
(1990) 3 ΑΑΔ 4167
30 Νοεμβρίου, 1990
[ΣΑΒΒΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΛΟΥΚΑΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ’ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 540/88).
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Λιμένων Κύπρου (η Aρχή) — Αδειούχοι αχθοφόροι — Πειθαρχικός έλεγχος — Κατά πόσο ο Διευθυντής του Λιμένα Λεμεσού και ο Γενικός Διευθυντής της Aρχής είχαν εξουσία να επιβάλουν ποινή αναστολής άδειας σε αδειούχο αχθοφόρο σύμφωνα με την οποία απαγορευόταν η είσοδός του στο λιμενικό χώρο για εργασία και δεν εδικαιούτο σε απολαβές ή ωφελήματα σε σχέση με τις δραστηριότητές του ως αδειούχου αχθοφόρου — Ο Περί Οργανισμού Λιμένων Κύπρου Νόμος του 1973 (N. 38/73).
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Aρχή Λιμένων Kύπρου — Eκχώρηση εξουσιών — Προϋποθέσεις — O περί Eκχωρήσεως της Eνασκήσεως των Eξουσιών των Aπορρεουσών εκ τινός Nόμου, Nόμος του 1962 (N. 23/62).
Λέξεις και Φράσεις — “Λιμενεργάτης” και “Aχθοφόρος” στον περί Λιμενεργατών (Ρύθμισις Απασχολήσεως) Νόμο, Κεφ. 184, Άρθρο 2 και στην όλη σχετική νομοθεσία.
Η επίδικη απόφαση ήταν αποτέλεσμα εκχώρησης από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, αρμοδιοτήτων προς τους Διευθυντές των Λιμανιών να επιλαμβάνονται θεμάτων που αφορούν τη συμπεριφορά των αδειούχων αχθοφόρων σε σχέση με την άδεια και τα καθήκοντά τους και να αποφασίζουν για την επιβολή μέτρων αναστολής της άδειας μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται στη σχετική απόφαση.
Ο αιτητής, αχθοφόρος στο λιμάνι Λεμεσού, υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή στο Γενικό Διευθυντή της Αρχής εναντίον της απόφασης του Διευθυντή του λιμανιού Λεμεσού, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση του τελευταίου για αναστολή της άδειάς του για τρεις μέρες ήταν άδικη, αυθαίρετη, υπερβολική και επίσης ότι ο Διευθυντής του Λιμανιού δεν είχε εξουσία από το νόμο να επιβάλει οποιαδήποτε ποινή στην απουσία νομοθετήματος σχετικού με τον καθορισμό του όρου “παράβαση” εκ μέρους αδειούχων αχθοφόρων στους λιμενικούς χώρους.
Η ιεραρχική προσφυγή απορρίφθηκε και η αναστολή της άδειας του αιτητή αυξήθηκε κατά μία μέρα.
Η καθ’ ης η αίτηση Αρχή ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που λήφθηκε η επίδικη απόφαση ήταν η άρνηση του αιτητή να εργασθεί με δύο συγκεκριμένους συναδέλφους του κατά παράβαση των οδηγιών του βοηθού Αρχιαχθοφόρου.
Λόγοι για ακύρωση της επίδικης απόφασης:
Ο αιτητής ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι η υπόθεση εναντίον του ήταν πειθαρχικής φύσης και όχι διοικητικό μέτρο που λήφθηκε σε ενάσκηση διακριτικής εξουσίας της Αρχής. Επίσης ότι οι επίδικες αποφάσεις πάσχουν νομικά αφού δε λήφθηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής που ήταν το μόνο αρμόδιο σώμα να τις λάβει και ότι το εν λόγω Συμβούλιο δεν έχει εξουσία να παραχωρεί σε κανένα τις εξουσίες πειθαρχικού ελέγχου.
Η Αρχή ισχυρίστηκε ότι οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο αφού δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις εντός της εννοίας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος αλλά είναι εσωτερικά διοικητικά μέτρα. Επίσης ότι το Συμβούλιο της Αρχής είχε εξουσία δυνάμει του Άρθρου 3(2) του Νόμου 23/62 να εκχωρεί τις εξουσίες του σε οποιοδήποτε αρμόδιο πρόσωπο το οποίο κατέχει θέση στην Αρχή και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απώλεσε την εκτελεστότητά της, δεδομένης της επικύρωσής της και της μεταγενέστερης τροποποίησής της από ιεραρχικά ανώτερο όργανο της Αρχής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέκτηκε την προσφυγή και αποφάνθηκε ότι:
1. Δεν υπάρχει νομοθετική ή Κανονιστική διάταξη με βάση την οποία η Αρχή μπορούσε να προβεί στην επίδικη πράξη.
2. Η μόνη εξουσία της Αρχής που εκπηγάζει από τον ίδιο το Νόμο είναι να ακυρώσει, τροποποιήσει ή επιβάλει πρόσθετους όρους σε άδεια που εκδόθηκε (Καν. 125 της Κ.Δ.Π. 8/76). Εν πάση περιπτώσει η καθ’ ης η αίτηση δεν μπορούσε να επιβάλει ποινή ή τιμωρία χωρίς την ανάλογη πρόβλεψη από τους Κανονισμούς. Ως εκ τούτου, δεν είχε ούτε εξουσία να εκχωρήσει τέτοια εξουσία στους λειτουργούς της Αρχής που αναφέρονται προηγουμένως στην παρούσα απόφαση. H Aρχή όμως θα μπορούσε να εκχωρήσει οποιεσδήποτε εξουσίες της νοουμένου ότι ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 Παραγρ. 2 του Περί Eκχωρήσεως της Eνασκήσεως των Eξουσιών των Aπορρεουσών εκ τινός Nόμου, Nόμου του 1962 (N. 23/62).
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Aναφερόμενη υπόθεση:
Avraam v. Ports Authority of Cyprus (1981) 3 C.L.R. 368.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Aρχής Λιμένων Kύπρου με την οποία ανέστειλε την άδεια που είχε ο αιτητής να απασχολείται σαν αδειούχος Aχθοφόρος στο λιμάνι Λεμεσού για διάστημα 3 ημερών και απαγόρευσε την είσοδο του αιτητή στο λιμενικό χώρο για εργασία και την απόληψη οποιωνδήποτε δικαιωμάτων σε σχέση με τις δραστηριότητές του ως αδειούχου αχθοφόρου.
Χρ. Μελίδης, για τον Aιτητή.
Τ. Παπαδόπουλος, για την Καθ’ ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΣABBIΔHΣ, Δ.: Με την προσφυγή του αυτή ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο τις πιο κάτω θεραπείες:
“1. Όπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη της καθ’ ης η Αίτηση Αρχής, η οποία περιέχεται στην επιστολή του Διευθυντή Λιμανιού Λεμεσού, ημερομ. 5.4.88 (αντ/φο της επισυνάπτεται στην παρούσα σαν ‘παράρτημα 1’) και με την οποία ανέστειλε την άδεια που έχει ο Αιτητής να απασχολείται σαν αδειούχος Αχθοφόρος στο λιμάνι της Λεμεσού για διάστημα 3 ημερών και όπως κατά τη διάρκεια αυτής της αναστολής να μη δικαιούται να εισέρχεται για εργασία στο λιμάνι και να μην τυγχάνει οποιωνδήποτε δικαιωμάτων σε σχέση με τις δραστηριότητες των αδειούχων αχθοφόρων, σαν άκυρη και στερημένη από κάθε νομικό αποτέλεσμα.
2. Όπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη της καθ’ ής η Αίτηση Αρχής, η οποία περιέχεται στην επιστολή του Διευθυντή Λιμανιού Λ/σού, ημερ. 18.5.88 (αντ/φο της επισυνάπτεται στην παρούσα σαν ‘παράρτημα 2’) και με την οποία ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής ύστερα από εξέταση της προαναφερθείσης στην παρ. (1) απόφασης, αύξησε κατά μία μέρα την αναστολή της άδειας του Αιτητή και επεκύρωσε το υπόλοιπο μέρος της προαναφερθείσης στην παρ.(1) απόφασης, σαν άκυρη και στερημένη από κάθε νομικό αποτέλεσμα.”
Το περιεχόμενο της απόφασης που στάληκε στον αιτητή με την επιστολή του Διευθυντή του Λιμανιού Λεμεσού με ημερομηνία 5.4.88 στην οποία γίνεται αναφορά στην 1η θεραπεία είναι το ακόλουθο:
“Αναφέρομαι στο θέμα της άρνησής σας να εργασθείτε με πόστο που σας υπέδειξε ο Βοηθός Αρχιαχθοφόρος κ. Μ. Χ”Κυριάκου και αφού άκουσα τόσον εσάς όσο και τον κ. Χ”Κυριάκου, παρουσία των κ.κ. Αλ. Κυριάκου και Α. Θεοφάνους, επιβεβαιώνω αυτά που σας είπα, ότι δηλαδή είστε υποχρεωμένος να πηγαίνετε όπου σας τοποθετούν οι Βοηθοί Αρχιαχθοφόροι, με οποιοδήποτε άλλο μέλος του Συνδέσμου και όχι με οποιονδήποτε θέλετε εσείς προσωπικά.
Λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα, όπως μου τα εκθέσατε, σας επιβάλλω την ποινή της αναστολής της άδειάς σας για τρεις μέρες, κατά τη διάρκεια της οποίας απαγορεύεται η είσοδός σας στο λιμενικό χώρο για εργασία και δε θα δικαιούσθε στην απόληψη οποιωνδήποτε δικαιωμάτων που καταβάλλονται στο Σύνδεσμο κατά την περίοδο αυτή.”
Η απόφαση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής στην οποία γίνεται αναφορά στη 2η παράγραφο της θεραπείας που ζητά ο αιτητής και που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Διευθυντή Λιμανιού Λεμεσού με ημερομηνία 18.5.1988 έχει όπως πιο κάτω:
“Αναφέρομαι στην επιστολή μου της 5.4.88 και στις σχετικές παραστάσεις που υπέβαλε ο δικηγόρος σας κ. Χρ. Μελίδης προς το Γενικό Διευθυντή της Αρχής Λιμένων Κύπρου και σας πληροφορώ ότι ύστερ’ από εξέταση του όλου θέματος, ο Γενικός Διευθυντής αποφάσισε ν’ αυξήσει κατά μία μέρα την αναστολή της άδειάς σας, δηλαδή από 3 σε 4 μέρες.
Σχετικά σας πληροφορώ ότι η αναστολή θα τεθεί σε εφαρμογή από τις 23.5.1988 μέχρι τις 26.5.88 και των δύο ημερομηνιών συμπεριλαμβανομένων.
Κατά τη διάρκειά της, απαγορεύεται η είσοδός σας στο λιμενικό χώρο για εργασία και δε θα δικαιούσθε στην απόληψη οποιωνδήποτε δικαιωμάτων που καταβάλλονται στο Σύνδεσμο κατά την περίοδο αυτή.”
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι σε συντομία τα πιο κάτω:
Ο αιτητής είναι αδειούχος αχθοφόρος στο λιμάνι της Λεμεσού.
Σύμφωνα με τον ισχυρισμό της καθ’ ης η αίτηση Αρχής (που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Αρχή) στις 26.2.1988 ο αιτητής αρνήθηκε να πάει δουλειά με τους κ.κ. Κοσμά Τσέλεπο και Ανδρέα Εμμανουήλ, δεν αρνείτο όμως να πάει με τον κ. Χρίστο Φανή. Λόγω της επιμονής του αυτής ο κ. Μυριάνθης Χ”Κυριάκου, Βοηθός Αρχιαχθοφόρος, του είπε ότι είναι με άδεια και δεν επρόκειτο να εργασθεί εκείνη την ημέρα και στη συνέχεια τον κατάγγειλε στο Διευθυντή του Λιμανιού Λεμεσού.
O αιτητής με επιστολή του με ημερομηνία 26.2.1988 υπόβαλε στο Διευθυντή του Λιμανιού Λεμεσού τη δική του εκδοχή σχετικά με το τι συνέβηκε στις 26.2.1988 με την οποία εξέφραζε παράπονα για τη συμπεριφορά του Βοηθού Αρχιαχθοφόρου κ. Μ. Χ”Κυριάκου. Στην επιστολή του αυτή δε διαμφισβητεί το γεγονός της άρνησής του να υπακούσει στις οδηγίες του κ. Χ”Κυριάκου με τον ισχυρισμό ότι ήταν αυθαίρετες. Τελειώνοντας την επιστολή του αναφέρει τα εξής: “Δηλαδή έγινεν υπέρ αφεντικόν, δε δέχεται κουβένταν από κανένα. Έτσι θέλει έτσι κάνει με απειλή την καταγγελίαν. Όχι κύριοι, δεν είναι συμπεριφορά αυτή τη στιγμή που ήμαστον ίσος προς ίσον σε ένα σύνδεσμο με τα ίδια κεφάλαια. Εκτός αν έχετε γνώμην άλλην.”
Ο Διευθυντής του Λιμανιού Λεμεσού ενεργώντας με βάση εγκύκλιο οδηγία που εκδόθηκε ύστερα από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, αφού διερεύνησε την υπόθεση αποφάσισε να αναστείλει την άδεια του αιτητή για τρεις μέρες. Την απόφασή του αυτή κοινοποίησε στον αιτητή με την επιστολή του με ημερομηνία 5.4.1988 στην οποία έχει γίνει ήδη αναφορά.
Στη σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής που λήφθηκε την 1.7.1987, σύμφωνα με τα σχετικά πρακτικά της συνεδρίας αναφέρονται τα πιο κάτω:
“Παραπτώματα που αφορούν αδειούχους αχθοφόρους
(Σημείωμα 56/87)
6.1.1. Ύστερα από συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων, το Συμβούλιο, με βάση τον Νόμο της Αρχής (N.38/73) και το Νόμο Περί Εκχώρησης Εξουσιών (N.23/62), αποφάσισε να εκχωρήσει αρμοδιότητες ως ακολούθως:
(α) Να εξουσιοδοτήσει τους Διευθυντές των Λιμανιών να επιλαμβάνονται θεμάτων που αφορούν συμπεριφορά και διαγωγή των αδειούχων αχθοφόρων σε σχέση με την άδεια και τα καθήκοντά τους και να αποφασίζουν για την επιβολή μέτρων αναστολής της άδειας μέσα στα ακόλουθα πλαίσια -
(i) Για παραβάσεις οδηγιών του Διευθυντή του Λιμανιού σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους ή την τήρηση των υφιστάμενων νομοθετικών ή διαδικαστικών ρυθμίσεων ή εγκυκλίων ή οδηγιών της Αρχής ή για ασύγγνωστη συμπεριφορά κατά την διάρκεια ή σε σχέση με την απασχόλησή τους: Αναστολή της άδειας μέχρι 60 μέρες.
(ii) Για παραβάσεις οδηγιών προϊσταμένων αδειούχων αχθοφόρων (αρχιαχθοφόρου, βοηθού αρχιαχθοφόρου κλπ.) σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους ή την κατανομή της εργασίας ή συναφή θέματα: Αναστολή της άδειας μέχρι 30 μέρες.
(β) Κατά τη διάρκεια της αναστολής της άδειάς τους οι αδειούχοι αχθοφόροι δε θα δικαιούνται να εισέρχονται ή απασχολούνται στο λιμάνι και δε θα τυγχάνουν οποιωνδήποτε εσόδων, απολαβών ή ωφελημάτων σε σχέση με τις δραστηριότητες των αδειούχων αχθοφόρων.
(γ) Να εξουσιοδοτήσει το Γενικό Διευθυντή να επιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας ή παραπομπής σ’ αυτόν ή ύστερα από προσφυγή ή αίτηση κάθε ενδιαφερομένου, οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα θέματα και να δίδει οδηγίες ή άλλως αποφασίζει για τη διαδικασία εφαρμογής των μέτρων αναστολής και γενικά για οποιοδήποτε εγειρόμενο ή άλλο θέμα που αφορά αυτή η απόφαση.
Σχετικά με την υλοποίηση αυτής της απόφασης το Συμβούλιο έδωσεν οδηγίες να ετοιμαστούν και να δοθούν στους Διευθυντές των Λιμανιών οι σχετικές διοικητικές οδηγίες για να αρχίσει να εφαρμόζεται η απόφαση σε διάστημα 10 ημερών περίπου.”
Την πιο πάνω απόφαση κοινοποίησε ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής προς τους Διευθυντές Λιμανιών Λεμεσού και Λάρνακας μαζί με τις πιο κάτω οδηγίες:
“Σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης του Συμβουλίου θα ακολουθείτε τις πιο κάτω οδηγιές:
(α) Θα επιλαμβάνεστε ανελλιπώς όλων των παραβιάσεων που καθορίζονται στην απόφαση και αφού εξετάζετε προσεκτικά όλα τα στοιχεία της υπόθεσης και αφού ακούσετε τυχόν παραστάσεις των ενεχομένων αδειούχων αχθοφόρων, θα αποφασίζετε για την επιβολή των μέτρων αναστολής της άδειας που προβλέπονται στην απόφαση κατά ακριβοδίκαιο τρόπο και με συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα της παράβασης και το σύνολο των περιστάσεων κάθε υπόθεσης.
(β) Η απόφασή σας θα ανακοινώνεται στον αδειούχο αχθοφόρο που αφορά και θα κοινοποιείται αμέσως μαζί με τη σχετική παράβαση στο Γενικό Διευθυντή. Ο αδειούχος αχθοφόρος, αν πιστεύει ότι αδικήθηκε, θα έχει δικαίωμα, μέσα σε τρεις μέρες από την ημέρα της ανακοίνωσης σ’ αυτόν της απόφασής σας, να προσφύγει, μέσον σας, στο Γενικό Διευθυντή της Αρχής. Νοείται ότι σε περίπτωση προσφυγής ο αδειούχος αχθοφόρος θα αντιμετωπίζει όχι μόνο θέμα μείωσης αλλά και αύξησης των ημερών αναστολής της άδειας.
(γ) Η απόφασή σας για αναστολή της άδειας δεν εκτελείται παρά μόνο ως εξής:
(ι) Αν μέσα στην προθεσμία των τριών ημερών που προαναφέρεται υποβληθεί προσφυγή από τον αδειούχο αχθοφόρο στον οποίο επιβλήθηκε η αναστολή της άδειας, η απόφασή σας θα εκτελείται την επομένη της ημέρας που θα παίρνετε την απόφαση του Γενικού Διευθυντή και ανάλογα με το περιεχόμενο της απόφασης του Γενικού Διευθυντή.
(ιι) Σε περίπτωση που δεν υποβληθεί προσφυγή μέσα στην προθεσμία των τριών ημερών που προαναφέρεται, η απόφασή σας θα εκτελείται μετά την παρέλευση τριών ημερών από την κοινοποίηση της απόφασής σας στο Γενικό Διευθυντή εκτός αν μέσα στην ίδια προθεσμία των τριών ημερών σας κοινοποιήθηκε απόφαση του Γενικού Διευθυντή πάνω στο θέμα οπότε θα ενεργείτε σύμφωνα με το περιεχόμενο της απόφασης του Γενικού Διευθυντή.
(δ) Για οποιεσδήποτε διευκρινίσεις που αφορούν την εφαρμογή αυτής της απόφασης και τα σχετικά διοικητικά ζητήματα, θα επικοινωνείτε με τον Διευθυντή Προσωπικού και Διοίκησης της Αρχής.
3. Η εφαρμογή των πιο πάνω θα αρχίσει από τη λήψη αυτής της επιστολής.”
Ο αιτητής, μέσω του δικηγόρου του, υπέβαλε στις 6.4.1988 “προσφυγή” στο Γενικό Διευθυντή της Αρχής εναντίον της απόφασης του Διευθυντή του Λιμανιού Λεμεσού, σύμφωνα με την εγκύκλιο του Γενικού Διευθυντή προς τους Διευθυντές Λιμανιών με ημερομηνία 8.7.1987. Με την “προσφυγή” του προς το Γενικό Διευθυντή ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι η απόφαση του Διευθυντή του Λιμανιού Λεμεσού ήταν άδικη, αυθαίρετη, υπερβολική, παράνομη και ότι ο Διευθυντής του Λιμανιού δεν είχε καμιά εξουσία από το νόμο να επιβάλει οποιαδήποτε ποινή γιατί δεν υπάρχει νομοθέτημα σχετικό με τον καθορισμό του τι είναι “παράβαση” που γίνεται από τους αδειούχους αχθοφόρους στους λιμενικούς χώρους.
Ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής με επιστολή του με ημερομηνία 21.4.1988 έφερε σε γνώση του αιτητή και του δικηγόρου του τα πιο κάτω:
“Αναφέρομαι στην επιστολή σας της 6.4.1988 σχετικά με την απόφαση του Διευθυντή του Λιμανιού της Λεμεσού για την αναστολή της άδειας του πελάτη σας κ. Λούκα Προκοπίου, αδειούχου αχθοφόρου στο λιμάνι της Λεμεσού και σχετικά σας πληροφορώ τα ακόλουθα:
Η απόφαση του Διευθυντή του Λιμανιού είναι νομότυπη και λήφθηκε σε εφαρμογή σχετικών ρυθμίσεων που έχουν γνωστοποιηθεί στους αδειούχους αχθοφόρους από καιρό.
Αν ο πελάτης σας επιθυμεί μπορεί να υποβάλει γραπτώς, μέσον του Διευθυντή Λιμανιού Λεμεσού, οποιεσδήποτε παραστάσεις έχει να κάμει, μέσα σε 10 μέρες από σήμερα, οι οποίες και θα εξεταστούν. Αν ο πελάτης σας παραλείψει να υποβάλει γραπτώς τις παραστάσεις του όπως προαναφέρεται, θα ληφθεί απόφαση χωρίς να αναμένονται οι παραστάσεις του.”
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή με επιστολή του με ημερομηνία 27.4.1988 ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του αιτητή σχετικά με το επεισόδιο της 26.2.1988 και πρόβαλε τα νομικά του επιχειρήματα σε υποστήριξη του ισχυρισμού του ότι η απόφαση δεν ήταν νομότυπη και δε λήφθηκε κατά εφαρμογή σχετικών ρυθμίσεων που γνωστοποιήθηκαν σ’ αυτόν ή στους αδειούχους αχθοφόρους.
Ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής αφού μελέτησε το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής και αφού ζήτησε και τις απόψεις του Διευθυντή του Λιμανιού Λεμεσού πάνω στα γεγονότα που αναφέρονταν σ’ αυτή και με βάση όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του κατάληξε στην επίδικη απόφασή του την οποία κοινοποίησε στον αιτητή μέσω του Διευθυντή του Λιμανιού Λεμεσού με επιστολή του τελευταίου με ημερομηνία 18.5.1988.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή αναπτύσσοντας τα επιχειρήματά του προς υποστήριξη των νομικών σημείων πάνω στα οποία ο αιτητής βάσισε την προσφυγή του ισχυρίστηκε τα πιο κάτω:
(α) Η υπόθεση εναντίον του αιτητή σύμφωνα με τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς ήταν πειθαρχικής φύσης και όχι “διοικητικό μέτρο που λήφθηκε σε ενάσκηση διακριτικής εξουσίας της Αρχής” όπως αναφέρεται στην ένσταση της καθ’ ης η αίτηση.
(β) Οι επίδικες αποφάσεις της Αρχής πάσχουν νομικά γιατί λήφθηκαν από αναρμόδια όργανα ήτοι από το Διευθυντή του Λιμανιού Λεμεσού και το Γενικό Διευθυντή της Αρχής αντί από το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής που είναι το μόνο αρμόδιο όργανο για να εκδίδει αποφάσεις όπως οι επίδικες. Το Συμβούλιο της Αρχής δεν έχει εξουσία να παραχωρεί σε κανένα τις εξουσίες πειθαρχικού ελέγχου. Έστω και αν ήθελε τελικά αποφασισθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 8 του Νόμου 38/73 δίνεται εξουσία όπως το Συμβούλιο της Αρχής αναθέτει σε οποιοδήποτε μέλος του την άσκηση οποιασδήποτε από τις χορηγούμενες από το Nόμο 38/73 αρμοδιότητες, υπό τους όρους και περιορισμούς που θα ήθελε τούτο καθορίσει, τότε το Συμβούλιο της Αρχής όφειλε να ενημερωθεί για τα αποτελέσματα των ενεργειών του μέλους που άσκησε την εξουσία που του ανατέθηκε μετά το πέρας των εργασιών του.
(γ) Αγνοήθηκαν ή δε λήφθηκαν υπόψη γεγονότα που μπορούσαν να οδηγήσουν στην αθώωση του αιτητή και λήφθηκαν υπόψη άσχετα γεγονότα. Αναφερόμενος στο περιεχόμενο της επιστολής του Διευθυντή του Λιμανιού Λεμεσού με ημερομηνία 5.4.1988 και ειδικά στο τι αναφέρεται στην παράγραφο 1 ότι “..... είστε υποχρεωμένος να πηγαίνετε όπου σας τοποθετούν οι Βοηθοί Αρχιαχθοφόροι, με οποιοδήποτε άλλο μέλος του Συνδέσμου και όχι με οποιονδήποτε θέλετε εσείς προσωπικά” ισχυρίστηκε ότι:
(ι) Σε κανένα νομοθέτημα ή διοικητική πράξη δεν περιλαμβάνεται μια τέτοια υποχρέωση των αδειούχων αχθοφόρων.
(ιι) Δεν υπήρχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο “Βοηθοί Αρχιαχθοφόροι” στο Λιμάνι της Λεμεσού και η έννοια τέτοιων αξιωματούχων είναι άγνωστη στο Νόμο και/ή είναι εφεύρημα της καθ’ ης η αίτηση Αρχής.
(ιιι) Ουδέποτε ο αιτητής αρνήθηκε να εργαστεί κανονικά στην εργασία του.
Ισχυρίστηκε ακόμα πως ο Γενικός Διευθυντής ουδέποτε εξέτασε το όλο θέμα αλλά αύξησε την τιμωρία του αιτητή χωρίς να λάβει υπόψη του τα γεγονότα που έθεσε ενώπιόν του και τις περιστάσεις του αιτητή.
(δ) Παραβιάσθηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης. Ο Διευθυντής του Λιμανιού Λεμεσού και/ή ο Γενικός Δειυθυντής αφού άκουσαν τον αιτητή και αποφάσισαν ότι ήταν ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος, στη συνέχεια παρέλειψαν να τον ακούσουν στο θέμα της επιβολής ποινής όπως είχαν καθήκον να πράξουν.
(ε) Η αιτιολογία των επίδικων αποφάσεων είναι ανύπαρκτη και εν πάση περιπτώσει είναι ελλιπής ή πλημμελής.
(στ) Η αύξηση της ποινής του αιτητή ύστερα από την ιεραρχική προσφυγή είναι αντικανονική και/ή παράνομη και/ή έγινε χωρίς καμιά εξουσία.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Αρχής αντικρούοντας τους ισχυρισμούς του αιτητή, ισχυρίστηκε τα πιο κάτω:
Οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις εν τη εννοία του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος αλλά αντίθετα αποτελούν εσωτερικά διοικητικά μέτρα τα οποία δεν υπόκεινται σύμφωνα με τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου και τη νομολογία σε δικαστικό έλεγχο.
Ο Διευθυντής του Λιμανιού Λεμεσού όπως και ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής είχαν κάθε εξουσία και αρμοδιότητα να επιβάλουν τέτοια εσωτερικά διοικητικά μέτρα.
Η εξουσία για επιβολή διοικητικών μέτρων του είδους και της φύσης που επιβλήθηκαν στον αιτητή αποτελεί αρμοδιότητα, βάσει του Νόμου 38/73, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής η οποία μπορεί να εκχωρηθεί είτε (α) Δυνάμει του Άρθρου 8 του Νόμου 38/73 από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής σε μέλος ή μέλη αυτού, είτε (β) σε οποιοδήποτε αρμόδιο πρόσωπο το οποίο κατέχει θέση στην Αρχή δυνάμει του Άρθρου 3(2) του Νόμου 23/62.
Στην παρούσα περίπτωση η εκχώρηση της πιο πάνω αρμοδιότητας και/ή εξουσίας της Αρχής προς επιβολή διοικητικών μέτρων έγινε προς τους Διευθυντές των Λιμανιών και προς το Γενικό Διευθυντή ως ιεραρχικά ανώτερη αρχή με βάση την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής με ημερομηνία 1.7.1987. Με βάση την εκχώρηση αυτή ο Διευθυντής του Λιμανιού Λεμεσού και ο Γενικός Διευθυντής είχαν εξουσία και αρμοδιότητα να επιληφθούν του θέματος.
Στη συνέχεια ισχυρίστηκε πως ανεξάρτητα με τον πιο πάνω ισχυρισμό η πράξη που προσβάλλει ο αιτητής έχασε την εκτελεστότητά της δεδομένου ότι αυτή επικυρώθηκε και τροποποιήθηκε μεταγενέστερα από ιεραρχικά ανώτερο όργανο, το Γενικό Διευθυντή της Αρχής.
Αναφερόμενος στον ισχυρισμό του αιτητή ότι δεν έχουν εφαρμοστεί στην προκειμένη περίπτωση οι κανόνες της Φυσικής Δικαιοσύνης, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Αρχής ισχυρίστηκε ότι παρ’ όλο που η καθ’ ης η αίτηση Αρχή ουδεμία υποχρέωση είχε να καλέσει σε απολογία ή να παράσχει στον αιτητή οποιαδήποτε ευκαιρία να ακουσθεί γιατί δεν επρόκειτο περί πειθαρχικής δίωξης αλλά περί διοικητικού μέτρου για την εύρυθμη λειτουργία των Λιμανιών, εν τούτοις όπως φαίνεται από το διοικητικό φάκελο και όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ο αιτητής ακούστηκε και υπόβαλε τις παραστάσεις του τόσο ο ίδιος προσωπικά όσο και μέσω του δικηγόρου του.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι δε λήφθηκαν υπόψη γεγονότα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αθώωσή του και/ή λήφθηκαν υπόψη άσχετα γεγονότα, ισχυρίσθηκε ότι η επιβολή ενός διοικητικού μέτρου δεν εξαρτάται από την ύπαρξη υπαιτιότητας από το διοικούμενο, έτσι η αθωώτητα ή η ενοχή του διοικούμενου είναι θέμα άσχετο και χωρίς σημασία για τη δυνατότητα επιβολής του. Η ύπαρξη και μόνο λόγου δημόσιου συμφέροντος και δημόσιας ωφέλειας είναι αρκετή από μόνη της να οδηγήσει στη λήψη εσωτερικού μέτρου, όπως στην προκειμένη περίπτωση που η επιβολή του εν λόγω εσωτερικού μέτρου δηλ. της προσωρινής αναστολής της άδειας του αιτητή για ανεπαίσθητο χρονικό διάστημα αποσκοπούσε στη διαφύλαξη της εύρυθμης, αποτελεσματικής και απρόσκοπτης λειτουργίας των λιμανιών εφόσον ο αιτητής με τις γενόμενες πράξεις του και την εν γένει συμπεριφορά του έθεσε το πιο πάνω καθεστώς σε διατάραξη.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό για έλλειψη αιτιολογίας υποβλήθηκε εκ μέρους της Αρχής ότι αυτή προκύπτει από την ίδια την απόφαση και εν πάση περιπτώσει συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.
Τέλος υποβλήθηκε εκ μέρους της Αρχής ότι η λήψη της επίδικης απόφασης ειδικαιολογείτο πλήρως από τα ενώπιον της Αρχής στοιχεία και ήταν εύλογα επιτρεπτή (reasonably open) υπό τις περιστάσεις.
Έγινε αναφορά, από τους δικηγόρους, στην υπόθεση Αvraam v. Ports Authority of Cyprus (1981) 3 C.L.R. 368, όπου κατάληξα στο συμπέρασμα ότι οι Κανονισμοί που ίσχυαν στην περίπτωση των αδειούχων αχθοφόρων ήταν αυτοί που εκτίθενται στον Πίνακα του Κεφ. 184. Η υπόθεση αυτή αποφασίσθηκε με βάση το υλικό και τα επιχειρήματα που τέθηκαν ενώπιόν μου από τους δικηγόρους, χωρίς να γίνει καμιά διαφοροποίηση μεταξύ λιμενεργατών (port workers) και αδειούχων αχθοφόρων (licensed porters) και χωρίς να διευκρινιστεί αν ο αιτητής στην υπόθεση εκείνη ήταν λιμενεργάτης ή αχθοφόρος.
Κατά τη μελέτη της παρούσας υπόθεσης όμως για σκοπούς σύνταξης της απόφασης προέκυψε το θέμα της διαφοροποίησης του όρου “αδειούχος αχθοφόρος” από τον όρο “λιμενεργάτης” και για το λόγο αυτό επανάνοιξα την υπόθεση για ν’ακούσω νέα επιχειρήματα από τους δικηγόρους, κατά πόσο οι Κανονισμοί που εκτίθενται στον Πίνακα του Κεφ. 184 εφαρμόζονται στην περίπτωση του αιτητή νοουμένου ότι είναι αδειούχος αχθοφόρος και όχι λιμενεργάτης. Κατά την επανάνοιξη της υπόθεσης ο ευπαίδευτος δικηγόρος της καθ’ ης η αίτηση δήλωσε ότι ο αιτητής είναι αδειούχος αχθοφόρος και όχι λιμενεργάτης και δέχτηκε ότι οι Κανονισμοί που εκτίθενται στον Πίνακα του Κεφ. 184 δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση του αιτητή, ισχυρίστηκε όμως ότι υπάρχει εξουσία στην καθ’ ης η αίτηση να προβεί στην επίδικη πράξη που εκπηγάζει από τον ίδιο το Νόμο (Περί Αρχής Λιμένων Νόμος, αρ.38/73).
Πριν προχωρήσω στην εξέταση των νομικών σημείων κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ στο ιστορικό της σύστασης της Αρχής και τις εξουσίες με τις οποίες περιβάλλεται σε σχέση με τους αδειούχους αχθοφόρους.
Στον περί Λιμενεργατών (Ρύθμισις Απασχολήσεως) Νόμο, Κεφ. 184, γίνεται, από τον ίδιο τον ορισμό τους, διαφοροποίηση του λιμενεργάτη από τον αχθοφόρο, και στον όρο “λιμενεργάτης” όπως αναφέρεται ρητά, δεν περιλαμβάνεται ο αδειούχος αχθοφόρος.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κεφ. 184 όπως ήταν πριν την τροποποίησή του από το Νόμο αρ. 55/68:
“‘Customs Porter’ means any person approved by the Comptroller to handle, and engage in handling within the Customs area, any goods upon their discharge from any ship, aircraft or other vessel to a pier or dock, until delivery of such goods out of Customs control;”
“‘Αχθοφόρος Τελωνείου’ σημαίνει παν πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από τον Διευθυντή να μεταφέρει, και απασχολούμενον εις το να μεταφέρει εντός της περιοχής του Τελωνείου, οιαδήποτε πράγματα άμα τη εκφορτώσει τους από οιοδήποτε πλοίο, αεροσκάφος ή άλλο σκάφος εις αποβάθραν ή προκυμαίαν, μέχρι της παραδόσεως των πραγμάτων τούτων πέραν του τελωνειακού ελέγχου.”
και
“‘port worker’ means a person employed or to be employed in any pοrt on work in connection with the loading, unloading, movement or storage of goods, or on work in connection with the preparation of ships, aircraft or other vessels for the receipt or discharge of goods, but does not include -
(a) ..................................................................................................
(b) ..................................................................................................
(c) any Customs porter or employer’ s porter.”
“‘Λιμενεργάτης’ σημαίνει πρόσωπον απασχολούμενον ή το οποίον πρόκειται να απασχοληθεί εις οιονδήποτε λιμένα σε οιανδήποτε εργασία σχετιζόμενη με τη φόρτωση, εκφόρτηση, μετακίνηση ή αποθήκευση πραγμάτων ή σε εργασία σχετιζόμενη με την ετοιμασία πλοίων, αεροσκαφών ή άλλων σκαφών για την παραλαβή ή εκφόρτωση εμπορευμάτων αλλά δεν περιλαμβάνει:
(α) ..................................................................................................
(β) ..................................................................................................
(γ) αχθοφόρο τελωνείου ή αχθοφόρο εργοδότου.”
(Οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Με βάση το άρθρο 5 του Κεφ. 184 έγιναν Κανονισμοί, που εκτίθενται στον Πίνακα του Νόμου. Οι Κανονισμοί αυτοί αφορούν αποκλειστικά τους λιμενεργάτες (port workers) και δεν αναφέρονται καθόλου σε αχθοφόρους τελωνείου ή αδειούχους αχθοφόρους. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κεφ. 184, η εξουσία εργοδότησης και απόλυσης αδειούχων λιμενεργατών εκχωρήθηκε σε τοπικά συμβούλια. Αργότερα, με τον περί Τμήματος Λιμένων (Ρύθμισις και Μεταβίβασις Εξουσιών) Νόμο του 1968 (αρ. 55/68) ο ορισμός του “αχθοφόρου τελωνείου” στο Κεφ. 184 αντικαταστάθηκε με τον ορισμό του “αδειούχου αχθοφόρου” που έχει ως ακολούθως:
“‘αδειούχος αχθοφόρος’ σημαίνει παν πρόσωπον τυχόν αδείας εκδοθείσης υπό του Διευθυντού, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οιουδήποτε Κανονισμού ή οιασδήποτε διοικητικής πράξεως εκδοθείσης δυνάμει αυτού όπως μεταφέρη, και απασχολούμενον εις το να μεταφέρη εντός οιουδήποτε λιμένος, οιαδήποτε πράγματα άμα τη εκφορτώσει των εξ οιουδήποτε πλοίου, αεροσκάφους ή άλλου σκάφους εις αποβάθραν ή προκυμαίαν, μέχρι της παραδόσεως των πραγμάτων τούτων πέραν του τελωνειακού ελέγχου.”
Προστέθηκε επίσης στο Κεφ. 184 το ακόλουθο νέο άρθρο 2Α:
“2Α.-(1) Απαγόρευεται εις οιονδήποτε πρόσωπον να εργάζηται ως αδειούχος αχθοφόρος εντός λιμένος, εκτός εάν τούτο τύχη αδείας προς τούτο εκδοθείσης υπό του Διευθυντού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Κανονισμοί εκδιδόμενοι δυνάμει του παρόντος Νόμου δύνανται να ρυθμίζουν την έκδοσιν αδειών, την εργασίαν και την απασχόλησιν αδειούχων αχθοφόρων και να καθορίζουν τα υπό παντός τοιούτου αχθοφόρου ετησίως καταβαλλόμενα δικαιώματα αδείας και τα υπ’ αυτού καταλογιζόμενα διά τας υπηρεσίας του αχθοφορικά, οιοιδήποτε δε τοιούτοι Κανονισμοί δύνανται να προβλέπωσι περί χρηματικής ποινής μη υπερβαινούσης τας εικοσιπέντε λίρας δι’ οιανδήποτε παράβασιν αυτών.”
(Άρθρο 6 του Νόμου 55/68 και Δεύτερος Πίνακας).
Με το άρθρο 3 του Δεύτερου Πίνακα του πιο πάνω Νόμου οποιαδήποτε αναφορά σε “αχθοφόρον Τελωνείου” στον πιο πάνω Νόμο αντικαθίσταται με αναφορά σε “αδειούχον αχθοφόρον”.
Με το νέο άρθρο 2Α όπως εκτίθεται στο Νόμο 55/68, καθίσταται σαφές ότι έπρεπε να γίνουν άλλοι κανονισμοί σχετικά με τους αδειούχους αχθοφόρους. Τέτοιοι Κανονισμοί όμως δεν έγιναν μέχρι σήμερα.
Μεταγενέστερα, με τον περί του Οργανισμού Λιμένων Κύπρου Νόμο του 1973 (Ν.38/73) συστάθηκε Οργανισμός Λιμένων. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 10(3) και του Πρώτου Πίνακα του πιο πάνω Νόμου όλες οι εξουσίες των τοπικών συμβουλίων δυνάμει του Νόμου Κεφ.184 μεταβιβάστηκαν στον Οργανισμό Λιμένων συμπεριλαμβανομένων και των εξουσιών βάσει του άρθρου 2Α του Νόμου. Με το Νόμο 59/77 η λέξη “Οργανισμός” αντικαταστάθηκε με τη λέξη “Αρχή” και έτσι δημιουργήθηκε η Αρχή Λιμένων Κύπρου.
Σύμφωνα με το άρθρο 10(2)(ιστ) του Νόμου 38/73 παρέχεται εξουσία στην Αρχή να ρυθμίζει μεταξύ άλλων την είσοδο και παραμονή οποιουδήποτε προσώπου εντός οποιουδήποτε λιμανιού με το να απαγορεύει την είσοδο ή να επιβάλλει οποιουσδήποτε όρους για είσοδο και παραμονή. Με το άρθρο 30, εδάφιο (1) η Αρχή εξουσιοδοτείται να εκδίδει Κανονισμούς που να διέπουν μεταξύ άλλων την είσοδο, παραμονή και έξοδο προσώπων ή ζώων εντός της περιοχής των λιμανιών (παράγραφος γ) την έκδοση αδειών για εργασία ως αχθοφόρων ή άλλη εργασία εντός της περιοχής των λιμανιών και γενικά στο ό,τι αφορά τους αχθοφόρους και εργάτες που απασχολούνται εντός των λιμανιών (παράγραφοι (δ) και (η)).
Το εδάφιο (2) του άρθρου 30 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 195/86 προνοεί ότι:
“(2) Κανονισμοί εκδιδόμενοι δυνάμει του παρόντος άρθρου δύνανται να προνοώσιν ότι η παράλειψις συμμορφώσεως προς αυτούς ή προς οιαδήποτε Διατάγματα, Γνωστοποιήσεις ή Οδηγίας εκδιδομένας δυνάμει αυτών συνιστά αδίκημα τιμωρούμενον διά χρηματικής ποινής μη υπερβαινούσης τας £500 ή της ποινής της φυλακίσεως διά διάστημα μη υπερβαίνον τα δύο έτη ή δι’ αμφοτέρων των τοιούτων ποινών.”
O Κανονισμός 125 των Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 8/76) που εκδόθηκαν δυνάμει του Νόμου 38/73 προνοεί ότι η Αρχή δύναται καθ’ οιονδήποτε χρόνο να ακυρώσει, τροποποιήσει ή επιβάλει πρόσθετους όρους σε άδεια που εκδόθηκε, για οποιοδήποτε λόγο ή χωρίς κανένα λόγο και χωρίς υποχρέωση εκ μέρους της να δώσει οποιοδήποτε λόγο για την ενέργειά της αυτή.
Πουθενά όμως δε φαίνεται να έγινε ειδική πρόνοια σε οποιουσδήποτε κανονισμούς βάσει του Περί Αρχής Λιμένων Νόμου (αρ.38/73) για τη ρύθμιση θεμάτων που αφορούν τους αδειούχους αχθοφόρους.
Σύμφωνα με τα πιο πάνω βρίσκω ότι δεν υπάρχει νομοθετική ή Κανονιστική διάταξη με βάση την οποία η καθ’ ης η αίτηση μπορούσε να προβεί στην επίδικη πράξη.
Η μόνη εξουσία της καθ’ ης η αίτηση που εκπηγάζει από τον ίδιο το Νόμο είναι να ακυρώσει, τροποποιήσει ή επιβάλει πρόσθετους όρους σε άδεια που εκδόθηκε (Κανονισμός 125 της Κ.Δ.Π. 8/76). Εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε η καθ’ης η αίτηση να επιβάλει ποινή ή τιμωρία που δε θα μπορούσε να προβλεφθεί από τους Κανονισμούς.
Επομένως βρίσκω ότι η επίδικη πράξη πρέπει ν’ακυρωθεί και θεωρώ περιττό να ασχοληθώ με τους άλλους νομικούς λόγους που εγείρονται.
Πριν όμως τελειώσω θα ήθελα να ασχοληθώ σύντομα με τον ισχυρισμό που προβλήθηκε εκ μέρους του αιτητή ότι τόσο ο Διευθυντής του Λιμανιού Λεμεσού όσο και ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής δεν ήταν αρμόδιοι να λάβουν την επίδικη απόφαση και τον ισχυρισμό του δικηγόρου της καθ’ ης η αίτηση ότι έγινε σ’ αυτούς εκχώρηση των εξουσιών που έχει η Αρχή αναφορικά με το θέμα.
Στην παρούσα περίπτωση, εφόσο βρήκα ότι η Αρχή δεν είχε εξουσία να προβεί στην επίδικη πράξη, δε θα μπορούσε να εκχωρήσει τέτοια εξουσία στα αναφερόμενα πρόσωπα.
Σύμφωνα όμως με τις πρόνοιες της Παραγράφου (2) του άρθρου 3 του Περί Εκχωρήσεως της Eνασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν.23/62), η Αρχή μπορεί να εκχωρήσει οποιεσδήποτε εξουσίες της νοουμένου ότι ικανοποιούνται οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) Δεν υπάρχει ρητή απαγόρευση από το νόμο.
(β) Παρέχεται έγγραφη εξουσιοδότηση από την Αρχή.
(γ) Η εξουσιοδότηση παρέχεται σε πρόσωπο που κατέχει αρμόδια θέση σε αρμόδια υπηρεσία που εμπίπτει στη δικαιοδοσία της Αρχής.
(δ) Στην εξουσιοδότηση καθορίζονται οι όροι της άσκησης της εκχωρούμενης εξουσίας.
Ως αποτέλεσμα η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα προς όφελος του αιτητή.
H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο