Δημοκρατία ν. Αντωνίου & άλλων (1993) 3 ΑΑΔ 325

(1993) 3 ΑΑΔ 325

[*325] 16 Ιουλίου, 1993

[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες - Καθ'ων η Αίτηση,

ν.

ΙΩΣΗΦ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσίβλητων - Αιτητών.

( Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 1693,1717,1726).

Αστυνομική Δύναμη — Προαγωγές στον βαθμό Ανώτερου Υπαστυνόμου — Ο περί Αστυνομίας Νόμος Κεφ. 285 Αρθρο 13Α — Οι περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμοί του 1989.

Αστυνομική Δύναμη — Προαγωγές — Προσωπικές συνεντεύξεις υποψηφίων — Είναι επιτακτικές με βάση τους σχετικούς Κανονισμούς — Η αδυναμία υποψηφίου να λάβει μέρος σ' αυτές λόγω ειδικών συνθηκών τον απέκλεισε από την αξιολόγηση με αποτέλεσμα να μη θεωρηθεί ότι ήταν ουσιαστικά υποψήφιος.

Αστυνομική Δύναμη — Προαγωγές — Πρόσθετο προσόν — Ανάγκη για ειδική αιτιολογία των αποφάσεων επιλογής υποψηφίων που δεν κατέχουν το πρόσθετο προσόν έναντι αυτών που το κατέχουν.

Ερμηνεία Νόμων — Σκοπό έχει την ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη μέσα από το κείμενο του Νόμου.

Λέξεις και Φράσεις — "καλεί" στον Κανονισμό 8(2).

Λέξεις και Φράσεις— "συνέντευξη" στον Κανονισμό 8(2).

Λέξεις και Φράσεις — "κατά την κρίση του" στον Κανονισμό 8(2).

Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα Άρθρο 28 — Διασφαλίζει την Αρχή της ισότητας.

Αναθεωρητική έφεση — Επανεξέταση της νομιμότητας διοικητικής πράξης ή απόφασης—Αρχές που εφαρμόζονται.

Συλλογικά Διοικητικά Όργανα — Νόμιμη συγκρότηση οργάνου — Εφαρμοστέες αρχές. [*326]

Οι επίδικες θέσεις αφορούν 35 θέσεις Ανώτερων Υπαστυνόμων στις οποίες προάχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη από 1/6/1990 και άλλες 4 παρόμοιες θέσεις στις οποίες προάχθηκαν ισάριθμοι Υπαστυνόμοι από 15/9/1990. Οι διορισμοί και προαγωγές μελών της Αστυνομίας μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου διέπονται από το Άρθρο 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285 (ο "Νόμος") και οι όροι και η διαδικασία διορισμού και προαγωγής από τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989 (οι Κανονισμοί).

Βάσει της διάταξης 3 του άρθρου 13(A) του Νόμου ο Αρχηγός πριν από κάθε προαγωγή ζητεί τη συμβουλή Συμβουλίου Κρίσεως που συστήνεται γι' αυτό το σκοπό.

Η σύγκληση και λειτουργία του Συμβουλίου διέπεται από τον Καν. 8 ο οποίος προνοεί επίσης τις συνεντεύξεις των υποψηφίων και την αξιολόγηση και βαθμολογία κάθε υποψηφίου σε "ειδικό έντυπο που καθορίζεται από τον Αρχηγό και εγκρίνεται από τον Υπουργό" και τον καταρτισμό πίνακα με τα ονόματα κατ' αλφαβητική σειρά όλων όσων συστήνονται για προαγωγή που δεν υπερβαίνουν το διπλάσιο αριθμό των κενών θέσεων.

Όπως προνοεί ο Καν. 8(6) ο πίνακας και τα έντυπα αποστέλλονται από το Συμβούλιο στον Αρχηγό ο οποίος αφού λάβει υπόψη τα στοιχεία κάθε υποψηφίου, προβαίνει στις προαγωγές με την έγκριση του Υπουργού.

Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα:

Ο Αρχηγός καθόρισε με την έγκριση του Υπουργού το ειδικό έντυπο για αξιολόγηση των υποψηφίων όπως προνοεί ο Καν. 6(3) και το έντυπο που ο Καν. 8(4) τον εξουσιοδότησε να εκδώσει.

Ο Υπουργός Εσωτερικών διόρισε Επιτροπή στις 25/10/1989, με βάση τις πρόνοιες του Καν. 5 η οποία σύνταξε την έκθεση αξιολόγησης με τη συμβουλή του Υπεύθυνου Αξιωματικού και παρέδωσε τα έντυπα αξιολόγησης στους Αστυνομικούς Διευθυντές ή στους Διοικητές Μονάδων των αξιολογουμένων οι οποίοι αφού ετοίμασαν κατάλογο υποψηφίων κατ' αλφαβητική σειρά τα υπέβαλαν στον Πρόεδρο του Συμβουλίου.

Στις 2/3/1990, ο Υπουργός διόρισε το Συμβούλιο για κρίση όλων των υποψηφίων το οποίο κατέγραψε στο ειδικό έντυπο την επίδοση κάθε υποψηφίου μετά από προσωπική συνέντευξη και εξέταση πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής και γενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή γεγονότα και γεγονότα που αφορούν την Κύπρο. Στις συνεδρίες και τις συνεντεύξεις παρευρίσκετο ως παρατηρητής ο Αστυνομικός Διευθυντής ή ο Διοικητής Μονάδας του υποψηφίου.

Το Συμβούλιο μετά από μελέτη των προσωπικών φακέλων, των ατομικών δελτίων, των εκθέσεων της Επιτροπής καθώς και των αποτελεσμάτων των προσωπικών συνεντεύξεων, αξιολόγησε [*327] και βαθμολόγησε τους υποψηφίους πάνω στο ειδικό έντυπο και αφού κατάρτισε πίνακα κατ' αλφαβητική σειρά όλων όσων σύστησε για προαγωγή, που ήταν διπλάσιοι των κενών θέσεων τον υπέβαλε στον Αρχηγό.

Ο Αρχηγός αξιολόγησε τα 35 ενδιαφερόμενα μέρη ως τα πλέον κατάλληλα για προαγωγή με βάση τα νενομισμένα κριτήρια και υπέβαλε επιστολή στον Υπουργό μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα για κάθε υποψήφιο και ζήτησε την κατά νόμο έγκρισή του. Ο Υπουργός με σχετικό σημείωμά του στην επιστολή του Αρχηγού ενέκρινε τις προαγωγές από 1/6/1990.

Με νέα πράξη του ο Αρχηγός επέλεξε από τους υπολοίπους 35 υποψήφιους του πίνακα που καταρτίστηκε τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη για την πλήρωση των τεσσάρων κενών θέσεων αφού ακολούθησε την ίδια διαδικασία που περιγράφεται πιο πάνω. Οι προαγωγές εγκρίθηκαν από τον Υπουργό από 15/9/1990.

Οι πρώτες 35 προαγωγές προσβλήθηκαν με 20 προσφυγές που συνεκδικάστηκαν, και οι άλλες 4 με 7 προσφυγές που επίσης συνεκδικάστηκαν.

Όλες οι προαγωγές ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της πρωτοβάθμιας Αναθεωρητικής του Δικαιοδοσίας για τους πιο κάτω λόγους:

1. Το έντυπο που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο Κρίσεως εκδόθηκε αντίθετα προς τους Κανονισμούς.

2. Αποδόθηκε δυσανάλογη βαρύτητα με το έντυπο προς τη σημασία που οι συνεντεύξεις μπορούσαν να διαδραματίσουν για τις επίδικες προαγωγές.

3. Η αξιολόγηση από το Συμβούλιο Κρίσεως ήταν εσφαλμένη βάσει εξωγενών στοιχείων.

4. Το Συμβούλιο Κρίσεως εκτροχιάστηκε από το έργο του
λόγω του εντύπου.

5. Ο Αρχηγός παρέλειψε να αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του για επιλογή ενδιαφερομένων μερών που δεν κατείχαν το πρόσθετο προσόν που προβλέπει ο Καν. 3(3) έναντι αιτητή ο οποίος το κατείχε.

Με τις παρούσες Αναθεωρητικές Εφέσεις ζητείται η ανατροπή των ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων των πιο πάνω προαγωγών.

Οι εφεσίβλητοι στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1693 κατεχώρησαν αντεφέσεις και ισχυρίσθηκαν ότι η μη καταγραφή της παρουσίας ή μη των απόψεων των Αστυνομικών Διευθυντών και ή των Υπεύθυνων Αξιωματικών στα πρακτικά της Επιτροπής Αξιο[*328]λόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως αποτελεί λόγο για ακύρωση της τελικής πράξης της προαγωγής.

Εφέσεις:

Τα ζητήματα που εγείρονται στις εφέσεις είναι 1) η εγκυρότητα του εντύπου και 2) οι συνεντεύξεις.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην δευτεροβάθμιά του Δικαιοδοσία, επέτρεψε τις εφέσεις για τους πιο κάτω λόγους:

1. Το έντυπο αποτελεί διοικητική εφαρμογή του Κανονισμού 8(4) και εκδόθηκε με εξουσιοδότηση από την Κανονιστική Διοικητική Πράξη 52/89. Ο Αρχηγός στην έκδοση του εντύπου έχει διακριτική ευχέρεια να επιλέξει μια ή περισσότερες δυνατές ρυθμίσεις. Ο μόνος περιορισμός είναι ότι το έντυπο πρέπει γενικά να βρίσκεται σε αρμονία με τους σχετικούς Κανονισμούς.

2. Οι προσωπικές συνεντεύξεις βρίσκονται στο πρώτο μέρος του εντύπου και η ανώτατη βαθμολογία γι' αυτές είναι 45 μονάδες. Είναι επιτακτικές για όλους τους υποψηφίους οι οποίοι με βάση τον Καν. 8(2) καλούνται ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως και εξετάζονται πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή και κυπριακά γεγονότα. Η απόδοση των υποψηφίων καταγράφεται στα πρακτικά.

3. Τα νομοθετικά κείμενα εξετάζονται και ερμηνεύονται ως σύνολο. Η ερμηνεία πρέπει να είναι τέτοια που να μην οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα αλλά στη λειτουργικότητα των νόμων. Σκοπός της ερμηνείας είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη μέσα από το κείμενο του Νόμου.

4. Η λέξη "καλεί" δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας από την ερμηνεία ότι η συνέντευξη είναι επιτακτική για όλους τους υποψηφίους.

 

5. Η λέξη "συνέντευξη" στον Κανονισμό 8(2) σημαίνει συνέντευξη και προφορική εξέταση πάνω στα πιο πάνω θέματα.

6. Η φράση "κατά την κρίση του" αναφέρεται στο περιεχόμενο και την έκταση της εξέτασης στα καθορισμένα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 ανωτέρω.

7. Το δεύτερο μέρος του εντύπου είναι η "Έκθεση της Επιτροπής" και το τρίτο η "Αξιολόγηση του Συμβουλίου". Το Συμβούλιο έχει υποχρέωση όχι μόνο να αξιολογήσει αλλά και να βαθμολογήσει κάθε υποψήφιο. Η βαθμολογία πρέπει να καταγραφτεί στο ειδικό έντυπο που καθορίζεται από τον Αρχηγό και εγκρίνεται από τον Υπουργό με βάση τον Καν. 8(2). Ο καταμερισμός της βαθμολογίας της απόδοσης των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις είναι προτιμητέος από μιά αόριστη περιγραφική ή γενική αριθμητική εκτίμηση. [*329]

8. Τα στοιχεία β) γ) και δ) του Μέρους Ι του εντύπου που αφορούν την ικανότητα έκφρασης, την αυτοπεποίθηση/αυτοέλεγχο και την εμφάνιση αντίστοιχα, είναι κριτήρια σε μια οποιαδήποτε συνέντευξη, ειδικά δε όταν πρόκειται για μέλη της Αστυνομικής Δύναμης και κανένα από αυτά δεν είναι εξωγενές ή έξω από το πλαίσιο των Κανονισμών.

9. Η αδυναμία υποψηφίου, λόγω ειδικών συνθηκών, να λάβει μέρος σε συνέντευξη, τον απόκλειε από την αξιολόγηση και ως εκ τούτου δεν ήταν ουσιαστικά υποψήφιος για να μπορεί να περιληφθεί στον πίνακα από τον οποίο ο Αρχηγός περιοριστικά πρέπει να επιλέγει τους προαχθησομένους. Στην παρούσα περίπτωση δεν είχε εφαρμογή η νομολογιακή αρχή για περιορισμένη βαρύτητα της συνέντευξης έναντι των άλλων κριτηρίων λόγω και της προφορικής εξέτασης στην οποία υποβλήθηκαν οι υποψήφιοι πάνω σε ουσιαστικά υπηρεσιακά θέματα.

10. Η ανώτατη βαθμολογία σε κάθε στοιχείο επαφίεται στην κρίση της Διοίκησης και στην παρούσα περίπτωση κρίνεται εύλογος. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν υπάρχει και άλλη άποψη η οποία είναι επίσης εύλογος.

Το έντυπο ήταν για όλους τους σκοπούς έγκυρο λόγω συμμόρφωσης του Συμβουλίου προς τους σχετικούς Κανονισμούς. Επιπρόσθετα με αυτό εκαθορίζετο ενιαίο μέτρο κρίσεως προς διασφάλιση της αρχής της ισότητας μεταξύ των υποψηφίων βάσει του άρθρου 28 του Συντάγματος.

Η απόφαση για επιλογή των ενδιαφερομένων μερών που δεν κατείχαν το πρόσθετο προσόν έναντι του εφεσιβλήτου - αιτητή που το κατείχε έχει ειδικά αιτιολογηθεί σύμφωνα με την καθιερωμένη νομολογία.

Αντεφέσεις:

Οι αντεφέσεις περιορίστηκαν στο θέμα της καταγραφής της παρουσίας και των απόψεων των υπεύθυνων Αξιωματικών τους οποίους η Επιτροπή συμβουλεύεται με βάση την επιφύλαξη του Καν. 6(2) και της μη καταγραφής της παρουσίας του Αστυνομικού Διευθυντή ή Διοικητή Μονάδας ως παρατηρητή στις συνεδρίες του Συμβουλίου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τις αντεφέσεις για τους πιο κάτω λόγους:

1. Ο σχετικός Κανονισμός δεν επιβάλλει υποχρέωση καταγραφής των απόψεων των υπεύθυνων Αξιωματικών τους οποίους η Επιτροπή συμβουλεύεται.

2. Η παρουσία ή η απουσία του Αστυνομικού Διευθυντή με βάση τον Καν. 8(3) στις συνεδρίες του Συμβουλίου δεν επηρεάζει [*330] τη συγκρότηση του οργάνου ή τη νομιμότητα της απόφασης λόγω του ότι η πρόνοια του πιο πάνω Κανονισμού δεν είναι επιτακτική αλλά δυνητική.

3. Η επανεξέταση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή απόφασης από τη Δευτεροβάθμια Αναθεωρητική Δικαιοδοσία περιορίζεται στους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται στην προσφυγή, σε όση όμως έκταση οι διάδικοι τους εγείρουν με το σημείωμα έφεσης ή με αντέφεση και σε θέματα δημοσίου συμφέροντος, που το Δικαστήριο δύναται να εξετάζει αυτεπάγγελτα. Στις αντεφέσεις δεν ηγέρθη ως λόγος ακυρώσεως, που ζήτησε να αναπτύξει κατά την αγόρευση του ο δικηγόρος των αιτητών - εφεσίβλητων, η αξιολόγηση από την Επιτροπή στοιχείων των υποψηφίων που δεν αναφέρονται ρητά στον Καν. 6(2), με αποτέλεσμα ο λόγος αυτός να μη ευσταθεί στην ουσία και δικονομικά. Περαιτέρω τα στοιχεία αυτά είναι άρρηκτα συνυφασμένα με τη δυνατότητα διαπίστωσης των κριτηρίων που αναφέρονται ρητά στους Κανονισμούς και η πρόσθεση τους δεν είχε επιπτώσεις στη νομική υπόσταση του εντύπου αξιολόγησης ή της έκθεσης της Επιτροπής γενικότερα.

Για όλους τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω οι εφέσεις επιτρέπονται και οι αντεφέσεις απορρίπτονται. Οι προσβαλλόμενες προαγωγές επικυρώνονται. Δεν εκδίδεται καμιά διαταγή για έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Republic (Public Service Commission) v. Lefkos Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594·

Othonos & Another v. Republic Αναθ. Έφεση Αρ. 720. Απόφαση ημερ. 19/4/1989·

Κυπριακή Δημοκρατία ν.  Χατζηπαντελή. Αναθ. 'Εφεση Αρ. 827. Απόφαση ημερ. 25/4/1989·

Σαββίδης & Άλλος ν.  Κυπριακής Δημοκρατίας. (1993) 3 Α.Α.Δ. 249·

Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας. Υπόθεση αρ. 264/90. Απόφαση ημερ. 10/9/1992.

Εφέσεις.

Εφέσεις εναντίον των αποφάσεων Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Πικής, Δ.) που δόθηκαν η πρώτη στις 5.3.90 (Προσφυγές αρ. 478/90, 480/90, 495/90, [*331] 497/90 και 500/90) και η δεύτερη 30.11.92 (Προσφυγές αρ. 514/90, 557/90,563/90, 571/90, 572/90, 574/90,583/90, 586/ 90, 587/90, 592/90, 594/90, 600/90, 615/90 και 620/90) με τις οποίες ακυρώθηκαν οι προαγωγές των ενδιαφερομένων προσώπων στις θέσεις Ανώτερου Υπαστυνόμου.

Για τους Εφεσείοντες στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 1693 και 1726: Κος Μ. Τριανταφυλλίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με τον κ. Μ. Φλωρέντζο, Εισαγγελέα.

Για τον Εφεσείοντα στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1717: Κος Ι. Νικολάου.

Για τους Εφεσίβλητους-Αιτητές στις Προσφυγές Αρ. 478/90,480/90,497/90, 513/90,514/90,574/90 και 879/ 90: Κος Λ. Παπαχαραλάμπους.

Για τους Εφεσίβλητους-Αιτητές στις Προσφυγές Αρ.495/90, 500/90, 557/90, 583/90 και 970/90: Κος Α.Σ. Αγγελίδης.

Για τους Εφεσίβλητους-Αιτητές στις Προσφυγές Αρ. 563/90 και 615/90: Κος Ε. Ευσταθίου.

Για τους Εφεσίβλητους-Αιτητές στις Προσφυγές Αρ. 571/90, 572/90, 586/90, 587/90, 1040/90 και 1041/90: Κος Γ. Κορφιώτης.

Για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή στις Προσφυγές Αρ. 592/90 και 865/90: Κος Π. Σαρρής.

Για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 594/90: Κος Α. Μάγος.

Για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 600/90: Κος Ρ. Σχίζας.

Για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή στις Προσφυγές Αρ. 620/90 και 1057/90: Κος Π. Παπαγεωργίου.

Για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 841/90: [*332]

Κος Αρ. Γεωργίου. Για όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη: Κος Ι. Νικολάου.

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, Δ. ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας, (ο "Αρχηγός"), αποφάσισε την προαγωγή 35 Υπαστυνόμων, (τα "ενδιαφερόμενα μέρη"), στη θέση Ανώτερου Υπαστυνόμου από 1η Ιουνίου, 1990.

Δόθηκε η έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών, αρμόδιου Υπουργού στον ουσιώδη χρόνο. Συμπληρώθηκε έτσι η απόφαση προαγωγής και δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές - εσωτερικό περιοδικό που κυκλοφορεί σε όλα τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης - Τόμος XXXI, Αύξοντας Αριθμός 22, ημερομηνίας 28 Μαΐου, 1990, σελ. 117.

Οι προαγωγές προσβλήθηκαν με 20 προσφυγές που συνεκδικάστηκαν γιατί είχαν κοινά σημεία γεγονότων και νόμου.

Στις 8 Σεπτεμβρίου, 1990, ο Αρχηγός αποφάσισε την προαγωγή τεσσάρων άλλων Υπαστυνόμων σε Ανώτερους Υπαστυνόμους.

Ο Υπουργός Εσωτερικών έδωσε την έγκρισή του και η πράξη προαγωγής από 15 Σεπτεμβρίου, 1990, δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές, Τόμος XXXI, Αύξοντας Αριθμός 38, ημερομηνίας 17 Σεπτεμβρίου, 1990, σελ. 241.

Η νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης προσβλήθηκε με επτά προσφυγές που συνεκδικάστηκαν.

Δικαστής του Δικαστηρίου τούτου, στην άσκηση πρωτοβάθμιας Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας, ακύρωσε τις πρώτες προαγωγές.

Οι λόγοι της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης είναι:-

(α) Το Συμβούλιο Κρίσεως χρησιμοποίησε έντυπο, το [*333] οποίο εκδόθηκε αντίθετα με τους Κανονισμούς γιατί προκαθόριζε τη βαρύτητα που θα αποδιδόταν στα διάφορα στοιχεία αξιολόγησης των υποψηφίων και έθετε εξωγενή στοιχεία αξιολόγησης.

(β) Οι συνεντεύξεις, όπως έκρινε ο πρωτόδικος Δικαστής, είναι, σύμφωνα με τους Κανονισμούς, προαιρετικές. Με το έντυπο αποδόθηκε δυσανάλογη βαρύτητα προς τη σημασία που μπορούσε αντικειμενικά ο παράγοντας συνεντεύξεις να διαδραματίσει για την προαγωγή στη θέση Ανώτερου Υπαστυνόμου.

(γ) Το έντυπο οδήγησε στον εκτροχιασμό του Συμβουλίου Κρίσεως από το έργο του και τα καθήκοντά του. Και

(δ) Γενικά η αξιολόγηση από το Συμβούλιο Κρίσεως έγινε μέσα σε εσφαλμένα πλαίσια, βάσει εξωγενών στοιχείων και η διαπίστωση αυτή εκθεμελίωσε την αξιολόγηση από το Συμβούλιο και, επομένως, το ουσιωδέστερο στοιχείο στο οποίο στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με βάση τα ανωτέρω, είναι εσφαλμένο.

Πρόσθετος λόγος της ακύρωσης είναι ότι ο Αρχηγός παρέλειψε να αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του να επιλέξει ενδιαφερόμενα μέρη που δεν κατείχαν το πρόσθετο προσόν που προβλέπει ο Κανονισμός 3(3) έναντι του αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 500/90 που το κατείχε.

Ο πρωτόδικος Δικαστής αποφάσισε, όμως, ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης διεκπεραίωσε το έργο της μέσα στο προβλεπόμενο από τους Κανονισμούς πλαίσιο και άσκησε τα καθήκοντά της μέσα στα όρια της εξουσίας που της παρέχονται από το Νόμο και τους Κανονισμούς.

Ο ίδιος Δικαστής σε ξεχωριστή απόφαση στη δεύτερη σειρά των προσφυγών για τους ίδιους ακριβώς λόγους ακύρωσε τις προαγωγές των τεσσάρων ενδιαφερομένων μερών.

Με τις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 1693 και 1717 που [*334] ηγέρθηκαν από τους καθ' ων η αίτηση και ένα ενδιαφερόμενο μέρος, αντίστοιχα, ζητείται η ανατροπή της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης της προαγωγής των 35 ενδιαφερομένων μερών.

Με την Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1726 ζητείται η ανατροπή της δικαστικής ακυρωτικής απόφασης της προαγωγής των τεσσάρων ενδιαφερομένων μερών.

Οι αιτητές στις Προσφυγές Αρ. 495/90,500/90,557/90, 583/90, 592/90, 571/90, 572/90, 586/90 και 587/90, εφεσίβλητοι στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1693, με αντεφέσεις εγείρουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η μη καταγραφή της παρουσίας ή μη και των απόψεων των Αστυνομικών Διευθυντών και ή των Υπεύθυνων Αξιωματικών για κάθε υποψήφιο στα πρακτικά της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως είναι αντίθετη με τις πρόνοιες των Κανονισμών 6(3) και 8(3) αντίστοιχα. Ισχυρίζονται ότι τούτο αποτελεί λόγο ακύρωσης της τελικής πράξης της προαγωγής.

Η προαγωγή μελών της Αστυνομικής Δύναμης διέπεται από τον περί Αστυνομίας Νόμο (Κεφ. 285, Νόμοι Αρ. 26/59, 19/60,21/64,29/66,59/66,53/68,43/72, 78/86, 18/87, 69/87,248/88,27/89,227/89,42/90, 99/90), (ο "Νόμος"), και τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989, που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αριθμός 238, ημερομηνίας 3 Μαρτίου, 1989, Παράρτημα ΙΙΙ(Ι) Κ.Δ.Π. 52/89, σελ. 179, (οι "Κανονισμοί").

Οι διορισμοί και προαγωγές μελών της Αστυνομίας μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου διέπονται από το Άρθρο 13Α του Νόμου το ουσιαστικό μέρος του οποίου έχει:-

"13Α(1) Τα μέλη της Δυνάμεως μέχρι και του βαθμού του Ανωτέρου Υπαστυνόμου διορίζονται, εγγράφονται, προάγονται και απολύονται υπό του Αρχηγού, τη εγκρίσει του Υπουργού. [*335]

(2) (α) Οι όροι και η διαδικασία διορισμού, εγγραφής, προαγωγής, υπηρεσίας και απολύσεως μελών της Δυνάμεως μέχρι και του βαθμού Ανωτέρου * Υπαστυνόμου θα προβλέπονται διά Κανονισμών εκδιδομένων, τη συστάσει του Αρχηγού, υπό του Υπουργικού Συμβουλίου και εγκρινομένων υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων και δημοσιευομένων εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας άμα τη εγκρίσει των.

(β) Κανονισμοί εκδιδόμενοι δυνάμει του παρόντος εδαφίου θέλουσιν ωσαύτως κατοχυρώσει και διασφαλίσει κατά τας προσλήψεις εις την Δύναμιν την δικαίαν μεταχείρισιν όλων των υποψηφίων ώστε να εκλέγωνται οι άξιοι τηρουμένων των γενικών αρχών της ισότητος.

(3) Άνευ επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (2), προ πάσης προαγωγής εις την θέσιν Λοχίου, Υπαστυνόμου ή Ανωτέρου Υπαστυνόμου, ο Αρχηγός ζητεί την συμβουλήν του προς τούτο συσταθησομένου Συμβουλίου Κρίσεως.

(4) Το Συμβούλων Κρίσεως θα καταρτίζη κατ' έτος Πίνακας περιέχοντας τα ονόματα των συνιστωμένων διά προαγωγήν κατ' αλφαβητικήν σειράν.

(5) Ο Αρχηγός προβαίνει εις την επιλογήν των προαχθησομένων εκ των υπό του Συμβουλίου Κρίσεως καταρτισθέντων Πινάκων.

(6) Οι υπό του Συμβουλίου Κρίσεως καταρτιζόμενοι κατ' έτος Πίνακες θα ισχύουν μέχρι της κατά το ερχόμενον έτος συντάξεως υπό του Συμβουλίου των νέων Πινάκων.

(7) Η σύστασις, αρμοδιότητες, διαδικασία και μέθοδοι ενεργείας του Συμβουλίου Κρίσεως καθορίζονται διά Κανονισμών εκδιδομένων τη συστάσει του Αρχηγού υπό του Υπουργικού Συμβουλίου και εγκρινομένων υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων και δημοσιευομένων, άμα τη εγκρίσει των, εις την επίσημον εφημε[*336]ρίδα της Δημοκρατίας και οι εν λόγω Κανονισμοί δύνανται ωσαύτως να προνοώσι περί της συστάσεως, αρμοδιότητος, διαδικασίας των μεθόδων ενεργείας Επιτροπής Αξιολογήσεως των υποψηφίων δια προαγωγήν."

Ο Κανονισμός 5 προβλέπει την καθίδρυση και σύσταση της Επιτροπής Αξιολόγησης, (η "Επιτροπή").

Ο Κανονισμός 6 προβλέπει την αξιολόγηση των υποψηφίων για προαγωγή από την Επιτροπή.

Ο Κανονισμός 7 προβλέπει την καθίδρυση και συγκρότηση του Συμβουλίου Κρίσεως, (το "Συμβούλιο").

Ο Κανονισμός 8 προνοεί για τη σύγκληση και λειτουργία του Συμβουλίου, τις συνεντεύξεις των υποψηφίων και την αξιολόγηση και βαθμολογία κάθε υποψήφιου σε "ειδικό έντυπο που καθορίζεται από τον Αρχηγό και εγκρίνεται από τον Υπουργό", τον καταρτισμό πίνακα που περιέχει τα ονόματα όλων όσων συστήνονται για προαγωγή με αλφαβητική σειρά που δεν υπερβαίνουν το διπλάσιο αριθμό των κενών θέσεων.

Ο Κανονισμός 8(6) προνοεί ότι ο πίνακας και τα έντυπα που συντάχθηκαν με βάση την παράγραφο (4) του Κανονισμού 8 αποστέλλονται από το Συμβούλιο στον Αρχηγό ο οποίος, αφού λάβει υπόψη τα στοιχεία που αφορούν τον κάθε υποψήφιο, με έγκριση του Υπουργού, προβαίνει στις προαγωγές σύμφωνα με το εδάφιο (1) του Άρθρου 13Α του Νόμου.

Τα γεγονότα σε συντομία έχουν:-

Ο Αρχηγός καθόρισε με την έγκριση του Υπουργού το ειδικό έντυπο για αξιολόγηση των υποψηφίων όπως προνοεί ο Κανονισμός 6(3) και το έντυπο που ο Κανονισμός 8(4) τον εξουσιοδότησε να εκδώσει.

Στις 25 Οκτωβρίου, 1989, ο Υπουργός Εσωτερικών, [*337] αφού διαβουλεύθηκε με τον Αρχηγό, διόρισε Επιτροπή σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 5.

Η Επιτροπή διεξήλθε και μελέτησε τους προσωπικούς φακέλλους όλων των υποψηφίων για προαγωγή καθώς και τα ατομικά δελτία των υποψηφίων και αξιολόγησε όλους με «βάση τα προσόντα όπως αναφέρονται στους Κανονισμούς 3 και 6(2).

Η Επιτροπή κατά την σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης συμβουλευόταν τον Υπεύθυνο Αξιωματικό πόλεως ή υπαίθρου ή Κλάδου ανάλογα με την περίπτωση που υπηρετούσε ο αξιολογούμενος υποψήφιος (επιφύλαξη Κανονισμός 6(2)). Η Επιτροπή, μετά τη σύνταξη της έκθεσής της, παρέδωσε τα έντυπα αξιολόγησης στους Αστυνομικούς Διευθυντές ή Διοικητές Μονάδων των αξιολογουμένων, οι οποίοι και τα υπέβαλαν στον Πρόεδρο του Συμβουλίου, αφού ετοίμασαν κατάλογο των υποψηφίων κατά αλφαβητική σειρά (Κανονισμός 6(3)).

Στις 2 Μαρτίου, 1990, ο Υπουργός, μετά από διαβουλεύσεις που είχε με τον Αρχηγό, διόρισε το Συμβούλιο σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 7 για κρίση όλων των υποψηφίων για προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου.

Το Συμβούλιο κάλεσε ενώπιόν του όλους τους υποψηφίους για προαγωγή και προέβηκε σε προσωπική συνέντευξη και εξέταση πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής και γενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή γεγονότα και γεγονότα που αφορούν την Κύπρο. Η εντύπωση του Συμβουλίου, αναφορικά με την επίδοση κάθε υποψηφίου, καταγράφτηκε στο ειδικό έντυπο. Στις συνεδρίες κατά τις συνεντεύξεις παρευρίσκετο ως παρατηρητής ο Αστυνομικός Διευθυντής ή ο Διοικητής Μονάδας του υποψηφίου.

Στη συνέχεια το Συμβούλιο, αφού μελέτησε το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, τα ατομικά δελτία, τις εκθέσεις της Επιτροπής καθώς και τα αποτελέσματα από τις προσωπικές συνεντεύξεις, αξιολόγησε και βαθμολόγη[*338]σε τους υποψήφιους πάνω στο αναφερόμενο ειδικό έντυπο που καθόρισε ο Αρχηγός και ενέκρινε ο Υπουργός.

Το Συμβούλιο αφού κατάρτισε πίνακα κατά αλφαβητική σειρά όλων όσων σύστησε για προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, που ήταν διπλάσιοι των κενών θέσεων, τον υπέβαλε στον Αρχηγό.

Ο Αρχηγός, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στα σχετικά έντυπα και στον προσωπικό φάκελο (καρτέλλα) κάθε υποψηφίου, συνεκτίμησε και αξιολόγησε όλα αυτά στο σύνολό τους με κριτήρια την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα πάντοτε μέσα στο πνεύμα και το γράμμα του Κανονισμού 3 και έκρινε τα 35 ενδιαφερόμενα μέρη καταλληλότερους για προαγωγή. Ο Αρχηγός ακολούθησε βασικά τη σειρά επιτυχίας σύμφωνα με τη βαθμολογία που εξασφάλισε κάθε υποψήφιος, εκτός στις περιπτώσεις που έκρινε ότι η διαφορά μερικών βαθμών δεν μπορούσε να αποτελεί έκδηλη υπεροχή που να καθιστά την αρχαιότητα και το επιπρόσθετο προσόν, το πλεονέκτημα, μη υπολογίσημα. Έλαβε επίσης υπόψη τις ανάγκες στελέχωσης εξειδικευμένων και ειδικών υπηρεσιών και καθηκόντων.

Μετά την αξιολόγησή του αυτή ο Αρχηγός, σύμφωνα με την εξουσία που του παρέχει το εδάφιο (1) του Άρθρου 13Α του Νόμου, υπέβαλε επιστολή στον Υπουργό μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα για κάθε υποψήφιο και ζήτησε την κατά νόμο έγκρισή του.

Ο Υπουργός Εσωτερικών με σχετικό σημείωμά του στην επιστολή του Αρχηγού ενέκρινε τις προαγωγές από 1η Ιουνίου, 1990.

Με νέα πράξη του ο Αρχηγός επέλεξε από τους υπόλοιπους 35 του πίνακα που καταρτίστηκε, όπως έχει προαναφερθεί, τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη για την πλήρωση των τεσσάρων κενών θέσεων. Η απόφασή του και η αιτιολογία υποβλήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 8 Σε[*339]πτεμβρίου, 1990, στον Υπουργό για έγκριση. Η έγκριση δόθηκε και η πράξη προαγωγής συμπληρώθηκε από 15 Σεπτεμβρίου, 1990.

Τα ζητήματα που εγείρονται στις εφέσεις είναι:-

1. Η εγκυρότητα του εντύπου που εκδόθηκε από τον

Αρχηγό με την έγκριση του Υπουργού και που χρησιμοποιήθηκε από το Συμβούλιο.

2. Οι συνεντεύξεις.

Το έντυπο αναντίλεκτα εκδόθηκε με εξουσιοδότηση από την Κανονιστική Διοικητική Πράξη 52/89. Ο Κανονισμός 8(4) δεν χορήγησε στα διοικητικά όργανα - Αρχηγό, Υπουργό - νομοθετική/κανονιστική αρμοδιότητα αλλά διακριτική διοικητική εξουσία. Ο Αρχηγός είναι το όργανο που έχει ιδιαίτερη τεχνική γνώση για θέματα της Αστυνομικής Δύναμης.

Το έντυπο αποτελεί διοικητική εφαρμογή του Κανονισμού. Είναι το προϊόν διοικητικής δράσεως, άσκησης διοικητικής εξουσίας πάνω σε θέματα που βασικά ρυθμίζονται από τους Κανονισμούς. Ο Αρχηγός στην έκδοση του εντύπου έχει διακριτική ευχέρεια να επιλέξει μια ή περισσότερες δυνατές ρυθμίσεις. Ο μόνος περιορισμός είναι ότι το έντυπο πρέπει γενικά να βρίσκεται σε αρμονία με τους σχετικούς Κανονισμούς.

Το έντυπο αποτελείται από εισαγωγικό μέρος και τρία κύρια μέρη. Στο εισαγωγικό μέρος είναι τα στοιχεία του υποψηφίου. Το πρώτο μέρος είναι "Προσωπική συνέντευξη", το δεύτερο "Έκθεση της Επιτροπής" και το τρίτο "Αξιολόγηση του Συμβουλίου με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και ατομικού δελτίου". Και τελικά παρατηρήσεις - συστάσεις του Συμβουλίου.

Υπάρχει καθορισμένη ανώτατη βαθμολογία, 5 μονάδες για κάθε στοιχείο αξιολόγησης από την Επιτροπή - σύνο[*340]λο 45 μονάδες.

Η ανώτατη βαθμολογία για τις συνεντεύξεις είναι 45 μονάδες και έχει:-

 

"Ι ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

 

 

Ανώτατη
Βαθμολογία

Βαθμολογία  Υποψηφίου

(α) Ερωτήσεις πάνω σε θέματα:

 

 

(ι) Αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής

(20)

……..

(ιι) Γενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή γεγονότα και γεγονότα που αφορούν την Κύπρο

(10)

…….

(β) Ικανότητα εκφράσεως

(5)

…….

(γ) Αυτοπεποίθηση/Αυτοέλεγχος

(5)

…….

(δ) Εμφάνιση

(5)

…….

 

---------

--------

Ολικό (45)

    ---------_    

-------

Αναφορικά με τις συνεντεύξεις ηγέρθηκαν ενώπιόν μας τα ακόλουθα:-

Η συνέντευξη είναι στη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου ή είναι επιτακτική· το περιεχόμενο και η έκταση των συνεντεύξεων η αξιολόγηση των συνεντεύξεων και η καταγραφή των αποδόσεων των υποψηφίων. Ο σχετικός Κανονισμός 8(2) έχει:- [*341]

"(2) Το Συμβούλιο Κρίσεως καλεί ενώπιόν του, τους υποψηφίους για προαγωγή και κατά την κρίση του προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή γεγονότα και γεγονότα που αφορούν την Κύπρο. Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη καταγράφεται στα πρακτικά."

Είναι βασική αρχή Δικαίου ότι σκοπός της ερμηνείας των νόμων είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη μέσα από το κείμενο του Νόμου. Τα νομοθετικά κείμενα εξετάζονται και ερμηνεύονται ως σύνολο. Η ερμηνεία πρέπει να είναι τέτοια που να μην οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα αλλά στη λειτουργικότητα των νόμων.

Με βάση τις πιο πάνω αρχές έχουμε καταλήξει ότι η συνέντευξη είναι επιτακτική για όλους τους υποψήφιους. Η λέξη "καλεί" δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας. Κατά τη συνέντευξη τρ Συμβούλιο, εκτός άλλων, εξετάζει κάθε υποψήφιο πάνω σε θέματα (α) αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και (β) γενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή γεγονότα και γεγονότα που αφορούν την Κύπρο. Τα δύο αυτά θέματα είναι ουσιώδη για την άσκηση των καθηκόντων των μελών της Αστυνομικής Δύναμης.

Η λέξη "συνέντευξη", στον Κανονισμό 8(2) σημαίνει συνέντευξη και προφορική εξέταση πάνω στα πιο πάνω θέματα. Η φράση "κατά την κρίση του" αναφέρεται στο περιεχόμενο και την έκταση της εξέτασης στα δύο καθορισμένα θέματα.

Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα. Τόσον η τελολογική όσον και η γραμματική ερμηνεία και η ερμηνεία που οδηγεί στη λειτουργική εφαρμογή του νόμου υποστηρίζουν ότι η πιο πάνω είναι η μόνη ερμηνεία του ουσιαστικού μέρους της παραγράφου (2) του Κανονισμού 8. [*342]

Το Συμβούλιο έχει υποχρέωση όχι μόνο να αξιολογήσει αλλά και να βαθμολογήσει κάθε υποψήφιο. Η βαθμολογία πρέπει να καταγραφτεί στο ειδικό έντυπο που καθορίζεται από τον Αρχηγό και εγκρίνεται από τον Υπουργό.

Με το έντυπο καθορίζεται ενιαίο μέτρο κρίσεως που συνάδει με την αρχή της ισότητας όπως αυτή διασφαλίζεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος και εφαρμόζεται από το Δικαστήριο στην Αναθεωρητική Δικαιοδοσία.

Ο καταμερισμός της βαθμολογίας της απόδοσης των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις είναι προτιμητέος από μια αόριστη περιγραφική ή γενική αριθμητική εκτίμηση. Η καταγραφή στο έντυπο ικανοποιεί την απαίτηση της παραγράφου (2) του Κανονισμού 8. Τα στοιχεία (β). (Υ) και (δ) του Μέρους Ι είναι κριτήρια σε μια οποιαδήποτε συνέντευξη, ειδικά δε όταν πρόκειται για μέλη της Αστυνομικής Δύναμης. Κανένα από τα στοιχεία του Μέρους Ι δεν είναι εξωγενές ή έξω από το πλαίσιο των Κανονισμών.

Ο σκοπός των Κανονισμών καταφαίνεται από τα στοιχεία κρίσεως που ευρίσκονται στην παράγραφο (4) του Κανονισμού 8 η οποία έχει:-

"(4) Το Συμβούλιο Κρίσεως, αφού μελετήσει το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, των ατομικών δελτίων και τις εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης καθώς επίσης και τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων των υποψηφίων, αξιολογεί και βαθμολογεί κάθε υποψήφιο σε ειδικό έντυπο που καθορίζεται από τον Αρχηγό και εγκρίνεται από τον Υπουργό και καταρτίζει πίνακα που περιέχει τα ονόματα όσων συνιστώνται για προαγωγή με αλφαβητική σειρά."

Δεν υπάρχει δυσαρμονία μεταξύ των Κανονισμών και του εντύπου. Όλα τα στοιχεία τα οποία περιέχονται στο έντυπο αναφέρονται στους Κανονισμούς και κανένα εξωγενές στοιχείο δεν περιλαμβάνεται. [*343]

Η νομολογιακή αρχή ότι η συνέντευξη έχει περιορισμένη βαρύτητα έναντι των άλλων κριτηρίων εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που η συνέντευξη δεν αποτελεί και προφορική εξέταση πάνω σε ουσιαστικά θέματα αναγκαία για την υπηρεσία ή όπου ο Νόμος προβλέπει διαφορετικά.

Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος-αιτητής Στέφανος Χαραλάμπους, λόγω προσωπικών ανυπέρβλητων δυσκολιών, ήταν αδύνατο να παραστεί σε προσωπική συνέντευξη, δεν επηρεάζει καθόλου ούτε την εγκυρότητα του εντύπου ούτε τις προσβαλλόμενες προαγωγές, ούτε αποτελεί απόδειξη ή ένδειξη ότι η αξιολόγηση από το Συμβούλιο έγινε μέσα σε εσφαλμένο πλαίσιο. Ο εφεσίβλητος αυτός είχε πρόβλημα καρδιάς. Αναχώρησε για την Αγγλία ως επιδοτούμενος ασθενής για εγχείριση ανοικτής καρδιάς. Υπέστη εγχείριση, παρέμεινε εκτός Κύπρου από 6 Μαρτίου, 1990, μέχρι 23 Μαΐου, 1990, και εκτός υπηρεσίας με άδεια ασθενείας μέχρι τέλος Ιουλίου.

Πριν την αναχώριση του έγιναν φυσικά οι αναγκαίες κρατήσεις και ο αναγκαίος καθορισμός ημερομηνίας εισαγωγής του στο νοσοκομείο και εγχείρισής του. Αυτά είναι θέματα της συνήθους ζωής των ανθρώπων. Δεν ήταν δυνατό να λάβει μέρος σε συνέντευξη και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να αξιολογηθεί όπως οι Κανονισμοί επιτακτικά ορίζουν.

Ο εφεσίβλητος αυτός, λόγω των ειδικών συνθηκών του, δεν μπορούσε να αξιολογηθεί και, ως εκ τούτου, δεν ήταν ουσιαστικά υποψήφιος για να μπορεί τελικά να περιληφθεί στον πίνακα από τον οποίο ο Αρχηγός περιοριστικά πρέπει να επιλέγει τους προαχθησόμενους.

Αναφορικά με το ύψος της ανώτατης βαθμολογίας σε κάθε στοιχείο, το Δικαστήριο τούτο δεν υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης. Εν πάση περιπτώσει, ευρίσκουμε ότι η επιμέρους ανώτατη βαθμολογία για κάθε στοιχείο, όπως καθορίζεται στο έντυπο, είναι εύλογος. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν υπάρχει και άλλη άποψη η οποία είναι επίσης εύλογος. [*344]

Το έντυπο ήταν για όλους τους σκοπούς έγκυρο. Το Συμβούλιο συμμορφώθηκε με τους σχετικούς Κανονισμούς και η αξιολόγηση και η βαθμολόγηση κάθε υποψήφιου από το Συμβούλιο δεν είναι αντίθετη με το πλαίσιο που θέτουν οι Κανονισμοί.

Πρόσθετο προσόν:

Ο εφεσίβλητος αιτητής στις Προσφυγές Αρ. 500/90 και 970/90 κατείχε πτυχίο Νομικής που είναι επιπρόσθετο προσόν σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(3). Επιπρόσθετο προσόν κατείχαν επίσης εννέα ενδιαφερόμενα μέρη στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1693, επτά από τα οποία ήταν ενδιαφερόμενα μέρη στην Προσφυγή Αρ. 500/90 και ένα μόνο ενδιαφερόμενο μέρος στην Προσφυγή Αρ. 970/90.

Εξετάσαμε με προσοχή τις αποφάσεις του Αρχηγού -επιστολές του προς τον Υπουργό και τα συνημμένα έγγραφα. Ικανοποιούν τη νομολογιακά καθιερωμένη αναγκαία ειδική αιτιολογία των αποφάσεων επιλογής των ενδιαφερομένων μερών που δεν κατείχαν το πρόσθετο προσόν έναντι του εφεσίβλητου αιτητή που το κατείχε. Δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι ο αριθμός των υποψηφίων για προαγωγή και των θέσεων ήταν μεγάλος και ο υποψήφιος που ισχυρίζεται ότι παραγνωρίστηκε, παρόλο ότι κατείχε το πρόσθετο προσόν, ήταν ένας.

Αντεφέσεις:

Οι αντεφέσεις, όπως παρέμειναν μετά την απόσυρση ορισμένων λόγων, περιορίστηκαν μόνο στο θέμα της καταγραφής της παρουσίας και των απόψεων των υπεύθυνων Αξιωματικών τους οποίους η Επιτροπή, δυνάμει της επιφύλαξης του Κανονισμού 6(2), συμβουλεύεται και της μη καταγραφής της παρουσίας του Αστυνομικού Διευθυντή ή Διοικητή Μονάδας ως παρατηρητή στις συνεδρίες του Συμβουλίου.

Ο Κανονισμός 6(2) δεν καθορίζει τον τρόπο αναζήτησης των απόψεων των υπεύθυνων Αξιωματικών ούτε επι[*345]βάλλει την καταγραφή τους.

Η Επιτροπή σημείωσε σε ξεχωριστή στήλη στην Έκθεση Αξιολόγησης τη γνώμη του υπεύθυνου Αξιωματικού όπου αυτή ήταν διαφορετική από την κρίση των μελών της Επιτροπής. Ο Κανονισμός δεν επιβάλλει υποχρέωση καταγραφής των απόψεων των υπεύθυνων Αξιωματικών τους οποίους η Επιτροπή συμβουλεύεται. Τα μέσα λήψης της συμβουλής και η μέθοδος εργασίας επαφίονται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής.

Η πρόνοια του Κανονισμού 8(3) για την παρουσία του Αστυνομικού Διευθυντή ή Διοικητή Μονάδας στις συνεδρίες του Συμβουλίου είναι δυνητική και όχι επιτακτική. Αυτοί δεν είναι μέλη του Συμβουλίου. Η παρουσία ή απουσία τους δεν επηρεάζει τη συγκρότηση του οργάνου ή τη νομιμότητα της απόφασης.

Ο κ. Αγγελίδης στην αγόρευσή του ζήτησε να αναπτύξει ως λόγο ακυρώσεως την αξιολόγηση από την Επιτροπή των στοιχείων "διοικητικά προσόντα" και "νοημοσύνη, κρίση ή ευθυκρισία" των υποψηφίων τα οποία δεν αναφέρονται ρητά στον Κανονισμό 6(2). Ισχυρίστηκε ότι αυτά αποτελούν εξωγενή στοιχεία που καθιστούν την προπαρασκευαστική πράξη της αξιολόγησης τρωτή. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί δικονομικά και στην ουσία.

Το αντικείμενο της Δευτεροβάθμιας Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας είναι η νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης. Η επανεξέταση της νομιμότητας γίνεται μόνο πάνω στους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν στην προσφυγή, σε όση όμως έκταση οι διάδικοι τους εγείρουν με το σημείωμα έφεσης ή με αντέφεση και σε θέματα δημόσιας τάξης, που το Δικαστήριο δύναται να εξετάζει αυτεπάγγελτα. (Βλ., μεταξύ άλλων, Republic (Public Service Commission) v. Lefkos Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594· Othonos and Another v. Republic, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 720, (Απόφαση δόθηκε στις 19 Απριλίου, 1989, δε δημοσιεύτηκε ακόμα)· Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παντελή Χατζηπαντελή, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 827, (Απόφαση [*346] δόθηκε στις 25 Απριλίου, 1989, δε δημοσιεύτηκε ακόμα)· Σάββας Σαββίδης και Άλλος και Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 249.

Στις αντεφέσεις δεν ηγέρθη ο πιο πάνω λόγος.

Περαιτέρω, τα στοιχεία αυτά συνιστούν παράγοντες άρρηκτα συνυφασμένους με τη δυνατότητα διαπίστωσης των κριτηρίων που αναφέρονται ρητά στους Κανονισμούς. Η πρόσθεσή τους δεν είχε οποιαδήποτε επίπτωση στη νομική υπόσταση του εντύπου αξιολόγησης ή της έκθεσης της Επιτροπής γενικότερα. (Βλ. Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 264/90, (Απόφαση δόθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου, 1992, δε δημοσιεύτηκε ακόμα)).

Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι εφέσεις επιτρέπονται και οι αντεφέσεις απορρίπτονται.

Οι προσβαλλόμενες προαγωγές επικυρώνονται. Καμιά διαταγή για έξοδα.

Οι εφέσεις επιτρέπονται. Οι αντεφέσεις απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο