Φιλίππου Δέσποινα ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 1

(1997) 3 ΑΑΔ 1

[*1]14 Ιανουαρίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1512)

 

Δημόσιοι υπάλληλοι — Διορισμοί — Θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων, 2ης Τάξης, Τμήμα Δημοσίων Έργων — Αξιολόγηση υποψηφίων — Υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους στις προφορικές συνεντεύξεις, τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της Ε.Δ.Υ., έναντι της εφεσείουσας — Παραγνώριση του προσόντος-πλεονεκτήματος της εφεσείουσας χωρίς ειδική αιτιολογία — Άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. με πλημμελή τρόπο — Η επίδικη διοικη[*2]τική απόφαση κρίθηκε αντίθετη προς το νόμο και ως ληφθείσα καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.

Έφεση — Κατά την εκδίκαση αναθεωρητικής έφεσης, το Δικαστήριο εξετάζει μόνο θέματα τα οποία καλύπτονται από τους λόγους της έφεσης στην ειδοποίηση έφεσης.

Τα σχέδια υπηρεσίας της επίδικης θέσης, η οποία ήταν θέση πρώτου διορισμού, περιείχαν πρόνοια, ότι πείρα σχετική με τα καθήκοντά της, που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση, είτε σε έκτακτη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία, θα αποτελεί πλεονέκτημα.  Η εφεσείουσα εργαζόταν ως έκτακτη στη Δημόσια Υπηρεσία.  Η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να διορίσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, το οποίο κατά τις συνεντεύξεις είχε καλύτερη απόδοση από την εφεσείουσα, παραγνωρίζοντας το προσόν-πλεονέκτημα που κατείχε μόνο η εφεσείουσα.

Στην έφεση προβλήθηκε ο ισχυρισμός, ότι η εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δόθηκε η αναγκαία ειδική αιτιολογία για το προσόν-πλεονέκτημα της εφεσείουσας είναι εσφαλμένη.  Επίσης ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη δεν είχε αιτιολογηθεί, κατά παράβαση του Άρθρου 33(14) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (N. 1/90).

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποδέκτηκε την έφεση με βάση το λόγο για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και αποφάνθηκε, ότι όταν το διορίζον όργανο αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει το πρόσθετο προσόν, πρέπει να δίδει ειδική αιτιολογία η οποία πρέπει να εμφαίνεται στην αιτολογία της απόφασής του και όχι να συνάγεται από τα πρακτικά. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η επίδικη απόφαση είναι αιτιολογημένη, είναι εσφαλμένη.  Η διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. έχει ασκηθεί με πλημμελή τρόπο.  Ως εκ τούτου η επίδικη απόφαση αντίκειται προς το νόμο και αποτελεί προϊόν υπέρβασης και κατάχρησης εξουσίας.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Aρ. 2) (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1822,

Tourpeki v. Republic (1973) 3 C.L.R. 592,

Χατζηγιάννη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317,

[*3]Δημοκρατία κ.ά. v. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ. 2), (1993) 3 Α.Α.Δ. 347,

Bagdades v. Central Bank (1973) 3 C.L.R. 417,

Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Nικήτας, Δ.) που δόθηκε στις 24 Iανουαρίου, 1992 (Προσφυγή Aρ. 1075/90) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας κατά του διορισμού του ενδιαφερόμενου προσώπου στη θέση Yπολογιστή Ποσοτήτων, 2ης Tάξης, Tμήμα Δημοσίων Έργων.

A. Σ. Aγγελίδης, για την Eφεσείουσα.

Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα ήταν υποψήφια για τη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων, 2ης Τάξης, Τμήμα Δημοσίων Έργων. H θέση ήταν θέση πρώτου διορισμού.

Σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας “πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα”.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε για την πλήρωση της θέσης αποφάνθηκε ότι 22 από τους 24 αιτητές/υποψήφιους δεν πληρούν τα σχέδια υπηρεσίας για διορισμό στην πιο πάνω θέση. Μετά από προφορική εξέταση των υπολοίπων 2 υποψηφίων - της εφεσείουσας και του ενδιαφερόμενου μέρους - κατάληξε ότι:

“(α) Και οι δύο πληρούν τα προσόντα και τις απαιτήσεις των Σχεδίων Υπηρεσίας για διορισμό στη θέση του Υπολογιστή Ποσοτήτων 2ης Τάξης συμπεριλαμβανομένου και εκείνου της ‘καλής γνώσης της Αγγλικής Γλώσσας’.

[*4] (β)        Η Δέσποινα Φιλίππου:

- κατέχει το πλεονέκτημα της πείρας της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης που διεκδικεί η οποία αποκτήθηκε σε έκτακτη απασχόλησή της από 1η Φεβρουαρίου, 1988 στο Τμήμα Δημοσίων Έργων όπου εξακολουθεί ακόμα να εργάζεται.

- έχει τύχει ύστερα από επιτυχή επαγγελματική εξέταση του διπλώματος ‘Chartered Quantity Surveyor’.”

Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε ό,τι αφορά την απόδοση των πιο πάνω δύο υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξή τους ήταν:

1.  Εφεσείουσα:  “Άριστη”.

2.  Ενδιαφερόμενο Μέρος:  “Λίαν Καλή”.

Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω καταλήξεών της, η Επιτροπή σύστησε και τους δύο υποψήφιους.

Η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) άρχισε με προφορική συνέντευξη - εξέταση των υποψηφίων που έλαβε χώρα στις 28.9.90, στην παρουσία του Διευθυντή του Τμήματος. Στους υποψηφίους υποβλήθηκαν ερωτήσεις σε γενικά θέματα και κυρίως σε θέματα που αφορούν τα καθήκοντα της θέσης, τόσο από το Διευθυντή όσο και από τον Πρόεδρο και Μέλη της Ε.Δ.Υ.

Μετά το περας της προφορικής εξέτασης, ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων σ’ αυτή και στη συνέχεια, αφού αυτός αποχώρησε από τη συνεδρίαση, η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε και η ίδια την απόδοσή τους, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Διευθυντή.  Η εφεσείουσα υστέρησε του ενδιαφερόμενου μέρους. Ο Διευθυντής χαρακτήρισε το ενδιαφερόμενο μέρος “εξαίρετο” και η Ε.Δ.Υ. “πάρα πολύ καλό”.  Η εκτίμηση για την εφεσείουσα ήταν “πάρα πολύ καλή” και “σχεδόν πολύ καλή” αντίστοιχα.

Η Ε.Δ.Υ., αξιολογώντας την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, στηρίχτηκε στο περιεχόμενο και διατύπωση των απαντήσεων, στο βαθμό ευθυκρισίας και επίσης στην προσωπικότητα των υποψηφίων.

[*5]Ο Διευθυντής, προτού αποχωρήσει από τη συνεδρίαση, ανάφερε ότι η εφεσείουσα είναι πάρα πολύ καλή στην εργασία της ως έκτακτη.  Το περιεχόμενο της γενικής αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων από την Ε.Δ.Υ. αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα της επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσείουσας.  Για το λόγο αυτό το παραθέτουμε αυτούσιο:

“Ακολούθως η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που διεξήχθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψήφιων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το πλεονέκτημα που καθορίζει το Σχέδιο Υπηρεσίας, το οποίο διαθέτει η υποψήφια Δέσποινα Φιλίππου, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων καθώς και την απόδοση των υποψήφιων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, επέλεξε το Δημήτρη ΧΑΤΖΗΠΑΚΚΟ ως καταλληλότερο για διορισμό στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων, 2ης Τάξης, Τμήμα Δημοσίων Έργων.  Αυτός κρίθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ως πάρα πολύ καλός στην προφορική εξέταση έναντι σχεδόν πολύ καλής της Φιλίππου, η οποία ως έκτακτη όφειλε να γνώριζε περισσότερα για τα καθήκοντα της θέσης και να απαντούσε καλύτερα.”

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας υποστήριξε, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι η Ε.Δ.Υ. παραγνώρισε το πλεονέκτημα που είχε - η εφεσείουσα - απέναντι στον ανθυποψήφιό της, χωρίς να δώσει, όπως όφειλε, ειδική αιτιολογία.

Το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι “υπάρχει νομολογία, ότι σε περιπτώσεις που παραγκωνίζεται πρόσθετο προσόν δυνάμει των διατάξεων σχεδίου υπηρεσίας, το διορίζον όργανο έχει υποχρέωση να παράσχει ειδική αιτιολόγηση για την ενέργεια του”.  Προς αυτή την κατεύθυνση έκαμε αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 213/84 κ.ά., 31.7.89:

“..... απαιτείται επαρκής αιτιολόγηση της απόφασης του διοικητικού οργάνου, όταν υποψήφιος που έχει το πρόσθετο προσόν που προβλέπεται στα σχέδια υπηρεσίας δεν επιλέγεται για διορισμό. Είναι γεγονός ότι το διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει υποψήφιο που έχει το πρόσθετο προσόν, αν κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό, αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία.  Η απόφαση όμως να παραγνωριστεί το πρόσθετο προσόν πρέπει να αιτιολογείται και μάλιστα επαρκώς.  Η αιτιολόγηση δε αυτή δέον να εμφαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συνάγεται από οποιοδήποτε ή το Διοικητικό Δικαστήριο.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε, ότι ήταν φανερή η διαφορετική απόδοση των δύο μερών στη συνέντευξη, η οποία ευνοεί το ενδιαφερόμενο μέρος και η οποία δεν είναι καθόλου περιθωριακή. Σε σχέση με το προσόν - πλεονέκτημα - το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε, ότι η Ε.Δ.Υ. “καταπιάστηκε εξειδικευτικά με το πλεονέκτημα αλλά τελικά διαφάνηκε πως η θητεία της εφεσείουσας ως έκτακτης δεν είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα”. Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, η συμπερασματική παράγραφος* της επίδικης απόφασης “εμπεριέχει και ακλόνητη ειδική αιτιολόγηση” της ενέργειάς της να παραγνωρίσει το προσόν - πλεονέκτημα - της εφεσείουσας.

Τελική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν, ότι η επίδικη απόφαση ήταν επιτρεπτή στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας της Ε.Δ.Υ. ως και των δεδομένων των δυο υποψηφίων και απέρριψε την προσφυγή.

Αγορεύοντας σήμερα ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας επικέντρωσε την επιχειρηματολογία του πανω σε δύο λόγους εφέσεως:

(α)   Εσφαλμένα κρίθηκε ότι δόθηκε η αναγκαία ειδική αιτιολογία για το προσόν-πλεονέκτημα που κατείχε η εφεσείουσα.

(β)   Η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την συνέντευξη δεν είχε αιτιολογηθεί, κατά παράβαση του Άρθρου 33(14) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (1/90) και εφόσον η ειδική αιτιολογία στηρίχθηκε πάνω στο αποτέλε[*7]σμα της συνέντευξης δεν “μπορεί να υπάρχει ειδική αιτιολόγηση στηριγμένη πάνω σε παράνομη αξιολόγηση”.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε, ότι η εφεσείουσα υπερέχει σε όλα τα σημεία που λήφθηκαν υπόψη από την Ε.Δ.Υ.. Υστερεί μόνο σε ό,τι αφορά τη συνέντευξη.  Η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους πάνω στο τελευταίο στοιχείο δεν αποτελεί την ειδική αιτιολογία που απαιτείται από τη νομολογία όταν παραγνωρίζεται το προσόν-πλεονέκτημα.

Παρατηρούμε ότι ο δεύτερος λόγος δεν περιλαμβάνεται στους λόγους εφέσεως ούτε και έχει τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου με το δικόγραφο της προσφυγής ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.  Ο δε ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας μας κάλεσε να εξετάσουμε αυτό το λόγο αυτεπάγγελτα δυνάμει του Καν. 17 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.

Η αρχή της Γεωργίου (πιο πάνω), στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, αποτελεί αταλάντευτη και απαρασάλευτη αρχή της νομολογίας μας.  Αφετηρία της ήταν η υπόθεση Τουρπέκη ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 592, η οποία - έκτοτε - έχει υιοθετηθεί από μεγάλη σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 (απόφαση της ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι η αρχή είναι πως, όταν το διορίζον όργανο αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει το πρόσθετον προσόν, πρέπει να δώσει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία γι’ αυτή του την απόφαση.  Οι λόγοι δε αυτοί πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής.  Δεν μπορεί να συναχθούν από τα πρακτικά της Επιτροπής. Στην Δημοκρατία κ.ά. ν. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347 (απόφαση της ολομέλειας) επισημαίνεται, ότι η ειδική αιτιολόγηση σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της πληρούμενης θέσης.

Ήταν αδιαμφισβήτητο ότι η εφεσείουσα κατείχε το προσόν-πλεονέκτημα ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος δεν το κατείχε. Προσεκτική εξέταση της επίδικης απόφασής μας έχει οδηγήσει στην διαπίστωση ότι η αιτιολόγησή της δεν εξειδικεύει τους λόγους που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το προσόν-πλεονέκτημα της εφεσείουσας. Ακολουθεί πως η επίδικη απόφαση τυγχάνει αναιτιολόγητη.  Η περί του αντιθέτου κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Η διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. έχει ασκηθεί με [*8]πλημμελή τρόπο. Η επίδικη απόφαση είναι επομένως αντίθετη προς το νόμο και καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Τουρπέκη (πιο πάνω), Παγδατής ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 417 και Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της.

Εν όψει του αποτελέσματος στο οποίο έχουμε αχθεί δε θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε το δεύτερο λόγο της έφεσης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο