Aριστοδήμου Θεογνωσία ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 2384

(1990) 3 ΑΑΔ 2384

[*2384]7 Ιουλίου, 1990

[A. N. ΛΟΪΖΟΥ, Πρόεδρος]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

α) ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

β) ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ

    ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 680/86).

 

Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα — Άρθρο 28.1 — Αρχή της ισότητας — Ισότητα δε σημαίνει ακριβή μαθηματική ισότητα — Όπου οι συνθήκες είναι διαφορετικές, όμοια μεταχείριση οδηγεί σε ανισότητα — Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με το κριτήριο ισότητας των δημοσίων υπαλλήλων.

Διοικητική Πράξη — Αιτιολογία — Μπορεί να απορρέει και να συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων.

Η αιτήτρια, απόφοιτος της Αμερικανικής Ακαδημίας Λευκωσίας, με γενική βαθμολογία ογδόντα επτά στις εκατό μονάδες, έλαβε μέρος στην Κυβερνητική Εξέταση (Εξέταση), για απόκτηση δικαιώματος υποψηφιότητας για ορισμένες θέσεις στη Δημόσια Υπηρεσία, που έγινε τον Ιούλιο του 1986.  Η εξέταση έγινε στα Νέα Ελληνικά, Μαθηματικά, Γενικές Γνώσεις και Αγγλικά. Προϋπόθεση για επιτυχία ήταν η συγκέντρωση από το διαγωνιζόμενο τουλάχιστο 60% της συνολικής βαθμολογίας και ταυτόχρονα, τουλάχιστο 50% των βαθμών που αναλογούσαν σε κάθε θέμα.

Η Επιτροπή, που ήταν υπεύθυνη για την Εξέταση, αποφάσισε τον Σεπτέμβριο του 1986, σύμφωνα με καθιερωμένη πρακτική, να θεωρήσει επιτυχόντες και όλους τους διαγωνισθέντες στην εξέταση του Ιουλίου 1986, οι οποίοι συγκέντρωσαν την ελάχιστη συνολική βαθ[*2385]μολογία 60% καθώς και το 50% της βαθμολογίας (βάση) στο καθένα από τρία θέματα αλλά υστέρησαν από τη βάση κατά μία μονάδα στα Ελληνικά ή τα Μαθηματικά και κατά 2 μονάδες στα Αγγλικά και τις Γενικές Γνώσεις. Σαν αποτέλεσμα της απόφασης αυτής οι επιτυχόντες κατά την εξέταση του Ιουλίου, αυξήθηκαν από 133 σε 175.

Σημειωτέον ότι οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι που έλαβαν μέρος στην εξέταση από την εξεταστική περίοδο Ιουλίου 1987, επιστώθηκαν με επιτυχία στο καθένα από τα θέματα της εξέτασης στο οποίο συγκέντρωσαν 50% της βαθμολογίας.

Η διόρθωση των γραπτών έγινε σύμφωνα με την πάγια πρακτική που εφαρμόζεται από την υπεύθυνη Επιτροπή από 1.6.1967.

Η αιτήτρια απέτυχε στην Εξέταση γιατί, παρόλο που συγκέντρωσε τουλάχιστο τη βάση (50%) στο καθένα από τα τέσσερα θέματα, δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει ταυτόχρονα και τουλάχιστο 60% της συνολικής βαθμολογίας.

Η αιτήτρια ισχυρίσθηκε ότι:

Η προσβαλλόμενη πράξη αντιβαίνει στις αρχές της ισότητας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, αντίκειται στους νόμους και εσωτερικούς κανονισμούς, τις εγκυκλίους και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και εκδόθηκε με κατάχρηση εξουσίας. Επίσης ότι παραβιάσθηκαν τα Άρθρα 20 και 25 του Συντάγματος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και αποφάνθηκε ότι:

Ισότης μέσα στην έννοια της παραγράφου 1 του Άρθρου 28 του Συντάγματος δε σημαίνει ακριβή μαθηματική ισότητα αλλά προστατεύει μόνο από αυθαίρετες διακρίσεις και δεν αποκλείει εύλογες διαφοροποιήσεις οι οποίες μπορεί νόμιμα να γίνουν ενόψει της διαφορετικής φύσης διαφόρων καταστάσεων.

Η αιτήτρια απέτυχε να συγκεντρώσει την απαιτούμενη βαθμολογία επομένως η μη επιλογή της ως επιτυχούσας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άνιση μεταχείριση σε σύγκριση με όσους συγκέντρωσαν την απαιτούμενη βαθμολογία.

Η διαφοροποιημένη μεταχείριση των δημοσίων υπαλλήλων δε συνιστά άνιση μεταχείριση ενόψει των διαφορετικών συνθηκών και [*2386]του καθεστώτος που τους διέπει.

Δεν έχει γίνει αναφορά σ’ οποιαδήποτε συγκεκριμένη διάταξη για να γίνει οποιαδήποτε ανάλυση και να δοθεί η ορθή ερμηνεία ή και να εξεταστεί η ορθή εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης. Ούτε έχει αποδειχθεί με βάση τα γεγονότα ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας ή ότι παραβιάσθηκαν τα Άρθρα 20 και 25 του Συντάγματος.

Η επίδικη απόφαση δε στερείται αιτιολογίας, αφού τα στοιχεία των φακέλων δίδουν πλήρη αιτιολογία γιατί η αιτήτρια δε θεωρήθηκε ως επιτυχούσα.

Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η διεύρυνση των επιτυχόντων την απέκλεισε, επίσης δεν ευσταθεί.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Republic v. Christoudhia & Another (1988) 3(C) C.L.R. 2622,

Kyriakides v. Council for Registration of Architects and Civil Engineers (No. 2) (1965) 3 C.L.R. 617,

Savva v. Republic (1980) 3 C.L.R. 675.

Προσφυγή.

Προσφυγή για δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση όπως μη επιλέξουν και/ή μη αποκτήσει δικαίωμα υποψηφιότητας η αιτήτρια για ορισμένες θέσεις της Δημόσιας Υπηρεσίας είναι άκυρη, αντισυνταγματική και στερουμένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Ελ. Βραχίμη, για την Αιτήτρια.

Λ. Κουρσουμπά, Aνώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

A. N. ΛOΪZOY, Π.: Mε την προσφυγή αυτή η αιτήτρια ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

[*2387]A)    Δήλωση και/ή απόφαση ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση όπως μη επιλέξουν και/ή μη αποκτήσει δικαίωμα υποψηφιότητας η αιτήτρια για ορισμένες θέσεις της Δημόσιας Υπηρεσίας είναι άκυρη, αντισυνταγματική και στερουμένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Β) Δήλωση και/ή απόφαση ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτησις όπως επιλέξουν τους αναφερόμενους στον Πίνακα Α και η απόκτηση δικαιώματος υποψηφιότητας δια ορισμένες θέσεις στη Δημόσια Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 12.9.86 είναι άκυρος και ότι παν το παραλειφθέν έδει να είχε διενεργηθεί.

Γ) Δήλωση και/ή απόφαση ότι το ποσοστόν βαθμολογίας το οποίο εδόθη στην αιτήτρια δε στηρίζεται επί αντικειμενικών και αξιοκρατικών κριτηρίων και εδόθη κακόβουλα ηθελημένα με μοναδικό σκοπό να στερήσουν την αιτήτρια του δικαιώματος απόκτησης υποψηφιότητος δια ορισμένες θέσεις στην Δημόσια Υπηρεσία.

Δ) Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι το ποσοστό βαθμολογίας το οποίον εδόθη στην αιτήτρια είναι άκυρον, παράνομον, αντισυνταγματικόν, εδόθη ουχί επί της αρχής της αξιοκρατίας, εν αντιθέσει προς τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία αναξιοκρατικά βαθμολογήθησαν με σκοπόν μόνον να αποκλείσουν την αιτήτρια.

Ε) Δήλωση και/ή απόφαση ότι η αιτήτρια πληρούσε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, δυνάμει του νόμου και /ή εσωτερικών κανονισμών και/ή εγκυκλίων της Δημόσιας Υπηρεσίας, τα καθορισμένα αξιοκρατικά κριτήρια δια απόκτηση δικαιώματος υποψηφιότητος δια θέση στη Δημόσια Υπηρεσία ...

ΣΤ) Διαταγή του Δικαστηρίου δι’ ασφαλή φύλαξη των γραπτών των επιτυχόντων και μη επιτυχόντων μέχρις ακρόασης της παρούσης και προσαγωγής τούτων στο Δικαστήριο.

Ζ) Διαταγή του Δικαστηρίου δι αναθεώρηση των γραπτών υπό ανεξάρτητης επιτροπής δι’ έλεγχον της αναξιοκρατιακής βαθμολογίας η οποία στηρίζεται επί κριτηρίων αλλότριων προς τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.

Η αιτήτρια είναι απόφοιτος της Αμερικανικής Ακαδημίας Λευκωσίας, ηλικίας δεκαεννέα ετών με γενική βαθμολογία ογδο[*2388]ντά επτά στις εκατό μονάδες.

Στις 24 Απριλίου, 1986, υπέβαλε αίτηση πληρώνοντας ταυτόχρονα το σχετικό τίμημα συμμετοχής για να παρακαθήσει στην Κυβερνητική Εξέταση για Απόκτηση Δικαιώματος Υποψηφιότητας για Ορισμένες Θέσεις στη Δημόσια Υπηρεσία, (στο εξής θα αναφέρεται ως η Κυβερνητική Εξέταση). Στην αιτήτρια δόθηκε ο αριθμός 26.

Πράγματι η αιτήτρια έλαβε μέρος στην Κυβερνητική Εξέταση που έγινε στη Λευκωσία στις 3 και 4 Ιουλίου 1986. Η Κυβερνητική Εξέταση διεξάγεται σε δύο μέρες σύμφωνα με το Παράρτημα 1, Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 8566 και ημερομηνίας 6 Μαρτίου 1969. Εξετάστηκε δε στα ακόλουθα θέματα: (α) Νέα Ελληνικά, (β) Μαθηματικά, (γ) Γενικές Γνώσεις, (δ) Αγγλικά.

Η εξεταστέα ύλη (Παράρτημα 3), πάνω στην οποία εξετάστηκε η αιτήτρια και όλοι οι άλλοι διαγωνισθέντες, έχει καθοριστεί με την Aπόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αριθμό 19.478 και ημερομηνία 28 Αυγούστου, 1980 (Παραρτήματα 2 και 3).

Σύμφωνα με την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 4819 και ημερομηνία 1 Ιουλίου, 1965 (Παράρτημα 4), το σύνολο της βαθμολογίας που δίνεται και στα τέσσερα θέματα της Κυβερνητικής Εξέτασης είναι 100. Η κατανομή της βαθμολογίας κατά θέμα είναι η ακόλουθη:

Θέμα                        Βαθμοί

Ελληνικά                     35

Μαθηματικά                25

Γενικές Γνώσεις         20

Αγγλικά                        20

Η προαναφερόμενη Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου απαιτεί, ως προϋπόθεση επιτυχίας, να συγκεντρώσει ο διαγωνιζόμενος κατά την ίδια εξεταστική περίοδο:

 (α) Τουλάχιστο, 60% της συνολικής βαθμολογίας και ταυτόχρονα,

(β)   τουλάχιστο, 50% των βαθμών που αναλογούν σε κάθε θέμα.

Στην πράξη καθιερώθηκε και λαμβάνονται οι ακόλουθοι βαθμοί ως βάση (50%) σε κάθε θέμα:

[*2389]Θέμα      Βάση (50%)

Eλληνικά                    17

Μαθηματικά               12

Γενικές Γνώσεις       10

Αγγλικά                      10

Επιπρόσθετα απ’ όσους συγκέντρωσαν τις προϋποθέσεις που εκτίθενται πιο πάνω, στην εξεταστική περίοδο του Ιουλίου 1986, η Επιτροπή που είναι Υπεύθυνη για την Κυβερνητική Εξέταση δημιουργήθηκε με την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 6484 και ημερομηνία 30 Μαρτίου, 1967 (Παράρτημα 5) αποφάσισε στη συνεδρία της στις 6 Σεπτεμβρίου, 1986, σύμφωνα με καθιερωμένη πρακτική, να θεωρήσει επιτυχόντες και όλους τους διαγωνισθέντες, στην εξεταστική περίοδο του Ιουλίου 1986, οι οποίοι συγκέντρωσαν την απαιτούμενη ελάχιστη συνολική βαθμολογία (60%) καθώς και το 50% της βαθμολογίας (βάση) στο καθένα από τρία θέματα αλλά υστέρησαν από τη βάση σ’ ένα θέμα, ως ακολούθως:

(α) κατά 1 μονάδα στα Ελληνικά ή τα Μαθηματικά ή

(β) κατά 2 μονάδες στα Αγγλικά ή τις Γενικές Γνώσεις.

Ως αποτέλεσμα της απόφασης αυτής, που εκτός από καθιερωμένη πρακτική στην Κυβερνητική Εξέταση αποτελεί και διεθνή πρακτική, οι επιτυχόντες κατά την Κυβερνητική Εξέταση του Ιουλίου 1986 αυξήθηκαν από 133 ή 10.75% σε 175 ή 14.12% του συνόλου και έτσι το ποσοστό επιτυχίας στην εν λόγω περίοδο προσέγγισε το αντίστοιχο ποσοστό του Ιουλίου του 1985 που ήταν 15.32%.

Αξίζει να αναφερθεί δε ότι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι που συμμετέχουν στην Κυβερνητική Εξέταση, από την εξεταστική περίοδο του Ιουλίου 1987, πιστώνονται με επιτυχία στο καθένα από τα θέματα της Εξέτασης στο οποίο συγκεντρώνουν 50% της βαθμολογίας. Από τους προαναφερόμενους υπαλλήλους θεωρούνται επιτυχόντες, όσοι κατορθώσουν, σ’ αυτές τις περιόδους, να συγκεντρώσουν το 50% της βαθμολογίας στο καθένα από τα τέσσερα θέματα της Κυβερνητικής Εξέτασης. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 26.594 και ημερομηνία 19 Δεκεμβρίου, 1985, είναι σχετική (Παράρτημα 6).

Σύμφωνα με πάγια πρακτική, που εφαρμόζεται με απόφαση της Επιτροπής που είναι Υπεύθυνη για την Κυβερνητική Εξέταση, από την 1 Ιουνίου, 1967, τα εξεταστικά δοκίμια ετοιμάζονται και η διόρθωση των γραπτών γίνεται από λειτουργούς (κατά κανόνα Επιθεω[*2390]ρητές του Υπουργείου Παιδείας), οι οποίοι ορίζονται ως εξεταστές πριν από κάθε Κυβερνητική Εξέταση. Οι εξεταστές κατά την Κυβερνητική Εξέταση του Ιουλίου 1986, φαίνονται στο Παράρτημα 7.  Μετά την ετοιμασία των εξεταστικών δοκιμίων συνέρχεται η Επιτροπή που είναι υπεύθυνη για την Κυβερνητική Εξέταση και διαμορφώνει την τελική μορφή του δοκιμίου σε κάθε θέμα. Αυτή η διαδικασία ακολουθήθηκε και στην εξεταστική περίοδο του Ιουλίου 1986.

Η διόρθωση των γραπτών γίνεται, όπως αναφέρθηκε, από τους εξεταστές.  Κάθε γραπτό διορθώνεται από ένα εξεταστή.  Ο εξεταστής αγνοεί την ταυτότητα του διαγωνιζομένου, στον οποίο ανήκει το υπό διόρθωση γραπτό, μια και λαμβάνεται πρόνοια ώστε τα ονόματα των διαγωνιζομένων πάνω στα γραπτά να καλύπτονται από αδιαφανές αυτοκόλλητο, από τους ίδιους τους ενδιαφερομένους, πριν από την έναρξη της εξέτασης σε κάθε θέμα.  Η προαναφερόμενη πρακτική, όσον αφορά τη διόρθωση των γραπτών, ακολουθήθηκε και κατά την Κυβερνητική Εξέταση του Ιουλίου 1986.

Τα αποτελέσματα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τούτο έγινε στην έκδοση με ημερομηνία 12 Σεπτεμβρίου, 1986, με αριθμό γνωστοποίησης 2494. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει πάντοτε μόνο το όνομα και τον αριθμό υποψηφίου των επιτυχόντων.  Σύμφωνα με καθιερωμένη πρακτική στους αποτυχόντες δεν ανακοινώνεται η ακριβής βαθμολογία τους. Όσοι όμως ενδιαφέρονται, μπορούν να πληροφορηθούν κατά πόσο υστέρησαν στη συνολική βαθμολογία ή στα επί μέρους θέματα και στην τελευταία περίπτωση, τα συγκεκριμένα θέματα στα οποία δεν εξασφάλισαν το 50% της βαθμολογίας.

Κατά την εξεταστική περίοδο του Ιουλίου 1986, η αιτήτρια συγκέντρωσε την πιο κάτω βαθμολογία, η οποία αναγράφεται στη σχετική σελίδα του εμπιστευτικού βιβλίου καταχώρησης της βαθμολογίας κάθε Κυβερνητικής Εξέτασης (Παράρτημα 8).

Θέμα                   Βαθμός

Ελληνικά                 17

Μαθηματικά            14

Γενικές Γνώσεις     14

Αγγλικά                   12

Σύνολο                    58

Είναι φανερό ότι η αιτήτρια, όπως και άλλοι αιτητές, απέτυχε στην Κυβερνητική Εξέταση γιατί, αν και συγκέντρωσε τουλάχιστο τη βάση (50%) στο καθένα από τα τέσσερα θέματα, δεν κατόρθωσε [*2391]να συγκεντρώσει ταυτόχρονα και τουλάχιστο 60% της συνολικής βαθμολογίας.

Δε λειτουργεί σήμερα ο θεσμός της επανεξέτασης γραπτών στην Κυβερνητική Εξέταση. Τέτοιος θεσμός λειτουργούσε, βάσει πρακτικής, μέχρι τον Ιούλιο του 1983 οπότε με απόφαση της Επιτροπής που είναι υπεύθυνη για την Κυβερνητική Εξέταση καταργήθηκε για τους ακόλουθους λόγους:

(α)  Αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των αιτήσεων στις περιόδους Ιουλίου 1982 και Ιανουαρίου 1983.

(β) Επειδή η επανεξέταση γινόταν αναγκαστικά μετά την αποκάλυψη των ονομάτων των υποψηφίων υπήρχε πιθανότητα επηρεασμού του αδιάβλητου της Κυβερνητικής Εξέτασης.

(γ) Σ’ άλλες παρόμοιες εξετάσεις, π.χ. εισαγωγικές για τα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ελλάδος, δε γίνεται επανεξέταση γραπτών.

Όλα τα γραπτά κάθε εξεταστικής περιόδου φυλάσσονται για χρονικό διάστημα ενός έτους. Ακολούθως καταστρέφονται. Ενόψει της προκείμενης αίτησης τα γραπτά της εξεταστικής περιόδου του Ιουλίου 1986 θα διατηρηθούν μέχρι να εκδικαστεί πλήρως η υπόθεση.

Ό,τι αφορά την Κυβερνητική Εξέταση έχει γνωστοποιηθεί στο κοινό με τις γνωστοποιήσεις με αρ. 55, 546, 1512 και 1725 που δημοσιεύθηκαν, αντίστοιχα, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στην έκδοσή της στις 21 Ιανουαρίου, 1967, 4 Ιουλίου, 1969, 3 Σεπτεμβρίου, 1971 και 26 Σεπτεμβρίου, 1980 (Παραρτήματα 9, 10, 11 και 12).

Ο πρώτος ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ότι η προσβαλλόμενη πράξη αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος και ειδικότερα στις παραγράφους 1 και 2.

Δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι η αρχή αυτή παραβιάστηκε στην υπό εξέταση υπόθεση.  Η εφαρμογή της αρχής της ισότητας έχει αναλυθεί σε μεγάλο αριθμό δικαστικών αποφάσεων.  Ενδεικτικά μπορεί να γίνει αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χριστούδια και Άλλων (1988) 3 C.L.R. 2622. Έχει δε καθιερωθεί από τη νομολογία ότι, ισότης μέσα στην έννοια της παραγράφου 1 του Άρθρου 28 του Συντάγματος δε σημαίνει [*2392]ακριβή μαθηματική ισότητα, αλλά προστατεύει μόνο από αυθαίρετες διακρίσεις και δεν αποκλείει εύλογες διαφοροποιήσεις οι οποίες μπορούν νόμιμα να γίνουν ενόψει της διαφορετικής φύσης διαφόρων καταστάσεων. Πρέπει δε να λεχθεί πως, όπου οι συνθήκες είναι διαφορετικές, όμοια μεταχείριση οδηγεί σε ανισότητα.

Η αιτήτρια απέτυχε να συγκεντρώσει την απαιτούμενη βαθμολογία επομένως η μη επιλογή της ως επιτυχούσας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άνιση μεταχείρηση σε σύγκριση με όσους συγκέντρωσαν την απαιτούμενη βαθμολογία. Σχετικά με τον ισχυρισμό για άνιση μεταχείριση είναι και το παράπονο της αιτήτριας ότι το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφασή του με αριθμό 26594, ημερομηνίας 19 Δεκεμβρίου, 1985 (Παράρτημα 6), επέφερε χαλάρωση των προϋποθέσεων επιτυχίας στην εξέτασή του αυτή προς όφελος των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων και τούτο αποτελεί, κατά τον ισχυρισμό της αιτήτριας, δυσμενή διάκριση.

Είμαι της γνώμης ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί γιατί είναι φανερό ότι οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι αποτελούν μια ξεχωριστή κατηγορία ατόμων σε σύγκριση με μη δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι πιθανό να μπούν στη Δημόσια Υπηρεσία. Η εύλογη δε διαφοροποιημένη μεταχείρισή τους ενόψει των διαφορετικών συνθηκών και του καθεστώτος που τους διέπει δε συνιστά άνιση μεταχείρισή τους.

Ο επόμενος λόγος ακυρότητας που επικαλείται η αιτήτρια είναι ότι η προσβαλλόμενη πράξη αντίκειται στους νόμους και τους εσωτερικούς κανονισμούς, τις εγκυκλίους και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας.  Δεν έχει γίνει αναφορά σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη διάταξη για να γίνει οποιαδήποτε ανάλυση και να δοθεί η ορθή ερμηνεία ή και να εξετασθεί η ορθή εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης. Όσον αφορά δε την κατάχρηση εξουσίας η οποία διέπεται από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, δε φαίνεται από τα γεγονότα να έχει αποδειχθεί ότι πράγματι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κάτω από τέτοια παρανομία.

Όσον αφορά το Άρθρο 20 του Συντάγματος που αναγνωρίζει το δικαίωμα στον καθένα ίσης ευκαιρίας για μόρφωση, δε φαίνεται να έχει παραβιασθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ούτε και υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 25 του Συντάγματος που επικαλείται η αιτήτρια προβάλλουσα τον ισχυρισμό ότι με την επίδικη απόφασή της έχει στερηθεί το δικαίωμα επιλογής της εξάσκησης επαγγέλματος.  Αρκεί δε να λεχθεί ότι σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρ[*2393]θρου αυτού, επιτρέπεται η υπαγωγή του δικαιώματος που διασφαλίζεται από την παράγραφο 1 σε περιορισμούς και η επιβολή εξέτασης για την απόκτηση δικαιώματος υποψηφιότητας σε δημόσιες θέσεις η οποία εμπίπτει μέσα στα πλαίσια του άρθρου αυτού. (Βλέπε Kyriakides v. The Council for Registration of Architects and Civil Engineers (No. 2) (1965) 3 C.L.R. 617.)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται αιτιολογίας, αυτό δεν ευσταθεί γιατί έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι η αιτιολογία μιας πράξης δεν είναι ανάγκη να φαίνεται στο σώμα της άλλης, μπορεί να απορρέει και να συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων. (Βλέπε μεταξύ άλλων Savva v. Republic (1980) 3 C.L.R. 675, στις σελ. 695-696.)  Τα στοιχεία του φακέλου δίδουν πλήρη αιτιολογία γιατί η αιτήτρια δε θεωρήθηκε ως επιτυγχάνουσα.

Ο τελευταίος λόγος ακυρότητας που έχει προβάλει η αιτήτρια είναι ότι η απόφαση της Επιτροπής για την κυβερνητική εξέταση με ημερομηνία 6 Σεπτεμβρίου, 1986, να θεωρήσει ως επιτυχόντες, επιπρόσθετα των όσων είχαν συγκεντρώσει τις νενομισμένες προϋποθέσεις και όλους όσους είχαν συγκεντρώσει την απαιτούμενη ελάχιστη συνολική βαθμολογία 60% και 50% της βαθμολογίας σαν βάση στο καθένα από τα τρία θέματα αλλά υστέρησαν από τη βάση κατά μια μονάδα στα Ελληνικά ή Μαθηματικά και κατά δύο μονάδες στα Αγγλικά και Γενικές Γνώσεις, ενήργησε σε βάρος της, δεν ευσταθεί γιατί δεν υπάρχει περιορισμός στον αριθμό των προσώπων που θα έπρεπε να θεωρηθούν ως επιτυχόντες, η διεύρυνση δε των επιτυχόντων δεν αποκλείει την αιτήτρια, το δε γεγονός ότι δεν βοηθήθηκε αυτή από την υιοθέτηση της καθιερωμένης πρακτικής που εκφράζεται στην απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου, 1986, είναι άσχετο.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται.  Δε νομίζω να χρειάζεται να πραγματευθώ το θέμα της αιτούμενης έκδοσης από το Δικαστήριο διαταγής για διεξαγωγή νέων εξετάσεων, γιατί εν πάση περιπτώσει τίποτε δεν υπάρχει που να τις καθιστά άκυρες όπως εξήγησα πιο πάνω.

Κάτω από τις περιστάσεις όμως, δε γίνεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο