Τοφίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 263

(1994) 3 ΑΑΔ 263

[*263] 16 Μαΐου, 1994

[Α. Ν. ΛΟΪΖΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στές)

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28,29, 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΙΡΗΝΗ ΤΟΦΙΔΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΚΑΙ/Η ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 804/90).

Δημόσια και Ιδιωτικά Σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης — Διέπονται από τον περί Μέσης Εκπαίδευσης (Τροποποιητικό) Νόμο του 1970 (Νόμος αρ. 60 του 1970) και από τον περί Ιδιωτικών Σχολείων Νόμο του 1971 (Νόμος αρ.5 του 1971) αντίστοιχα — Απόκτηση πιστοποιητικού ισοδυναμίας απολυτηρίων των ιδιωτικών έναντι των δημοσίων σχολείων — Οι περί Εξετάσεων προς απόκτηση Πιστοποιητικού Ισοδύναμου προς το Απολυτήριο των εν Κύπρω Δημοσίων Σχολών Μέσης Γενικής και Τεχνικής Εκπαιδεύσεως Κανονισμοί του 1976 (Κ.Δ.Π. 72/76) — Κρίθηκαν άκυροι αφού εκδόθηκαν χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση προς εκτέλεση οποιουδήποτε Νόμου.

Ισοτιμία μεταξύ Ιδιωτικών και Δημοσίων Σχολών Μέσης Παιδείας

—      Δεν καθορίζεται από τη νομοθεσία.

Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα Άρθρο 20 — Κατοχυρώνει το δικαίωμα εκπαίδευσης — Η άσκηση του δικαιώματος δεν παραβιάζεται από περιορισμούς ως προς τα απαραίτητα προσόντα συμμετοχής σε εξετάσεις εισδοχής σε Ελληνικά Πανεπιστήμια.

Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα Άρθρο 29 — Κατοχυρώνει το δικαίωμα υποβάλλοντος αίτηση προς δημόσια αρχή σε γνωστοποίηση της απόφασης της εντός περιόδου μη υπερβαίνουσας τις 30 μέρες — Προσβολή της ουσίας αίτησης στην οποία δεν δόθηκε απάντηση — Ποιες οι επιπτώσεις.

Ερμηνεία συνταγματικών διατάξεων — Σύνταγμα Άρθρο 54(ζ) — Εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου για "έκδοση κανονιστικών και εκτελεστικών των νόμων διαταγμάτων ως οι Νόμοι ορίζουσι"— Η Κ.Δ.Π. 72/76 θα μπορούσε μόνο να εκδοθεί κάτω από το Άρθρο 54(ζ) του Συντάγματος δηλ. κατ' εξουσιοδότηση Νόμου.

Διοικητικό Δίκαιο — Κανονιστικές πράξεις — Εφαρμοστέες αρχές. [*264]

Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Διεθνές Σύμφωνο, Οικονομικά, Κοινωνικά, Πολιτιστικά Δικαιώματα και Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα — Δεν αλλοιώνουν την παρούσα υπόθεση όπου δεν παραβιάστηκε η άσκηση του δικαιώματος εκπαίδευσης όπως συνταγματικά κατοχυρώνεται.

Τον Αύγουστο του 1990, η πρώτη αιτήτρια η οποία ήταν απόφοιτος της Αμερικανικής Ακαδημίας Λευκωσίας υπέβαλε γραπτή αίτηση στο Υπουργείο Παιδείας ζητώντας δικαίωμα συμμετοχής σε εξετάσεις για διεκδίκηση θέσης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών ή στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κατά την κατάθεση της αίτησης της ο αρμόδιος λειτουργός της δήλωσε προφορικά ότι δεν μπορούσε να παρακαθήσει στις εξετάσεις επειδή δεν κατείχε απολυτήριο εξατάξιου δημοσίου σχολείου ή ισοδύναμο προσόν όπως αναφέρεται ρητά στον οδηγό εξετάσεων που εκτυπώνεται κάθε χρόνο. Στη συνέχεια η αιτήτρια ζήτησε γραπτώς τους λόγους για τους οποίους δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής στις πιο πάνω εξετάσεις αλλά δεν της δόθηκαν.

Οι αιτητές υπ’ αρ. 2 είναι ιδρυτές και ιδιοκτήτες της Αμερικανικής Ακαδημίας Λευκωσίας η οποία ενεγράφη ως σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης το 1936 με βάση τον περί Μέσης Εκπαίδευσης Νόμο, Κεφ. 169. Δεν αποτάθηκαν να καταστούν Δημόσια Σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας και λειτουργούσαν σαν Ιδιωτικά Σχολεία με βάση το άρθρο 28 του περί Ιδιωτικών Σχολείων Νόμου του 1971 (Νόμος αρ. 5 του 1971). Κατά τον Φεβρουάριο του 1988 η προσφυγή τους για παροχή αναγνώρισης από το Υπουργείο Παιδείας του Διπλώματος που απονέμεται από τη Σχολή τους για δικαίωμα συμμετοχής στις εισαγωγικές εξετάσεις της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου και των Ελληνικών Πανεπιστημίων χωρίς προηγούμενη απόκτηση, κατόπιν εξετάσεων πιστοποιητικού ισοδυναμίας των απολυτηρίων τους, απορρίφθηκε λόγω του ότι εστρέφετο εναντίον μη εκτελεστής πράξης. Εναντίον της προσφυγής εκκρεμεί Αναθεωρητική Έφεση.

Η απόκτηση πιστοποιητικού ισοδύναμου προς το Απολυτήριο Δημοσίων Σχολείων Μέσης Παιδείας από αποφοίτους Ιδιωτικών Σχολών Μέσης Παιδείας, καθιερώθηκε από την Κ.Δ.Π. 72/76.

Οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι η ΚΔ.Π. 72/76 είναι Κανονιστική Διοικητική Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου όχι Νόμος όπως προβλέπει το Άρθρο 20(1) του Συντάγματος. Επίσης ισχυρίστηκαν ότι η ΚΛ.Π. 72/76 θα μπορούσε να εκδοθεί μόνο κάτω από την παράγραφο (ζ) του Άρθρου 54 του Συντάγματος δηλ. κατ' εξουσιοδότηση νόμου.

Αντίθετα οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίστηκαν ότι η ΚΔ.Π. 72/76 περιέχει αυτοτελείς Κανονιστικές πράξεις διοικητικού περιεχομένου και εκδόθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει της γενικής εξουσιοδότησης του Συντάγματος που περιέχεται στις παρα[*265]γράφους α) και δ) και όχι της παραγρ. (ζ) του Άρθρου 54 του Συντάγματος και επομένως δεν απαιτείτο οποιοσδήποτε νόμος κατ' εξουσιοδότηση του οποίου να εκδίδετο, όπως ισχυρίζοντο οι αιτητές.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι:

1. Το Άρθρο 20 του Συντάγματος δεν έχει καμμία σχέση με την παρούσα υπόθεση διότι το θέμα που εξετάζεται δεν αφορά περιορισμό του δικαιώματος εκπαίδευσης, αλλά την κατοχή των απαραίτητων προσόντων για συμμετοχή και σε τελευταία ανάλυση για εισδοχή στα Πανεπιστήμια της Ελλάδας. Η αναφορά του δικηγόρου των αιτητών στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε από το Νόμο αρ. 39 του 1962 και το Διεθνές Σύμφωνο, Οικονομικά, Κοινωνικά, Πολιτιστικά Δικαιώματα και Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα, όπως κυρώθηκε από το Νόμο αρ. 14 του 1969 δεν αλλοιώνει την κατάσταση γιατί δεν παραβιάσθηκε με οποιοδήποτε τρόπο η αίτηση του δικαιώματος εκπαίδευσης.

2. Η υπόθεση που επικαλέσθηκαν οι εφεσείουσες όπου συσχετίζονται τα Άρθρα 20 και 28 του Συντάγματος διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση.

3. Η παράγραφος (ζ) του Άρθρου 54 πρέπει να ερμηνευθεί ότι παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο την εξουσία εκδόσεως οποιουδήποτε διατάγματος ή κανονισμού προς εκτέλεση οποιουδήποτε Νόμου ως οι Νόμοι ορίζουσιν. Η παράγραφος (ζ) του Άρθρου 54 προβλέπει την υπό του Υπουργικού Συμβουλίου άσκηση κατά νομοθετική εξουσιοδότηση νομοθετικής λειτουργίας παρόλο που έχει περιληφθεί στα θέματα άσκησης από αυτό εκτελεστικής εξουσίας.

4. Οι πιο πάνω Κανονισμοί είναι Κανονιστικές πράξεις οι οποίες θέτουν κανόνες δικαίου και δημιουργούν γενικά απρόσκοπτες και αντικειμενικές καταστάσεις τις οποίες χαρακτήριζα η εννοιολογική και αφηρημένη γενικότητα η οποία προσδίδει στην πράξη τον Κανονιστικό της χαρακτήρα.

5. Οι Κανονισμοί αυτοί είναι άκυροι εφόσον εκδόθηκαν χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση προς εκτέλεση οποιουδήποτε Νόμου και ως εκ τούτου η επίδικη απόφαση στερείται νομικού ερείσματος και η άρνηση των καθ' ων η αίτηση να επιτρέψουν στην αιτήτρια αρ. 1 να παρακαθήσει στις εξετάσεις είναι άκυρη σε όση έκταση μόνο στηρίχθηκε σ' αυτούς τους Κανονισμούς και όχι όπως ζητείται στο αιτητικό 1, ως αντίθετη στην πραγματική αξία της αιτήτριας, πράγμα που δεν έχει αποδειχθεί.

Το αιτητικό αρ.2 για δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη εξέτασης και απάντησης του αιτήματος της αιτήτριας είναι άκυρη για παράβαση του Άρθρου 29 του Συντάγματος, αποτυγχάνει λόγω του ότι εδόθη εν τω μεταξύ απάντηση επί της ουσίας και μά[*266]λίστα προσεβλήθη με την παρούσα προσφυγή.

Το αιτητικό αρ.3 αποτυγχάνει για τους ίδιους λόγους για τους οποίους αποτυγχάνει το αιτητικό αρ. 1.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει εν μέρει όπως αναφέρεται πιο πάνω. Λεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Kynakides ν The Republic, l R.S.C.C 66·

Alpha and the Omega Evangelical Educational Foundation Ltd ν Δημοκρατίας. Απόφαση ημερ. 26/6/1990·

Christoforou & Others v The Republic (1985) 3 C.L.R. 272·

The Republic ν Christoforou (1986) 3 C.L.R. 1523·

Malliotis ν The Municipality of Nicosia (1965) 3 C.LM. 75·

In re Police & Chontrou & Another, 3 R.S.C.C 82.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση να μην επιτρέψει στην αιτήτρια αρ. 1 να συμμετάσχει στις γραπτές εξετάσεις για εξασφάλιση θέσης στις Ανώτατες Σχολές Καλών Τεχνών της Ελλάδας.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους αιτητές.

Ρ. Πετρίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Α. ΛΟΪΖΟΥ, Π. ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Με την προσφυγή αυτή οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:

"1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η σιωπηρή απόφαση και/ή πράξη των καθ' ων η αίτηση να μην επιτρέψουν στην αιτήτρια αρ. 1 να συμμετάσχει στις γραπτές [*267] εξετάσεις για εξασφάλιση θέσης στις Ανώτατες Σχολές Καλών Τεχνών Ελλάδας λήφθηκε παράνομα και αντίθετα στην πραγματική αξία της αιτήτριας, γι' αυτό θα πρέπει να κηρυχθεί άκυρη.

2. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη εξέτασης και απάντησης του γραπτού αιτήματος που υπέβαλε στους καθ' ων η αίτηση η αιτήτρια 1 από 9.8.90 είναι άκυρη, ως αντίθετη στο Άρθρο 29 του Συντάγματος.

3. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση να μη θεωρηθεί το απολυτήριο του σχολείου των αιτητών αρ. 2 σαν ισοδύναμο προς δημόσιου σχολείου με συνέπεια να αποκλειστεί απόφοιτος τους είναι άκυρη."

Πριν προχωρήσουμε θα πρέπει να υποδείξουμε εδώ ότι σύμφωνα με τη νομολογία (Ioannis Phedias Kyriakides v. The Republic, 1 R.S.C.C. 66) όταν ο αιτητής προσβάλει την ουσία της αναπάντητης αίτησής του το δικαίωμα προσφυγής για απάντηση κάτω από το Άρθρο 29 ενσωματώνεται στην τέτοια προσφυγή γιατί δεν έχει πλέον ενεστώς έννομο συμφέρον για την παράλειψη της διοίκησης να απαντήσει.

Στις 9 Αυγούστου 1990 η πρώτη αιτήτρια υπέβαλε στο Υπουργείο Παιδείας γραπτή αίτηση με την οποία ζητούσε να της επιτραπεί να παρακαθήσει στις εξετάσεις για διεκδίκηση θέσης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών ή στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Προς υποστήριξη της αίτησης της η αιτήτρια κατέθεσε το Απολυτήριο, "Diploma", που της χορηγήθηκε από την Αμερικανική Ακαδημία Λευκωσίας. Κατά την κατάθεση της πιο πάνω αίτησης αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Εξετάσεων του Υπουργείου δήλωσε προφορικά σ' αυτήν ότι με βάση τους ισχύοντες Κανονισμούς δεν μπορούσε να παρακαθήσει στις εξετάσεις επειδή αυτή δεν ήταν κάτοχος απολυτηρίου εξατάξιου δημόσιου σχολείου ή ισοδύναμου προσόντος όπως αναφέρεται ρητά στον οδηγό εξετάσεων που εκτυπώνεται κάθε χρόνο και μπορούσαν οι ενδιαφερόμε[*268]νοι να τον προμηθευτούν από τα βιβλιοπωλεία.

Στη συνέχεια η αιτήτρια ζήτησε και γραπτώς τους λόγους για τους οποίους δεν είχε δικαίωμα να παρακαθήσει στις εξετάσεις επισυνάπτοντας και τον ειδικό τύπο αίτησης συμμετοχής στις εξετάσεις.

Είναι παραδεκτό στην ένσταση ότι "στην αιτήτρια δεν δόθηκε γραπτή απάντηση γιατί της εξηγήθηκαν προφορικά με κάθε λεπτομέρεια οι λόγοι για τους οποίους δεν είχε το δικαίωμα να παρακαθήσει στις εξετάσεις. Τυχόν γραπτή απάντηση δεν θα προσέθετε οτιδήποτε νεότερο στην υπόθεση της αιτήτριας.".

Οι αιτητές αρ. 2 είναι ιδρυτές και ιδιοκτήτες της εν λόγω Αμερικάνικης Ακαδημίας Λευκωσίας, η οποία ενεγράφη ως σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης στις 18 Αυγούστου 1936 με βάση την τότε ισχύουσα νομοθεσία του περί Μέσης Εκπαίδευσης Νόμου, Κεφ. 169.

Με βάση τον περί Κοινοτικών Σχολείων Μέσης Εκπαιδεύσεως Νόμο του 1961, (Νόμος αρ. 6 του 1961) επροβλέπετο στο άρθρο 3(1) η δυνατότητα των διοικούντων σωμάτων των μέχρι τότε λειτουργούντων, δυνάμει του Κεφ. 169, σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης να αποταθούν στην Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση και να ζητήσουν από αυτή την ανάληψη της ευθύνης της διοίκησης και διαχείρισης των σχολείων τους. Δημιουργήθηκαν έτσι τα κοινοτικά σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου και τα οποία μετονομάστηκαν με το άρθρο 3(γ) του περί Μέσης Εκπαίδευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 1970 (Νόμος αρ. 60 του 1970) σε Δημόσια Σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης την ευθύνη της διοίκησης και συντήρησης των οποίων φέρει η Δημοκρατία.

Οι αιτητές αρ. 2 στην προσφυγή αυτή δεν αποτάθηκαν δυνάμει των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων να καταστούν Κοινοτικά και στη συνέχεια Δημόσια Σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης. Αντίθετα, στο άρθρο 28 του περί Ιδιωτικών Σχολείων Νόμου του 1971 (Νόμος αρ. 5 του [*269] 1971) και στον Πίνακα βλέπουμε ότι ήσαν μεταξύ των Ιδιωτικών Σχολείων που λειτουργούσαν κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού.

Οι αιτητές αρ. 2 ζήτησαν τον Φεβρουάριο του 1988 με επιστολή τους την αναγνώριση από το Υπουργείο Παιδείας του διπλώματος το οποίο απονέμει η σχολή τους στους αποφοίτους της και σχετική στο θέμα αυτό είναι η απόφαση στην Προσφυγή αρ. 46/89 Alpha and The Omega Evangelical Educational Foundation Ltd v. Της Δημοκρατίας, που δόθηκε στις 26 Ιουνίου 1990. Οι αιτητές ζητούσαν την παροχή αναγνώρισης από το Υπουργείο Παιδείας του Διπλώματος το οποίο απονέμει η Αμερικανική Ακαδημία Λευκωσίας έτσι ώστε οι απόφοιτοι της Σχολής να μπορούν να παρακάθονται στις εισαγωγικές εξετάσεις της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου και των Ελληνικών Πανεπιστημίων χωρίς να χρειάζεται προηγουμένως απόκτηση, κατόπιν εξετάσεων, πιστοποιητικού ισοδυναμίας των απολυτηρίων των. Η προσφυγή αυτή των αιτητών 2 απορρίφθηκε ως στρεφομένη εναντίον μη εκτελεστής πράξεως. Ας σημειωθεί ότι εναντίον της απόφασης αυτής εκκρεμεί η Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1148.

Το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε Κανονισμούς όπως περιγράφονται στην ίδια την πράξη με τους οποίους ρυθμίζονται τα της απόκτησης Πιστοποιητικού Ισοδύναμου προς το Απολυτήριο Δημόσιων Σχολείων Μέσης Παιδείας από αποφοίτους Ιδιωτικών Σχολών Μέσης Παιδείας. Οι Κανονισμοί αυτοί οι οποίοι αναφέρονται ως οι περί Εξετάσεων προς Απόκτηση Πιστοποιητικού Ισοδύναμου προς το Απολυτήριο των εν Κύπρω Δημοσίων Σχολών Μέσης Γενικής και Τεχνικής Εκπαιδεύσεως του 1976 δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 30ης Απριλίου 1976 στο Παράρτημα ΙΙ(Ι) Κ.Δ.Π. 72/76. Ως προς τη νομική βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η έκδοση των Κανονισμών αυτών, αναφέρεται στη δημοσίευση ότι:

"Το Υπουργικό Συμβούλιο ενασκούν τας εις αυτό χορηγουμένας εξουσίας διά την άσκησιν της εκτελεστι[*270]κής εξουσίας εκδίδει τους ακολούθους Κανονισμούς:"

Είναι η θέση των αιτητών ότι το νομικό θέμα το οποίο εγείρεται στην υπό εξέταση υπόθεση, αφορά την Κ.Δ.Π. 72/76 με την οποία καθιερώνεται το πιστοποιητικό ισοδυναμίας που πρέπει να έχουν τα απολυτήρια των ιδιωτικών έναντι των δημόσιων σχολών. Η Κ.Δ.Π. 72/76 είναι κατά τους αιτητές Κανονιστική Διοικητική Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου όχι Νόμος όπως προβλέπει το Άρθρο 20(1) του Συντάγματος. Η δε αναφορά στο Άρθρο αυτό το Συντάγματος γίνεται γιατί σύμφωνα με αυτό αναγνωρίζεται το δικαίωμα της εκπαίδευσης σε έκαστο άτομο ή της παροχής εκπαίδευσης "τηρουμένων των διατυπώσεων όρων και περιορισμών των επιβαλλομένων υπό του οικείου Κοινοτικού νόμου των αναγκαίων μόνο προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως ή της δημόσιας υγείας ή των δημόσιων ηθών ή του βαθμού και της ποιότητας της παιδείας ή προς προστασία των δικαιωμάτων και ελευθερίας των άλλων, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος των γονέων, όπως διασφαλίζωσιν υπέρ των τέκνων αυτών εκπαίδευσιν συνάδουσαν προς τας θρησκευτικός αυτών πεποιθήσεις".

Είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι τα ιδιωτικά σχολεία εγγράφονται μεν από το Υπουργείο Παιδείας αλλά ο Νόμος δεν προβλέπει ούτε καθιστά με την εγγραφή τους άμεση και την αναγνώριση τους ως σχολείων ισοδύναμων με τα δημόσια σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης. Ο Νόμος περί Ιδιωτικών Σχολείων προβλέπει μόνο την ίδρυση και λειτουργία και όχι αναγνώριση.

Κατά τους καθ' ων η αίτηση το Κράτος, στην προσπάθεια του για παροχή ίσων ευκαιριών στους διοικούμενους αφ' ενός και αφ' ετέρου για κατοχύρωση του ενιαίου μέτρου στη σύγκριση προσόντων για περιπτώσεις υποψηφίων που διεκδικούν συγκεκριμένες θέσεις, προέβηκε στην καθιέρωση μιας διαδικασίας την οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει κάθε άτομο που ενδιαφέρεται. Η διαδικασία αυτή καθορίζεται στην Κ.Δ.Π. 72/76. Αυτή περιέχει, κατά [*271] τους καθ' ων η αίτηση, αυτοτελείς Κανονιστικές πράξεις διοικητικού περιεχομένου και εξεδόθησαν από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει της γενικής εξουσιοδότησης του Συντάγματος που περιέχεται στις παραγράφους (α) και (δ) και όχι της παραγράφου (ζ) του Άρθρου 54 του Συντάγματος. Επομένως δεν απαιτείτο οποιοσδήποτε νόμος κατ' εξουσιοδότηση του οποίου να εκδίδετο η Κ.Δ.Π. 72/ 76 όπως οι αιτητές ισχυρίζονται στη γραπτή τους αγόρευση.

Η συμμετοχή σε εξετάσεις, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό 4 της Κ.Δ.Π. 72/76, αποτελεί την παροχή, από το Κράτος, ενός δικαιώματος στα άτομα που αποφοιτούν από μη Ιδιωτικά Σχολεία Μέσης Παιδείας, να αποκτούν ένα πιστοποιητικό ισοδυναμίας προς τα Δημόσια, ούτως ώστε να μην αποκλείονται από εξετάσεις ή από του να είναι υποψήφιοι για θέσεις για τις οποίες απαιτείται η κατοχή απολυτηρίου δημόσιου σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης. Τούτο δε δεν αποτελεί άνιση ή δυσμενή διάκριση. Διότι τα πραγματικά δεδομένα είναι αφ' εαυτών διαφορετικά.

Το απολυτήριο της αιτήτριας προέρχεται σαφώς από ιδιωτικό σχολείο και οπωσδήποτε η ισοδυναμία του με τα των δημοσίων σχολείων πρέπει να ελεγχθεί μέσω κάποιας διαδικασίας η οποία και εισήχθη δια της Κ.Δ.Π. 72/76.

Στο στάδιο αυτό θα παρατηρήσουμε ότι με βάση την ισχύουσα νομοθεσία δεν καθορίζεται θέμα ισοδυναμίας μεταξύ της σχολής των αιτητών αρ. 2 και των δημοσίων σχολείων Μέσης Παιδείας. Δεν υπάρχουν δε άλλα στοιχεία, ούτε και τέθηκαν ενώπιον του αρμοδίου οργάνου τέτοια που να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο από εμάς. Ισοτιμία είναι ζήτημα εκπαιδευτικών προγραμμάτων, διδασκαλίας και τόσων άλλων θεμάτων εκτός εάν ο νόμος άλλως ρητά την ορίζει.

Είναι φανερό από τη διατύπωση της παραγράφου 1 του Άρθρου 20 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα εκπαιδεύσεως όπως και από τα γεγονότα της [*272]υπόθεσης ότι ουδεμία σχέση έχει το Άρθρο τούτο με την υπό εξέταση υπόθεση διότι εδώ δεν πρόκειται περί περιορισμού του δικαιώματος εκπαίδευσης, αλλά περί των απαραίτητων προσόντων για συμμετοχή και σε τελευταία ανάλυση για εισδοχή στα πανεπιστήμια μιας άλλης κρατικής επικράτειας από εκείνη της Κυπριακής της οποίας το δικαίωμα εκπαίδευσης ρυθμίζεται από το Άρθρο 20 του Συντάγματος. Και μια και ασχολούμεθα με το θέμα αυτό, θα πρέπει να λεχθεί ότι η εκτεταμένη αναφορά του ευπαίδευτου δικηγόρου των αιτητών στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε από το Νόμο αρ. 39 του 1962 και το Διεθνές Σύμφωνο, Οικονομικά, Κοινωνικά, Πολιτιστικά Δικαιώματα και Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα, όπως κυρώθηκε από το Νόμο αρ. 14 του 1969 δεν αλλοιώνει την κατάσταση, γιατί δεν υπάρχει καμιά παράβαση στην άσκηση του δικαιώματος εκπαίδευσης, είτε λήψεως είτε παροχής. Ούτε και οι περιορισμοί οι οποίοι τίθενται ως προς τα απαραίτητα προσόντα για συμμετοχή στις εξετάσεις για εισδοχή στα Ελληνικά Πανεπιστήμια είναι θέμα περιορισμού του δικαιώματος εκπαίδευσης, με οποιοδήποτε τρόπο.

Η υπόθεση Christoforou and others v. The Republic (1985) 3 C.L.R 272 την οποία επικαλείται και η οποία επικυρώθηκε στην υπόθεση The Republic v. Christoforou (1986) 3 C.L.R. 1523 και στην οποία συσχετίζεται το Άρθρο 20 με το Άρθρο 28 διαφοροποιείται από την υπό εξέταση υπόθεση.

Έχει προβληθεί ο ισχυρισμός από μέρους της αιτήτριας ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε αρμοδιότητα κάτω από τον περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και περί Υπουργείου Παιδείας, Νόμο του 1965 (Νόμος αρ. 12 του 1965).

Είναι η θέση των αιτητών ότι η Κ.Δ.Π. 72/76 θα μπορούσε μόνο να εκδοθεί κάτω από το Άρθρο 54, παράγραφος (ζ) του Συντάγματος η οποία προβλέπει την έκδοση Κανονιστικών και εκτελεστικών των Νόμων διαταγμάτων [*273] ως οι Νόμοι ορίζουσιν. Και ότι δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η έκδοσή της κάτω από τα της παραγράφου (α) ή (δ) του ίδιου Άρθρου οι οποίες προβλέπουν:

(α) την γενικήν διεύθυνσιν και τον έλεγχον της διακυβερνήσεως της Δημοκρατίας και την διεύθυνσιν της γενικής πολιτικής,

(δ) τον συντονισμόν και την εποπτείαν πασών των δημοσίων υπηρεσιών.

Μια και γίνεται αναφορά στην παράγραφο (ζ) καλό θα ήταν να υποδειχθεί ότι το αγγλικό και τουρκικό κείμενο της παραγράφου αυτής συμπίπτουν και το αγγλικό κείμενο προβλέπει:

(g) making of any order or regulation for the carrying into effect of any law as provided by such law;

Ενώ το ελληνικό κείμενο προβλέπει στην παράγραφο (3) την έκδοση κανονιστικών και εκτελεστικών των νόμων διαταγμάτων ως οι νόμοι ορίζουν.

Η παράγραφος (ζ) του Άρθρου 54 πρέπει να ερμηνευθεί ότι παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο την εξουσία εκδόσεως Οποιουδήποτε διατάγματος ή κανονισμού προς εκτέλεση οποιουδήποτε Νόμου ως οι Νόμοι ορίζουσιν. Η παράγραφος αυτή διέπει την κατ' εξουσιοδότηση έκδοση νομοθετικού περιεχομένου πράξεων από την εκτελεστική εξουσία για την εκτέλεση ή καλύτερη εφαρμογή ενός νομοθετήματος πάντοτε όμως μέσα στα υπό του Νόμου προβλεπόμενα πλαίσια. Η παράγραφος (ζ) του Άρθρου 54 προβλέπει την υπό του Υπουργικού Συμβουλίου άσκηση κατά νομοθετική εξουσιοδότηση νομοθετικής λειτουργίας παρόλο που περιλήφθηκε στα θέματα τα οποία ασκείται από αυτό εκτελεστική εξουσία. (Βλέπε In re Police & Theodoros Nicolas Chnontrou and another, 3 R.S.S., page 82, στη σελίδα 85.)

Οι Κανονισμοί αυτοί κατά την κρίση μας είναι Κανονι[*274]στικαί πράξεις οι οποίες θέτουν κανόνες δικαίου και δημιουργούν γενικά απρόσκοπτες και αντικειμενικές καταστάσεις, τις οποίες χαρακτηρίζει η γενικότητα η οποία όμως όπως αναφέρει ο Στασινόπουλος στο Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 103, όχι η κατ' ανάγκη αριθμητική γενικότητα, αλλά η εννοιολογική και αφηρημένη γενικότητα η οποία προσδίδει στην Πράξη τον Κανονιστικόν της χαρακτήρα. (Βλέπε Malliotis v. The Municipality of Nicosia (1965) 3 C.L.R. σελ. 75, στη σελ. 84).

Επομένως μια και οι Κανονισμοί αυτοί εκδόθηκαν χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση προς εκτέλεση οποιουδήποτε Νόμου είναι άκυροι και ως εκ τούτου η επίδικη απόφαση δεν έχει νομικό έρεισμα και η άρνηση των καθ' ων η αίτηση να επιτρέψουν στην αιτήτρια αρ. 1 να παρακαθήσει στις εξετάσεις είναι άκυρη, σε όση έκταση μόνο στηρίχθηκε σ' αυτούς τους Κανονισμούς και όχι όπως ζητείται στο αιτητικό με αριθμό 1, "ως αντίθετη στην πραγματική αξία της αιτήτριας" πράγμα που δεν έχει αποδειχθεί με οποιονδήποτε τρόπο όπως έχουμε ήδη αναφέρει.

Το αιτητικό αρ. 2 αποτυγχάνει διότι εδόθη εν τω μεταξύ απάντηση επί της ουσίας και μάλιστα προσεβλήθη με την παρούσα προσφυγή.

Το αιτητικό αρ. 3 αποτυγχάνει διά τους ίδιους λόγους για τους οποίους αποτυγχάνει το αιτητικό αρ. 1.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει εν μέρει και αποτυγχάνει εν μέρει όπως έχει προεκτεθεί.

Δεν γίνεται διαταγή για έξοδα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς χωρίς διαταγή για έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο