Aντωνίου Aνδρέας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας διά του Yπουργού Eσωτερικών και Άλλου (1996) 3 ΑΑΔ 580

(1996) 3 ΑΑΔ 580

[*580]31 Δεκεμβρίου, 1996.

ΠΙΚΗΣ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Kαθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1449).

 

Αναθεωρητική έφεση — Τροποποίηση λόγων έφεσης — Διακριτική εξουσία — Βασική αρχή για άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης κρινόμενο υπό το πρίσμα των σκοπών της έφεσης και των εκατέρωθεν δικαιωμάτων ως προς την αποτελεσματικότητα της δικαστικής διαδικασίας.

Αναθεωρητική έφεση — Λόγος ακύρωσης ο οποίος δε διερευνάται πρωτοδίκως, εξετάζεται κατ’ έφεση, εφόσο διαπιστωθεί ότι η έφεση δεν είναι απορριπτέα για άλλους λόγους.

Δικονομία — Απαλλαγή διαδίκου που προσφεύγει αυτοπροσώπως στο Ανώτατο Δικαστήριο, από την υποχρέωση συμμόρφωσης με τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν τον καταρτισμό της προσφυγής — Κανονισμός 7, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (1962) — Δεν ισχύει στην έφεση.

Ο αιτητής-εφεσείων, με την προσφυγή του προσέβαλε την απόφαση του Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών το οποίο απέρριψε αίτημά του για εγγραφή του ως κτηματομεσίτη και ήγειρε θέμα αντισυνταγματικότητας του περί Κτηματομεσιτών Νόμου του 1987 (Ν. 66/87), όπως τροποποιήθηκε. Συγκεκριμένα ο αιτητής υποστήριξε πως τα Άρθρα 6 και 3(1) του Νόμου 66/87, αντίκεινται προς τις διατάξεις των Άρθρων 25, 28, 9 και 26 του Συντάγματος, χωρίς όμως να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του.

[*581]Η έφεση υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα αυτοπροσώπως και η αίτηση για τροποποίηση υποβλήθηκε ώστε να τεθεί ευθέως ως επίδικο θέμα το θέμα αντισυνταγματικότητας του Νόμου 66/87, που είχε τεθεί με την προσφυγή.  Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο ζητήθηκε η τροποποίηση ήταν μεν συναφής, αλλά όχι αυστηρά συμπληρωματικός των υφισταμένων λόγων έφεσης και αφορούσε τη διερεύνηση της πείρας του εφεσείοντα από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και το εσφαλμένο, κατά τον ισχυρισμό του, της απόφασης του δικαστηρίου επί του προκειμένου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επέτρεψε την αίτηση, αφού ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε πεδίο για άσκηση της διακριτικής του εξουσίας με βάση τις αρχές που αναφέρονται στις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.

Η αίτηση επιτρέπεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Branco Salvage Ltd v. Republic (1967) 3 C.L.R. 213,

Δημοκρατία v. Βιολάρη και Άλλης (1991) 3 Α.Α.Δ. 456,

Ορφανίδης και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44,

Θαλασσινός v. Kυπριακής Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255,

Panayiotis Georghiou (Catering) v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323.

Aίτηση.

Aίτηση σε αναθεωρητική έφεση με την οποία ο εφεσείων-αιτητής ζητά την τροποποίηση της ειδοποίησης έφεσης, ώστε να τεθεί ευθέως ως επίδικο θέμα της έφεσης, το τεθέν με την προσφυγή θέμα αντισυνταγματικότητας του περί Kτηματομεσιτών Nόμου του 1987 (N.66/87) και για την προσθήκη άλλου λόγου που σχετίζεται με τους υφιστάμενους λόγους έφεσης.

Κ. Ταλαρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Ζαχαριάδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους 1

[*582]Α. Παναγιώτου, για τους εφεσίβλητους 2.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο Ανδρέας Αντωνίου, (ο εφεσείων), αποτάθηκε στο Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών για να εγγραφεί ως κτηματομεσίτης. Το Συμβούλιο απέρριψε το αίτημά του. Ο κ. Αντωνίου προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο και ζήτησε την ακύρωση της απόφασης. Ένας από τους λόγους για τους οποίους ζήτησε την ακύρωση της διοικητικής απόφασης, ήταν η αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του περί Κτηματομεσιτών Νόμου του 1987 (Ν.66/87 - όπως τροποποιήθηκε με τους Ν.44/88, 160/88, 216/88 και 198/89) - που διέπουν τη συγκρότηση του Συμβουλίου, άρθρο 3(1), και καθορίζουν τα προσόντα για τη χορήγηση άδειας κτηματομεσίτη, άρθρο 6. Αποδοχή της θέσης του, θα εκθεμελίωνε το βάθρο της απόφασης.

Το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.  Οι λόγοι ακύρωσης οι οποίοι προτάχθηκαν κρίθηκαν ανεδαφικοί. Το ακόλουθο απόσπασμα, αποκαλύπτει τη θέση του Δικαστηρίου, στο θέμα της αντισυνταγματικότητας:

“Ο αιτητής υποστηρίζει επίσης πως τα άρθρα 6 και 3(1) του Νόμου 66/87 είναι αντίθετα με θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, συγκεκριμένα των Άρθρων 25, 28, 9 και 26.  Για την τεκμηρίωση αυτής της θέσης ο αιτητής προβαίνει σε αόριστα θεωρήματα που δεν προωθούν καθόλου την εισήγησή του.”

Ο εφεσείων άσκησε έφεση. Πρόβαλε δεκατρείς λόγους για τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης. Η έφεση υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα αυτοπροσώπως. Ο πρώτος λόγος έφεσης άπτεται της αντισυνταγματικότητας του Ν.66/87. Το κείμενό του έχει ως ακολούθως:

“1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στο να μή επιληφθή πρώτα ή καθόλου και αποφασίση επί του εγερθέντος νομικού σημείου αντισυνταγματικότητος του Νόμου αλλά να παρακάμψη τούτο, λαμβάνοντας υπόψιν και το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος 1 με το ίδιο ενδιαφέρο, ζήλο και/ή δεν εμερίμνησε δια την ψήφιση Νόμων και Κανονισμών δι’ όλα ανεξαιρέτως τα επαγγέλματα.”

[*583]Ο λόγος 1 της έφεσης, έχει ως αφετηρία τη διαπίστωση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιλήφθηκε του τεθέντος ζητήματος της αντισυνταγματικότητας. Όταν έγινε αντιληπτό, κατά την ακρόαση της έφεσης,  ότι η εμβέλεια του λόγου αυτού περιορίζεται στη μή επίλυση του τεθέντος θέματος, υποβλήθηκε η παρούσα αίτηση για την τροποποίηση της ειδοποίησης έφεσης, ώστε, να τεθεί ευθέως ως επίδικο θέμα της έφεσης, το τεθέν με την προσφυγή θέμα αντισυνταγματικότητας.

Παρόλο που ο πρώτος λόγος έφεσης, όπως είναι διατυπωμένος, δε θίγει ευθέως το εσφαλμένο της απόφασης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, ως προς την αντισυνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων του νόμου, καθίσταται πρόδηλο ότι ο εφεσείων ήθελε να επαναθέσει προς εξέταση από την ολομέλεια το θέμα αυτό.  Είναι θεμελιωμένο, ότι λόγος ακύρωσης ο οποίος δε διερευνάται πρωτοδίκως, εξετάζεται κατ’ έφεση, εφόσο διαπιστωθεί ότι η έφεση δεν είναι απορριπτέα για άλλους λόγους.  Στην ένορκη ομολογία που υποστηρίζει την αίτηση, η παράλειψη του εφεσείοντα να θέσει το θέμα της αντισυνταγματικότητας, και η εσφαλμένη εκτίμησή του ως προς τη θεώρηση του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδίδεται στο γεγονός, ότι ο εφεσείων διατύπωσε την έφεσή του χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου.

Ο κ. Ταλαρίδης επέσυρε την προσοχή μας στις πρόνοιες  του Κανονισμού 7, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (1962), ο οποίος απαλλάσσει διάδικο που προσφεύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, αυτοπροσώπως, από την υποχρέωση συμμόρφωσης με τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν τον καταρτισμό της προσφυγής.  Ο Κανονισμός 7, προβλέπει:

“7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.”

Ο Κανονισμός 7 αναφέρεται στη στοιχειοθέτηση της προσφυγής, όχι της έφεσης.  Ο Διαδικαστικός Κανονισμός ο οποίος διέπει τη διατύπωση και διαμόρφωση της έφεσης, δεν περιέχει  ανάλογη χαλάρωση προς εκείνη του Κανονισμού 7 όταν η έφεση υποβάλλεται από τον ίδιο το διάδικο. (Βλέπε τον περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964. Branco Salvage Ltd v. Republic (1967) 3 C.L.R. 213Δημοκρατία v. Βιολάρη και Άλλης (1991) 3 Α.Α.Δ. 456Ορ[*584]φανίδης και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44.)

To αίτημα για τροποποίηση περιλαμβάνει, εκτός από την προσθήκη του λόγου που αφορά την αντισυνταγματικότητα των προαναφερθεισών διατάξεων του νόμου, και άλλο λόγο (2), συναφή μεν, αλλά όχι αυστηρά συμπληρωματικό των υφιστάμενων λόγων έφεσης.  Αφορά, τη διερεύνηση της πείρας του εφεσείοντα από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και το εσφαλμένο, κατ’ ισχυρισμό του, της απόφασης του δικαστηρίου επί του προκειμένου.

Ο λόγος 2, είναι συναφής προς το λόγο 4 της έφεσης. Ό,τι προσθέτει, είναι η εξειδίκευση πτυχών του ευρύτερου φάσματος θεμάτων στα οποία επεκτείνεται ο λόγος 4 και η διαμόρφωσή του κατά τρόπο εγγύτερο προς τις πρόνοιες της Δ.35 θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Ο τρίτος λόγος, του οποίου επιδιώκεται η προσθήκη, δεν προσθέτει ο,τιδήποτε στην έφεση. Απλώς, διαγράφει τις νομικές συνέπειες που ενέχει η απόρριψη του αιτήματος του εφεσείοντα, ότι δε δικαιούται να ασκήσει το επάγγελμα του κτηματομεσίτη.

Οι εφεσίβλητοι ενίστανται στην τροποποίηση. Υπέβαλαν ότι, αποδοχή του αιτήματος συνεπάγεται την εισαγωγή νέων λόγων έφεσης, κυρίως, όσον αφορά το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας και γενικότερα την αναμόρφωση των λόγων έφεσης που είναι ανεπίτρεπτο, ιδίως μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από την εκπνοή της προθεσμίας για την υποβολή έφεσης. (Βλ. Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (1995) 3 A.A.Δ. 255.)

Και οι δύο δικηγόροι έκαμαν αναφορά στις αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε αιτήσεις για τροποποίηση έφεσης, οι οποίες συνοψίζονται, σε μεγάλο βαθμό, στην πρόσφατη απόφαση της ολομέλειας Panayiotis Georghiou (Catering) v. Δημοκρατίας, Α.Ε.1516 κ.ά. - 19.7.96 (αποφάσεις πλειοψηφίας).

Το συμφέρον της δικαιοσύνης, αποτιμούμενο υπό το πρίσμα των σκοπών της έφεσης και των εκατέρωθεν δικαιωμάτων ως προς το τελέσφορο της δικαστικής διαδικασίας, αποτελεί τη βασική αρχή η οποία διέπει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.

Η αίτηση για τροποποίηση δεν αντιστρατεύεται τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.  Αντίθετα, τα εξυπηρετεί με την άρτια στοι[*585]χειοθέτηση του θέματος της αντισυνταγματικότητας, το οποίο σκιαγραφείται στους λόγους έφεσης χωρίς να επηρεάζει δυσμενώς κανένα δικαίωμα των εφεσιβλήτων.  Παράλληλα με την τροποποίηση, θα καταστεί ευχερής η διεξοδική επίλυση όλων των θεμάτων που θίγονται με την έφεση.

Επιτρέπεται η τροποποίηση των λόγων έφεσης, με την προσθήκη των λόγων 1 και 2, όπως καθορίζονται στο παράρτημα που συνάπτεται στην αίτηση. Τροποποιημένη ειδοποίηση έφεσης θα καταχωρηθεί μέσα σε 15 ημέρες και θα επιδοθεί ή παραδοθεί στην άλλη πλευρά.

Τα έξοδα της αίτησης για τροποποίηση θα βαρύνουν τον εφεσείοντα και εκδίδεται ανάλογη διαταγή.

H αίτηση επιτρέπεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο