Bαρνάβα Eλίζα ν. Eφόρου Φόρου Eισοδήματος και Άλλων (1990) 3 ΑΑΔ 4287

(1990) 3 ΑΑΔ 4287

[*4287]12 Δεκεμβρίου, 1990

[A. Ν. ΛΟΪΖΟΥ, Πρόεδρος]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΛΙΖΑ ΒΑΡΝΑΒΑ,

Αιτήτρια,

v.

1. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

3. ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 29/86).

 

Φορολογία — Φορολογία εισοδήματος — Αρχική και/ή επιπρόσθετη φορολογία για τα φορολογικά έτη 1978(77) μέχρι 1983 — Επιπρόσθετη και/ή έκτακτη φορολογία για τα φορολογικά έτη 1978-1983 — Εισόδημα προερχόμενο από κέρδη πορνείας — Κατά πόσο είναι φορολογητέο — Εφαρμοστέες αρχές.

Φορολογία — Φορολογία εισοδήματος — Έκτακτη εισφορά — Η υποβολή ένστασης αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για άσκηση δικαιώματος προσφυγής — Ο περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμος του 1978 (N. 4/78), Άρθρο 20(1).

Φορολογία — Φορολογία εισοδήματος — Βάρος αποδείξεως — Ο αιτητής πρέπει να πείσει το Δικαστήριο να επέμβει και να ελέγξει τη νομιμότητα της απόφασης του Εφόρου.

Φορολογία —  Φορολογία εισοδήματος —  Bάρος προσκόμισης στοιχείων — Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην απόφαση του Εφόρου αν είναι λογικά εφικτή βάσει των γεγονότων που υπάρχουν ενώπιόν του — Ο φορολογούμενος πρέπει να δίδει όλες τις πληροφορίες για σκοπούς εξευρέσεως των πραγματικών του εισοδημάτων.

Στις 26.11.84, ο Έφορος εξέδωσε ειδοποιήσεις φορολογίας για τα φορολογικά έτη 1978-1983.  Η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση εναντίον των πιο πάνω φορολογιών.

[*4288]Στις 24.12.84, ο Έφορος εξέδωσε ειδοποίηση επιβολής έκτακτης εισφοράς για την τριμηνία που λήγει στις 31.3.78.  Η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση.

Στις 4.11.85, ο Έφορος εξέδωσε ειδοποιήσεις επιβολής έκτακτης εισφοράς για όλα τα τρίμηνα για την περίοδο 1.4.78-31.12.83 εναντίον των οποίων δεν υπεβλήθη ένσταση.

Σύμφωνα με δήλωση εισοδήματος της αιτήτριας, η περιουσία της, κατά τις 30.9.84, ανερχόταν στις ΛΚ40.805 και αποτελείτο από μετρητά, έπιπλα, 2 αυτοκίνητα, κοσμήματα και διαμέρισμα στη Λευκωσία. Όπως δήλωσε, τα πιο πάνω είχαν δωρηθεί σ’ αυτήν από φιλικά πρόσωπα μεταξύ των οποίων δύο Άραβες που τα προηγούμενα χρόνια της είχαν δώσει πέραν των ΛΚ40.000.  Σύμφωνα με πληροφορίες που έδωσε η ίδια στον Έφορο αυτή διατηρούσε κομμωτήριο από το 1968-1975 οπόταν και φυλακίστηκε γιατί αποζούσε από κέρδη πορνείας ή διατηρούσε οίκο ανοχής. Παρέλειψε να δώσει πληροφορίες και άλλα έγγραφα σχετικά με την ένστασή της.

Ο Έφορος καθόρισε το εισόδημα της αιτήτριας για τα έτη 1978-1983 εις το ποσό των ΛΚ50.700 και αξίωσε την καταβολή του ποσού των ΛΚ11.587 ως πληρωτέο φόρο.

Η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση. Ο Έφορος όμως αρνήθηκε να μειώσει το πιο πάνω ποσό με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στην οποία η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η απόφαση του Εφόρου λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και αιτιολογία και επίσης ότι η εν λόγω απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και/ή το νόμο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και αποφάνθηκε ότι:

1. Η αιτήτρια δεν μπορεί να προχωρήσει με προσφυγή εναντίον των τριμήνων για τα οποία δεν υπέβαλε ένσταση γιατί η ένσταση σύμφωνα με τον περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμο 1978 (Ν. 4/78), αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για άσκηση δικαιώματος προσφυγής.

2. Η αιτήτρια παρέλειψε να δώσει στον Έφορο, παρά τις επανειλημμένες επικλήσεις του, πλήρεις λεπτομέρειες αναφορικά με τα εισοδήματά της.  Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί της περί ελλειπούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα δεν ευσταθούν.

[*4289]3.     Το γεγονός ότι τα κέρδη πορνείας προέρχονται από παράνομη απασχόληση δεν απαλλάσσει τον φορολογούμενο από την υποχρέωση να καταβάλει το σχετικό φόρο γιατί στο Νόμο δε γίνεται διαχωρισμός μεταξύ νόμιμης και παράνομης απασχόλησης, ούτε υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια που να καθορίζει ότι μόνο εισοδήματα που προέρχονται από νόμιμη απασχόληση ή πηγή υπόκεινται στο φόρο.

    Η απόφαση του Εφόρου ήταν, ενόψει όλων των σχετικών γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, λογικά εφικτή.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Pantelidou v. Republic (1986) 3(A) C.L.R. 687,

Coussoumides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 1,

Makrides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 147,

Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659,

Rainbow v. Commissioner of Income Tax (1984) 3(B) C.L.R. 846,

Panayiotou v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 857,

Nicou v. Republic (1983) 3(B) C.L.R. 1113,

Canadian Minister of Finance v. Smith [1927] A.C. 193,

Mann v. Nash (H.M. Inspector of Taxes) 16 T.C. 523,

Southern (H.M. Inspector of Taxes) v. A.B. 18 T.C. 59,

Minister of National Revenue v. Eldridge [1965] 1 Ex.C.R. 758 (CAN),

Inland Revenue Commissioners v. Aken [1988] STC 69.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Eφόρου Φόρου Eισοδήματος με την οποία καθόρισε ότι το εισόδημα της αιτήτριας ανέρχεται στο ποσό των £50.700 για τα έτη 1978-1983 και αξίωσε την καταβολή του ποσού των £11.587 ως πληρωτέο φόρο.

[*4290]Ε. Ευσταθίου, για την Aιτήτρια.

Α. Ευαγγέλου, Aνώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

A. N. ΛOΪZOY, Π.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του καθ’ ου η αίτηση Εφόρου, Φόρου Εισοδήματος - που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ο Έφορος, με την οποία “καθορίστηκε η αρχική και/ή επιπρόσθετη φορολογία της σε σχέση με το εισόδημά της για τα έτη 1978 (77) μέχρι 1983 και η επιπρόσθετη και/ή έκτακτη φορολογία για το εισόδημά της για τα έτη 1978-1983, ως εσφαλμένη και/ή άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη εννόμου αποτελέσματος.”

Ο Έφορος καθόρισε το εισόδημα της αιτήτριας για τα έτη 1978-1983 ως το ποσό των £50.700.- και αξίωσε την καταβολή του ποσού των £11.587.- ως πληρωτέο φόρο.

Η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση. Ο Έφορος όμως αρνήθηκε να μειώσει το πιο πάνω ποσό.

Όπως είναι η θέση του Εφόρου, το εισόδημα της αιτήτριας κατά τον ουσιώδη χρόνο προήρχετο φαινομενικά από την εργασία της ως κομμώτρια, όμως το βασικό της εισόδημα δυνατό να είχε προέλθει από τα κέρδη πορνείας αλλά και από άλλες πηγές εισοδήματος.

Στις 24 Φεβρουαρίου 1981 ο Έφορος πληροφορήθηκε από δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από την αστυνομία, ότι συνελήφθηκε ένα άτομο, ο οποίος φάνηκε ότι ήταν γαμπρός της αιτήτριας, σχετικά με τη διάρρηξη και κλοπή από το διαμέρισμα της αιτήτριας μετρητών ποσού $10.500.- και £1.300.-, χρυσαφικών συνολικής αξίας £6.000.- και διάφορα έγγραφα σπιτιών και ενός οικοπέδου.

Επίσης ο Έφορος είχε πληροφορίες ότι η αιτήτρια είχε αγοράσει στις 12 Μαΐου, 1977, ένα όχημα Leyland/Tipper με αριθμό εγγραφής JB507, και στις 12 Μαΐου 1979 ένα BMW σαλούν όχημα με αριθμό εγγραφής KG373.

Σύμφωνα με πληροφορίες που είχε δώσει η ίδια στον Έφορο αυτή διατηρούσε κομμωτήριο στον Άγιο Δομέτιο από το 1968 μέχρι το 1975, οπόταν και φυλακίστηκε γιατί αποζούσε από τα κέρδη πορνείας ή διατηρούσε οίκο ανοχής.

[*4291]Σύμφωνα με δήλωση εισοδήματος που έδωσε η αιτήτρια στον Έφορο στις 30 Σεπτεμβρίου 1984, (Παράρτημα Δ), προς τον σκοπό εξακριβώσεως του φορολογητέου εισοδήματός της, η περιουσία της κατά τις 30 Σεπτεμβρίου 1984, ήταν η ακόλουθη:

Μετρητά                                                     £200

Έπιπλα κατοικίας                                   3.000

Αυτοκίνητο BMW αρ. εγ. PM 323

  (τιμή κτήσεως)                                     16.000

Αυτοκίνητο Suzuki αρ. εγ. NM51         2.105

Koσμήματα                                              6.000

Διαμέρισμα εις Λευκωσία                    13.500

                                                                     40.805

Μείον

Χρέος προς Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα   1.405

Υπόλοιπο                                            £39.400

                                                                 =====

Δήλωσε επίσης ότι το 1977 είχε δωρίσει στον γαμπρό της Η. Φιλίππου ένα φορτηγό με αρ. εγγραφής JB507, που της είχε στοιχίσει £2.000,-, επίσης ότι είχε πωλήσει το 1979 ένα αυτοκίνητο μάρκας BMW με αριθμό εγγραφής EQ500 που απέκτησε για £1.700,- για το ποσό των £2.500,- και το 1983 ένα άλλο αυτοκίνητο μάρκας BMW που απέκτησε για £5.500,- για το ποσό των £2.000,-. Όσον αφορά το αυτοκίνητο BMW με αριθμό εγγραφής PN323 που είχε, ισχυρίστηκε ότι το αγόρασε από κάποιον από την Αραδίππου για το ποσό των £16.000,- όμως στη γραπτή αγόρευση που καταχωρήθηκε εκ μέρους της από το δικηγόρο της, αναφέρει ότι της το αγόρασε αλλοδαπός φίλος της ονόματι Ραμσί Σουλεϊμάν.

Όπως δήλωσε η αιτήτρια τα πιο πάνω είχαν δωρηθεί σ’ αυτή από φιλικά και άλλα γνωστά της πρόσωπα μεταξύ των οποίων ονόμασε δύο Άραβες που της είχαν δώσει πέραν των $40.000,- τα προηγούμενα 2-3 χρόνια.

Πληροφόρησε επίσης τον Έφορο ότι είναι διαζευγμένη και έχει μια κόρη η οποία φοιτά σε ιδιωτική σχολή στη Λευκωσία και που διαμένει με μια αδελφή της στη Μοσφιλωτή και ότι συντηρεί άλλη αδελφή της και τα τρία της παιδιά της οποίας ο σύζυγος ήταν στη φυλακή. Δήλωσε δε στον Έφορο ότι δεν ήταν διατεθημένη να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό φόρου.

Στις 26 Νοεμβρίου 1984, ο Έφορος εξέδωσε ειδοποιήσεις φορο[*4292]λογίας για τα φορολογικά έτη 1978-1983 ως ακολούθως:

Φορολογικό Ακάθαρτο    Ειδική        Καθαρό     Φόρος

Έτος              Εισόδημα    Εισφορά    Εισόδημα  Πληρωτέος

    1978           £3.000         £348         £2.652      £293,00

    1979/78     £3.000           £87         £2.913      £310,50

    1979           £3.000                 -         £3.000      £365,75

    1980           £4.000           £68         £3.932      £664,01

    1981           £4.000           £38         £3.962      £489,28

    1982           £4.000              £8         £3.992      £481,69

    1983           £4.000                 -         £4.000      £484,00

                                                                              £3.088,23

                                                                                =======

Η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση εναντίον των πιο πάνω φορολογιών μέσω του λογιστή της κ. Ν.Μ. Γιαμάκκη με επιστολή του 27 Δεκεμβρίου 1984 (Παράρτημα Ε).

Στις 24 Δεκεμβρίου, 1984, ο Έφορος εξέδωσε ειδοποίηση επιβολής έκτακτης εισφοράς για την τριμηνία τη λήγουσα στις 31 Μαρτίου 1978 ότι για το εισόδημά της που λογίστηκε ως £750,- ήταν πληρωτέα εισφορά £87,-. Η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση ημερομηνίας 24 Ιανουαρίου 1985, (Παράρτημα Στ), μέσω πάλιν του πιο πάνω λογιστή της.

Στις 4 Νοεμβρίου 1985, ο Έφορος εξέδωσε προς την αιτήτρια ειδοποιήσεις επιβολής έκτακτης εισφοράς για όλα τα τρίμηνα για την περίοδο 1 Απριλίου 1978 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1983, εναντίον όμως των οποίων η αιτήτρια δεν υπέβαλε ένσταση.

Ο Έφορος ζήτησε από την αιτήτρια σε διάφορες περιπτώσεις να επισκεφθεί το γραφείο του για να του δώσει πληροφορίες και άλλα έγγραφα σε σχέση με την ένστασή της, αυτή τον επισκέφθηκε μόνο μία φορά κατά την οποία όμως δεν του έδωσε καθόλου λεπτομέρειες, ανέλαβε να μελετήσει το θέμα των φορολογικών της υποχρεώσεων και να επισκεφθεί τον Έφορο πάλιν με συγκεκριμένες προτάσεις όσον αφορά το ποσό του φόρου που θα είναι διατεθημένη να καταβάλει.

Η αιτήτρια ουδέποτε επικοινώνησε με τον Έφορο, ο οποίος επικοινώνησε με το δικηγόρο της και το λογιστή της που τον πληροφόρησαν ότι δεν μπορούσαν να την πείσουν να δεχθεί οποιαδήποτε διευθέτηση.

[*4293]Ο Έφορος αφού εξέτασε τις ενστάσεις της αιτήτριας την ειδοποίησε με επιστολή του ημερομηνίας 4 Νοεμβρίου 1985 (Παράρτημα “Ο”), ότι προέβηκε στον καθορισμό του φορολογητέου εισοδήματός της για την περίοδο 1 Ιανουαρίου 1977, μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1983, στην οποία αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:

“2. Εκ της γενομένης εξετάσεως το εισόδημά σας δια την περίοδο 1.1.77 μέχρι 31.12.83 καθωρίσθη εις £50.700 ως ακολούθως:-

Κεφάλαιο:-                                                 1.1.77 31.12.83

                                                                           £            £

Μετρητά                                                       1.000         200

Αυτοκίνητο BMW PM323                         1.700    16.000

Διαμέρισμα εις Λευκωσία                                 -    13.500

Έπιπλα διαμερίσματος                                      -      3.000

Κοσμήματα                                                          -      6.000

                                                                   £2.700  £38.700

                                                                    =====

Μείον αρχικό κεφάλαιο                                             2.700

Αύξηση κεφαλαίου δια την περίοδο:-                 £36.000

Έξοδα συντήρησης δια τα έτη 1977 έως 1983                        10.000

Δωρεά εις Ηλία Φιλίππου (Γαμβρός σας)             2.000

Ζημιά εκ πωλήσεως αυτοκινήτων BMW

PH373 και EQ 500                                                    2.700

Φορολογητέo εισόδημα:-                                     £50.700

                                                                                  ======

3. Το ως άνω αναφερόμενο εισόδημα κατανέμεται ως ακολούθως:-

                                £

1977               6.000

1978               6.000

1979               6.000

1980               8.000

1981               8.000

1982               8.000

1983               8.700

                    £50.700

4. Σας εσωκλείω ειδοποιήσεις περί επιβολής φορολογίας δια τα φορολογικά έτη 1978/77 μέχρι 1983, και η προσοχή σας εφίσταται στη σημείωση 6 των εν λόγω ειδοποιήσεων.”

[*4294]Είναι ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι από το 1976 είναι άεργη και ότι “ουδένα κέρδος ή άλλο όφελος εξ οιασδήποτε εμπορικής ή βιομηχανικής επιχειρήσεως ή εκ της ασκήσεως επιτηδεύματος ή βιοτεχνίας τινός ή εξ ελευθερίου ή άλλου τινός επαγγέλματος επραγματοποίησεν.”

Είναι η θέση της ότι ουδένα εισόδημα επραγματοποίησε εντός της έννοιας “κερδαινόμενον εισόδημα” όπως καθορίζεται στους περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμους 1961-1967, γιατί δημιούργησε την περιουσία της από δωρεές φιλικών προσώπων.

Συνεπώς είναι ο ισχυρισμός της ότι ο Έφορος παρέλειψε να κάμει οποιαδήποτε ή τη δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Επιπλέον τελούσε κάτω από πλάνη περί τα πράγματα ή/και το νόμο καθότι η αιτήτρια δεν εργάζεται ούτε ασκούσε οποιοδήποτε επάγγελμα. Τέλος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας.

Πριν προχωρήσω με την ουσία της προσφυγής θα πρέπει να αναφερθώ στο σημείο αυτό ότι όσον αφορά τις ειδοποιήσεις εισφοράς για τα τρίμηνα για την περίοδο 1 Απριλίου 1978, μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1983, εναντίον των οποίων η αιτήτρια δεν υπέβαλε ένσταση σύμφωνα με το άρθρο 20(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου 1978 (Νόμος Αρ. 4 του 1978), η αιτήτρια δεν μπορεί να προχωρήσει εναντίον τους με προσφυγή γιατί η ένσταση, σύμφωνα με το νόμο αυτό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για άσκηση του δικαιώματος προσφυγής. (Βλέπε σχετικά Pantelidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 687, 698.)

Σύμφωνα με τη νομολογία σε προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος το βάρος της αποδείξεως το φέρει ο αιτητής για να πεισθεί το Δικαστήριο να επέμβει και να ελέγξει τη νομιμότητα της αποφάσεως του Εφόρου. (Βλέπε Coussoumides v. The Republic (1966) 3 C.L.R. 1, Makrides v. The Republic (1967) 3 C.L.R. 147 στις σελ. 153, Lillian Georghiades v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 659). Στην δε υπόθεση Georghiades (πιο πάνω), η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου τόνισε ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει για να ανατρέψει την απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος εάν η απόφασή του είναι εύλογα επιτρεπτή ενόψη των γεγονότων της υπόθεσης.

Θα ήταν ορθό να αναφέρω επίσης, ότι ο φορολογούμενος φέρει όλη την ευθύνη και έχει την υποχρέωση να παρέχει στον Έφορο όλες τις πληροφορίες που δυνατό να χρειάζεται ο τελευταίος για [*4295]σκοπούς εξευρέσεως του πραγματικού εισοδήματος του φορολογουμένου.  Τυχόν δε παράλειψη ή αμέλεια εκ μέρους του φορολογουμένου να παρέχει τις πληροφορίες αυτές αυξάνει την πιθανότητα η εκτίμηση του Εφόρου να μην είναι η πλέον αντιπροσωπευτική των εισοδημάτων του. Όμως νοουμένου ότι η απόφαση του Εφόρου είναι λογικά εφικτή βάσει των γεγονότων που υπάρχουν ενώπιόν του, το Διοικητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στα ευρήματά του αυτά. (Βλέπε Nina Rainbow v. Commissioner of Income Tax (1984) 3 C.L.R. 846, Alecos Panayiotou v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 857, Nicou v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1113.)

Στην παρούσα υπόθεση εφόσον, παρόλες τις επανειλημμένες επικλήσεις του Εφόρου, η αιτήτρια, παρέλειψε, αμέλησε ή αρνήθηκε να παράσχει σ’ αυτόν πλήρεις λεπτομέρειες ή/και τις αναγκαίες πληροφορίες που της ζητήθηκαν, με την προϋπόθεση ότι τα “εισοδήματά” της θα εθεωρούντο ως φορολογητέα, θεωρώ ότι ο ισχυρισμός περί ελλειπούς ή μη επαρκούς έρευνας εκ μέρους του Εφόρου και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, πρέπει να απορριφθεί ως ανεδαφικός.

Όσον αφορά το θέμα, κατά πόσο τα κέρδη πορνείας είναι φορολογητέα, το γεγονός ότι προέρχονται από παράνομη απασχόληση, δεν απαλλάσσει το άτομο του οποίου αποτελούν εισόδημα από την υποχρέωση να καταβάλει τον σχετικό φόρο, γιατί στο Νόμο δε γίνεται διαχωρισμός μεταξύ νόμιμης και παράνομης απασχόλησης, ούτε υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια που να καθορίζει ότι μόνο εισοδήματα κλπ., που προέρχονται από νόμιμη απασχόληση ή πηγή υπόκεινται σε φόρο. Σχετικά με το θέμα αυτό αναφέρτηκαν τα ακόλουθα στην υπόθεση Canadian Minister of Finance v. Smith [1927] A.C. 193 στη σελ. 197.

“Nor does it seem to their Lordships a natural construction of the Act to read it as permitting persons who come within its terms to defeat taxation by setting up their own wrong. There is nothing in the Act which points to any intention to curtail the statutory definition of income, and it does not appear appropriate under the circumstances to impart any assumed moral or ethical standards as controlling in a case such as this the literal interpretation of the language employed.”

Βλέπε επίσης Mann v. Nash (H.M. Inspector of Taxes) 16 T.C. 523, Southern (H.M. Inspector of Taxes) v. A.B. 18 T.C. 59 στη σελ. 73.

[*4296]Στις υποθέσεις Minister of National Revenue v. Eldridge [1965] 1 Ex.C.R. 758 (CAN) και Inland Revenue Commissioners v. Aken [1988] STC 69, αποφασίστηκε ότι τα κέρδη πορνείας είναι φορολογητέα. Συγκεκριμένα στην υπόθεση Aken, αναφέρονται τα ακόλουθα στις σελ. 74-75:

“The taxpayer was undeniably providing services to her customers for payment.  But counsel for the taxpayer submits that for an activity to be designated as ‘trade’ within the Taxes Acts it must have all the attributes of trade, which he says must mean that the person or people running it can advertise, go into partnership, form companies, employ people, rent premises and work from home. He submits that, although prostitution in itself is not illegal, it is illegal for a prostitute to do many of these things. If she attempts to do so, she or others may fall foul of the criminal laws against, for example, soliciting, managing a brothel, living on immoral earnings or conspiring to corrupt morals. All this is true.  But I see no justification for saying as a matter of law that the provision of services for reward cannot be a trade because the provider of such services cannot do things that some, or even most, other traders can do.  It seems to me that primarily it is a question of fact whether the taxpayer was providing services for reward.”

Και το Δικαστήριο καταλήγει στη σελ. 77 ως εξής:

“It is clear from these cases that (with the possible exception of the Irish case) various courts have repeatedly rejected the argument that a trade ceases to be a trade for the purposes of the Taxes Acts because it is illegal. The reason why they have said that profits of burglary are not taxable is not because burglary is illegal but because burglary is not a trade. Conversely, if the activity is a trade, it is irrelevant for taxation purposes that it is illegal. Further, I am sure that in common parlance an activity does not cease to be called a trade just because it is illegal. For example, the slave trade continued to be referred to as such long after it became illegal.  Similarly, in 1939 the Trading with the Enemy Act made it illegal to trade with the enemy;  it did not provide that trade should cease to be regarded as trade because it was made illegal. I did not think that the word ‘trade’ in itself has any connotation of lawfulness. There may be lawful trade;  there may be unlawful trade. But it is still trade.

A similar decision was reached by Griffiths J., in Customs Excise Comrs v. Oliver [1980] STC 73, in relation to value added [*4297]tax chargeable on the supply of goods.  The learned judge held that the only question was whether there had been supply of goods and all questions of illegality were irrelevant.

The only way in which the defence in this case could establish that the plaintiffs acted ultra vires is by establishing as a matter of law that an illegal trade is not a trade for the purposes of the Taxes Acts.  For the reasons I have given, I am satisfied that a trade is a trade whether it is lawful or unlawful. Once this stage is reached, the only question is whether the defendant, as a prostitute, carried on a trade. In my view, she clearly did. But my view is unimportant. Once the question of illegality is rejected as irrele vant, arguments based on ultra vires disappear. Whether or not the taxpayer carried on a trade becomes once more a question for the General Commissioners and their decision is final and conclusive.”

Όσον αφορά το θέμα κατά πόσον τα εισοδήματα της αιτήτριας είναι φορολογητέα, είναι φανερό από τα γεγονότα ενώπιόν μου ότι ορθά ο Έφορος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εισόδημα της αιτήτριας, προήρχετο από τα κέρδη πορνείας, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την ίδια στις σχετικές δηλώσεις ενώπιόν του.

Ναι μεν το γεγονός ότι καταδικάστηκε από το Δικαστήριο το 1975, και ότι αποζούσε από τα κέρδη πορνείας δεν μπορεί από μόνο του να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τα εισοδήματά της από το 1977 και εντεύθεν προήρχοντο από την ίδια πηγή, όμως το μέγεθος των “δώρων” που ελάμβανε από τους “φίλους” της, είναι τέτοιο που, υπό κανονικάς συνθήκας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εγίνετο από απλή φιλία ή καλωσύνη, χωρίς αυτοί να έχουν πάρει αντάλλαγμα.

Στην προκειμένη περίπτωση θεωρώ ότι η αιτήτρια δεν μπορει να επωφεληθεί της παράλειψης της να δώσει στον Έφορο όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες που της ζητήθηκαν από τον τελευταίο, και με βάση τα πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι η απόφαση του Εφόρου ενόψη των γεγονότων που ήταν ενώπιον του, ήταν λογικά εφικτή και συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στα ευρήματά του αυτά.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται, κάτω από τις περιστάσεις όμως δεν γίνεται oποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο