Γεωργίου Kλεάνθης Hλία ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντή Kοινωνικών Aσφαλίσεων και άλλου. (1995) 3 ΑΑΔ 349

(1995) 3 ΑΑΔ 349

[*349]20 Σεπτεμβρίου, 1995

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Χ”ΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, NIKOΛAΪΔHΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΗΛΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείων - Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ,

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 1223)

 

Δεδικασμένο (Res Judicata) — Εφαρμοστέες νομικές και νομολογιακές Αρχές στην Κύπρο, Ελλάδα και Αγγλία — Στην Κύπρο κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, Άρθρο 146.5 — Κατά πόσο το δεδικασμένο μπορεί να θεωρηθεί θέμα δημόσιας τάξης με αποτέλεσμα να εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.

Κοινωνικές Ασφαλίσεις — Σύνταξη γήρατος — Καθορισμός της ηλικίας του αιτούντος ως προΰπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης — Προθεσμίες που θέτει ο Νόμος για την υποβολή αίτησης — Αναδρομική σύνταξη — Ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος 1980-1990 και οι περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παροχαί) Κανονισμοί του 1980-1987, Καν. 3(1) & 2(β).

Στις 28.5.1986 ο εφεσείων αποτάθηκε στην Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου για διόρθωση της ημερομηνίας γέννησής του από 22.5.1922 στις 19.12.1920 ισχυριζόμενος ότι η ορθή ημερομηνία ήταν η 19.12.1920. Αποτέλεσμα της διόρθωσης θα ήταν η παροχή σ’ αυτόν σύνταξης γήρατος από 19.5.1986, ημέρα κατά την οποία θα συμπλήρωνε από 19.12.1920 το 65 έτος της ηλικίας του.  Το αίτημα του εφεσείοντα απορρίφθηκε από την αρμόδια αρχή.  Ο εφεσείων προσέβαλε την πιο πάνω απορριπτική απόφαση με την προσφυγή αρ. 528/86.

Στις 2.9.1987 και ενώ η προσφυγή εκκρεμούσε, ο εφεσείων υπέβαλε αίτημα στον Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ο Διευθυντής) για παροχή σ’ αυτόν σύνταξης γήρατος, αφού είχε συμπληρώσει το 65 έτος [*350]της ηλικίας του ακόμα και με βάση την καταγραφείσα ημερομηνία γέννησης, από τις 27.5.1987.  Ταυτόχρονα επεφύλαξε τα δικαιώματά του αναφορικά με την προηγούμενη περίοδο, σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής του.  Ο Διευθυντής του παραχώρησε την αιτούμενη σύνταξη με τρίμηνη αναδρομική ισχύ, δηλ. από 2.6.1987, δυνάμει του Κανονισμού 3(1) και (2)(β) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παροχαί) Κανονισμών του 1980-1987, οι οποίοι εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 73 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου 1980-1990.

Η απόφαση της αρμόδιας αρχής να μη προβεί στη διόρθωση της ημερομηνίας γέννησης του εφεσείοντα ακυρώθηκε με την προσφυγή αρ. 526/86, στις 7.12.1987.  Μεταξύ έκδοσης της πιο πάνω δικαστικής απόφασης και της 22.2.1988, ο εφεσείων αποτάθηκε στον Διευθυντή ζητώντας να του καταβληθεί σύνταξη αναδρομικά από 19.12.1985, ημερομηνία κατά την οποία συμπλήρωσε στην πραγματικότητα το 65 έτος ηλικίας, μέχρι 2.6.1987 ημερομηνία από την οποία του είχε ήδη καταβληθεί σύνταξη.

Το αίτημα του εφεσείοντα απορρίφθηκε από τον Διευθυντή στις 2.7.1988, με την αιτιολογία ότι αυτό υπεβλήθη εκπρόθεσμα, αφού δεν είχε υποβληθεί μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία που συμπλήρωσε το 65 έτος της ηλικίας του.

Η απόφαση του Διευθυντή ακυρώθηκε με την προσφυγή 746/88.

Το αίτημα του εφεσείοντα επανεξετάστηκε από τον Διευθυντή ο οποίος αποφάσισε με βάση τον Κανονισμό 3 την χορήγηση σύνταξης από 2.9.1986 και όχι από 20.12.1985.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την καταχώρηση τρίτης προσφυγής με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση του Διευθυντή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφασή του αφού ερμήνευσε τους σχετικούς Κανονισμούς, κρίνοντας ότι εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση είχε ο Κανονισμός 3 και όχι ο Κανονισμός 4, χωρίς ως εκ τούτου να ασχοληθεί καθόλου με θέμα δεδικασμένου.

Λόγοι έφεσης:

1.  Παραγνώριση δεδικασμένου (res judicata), που δημιουργήθηκε με την προσφυγή αρ. 746/88.

2.  Εσφαλμένα εφαρμόστηκε ο Κανονισμός 3 αντί του Κανονισμού 4(3) με βάση τον οποίο ο εφεσείων είχε δικαίωμα για αναδρομική σύνταξη για περίοδο δύο χρόνων από την πρώτη πλη[*351]ρωμή.

Εκ μέρους του εφεσείοντα έγινε η εισήγηση ότι το θέμα δεδικασμένου μπορούσε να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, παρόλον ότι δεν εγέρθηκε προηγουμένως, αφού αποτελούσε θέμα δημόσιας τάξης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επέτρεψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Το δεδικασμένο, στην Κύπρο, έχει συνταγματική ισχύ δυνάμει του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος.

2.  Η έκταση την οποία καλύπτει το δεδικασμένο αποτελεί θέμα ερμηνείας που είναι πάντοτε θέμα νομικό.  Εφόσον η ύπαρξή του καταδειχθεί, επιβάλλεται η συμμόρφωση με αυτό στην έκταση που κατά την ερμηνεία του καλύπτει.

3.  Στην προκειμένη περίπτωση το θέμα δεδικασμένου παρόλο που δεν έχει διατυπωθεί με ορολογία που να υπογραμμίζει την αυτοτέλειά του, κατέστη με συγκεκριμένα στοιχεία και ότι συνάγεται από αυτά, θέμα για εξέταση.

4.  Με βάση τις αγγλικές αρχές επί του θέματος και τις αρχές που επεκράτησαν στην Ελλάδα και στην Κύπρο, το δεδικασμένο, ως προς το περιεχόμενό του, συνίσταται σε ότι καλύπτει η δικαστική απόφανση, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο διατακτικό αλλά εκτείνεται και στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου επί των επιδίκων θεμάτων (πραγματικών ή νομικών), στον βαθμό που απαιτείται για την κατάληξη η οποία εκφράζεται στο διατακτικό.

5.  Τόσο η απόφαση του Διευθυντή για χορήγηση σύνταξης στον εφεσείοντα από 2.9.1986 όσο και η εκκαλούμενη απόφαση αντίκεινται προς το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με την απόφαση στην προσφυγή αρ. 746/88, το οποίο δεν άφηνε χώρο για την ερμηνεία των Κανονισμών που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η επίδικη απόφαση του Διευθυντή ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.  Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

[*352]Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Δημοκρατία v. Ματθαίου, Α.Ε. ημερ. 12.7.1990.

Πιερής v. Δημοκρατίας, (1983) 3 Α.Α.Δ. 1054.

Απόφαση Σ.τ.Ε  851/1932

  “                 “      46/1973, ΑΠ39/1988, Ελλη. Δ/νη 1989, 1153

  “                 “      1429/1986

  “                 “      813/1981.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Στυλιανίδης, Δ.) που δόθηκε στις 27 Oκτωβρίου, 1990 (προσφυγή αρ. 755/89) με την οποία απορρίφθηκε η  προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της άρνησης των εφεσιβλήτων να του καταβάλουν αναδρομική πληρωμή σύνταξης γήρατος για την περίοδο από 19.12.1985 μέχρι 2.9.1986.

Κ. Κακουλλή (κα) για Γ. Κακογιάννη για τον εφεσείοντα.

A. Bασιλειάδης, Aν. Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Παραθέτουμε πρώτα το ιστορικό των περιστάσεων που οδήγησαν στην εκκαλούμενη απόφαση ως αναγκαία προϋπόθεση για την ευχερή κατανόηση των λόγων έφεσης.

Ο εφεσείων κατάγεται από την Πόλη Χρυσοχούς.  Στα ληξιαρχικά βιβλία της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου είχε καταχωρηθεί ως ημερομηνία γέννησής του η 22 Μαΐου 1922.  Την 28 Μαΐου 1986 αποτάθηκε στην αρμόδια αρχή για διόρθωση της ημερομηνίας γέννησης προβάλλοντας, με αναφορά σε διάφορα στοιχεία, ότι η ορθή ημερομηνία ήταν η 19 Δεκεμβρίου 1920. Το αποτέλεσμα τέτοιας διόρθωσης θα ήταν ότι, μετρώντας από τη 19 Δεκεμβρίου 1920, ο εφεσείων θα είχε ήδη, από 19 Μαΐου 1986, συμπληρώσει το 65ο έτος ηλικίας και ως εκ τούτου θα εδικαιούτο σε σύνταξη γήρατος.  Το πότε ο εφεσείων διαπίστωσε [*353]αυτή τη διάσταση στο χρόνο γέννησής του ή το πότε εύλογα θα μπορούσε να την είχε διαπιστώσει ώστε να καταφανεί ποία ήταν η πρώτη ευκαιρία που είχε για τη λήψη διορθωτικών μέτρων, δεν το γνωρίζουμε.  Η αρμόδια αρχή, με απόφασή της, ημερομηνίας 12 Ιουνίου 1986, απέρριψε το αίτημα για διόρθωση αναφέροντας ως λόγο ότι ο εφεσείων δεν είχε πείσει ότι η καταγραφείσα ημερομηνία ήταν λανθασμένη.  Ο εφεσείων προσέβαλε την εν λόγω απόφαση με την προσφυγή αρ. 528/86.

Την 2 Σεπτεμβρίου 1987, εκκρεμούσας της προσφυγής, ο εφεσείων υπέβαλε στον Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (στο εξής ο “Διευθυντής”), αίτηση με την οποία ζητούσε την χορήγηση σύνταξης γήρατος δεδομένου ότι, ακόμα και με βάση την καταγραφείσα ημερομηνία γέννησης, είχε ήδη από 27 Μαΐου 1987, συμπληρώσει το 65ο έτος ηλικίας, αλλά συνάμα επιφύλαξε τα δικαιώματά του αναφορικά με την προηγούμενη περίοδο σε περίπτωση που θα επιτύγχανε σε διόρθωση της ημερομηνίας γέννησης.  Ο Διευθυντής του παραχώρησε την αιτούμενη σύνταξη με τρίμηνη αναδρομική ισχύ, ήτοι, από 2 Ιουνίου 1987, και τούτο δυνάμει του Κανονισμού 3(1) & (2)(β) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παροχαί) Κανονισμών του 1980 - 1987, οι οποίοι εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 73 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου 1980 - 1990. Στον εν λόγω Κανονισμό προβλέπεται ότι η αίτηση υποβάλλεται εντός χρονικού διαστήματος τριών μηνών από την ημερομηνία που προέκυψε το δικαίωμα.

Ακολούθως, την 7 Δεκεμβρίου 1987, εκδόθηκε στην προσφυγή αρ. 526/86 απόφαση με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της αρμόδιας αρχής να μήν προβεί σε διόρθωση της ημερομηνίας γέννησης του εφεσείοντος.  Ως αποτέλεσμα, η αρμόδια αρχή προέβη ακολούθως στη σχετική διόρθωση.  Την ημερομηνία αυτής της εξέλιξης δεν τη γνωρίζουμε.  Πάντως ήταν μεταξύ της έκδοσης της αναφερθείσας δικαστικής απόφασης και της 29 Φεβρουαρίου 1988 κατά την οποία ο εφεσείων, εφοδιασμένος με νέο πιστοποιητικό γέννησης στο οποία αναγραφόταν η ορθή πλέον ημερομηνία, αποτάθηκε με επιστολή στον Διευθυντή ζητώντας να του καταβληθεί σύνταξη αναδρομικά από 19 Δεκεμβρίου 1985, ημερομηνία κατά την οποία στην πραγματικότητα ο εφεσείων είχε συμπληρώσει το 65ο έτος ηλικίας, μέχρι την 2 Ιουνίου 1987, ημερομηνία από την οποία του είχε ήδη καταβληθεί σύνταξη.  Aς σημειωθεί ότι στη δικογραφία απαντάται και η 28 Μαΐου 1987 ως εναλλακτική της 2 Ιουνίου 1987, προφανώς επειδή η πρώτη ήταν η ημερομηνία που έφερε η αίτηση του εφεσείοντος για σύνταξη, ενώ η 2 Ιουνίου 1987 λάμβανε υπόψη την [*354]ημερομηνία παραλαβής της αίτησης από τον Διευθυντή.  Θα θεωρήσουμε ως τη σχετική σε τούτο ημερομηνία, την 2 Ιουνίου 1987.

Με επιστολή ημερομηνίας 2 Ιουλίου 1988, γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα απόφαση του Διευθυντή με την οποία απορριπτόταν το αίτημα.  Το ουσιώδες μέρος της επιστολής είχε ως εξής:

“Στην αίτησή σας για σύνταξη, που υποβλήθηκε στις 2.9.1987 είχατε δηλώσει σαν ημερομηνία γεννήσεως την 28ην Μαΐου 1922, ενώ η προσφυγή σας για διόρθωση της ημερομηνίας αυτής καταχωρήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο μέσα στο 1986.  Η περίπτωσή σας θα ήτο διαφορετική αν η αίτησή σας υποβάλλετο με βάση την ημερομηνία γεννήσεως που καταχωρήθηκε στην προσφυγή σας δηλαδή τις 19.12.1920.  Με βάση τα πιο πάνω το αίτημά σας για αναδρομική πληρωμή δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθεί, επειδή πρόκειται για εκπρόθεσμη υποβολή αίτησης για σύνταξη γήρατος, η οποία στην περίπτωσή σας έπρεπε να υποβληθεί μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία συμπλήρωσης του 65ου έτους της ηλικίας σας, δηλαδή στις 19.12.1985.”

Εναντίον αυτής της απόφασης του Διευθυντή ο εφεσείων καταχώρησε την προσφυγή αρ. 746/88.  Ο Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής εξέδωσε την 13 Ιουλίου 1989 ακυρωτική απόφαση η οποία δεν εφεσιβλήθηκε.  Επειδή η εν λόγω απόφαση ενέχει κρισιμότητα σε ό,τι ακολούθησε, θεωρούμε χρήσιμο, προτού προχωρήσουμε για συμπλήρωση του ιστορικού, να αναφερθούμε στα όρια τα οποία καλύπτει η απόφαση με το σκεπτικό και την κατάληξή της.  Σε τούτο περιοριζόμαστε μόνο σε ο,τι εμφαίνεται στο κείμενο της απόφασης δεδομένου ότι τα στοιχεία της δικογραφίας από την οποία προέκυψε δεν έχουν αποτελέσει συναρτημένο υλικό στα υπό εξέταση θέματα.  Στην εν λόγω απόφαση, αφού το Δικαστήριο πρώτα κατευθύνει την προσοχή του στον Κανονισμό 3(1) & 2(β), ακολούθως επισημαίνει, με αναφορά σε νομολογία, την αναγκαιότητα προσκόμισης πιστοποιητικού γέννησης προκειμένου η αίτηση για σύνταξη γήρατος να αποκτήσει το αναγκαίο έρεισμα από άποψης καθορισμού της ηλικίας του αιτούντος ως την προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης.  Με αυτό ως αφετηρία, εκτίθεται πρώτα μια διαπίστωση και έπειτα ένας συλλογισμός που καταλήγει στην έκφραση συγκεκριμένης γνώμης σε σχέση με τη δεύτερη αίτηση του εφεσείοντος στη βάση του νέου πιστοποιητικού γέννησης.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

[*355]

“Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παροχή σύνταξης γήρατος σύμφωνα με την ημερομηνία που αναγραφόταν στο Πιστοποιητικό Γεννήσεως και συμμορφώθηκε καθ’ όλα με τις πρόνοιες και τους περιορισμούς που διαγράφονται από το Νόμο. Εάν ο αιτητής υπέβαλλε αίτηση στις 19.12.1985, κατά την ημερομηνία δηλαδή που έφθασε στη συντάξιμη ηλικία όπως μετά επιβεβαιώθηκε με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν θα τηρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις σύμφωνα με τα έγγραφα που θα παρουσίαζε.  Κατά τη γνώμη μου ο αιτητής ενήργησε ορθά.”

Η ουσία της διαπίστωσης που περιέχεται στην πρώτη πρόταση του αποσπάσματος συνίσταται, καθώς μας φαίνεται, στα εξής, ήτοι, ότι η αίτηση για σύνταξη την οποία είχε υποβάλει ο εφεσείων δεν μπορούσε παρά να ήταν χρονικά συναρτημένη με την έκδοση του νέου πιστοποιητικού γέννησης το οποίο προέκυψε ως αποτέλεσμα της απόφασης στην προσφυγή αρ. 528/86 και ότι ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση έγκαιρα κατόπιν έκδοσης του νέου πιστοποιητικού.  Ο συλλογισμός στη δεύτερη πρόταση αποτελεί απλώς επεξήγηση και δεν προσθέτει στη διαπίστωση επί της ουσίας.  Τέλος, με την τρίτη πρόταση, εκφέρεται η γνώμη περί ορθότητας της υπό αναφορά ενέργειας του εφεσείοντος.  Την εν λόγω παράγραφο ακολουθεί, στην αμέσως επόμενη παράγραφο, η απόφανση ότι:

“Η διοίκηση είχε υποχρέωση να συμμορωθεί με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και να αποκαταστήσει τον αιτητή στην θέση που θα βρισκόταν αν δεν υπήρχε το λάθος στο Πιστοποιητικό Γεννήσεως του.  Αναγκαστικά και οι προθεσμίες που θέτει ο νόμος για την υποβολή της αίτησης αρχίζουν να λειτουργούν από την ημερομηνία που έγινε η διόρθωση.”

Kατά τη γνώμη μας με αυτή την απόφανση τίθεται, έστω κατά τρόπο έμμεσο, το νομικό καθεστώς - δηλαδή ο τρόπος ερμηνείας του σχετικού Νόμου και των Κανονισμών - κάτω από το οποίο θα έπρεπε να είχε εξεταστεί, κατ’ επέκταση και στο μέλλον να εξεταστεί, το αίτημα του εφεσείοντος για χορήγηση σύνταξης από 20 Δεκεμβρίου 1985.  Με την πρώτη πρόταση της εν λόγω απόφανσης δηλώνεται η αναγκαιότητα αναδρομής στις 20 Δεκεμβρίου 1985 ως την ημερομηνία κτήσης δικαιώματος για τη χορήγηση σύνταξης ενόψει της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 526/86.  Ενώ με τη δεύτερη πρόταση διευκρινίζεται ότι ως χρόνος καθυστέρησης στην υποβολή αίτησης λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος εκείνος που αρχίζει μετά τη διόρθωση του πιστοποιη[*356]τικού γέννησης και ότι, εφόσον καθοριστεί η έκτασή του, προσμετρά πλέον με αναφορά όχι προς την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, αλλά προς την 20 Δεκεμβρίου 1985.  Η διαπίστωση από το Δικαστήριο λίγο πιο πριν ότι η αίτηση δεν ήταν εκπρόθεσμη λάμβανε προφανώς υπόψη ότι, καθώς είδαμε, η ημερομηνία διόρθωσης, όποια και αν ήταν, αναγόταν χρονικά μεταξύ της απόφασης στην προσφυγή αρ. 528/86, η οποία εκδόθηκε την 7 Δεκεμβρίου 1987 και της νέας αίτησης για σύνταξη στη βάση του νέου πιστοποιητικού η οποία υποβλήθηκε την 29 Ιανουαρίου 1988, ήτοι, εντός της προβλεπόμενης τριμηνιαίας προθεσμίας χάριτος.

Κατόπιν της έκδοσης της εν λόγω δικαστικής απόφασης, ο Διευθυντής, έχοντάς την υπόψη του, επανεξέτασε το αίτημα του εφεσείοντος.  Και με επιστολή, ημερομηνίας 7 Αυγούστου 1989, του γνωστοποίησε πως αποφάσισε τη χορήγηση σύνταξης από 2 Σεπτεμβρίου 1986 και όχι από 20 Δεκεμβρίου 1985.  Η αιτιολογία αυτής της απόφασης του Διευθυντή συνίστατο στα εξής:

“Η ημερομηνία υποβολής της αίτησής σας είναι 2.9.1987.  Σύμφωνα με την επιφύλαξη του εδαφίου (2) του άρθρου 3 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παροχαί) Κανονισμών του 1980 - 1984 ο λόγος που η αίτησή σας υποβλήθηκε εκπρόθεσμα θεωρήθηκε σαν εύλογη αιτία για τη σημειωθείσα καθυστέρηση, η οποία όμως σε καμμιά περίπτωση παρατείνεται πέραν των δώδεκα μηνών από τη σχετική ημερομηνία.”

Ο εφεσείων καταχώρησε τότε την τρίτη κατά σειρά προσφυγή στην οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη δικαστική απόφαση.  Με την τελευταία αυτή προσφυγή ο εφεσείων ζητούσε δύο δηλώσεις οι οποίες, παρά τη διαφορά στο λεκτικό τους, κατέτειναν στο αυτό αποτέλεσμα.  Είναι επομένως αρκετό να παραθέσουμε την πρώτη από αυτές ως απεικονίζουσα ό,τι εζητείτο ως θεραπεία. Είναι η εξής:

“Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Καθ’ ου η Αίτηση 1 που περιέχεται στην επιστολή του ημερομηνίας 7.8.1989 με την οποία απορρίπτει το αίτημα του Αιτητή για αναδρομική πληρωμή σύνταξης γήρατος για την περίοδο από 19.12.1985 (ημερομηνία που ο Αιτητής συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία) μέχρι 2.9.1986 είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.”

Παρόλον που στο αιτητικό της προσφυγής δεν παρεχόταν ένδει[*357]ξη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ’ αντίθεση προς δεδικασμένο, εν τούτοις, από την έκθεση των γεγονότων τα οποία ο εφεσείων επικαλείτο, προέκυπτε ότι έρεισμα αποτελούσε το δεδικασμένο που δημιούργησε η απόφαση στην προσφυγή αρ. 746/88, απόφαση η οποία μάλιστα κατατέθηκε ως τεκμήριο.  Έπειτα, στην αγόρευσή της πρωτόδικα, η συνήγορος του εφεσείοντος εξήγησε τα περιστατικά της υπόθεσης κατά τρόπο που ενώ εξυπονοούσε το δεδικασμένο ως την ορθολογική βάση της κατάληξης στην προσφυγή αρ. 746/88, εν τούτοις δεν εξειδίκευε, με την έννοια της στοχευμένης λεκτικής άρθρωσης, θέμα δεδικασμένου και επικέντρωσε τη νομική επιχειρηματολογία της στην ερμηνεία των προνοιών του Νόμου και των Κανονισμών με ιδιαίτερο βάρος στους Κανονισμούς 3 και 4.  Εισηγήθηκε συναφώς πως εν προκειμένω εφαρμογή είχε ο Κανονισμός 4 και όχι ο Κανονισμός 3.  Το ίδιο και η επιχειρηματολογία της άλλης πλευράς επικεντρώθηκε στην ερμηνεία των εν λόγω Κανονισμών, με αντίθετη εισήγηση ως προς το ποιός από τους δύο Κανονισμούς ήταν ο εφαρμοστέος στην προκείμενη περίπτωση.

Πρωτόδικα, το Δικαστήριο αντίκρυσε το αποτέλεσμα στην προσφυγή αρ. 746/88, με τον τρόπο που εμφαίνεται στην εξής περικοπή:

“Στις 13 Ιουλίου, 1989, το Ανώτατο Δικαστήριο, με βάση την επιφύλαξη του Κανονισμού 3(2) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παροχαί) Κανονισμών του 1980 έως 1987, (Κ.Δ.Π. 243/80, 74/83, 258/85, 263/87), (οι ‘Κανονισμοί’), ακύρωσε την απόφαση του Διευθυντή, επειδή ο αιτητής απόδειξε Έύλογη αιτία’ για τη μη υποβολή της αίτησης μέσα στην καθορισμένη προθεσμία των τριών μηνών.  Μετά την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, ο Διευθυντής επανεξέτασε την υπόθεση και ενέκρινε πληρωμή αναδρομικής σύνταξης γήρατος από 2 Σεπτεμβρίου, 1986. Βάσισε την απόφασή του στον Κανονισμό 3 και την κοινοποίησε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 7 Αυγούστου, 1989.”

Επομένως, τη λύση το Δικαστήριο την αναζήτησε στους εν λόγω Κανονισμούς, αφού πρώτα αναφέρθηκε στα άρθρα 36 και 60 του Νόμου ως υπόβαθρο.  Και κατέληξε στην απόφασή του ως αποτέλεσμα της ερμηνείας των Κανονισμών, κρίνοντας ότι εφαρμογή είχε στην παρούσα περίπτωση ο Κανονισμός 3 και όχι ο Κανονισμός 4.  Με θέμα δεδικασμένου το Δικαστήριο πρωτόδικα δεν ασχολήθηκε καθόλου.

Καθώς ήδη αναφέραμε, ο Κανονισμός 3(1) & (2)(β) προβλέπει [*358]τη χορήγηση παροχής αναδρομικά για διάστημα μέχρι τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Προστίθεται όμως και η επιφύλαξη ότι εάν αποδειχθεί “εύλογη αιτία” για την καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης, τότε η χορήγηση παροχής επεκτείνεται χρονικά σε διάστημα μέχρι δώδεκα μηνών.  Έπειτα, στον Κανονισμό 3(4), προβλέπεται ότι, έξω από τις προβλεπόμενες προθεσμίες, το δικαίωμα για σύνταξη αποσβένεται.  Ο Κανονισμός 4(3) τον οποίο επικαλέσθηκε η συνήγορος του εφεσείοντος προβλέπει ότι εφόσον εγκρίνεται η χορήγηση παροχής, το δικαίωμα αποσβένεται μόνο σε σχέση με περίοδο που υπερβαίνει τα δύο έτη από την ημερομηνία της τελευταίας πληρωμής.

Eνώπιόν μας, η συνήγορος του εφεσείοντος ανέπτυξε επιχειρηματολογία αναφορικά με δύο λόγους έφεσης.  Με τον ένα που ήταν, καθώς ανέφερε, και ο κύριος, η απόφαση εμφανίζεται λανθασμένη ως παραγνωρίζουσα δεδικασμένο που δημιούργησε η απόφαση στην προσφυγή αρ. 746/88.  Και με τον άλλο, που ήταν εναλλακτικός, προβάλλεται ότι εφαρμογή είχε εν προκειμένω ο Κανόνας 4(3), ο οποίος, κατά την εισήγηση της συνηγόρου, παρείχε στον εφεσείοντα δικαίωμα για χορήγηση σύνταξης αναδρομικά για περίοδο δύο ετών πριν από την πρώτη πληρωμή.     Σε σχέση με αυτό τον δεύτερο λόγο μπορούμε να πούμε συνοπτικά ότι, όπως ορθά υπέδειξε το Δικαστήριο πρωτόδικα, ο Κανονισμός 4(3) καμιά σχέση δεν έχει με το πρόβλημα που ανέκυψε στην παρούσα υπόθεση.

Ως προς τον πρώτο λόγο, η συνήγορος ξεκίνησε εκφράζοντας την άποψη ότι το θέμα δεδικασμένου δεν είχε τεθεί πρωτόδικα. Εισηγήθηκε ωστόσο ότι το θέμα είχε παρούσα σημασία διότι αποτελούσε θέμα δημόσιας τάξης το οποίο το Δικαστήριο θα μπορούσε και θα έπρεπε να εξετάσει αυτεπάγγελτα.  Η συνήγορος παρέπεμψε εκτενώς σε Ελληνικά συγγράμματα και σε κάποια Κυπριακή νομολογία ως προς την έννοια και την έκταση που καλύπτει το δεδικασμένο και έπειτα εξήγησε ότι παρόλον που στη νομολογία δεν υπάρχει ρητή αναφορά στο δεδικασμένο ως θέμα δημόσιας τάξης, εν τούτοις η εξειδίκευση τέτοιων θεμάτων, όπως στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ματθαίου Α.Ε. αρ. 832 / 12.7.1990, δεν ήταν παρά μόνο ενδεικτική και όχι εξαντλητική.  Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων αντιτάχθηκε σε αυτό, προβάλλοντας την άποψη ότι η εξέταση δεδικασμένου προϋποθέτει υπόβαθρο γεγονότων και ενδεχομένως την προσαγωγή μαρτυρίας σε σχέση με αυτά.  Κατέληξε συναφώς ότι όχι μόνο δεν μπορούσε να προωθηθεί θέμα δεδικασμένου χωρίς αυτό να είχε προηγουμένως εγερθεί στοχευμένα ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα αντιμετώπισής του, αλλά και δεν μπο[*359]ρούσε να θεωρηθεί θέμα δημόσιας τάξης δεδομένου ότι στη νομολογία που εξειδικεύονται θέματα δημόσιας τάξης δεν περιλαμβάνεται κι αυτό.

Η επίκληση δεδικασμένου (res judicata) θέτει πάντοτε θέμα τουλάχιστο μερικώς πραγματικό δεδομένου ότι αναφέρεται σε μια κατάσταση, η ύπαρξη της οποίας δεν μπορεί να είναι γνωστή εκτός εάν αποδειχθεί έστω και αν η απόφαση η οποία ενσωματώνει το δεδικασμένο αποτελεί μέρος της νομολογίας. Αυτό βέβαια αφορά μόνο την ύπαρξη του δεδικασμένου καθεαυτήν. Η έκταση όμως την οποία καλύπτει το δεδικασμένο αποτελεί θέμα ερμηνείας που είναι πάντοτε θέμα νομικό. Πάντως, εφόσον η ύπαρξη δεδικασμένου καταδειχθεί - με υλικό που ποικίλει βέβαια ανάλογα με την περίπτωση - επιβάλλεται η συμμόρφωση με αυτό στην έκταση που κατά την ερμηνεία του καλύπτει.

Στην Κύπρο, στον τομέα του διοικητικού δικαίου, το δεδικασμένο δεν αποτελεί, όπως στην Αγγλία, μόνο δόγμα δικαίου ή, όπως στην Ελλάδα, θέμα αρχής που εν τέλει έτυχε νομοθετικής ρύθμισης αλλά, καθώς επισημαίνεται στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Πιερής ν. Δημοκρατίας (1983)3 Α.Α.Δ. 1054, (στη σελ. 1066), έχει συνταγματική ισχύ δυνάμει του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος. Διαλαμβάνεται εκεί ότι:

“146  ..............................................................................................

5.  Η κατά την τέταρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις δεσμεύει πάν δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην.”

Ενόψει αυτής της συνταγματικής επιταγής εγείρεται ζήτημα αναφορικά με το κατά πόσο δεν θα έπρεπε, εφόσον από τη δικογραφία αναδύεται σαφώς το δεδικασμένο, να θεωρείται και αυτό ως αναγόμενο - όπως και η εκτελεστότητα πράξης, το έννομον συμφέρο και το εκπρόθεσμο της προσφυγής - στον τομέα δημόσιας τάξης. Λέγοντας το αυτό δεν παραγνωρίζουμε βέβαια ότι οι ήδη αναγνωρισμένες περιπτώσεις δημόσιας τάξης αποτελούν από τη φύση τους απαραίτητη προϋπόθεση για θεμελίωση του δικαιώματος προσφυγής, ενώ η περίπτωση δεδικασμένου αναφέρεται σε ό,τι επιβάλλεται ως κατάληξη της προσφυγής.  Όμως αυτή η διαφορά ίσως να μήν επιδρά κατά τρόπο κρίσιμο στο θέμα αρχής που είναι νομίζουμε το πώς, μέσα στο πλαίσιο γενικής πολιτικής, ορίζεται η [*360]έννοια της “δημόσιας τάξης”.  Στην Ελλάδα, καθώς αναφέρει ο Φ. Θ. Βεγλερής στο σύγγραμμα του “Η Συμμόρφωσις της Διοικήσεως εις τας Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας”, η Σ.τ.Ε 851/1932 υποστηρίζει την άποψη ότι θέμα δεδικασμένου μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπάγγελτα.  Καταλήγει επομένως στα εξής (στη σελ. 63):

“Ότι ο λόγος ακυρώσεως εκ παραβάσεως του δεδικασμένου δύναται και εξ επαγγέλματος να ληφθή υπ’ όψιν υπό του Συμβουλίου της Επικρατείας, τούτο είναι αναμφίβολον, καθ’ ό σύμφωνον με την λοιπήν νομολογίαν περί της απεριορίστου εκ των προτάσεων των διαδίκων ερεύνης της νομιμότητος της προσβαλλομένης πράξεως αρκεί όμως να συντρέχουν αι ουσιαστικαί προϋποθέσεις υπάρξεως δεδικασμένου.”

Ωστόσο, δεν παρίσταται ανάγκη να εκφέρουμε οριστική άποψη δεδομένου ότι, κατά τη γνώμη μας, εδώ το θέμα δεδικασμένου, παρόλον που δεν διατυπώθηκε με ορολογία που να υπογραμμίζει την αυτοτέλειά του, κατέστη με συγκεκριμμένα στοιχεία και ό,τι συνάγεται από αυτά, θέμα για εξέταση.  Και δεν θα έπρεπε να είχε παραγνωριστεί.  Η αντίθετη περί τούτου άποψη ακόμα και της συνηγόρου του εφεσείοντος δεν μεταβάλλει αυτή την εξ αντικειμένου διαπιστωθείσα πραγματικότητα.  Συνεπώς ο σχετικός με αυτό λόγος έφεσης αποκτά έρεισμα.  Το ερώτημα είναι λοιπόν το κατά πόσο η απόφαση του Διευθυντή, ημερομηνίας 7 Αυγούστου 1989, αφίστατο δεδικασμένου που δημιούργησε η απόφαση στην προσφυγή αρ. 746/88.

Το δεδικασμένο προϋποθέτει κατ’ αρχήν τη δικαστική απόφανση επί της ουσίας εγειρoμένης διαφοράς και όχι επί καταλήξεων όταν αυτές είναι αποτέλεσμα της έλλειψης των προϋποθέσεων για την εξέταση της ουσίας.  Έπειτα, ως προς το περιεχόμενο του, το δεδικασμένο συνίσταται σε ό,τι καλύτει η απόφανση είτε ρητά είτε ως αναπόφευκτο συμπέρασμα: βλ. Πιερής ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).  Η δικαστική απόφανση, όπως χρησιμοποιούμε τον όρο, δεν περιορίζεται σε μόνο το διατακτικό αλλά εκτείνεται και στην όποια διαπίστωση του Δικαστηρίου επί επίδικου θέματος, πραγματικού ή νομικού, στο βαθμό που απαιτείται για την κατάληξη την οποία εκφράζει το διατακτικό.  Αυτή η αντίκρυση του θέματος λαμβάνει υπόψη τόσο τις αγγλικές αρχές επί του θέματος - οι πιο σημαντικές αποφάσεις εκτίθενται στην Πιερής ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) - αλλά και τις αρχές που επικράτησαν στην Ελλάδα κατά την ερμηνεία σχετικής διαταγής αναφορικά με τον προσδιορισμό του κριθέντος θέματος.  Συνοψίζονται στο σύγγραμμα “Εγχει[*361]ρίδιο Διοικητικού Δικαίου” του Επ. Σπηλιωτόπουλου, 6η Έκδ. στη σελ. 548 ως εξής:

“Όπως από όλες τις αποφάσεις του ΣΕ, έτσι και από τις αποφάσεις που εκδίδονται επί αιτήσεων ακυρώσεως, είτε είναι απορριπτικές είτε ακυρωτικές, πηγάζει δεδικασμένο (Δ/μα 18/1989, άρθρο 50 # 5), το οποίο καλύπτει τόσο το ακυρωτικό αποτέλεσμα (στην περίπτωση των ακυρωτικών αποφάσεων) που διατυπώνεται στο διατακτικό, όσο και τα ‘διοικητικής φύσεως’ ζητήματα που κρίθηκαν με σκέψεις, οι οποίες διατυπώνονται στην αιτιολογία της απόφασης.  Ως προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα, το δεδικασμένο, λόγω του διαπλαστικού του χαρακτήρα, αφού εξαφανίζει την πράξη, ισχύει για όλους.  Όσον αφορά τα ‘διοικητικής φύσεως’ ζητήματα, πρέπει να συντρέχουν οι συνήθεις προϋποθέσεις του δεδικασμένου:  ταυτότητα προσώπου (ΣΕ 46/1973, ΑΠ 39/1988, Ελλ. Δ/νη 1989, 1153) και ταυτότητα διαφοράς, δηλαδή διαφοράς που θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά ή νομικά δεδομένα (ΣΕ 1429/1986).  Είναι δε ‘διοικητικής φύσεως’ ζητήματα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που ρυθμίζονται από κανόνες του διοκητικού δικαίου και αναφέρονται στη μείζονα ή την ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού της απόφασης, εφόσον ήταν αντικείμενο διάγνωσης και κρίσης και βρίσκονται σε συνάρτηση με το συμπέρασμα που έγινε δεκτό από την απόφαση (ακύρωση της πράξης ή απόρριψη της αίτησης) δηλαδή, αποτελούν το στήριγμα του συμπεράσματος αυτού (ΣΕ 813/1981, 1429/1986).”

Στην προκειμένη περίπτωση είναι, κατά τη γνώμη μας, προφανές ότι ο Διευθυντής με την απόφασή του ημερομηνίας 7 Αυγούστου 1989, ενήργησε κατ’ αντίθεση προς δεδικασμένο που δημιούργησε η δικαστική απόφαση στην προσφυγή αρ. 746/88 με την οποία, καθώς είπαμε κατά την ανάλυση της ενωρίτερα, τέθηκε το νομικό καθεστώς για την εξέταση του αιτήματος του εφεσείοντος για σύνταξη όπως και το πραγματικό βάθρο.  Ο Διευθυντής ενήργησε κατ’ αντίθεση διότι, παραγνωρίζοντας την έννοια της εν λόγω δικαστικής απόφασης επιχείρησε επίλυση του προβλήματος στη βάση δικού του προσανατολισμού ως προς το τί επέβαλλε η ορθή ερμηνεία των Κανονισμών.  Και κατέληξε, στο εγχείρημα που ανέλαβε, σε ερμηνεία διαφορετική από εκείνη που είχε τεθεί με το δεδικασμένο.  Στην προσφυγή η οποία ακολούθησε, ήτοι εκείνη στην οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, το Δικαστήριο προέβη σε ανάλογο εγχείρημα.  Η άποψη του Δικαστηρίου πρωτόδικα ότι η απόφαση στην προσφυγή αρ. 746/88 είχε ως λόγο την “εύλογη αιτία” (ως προς την καθυστέρηση υποβολής αίτη[*362]σης) όπως η φράση αυτή απαντάται στην επιφύλαξη του Κανονισμού 3(1) & 2(β) έτσι ώστε να εφαρμόζεται εδώ αυτή η επιφύλαξη ήταν, όπως προκύπτει από την ανάλυσή μας, εσφαλμένη.  Υπήρχε επί του προκειμένου δεδικασμένο το οποίο δεν άφηνε χώρο για τέτοια ερμηνεία των Κανονισμών.  Το δικαίωμα του εφεσείοντος - και μόνο αυτού βέβαια - το οποίο απέρρεε από το δεδικασμένο δεν μπορούσε να αναιρεθεί από κατάληξη διαφορετική.  Και τούτο ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις μας ως προς την ορθότητα της ερμηνείας που δόθηκε στους κανονισμούς με την απόφαση που δημιούργησε το δεδικασμένο.

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η επίδικη απόφαση του Διευθυντή ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.  Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 

H έφεση επιτυγχάνει χωρίς διαταγή για έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο