Παφίτη Aνδρέας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω Yπουργού Oικονομικών και Άλλου (1996) 3 ΑΑΔ 522

(1996) 3 ΑΑΔ 522

[*522]11 Νοεμβρίου, 1996

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΦΙΤΗ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση,

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1606).

 

Φόρος Εισοδήματος — Φορολογίες για τα έτη 1982 και 1987 — Επίδοση ειδοποίησης για επιβολή φορολογίας — Ο περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμος του 1978, (Ν. 4/78), Άρθρο 47 — Εφαρμοστέες αρχές.

Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα νόμων — Κατά πόσο το Άρθρο 47 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978, αντίκειται προς τα Άρθρα 146, 30 και 24 του Συντάγματος — Kατά την εξέταση αντισυνταγματικότητας νόμων, η επιχειρηματολογία των δικηγόρων πρέπει να είναι εξαντλητική.

Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων — Κατά πόσο το Άρθρο 47 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου παραβιάζει τα Άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Ο εφεσείων που είχε υποβάλει ένσταση κατά της φορολογίας του εισοδήματος που του επιβλήθηκε για τα έτη 1982 και 1987, πληροφορήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση ότι η ένστασή του δεν μπορούσε να γίνει δεκτή, αφού δεν είχε υποβληθεί εντός της νενομισμένης προθεσμίας.  Ο εφεσείων δεν είχε συμπληρώσει τη δήλωση εισοδήματος για το 1982 αλλά την είχε επιστρέψει με σημείωμα, ότι είχε πληρώσει φόρο ΛΚ14 με βάση την προσωρινή δήλωση εισοδήματος για το 1982 που είχε υποβάλει στις 11.2.1982.  Η δήλωση εισοδήματός του για το 1987 υποβλήθηκε στις 27.5.1988 αναφορικά [*523]με δηλωτέο εισόδημα ΛΚ3.000, χωρίς όμως ο εφεσείων να υποβάλει κατάσταση εσόδων και εξόδων.  Στις 23.5.1983 του επιβλήθηκε φορολογία επί εισοδήματος ΛΚ2.500, χωρίς να υποβάλει ένσταση.

Με την προσφυγή του ο εφεσείων, αξίωνε δήλωση του δικαστηρίου, ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την επιβολή σ’ αυτόν φόρου εισοδήματος για τα έτη 1982 και 1987 καθώς επίσης και η απόφαση με την οποία οι καθ’ ων η αίτηση αρνήθηκαν την αναθεώρηση της πιο πάνω φορολογίας ήταν άκυρες και παράνομες.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αποδείχθηκε η επίδοση που απαιτείται από το Άρθρο 47 του Νόμου 4/78 αφού η σχετική επιστολή έφερε τη σωστή διεύθυνση και είχε ταχυδρομηθεί.  Αποφασίστηκε επίσης ότι η ένσταση δεν υποβλήθηκε εμπρόθεσμα με αποτέλεσμα ο αιτητής να μην έχει δικαίωμα προσφυγής.

Ο εφεσείων, εφεσιβάλλοντας την πρωτόδικη απόφαση, εισηγήθηκε ότι:

1.  Τα ευρήματα για κανονική επίδοση και για μη υποβολή ένστασης είναι εσφαλμένα.

2.  Το Άρθρο 47 του Ν. 4/78 είναι αντισυνταγματικό.

3.  Το τεκμήριο του Άρθρου 47 του ίδιου νόμου είναι μαχητό και ισχύει εφόσο δεν αποδειχθεί άλλως.

4.  Το δικαστήριο δεν επελήφθη παραπόνου του για παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να μην του δώσουν εύλογη παράταση της προθεσμίας για υποβολή ένστασης, έστω κι’ αν τη θεώρησαν εκπρόθεσμη.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

Σύμφωνα με το Άρθρο 47 του νόμου η ειδοποίηση τεκμαίρεται ότι επιδόθηκε αν ικανοποιηθούν οι δύο προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο, δηλαδή η σωστή διεύθυνση και η ταχυδρόμηση του φακέλου. Η ταχυδρόμηση δεν αμφισβητήθηκε. Η επιστολή που ήταν συνδεδεμένη με τις ειδοποιήσεις έφερε τη σωστή διεύθυνση.  Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα, ότι δεν αποδείχθηκε ότι η ειδοποίηση και η υπενθύμιση της ύπαρξης συστημένης επιστολής στο Ταχυδρομείο του δόθηκαν ή έστω αφέθηκαν στην ορθή διεύθυνση, δεν ευσταθεί.  Οι καθ’ ων η αίτηση εκπλήρωσαν την μόνη υποχρέωση που είχαν, δηλαδή την ταχυ[*524]δρόμηση της ειδοποίησης στη σωστή διεύθυνση.

Η καταχώρηση της ένστασης ήταν εκπρόθεσμη και συνεπώς ο Διευθυντής δεν είχε άλλη εκλογή από την απόρριψή της.  Ο εφεσείων θα έπρεπε σ’ εκείνο το στάδιο να υποβάλει αίτηση για παράταση χρόνου καταχώρησης της ένστασης δυνάμει του Άρθρου 20 του νόμου.

Δε θα εξεταστεί το θέμα αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 47 του νόμου, γιατί η παρούσα υπόθεση δεν είναι κατάλληλη για τέτοια ανάλυση και λόγω του ότι η επιχειρηματολογία αναφορικά με το θέμα αυτό δεν ήταν εξαντλητική.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Παπαδόπουλος, Δ.) που δόθηκε στις 8 Ιουνίου, 1992 (Προσφυγή 949/89), με την οποία απερρίφθη η προσφυγή του εφεσείοντος κατά της απόφασης του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, με την οποία απέρριψε την ένσταση που υπέβαλε κατά της φορολογίας του Εισοδήματός του για τα έτη 1982 και 1987, επειδή δεν είχε υποβληθεί εμπρόθεσμα.

Ι. Φαίδωνος, για τον Εφεσείοντα.

Κλ. Θεοδούλου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Η προσφυγή που έδωσε βάση στην παρούσα διαδικασία στράφηκε εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 23.9.1989 με την οποία επληροφορείτο ο αιτητής, εφεσείων στην παρούσα διαδικασία, ότι η ένσταση που υπέβαλε κατά της φορολογίας του εισοδήματός του για τα φορολογικά έτη 1982 και 1987 δεν μπορούσε να γίνει δεκτή επειδή δεν είχε υποβληθεί εμπρόθεσμα με βάση το άρθρο 20(1) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978-1988.  Ο εφεσείων δεν είχε συμπληρώσει τη δήλωση εισοδήματος για το 1982 αλλά την είχε επι[*525]στρέψει με σημείωμα ότι είχε πληρώσει φόρο £14 με βάση την προσωρινή δήλωση εισοδήματος για το 1982 που είχε υποβάλει στις 11.2.1982.  Η δήλωση εισοδήματός του για το έτος 1987 υποβλήθηκε στις 27.5.1988 και αφορούσε δηλωτέο εισόδημα £3.000, χωρίς όμως ο εφεσείων να υποβάλει κατάσταση εσόδων και εξόδων.  Στις 23.5.1983 ο εφεσείων φορολογήθηκε επί εισοδήματος £2.500, χωρίς να υποβάλει ένσταση.  Στις 20.10.1988 εκδόθηκε αναθεωρημένη φορολογία για το φορολογικό έτος 1982 καθώς και φορολογία για το φορολογικό έτος 1987.  Η φορολογία του έτους 1987 ταχυδρομήθηκε στον ίδιο φάκελο με τη φορολογία του έτους 1982 ως συστημένη επιστολή.  Ο εφεσείων δεν παρέλαβε την επιστολή αυτή, παρά το γεγονός ότι του στάληκε ειδοποίηση από το Ταχυδρομείο, με αποτέλεσμα να επιστραφεί στους καθ’ ων η αίτηση.

Στις 7.4.1989 ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων απέστειλε στον εφεσείοντα επιστολή με την οποία τον καλούσε να πληρώσει μέσα σε δεκαπέντε μέρες τα οφειλόμενα ποσά που αφορούσαν τα φορολογικά έτη 1982, 1986 και 1987 προς αποφυγή λήψης δικαστικών μέτρων εναντίον του.  Στις 29.8.1989 ο ελεγκτής του εφεσείοντος προσκόμισε στο Γραφείο Φόρου Εισοδήματος Λεμεσού επιστολή με την οποία υπέβαλε ένσταση για τις επιβληθείσες φορολογίες των ετών 1982 και 1987.  Οι καθ’ ων η αίτηση με επιστολή ημερ. 23.9.1989 πληροφόρησαν τον εφεσείοντα ότι αδυνατούσαν να δεκτούν την ένσταση ως εκπρόθεσμη γιατί δεν είχε υποβληθεί μέσα στα χρονικά όρια που προβλέπει το άρθρο 20(1) του σχετικού νόμου.

Με την προσφυγή του ο εφεσείων αξίωνε δήλωση του δικαστηρίου, ότι η πράξη ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση με την οποία του επιβλήθηκε φόρος εισοδήματος για τα έτη 1982 και 1987 ήταν άκυρη και παράνομη.  Αξίωνε επίσης δήλωση ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση με την οποία αρνήθηκαν την επανεξέταση ή αναθεώρηση της ρηθείσας φορολογίας ήταν επίσης άκυρη και παράνομη.  Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφασή του δέκτηκε ότι η απαιτούμενη από το άρθρο 47 επίδοση αποδείχθηκε, αφού η επιστολή που περιείχε την ειδοποίηση έφερε τη σωστή διεύθυνση και είχε ταχυδρομηθεί και κατέληξε ότι το τεκμήριο που θέτει το άρθρο είχε ικανοποιηθεί.  Το δικαστήριο αφού διαπίστωσε, ότι η επιστολή έφερε την κανονική διεύθυνση και ταχυδρομήθηκε, οι ισχυρισμοί του αιτητή έπρεπε να απορριφθούν.  Το δικαστήριο δέκτηκε επίσης, ότι η ένσταση δεν υποβλήθηκε εμπρόθεσμα και συνεπώς ο αιτητής δεν είχε δικαίωμα προσφυγής.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη [*526]απόφαση ισχυριζόμενος, ότι το δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι έγινε κανονική επίδοση, αφού στην πραγματικότητα δεν επιδόθηκε σ’ αυτόν η σχετική ειδοποίηση, η οποία και δεν περιήλθε σε γνώση του. Ο εφεσείων επικαλείται αντισυνταγματικότητα του σχετικού κανόνα γιατί παραβιάζονται τα δικαιώματά του που καθορίζονται στα Άρθρα 146, 29, 30 και 24 του Συντάγματος.  Προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι παραβιάζονται τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.  Ο εφεσείων ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι το δικαστήριο εσφαλμένα έστω και βάσει του άρθρου 47 κατέληξε ότι η ειδοποίηση για τις ρηθείσες φορολογίες επιδόθηκε κανονικά, γιατί δεν επληρούντο οι προϋποθέσεις, αφού δεν υπήρχε διεύθυνση επί της φορολογίας για το 1982, ενώ η επιστολή, η οποία όπως ισχυρίστηκαν οι καθ’ ων η αίτηση ότι συνόδευε τις δύο φορολογίες ανέφερε μόνο τη φορολογία του 1982, αλλά όχι εκείνη του 1987. Ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι δεν αποδείκτηκε ότι η ειδοποίηση δόθηκε στον εφεσείοντα ή έστω ότι αφέθηκε στην ορθή του διεύθυνση. Τίθεται επίσης ο ισχυρισμός ότι το τεκμήριο του άρθρου 47 του νόμου είναι μαχητό και ισχύει εφ’ όσον δεν αποδειχθεί άλλως.  Ο εφεσείων ισχυρίζεται εξ άλλου ότι εσφαλμένα το δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν υποβλήθηκε ένσταση.  Σύμφωνα με τις θέσεις του η ένσταση καταχωρήθηκε και δεν μπορούσε να θεωρηθεί εκπρόθεσμη, γιατί είναι παραδεκτό ότι ο ίδιος δεν είχε λάβει ειδοποίηση επιβολής των συγκεκριμένων φορολογιών.  Τέλος γίνεται ισχυρισμός ότι το δικαστήριο δεν επελήφθη του παραπόνου του για την παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να μην παράσχουν εύλογη υπό τας περιστάσεις παράταση της προθεσμίας για υποβολή της ένστασης, έστω κι αν την θεώρησαν εκπρόθεσμη.

Το άρθρο 47, όπως αναριθμήθηκε, του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978, Ν. 4/78, προνοεί:

“47.  Αι ειδοποιήσεις επιδίδονται προσώπω τινί είτε δια προσωπικής επιδόσεως είτε δια συστημένης επιστολής αποστελλομένης εις την τελευταίαν αυτού γνωστήν επαγγελματικήν ή ιδιωτικήν διεύθυνσιν.  και εις την τελευταίαν περίπτωσιν αι ειδοποιήσεις λογίζονται επιδοθείσαι εις μεν την περίπτωσιν προσώπων διαμενόντων εν τη Δημοκρατία ουχί βραδύτερον της εβδόμης ημέρας αφ’ ης η επιστολή εταχυδρομήθη, εις δε την περίπτωσιν προσώπων μη διαμενόντων εν τη Δημοκρατία ουχί βραδύτερον της τριακοστής ημέρας αφ’ ης αύτη εταχυδρομήθη. Τοιαύτη επίδοσις αποδεικνύεται επαρκώς εάν αποδειχθή ότι η εμπεριέχουσα την ειδοποίησιν επιστολή έφε[*527]ρε την ορθήν διεύθυνσιν και εταχυδρομήθη δεόντως.”

Από την άλλη, σύμφωνα με το άρθρο 20 κάθε φορολογούμενος που αμφισβητεί την επιβληθείσα φορολογία μπορεί με έγγραφη ένσταση να αποταθεί στο Διευθυντή για επανεξέταση και αναθεώρηση της φορολογίας.  Η ένσταση θα πρέπει να κατατεθεί όχι αργότερα του τέλους του μηνός που έπεται του μηνός εντός του οποίου η ειδοποίηση δόθηκε στο φορολογούμενο. Σύμφωνα  πάντα με το άρθρο 20, νοείται ότι αν ο Διευθυντής ικανοποιηθεί ότι λόγω απουσίας στο εξωτερικό, ασθένειας ή άλλης εύλογης αιτίας ο φορολογούμενος εμποδίστηκε από του να καταθέσει την ειδοποίηση ένστασης μέσα στη ρηθείσα προθεσμία, χορηγεί εύλογη παράταση. Σίγουρα το τεκμήριο που τίθεται με το άρθρο 47 σχετικά με την επίδοση της ειδοποίησης είναι μαχητό, γι’ αυτό εξ άλλου υπάρχει και η πρόνοια του άρθρου 20 με την οποία ο Διευθυντής παρέχει παράταση αν ικανοποιηθεί ότι λόγω εύλογης αιτίας η ένσταση δεν καταχωρήθηκε έγκαιρα. Δε συμφωνούμε με τον εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έγινε κανονική επίδοση των επίδικων φορολογιών.  Όπως είπαμε και πιο πάνω σύμφωνα με το άρθρο 47 η ειδοποίηση τεκμαίρεται ότι επιδόθηκε αν ικανοποιηθούν οι δύο προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο, δηλαδή η σωστή διεύθυνση και η ταχυδρόμηση του φακέλου.  Η ορθή διεύθυνση, παρά τους κάποιους ισχυρισμούς του εφεσείοντος, ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε, αφού είναι φανερό, όπως προκύπτει εξ  άλλου και από το διοικητικό φάκελο, ότι η διεύθυνση στην οποία αποστάληκε η ειδοποίηση ήταν η αληθινή διεύθυνση του εφεσείοντος.  Η ειδοποίηση στάληκε μέσα σε φάκελο με διαφανή θυρίδα μέσα από την οποία διαβάζεται η διεύθυνση του προσώπου στο οποίο αποστέλλεται.  Η διεύθυνση αυτή ήταν εκείνη που φέρει η επιστολή που συνόδευε τις δύο ειδοποιήσεις.  Δε δίδουμε οποιαδήποτε σημασία στο γεγονός ότι στις δύο ειδοποιήσεις που συνόδευαν την επιστολή παρουσιαζόταν ελαφρά διαφορετική διεύθυνση, ούτε ότι στην τρίτη δεν υπήρχε καθόλου διεύθυνση.  Το ουσιώδες είναι ότι η επιστολή που ήταν συνδεδεμένη με τις ειδοποιήσεις έφερε τη σωστή διεύθυνση του εφεσείοντος. Η ταχυδρόμηση δεν αμφισβητήθηκε.  Οι διάφοροι ισχυρισμοί του εφεσείοντος για τη μη ορθότητα της διεύθυνσης, όπως είπαμε πιο πάνω, δεν μπορούν να ευσταθήσουν, όπως επίσης δεν ευσταθούν τα επιχειρήματα, ότι στην ειδοποίηση για τη φορολογία για το 1982 δεν υπήρχε διεύθυνση ή ότι η επιστολή που συνόδευε τις ειδοποιήσεις ανέφερε μόνο τη φορολογία για το 1982 και όχι το 1987. Ακόμα κι’ αν τα πιο πάνω αποτελούσαν παρατυπίες, αυτές οι παρατυπίες δεν είναι τέτοιες που να μπορούν να δικαιολογήσουν προσβολή της συγκεκριμένης πράξης.  Όμως θα πρέπει να λεχθεί, ότι από τη μια δεν ήταν απαραίτητο σε κάθε ειδοποί[*528]ηση να υπάρχει η διεύθυνση του φορολογούμενου, αφού και οι δύο ειδοποιήσεις τόσο για το 1982 όσο και για το 1987 συνόδευαν την επιστολή στην οποία, εν πάση περιπτώσει, υπήρχε η διεύθυνση του φορολογούμενου.  Από την άλλη η αναφορά στην επιστολή μόνο της φορολογίας για το 1982 δικαιολογείται από το γεγονός ότι η φορολογία του 1982 ήταν αναθεωρημένη, ενώ του 1987 επιβαλλόταν για πρώτη φορά.  Δε νομίζουμε ότι είναι η πρακτική του τμήματος να αποστέλλει μαζί με τις σχετικές ειδοποιήσεις και συνοδευτική επιστολή.  Σ’ αυτή την περίπτωση στάληκε η επιστολή απλά και μόνο επειδή η φορολογία για το 1982 ήταν, όπως είπαμε και πιο πάνω, αναθεωρητική.  Ούτε το παράπονο του εφεσείοντος ότι δεν αποδείκτηκε ότι η ειδοποίηση και η υπενθύμιση της ύπαρξης της συστημένης επιστολής στο Ταχυδρομείο του δόθηκαν, ή ότι έστω αφέθηκαν στην ορθή διεύθυνση δεν ευσταθεί. Ο νόμος δε θέτει στους ώμους της διοίκησης οποιαδήποτε σχετική υποχρέωση. Η μόνη υποχρέωση που έχει το αρμόδιο τμήμα είναι η ταχυδρόμηση της ειδοποίησης στη σωστή διεύθυνση.

Ο εφεσείων παραπονείται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε εσφαλμένα ότι δεν καταχώρησε ένσταση και συνεπώς απώλεσε το δικαίωμα προσφυγής.  Θα συμφωνήσουμε και με την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Η ένσταση καταχωρήθηκε μεν αλλά εκπρόθεσμα, με αποτέλεσμα ο Διευθυντής να μην την εξετάσει.  Το παράπονο αυτό σχετίζεται και με τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν επελήφθη του δεύτερου λόγου της προσφυγής, ότι δηλαδή ήταν εύλογο κάτω από τις περιστάσεις να δοθεί από το Διευθυντή παράταση της προθεσμίας για καταχώρηση της ένστασης, κάτι που ο Διευθυντής παρέλειψε να πράξει.  Ούτε και με αυτή την εισήγηση συμφωνούμε.  Ο Διευθυντής είχε ενώπιόν του μία εκπρόθεσμη ένσταση και συνεπώς δεν είχε άλλη εκλογή από του να την απορρίψει. Ο εφεσείων σ’ εκείνο το στάδιο θα έπρεπε να υποβάλει αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρησης της ένστασης, όπως προβλέπεται από το άρθρο 20 και κατά πάσα πιθανότητα η μη παραλαβή της ειδοποίησης θα εθεωρείτο από το Διευθυντή ως εύλογη αιτία, με αποτέλεσμα να του παρεχόταν εύλογη παράταση για καταχώρηση ένστασης.

Πριν τελειώσουμε θα πρέπει να πούμε ότι δεν συμφωνούμε ότι οι σχετικές διατάξεις του νόμου είναι αντισυνταγματικές ή ότι παραβιάζονται τα Άρθρα 146, 30 ή 24 του Συντάγματος ή ακόμα και τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Δε σκοπεύουμε να μπούμε σε λεπτομερή ανάλυση των λόγων για τους οποίους θεωρούμε ότι τα πιο πάνω άρθρα δεν συγκρούονται με το Σύνταγμα, [*529]γιατί η παρούσα υπόθεση δεν είναι κατάλληλη για μια τέτοια ανάλυση και γιατί η επιχειρηματολογία επί του σημείου δεν ήταν εξαντλητική.  Αρκεί μόνο να επαναλάβουμε ότι τα δικαστήρια δεν εξετάζουν τη σοφία των νόμων, αλλά μόνο τη συνταγματικότητά τους.  Για όλους τους πιο πάνω λόγους βρίσκουμε ότι η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί και διά ταύτα απορρίπτεται.  Η πρωτόδικη απόφαση καθώς και η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη επικυρώνονται. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο