με οποιοδήποτε τρόπο ή και θα καταργούν παντελώς οποιαδήποτε τέτοια πρόνοια...”. Σύμφωνα δε με τον Κανονισμό 3 του ιδίου μέρους, η προαγωγή των υπαλλήλων αποφασίζεται με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητά τους, η οποία κρίνεται αφού εφαρμοστούν κατ’ αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 46 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων του 1967 ως 1981.
Τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσαν τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Λιμενικού Λεμβοδηγού, 1ης Τάξης, προσόντα για προαγωγή και ήσαν υποψήφιοι για προαγωγή στην πιο πάνω θέση (Παράρτημα “Α”).
Το θέμα της προαγωγής στη θέση Λιμενικού Λεμβοδηγού 1ης Τάξης εξετάστηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής στη συνεδρία του ημερομηνίας 20 Δεκεμβρίου, 1985, το οποίο και αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης της Αρχής καταχωρήθηκε από τον αιτητή στο Ανώτατο Δικαστήριο η προσφυγή με αριθμό 141/86, το οποίο με απόφασή του ημερομηνίας 24 Ιουλίου, 1987, ακύρωσε την πιο πάνω απόφαση της Αρχής (Βλέπε Ζacharias Nicolaou v. The Ports Authority of Cyprus (1987) 3 C.L.R. 1106.)
Η Αρχή, συμμορφούμενη με την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση, επανέφερε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Λιμενικού Λεμβοδηγού, 2ης Τάξης, που κατείχε πριν από την προαγωγή του.
Η Αρχή επενεξέτασε το όλο θέμα της προαγωγής στη θέση Λιμενικού Λεμβοδηγού, 1ης Τάξης, με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε όταν λήφθηκε η αρχική ακυρωθείσα απόφαση, αφού προηγούμενα το θέμα εξετάστηκε από τη διεύθυνση της Αρχής, η οποία έκαμε και σχετική εισήγηση στο Διοικητικό Συμβούλιο, υποβάλλοντας σχετικά και το υπ’ αρ. 4/88 σημείωμα του Γενικού Διευθυντή (Παράρτημα “Α”). Αξίζει να παρατεθεί εδώ αυτούσιο:-
“................................................................................................
3.1. Ενόψει των πιο πάνω, η Αρχή θα πρέπει να επανεξετάσει την υπόθεση και ν’ ασχοληθεί με το θέμα της προαγωγής στην πιο πάνω κενή θέση με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς, που ίσχυε όταν πάρθηκε η απόφαση που ακυρώθηκε και κάτω από το φως του περιεχομένου της δικαστικής απόφασης. Στην περίπτωση που θα ξαναγίνει προαγωγή, [*2378]η σχετική απόφαση του Συμβουλίου θα πρέπει να ισχύσει αναδρομικά από την ημερομηνία της αρχικής προαγωγής, δηλ. από την 1.1.1986.
3.2. Πέρα από την υποχρέωση της Αρχής να κάμει τις νόμιμες ενέργειες για επανεξέταση της υπόθεσης κάτω από το πρίσμα της δικαστικής απόφασης, η πλήρωση της θέσης επιβάλλεται και για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Επειδή πρόκειται για θέση προαγωγής που δημιουργήθηκε για ανέλιξη των Λιμενικών Λεμβοδηγών, 2ης Τάξης, της Αρχής.
(β) Δεδομένου ότι η θέση παγοποιείται για πλήρωση μόνο από τους υποψήφιους και με βάση τα δεδομένα, που ίσχυαν όταν λήφθηκε η αρχική απόφαση προαγωγής, είναι προτιμότερο να γίνει η προαγωγή τώρα που τόσο το πραγματικό όσο και το νομικό καθεστώς που ίσχυαν τότε είναι ακόμα σχετικά πρόσφατα.
(γ) Σε αντίθετη περίπτωση είναι ενδεχόμενο η Αρχή να αντιμετωπίσει νέα προσφυγή από τους ενδιαφερόμενους για παράλειψη λήψης νόμιμης ενέργειας.
3.3. Με βάση τα δεδομένα, που ίσχυαν όταν πάρθηκε η αρχική απόφαση για προαγωγή, υποβλήθηκε το σημείωμα του Γενικού Διευθυντή με αρ. 144/85 και με βάση το οποίο αξιολογήθηκαν σαν επικρατέστεροι υποψήφιοι τέσσερις από τους 20 Λιμενικούς Λεμβοδηγούς, 2ης Τάξης, που υπηρετούσαν τότε στην Αρχή και ικανοποιούσαν τις προϋποθέσεις του σχεδίου υπηρεσίας.
3.4. Κατάλογος των υποψήφιων για προαγωγή στη θέση του Λιμενικού Λεμβοδηγού, 1ης Τάξης, στον οποίο περιέχονται τα διάφορα στοιχεία τους, αντίγραφο του πιο πάνω σημειώματος του Γενικού Διευθυντή καθώς και αντίγραφο του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης όπως και της δικαστικής απόφασης στην προσφυγή με αρ. 141/86 επισυνάπτονται.
3.5. Όσον αφορά την αξία των υποψήφιων, αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες εμπιστευτικές τους εκθέσεις. Σχετικά ο Νομικός Σύμβουλος της Αρχής εισηγείται όπως η Αρχή, στην επανεξέταση της υπόθεσης, λάβει υπόψη τις εμπιστευτικές εκθέσεις των κ.κ. Γ. Θεοχάρους και Ζ. Νικολάου όπως αυτές [*2379]είχαν πριν από τις διαφοροποιήσεις του Προσυπογράφοντα, οι οποίες (διαφοροποιήσεις) βρίσκονται σε αντίθεση με την εγκύκλιο 491/79 του Υπουργικού Συμβουλίου που εφαρμόζεται και από την Αρχή για τη σύνταξη των εμπιστευτικών εκθέσεων των υπαλλήλων της και κατά συνέπεια θα πρέπει ν’ αγνοηθούν. Το ίδιο θα πρέπει να εφαρμοστεί, όπως εισηγείται ο Νομικός Σύμβουλος και για τους άλλους υποψήφιους, αν προκύπτει τέτοιο θέμα. Η νέα απόφαση θα πρέπει, επίσης, να είναι επαρκώς δικαιολογημένη με βάση το σύνολο των στοιχείων, που αφορούν κάθε ένα από τους υποψηφίους.
4.1. Με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψήφιων, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, που ακυρώθηκε, η αρμόδια υπηρεσιακή επιτροπή εδιάλεξε ως επικρατέστερους υποψήφιους τους πιο κάτω 4, που αναφέρονται με αλφαβητική σειρά:
1. Π. Ηλία
2. Γ. Θεοχάρους
3. Z. Νικολάου
4. Γ. Χαραλάμπους
4.2. Στις εργασίες της αρμόδιας υπηρεσιακής επιτροπής πήραν μέρος όλα τα μέλη της.
4.3. Οι προσωπικοί φάκελοι και οι φάκελοι με τις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων έχουν κατατεθεί στη Γραμματεία του Συμβουλίου.
5. Το Συμβούλιο καλείται ν’ αποφασίσει για το πρόσωπο, στο οποίο θα προσφερθεί προαγωγή, αναδρομικά από την 1.1.1986, στη θέση του Λιμενικού Λεμβοδηγού, 1ης Τάξης.”
Το Διοικητικό Συμβούλιο επιλήφθηκε του θέματος στη συνεδρία του με ημερομηνία 28 Ιανουαρίου, 1988 και αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Λιμενικού Λεμβοδηγού, 1ης Τάξης, από 1 Ιανουαρίου, 1986 (Παράρτημα “Γ”). Το σχετικό πρακτικό αναφέρει:
“6. Επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης του Λιμενικού Λεμβοδηγού, 1ης Τάξης, μετά την απόφαση του Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 141/86 (Σημείωμα 4/88).
6.1.1 Το Συμβούλιο επελήφθηκε του Σημειώματος του Γενικού [*2380]Διευθυντή αρ. 4/88 μαζί με όλα τα συνυποβληθέντα στοιχεία σχετικά με το πιο πάνω θέμα. Το Συμβούλιο εξέτασε τους προσωπικούς και εμπιστευτικούς φακέλους των υποψηφίων και έκρινε ότι όλοι οι υποψήφιοι τηρούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Λιμενικού Λεμβοδηγού, 1ης Τάξης, και έλαβε υπόψη του τα προσόντα και αρχαιότητα των υποψηφίων όπως αυτά αναφέρονται στον κατάλογο που επισυνάπτεται στο Σημείωμα του Γενικού Διευθυντή και στους προσωπικούς φακέλους των υποψήφιων.
6.1.2 Στη συνέχεια το Συμβούλιο εξέτασε τις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων και αξιολόγησε τους υποψηφίους με βάση τις εισηγήσεις του Νομικού Συμβούλου της Αρχής για το θέμα των διαφοροποιήσεων στη βαθμολογία που εμφανίζονται σ’ αυτές.
6.1.3 Το Συμβούλιο εσημείωσε ότι οι υποψήφιοι είναι περίπου ίσοι σε αξία.
6.2.1 Το Συμβούλιο, αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που ήταν ενώπιόν του περιλαμβανομένων των προσωπικών και εμπιστευτικών φακέλων των υποψηφίων, έκρινε ότι ο κ. Γεώργιος Θεοχάρους είναι ο καταλληλότερος μεταξύ των υποψηφίων και αποφάσισε την προαγωγή του στη θέση Λιμενικού Λεμβοδηγού, 1ης Τάξης. Το Συμβούλιο αποφάσισε περαιτέρω όπως η προαγωγή του κ. Γ. Θεοχάρους έχει ισχύ από 1.1.1986.”
Eίναι ο ισχυρισμός του αιτητή πως η Αρχή λαμβάνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση παραγνώρισε την αρχαιότητα του αιτητή, την αξία, και τα προσόντα του και/ή εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη χωρίς να κάμει την πρέπουσα έρευνα. Επιπλέον, πως η απόφαση επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους πάσχει γιατί παραβιάζει γενικά την έννοια της χρηστής διοίκησης και τους βασικούς κανόνες του διοικητικού δικαίου.
Από μέρους του αιτητή προβλήθηκε το επιχείρημα ότι, όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση της απόφασης της Αρχής, υπάρχει πλήρης ασάφεια και έλλειψη σαφήνειας των πρακτικών. Ανάφερε ότι το Συμβούλιο εξέτασε όλα τα στοιχεία που ήταν ενώπιόν του συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών και εμπιστευτικών φακέλων των υποψηφίων αλλά δεν ανέφερε πουθενά “ποία στοιχεία” είχε στη διάθεσή της ούτε και τί έλαβε υπόψη για να καταλήξει στην απόφασή της αυτή. Αυτό δείχνει, κατά τον αιτητή, πλήρη έλλειψη αιτιολογίας και μη τήρηση οποιωνδήποτε πρακτι[*2381]κών που αποτελεί λόγο ακυρότητας. Προς υποστήριξη του σημείου αυτού γίνεται παραπομπή στην υπόθεση Medcon Construction v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535 στη σελ. 543.
Επιπλέον δε φαίνεται πουθενά στα πρακτικά πώς η Αρχή κατέληξε στην επίδικη απόφαση. Δεν κάμνει καμιά σύγκριση, δε ζητά συστάσεις, δεν αναφέρεται στα προσόντα, στην αρχαιότητα. Παραγνωρίζεται η αρχαιότητά του που σύμφωνα με τη νομολογία μας δρα σαν αποφασιστικό στοιχείο σε προαγωγές, όταν η αξία και τα προσόντα είναι περίπου ίσα. Τόνισε δε ότι ο αιτητής κατέχει τη θέση Λιμενικού Λεμβοδηγού, 2ας Τάξης, από 1 Οκτωβρίου, 1977, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος από 1 Ιανουαρίου, 1979, που είναι και η ημερομηνία πρώτου διορισμού του στην Αρχή Λιμένων σε αντίθεση προς τον αιτητή ο οποίος είναι διορισμένος από το 1968 στη θέση αυτή όταν υπαγόταν στο Τμήμα Τελωνείων. (Βλέπε Partelides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 480.)
Υπήρξε η εισήγηση ότι στις πέντε τελευταίες εμπιστευτικές εκθέσεις του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους υπήρχε η ίδια γενική αξιολόγηση με μικρές μόνο διαφορές και ότι η αξιολόγηση του ενδιαφερομένου μέρους συγκρίνεται με τον αιτητή μετά την παρέμβαση που έκαμε στη βαθμολογία υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους ο Λιμενάρχης, που δεν είναι το αρμόδιο όργανο για την αξιολόγηση. Επιπλέον, ο αιτητής υπερτερεί του ενδιαφερομένου μέρους και σε προσόντα. Το ενδιαφερόμενο μέρος είναι απόφοιτος δημοτικού σχολείου μόνο, ενώ ο αιτητής έχει φοιτήσει από το 1959-1961 σε Ελληνικό Γυμνάσιο. Περιπλέον δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά για τη γνώση Αγγλικής του ενδιαφερομένου μέρους, παρά το ότι είναι απαραίτητο προσόν, ενώ ο αιτητής έχει τέτοια γνώση. Επίσης, δεν αναφέρεται κατά πόσο η απόφαση αυτή λήφθηκε με απόλυτη πλειοψηφία ή με ποία πλειοψηφία και δεν αναφέρεται πόσα μέλη παρευρέθησαν κατά την έκδοση της απόφασης αυτής, γεγονός που δημιουργεί κενό στην επίδικη απόφαση.
Είναι η θέση της καθ’ ης η αίτηση Αρχής ότι κατά την επανεξέταση λήφθηκαν δεόντως υπόψη τόσο η αξία και τα προσόντα όσο και η αρχαιότητα του αιτητή. Όπως φαίνεται από την επίδικη απόφαση ημερομηνίας 28 Ιανουαρίου, 1988, όσον αφορά το θέμα της αξίας, λήφθηκαν υπόψη από την Αρχή οι εμπιστευτικές εκθέσεις του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους όπως είχαν πριν τις διαφοροποιήσεις του προσυπογράφοντα λειτουργού που θεωρήθηκαν ότι είχαν γίνει κατά παράβαση της εγκυκλίου 491/79 του Υπουργικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τις οποίες το [*2382]ενδιαφερόμενο μέρος φαίνεται να υπερέχει ελαφρώς στην επί μέρους βαθμολογία, παρόλο που στη γενική βαθμολογία φαίνονται να είναι περίπου ίσοι.
Όσον αφορά το θέμα των προσόντων, όπως ορθά είναι ο ισχυρισμός της Αρχής, εφόσον το σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση δεν απαιτεί οποιαδήποτε ακαδημαϊκά προσόντα, το γεγονός ότι ο αιτητής φοίτησε δύο χρόνια σε Ελληνικό Γυμνάσιο σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος που είναι απόφοιτος Δημοτικού Σχολείου δεν του προσδίδει ανώτερα προσόντα, μια και οι δύο πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας.
Τέλος όσον αφορά την κατά δεκαπέντε μήνες αρχαιότητα του αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου, αυτή από μόνη της δεν μπορεί να αποτελέσει την καταφανή υπεροχή που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου στην επίδικη απόφαση μια και η αρχαιότητα ήταν ανάμεσα στο σύνολο των στοιχείων που εξετάστηκαν από την Αρχή και δε φαίνεται να ήσαν όλα τα άλλα στοιχεία ίσα.
Μετά από ενδελεχή εξέταση των ενώπιόν μου στοιχείων και φακέλλων καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο της Αρχής, όπως καθαρά αναφέρεται στα πρακτικά της διαδικασίας που οδήγησε στην επίδικη απόφαση, κατά την επανεξέταση είχε ενώπιόν του και έλαβε όλα τα απαραίτητα στοιχεία, δηλαδή τους προσωπικούς και εμπιστευτικούς φακέλους των υποψηφίων, την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητά τους, τις εισηγήσεις του Νομικού Συμβούλου της Αρχής σχετικά με το θέμα των διαφοροποιήσεων των εμπιστευτικών εκθέσεων και τα σημειώματα του Γενικού Διευθυντή.
Συνεπώς οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί ανεπαρκούς έρευνας, περί ασάφειας των πρακτικών αναφορικά με τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης και για έλλειψη αιτιολογίας, χωρίς αμφιβολία δεν ευσταθεί.
Είναι φανερό ότι η καθ’ ης η αίτηση Αρχή προέβηκε στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου σύμφωνα με τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Τέλος, όσον αφορά το θέμα της απαρτίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και περί καταγραφής της γνώμης της μειοψηφίας, ουδεμία ένδειξη υπάρχει περί υπάρξεως μειοψηφίας ή ότι η επίδικη απόφαση δε λήφθηκε ομόφωνα, οπόταν δεν τίθεται [*2383]θέμα καταγραφής της άποψης της μειοψηφίας. Εφόσον δε ο αιτητής απέτυχε να αποσείσει το βάρος της αποδείξεως το οποίο φέρει περί αποδείξεως του αντιθέτου, ο ισχυρισμός του πρέπει ν’ απορριφθεί. Σύμφωνα δε με το τεκμήριο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, η επίδικη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, κάτω από τις περιστάσεις όμως δε δίδεται καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα.
H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο