Λεοντίου-Πατσαλοσαββή Eιρήνη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Yπουργείου Oικονομικών και Yπουργείου Eξωτερικών (1997) 3 ΑΑΔ 70

(1997) 3 ΑΑΔ 70

[*70]27 Φεβρουαρίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΤΣΑΛΟΣΑΒΒΗ-ΛΕΟΝΤΙΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1722)

 

Διπλωματική Υπηρεσία — Αίτημα για αναδρομική επιχορήγηση μετά από αναδρομικό διορισμό, δυνάμει του Άρθρου 4 του περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας Νόμου του 1960 (Ν. 10/1960), όπως τροποποποιήθηκε από το Ν. 41/1975 — Εφαρμοστέες αρχές.

Διοικητικό Δίκαιο — Αναδρομική ισχύς διοικητικής πράξης — Μεταβάλλει την παρελθούσα πραγματικότητα αντικαθιστώντας την με τη νέα δημιουργηθείσα κατάσταση πραγμάτων, η οποία είναι δεσμευτική για τη Διοίκηση.

Η εφεσείουσα προσλήφθηκε το 1978 πάνω σε έκτακτη βάση, ως επιτόπιο προσωπικό στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στις Βρυξέλλες.  Το 1989 διορίστηκε επί δοκιμασία στη μόνιμη (Τακτικός Προϋπολογισμός) θέση Γραφέα 2ης τάξης, Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού από 8.11.1985 και τοποθετήθηκε στην Πρεσβεία που υπηρετούσε, αναδρομικά από την ίδια ημερομηνία. Υπέβαλε αίτημα για αναδρομική επιχορήγηση η οποία καταβάλλεται στα μέλη της υπηρεσίας εξωτερικού, το οποίο απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι δεν υπηρετούσε πραγματικά, κατά την επίδικη περίοδο, στην εν λόγω θέση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικύρωσε  την επίδικη διοικητική απόφαση.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επέτρεψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι η διεκδικηθείσα επιχορήγηση αποτελούσε μέρος των [*71]απολαβών της θέσης από την ημερομηνία του αναδρομικού διορισμού της αιτήτριας, η οποία ως εκ τούτου, δικαιούται στην καταβολή της προβλεπόμενης επιχορήγησης από 8.11.1985.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Παπαγιώργης v. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 563.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Παπαδόπουλος, Δ.) που δόθηκε στις 16 Δεκεμβρίου, 1992 (Προσφυγή Aρ. 46/91) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων να απορρίψουν αίτημά της να της δοθεί αναδρομικά, η επιχορήγηση που καταβάλλεται στα μέλη υπηρεσίας του εξωτερικού, μετά την αναδρομική μονιμοποίησή της στη θέση Γραφέα 2ης Tάξης, με το αιτιολογικό ότι η απασχόλησή της τη συγκεκριμένη περίοδο δεν ήταν πραγματική.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Eφεσείουσα.

Γ. Στυλιανίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο περί Εκτάκτων Δημοσίων Υπαλλήλων (Διορισμός σε Δημόσιες Θέσεις) Νόμος του 1985 (Ν. 160/1985) δημοσιεύτηκε στις 8 Νοεμβρίου, 1985 με άμεση ισχύ.  Η εφεσείουσα υπηρετούσε τότε στη δημόσια υπηρεσία πάνω σε έκτακτη βάση έχοντας προσληφθεί το 1978 ως επιτόπιο προσωπικό στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στις Βρυξέλλες. Δεν καθίστατο όμως δυνατή η ένταξή της στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου και τούτο διότι δεν πληρούσε μια από τις τιθέμενες προϋποθέσεις, ήτοι εκείνη στην οποία αναφέρεται το άρθρο 3(2)(β) του Νόμου σύμφωνα με το οποίο:

[*72]“3(2) Ο προβλεπόμενος στο εδάφιο (1) διορισμός γίνεται νοουμένου ότι ο έκτακτος υπάλληλος κατά το χρόνο του διορισμού του -

(α)          .................................................................................................

(β)          κατέχει τα προσόντα που προνοούνται από τα σχέδια υπηρεσίας της θέσης που απονέμεται σ’ αυτόν, καθώς και τα άλλα προσόντα που απαιτούνται από τους περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμους του 1967 μέχρι 1983 για διορισμό στη δημόσια υπηρεσία.”

Απέκτησε όμως τα προσόντα το 1989.  Οπότε θεωρήθηκε ότι επληρούτο η εν λόγω προϋπόθεση.  Γνωστοποιήθηκε λοιπόν στην εφεσείουσα από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, με επιστολή ημερ. 27 Νοεμβρίου, 1989, ότι διοριζόταν με δοκιμασία στη μόνιμη (Τακτικός Προϋπολογισμός) θέση Γραφέα 2ης τάξης, Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού από 8 Νοεμβρίου, 1985.  Αυτή η εξέλιξη εμφανίζεται να λάμβανε υπόψη και το άρθρο 3(2)(β) του Νόμου. Την αφήνουμε χωρίς σχόλιο.  Γιατί δεν αποτελεί εγειρόμενο ζήτημα προς εξέταση.  Εν συνεχεία, μετά τη διόρθωση κάποιου λάθους, της γνωστοποιήθηκε από την αρμόδια αρχή ότι τοποθετήθηκε στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στις Βρυξέλλες, αναδρομικά από την ίδια ημερομηνία.

Από αυτό το καθεστώς προέκυψε η υπό εξέταση διάσταση η οποία αφορά και περιορίζεται στο κατά πόσο η εφεσείουσα δικαιούται αναδρομικά στην επιχορήγηση η οποία καταβάλλεται στα μέλη της υπηρεσίας εξωτερικού.  Το άρθρο 4 του περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας Νόμου του 1960 (Ν.10/1960) όπως τροποποιήθηκε (βλ. ιδιαίτερα τον Ν.41/1975) προβλέπει ότι:

“4. Αι οργανικαί θέσεις, αι διαβαθμίσεις αυτών και αι μισθοδοτικαί κλίμακες εν τη Εξωτερική Υπηρεσία καθορίζονται διά του περί Προϋπολογισμού Νόμου εκάστου έτους:

Νοείται ότι επί πλέον των τοιούτων μισθών θα καταβάλληται εις τα μέλη της Υπηρεσίας Εξωτερικού επιχορήγησις καθοριζομένη συμφώνως προς τους δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδιδομένους Κανονισμούς και εντός του ορίου του ψηφισθέντος ολικού ποσού εν τω Προϋπολογισμώ εν σχέσει με έκαστον οικονομικόν έτος διά το οποίον αύτη θα πληρώνηται.”

Σχετικός είναι ο Κανονισμός 14 των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας [*73]της Δημοκρατίας (Ειδικαί Διατάξεις) Κανονισμών του 1968.  Στην παράγραφο (1) εξειδικεύεται τι είναι που καλύπτει η επιχορήγηση.  Περιλαμβάνει ανάμεσα σ’ άλλα και:

“(α) Ειδικόν επίδομα, προοριζόμενον να καλύψη -

(i)  τυχόν διαφοράν του τιμαρίθμου μεταξύ Κύπρου και της χώρας εις την οποίαν ο υπάλληλος υπηρετεί· και

(ii) έξοδα παραστάσεως.”

Στην παράγραφο (2) εκτίθεται το ορθολογικό έρεισμα της επιχορήγησης ως εξής:

“(2)  Η διά του παρόντος κανονισμού πληρωτέα επιχορήγησις αποτελεί αποζημίωσιν διά τας εκτάκτους δαπάνας τας οποίας οι υπάλληλοι υφίστανται ως εκ του ότι είναι υποχρεωμένοι να διαβιώσιν εκτός της Κύπρου προς εκτέλεσιν των καθηκόντων των.”

Και στην παράγραφο (3) καθορίζεται η χρονική έκταση. Ας σημειωθεί ότι καλύπτει την περίοδο που διαρκεί η υπηρεσία στο εξωτερικό.

Απέναντι στην απαίτηση της εφεσείουσας για την αναδρομική καταβολή επιδόματος, οι εφεσίβλητοι προέβαλαν, πρωτοστατούντος του Υπουργείου Οικονομικών το οποίο καθόρισε τη θέση, ότι:

“Η απασχόλησή της ως Γραφέα, 2ης Τάξης, κατά την πιο πάνω αναφερόμενη περίοδο ήταν με άλλα λόγια πλασματική και όχι πραγματική.  Κατά συνέπεια δεν μπορεί να αποζημιωθεί ως να υπηρετούσε πραγματικά στη θέση.”

Η θέση αυτή βρήκε απήχηση πρωτόδικα. Κατά την άποψή μας λανθασμένα. 

Ο αναδρομικός διορισμός μεταβάλλει την παρελθούσα πραγματικότητα αντικαθιστώντάς την με τη νέα δημιουργηθείσα κατάσταση. Η οποία βέβαια, από τη φύση της, δε διατρέχει το διαρρεύσαν διάστημα παρά μόνο νοητικά.  Η  σημασία της όμως έγκειται στα παράγωγά της.  Η αναγνώριση των οποίων ως προκυψάντων δικαιωμάτων εξηγεί και δικαιολογεί την αναδρομικότητα εφόσον βέβαια δεν προσβάλλεται η νομιμότητά της.  Σε ό,τι αφορά δε αυτά [*74]τα παράγωγα δε χωρεί διάκριση μεταξύ τους ανάλογα με την εκ των υστέρων διαφορική θεώρηση αποτελεσμάτων. 

Εν προκειμένω, ό,τι θα εδικαιούτο η εφεσείουσα αν κατείχε τη θέση κατά το χρόνο στον οποίο αναφέρεται η αναδρομή, το δικαιούται και τώρα.  Η έννοια της “αποζημίωσης” στην οποία αναφέρεται ο Κανονισμός 14(2) και την οποία υπογράμμισε ο συνήγορος των εφεσιβλήτων, ως συναρτημένη με την πραγματικότητα της καθαυτό ύπαρξης εκ της οποίας να απορρέουν τα όσα σκοπούσε η αποζημίωση να αντισταθμίσει, παραγνωρίζει το σκοπό της αναδρομικότητας που δεν είναι άλλος από την παραγωγή αποτελεσμάτων με οντότητα εξ υπαρχής και διατρέχουσα προς το παρόν.  Η διεκδικηθείσα επιχορήγηση αποτελούσε μέρος των απολαβών της θέσης από την ημερομηνία αναδρομικού διορισμού και ως εκ τούτου αναπόφευκτο παράγωγό της. Το οποίο μάλιστα, καθώς ορθά επεσήμανε ο συνήγορος της εφεσείουσας με αναφορά προς τη νομολογία, αποτελούσε αναφαίρετο δημόσιο δικαίωμα· βλ. την  απόφαση της Ολομέλειας στην Παπαγιώργης ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 1677, ημερ. 17 Δεκεμβρίου, 1996.  Καταλήγουμε λοιπόν ότι η εφεσείουσα εδικαιούτο στην καταβολή της προβλεπόμενης επιχορήγησης από τις 8 Νοεμβρίου, 1985.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της, βάσει του   Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Εκδίδεται προς όφελος της εφεσείουσας διαταγή για έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και της έφεσης.  Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο