Kυπριακή Δημοκρατία μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας και άλλος ν. Iωάννας Aναστασιάδου - Vantieghem και άλλων. (1995) 3 ΑΑΔ 119

(1995) 3 ΑΑΔ 119

[*119] 23 Mαρτίου, 1995

[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, NIKOΛAΪΔHΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,

Eφεσείοντες,

ν.

ΙΩΑΝΝΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ - VANTIEGHEM ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Eφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητικές εφέσεις αρ. 1941,1946)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού — Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990, 1/90, άρθρο 33 — Ποιά η ακολουθητέα διαδικασία.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Ακαδημαϊκά προσόντα — Σχέδια Υπηρεσίας — Η αναφορά στα σχέδια υπηρεσίας σε πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σ’ ένα από τα θέματα που καθορίζονται, υποδηλώνει ακαδημαϊκό ενδεικτικό στα θέματα που αποκτάται μετά την ολοκλήρωση πρώτου κύκλου σπουδών.

Αιτιολογία διοικητικής πράξης — Δημόσιοι υπάλληλοι — Διορισμοί  — Απόδοση υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση — Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της E.Δ.Y. πρέπει να καταγράφεται στα πρακτικά και να αιτιολογείται σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία.

Οι επίδικες θέσεις ήταν 16 θέσεις (πρώτου διορισμού) Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό για τις οποίες υπέβαλαν αίτηση 359 υποψήφιοι.  Η διαδικασία πρόσληψης των υποψηφίων συμπεριλάμβανε γραπτή και προφορική εξέταση. Η γραπτή εξέταση περιλάμβανε εξέταση στα Ελληνικά, Αγγλικά και Γενικές Γνώσεις και για να επιτύχει ο υποψήφιος θα έπρεπε να συγκεντρώσει τουλάχιστο 50% των βαθμολογικών μονάδων σε κάθε θέμα ξεχωριστά.  Επιλέγηκαν 16 υποψήφιοι που στην κρίση της E.Δ.Y. ήταν οι καταλληλότεροι.  Η αιτήτρια, που πρώτευσε στον γραπτό διαγωνισμό δεν επελέγη και πρόσβαλε επιτυχώς τον διορισμό 12 [*120]από τους 16 διορισθέντες για δύο βασικά λόγους:

1            Η E.Δ.Y. απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση υποβαθμίζοντας σε αδικαιολόγητο βαθμό τα αποτελέσματα του γραπτού διαγωνισμού και

2.           Δύο από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν κατείχαν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα ώστε να είναι υποψήφιοι.

Η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβλήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.  Η εφεσίβλητη αιτήτρια με αντέφεσή της ζήτησε την κρίση του Δικαστηρίου για ζητήματα με τα οποία δεν ασχολήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την έφεση για τους πιο κάτω λόγους:

1.           Η Συμβουλευτική Επιτροπή και η E.Δ.Y. δεν αναφέρουν στην απόφασή τους ποιό ή ποιά από τα ακαδημαϊκά προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας έκριναν πως διαθέτουν οι υποψήφιοι.

2.           Η τελική επιλογή των υποψηφίων πρέπει να αιτιολογείται και με αναφορά στη διαφορά βαθμολόγησης στον γραπτό και προφορικό διαγνωισμό.

3.           Η αιτιολογία στην “Γενική Εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής” αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση δεν προσθέτει τίποτε στην περιγραφή της γενικής εντύπωσης που διαβαθμίζεται ως “εξαιρετική”, “πάρα πολύ καλή”, “πολύ καλή” και “καλή”.

     Η κρίση της Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη σε ότι αφορά την προφορική εξέταση.  Τα γενικά κριτήρια που καθορίστηκαν για την αξιολόγηση των υποψηφίων στη συνέντευξη δεν αποτελούν αιτιολογία για την απόδοση τους.

4.           Τα αρμόδια όργανα πρέπει να διατυπώνουν την αιτιολογία της απόφασής τους σύμφωνα με το νόμο, έχοντας πάντα υπόψη πως βασικός σκοπός της αιτιολογίας είναι ο δικαστικός έλεγχος.

5.           Οι διατάξεις του νόμου πρέπει να εφαρμόζονται πιστά από τα διοικητικά όργανα που επιφορτίζονται με ένα βαρύ και [*121]δύσκολο έργο, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν πάρα πολλοί υποψήφιοι, όπως στην παρούσα υπόθεση.

Ενόψει της επανεξέτασης του ζητήματος, οι πρόσθετοι ισχυρισμοί της αιτήτριας - εφεσίβλητης για πλάνη και παράλειψη διεξαγωγής έρευνας δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται.  Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Προδρόμου v. ΚΟΤ. Απόφαση ημερ. 31.3.1993.

Χ”Παύλου v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου. (1991) 3 A.A.Δ. 11.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Πικής, Δ.) που δόθηκε στις 28 Aπριλίου, 1994 (801/92) με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της εφεσείουσας-καθ’ης η αίτηση με την οποία διορίστηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στις θέσεις (πρώτου διορισμού) Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, αντί της εφεσίβλητης-αιτήτριας.

Λ. Κουρσουμπά (κα), Aνώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας για την εφεσείουσα - καθ’ης η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την εφεσίβλητη - αιτήτρια

K. Eυσταθίου, για τα ενδιαφερόμενα μέρη 1-4, 7 και 9.

Π. Αγγελίδης για το ενδιαφερόμενο μέρος 6.

Ντ. Πασπαλίδης, για το ενδιαφερόμενο μέρος 12.

Cur. adv. vult.

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Χρ. Αρτεμίδης.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας,     ημερ. 22.3.91, προκηρύχθηκαν 14 κενές θέσεις (πρώτου διορισμού) Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό.  Πριν [*122]από την έναρξη της διαδικασίας επιλογής οι θέσεις αυξήθηκαν σε 16.  Ανταποκρίθηκαν με αιτήσεις τους 359 υποψήφιοι.

Η διαδικασία που ακολουθείται για την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού προβλέπεται στο άρθρο 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, 1/90. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε όπως οι υποψήφιοι υποβληθούν σε γραπτή και προφορική εξέταση.  Προηγουμένως έκρινε πως 10 από αυτούς δεν κατείχαν τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα, ενώ για άλλους 23 επιφυλάχθηκε να αποφασίσει σε μεταγενέστερο στάδιο.  Ο γραπτός διαγωνισμός καθορίστηκε να περιλαμβάνει τρία θέματα, Ελληνικά, Αγγλικά και Γενικές Γνώσεις και για να επιτύχει ο υποψήφιος θα έπρεπε να συγκεντρώσει τουλάχιστο 50% των βαθμολογικών μονάδων σε κάθε θέμα ξεχωριστά.

Σύμφωνα με την παράγραφο 3(4) των απαιτουμένων στα σχέδια υπηρεσίας προσόντων, οι υποψήφιοι θα θεωρούνταν ως προσοντούχοι για τη θέση εφόσον επετύγχαναν στον ειδικό γραπτό διαγωνισμό. Συνεπώς, υποψήφιοι που θα συγκέντρωναν  κάτω του 50% της βαθμολογίας στο κάθε θέμα, θα αποκλείονταν.  Στο διαγωνισμό πέτυχαν τελικά 67 υποψήφιοι.

Στη συνέχεια της διαδικασίας, η Συμβουλευτική δέχθηκε σε ομαδική προφορική εξέταση 59 από τους 67 υποψήφιους, όσοι είχαν προσέλθει.  Τέλος, η Συμβουλευτική, ενεργώντας βάσει της παραγρ.6 του άρθρου 33 του Ν.1/90, ετοίμασε και έστειλε στην E.Δ.Y. την έκθεσή της για όλους τους υποψήφιους, με τον προκαταρκτικό κατάλογο που περιείχε κατά αλφαβητική σειρά τους καταλληλότερους, στην κρίση της, υποψήφιους.  Σ’ αυτόν περιλαμβάνονταν όσοι πέτυχαν στον ειδικό γραπτό διαγωνισμό και πήραν μέρος στην ομαδική προφορική εξέταση.

Η E.Δ.Y., εφαρμόζοντας τις διατάξεις της παραγρ. 10 του άρθρου 33 του Ν.1/90, πριν κάμει την τελική της επιλογή, κάλεσε σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους που περιλαμβάνονταν στον τελικό κατάλογο, που η ίδια κατάρτισε, και που ήταν ο ίδιος με τον προκαταρκτικό που ετοίμασε η Συμβουλευτική.  Η Επιτροπή επέλεξε 16, που στην κρίση της ήταν οι καταλληλότεροι για διορισμό στις κενές θέσεις.

Η εφεσίβλητη - αιτήτρια Ιωάννα Αναστασιάδου πρόσβαλε με επιτυχία πρωτοδίκως το διορισμό 12 από τους 16 διορισθέντες.     Δύο ήσαν βασικά οι λόγοι για τους οποίους ο πρωτόδικος συνάδελφος ακύρωσε την επίδικη απόφαση της E.Δ.Y. στην ολότητά [*123]της, και δεν ασχολήθηκε, όπως είναι η πρακτική του Δικαστηρίου μας, με όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην προσφυγή.

Είναι η άποψη του συναδέλφου μας, ενώπιον του οποίου συζητήθηκε πρωτοδίκως η προσφυγή, πως η E.Δ.Y. απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, υποβαθμίζοντας ταυτόχρονα σε αδικαιολόγητο βαθμό τα αποτελέσματα του γραπτού διαγωνισμού.

Η αιτήτρια ήλθε πρώτη στο γραπτό διαγωνισμό, ενώ μερικοί από τους διορισθέντες - ενδιαφερόμενα πρόσωπα, από 18ος μέχρι και 65ος.  Η εφεσίβλητη αιτήτρια κρίθηκε υποδεέστερη στην προφορική εξέταση.

Ο άλλος λόγος αναφέρεται ειδικά στα ενδιαφερόμενα μέρη Στέλλα Κοντού και Ανδρέα Χ”Πάκκο, οι οποίοι, στην κρίση του πρωτόδικου συνάδελφου μας, δεν κατείχαν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας ακαδημαϊκά προσόντα ώστε να είναι υποψήφιοι.  Ειδικώτερα, η Στέλλα Κοντού ήταν κάτοχος διπλώματος ή πτυχίου που αποκτήθηκε από κολλέγιο της Κύπρου, το Philips College, που δεν αναγνωρίζεται στη χώρα μας ως πανεπιστημιακό ίδρυμα. Ενώ το πανεπιστημιακό δίπλωμα του Α. Χ”Πάκκου δεν είναι σε ένα από τα καθορισμένα στα σχέδια υπηρεσίας θέματα.  Προφανώς όμως ο συνάδελφος μας υπέθεσε πως η E.Δ.Y. θεώρησε ότι πληρούσε τα σχέδια υπηρεσίας γιατί είχε μεταπτυχιακό δίπλωμα σε θέματα που καθορίζονται σ’ αυτά.

Η άποψη του πρωτόδικου συναδέλφου μας, όπως την εξέφρασε και σε προηγούμενη απόφασή του, (Προδρόμου ν. Κ.Ο.Τ 420/92, 31.3.93) είναι πως η αναφορά στα σχέδια υπηρεσίας σε πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε ένα από τα θέματα που καθορίζονται, υποδηλώνει ακαδημαϊκό ενδεικτικό στα θέματα αυτά που αποκτάται μετά την ολοκλήρωση πρώτου κύκλου σπουδών. Δεν περιλαμβάνει όμως μεταπτυχιακό ενδεικτικό που αποκτάται μετά από δεύτερο κύκλο σπουδών, όταν το ενδεικτικό του πρώτου κύκλου είναι σε θέματα εντελώς άσχετα με αυτά που καθορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας.

Η Κυπριακή Δημοκρατία και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα με την παρούσα έφεση αμφισβητούν την απόφαση του πρωτόδικου συνάδελφου μας.  Η εφεσίβλητη - αιτήτρια με αντέφεσή της θέτει επίσης ενώπιον μας για απόφαση και τα ζητήματα με τα οποία δεν ασχολήθηκε, όπως είπαμε πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο.

[*124]Μελετήσαμε τις γραπτές αγορεύσεις των δικηγόρων και συζητήσαμε επίσης επί πολύ τις εισηγήσεις που έκαμαν ενώπιόν μας.  Θα εκφράσουμε τις απόψεις μας περιεκτικά.  Η έφεση θα απορριφθεί, και κατά συνέπεια η πρωτόδικη απόφαση θα επικυρωθεί για τους εξής λόγους.

(α)   Η παράγραφος 3(1) των σχεδίων υπηρεσίας, αναφορικά                     με τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα έχει ως εξής:

       “3.  Aπαιτούμενα προσόντα:

(1)  Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:

       Δημόσια διοίκηση, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Διοίκηση Προσωπικού, Οικονομικές, Πολιτικές ή Κλασσικές Επιστήμες, Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law).  Δημόσιες Σχέσεις, Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, Φιλοσοφία, Φιλολογία, Ιστορία.”

Η Συμβουλευτική Επιτροπή και στη συνέχεια η E.Δ.Y., που υιοθέτησε πάνω σε αυτό το ζήτημα τη θέση της Συμβουλευτικής, απλώς αναφέρουν πως  έκριναν ότι από τους 359 υποψήφιους, μόνο 10 δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, αναφορικά με τα ακαδημαϊκά προσόντα.  Για δυο όμως διορισθέντες, την Στέλλα Κοντού και Α. Χ”Πάκκο υπάρχει αμφισβήτηση κατά πόσο είχαν τα απαραίτητα ακαδημαϊκά προσόντα.

Ο συνάδελφός μας, που ασχολήθηκε με το ζήτημα πρωτοδίκως, έδωσε τη δική του ερμηνεία στη σχετική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας, την οποία αναφέρουμε σε συντομία πιο πάνω.  Η δική μας όμως γνώμη είναι πως δεν υπάρχει το προαπαιτούμενο θεμέλιο στην επίδικη απόφαση του αρμόδιου οργάνου.  Δεν διαπιστώνει δηλαδή ποία στην κρίση του είναι τα πραγματικά γεγονότα, που στη συνέχεια να υπαγάγει, αφού ερμηνεύσει, στα σχέδια υπηρεσίας, (δες Χ’Παύλου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, (1991) 3. A.A.Δ. 11).

Τα απαραίτητα προσόντα διατυπώνονται στα σχέδια υπηρεσίας με διαζευκτικές προτάσεις, ως εξής: “πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστο από τα θέματα ή συνδυασμό θεμάτων”.  Για να γίνουμε σαφέστεροι, η [*125]Συμβουλευτική και η E.Δ.Y. δεν αναφέρουν στην απόφασή τους ποιό ή ποιά από τα ακαδημαϊκά αυτά προσόντα έκριναν πως διαθέτουν οι υποψήφιοι.

Έχουμε την άποψη πως μόνο όπου τα στοιχεία είναι πρόδηλα και αναντίλεκτα, σε ότι αφορά τα ακαδημαϊκά προσόντα των υποψηφίων, το αρμόδιο όργανο μπορεί να μην κάμει ειδική αναφορά στα εκπαιδευτικά ενδεικτικά που τους καθιστούν προσοντούχους σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας.

(β)  Η Συμβουλευτική Επιτροπή και η E.Δ.Y. αποφάσισαν να θεωρήσουν την επιτυχία στο γραπτό διαγωνισμό όχι μόνο σαν προϋπόθεση ανάδειξης των προσοντούχων για τις θέσεις, αλλά και την απόδοση σ’ αυτόν ως στοιχείο μετρήσιμο στην αξία για την τελική επιλογή των καταλληλοτέρων.  Εγινε όμως, πρόσθετα του γραπτού διαγωνισμού, και προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της E.Δ.Y.. Είναι γνωστός κανόνας πως αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στο γραπτό διαγωνισμό.  Ομως, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται πως, σύμφωνα με την παραγρ. 4 του άρθρου 33 του Ν.1/90, η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορεί να διεξαγάγει γραπτή ή προφορική εξέταση ή και τα δυο.  Θεσμοθετεί δηλαδή ο Νόμος και τον προφορικό διαγωνισμό.  Νομίζουμε λοιπόν πως ανάλογα με την ποιότητα του περιεχομένου του διαγωνισμού στην κάθε περίπτωση και τη φύση των καθηκόντων της θέσης, η προφορική αυτή δοκιμασία έχει επίσης σημασία.  Αναμένεται επομένως, να αιτιολογείται η τελική επιλογή και με αναφορά στη διαφορά βαθμολόγησης στους δύο διαγωνισμούς.

(γ)  Το ζήτημα της αιτιολογίας μας φέρνει και στον πιο σοβαρό λόγο αποτυχίας της έφεσης.  Η παράγραφος 14 του άρθρου 33 του Νόμου, προβλέπει τα εξής:

    “(14) H γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά της καθεμιάς Επιτροπής και αιτιολογείται.”

Η Συμβουλευτική Επιτροπή στο σχετικό πρακτικό, που τιτλοφορείται “Γενική Εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση με αλφαβητική σειρά των ομάδων,” χωρίζει τους [*126]υποψήφιους σε 4 ομάδες.  Η κάθε ομάδα φέρει την επικεφαλίδα “εξαιρετική εντύπωση”, “παρά πολύ καλή εντύπωση”, “πολύ καλή εντύπωση” και “καλή εντύπωση”.  Απέναντι από την κάθε ομάδα υπάρχει μια σημείωση, που κατά την εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας, είναι η αιτιολογία αυτής της γενικής εντύπωσης.  Είναι όμως η γνώμη μας πως αυτή η ούτω καλούμενη αιτιολογία δεν προσθέτει τίποτε στην περιγραφή της γενικής εντύπωσης που διαβαθμίζεται ως “εξαιρετική”, “πάρα πολύ καλή”, “πολύ καλή” και “καλή”.  Στην κάθε ομάδα με φραστικό απλώς πλεονασμό, ανάλογα με την περίπτωση, προστίθεται πως οι υποψήφιοι απάντησαν κατά τρόπο εξαιρετικό, πάρα πολύ καλό κ.λπ., στις ερωτήσεις γνώσεων και κρίσεως.  Το “εξαιρετικά” γίνεται “πάρα πολύ καλά”, “πολύ καλά” και “καλά”, ανάλογα με την ομάδα στην οποία κατατάσσονται οι υποψήφιοι, όπως αναφέρουμε παραπάνω.

Αναιτιολόγητη είναι επίσης και η κρίση της Επιτροπής σε ότι αφορά την προφορική εξέταση.  Στο πρακτικό αναγράφεται μόνο η γενική της εντύπωση για τον κάθε υποψήφιο με τις καθιερωμένες φράσεις, που παραθέτουμε αμέσως πιο πάνω.  Το γεγονός πως καθορίστηκαν γενικά κριτήρια, για την αξιολόγηση των υποψηφίων στη συνέντευξη, δεν σημαίνει πως αυτά αποτελούν την αιτιολογία για την απόδοση του καθενός στη συνέντευξη.

Δεν κρίνουμε ορθό να κάμουμε νύξη ως προς το πώς, κατά την άποψη μας, θα ικανοποιούνταν οι πρόνοιες του Νόμου αναφορικά με την αιτιολογία.  Εναπόκειται στα αρμόδια όργανα να διατυπώνουν την αιτιολογία της απόφασης τους σύμφωνα με το νόμο, έχοντας πάντα υπόψη πως βασικός σκοπός της αιτιολογίας είναι ο έλεγχος της απόφασης από το Δικαστήριο.

Αντιλαμβανόμαστε πως τα διοικητικά όργανα επιφορτίζονται με ένα βαρύ και δύσκολο έργο, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν, όπως και στην παρούσα υπόθεση, πάρα πολλοί υποψήφιοι.     Είμαστε όμως όλοι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουμε πιστά τις διατάξεις του νόμου.

Επειδή θα γίνει επανεξέταση του ζητήματος, δε χρειάζεται να ασχοληθούμε με τους πρόσθετους ισχυρισμούς της αιτήτριας- εφεσίβλητης για πλάνη αναφορικά με την ιδιότητα της ως δημοσίου υπαλλήλου, ως και για παράλειψη διεξαγωγής έρευνας προς διαπίστωση της κατοχής από ορισμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα του προσόντος της πολύ καλή γνώσης της Ελληνικής γλώσσας.

[*127]

Ενόψει των ανωτέρω η έφεση της Δημοκρατίας απορρίπτεται.  Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.  Δε γίνεται διαταγή για έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο