Γαλανού Θάλεια και Άλλος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω Eπιτροπής Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας (1996) 3 ΑΑΔ 43

(1996) 3 ΑΑΔ 43

[*43]12 Φεβρουαρίου, 1996

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ Δ/στές]

ΘΑΛΕΙΑ ΓΑΛΑΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

KΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ης η αίτηση,

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1317).

 

Εκπαιδευτικοί Υπάλληλοι — Διορισμοί — Θεσμοθετημένα κριτήρια — Διορισμός στη θέση Επιθεωρητή Β’ (Ειδικών Μαθημάτων) Δημοτικής Εκπαίδευσης για την ειδικότητα της Τέχνης — Ισοδυναμία υποψηφίων με ελαφρά υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου — Μικρό σφάλμα στη βαθμολογία του εφεσείοντα το οποίο δεν επηρέασε την τελική κρίση της Ε.Ε.Υ. — Δεν τεκμηρίωσε ισχυρισμό για ύπαρξη πλάνης — Εφαρμοστέες αρχές για να κριθεί η επενέργεια πλάνης στη λήψη διοικητικής απόφασης.

Εκπαιδευτικοί Υπάλληλοι — Διορισμοί — Αρχαιότητα — Η αρχαιότητα της εφεσείουσας δεν αντιστάθμισε σε αξία την υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου.

Εκπαιδευτικοί Υπάλληλοι — Διορισμοί — Υπηρεσιακές Εκθέσεις — Βαθμολογία υποψηφίων — Έκθεση Συμβουλευτικής Επιτροπής — Ευσυνειδησία — Προσωπικές συνεντεύξεις — Ο περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμος του 1969 (Ν.10/69) όπως τροποποιήθηκε, Άρθρο 35(Β)(10)(α)(ι) και 35(Β)(10)(α)(ιι).

Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε, με βάση τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, σταθερή βαθμολογία από το 1979 μέχρι το 1987, εν αντιθέσει προς την εφεσείουσα η οποία είχε χαμηλότερη βαθμολογία εκτός από το 1987 που είχε ένα βαθμό περισσότερο από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.  Επίσης η εφεσείουσα υστερούσε στις συνεντεύξεις σύμφωνα με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στο φάκελό της υπήρχαν παρατη[*44]ρήσεις αναφορικά με την ευσυνειδησία της.  Επιπλέον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερείχε σε αρχαιότητα στη Δημοτική Εκπαίδευση ενώ η εφεσείουσα είχε περισσότερη υπηρεσία σαν καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση και στην Παιδαγωγική Ακαδημία.

Η απόφαση της Ε.Ε.Υ. επικυρώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Στην έφεση, οι εφεσείοντες, ισχυρίστηκαν ότι η απόφαση της Ε.Ε.Υ. λήφθηκε με πλάνη, παράλειψη συνυπολογισμού του συνόλου των θεσμοθετημένων κριτηρίων που είναι η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητα, πρόσδοση σημασίας σε εξωγενή παράγοντα, παράλειψη αξιολόγησης των προσόντων των υποψηφίων και παραγνώριση της αρχαιότητας της εφεσείουσας.

Η εσφαλμένη καταγραφή στο πρακτικό της Ε.Ε.Υ. της βαθμολογίας του εφεσείοντα στην Υπηρεσιακή Έκθεση του 1979 (35 αντί 36) ήταν παραδεκτό γεγονός και από τις δύο πλευρές.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Η υπηρεσία του ενδιαφερομένου προσώπου στη Δημοτική Εκπαίδευση προσμέτρησε σε σχέση με την αξία και δεν αποτέλεσε κριτήριο για επιλογή του, γι’ αυτό και η αντίληψη πως η Ε.Ε.Υ. πρόσδωσε βαρύτητα σε εξωγενή παράγοντα είναι λανθασμένη.  Η αναφορά στην μακρά υπηρεσία του ενδιαφερομένου προσώπου στην Δημοτική Εκπαίδευση έγινε μόνο για να αιτιολογηθεί η κρίση της Ε.Ε.Υ. πως η αρχαιότητα της εφεσείουσας στη Μέση Εκπαίδευση και μετά στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου δεν αντιστάθμισε σε αξία την υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου.

2.  Το σφάλμα στη βαθμολογία του εφεσείοντα, που αναφέρεται πιο πάνω, δεν επέδρασε στην τελική κρίση της Ε.Ε.Υ. και γι’ αυτό δεν αποτελεί πλάνη. Η επενέργεια πλάνης κρίνεται μετά από συνεκτίμηση του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης.

3.  Σύμφωνα με τα θεσμοθετημένα κριτήρια, τα οποία ορθά εφαρμόστηκαν από την Ε.Ε.Υ. στη λήψη της επίδικης απόφασης, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν ο επικρατέστερος μεταξύ των υποψηφίων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

[*45]Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Παπαϊωάννου και Άλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Aρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713,

Αντωνίου v. Α.Η.Κ., Yπόθ. Aρ. 116/92, ημερ. 31.3.1993.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Α. Λοΐζου, Π.) που δόθηκε στις 8 Φεβρουαρίου, 1991 (Προσφυγές Αρ. 465/89 και 501/89), με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές των εφεσειόντων εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Επιθεωρητή Β’ (Ειδικών Μαθημάτων) Δημοτικής Εκπαίδευσης, για την ειδικότητα της Τέχνης.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Ρ. Βραχίμη-Πετρίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για την Εφεσίβλητη Δημοκρατία.

Α. Δημητρίου για Ε. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες προσέβαλαν το κύρος του διορισμού του ενδιαφερομένου προσώπου στη θέση Επιθεωρητή Β’ (Ειδικών Μαθημάτων) Δημοτικής Εκπαίδευσης, για την ειδικότητα της Τέχνης.  Ο συνάδελφός μας που εκδίκασε την προσφυγή σε πρώτο βαθμό, απέρριψε τους ισχυρισμούς για ύπαρξη οποιουδήποτε σφάλματος που θα καθιστούσε το διορισμό άκυρο. Με την έφεση επανατίθενται τα ζητήματα που κάλυψε η πρωτόδικη απόφαση και, επίσης, το ζήτημα της παραδεκτής και από τους καθ’ ων η αίτηση εσφαλμένης καταγραφής στο πρακτικό της Επιτροπής Eκπαιδευτικής Υπηρεσίας βαθμολογίας του εφεσείοντα Α. Αντωνιάδη στην υπηρεσιακή έκθεση του 1979 (35 αντί 36).

Οι εφεσείοντες δεν διεκδικούν έκδηλη υπεροχή. Είναι η θέση τους, πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη, γιατί η κρίση της ΕΕΥ πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν επικρατέστερο ήταν το [*46]αποτέλεσμα πλάνης, παράλειψης συνυπολογισμού του συνόλου των κριτηρίων και πρόσδοσης σημασίας σε παράγοντα εξωγενή.  Συγκεκριμένα:

1.  Η ΕΕΥ θεώρησε πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και ο Α. Αντωνιάδης παρουσιάζονται περίπου ισοδύναμοι ως προς την αξία με “ελαφρά υπεροχή του Κωνσταντινίδη”, δηλαδή του ενδιαφερομένου προσώπου. Προτείνεται πως η αναγνώριση αυτής της ελαφράς υπεροχής οφείλεται στο πιο πάνω σφάλμα κατά την καταγραφή της βαθμολογίας και, συνεπώς, σε πλάνη.

2.  Η ΕΕΥ θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (όπως και ο Α. Αντωνιάδης) υπερέχει σε αξία της Θ. Γαλανού. Υποστηρίζεται πως το πιο πολύ που θα μπορούσε να λεχθεί ήταν πως υπερέχει ελαφρώς αφού η βαθμολογία της Θ. Γαλανού, ενώ ήταν σαφώς χαμηλότερη αρχικά, στην προτελευταία αξιολόγηση ήταν ίση και στην τελευταία ανώτερη από τη δική τους.

3.  Η ΕΕΥ κατέγραψε στο πρακτικό της τα προσόντα των τριών υποψηφίων που σύστησε η Συμβουλευτική Επιτροπή (των εφεσειόντων και του ενδιαφερομένου προσώπου), σημειώνο-ντας πως κατείχαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας.  Υποστηρίζεται πως παρέλειψε να τα αξιολογήσει ώστε να προσδώσει και σ’ αυτά, ως ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια, τη σημασία που αρμόζει.

4.  Η ΕΕΥ αναγνωρίζει πως η Θ. Γαλανού υπερείχε σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός πως η ΕΕΥ παραγνώρισε αυτό το γεγονός και δεν του πρόσδωσε την οφειλόμενη βαρύτητα.

5.  Η ΕΕΥ σημείωσε στο πρακτικό της πως, “λαμβάνει επίσης υπόψη ότι η θέση αφορά τη δημοτική εκπαίδευση στην οποία ο κ. Κωνσταντινίδης έχει μακρά υπηρεσία”. Υποστηρίχτηκε πως με τον τρόπο αυτό εισάχθηκε εξωγενής παράγοντας αφού η θέση ήταν πρώτου διορισμού και το σχέδιο υπηρεσίας δεν προέβλεπε τέτοιο πλεονέκτημα.  Επίσης, ότι η προϋπηρεσία του ενδιαφερομένου προσώπου είχε ήδη μετρήσει αφού ήταν και εξ αιτίας της που κρίθηκε ότι εδικαιούτο να είναι υποψήφιος δυνάμει της σημείωσης στο σχέδιο υπηρεσίας.

Για τους λόγους που θα εξηγήσουμε, κρίνουμε ορθή την εισήγηση των εφεσιβλήτων πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

[*47]Η διαπίστωση πλάνης ως προς ορισμένο πραγματικό γεγονός δε συνεπάγεται ακυρότητα αυτομάτως. Η πλάνη πρέπει να είναι ουσιώδης, δηλαδή, να προκύπτει ότι έχει επιδράσει στην τελική κρίση. (Βλ. Παπαϊωάννου και Άλλοι (Αρ. 2) v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713).  Ας δούμε, λοιπόν, το σύνολο των περιστατικών, αφού, όπως είναι νομολογημένο, είναι από τη συνεκτίμησή τους που σε κάθε περίπτωση κρίνεται η επενέργεια της πλάνης.  Ενώ αναντιλέκτως υπάρχει σφάλμα ως προς τη βαθμολογία του Α. Αντωνιάδη, δεν προκύπτει ότι η κρίση ως προς την ελαφρά υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου οφειλόταν, τουλάχιστον αποκλειστικά, στη μιας μονάδας καλύτερη βαθμολογία που εμφανίστηκε ότι είχε στην υπηρεσιακή του έκθεση το 1979, όταν μάλιστα μεσολαβούσαν άλλες τέσσερις μέχρι το 1987.

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε αξιολογηθεί ως εξαίρετος κατά την προσωπική συνέντευξη ενώ ο Α. Αντωνιάδης ως πολύ καλός και, όπως σημειώνει η ΕΕΥ, έλαβε υπόψη και αυτό το γεγονός ως συμπληρωματικό στοιχείο κατά την αποτίμηση της αξίας τους. Και εφόσον η βαθμολογία τους εμφάνιζε ακριβώς ισοδύναμους, το στοιχείο της ελαφράς υπεροχής του ενδιαφερομένου προσώπου εξ αιτίας των αποτελεσμάτων της συνέντευξης, θα παρέμενε. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως η ΕΕΥ τελικά επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αντί τον Α. Αντωνιάδη όχι λόγω της ελαφράς υπεροχής του ως προς την αξία.  Όπως ρητά σημειώνει, τον προτίμησε λόγω της υπεροχής του σε αρχαιότητα. Το σφάλμα δεν επέδρασε στην τελική κρίση.

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε σταθερή βαθμολογία (36) από το 1979 μέχρι το 1987. Η Θ. Γαλανού είχε 29 το 1979, 32 το 1981, 33 το 1983, 36 το 1985 και 37 το 1987. Όσο και αν η ΕΕΥ εδικαιολογείτο, όπως και έκαμε σύμφωνα με το πρακτικό της, να προσδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στις τελευταίες υπηρεσιακές εκθέσεις, δεν μπορούσε να παραγνωρίσει τις υπόλοιπες.  [βλ. άρθρο 35(Β)(10)(α)(ιι) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν. 10/69), όπως τροποποιήθηκε].  Καθηκόντως έλαβε υπόψη και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής [βλ. άρθρο 35Β(10)(α)(ι)] στην οποία, μεταξύ άλλων, επισημαίνεται ότι στο φάκελο της Θ. Γαλανού “υπάρχουν σοβαρές παρατηρήσεις που αφορούν την ευσυνειδησία της”, και επίσης, ως συμπληρωματικό στοιχείο, τις εντυπώσεις της από τις συνεντεύξεις. Η Θ. Γαλανού είχε αξιολογηθεί ως καλή. Δεν διακρίνουμε σφάλμα στην εκτίμηση ως προς την υπεροχή σε αξία του ενδιαφερομένου προσώπου έναντι της Θ. Γαλανού.

[*48]Δεν είναι ορθό πως η ΕΕΥ παραγνώρισε τα προσόντα ως κριτήριο. Τα κατέγραψε αλλά σημείωσε κιόλας πως κατέληξε στην εκτίμησή της πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν ο επικρατέστερος, “ύστερα από συνεκτίμηση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας των υποψηφίων και αφού έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα κριτήρια αυτά”.  Τα γεγονότα στην υπόθεση Μιχαήλ Αντωνίου v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Προσφυγή 116/92 ημερομηνίας 31 Μαρτίου 1993, που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες, είναι σαφώς διαφορετικά.  Η απόφαση εκεί λήφθηκε μετά από ψηφοφορία και με αναφορά μόνο στην αρχαιότητα του προαχθέντος, αντίθετα μάλιστα προς τη σύσταση του Διευθυντή.  Η προαγωγή ακυρώθηκε αφού η ελλιπής αιτιολόγησή της άφηνε “να νοηθεί ότι λήφθηκε με βάση ένα μόνο από τα κριτήρια που θέτουν οι κανονισμοί για την επιμέτρηση της συνολικής αξίας των υποψηφίων”, κατά πλάνη περί το δίκαιο και υπέρβαση εξουσίας.  Κάθε άλλο παρά μπορεί να θεμελιωθεί τέτοια πλάνη ή υπέρβαση στην παρούσα υπόθεση.

Η αντίληψη πως η ΕΕΥ, κατά την αποτίμηση της αξίας, πρόσδωσε βαρύτητα σε εξωγενή παράγοντα είναι λανθασμένη.  Η ΕΕΥ δεν προσέγγισε την υπηρεσία του ενδιαφερομένου προσώπου στη δημοτική εκπαίδευση ως παράγοντα που επαύξανε την αξία του ώστε να τίθεται ζήτημα τέτοιας φύσης. Είχε ήδη καταγράψει ό,τι προσμέτρησε σε σχέση με την αξία και είχε καταλήξει στην απόφασή της να επιλέξει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως τον επικρατέστερο λόγω της υπεροχής του αναφορικά με το κριτήριο εκείνο. Αναφέρθηκε στη μακρά υπηρεσία του ενδιαφερομένου προσώπου στη δημοτική εκπαίδευση, στην οποία αφορούσε και η θέση, μόνο για να αιτιολογήσει περαιτέρω την κρίση της πως η αρχαιότητα της Θ. Γαλανού, που είχε υπηρετήσει όχι περισσότερα χρόνια αλλά στη θέση καθηγήτριας στη μέση εκπαίδευση και μετά στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου, δεν μπορούσε να αντισταθμίσει την υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου σε αξία.  Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο