Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Bουλής των Aντιπροσώπων (1997) 3 ΑΑΔ 36

(1997) 3 ΑΑΔ 36

[*36]29 Ιανουαρίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ,

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΆΡΘΡΟ 140 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Αιτητής,

ν.

ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,

Καθ’ ης η Αίτηση.

(Αναφορά Αρ. 2/96)

 

Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα νόμων — Αναφορά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο ως προς τη συνταγματικότητα του περί Δημοσίων Εταιρειών με Κρατική Συμμετοχή (Προσωπικό) Νόμου  του 1966 — Αποφασίστηκε ότι ο υπό κρίση νόμος είναι αντισυνταγματικός, λόγω του ότι είναι αντίθετος προς τις διατάξεις του Άρθρου 26.1 του Συντάγματος, με το οποίο διασφαλίζεται το δικαίωμα της ελευθερίας του “συμβάλλεσθαι”.

Συνταγματικό Δίκαιο — Δικαίωμα της ελευθερίας του “συμβάλλεσθαι” — Δεν είναι απόλυτο αλλά υπόκειται σε όρους, περιορισμούς και δεσμεύσεις που τίθενται από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων — Σύνταγμα, Άρθρο 26.1 — Εφαρμοστέες αρχές.

Εταιρείες — Εταιρεία η οποία συστήνεται βάσει του Περί Eταιρειών Nόμου, Κεφ. 113, έχει ανεξάρτητη οντότητα, διάφορη από εκείνη των μετόχων της — Αποτελεί υποκείμενο ιδιωτικού δικαίου, σε αντίθεση με τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου — Εφαρμοστέες αρχές.

Πράξεις διαχείρισης του κράτους — Επενεργούν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και αποτελούν αντικείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κατά το αστικό δίκαιο — Ποία τα χαρακτηριστικά των πράξεων διαχείρισης.

[*37]Λέξεις και Φράσεις — “Συντεχνία”, στον περί Δημοσίων Εταιρειών με Κρατική Συμμετοχή (Προσωπικό) Νόμο του 1996.

Λέξεις και Φράσεις — “Συνεννόηση”, στον περί Δημοσίων Εταιρειών με Κρατική Συμμετοχή (Προσωπικό) Νόμο του 1996.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία του Aνωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος αναθέτει την αναθεωρητική δικαιοδοσία αποκλειστικά στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Ο υπό κρίση νόμος αφενός συναρτά την πρόσληψη, προαγωγή και τους όρους εργασίας του προσωπικού της εταιρείας σε επίτευξη συμφωνίας με τις συντεχνίες και αφετέρου υπαγάγει τη σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου, που προκύπτει από τη σύμβαση εργοδότησης, στον αναθεωρητικό έλεγχο του Διαιτητικού Δικαστηρίου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  H συμμετοχή του κράτους σε εμπορική δραστηριότητα είναι επιτρεπτή, οποτεδήποτε το κράτος ενεργεί προς προστασία του ταμιευτικού του συμφέροντος (fiscus).

2.  Πράξεις διαχείρισης δημόσιας αρχής, επενεργούν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και αποτελούν αντικείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κατά το αστικό δίκαιο. Στις πράξεις διαχείρισης εμπίπτουν οι συμβάσεις αναφορικά με τη διάθεση και εκμίσθωση ακίνητης περιουσίας δημόσιας αρχής. Η ισοτιμία των συμβαλλομένων είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά πράξεων διαχείρισης οποτεδήποτε παίρνουν τη μορφή “σύμβασης”, όπως επίσης και η αποβολή, εκ μέρους της Αρχής, του μανδύα της εξουσίας στον καταρτισμό τους.

3.  Στην προκειμένη περίπτωση, ο νόμος αναφέρεται σε εταιρεία η οποία συστήνεται βάσει του ιδιωτικού δικαίου, στην οποία η Δημοκρατία μετέχει με τον τρόπο που προσδιορίζεται στο νόμο.

4.  Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την απόφαση Patikkis, την οποία επικαλέσθηκε ο δικηγόρος της Βουλής των Αντιπροσώπων.  Το κύριο θέμα της παρούσας υπόθεσης, αφορά τη δυνατότητα περιορισμού του δικαιώματος της ελευθερίας του “συμβάλλεσθαι”, βάσει του Άρθρου 26.1 και όχι την τροποποίηση των όρων σύμβασης εργασίας μεταξύ δημόσιας αρχής και εργοδοτουμένου, που αποτελούσε το λόγo στην απόφαση Patikkis.

[*38]5.        Οι περιορισμοί, υπό τους οποίους τίθενται η άσκηση της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι βάσει του υπό κρίση νόμου, δεν σχετίζονται με κανένα από τους περιορισμούς που τίθενται στο Άρθρο 26.1 του Συντάγματος.

6.  Με το νόμο αποστερείται η εταιρεία της ελεύθερης επιλογής του αντισυμβαλλομένου, του προσδιορισμού του περιεχομένου της σύμβασης και γενικότερα, του καταρτισμού της σύμβασης κατά τη βούλησή της.

7.  Ο νόμος αντίκειται προς τις διατάξεις του Άρθρου 26.1 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό, κρίνεται αντισυνταγματικός.

O Nόμος κρίνεται αντισυνταγματικός.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Hellenic Bank v. Republic (1986) 3(A)  C.L.R. 481,

Ρ.Ι.Κ. και Άλλοι v. Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3(A) Α.Α.Δ. 159,

Στεφανίδης και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367,

Ports Authority of Cyprus v. Republic (1983) 3(A) C.L.R. 385,

Republic v. Cyprus Ports Authority (1986) 3(A) C.L.R. 117,

Hadjikyriacou v. Hadjiapostolou 3 R.S.C.C. 89,

Valana v. Republic 3 R.S.C.C. 91,

Antoniou and Others v. Republic (1984) 3(A) C.L.R. 623,

Machlouzarides v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2342,

Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων (1992) 1 Α.Α.Δ. 882,

Salomon v. Salomon [1897] A.C. 22,

Michaelides v. Gavrielides (1980) 1 C.L.R. 244,

Bank of Cyprus v. Republic (1983) 3(A) C.L.R. 636,

Bank of Cyprus (Holdings) v. Republic (1985) 3(C) C.L.R. 1883,

[*39]Ρούσος v. Δημοκρατίας (1996) 3 A.A.Δ. 517,

Patikkis v. Nicosia  Municipal Commitee (1988) 1 C.L.R. 103,

In Re Ali Ratip of Ktima, 3 R.S.C.C. 102,

Evlogimenos and Others v. Republic 2 R.S.C.C. 139,

Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125,

Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419,

Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33,

Αστυνομία v. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147,

Ιn re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329,

Δημοκρατία v. Ford και Άλλων (Aρ. 2), (1995) 2 Α.Α.Δ. 232.

Aναφορά.

Aναφορά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο Aνώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση κατά πόσο, ο Περί Δημoσίων Eταιρειών με Kρατική Συμμετοχή (Προσωπικό) Nόμος του 1996 βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 26, 28, 146 και 179 του Συντάγματος.

Ρ. Γαβριηλίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας A΄, για τον Aιτητή.

Ε. Ευσταθίου, για την Kαθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη Γνωμάτευση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Γ.Μ. Πική, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Επιζητείται, με την Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας, η γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πόσο ο περί Δημοσίων Εταιρειών με Κρατική Συμμετοχή (Προσωπικό) Νόμος του 1996 (ο “νόμος”) ευρίσκεται σε αντίθεση, ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 26, 28, 146 και 179 του Συντάγματος.  Ο νόμος προβλέπει ότι:-

[*40]“Δημόσια Εταιρεία” (η “εταιρεία”) δηλαδή εταιρεία η οποία συστήνεται βάσει του περί Εταιρειών Νόμου, της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο κατέχεται σε ποσοστό πέραν του ημίσεως από το κράτος ή ημικρατικό οργανισμό, ή πέραν από το ήμισυ του διοικητικού της συμβουλίου διορίζεται από τη Δημοκρατία, ή τα κεφάλαια της οποίας είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία, σε συνεννόηση με τις συντεχνίες, καταρτίζει σχέδια υπηρεσίας, τα οποία καθορίζουν τη διαδικασία και τα κριτήρια προκήρυξης θέσεων, διορισμού και προαγωγής του προσωπικού της,  καθώς και τις μεταθέσεις και κάθε μεταβολή στους όρους απασχόλησής του, η τήρηση των οποίων υπόκειται στον αναθεωρητικό ακυρωτικό έλεγχο του Διαιτητικού Δικαστηρίου, μετά από αίτηση ενδιαφερομένου προσώπου.

Ο όρος “συντεχνία” ενέχει την έννοια εγγεγραμμένης συντεχνίας, στην οποία ανήκουν τα μέλη του προσωπικού της εταιρείας.

Ο όρος “συνεννόηση” σημαίνει την επελθούσα συναντίληψη, μετά από ανταλλαγή απόψεων ή διαπραγματεύσεις επί του αντικειμένου συμφωνίας.  Το λεξικό της “Πρωΐας” - Σύγχρονον Ορθογραφικόν Ερμηνευτικόν Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Έκδοσις Τρίτη Επηυξημένη, Τόμος Δεύτερος, προσδιορίζει την έννοια του όρου “συνεννόηση” ως ακολούθως:  “η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνεννοούμαι, ταυτότης αντιλήψεων, συμφωνία”.

Ο νόμος, αφενός συναρτά την πρόσληψη, την προαγωγή και τους όρους εργασίας του προσωπικού της εταιρείας με την επίτευξη συμφωνίας με τις συντεχνίες και αφετέρου, υπαγάγει τη σχέση εργοδότη - εργοδοτουμένου, που προκύπτει από τη σύμβαση εργοδότησης, στον αναθεωρητικό έλεγχο του Διαιτητικού Δικαστηρίου, πολιτικού δικαστηρίου της Δημοκρατίας - [συστήθηκε βάσει του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967, (Ν. 8/67) (όπως τροποποιήθηκε)].

Ευθέως ο νόμος περιορίζει την ελευθερία της εταιρείας, ως προς την επιλογή και τον καθορισμό των όρων υπηρεσίας του προσωπικού. Επίσης, η εκτέλεση της συμφωνίας τίθεται έξω από το πλαίσιο των αρχών του δικαίου των συμβάσεων. Αντί τούτου, η εφαρμογή της (συμφωνίας) υπάγεται σε αναθεωρητικό έλεγχο από πολιτικό δικαστήριο, κατά το πρότυπο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου - (Άρθρο 146 του Συντάγματος). 

Δεν αμφισβητείται, ορθά κατά την κρίση μας, ότι εταιρεία, η [*41]οποία έχει τα χαρακτηριστικά που προβλέπει ο νόμος, δεν αποβάλλει, όπως και κάθε άλλη εταιρεία που συστήνεται βάσει του περί Εταιρειών Νόμου, ΚΕΦ. 113, το χαρακτήρα νομικού προσώπου του ιδιωτικού δικαίου. Οι σκοποί και οι κανόνες λειτουργίας εταιρείας, η οποία εγγράφεται βάσει του ΚΕΦ. 113, καθορίζονται από το ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό της, αντίστοιχα. 

Εταιρεία, η οποία συστήνεται βάσει των προνοιών του ΚΕΦ. 113, λειτουργεί στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου.  Έχει όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις και απολαμβάνει των ιδίων ελευθεριών, όπως φυσικά υποκείμενα του δικαίου - (βλ. Hellenic Bank v. Republic (1986) 3 C.L.R. 481). Μια από τις ελευθερίες, τις οποίες απολαμβάνουν, είναι εκείνη η οποία κατοχυρώνεται στο Άρθρο 26.1 του Συντάγματος, η ελευθερία του “συμβάλλεσθαι”. 

Σε αντίθεση, οργανισμοί δημοσίου δικαίου συνιστούν πλάσματα δικαίου, τα οποία επενεργούν στο δημόσιο τομέα, για την προαγωγή των σκοπών που θέτει ο νόμος ο οποίος προβλέπει τη δημιουργία τους - (βλ. ΡΙΚ ν. Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159 και Στεφανίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367).

Όπως αναγνωρίστηκε στην Ports Authority v. Republic (1983) 3 C.L.R. 385 και, κατ’ έφεση, Republic v. Cyprus Ports Authority (1986) 3 C.L.R. 117, σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου μπορεί να ανατεθούν και πρωτογενείς λειτουργίες του κράτους. 

Το Άρθρο 122 του Συντάγματος, το οποίο επικαλέστηκε ο κ. Ευσταθίου, δε μεταβάλλει το χαρακτήρα εταιρείας που συστήνεται και λειτουργεί βάσει του ΚΕΦ. 113, η οποία, εξ ορισμού, αποτελεί υποκείμενο του ιδιωτικού δικαίου. Το Άρθρο 122 εντάσσει στον όρο “δημόσια υπηρεσία” και το προσωπικό εταιρείας η οποία συστήνεται βάσει νόμου, τα κεφάλαια της οποίας παρέχονται ή είναι εγγυημένα από το κράτος και η διοίκηση της οποίας τελεί υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας.  Εταιρεία, η οποία ανταποκρίνεται στους όρους του Άρθρου 122, συνιστά οργανισμό δημοσίου δικαίου, για την προαγωγή των σκοπών που καθορίζει ο νόμος ο οποίος προβλέπει τη σύστασή της.

Τα υποκείμενα του δημοσίου και του ιδιωτικού δικαίου διαχωρίζονται ανάλογα με το πεδίο λειτουργίας τους.  Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τις αποφάσεις τους - (βλ. Achilleas Hadjikyriacou and Theologia Hadjiapostolou 3 R.S.C.C 89· Savvas Yianni Valana and The Republic 3 R.S.C.C. 91· Antoniou and Others v. [*42]Republic (1984) 3 C.L.R. 623· και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342).

Η συμμετοχή του κράτους σε εμπορική δραστηριότητα δεν αποκλείεται· η εξουσία του δεν περιορίζεται μόνο σε πράξεις εξουσίας, αλλά εκτείνεται και σε πράξεις διαχείρισης, οποτεδήποτε το κράτος ενεργεί προς προστασία του ταμιευτικού του συμφέροντος.  Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στη Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1992) 1 Α.Α.Δ. 882, σελ. 892, χαρακτηρίζει πράξεις διαχείρισης και τείνει να διαφωτίσει ως προς το πεδίο στο οποίο επενεργούν:-

“Πράξεις αυτής της κατηγορίας - πράξεις εξουσίας - ανάγονται και επενεργούν στο πεδίο του δημόσιου δικαίου, οι αρχές του οποίου διέπουν την υπόστασή τους. Εφόσον είναι εκτελεστές, δηλαδή γενεσιουργοί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, υπόκεινται σε αναθεώρηση από το Ανώτατο Δικαστήριο στο οποίο παρέχεται, βάσει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, αποκλειστική αρμοδιότητα για τον έλεγχο της εγκυρότητάς τους.

Η λειτουργία δημόσιας αρχής ή οργάνου δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο του δημόσιου δικαίου, επεκτείνεται και στο ιδιωτικό δίκαιο οποτεδήποτε η αρχή ενεργεί για την προστασία του ταμιευτικού της συμφέροντος (fiscus). Οι πράξεις αυτές χαρακτηρίζονται ως πράξεις διαχείρισης. Έρεισμα για τον καταρτισμό ή σύναψη πράξης διαχείρισης, αντλείται όχι από τη δημόσια εξουσία αρχής ή οργάνου, αλλά από τα περιουσιακά τους δικαιώματα βάσει του αστικού δικαίου.  Πράξεις διαχείρισης δημόσιας αρχής επενεργούν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και αποτελούν αντικείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κατά το αστικό δίκαιο. Στις πράξεις διαχείρισης εμπίπτουν και συμβάσεις αναφορικά με τη διάθεση και εκμίσθωση ακίνητης περιουσίας δημόσιας αρχής.  Η ισοτιμία των συμβαλλομένων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πράξεων διαχείρισης οποτεδήποτε παίρνουν τη μορφή “σύμβασης”· άλλο είναι η αποβολή, εκ μέρους της Αρχής, του μανδύα της εξουσίας στον καταρτισμό τους.”

Στην προκείμενη περίπτωση, ο νόμος δεν αναφέρεται σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου αλλά σε εταιρεία, η οποία συστήνεται βάσει του ιδιωτικού δικαίου, στην οποία η Δημοκρατία μετέχει με τον τρόπο που προσδιορίζεται στο νόμο. 

[*43]Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Άρθρου 122, οι σκοποί της εταιρείας, στην οποία αναφέρεται ο νόμος, δεν προσδιορίζονται, ούτε ταυτίζονται με την προαγωγή σκοπών του δημοσίου, οι οποίοι καθορίζονται σε νόμο.  Επισημαίνεται ότι το περιεχόμενο των σχεδίων υπηρεσίας δεν προδιαγράφεται.  Ισχύει ο,τιδήποτε συμφωνηθεί μεταξύ της εταιρείας και των συντεχνιών. 

Εταιρεία, η οποία συστήνεται βάσει του ΚΕΦ. 113, έχει ανεξάρτητη οντότητα, διάφορη από εκείνη των μετόχων της.  Συνιστά θεμελιακή αρχή του εταιρικού δικαίου ότι εταιρεία, η οποία συστήνεται βάσει του ΚΕΦ. 113, έχει προσωπικότητα ξεχωριστή και ανεξάρτητη από εκείνη των μετόχων της - (βλ. Salomon v. Salomon [1897] A.C. 22).

Όπως τονίστηκε στη Michaelides v. Gavrielides (1980) 1 C.L.R. 244, η εταιρεία συνιστά νομική οντότητα εντελώς ξεχωριστή από τα συστατικά της στοιχεία, τους μετόχους.  Η ίδια αρχή επαναλαμβάνεται στην Bank of Cyprus v. Republic (1983) 3 C.L.R. 636, η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση - Bank of Cyprus (Holdings) v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1883.  Στην τελευταία απόφαση τονίστηκε ότι η εταιρεία δεν είναι ούτε αντιπρόσωπος ούτε εμπιστευματοδόχος ή εκπρόσωπος των μετόχων της.  [Βλ., επίσης, την πρόσφατη απόφαση στην Ρούσος ν. Δημοκρατίας - (Α.Ε. 1401 - 5/11/1996)].

Ο κ. Ευσταθίου επικαλέστηκε, επίσης, την απόφαση στην Patikkis v. N’sia M’pal C’ttee (1988) 1 C.L.R. 103, χωρίς να υποστηρίζει ότι υπάρχει άμεση ταύτιση μεταξύ των ζητημάτων τα οποία επιλύθηκαν στην πιο πάνω απόφαση και εκείνων της παρούσας υπόθεσης.

Στην Patikkis, αποφασίστηκε ότι οι όροι εργασίας του προσωπικού δημόσιας αρχής, του Δήμου Λευκωσίας σ’ εκείνη την περίπτωση, οι οποίοι διέπονταν από ιδιωτική σύμβαση, μπορούσαν να τροποποιηθούν μετά την αρχική σύμβαση, υπό το φως της ακολουθητέας πρακτικής της αρχής, ώστε να ενσωματώνεται σ’ αυτούς και το δικαίωμα της φυσικής δικαιοσύνης για την παροχή ευκαιρίας ακρόασης, πριν την άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη τερματισμού της συμφωνίας.  Επίσης, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η ενσωμάτωση αυτού του δικαιώματος στη σύμβαση εργασίας εδικαιολογείτο και από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, που κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος.  Στην ίδια απόφαση, επισημαίνεται ότι η πρακτική του Δήμου Λευκωσίας ήταν σύμφωνη με το καθήκον, κάτω από το Άρθρο 28.1, για τη μεταχείριση του [*44]προσωπικού με πνεύμα  ισότητας. 

Ο λόγος της Patikkis, (ανωτέρω), δεν άπτεται των επιδίκων θεμάτων, τα οποία θίγει η παρούσα Αναφορά.  Ο λόγος της έγκειται στη δυνατότητα τροποποίησης σύμβασης εργασίας, μεταξύ δημόσιας αρχής και εργοδοτουμένου, ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του εργοδότη και του καθήκοντός του για ίση μεταχείριση των μελών του προσωπικού δημόσιας αρχής, άσχετα από τον τομέα στον οποίο ανάγεται η σύμβαση εργασίας.

Το κύριο θέμα της παρούσας υπόθεσης περιστρέφεται γύρω από τη δυνατότητα περιορισμού του δικαιώματος της ελευθερίας του “συμβάλλεσθαι”, βάσει του Άρθρου 26.1 και όχι τη δυνατότητα τροποποίησης των όρων της σύμβασης, λόγω της πρακτικής του εργοδότη ή του καθήκοντος δημόσιας αρχής για την ίση μεταχείριση του προσωπικού της.

Η ελευθερία του “συμβάλλεσθαι” αποτελεί έκφραση αυτής τούτης της ελευθερίας του ανθρώπου, όπως υποστηρίζει η Ελληνική νομολογία και ερμηνευτικά συγγράμματα του Συντάγματος της Ελλάδος του 1952 - (βλ. Σβώλος και Βλάχος - “Το Σύνταγμα της Ελλάδος”, 1954, Τόμος Α, σελ. 325-326 και 333-334).  Το Κυπριακό Σύνταγμα κατοχυρώνει την ελευθερία του “συμβάλλεσθαι” ως θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου - (Άρθρο 26.1).

Παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στην In Re Ali Ratip of Ktima 3 R.S.C.C. 102, 105, υποδηλώνουν ότι το δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 26.1, υπόκειται στις ρυθμίσεις του αστικού δικαίου, όπως εκείνες που αναφέρονται στην ικανότητα του “συμβάλλεσθαι” - (βλ., επίσης, Stelios E. Evlogimenos and Others v. The Republic (District Lands Officer, Limassol) 2 R.S.C.C. 139).  Αυτές (οι παρατηρήσεις) συνδέονται με τις διατάξεις του Άρθρου 26.1, που προβλέπουν ότι το δικαίωμα υπόκειται στους όρους, περιορισμούς και δεσμεύσεις που τίθενται από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων.  Οι διατάξεις του νόμου, ο οποίος εξετάζεται, δε στοιχειοθετούν γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων, ούτε σχετίζονται με αυτές.  Ούτε ο νόμος έχει ως αντικείμενο την πρόληψη της εκμετάλλευσης ατόμων από πρόσωπα που έχουν ιδιάζουσα οικονομική ισχύ, που συνιστά το δεύτερο λόγο για τον οποίο η ελευθερία του “συμβάλλεσθαι” μπορεί να περιοριστεί.

Στην Constantinos Chimonides v. Evanthia K. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125, το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν διαιρεμένο ως προς την [*45]εμβέλεια της ελευθερίας του “συμβάλλεσθαι” και συγκεκριμένα, κατά πόσο το δικαίωμα καλύπτει, εκτός από τη σύναψη της συμφωνίας και όλων όσων σχετίζονται με αυτή και την εκτέλεσή της. 

Το ελεύθερο του “συμβάλλεσθαι” περιλαμβάνει, όπως εξηγείται στο σύγγραμμα του Καθηγητή Δαγτόγλου το “Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Β΄”, σελ. 998, την ελευθερία της -

(α)   επιλογής του αντισυμβαλλομένου,

(β)   προσχώρησης ή μη σε σύμβαση,

(γ)   διαμόρφωσης του περιεχομένου της συμφωνίας· και

(δ)   καταγγελίας της σύμβασης. (Στη Chimonides, (ανωτέρω), διατυπώθηκαν διϊστάμενες απόψεις κατά πόσο καλύπτεται και αυτή η πτυχή του δικαιώματος από το Άρθρο 26.1.)

Στη Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419 (Ολομέλειας), κρίθηκε ότι η αποστέρηση της επιλογής μεταξύ δύο διϊστάμενων δικαιωμάτων και η νομοθετική κατάργηση της γενόμενης επιλογής συνιστούσαν παραβίαση του δικαιώματος, το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 26.1 του Συντάγματος.

Ο κ. Ευσταθίου υπέβαλε ότι σκοπός του νόμου είναι η επέκταση καθολικών αξιών, που σχετίζονται με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου.  Η αξιοπρεπής διαβίωση του ανθρώπου, η οποία κατοχυρώνεται στο Άρθρο 9 του Συντάγματος, πρέπει να επεκταθεί σε ολόκληρο το πεδίο του δικαίου, όπως και οι αρχές της χρηστής διοίκησης.  Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στην αρχή της τριτενέργειας, την οποία πραγματεύεται, σε έκταση, η Τζούλια Ηλιοπούλου - Στράγγα στο σύγγραμμά της - Η “Τριτενέργεια” των Ατομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων του Συντάγματος 1975, 1990.  Το αντικείμενο της μελέτης είναι η διερεύνηση της επίδρασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου στο ιδιωτικό δίκαιο.  Η τριτενέργεια μπορεί να χαρακτηριστεί ως η επενέργεια, με τρόπο άμεσο ή έμμεσο, των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων του ανθρώπου στη διάπλαση των νομικών αρχών σ’ ολόκληρο το πεδίο του δικαίου.

Στην Κύπρο, η νομολογία αναγνωρίζει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ατόμου επενεργούν και προστατεύονται έναντι πάντων - (βλ., μεταξύ άλλων Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33· και Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147).

[*46]

Η ελευθερία του “συμβάλλεσθαι” είναι ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, το οποίο, όπως και κάθε άλλο θεμελιώδες δικαίωμα, προστατεύεται έναντι πάντων. Όπου το Σύνταγμα κατοχυρώνει παράλληλα δικαιώματα, αυτά ερμηνεύονται και εφαρμόζονται με τρόπο ο οποίος να εναρμονίζει τους συνάλληλους σκοπούς τους - (βλ. In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329· Δημοκρατία ν. Ford και Άλλων - (Νομικά Ερωτήματα 305 και 306 - 11/7/1995).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο νόμος δεν έχει ως αντικείμενο την αξιοπρεπή διαβίωση του ατόμου, ώστε να τίθεται θέμα παραλληλισμού της εφαρμογής των διατάξεων των Άρθρων 26 και 9 του Συντάγματος.  Οι περιορισμοί, στους οποίους υπόκειται το δικαίωμα της ελευθερίας του “συμβάλλεσθαι”, καθορίζονται στο ίδιο το Άρθρο 26.1.  Οι περιορισμοί, υπό τους οποίους τίθεται η άσκηση της ελευθερίας αυτής, βάσει του νόμου που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας Αναφοράς, δε σχετίζονται με κανένα από τους περιορισμούς που τίθενται από το Άρθρο 26.1.

Με το νόμο αποστερείται η εταιρεία της ελεύθερης επιλογής του αντισυμβαλλομένου, του προσδιορισμού του περιεχομένου της σύμβασης και γενικότερα, του καταρτισμού της σύμβασης κατά τη βούλησή της.  Επομένως, οι διατάξεις του νόμου αντίκεινται προς το δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 26.1 και είναι ασύμφωνες με αυτό. Τούτου δοθέντος, ο νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός, λόγω της αντίθεσής του προς τις διατάξεις του Άρθρου 26.1.  Δεν παρίσταται, συνεπώς, ανάγκη να αποφασίσουμε κατά πόσο ο νόμος παραβιάζει το Άρθρο 26.1 και για το λόγο ότι περιορίζει την ελευθερία των συμβαλλομένων σε σχέση με την εκτέλεση της συμφωνίας. 

Στη Chimonides, (ανωτέρω), είχαν εκφραστεί διϊστάμενες θέσεις ως προς το κατά πόσο το δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 26.1, εκτείνεται και στην εκτέλεση της συμφωνίας. Δε θα επεκταθούμε στο θέμα αυτό, εφόσο δεν είναι αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς. 

Για τους λόγους που έχουμε εκθέσει, ο νόμος παραβιάζει τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 26.1. Ο νόμος στοιχειοθετείται έξω από το πλαίσιο του Άρθρου 26.1 του Συντάγματος και ενάντια προς τις διατάξεις του.  Το γεγονός αυτό καθιστά το θεμέλιο του νόμου ακροσφαλές και παρεπόμενα, το σύνολο των διατάξεών του αντισυνταγματικό.  Ενόψει αυτής της [*47]διαπίστωσης, δεν είναι αναγκαίο να αποφασίσουμε κατά πόσο παραβιάζονται και οι διατάξεις του Άρθρου 28, όπως έγινε εισήγηση, γιατί το ερώτημα καθίσταται θεωρητικό. Το ίδιο ισχύει και ως προς την παραβίαση του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. 

Εάν επρόκειτο για την ανάθεση της αναθεώρησης απόφασης ή πράξης, εκπορευομένης από όργανο ή αρχή η οποία ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, σε πολιτικό δικαστήριο, η νομοθετική διάταξη θα προσέκρουε στις πρόνοιες του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, που αναθέτει την αναθεωρητική δικαιοδοσία αποκλειστικά στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Γνωματεύουμε ότι ο νόμος είναι ασύμφωνος και αντίθετος προς τις διατάξεις του Άρθρου 26.1 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό, κρίνεται αντισυνταγματικός.

Η γνωμάτευσή μας κοινοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του  Άρθρου 140.2 του Συντάγματος.

O Nόμος κρίνεται αντισυνταγματικός.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο