(1997) 3 ΑΑΔ 28
[*28]21 Ιανουαρίου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΗΛ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣIΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1635)
Δημόσιοι υπάλληλοι — Προαγωγές — Θέση Διευθυντή στο Τμήμα Δασών — Αξιολόγηση υποψηφίων — Προσωπικές συνεντεύξεις — Αποδοχή από την Ε.Δ.Υ. διευκρίνισης του Διευθυντή ως προς την απόδοση και αξιολόγηση υποψηφίου — Δε λήφθηκε υπόψη σαν ξεχωριστό στοιχείο κρίσης, ούτε άλλαξε τα ουσιαστικά δεδομένα για να συνιστά λόγο ακυρότητας.
Δημόσιοι υπάλληλοι — Προαγωγές — Προκατάληψη — Πρέπει να τεκμηριώνεται με επαρκή βεβαιότητα με συγκεκριμένα στοιχεία.
Δημόσιοι υπάλληλοι — Προαγωγές — Πλάνη — Προσκόμιση νέου στοιχείου — Το νέο στοιχείο, για να θεμελιώσει αιτία ακυρότητας, θα πρέπει οπωσδήποτε, να αποκαλύπτει εξ αντικειμένου το ενδεχόμενο πλάνης.
Πρακτική — Εξέταση στοιχείων που προσάγονται για πρώτη φορά στο Δικαστήριο — Είναι επιτρεπτή όταν τα εν λόγω στοιχεία είναι άρρηκτα συνυφασμένα με το πραγματικό καθεστώς λήψης της απόφασης — Το τεκμήριο της κανονικότητας μπορεί να καμφθεί αν τα νέα στοιχεία που προσκομίζει ο εφεσείων είναι όντως σοβαράς μορφής.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων εκτίμησε, πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εκφράστηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ενώπιον της Ε.Δ.Υ., “σχεδόν πολύ καλά”. Μέχρι την ημέρα που ορίστηκε για την περαιτέρω εξέταση του θέματος της πλήρωσης της θέσης, με επιστολή του προς την Ε.Δ.Υ., την [*29]πληροφόρησε πως στην πραγματικότητα η κρίση του ήταν ότι η έκφραση του εν λόγω υποψηφίου ήταν πάρα πολύ καλή και όχι σχεδόν καλή, όπως πιθανό, από δική του παραδρομή, αναφέρθηκε. Η Ε.Δ.Υ. αποδέκτηκε την διευκρίνιση.
Ο εφεσείων προσέβαλε την απόφαση της Ε.Δ.Υ. για προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου στην επίδικη θέση, με προσφυγή η οποία απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Στην έφεσή του ισχυρίστηκε ότι:
1. H αποδοχή από την Ε.Δ.Υ. της τροποποίησης της δήλωσης του Γενικού Διευθυντή, σχετικά με την εντύπωσή του για την απόδοση του ενδιαφερομένου προσώπου, αποτελούσε λανθασμένο χειρισμό που εσφαλμένα δεν αναγνωρίστηκε πρωτόδικα ως λόγος ακυρώσεως.
2. Ο Διευθυντής επέδειξε προκατάληψη κατά την αξιολόγησή του στις εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 1985, 1986 και 1987.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Η “διόρθωση” δε διαφοροποίησε την εκτίμηση της Ε.Δ.Υ. και είναι εμφανές από την εξήγηση της ενέργειάς της, ότι η αποδοχή της διευκρίνισης δεν άλλαξε τα ουσιαστικά δεδομένα. Οι κρίσεις εκ μέρους Γενικού Διευθυντή δεν εξομοιώνονται προς τις συστάσεις του.
2. Η κρίση της Ε.Δ.Υ. πως τα στοιχεία που προσκομίστηκαν δεν αποδείκνυαν την ύπαρξη προκατάληψης είναι ορθή. Τα παράπονα που διατυπώθηκαν στη διευκρινιστική επιστολή στις 23.3.89, αναφέρονται ουσιαστικά στον τρόπο άσκησης των καθηκόντων του εφεσείοντα από το Διευθυντή και δεν μπορούν από μόνα τους να θεωρηθούν ότι δείχνουν επηρεασμένη κρίση κατά την αξιολόγησή του. Η συνάρτησή τους δε προς το γεγονός, ότι παλαιότερα και οι δύο ήταν συνυποψήφιοι για προαγωγή, δεν αποτελεί σχετικό στοιχείο.
3. Η επιστολή, το νέο στοιχείο που επικαλέσθηκε ο εφεσείων, προηγείται κατά 20 σχεδόν χρόνια από τις επίμαχες αξιολογήσεις. Γράφτηκε το 1967 από τότε συναδέλφους του, περιήλθε σε γνώση του μετέπειτα διευθυντή του και αποδίδονταν με αυτή φόβοι στον εφεσείοντα που διατύπωνε για υπονόμευσή του από συναδέλφους [*30]του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο μετέπειτα Διευθυντής του. Το περιεχόμενο της επιστολής, κατά κύριο λόγο και η μακρά περίοδος που παρήλθε, δεν τεκμηριώνουν την ύπαρξη προκατάληψης ούτε το ενδεχόμενο πλάνης ως προς την αμεροληψία του Διευθυντή και ως εκ τούτου δεν είναι εφικτή η στοιχειοθέτηση λόγου ακυρώσεως πάνω σ’ αυτή τη βάση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Lambis and Others v. Republic (1986) 3(A) C.L.R. 130,
Σταύρου και Άλλος v. Δημοκρατίας (1991) 4(A) A.A.Δ. 317,
Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437,
Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027,
Othonos and Another v. Republic (1987) 3(A) C.L.R. 362,
Koufettas v. Republic (1987) 3(C) C.L.R. 1614,
Republic v. Haris (1985) 3(A) C.L.R. 106,
Christofides v. Republic (1985) 3(B) C.L.R. 1127,
Ακάμα v. Δημοκρατίας, Προσφυγή Aρ. 353/92, ημερ. 28.6.96,
Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Xατζητσαγγάρης, Δ.) που δόθηκε στις 21 Φεβρουαρίου, 1992 (Προσφυγή αρ. 416/89) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης της Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας να προαγάγει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στη θέση Διευθυντή στο Tμήμα Δασών.
Ι. Νικολάου, για τον Eφεσείοντα.
Μ. Ραφτόπουλος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για την Eφε[*31]σίβλητη.
Χρ. Χριστοφίδης, για το Eνδιαφερόμενο Πρόσωπο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩNΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Επιλαμβανόμαστε έφεσης που ασκήθηκε κατά απόφασης συναδέλφου μας με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα και επικυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου στη θέση Διευθυντή στο Τμήμα Δασών.
Από τους λόγους έφεσης που περιλήφθηκαν στην ειδοποίηση έφεσης προωθήθηκαν μόνο οι αναφερόμενοι:
1. Στην αποδοχή από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας τροποποίησης της δήλωσης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων σχετικά με την εντύπωσή του αναφορικά με την απόδοση του ενδιαφερομένου προσώπου στη συνέντευξη.
2. Στην κατ’ ισχυρισμό προκατάληψη του Διευθυντή του Τμήματος κατά την αξιολόγηση του εφεσείοντα στις εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 1985, 1986 και 1987.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Η ΕΔΥ πραγματοποίησε συνεντεύξεις των υποψηφίων στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή. Καταγράφονται στο πρακτικό, πρώτα οι εντυπώσεις του Γενικού Διευθυντή και μετά οι δικές της. Ο Γενικός Διευθυντής εκτίμησε πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο “εκφράστηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης σχεδόν πολύ καλά”, αναφέρθηκε σε πλατειά του πείρα και σε “κατοχή” των τεχνικών θεμάτων και κατέληξε πως “η γενική απόδοσή του στη συνέντευξη ήταν πάρα πολύ καλή”.
Μέχρι την ημέρα που ορίστηκε για την περαιτέρω εξέταση του θέματος της πλήρωσης της θέσης, με επιστολή του προς την ΕΔΥ, ο Διευθυντής την πληροφόρησε πως στην πραγματικότητα η κρίση ήταν ότι, η έκφρασή του υποψηφίου ήταν πάρα πολύ καλή και όχι σχεδόν πολύ καλή όπως πιθανό, από δική του παραδρομή, αναφέρθηκε. Πρόσθεσε πως αυτό υποστηριζόταν και από το γεγονός [*32]ότι γενικά αξιολόγησε την απόδοσή του ως πάρα πολύ καλή και ζήτησε διόρθωση. Η ΕΔΥ, όπως σημειώνεται στο πρακτικό της, “αποδέχθηκε τη διευκρίνιση, αφού εν πάση περιπτώσει ο Γενικός Διευθυντής είχε αξιολογήσει τον υποψήφιο αυτό ως γενικά πάρα πολύ καλό στη συνέντευξη”.
Ο εφεσείων εισηγείται πως ο χειρισμός που έγινε συνιστά λόγο ακυρότητας που εσφαλμένα δεν αναγνωρίστηκε πρωτοδίκως. Προτείνει πως η ΕΔΥ δε θα έπρεπε να δεκτεί τη διευκρίνιση και να της προσδώσει σημασία χωρίς, τουλάχιστον, να ζητήσει εξηγήσεις από το Διευθυντή.
Είναι ορθή η θέση των εφεσιβλήτων και του ενδιαφερομένου προσώπου πως το θέμα είναι εντελώς επουσιώδες και δε θα μας απασχολήσει αν, στο πλαίσιο άλλων περιστατικών θα ήταν παραδεκτή τέτοια ενέργεια. Όταν η ΕΔΥ ανέφερε πως έλαβε υπόψη και τις κρίσεις και απόψεις του Γενικού Διευθυντή ως προς την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, δεν εννοούσε πως αυτά συνιστούσαν ξεχωριστό στοιχείο κρίσης. Αυτές οι κρίσεις δεν εξομοιώνονται προς τη σύσταση (βλ. μεταξύ άλλων Lambis and Others v. Republic (1986) 3 C.L.R. 130) και τον περιορισμένο, ούτως ή άλλως, σκοπό τους τον προσδιόρισε η ίδια η ΕΔΥ την ημέρα των συνεντεύξεων. Όπως σημείωσε, “αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Γενικού Διευθυντή”. Και αξιολόγησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως πάρα πολύ καλό, όπως ήταν και η εξ αρχής γενική εντύπωση του Γενικού Διευθυντή. Η “διόρθωση” δεν άλλαξε οτιδήποτε, δε διαφοροποιήθηκε η εκτίμηση της ΕΔΥ και είναι εμφανές και από την εξήγηση της ενέργειάς της πως θεώρησε, ότι η αποδοχή της “διευκρίνισης” δεν άλλαζε τα ουσιαστικά δεδομένα.
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΘΕΜΑ
Με την επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 7 Μαρτίου, 1989, ο εφεσείων πληροφόρησε την ΕΔΥ πως διατηρούσε αμφιβολίες “ως προς το κατά πόσο οι εμπιστευτικές εκθέσεις του αποχωρήσαντος διευθυντού για τα έτη 85, 86 και 87 εβασίσθησαν σε αμερόληπτη κρίση”. Όπως ανέφερε, ο Διευθυντής “εξεδήλωνε πάντοτε δυσμενή προκατάληψη” εναντίον του και “ενδέχεται να είχε προδιατεθεί δυσμενώς έναντίον του” από την εποχή που αμφότεροι διεκδικούσαν τη θέση του Διευθυντή Τμήματος Δασών, ήτοι από το 1984”. Με επιστολή εκ μέρους του Προέδρου της ΕΔΥ επισημάνθηκε πως η έλλειψη αμεροληψίας πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία, να θεμελιώνεται με επαρκή βεβαιότητα, ζητήθηκαν συγκε[*33]κριμένα στοιχεία και ο εφεσείων επανήλθε με την επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνιας 23 Μαρτίου, 1989, στην οποία απαριθμήθηκαν όσα θεωρούσε ως παραδείγματα παραγκωνισμού και υποτίμησής του. Αφορούσαν σε κατ’ ισχυρισμόν μη ενημέρωσή του αναφορικά με τη συμμετοχή υπαλλήλων σε συνεδριάσεις ή σε μη ανάθεση σ’ αυτόν της προεδρίας συνεδριάσεων αναφορικά με θέματα του τομέα του. Επίσης στο ότι “δεν τον άφησε” να προεδρεύσει εξετάσεων του Δασικού Κολλεγίου, κατακύρωνε προσφορές χωρίς να τον συμβουλεύεται ή να τον χρησιμοποιεί κατά την επαφή με το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών και δεν τον προσκάλεσε να τον συνοδεύσει σε δημοσιογραφική διάσκεψη και σε επισκέψεις στο Δασικό Κολλέγιο.
Η ΕΔΥ εξέτασε τα στοιχεία και απέρριψε τον ισχυρισμό. Όπως σημειώνει, καθοδηγούμενη από γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα σε άλλη περίπτωση, έκρινε πως, αφού ο Διευθυντής “κατέλαβε ήδη τη θέση, δεν είχε λόγο να διάκειται εχθρικά προς τον ανθυποψήφιό του”.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ο εφεσείων επανήλθε με νέο στοιχείο. Ανακάλυψε επιστολή τριών υπαλλήλων του Τμήματος προς τον Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Δασών που, όπως ήταν η εισήγηση, θεμελιώνει άλλη αιτία προκατάληψης. Ο συνάδελφός μας που εκδίκασε την υπόθεση πρωτοδίκως δεν εξέτασε τις επιπτώσεις αυτού του εγγράφου. Θεώρησε πως, σύμφωνα με την υπόθεση Σταύρου και Άλλου ν. Δημοκρατίας Υπόθεση 739/87 και 814/87 της 25.1.91, αυτό θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη παρεμβολή της δικαστικής εξουσίας στο διοικητικό έργο. Ως προς τα λοιπά, με αναφορά σε σειρά αποφάσεων αναφορικά με τις αρχές που διέπουν το θέμα (βλ. τις υποθέσεις Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027, Othonos and Another v. Republic (1987) 3 C.L.R. 362, Koufettas v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1614) έκρινε πως τα στοιχεία δεν αποδείκνυαν προκατάληψη με την απαιτούμενη επαρκή βεβαιότητα. Επισήμανε συναφώς πως η γενική αξιολόγηση του εφεσείοντα στις εμπιστευτικές εκθέσεις που έγιναν από άλλους διευθυντές, δεν ήταν διαφορετική.
Δεν θα μας απασχολήσουν οι λεπτομέρειες των αξιολογήσεων στις διάφορες εκθέσεις. Συμφωνούμε με το συνάδελφό μας πως η κρίση της ΕΔΥ, πως τα στοιχεία δεν έδειχναν την καταλογισθείσα προκατάληψη, ήταν εύλογα επιτρεπτή. Η απαίτηση για απόδειξη της προκατάληψης με επαρκή βεβαιότητα πράγματι δεν έχει ικανοποιηθεί. Τα παράπονα που διατυπώθηκαν στη διευκρινιστική επι[*34]στολή στις 23 Μαρτίου, 1989 αναφέρονται ουσιαστικά στον τρόπο άσκησης των καθηκόντων του από το Διευθυντή και δεν μπορούν να θεωρηθούν, ότι από μόνα τους δείχνουν επηρεασμένη κρίση κατά την αξιολόγηση του εφεσείοντα. Η συνάρτησή τους δε προς το γεγονός ότι, παλαιότερα οι δυο ήταν συνυποψήφιοι για προαγωγή, εισάγει στοιχείο που δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε ως σχετικό. Δεν μπορούμε, δηλαδή, να δεκτούμε πως η φυσιολογική προσδοκία των λειτουργών για ανέλιξη επάγεται εγγενώς ρήξη στις σχέσεις τους και μάλιστα σε βαθμό έχθρας που προοιωνίζει μελλοντική προκατάληψη. Η ενώπιόν μας αναφορά και σε κατ΄ισχυρισμό “αυξομείωση” της βαθμολογίας του εφεσείοντα ως προς τη νοημοσύνη/ευφυϊα και την ικανότητα προφορικής έκφρασης, δεν μπορεί να προσθέσει οτιδήποτε. Στηρίζεται στην αντίληψη πως, με βάση τις υποθέσεις Republic v. Haris (1985) 3 C.L.R. 106 και Christofides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1127, σε καμιά περίπτωση δε δικαιολογείται αντικειμενικά διαφοροποίηση ως προς αυτά και επομένως, η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί στην προκατάληψη. Δεν υποστηρίζεται αυτή η απόλυτη προσέγγιση από τις πιο πάνω υποθέσεις αλλά δεν είναι απαραίτητο, για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, να επεκταθούμε. Σημειώνουμε όμως πως σχετική με το θέμα είναι και η υπόθεση Στυλιανός Ακάμα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 353/92 - 28.6.96. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει το υπόβαθρο στο οποίο στηρίχτηκε το επιχείρημα. Για τη νοημοσύνη/ευφυϊα ο εφεσείων επί σειρά ετών, ακόμα και όταν υπήρχε προσυπογράφων λειτουργός, αξιολογείτο στο σημείο αυτό ως καλός ενώ το 1987 αξιολογήθηκε ως πολύ καλός. Στην ικανότητα δε προφορικής έκφρασης αξιολογείτο σταθερά και το 1987 ως εξαίρετος με εξαίρεση το 1986 όταν αξιολογήθηκε ως λίαν καλός. Κατά το 1986 η γενική αξιολόγησή του που ήταν, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, λίαν καλός, δε θα διαφοροποιείτο αν βαθμολογείτο με εξαίρετος στο πιο πάνω σημείο.
Ως προς την επιστολή - νέο στοιχείο, δεχόμαστε πως δεν προκύπτει από την υπόθεση Σταύρου (ανωτέρω) πως ως θέμα δικαιοδοτικής τάξης, αποκλείεται γενικά και για οποιοδήποτε σκοπό, η εξέταση στοιχείων που προσάγονται για πρώτη φορά στο Δικαστήριο. Η υπόθεση αυτή αναφέρεται σε ισχυρισμούς για προκατάληψη κατά την ετοιμασία εμπιστευτικών εκθέσεων αλλά εκείνο που αποκλείστηκε ήταν η “αξιολόγηση της αξιοπιστίας μαρτύρων σε σχέση με θέματα που ανάγονται στην εκτίμηση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου” και ο επακόλουθος προσδιορισμός των ουσιωδών γεγονότων. Και αυτά, στο πλαίσιο απόφασης που θα επανεξεταζόταν από τη διοίκηση, αφού διαπιστώθηκε ξεχωριστός λόγος ακυρότητας. Είναι, συναφώς, νομολογημένο πως νέα στοιχεία [*35]μπορεί να είναι σχετικά, μεταξύ άλλων, στην έκταση που καταδεικνύουν ενδεχόμενο πλάνης. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν προσδιορίζονται τα γεγονότα και η εν τέλει επίπτωσή τους, αλλά η δυναμική τους. Στην υπόθεση Χρ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, ακριβώς νέο στοιχείο που προέκυψε μετά το διορισμό και που άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο πλάνης ως προς το αν ο διορισθείς κατείχε απαιτούμενο προσόν, οδήγησε στην ανατροπή πρωτόδικης απόφασης και σε ακύρωση του διορισμού. Όπως τονίστηκε, “το υλικό που προσκομίστηκε ήταν τέτοιο που δεν μπορούσε να αγνοηθεί γιατί ήταν άρρηκτα συνυφασμένο με το πραγματικό καθεστώς κάτω από το οποίο λήφθηκε η απόφαση”. Και πως “το τεκμήριο της κανονικότητας κάμπτεται μπροστά σε ένα τόσο σοβαρό στοιχείο του Υπουργείου Παιδείας που προσκόμισε ο εφεσείων” που ήταν και ο λόγος για τον οποίο, όπως αναφέρεται στους λόγους έφεσης, δεν έπρεπε να αποκλειστεί η εξέταση της σημασίας του εγγράφου στην παρούσα υπόθεση.
Πρέπει, εν τούτοις, να απορριφθεί και αυτό το επιχείρημα του εφεσείοντα. Το νέο στοιχείο, για να θεμελιώσει αιτία ακυρότητας, πρέπει να αποκαλύπτει εξ αντικειμένου το ενδεχόμενο πλάνης.
Η επιστολή που επικαλέστηκε ο αιτητής μας παίρνει 20 σχεδόν χρόνια πριν από τις επίμαχες αξιολογήσεις. Εμφανίζεται να γράφτηκε το 1967 από τότε συναδέλφους του εφεσείοντα και να είχε περιέλθει σε γνώση και του μετέπειτα διευθυντή του. Και με αυτή την υπόθεση, δε βλέπουμε πως θα μπορούσε να τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός για προκατάληψη. Είναι τα πολλά χρόνια που παρήλθαν και κυρίως το περιεχόμενο της επιστολής. Αποδίδονται ουσιαστικά στον εφεσείοντα φόβοι που διατύπωνε για υπονόμευσή του από συναδέλφους του και εμφανίζεται να θεωρούσε από τότε, ότι ο μετέπειτα Διευθυντής του αλλά και άλλοι ανώτεροί του ήταν “σφόδρα εναντίον του”. Και επίσης, ότι δήλωσε πως “οι διευθυνταί τί ξέρουν; και αυτοί υποστηρίζουν πολλές φορές μια άποψη που μπορεί να είναι λανθασμένη”.
Δεν είναι αυτά λόγοι που θα μπορούσαν εξ αντικειμένου να αποκαλύψουν ενδεχόμενο πλάνης ως προς την αμεροληψία του Διευθυντή και δεν μπορούμε να δεκτούμε πως, από το σύνολο των δεδομένων, στοιχειοθετείται αιτία ακύρωσης πάνω σε τέτοια βάση.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο