Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 414

(1991) 3 ΑΑΔ 414

[*414] 20 Ιουνίου 1991

[ΠΙΚΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝ-ΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΤΩΝΙΟΣ Α. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 878).

Δημόσιοι Υπάλληλοι— Προαγωγές — Σχέδια Υπηρεσίας — Προσόν — Πλεονέκτημα — Ερμηνεία ενός σχεδίου υπηρεσίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου — Το διοικητικό δικαστήριο επεμβαίνει όμως όταν η ερμηνεία και εφαρμογή του είναι αδύνατον να στηριχθεί στο νόμο ή δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή ή όταν το διορίζον όργανο υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας — Ερμηνεία του "μεταπτυχιακού προσόντος" ως οποιουδήποτε προσόντος το οποίο αποκτάται μετά τον πανεπιστημιακό πρώτο κύκλο σπουδών κρίνεται ως μη επιτρεπτή.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Εμπιστευτικές Εκθέσεις — Βαθμολογία — Η συλλογιστική της Ε.Δ. Υ. ότι δεν θα μπορούσε να γίνει σύγκριση της βαθμολογίας του ενδιαφερομένου προσώπου με των άλλων υποψηφίων γιατί αυτός κατείχε ψηλότερη θέση όταν βαθμολογήθηκε, είναι έκδηλα εσφαλμένη.

Ο Εφεσείων προσβάλλοντας την πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία επικυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Γενικού Χημείου, υιοθέτησε ενώπιον της Ολομέλειας τους ίδιους νομικούς λόγους που πρόβαλε στο πρωτόδικο δικαστήριο για την ακύρωσή της.

Δύο είναι τα κυριότερα σημεία που ήγειρε ο δικηγόρος του εφεσείοντα.

(α) Εσφαλμένα η Ε.Δ.Υ. έκρινε πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διέθετε το πλεονέκτημα του "μεταπτυχιακού προσόντος" που προέβλεπε το σχέδιο υπηρεσίας, και

(β) Εσφαλμένα υιοθέτησε άνισο μέτρο κρίσεως με το να διαφο[*415]ροποιήσει την περίπτωση του ενδιαφερόμενου προσώπου από τους άλλους υποψηφίους κρίνοντας ότι η βαθμολογία του ως "λίαν καλού" θα έπρεπε να εκτιμηθεί διαφορετικά γιατί κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο που βαθμολογήθηκε υψηλότερη θέση από τους άλλους υποψηφίους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο επιτρέποντας την έφεση αποφάσισε ότι:

Η ερμηνεία ενός σχεδίου υπηρεσίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου. Η αρμοδιότητα όμως αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη. Το διοικητικό δικαστήριο επεμβαίνει όταν η ερμηνεία και εφαρμογή του είναι αδύνατον να στηρικτεί στο νόμο ή δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή ή όταν το διορίζον όργανο υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Δ.Υ. προέβη σε έρευνα αναφορικά με τα ενδεικτικά του ενδιαφερομένου προσώπου τα αποτελέσματα της οποίας δεν δικαιολογούν την απόφασή της ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε μεταπτυχιακό προσόν στη χημεία. Η ερμηνεία που δόθηκε στη φράση "μεταπτυχιακό προσόν" ως οποιοδήποτε προσόν που ο υποψήφιος αποκτά μετά τον πανεπιστημιακό κύκλο σπουδών δεν ήταν επιτρεπτή στο δικαιοδοτικό της πλαίσιο ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας. Το "μεταπτυχιακό προσόν" αποκτάται μεν μετά το πανεπιστημιακό δίπλωμα αλλά ταυτόχρονα πρέπει να είναι εκπαιδευτικά ανώτερο του πρώτου κύκλου πανεπιστημιακών σπουδών.

(2) Η συλλογιστική της Ε.Δ.Υ. ότι οι εμπιστευτικές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου προσώπου στις οποίες χαραχτηρίζεται ως "λίαν καλός" σε αντίθεση με το "εξαίρετος" του εφεσείοντα, θα έπρεπε να προσεγγιστούν με ιδιαίτερη προσοχή γιατί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αξιολογείτο ενώ υπηρετούσε σε υψηλότερη θέση από τον εφεσείοντα και επομένως δεν μπορούσε να γίνει απόλυτη σύγκριση είναι έκδηλα εσφαλμένη. Οι εμπιστευτικές εκθέσεις σκοπό έχουν, μεταξύ άλλων, και την εκτίμηση και στάθμιση της αξίας των υπαλλήλων για την προσωπική μελλοντική τους ανέλιξη αλλά και βελτίωση της δημόσιας υπηρεσίας. Αντίθετα η πείρα από συγκεκριμένα καθήκοντα ανάγεται στον παράγοντα των προσόντων με την ευρύτερη έννοια και μπορεί να συνεκτιμηθεί. Η αιτιολογία επομένως πάσχει αθεράπευτα.

Η έφεση γίνεται αποδεκτή με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Καρπασίτης ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 1617·

Παπαντωνίου ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 64·

Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ν. Παπαονησιφόρου (1984) 3 Α.Α.Δ. 370· [*416]

Παπαδόπουλος ν. Ε.Δ.Υ. (1982) 3 Α.Α.Δ. 1070.

Έφεση.                  

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου Κύπρου (Κούρρης, Δ.) που δόθηκε στις 13 Δεκεμβρίου, 1988 (Αριθμός Προσφυγής 262/87)* με την οποία απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθη στη θέση Διευθυντή του Γενικού Χημείου.

Χρ. Τριανταφυλλίδης με Στ. Νικολαΐδου (Κα), για τον εφεσείοντα.

Α. Παπασάββας, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.

Χ. Ιερείδης, για το ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής κ. Αρτεμίδης.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ Δ.: Με την κρινόμενη έφεση προσβάλλεται η απόφαση αδελφού Δικαστή, που κατά την άσκηση της πρωτόδικης δικαιοδοσίας του επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, που ελήφθη στις 10.3.87, και με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Ιωάννης Λοβαρίδης προήχθη στη θέση του Διευθυντή Γενικού Χημείου. Η επίδικη απόφαση εδημοσιεύθη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 10.4.1987. Ο αιτητής/εφεσείων υιοθέτησε ενώπιόν μας τους ίδιους νομικούς λόγους που πρόβαλε στο πρωτόδικο δικαστήριο για την ακύρωσή της.

* Δημοσιεύθηκε σαν Ζωδιάτης και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1988) 3 [*417]

Τα γεγονότα της υπόθεσης συνοψίζουμε αμέσως. Η Ε.Δ.Υ. εδέχθη σε συνέντευξη τους υποψηφίους στις 12 και 13/1/1987. Στις συνεντεύξεις παρίστατο και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας, ο οποίος προέβη στη δική του αξιολόγηση για την απόδοσή τους σ' αυτή, χαρακτηρίζοντας τον εφεσείοντα ως εξαίρετο ενώ τον διορισθέντα - ενδιαφερόμενο πρόσωπο - ως πολύ καλό. Η ίδια η Ε.Δ.Υ. τους ισοβάθμισε κρίνοντάς τους ως πάρα πολύ καλούς.

Το σχέδιο υπηρεσίας προβλέπει τα εξής προσόντα για τη θέση, σε όση έκταση τους αφορούν τη συζητούμενη υπόθεση: Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στη Χημεία, ενώ μεταπτυχιακό προσόν στη χημεία θα αποτελεί πλεονέκτημα.

Ο εφεσείων κατετάγη από την Ε.Δ.Υ. μεταξύ αυτών που αναμφισβήτητα διέθεταν το πλεονέκτημα, εφόσο έχει διδακτορικό δίπλωμα του πανεπιστημίου του Λονδίνου. Απασχολήθηκε όμως σε ειδική συνεδρία κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε το πλεονέκτημα. Στον προσωπικό του φάκελο υπήρχαν δύο πιστοποιητικά: το πρώτο από το Tropical Products Institute του Λονδίνου στο οποίο βεβαιωνόταν πως παρακολούθησε, από 11/3/74-3/5/74, ειδικό πρόγραμμα πάνω στο θέμα "Aspects of pesticite residue analysis and fungicide formulation analysis", ενώ το δεύτερο, που εκδόθηκε από το Shirley Institute, πως παρακολούθησε για 10 εβδομάδες ειδικό πρόγραμμα εργασίας αναφορικά με την εξασφάλιση της ποιότητας και τυποποιήσεως υφασμάτων και συγγενικών υλικών στο εμπόριο. Για τη διεξαγωγή της έρευνάς της η Επιτροπή, για να διαπιστώσει ποιοι υποψήφιοι διέθεταν το πλεονέκτημα του μεταπτυχιακού προσόντος, ζήτησε τη γνώμη του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας. Ο Διευθυντής, με σχετική επιστολή στις 23.1.87, περιέλαβε τον εφεσείοντα σ' αυτούς που το κατείχαν ενώ για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εξέφρασε την άποψη πως από τα πιστοποιητικά, στα οποία κάμνουμε αναφορά πιο πάνω, φαίνεται πως παρακολούθησε σειρά μαθημάτων ή σεμινάρια σύντομης διάρκειας, και επομένως δεν αποτελούν μεταπτυχιακό προσόν [*418] στη χημεία.

Προφανώς η Ε.Δ.Υ. δεν ικανοποιήθηκε από τη γνώμη του Γενικού Διευθυντή και απευθύνθηκε στο Βρεττανικό Συμβούλιο για παραπέρα διαφώτιση πάνω στο ζήτημα. Η απάντηση του οργανισμού αυτού, ημερομηνίας 24.2.87, είναι φρόνιμο να παρατεθεί αυτούσια.

"Shirley Institute: is a Textile research centre. Within Textile Trade considered educational body. Do not classify programmes as under or post-graduate level. No formal qualifications needed except for basic Lab Techniques to go on the 10 week programme.

Tropical Products Institute Centre is part of overseas Development Admin, and is concerned with/to study of Post- Harvest Problems in Plant and Animal Resources in the Developing World. A high priority in the Institute is special training of personnel from Developing countries in this field. The course you quote in your minute is taught at the institute."

Στις 10/3/87, η Ε.Δ.Υ., βάσει του περιεχομένου της πιο πάνω επιστολής, έκρινε πως και τα δύο πιστοποιητικά ικανοποιούσαν το προσόν που συνιστά πλεονέκτημα σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας.

Η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιόν της και τις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων. Σε αυτές ο εφεσείων χαρακτηρίζεται ως "εξαίρετος" για τα χρόνια 1984 και 1985 ενώ ο ενδιαφερόμενος ως "λίαν καλός". Για τη στάθμιση της αξίας των υποψηφίων σύμφωνα με αυτές, η Ε.Δ.Υ. κάμνει τα πιο κάτω σχόλια:

"Η Επιτροπή απόδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο σύνολο των Εμπιστευτικών Εκθέσεων εκείνων από τους υποψηφίους οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Ωστόσο, η Επιτροπή προσέγγισε τις εκθέσεις του Λουβαρίδη με ιδιαίτερη προσοχή, δεδομένου ότι αυτός από το 1982 και μετά, αξιολογείτο στη θέση Ανώτερου Χημικού [*419] (Κλίμακα Α13), ενώ οι άλλοι από τους υποψηφίους που είναι δημόσιοι υπάλληλοι σε χαμηλότερες θέσεις, με αποτέλεσμα να μη δύναται να γίνει απόλυτη σύγκριση με βάση τις Εμπιστευτικές Εκθέσεις."

Δύο είναι τα σημεία που εγείρει ο δικηγόρος του εφεσείοντα.

(α) Εσφαλμένα έκρινε η Ε.Δ.Υ. πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διέθετε το πλεονέκτημα που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας, και

(β) Έσφαλε στην αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων, βάσει των εμπιστευτικών τους εκθέσεων, υιοθετώντας άνισο μέτρο κρίσεως με το να διαφοροποιήσει την περίπτωση του ενδιαφερομένου προσώπου από τους άλλους υποψηφίους, επειδή κατά το χρόνο της ετοιμασίας τους υπηρετούσε σε ψηλότερη θέση από αυτούς.

Είναι νομολογιακά ευθυγραμμισμένο πως η ερμηνεία ενός σχεδίου υπηρεσίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου. Η αρμοδιότητα όμως αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη. Το διοικητικό δικαστήριο επεμβαίνει όταν η ερμηνεία και εφαρμογή του είναι αδύνατο να στηρικτεί στο νόμο, ή δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή ή όταν το διορίζον όργανο υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας.

Στη συζητούμενη υπόθεση η Ε.Δ.Υ. θεώρησε επιβεβλημένο να προβεί σε έρευνα αναφορικά με τα ενδεικτικά του ενδιαφερομένου προσώπου για να διαπιστώσει αν αυτό διέθετε το πλεονέκτημα. Ενώπιόν της είχε ήδη την αρνητική τοποθέτηση του Γενικού Διευθυντή και προχώρησε, όπως είχε κάθε δικαίωμα, σε παραπέρα έρευνα. Ζήτησε σχετικά τις απόψεις του Βρεττανικού Συμβουλίου.

Η Επιτροπή έκρινε πως, εφόσο το Ινστιτούτο Shirley δεν προσδιόριζε τη σειρά μαθημάτων, στα οποία παρακάθησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ως undergraduate ή postgraduate, τούτο σημαίνει πως η παρακολούθηση τους [*420] ικανοποιούσε το προσόν, που αποτελεί πλεονέκτημα σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας. Για την άλλη σειρά μαθημάτων, στο Tropical Products Institute Centre, η Ε.Δ.Υ. δεν εκφράζει καμιά άποψη. Απλώς λέγει πως κάτω από τις περιστάσεις ικανοποιείται η πρόνοια για το πλεονέκτημα.

Τα σχέδια υπηρεσίας απαιτούν, ως βασικό προσόν, πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στη χημεία. Το πλεονέκτημα αφορά σε μεταπτυχιακό προσόν στη χημεία.

Υποστηρίχθηκε από το δικηγόρο της Δημοκρατίας ότι η φράση "μεταπτυχιακό προσόν" δεν σημαίνει μεταπτυχιακό ακαδημαϊκό δίπλωμα. Αντίθετα μάλιστα, η αποφυγή της χρήσεως του όρου "δίπλωμα", υποδηλώνει οποιοδήποτε προσόν ο υποψήφιος αποκτά μετά τον πανεπιστημιακό πρώτο κύκλο σπουδών.

Έχουμε τη γνώμη πως η ερμηνεία που υιοθέτησε η Ε.Δ.Υ. δεν ήταν επιτρεπτή στο δικαιοδοτικό της πλαίσιο να ερμηνεύει τα σχέδια υπηρεσίας. Η έννοια "μεταπτυχιακό προσόν", που θεωρείται ως πλεονέκτημα, υποδηλώνει μεν προσόν που αποκτάται μετά από το πανεπιστημιακό δίπλωμα, αλλά ταυτόχρονα αποδίδει σ' αυτό και ποιοτικό περιεχόμενο. Πρέπει να είναι δηλαδή εκπαιδευτικά ανώτερο του πρώτου κύκλου πανεπιστημιακών σπουδών.

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο παρακολούθησε για σύντομο χρονικό διάστημα δύο ειδικές σειρές μαθημάτων, ή σεμινάρια, στα θέματα που αναφέρονται στα πιστοποιητικά που εκδόθηκαν από τα πιο πάνω αναφερόμενα ιδρύματα και που όπως φαίνεται από αυτά και την επιστολή του Βρεττανικού Συμβουλίου, δεν είναι εκπαιδευτικά ιδρύματα. Επιπλέον, διέλαθε προφανώς της προσοχής της Ε.Δ.Υ. πως το πρόσθετο προσόν, που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας, είναι μεταπτυχιακό προσόν στη χημεία. Και το περιεχόμενο του πιστοποιητικού του Shirley Institute είναι αυταπόδεικτο. Η σειρά μαθημάτων του δεν έχει καμιά σχέση με τη χημεία. Σε ότι αφορά αυτό του Tropical Products Institute, δεν έγινε καμιά έρευνα, ή εκφράστηκε [*421] οποιαδήποτε άποψη, κατά πόσο η ανάλυση ορισμένων παρασίτων ξυλείας μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην επιστήμη της χημείας.

Προχωρούμε τώρα στη συζήτηση του δεύτερου ζητήματος, που προκύπτει από την αιτιολογία της Ε.Δ.Υ. που έδωσε για την επιλογή για διορισμό του ενδιαφερομένου προσώπου, και που αφορά στην αξιολόγηση του ιδίου και του αιτητή βάσει των εμπιστευτικών εκθέσεων.

Ο σκοπός των εμπιστευτικών εκθέσεων υπήρξε αντικείμενο σχολιασμού σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που υιοθετούν τα όσα λέγει σχετικά η ελληνική νομική επιστήμη. Στο σύγγραμμα του Α. Τσούτσου, "Διοίκησις και Δίκαιον", έκδοση 1979, διαβάζουμε τα εξής, στη σελίδα 197:

"Δια της υπηρεσιακής εκθέσεως νοείται η συστηματική εκτίμησις και στάθμισις της αξίας του υπαλλήλου, ερευνωμένης από διαφόρων απόψεων καθ' ωρισμένην χρονικήν περίοδον και επί τη βάσει δεδομένων κριτηρίων. Ούτως, ο έλεγχος της αξίας των υπαλλήλων πραγματοποιείται περιοδικώς καθ' όλην την διάρκειαν της υπηρεσίας και αποτελεί οδηγόν δια την μεταχείρισίν των προς ανύψωσιν της αποδοτικότητος και εν γένει βελτίωσιν της υπηρεσίας."

Στην υπόθεση Καρπασίτης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 1617, ειπώθηκε πως οι εμπιστευτικές εκθέσεις αποτελούν τον πρωταρχικό δείκτη της αξίας των υποψηφίων, ενώ στις Α.Ε. 1028, 1029 και 1034, η απόφαση εκδόθηκε στις 10.9.90, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρει πως οι εμπιστευτικές εκθέσεις αποτελούν αντικειμενικό στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων. (Δες επίσης: Παπαντωνίου και άλλος ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 64, και κατ' έφεση Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ν. Παπαονησιφόρου (1984) 3 Α.Α.Δ. 370).

Η συλλογιστική της Ε.Δ.Υ., ότι δηλαδή οι εμπιστευτικές εκθέσεις του ενδιαφερομένου προσώπου, στις οποίες [*422] τα τελευταία δύο χρόνια χαρακτηρίζεται ως "λίαν καλός", σε αντίθεση με το "εξαίρετος" του εφεσείοντα, θα έπρεπε να προσεγγιστούν με ιδιαίτερη προσοχή γιατί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αξιολογείτο ενώ υπηρετούσε σε ψηλότερη θέση από τον εφεσείοντα, και επομένως δεν μπορούσε να γίνει απόλυτη σύγκριση, είναι έκδηλα εσφαλμένη. Η αιτιολογία όμως αυτή αντιμάχεται όχι μόνο τους σκοπούς των εμπιστευτικών εκθέσεων αλλά και την κοινή λογική. Οι εμπιστευτικές εκθέσεις, όπως επεξηγείται πιο πάνω, σκοπό έχουν, μεταξύ άλλων, και την εκτίμηση και στάθμιση της αξίας των υπαλλήλων για την προσωπική μελλοντική τους ανέλιξη αλλά και βελτίωση της δημόσιας υπηρεσίας. Αντίθετα πείρα η οποία αποκτάται από την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων ανάγεται στον παράγοντα των προσόντων, με την ευρύτερη έννοια, όπως αναφέρεται στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Ε.Δ.Υ. (1982) 3 Α.Α.Δ. 1070, και μπορεί να συνεκτιμηθεί κατά την κρίση για την ανεύρεση του καταλληλότερου για τη θέση υποψήφιου.

Η αιτιολογία επομένως της Ε.Δ.Υ. πάσχει αθεράπευτα, η δε απόφασή της είναι ακυρωτέα και για αυτό το λόγο. Η έφεση γίνεται αποδεκτή. Η επίδικη απόφαση της Ε.Δ.Υ. ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα.

Η έφεση γίνεται αποδεκτή με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο