(1997) 3 ΑΑΔ 81
[*81]28 Φεβρουαρίου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
1. ΛΟΧΙΑΣ 4549 Α. ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
2. ΛΟΧΙΑΣ 4048 A. ΣYMEOY,
3. ΛΟΧΙΑΣ 4523 N. ΣOΦOKΛEOYΣ,
4. ΛΟΧΙΑΣ 4403 A. IΩANNOY,
5. ΛΟΧΙΑΣ 4516 NIKOΣ NIKOY,
6. ΛΟΧΙΑΣ 3247 NIKOΣ AYΓOYΣTH,
Εφεσείοντες-Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα,
ν.
1. ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΠΑΝΑΓΗ
(Αιτητή στην Πρ. αρ. 380/93)
2. ΠΕΤΡΟΥ ΛΕΩΝΙΔΟΥ
(Aιτητή στην Πρ. αρ. 428/93)
3. A. ΛEΩNIΔOY
(Aιτητή στην Πρ. αρ. 460/93)
Εφεσιβλήτων-Αιτητών,
KAI
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ’ ων η αίτηση στις προσφυγές.
(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 2166)
Αστυνομική Δύναμη — Προαγωγές επ’ ανδραγαθία — Οι περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμοί του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89), Καν. 9(α) — Τι συνιστά ανδραγαθία ή ανδραγάθημα — Η απόφαση για προαγωγή επ’ ανδραγαθία είναι κατ’ αρχήν ανέλεγκτος — Η διαπίστωση των γεγονότων που συνιστούν το ανδραγάθημα ανάγεται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο — Ό,τι ελέγχεται είναι κατά πόσο η πράξη αποτελεί [*82]ανδραγάθημα — Εφαρμοστέες αρχές.
Διοικητικό Δίκαιο — Έννομο συμφέρον — Αστυνομική Δύναμη — Προαγωγές επ’ ανδραγαθία — Κάθε μέλος του Αστυνομικού Σώματος, που έχει τα προσόντα για προαγωγή, έχει ηθικό συμφέρον να προσβάλει την απόφαση προαχθέντος επ’ ανδραγαθία συναδέλφου του — Εκτενής αναφορά στο έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση για άσκηση προσφυγής.
Διοικητικό Δίκαιο — Έννομο συμφέρον — Mπορεί να είναι υλικό ή ηθικό — Ποία η έννοια του ηθικού συμφέροντος.
Λέξεις και Φράσεις — “Ανδραγαθία” και “ανδραγάθημα”, στους περί Aστυνομίας (Προαγωγές) Kανονισμούς του 1989 και στην Eλληνική νομολογία — Ενέχουν το στοιχείο του ηρωϊσμού.
Οι εφεσείοντες (ενδιαφερόμενα πρόσωπα στις προσφυγές), προάχθηκαν επ’ ανδραγαθία σε λοχίες. Οι προαγωγές ακυρώθηκαν με τις προσφυγές των εφεσίβλητων (αιτητών στις προσφυγές), οι οποίοι κατείχαν τα προσόντα για προαγωγή στη θέση λοχία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχαιότητα των αιτητών ως ενός εκ των κριτηρίων προαγωγής βάσει του Κ. 2 των Κανονισμών, τους νομιμοποιούσε να ζητήσουν αναθεώρση της προαγωγής ομοβάθμιων μελών της Δύναμης σε λοχίες και επίσης ότι η εξουσία του Αρχηγού να προβεί στις επίδικες προαγωγές υπόκειτο σε δικαστικό έλεγχο.
Στην έφεση, προβλήθηκαν οι ακόλουθοι ισχυρισμοί, εκ μέρους των εφεσειόντων:
1. Η επίδικη προαγωγή, στην οποία το κριτήριο δεν είναι συγκριτικό, αλλά προσωπικό, συναρτημένο με την κατοχή προκαθορισμένων προσόντων (upon a qualifying basis), δεν υπόκειται σε αναθεώρηση με αίτηση οποιουδήποτε, ο οποίος δεν κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα.
2. Η θεώρηση των πράξεων των εφεσειόντων από τον Αρχηγό της Αστυνομίας ως ανδραγαθημάτων είναι ανέλεγκτη, δυνάμει δύο αρχών του διοικητικού δικαίου που ορίζουν ότι:
α) Η κρίση αρμόδιου οργάνου για τη διαπίστωση γεγονότων τεχνικής φύσεως, δεν ελέγχεται.
β) Η εκτίμηση των ουσιωδών γεγονότων για τη λήψη απόφασης ανάγεται στην κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου.
[*83]Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι νομιμοποιούντο να προσφύγουν λόγω:
1) της ανατροπής της αρχαιότητάς τους, λόγω της προαγωγής των εφεσειόντων και
2) του ηθικού συμφέροντος για τη διασφάλιση της νομιμότητας των κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα προαγωγών, στον κλάδο της Αστυνομίας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. To έννομο συμφέρον του αιτητή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση σε προσφυγή για αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, πράξης ή παράλειψης δυνάμει του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος. Το συμφέρον πρέπει να είναι ενεστώς και ως εκ τούτου η ματαίωση προσδοκίας του μέλλοντος δεν καθιστά την προσφυγή παραδεκτή. Όμως όπου πλήττεται το συμφέρον, δεν παύει να υφίσταται το δικαίωμα προσφυγής, για το λόγο ότι ο επηρεασμός θα εκδηλωθεί στο μέλλον.
2. Το συμφέρον, το οποίο επηρεάζεται, μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να διακρίνεται από το γενικό συμφέρον και να συσχετίζεται με την ιδιαιτερότητα της θέσης του προσφεύγοντα. Το ηθικό συμφέρον δε συναρτάται με την ηθική τάξη στη στενή της έννοια, ούτε με τις ευαισθησίες του προσφεύγοντος, αλλά με την ιδιαίτερη του σχέση ως προς το αντικείμενο της απόφασης και τις επιπτώσεις που ενέχει στη λειτουργία του.
3. Η ιδιαιτερότητα της σχέσης του προσφεύγοντος προς την απόφαση η οποία προσβάλλεται, ενέχει μεγάλη σημασία για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του αιτητή.
4. Απόφαση η οποία επάγεται βλάβη στην υπηρεσιακή κατάσταση του αιτητή, το νομιμοποιεί να προσφύγει.
5. Η προαγωγή υπαλλήλου επ’ ανδραγαθία δε συναρτάται με την υπηρεσιακή κατάσταση του προαγομένου. Αποτελεί μορφή ανταμοιβής, για εξαιρετική προσφορά η οποία εξ αντικειμένου περιορίζει τις διαθέσιμες θέσεις για προαγωγή των προσοντούχων αστυνομικών σε λοχίες. Ενόψει του ιδιάζοντος χαρακτήρα της ανδραγαθίας, γίνεται παρέκκλιση από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης που επιβάλλουν την προαγωγή των καταλληλοτέρων, βά[*84]σει των υπηρεσιακών τους στοιχείων, στο πλαίσιο της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
6. Oποιοδήποτε μέλος της Aστυνομικής Δύναμης, που έχει τα προσόντα για προαγωγή, έχει ηθικό συμφέρον να προσβάλει οποιαδήποτε απόφαση για προαγωγή συναδέλφου του επ’ ανδραγαθία. Κατά συνέπεια η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για το παραδεκτό της προσφυγής, είναι αποδεκτή, αλλά για λόγους άλλους από εκείνους στους οποίους βασίζεται.
7. Η έννοια της ανδραγαθίας ενέχει το στοιχείο του ηρωϊσμού. Στην παρούσα υπόθεση, οι πράξεις των εφεσειόντων για τις οποίες προήχθησαν επ’ ανδραγαθία, δε συνιστούν πράξεις ανδραγαθίας ούτε τις προσεγγίζουν.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Ζαβρός κ.ά. v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 349,
Κίττου v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 42,
Κυθραιώτου v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Aρ. 951/88, ημερ. 30.4.1990,
Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 16,
Aristidou v. Republic (1984) 3(A) C.L.R. 503,
Seraphim v. Republic (1985) 3(A) C.L.R. 286,
Elia v. Republic (1987) 3(A) C.L.R. 306,
Hλία ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3(B) A.A.Δ. 568,
Stavrinou v. Republic (1986) 3(B) C.L.R. 1195,
Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594,
Lewis v. Ε.Δ.Υ. (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1253,
Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και Άλλος v. Αναστασιάδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 1,
Κυπριανού κ.ά. v. Δημοκρατίας, Προσφ. Aρ. 253/91 κ.ά., ημερ. [*85]21.4.1994,
Αχιλλέως v. Δημοκρατίας, Προσφ. Aρ. 276/91, ημερ. 28.2.93,
Καρατζιά v. Δημοκρατίας, Προσφ. Aρ. 210/92, ημερ. 26.11.1993,
Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208,
Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας κ.ά. (Aρ. 1), (1996) 3 A.A.Δ. 73,
Νίκολας v. Δημοκρατίας, Yπόθ. Aρ. 701/83, ημερ. 2.2.1995,
Παππαρίδης ν. A.H.K. , Yπόθ. Aρ. 12/94, ημερ. 17.3.1995,
Panayides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 378,
Πετρώνδα v. Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λευκωσίας, Yπόθ. Aρ. 359/94, ημερ. 22.8.1995.
Έφεση.
Έφεση από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Aρτεμίδης, Δ.) που δόθηκε στις 12 Oκτωβρίου, 1995 (Προσφυγές Aρ. 380/93, 428/93, 460/93) με την οποία ακυρώθηκαν οι προαγωγές τους επ’ ανδραγαθία στη θέση του λοχία.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Eφεσείοντες-Eνδιαφερόμενα πρόσωπα.
Στ. Βασιλείου για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για τον Eφεσίβλητο-Aιτητή στην Πρ. Aρ. 380/93.
Στ. Βασιλείου για Α. Θεοφίλου, για τον Eφεσίβλητο-Aιτητή στην Πρ. Aρ. 428/93.
N. Γιαπανάς για Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Eφεσίβλητο-Aιτητή στην Πρ. Aρ. 460/93.
Ρ. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τη Δημοκρατία-Kαθ’ ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Πικής, Π..
[*86]ΠΙΚΗΣ, Π.: Οι εφεσείοντες (τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στις προσφυγές 380/93, 428/93, 460/93) αστυφύλακες, προάχτηκαν επ’ ανδραγαθία σε λοχίες. Ο Κ.9(α) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών, 1989 (Κ.Δ.Π.52/89 - εφεξής οι Κανονισμοί), παρέχει στον Αρχηγό Αστυνομίας, με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, την εξουσία να προάγει ανδραγαθήσαντες αστυφύλακες σε λοχίες, ανεξάρτητα του εάν κατέχουν τα προσόντα για προαγωγή.
Οι εφεσίβλητοι, (οι αιτητές στις τρεις συνεκδικασθείσες προσφυγές), επίσης αστυφύλακες, κάτοχοι των προσόντων για προαγωγή στη θέση λοχία, προσέβαλαν τις προαγωγές των εφεσειόντων, ως νομικά ανυπόστατες. Οι καθ’ ων η αίτηση, η Δημοκρατία και οι εφεσείοντες, αμφισβήτησαν το παραδεχτό των προσφυγών, επικαλούμενοι απουσία του απαιτούμενου από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος συμφέροντος των αιτητών να προσβάλουν την απόφαση. Ως προς την ουσία, υποστήριξαν, ότι η κρίση του Αρχηγού για την προαγωγή μέλους της δύναμης λόγω ανδραγαθίας, είναι ανέλεγκτη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας (το πρωτόδικο Δικαστήριο), έκρινε τις προσφυγές παραδεχτές και την απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, ελεγκτέα. Αποφάσισε, ότι ο καθορισμός της αρχαιότητας ως ενός εκ των κριτηρίων προαγωγής βάσει του Κ.2 των Κανονισμών, νομιμοποιούσε τους αιτητές να ζητήσουν την αναθεώρηση της προαγωγής ομοβάθμιων μελών της Δύναμης, σε λοχίες. Οι εφεσίβλητοι ήταν αρχαιότεροι των εφεσειόντων, όλων ή μερικών από αυτούς.
Αναφορικά με το ελεγκτό της απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι του παρέχεται ευχέρεια “να εξετάσει κατά πόσο η κρίση του Αρχηγού είναι μέσα στα πλαίσια των προνοιών του” (νοείται των σχετικών Κανονισμών). Εφόσον οι επιβραβευθείσες πράξεις εξειδικεύθηκαν, και δεν συνιστούσαν πράξεις ανδραγαθίας, με οποιαδήποτε παραδεκτή έννοια του όρου, οι προαγωγές ακυρώθηκαν.
Η απόφαση του Δικαστηρίου και στα δύο θέματα, προσβάλλεται ως εσφαλμένη. Οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι το παραδεχτό του συμφέροντος αιτητή, συναρτάται με το δυσμενή επηρεασμό ιδίου συμφέροντος και εξ αντιδιαστολής, με τον προσπορισμό ιδίου οφέλους από την ακύρωση της πράξης. (Βλ. Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 349· Κίττου ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 42.) Ειδικά για τις προαγωγές, διαπιστώνεται στην Κυ[*87]θραιώτου ν. Δημοκρατίας υπ. αρ. 951/88 - 30.4.1990, ότι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνωρίζει ότι, όταν το κριτήριο για τη διενέργειά τους δεν είναι συγκριτικό, αλλά προσωπικό, συναρτημένο με την κατοχή προκαθορισμένων προσόντων, (upon a qualifying basis), αυτές δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση με αίτηση οποιουδήποτε ο οποίος δεν κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα. Η απόφαση δε στερεί τον αιτητή οποιουδήποτε δικαιώματος, ούτε θίγει το συμφέρον του ιδίου για προαγωγή. (Βλ. επίσης μεταξύ άλλων, Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 16· Aristidou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 503· Seraphim v. Republic (1985) 3 C.L.R. 286· Elia v. Republic (1987) 3 C.L.R. 306· και κατ’ έφεση A.E. 590, αποφασίστηκε στις 14.3.89 και θα δημοσιευτεί στους τόμους των αποφάσεων (1989) 3 Α.Α.Δ.).
Υποστήριξαν το ανέλεγκτο της θεώρησης των πράξεών τους από τον Αρχηγό της Αστυνομίας ως ανδραγαθημάτων, με αναφορά σε δύο αρχές του διοικητικού δικαίου που ορίζουν ότι:
(α) Η κρίση αρμόδιου οργάνου για τη διαπίστωση γεγονότων τεχνικής φύσεως, δεν ελέγχεται. (Βλ. μεταξύ άλλων Stavrinou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1195· Republic (Public Service Commission) v. Lefkos Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594). Σημειωτέον ότι η διαπίστωση της ανδραγαθίας δε συνιστά θέμα τεχνικής γνώσης.
(β) Η εκτίμηση των ουσιωδών γεγονότων για τη λήψη απόφασης, ανάγεται στην κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. (Βλ. Rolis Lewis ν. Ε.Δ.Υ. A.E. 522 - 30.5.1989· Επιτρ. Δημ. Υπηρεσίας ν. Αναστασιάδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 1.)
Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι ενομιμοποιούντο να προσφύγουν ενόψει:
(i) της ανατροπής της αρχαιότητας τους λόγω της προαγωγής των εφεσειόντων, οι οποίοι προέρχονταν από την ίδια βαθμίδα της ιεραρχίας, στην οποία υπηρετούσαν και οι ίδιοι. (Βλ. Κώστας Κυπριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, πρ. αρ. 253/91, 290/91, - 21.4.1994, σελ. 3· Θεόδωρος Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας, πρ. αρ. 276/91 - 28.2.1993 σελ. 4, 5, 8· Παντελής Καρατζιά ν. Δημοκρατίας, πρ. αρ. 210/92, 26.11.1993, σελ. 6)· και
(ii) του ηθικού συμφέροντος για τη διασφάλιση του σύννομου των, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα, προαγωγών στον [*88]κλάδο της Αστυνομίας, όπου υπηρετούσαν. (Βλ. Σπηλιωτόπουλος Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 5η έκδοση 1991, σελ. 432, 434, παραγρ. 446, σελ. 486, παραγρ. 513, σελ. 476, παραγ. 503 σελ. 482, παράγρ. 508.)
ΈΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
Tο Άρθρο 146.2, του Συντάγματος καθιστά την προσβολή ιδίου, δηλαδή προσωπικού συμφέροντος του επιζητούντος την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, πράξης, ή παράλειψης, προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής. Προάσπιση του κοινού συμφέροντος, για τη διασφάλιση της ευνομίας στη δημόσια λειτουργία, δεν αρκεί. Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα για την άσκηση λαϊκής ή δημοτικής αγωγής, “actio popularis”, όπως εξηγείται στην Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208. Ο δυσμενής επηρεασμός του νομιμοποιητικού, για την άσκηση προσφυγής, συμφέροντος, πρέπει να προκαλείται κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης ή απόφασης. Συνεπώς, το συμφέρον πρέπει να είναι “ενεστώς”. Πιθανός μελλοντικός επηρεασμός δεν επενεργεί στο παρόν. Για το λόγο αυτό, η ματαίωση προσδοκίας του μέλλοντος δεν καθιστά την προσφυγή παραδεχτή. Όμως, όπου πλήττεται συμφέρον, δεν παύει να υφίσταται το δικαίωμα για προσφυγή, για το λόγο ότι ο επηρεασμός θα εκδηλωθεί στο μέλλον, εφόσον καταφαίνεται ότι θα επέλθει με βεβαιότητα. (Βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 1425 - 29.2.1996· Π. Δ. Δαγτόγλου Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη 1994, παρα. 537-545.)
Το συμφέρον, το οποίο επηρεάζεται, πρέπει να έχει νομικό έρεισμα, δηλαδή, πρέπει να εκπορεύεται από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Δεν εξομοιώνεται όμως με αγώγιμο δικαίωμα. Το αντικείμενο του επηρεασμού κάτω από το Άρθρο 146, είναι το συμφέρον και όχι αποκρυσταλλωμένο νομικό δικαίωμα. Το συμφέρον το οποίο επηρεάζεται μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό. Και στις δύο περιπτώσεις, πρέπει να διακρίνεται από το γενικό συμφέρον και να συσχετίζεται με την ιδιαιτερότητα της θέσης του προσφεύγοντα. Δύο παραδείγματα ηθικού συμφέροντος που έχει αναγνωρίσει η Ελληνική νομολογία, ως παραδεχτά για την άσκηση προσφυγής, τείνουν να διαφωτίσουν ως προς τη μορφή που μπορεί να προσλάβει.
Το πρώτο, αφορά το δικαίωμα ανώτερου υπαλλήλου Υπουργείου να προσβάλει απόφαση για την πλήρωση της θέσης του Διευθυντή του Υπουργείου στο οποίο υπηρετεί, παρόλον που ο ίδιος δεν ήταν υποψήφιος για τη θέση. (Βλ. Στασινόπουλος, Δίκαιον των Δι[*89]οικητικών Διαφορών σελ. 200 - Αποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας, 398 (1945), 400 (1946), 2416 (1953), 1859 (1954), 2080 (1957).) Έρεισμα για τη νομιμοποίησή του να προσφύγει κρίθηκε ότι παρείχε το ιδιαίτερο συμφέρον, ανώτερου υπαλλήλου του Υπουργείου, στη διασφάλιση της ευνομίας στον κλάδο όπου υπηρετούσε. Η διατάραξη της ευνομίας, ενείχε επιπτώσεις για την υπόσταση και το πλαίσιο λειτουργίας της υπηρεσίας την οποίαν, λόγω της θέσης του, ο ανώτερος υπάλληλος είχε συμφέρον να ανακόψει.
Το δεύτερο παράδειγμα, αφορά το δικαίωμα δημότη των Αθηνών να προσφύγει κατά απόφασης που προέβλεπε τη μεταβολή κεντρικής πλατείας της πόλης. (Βλ. Στασινόπουλος (ανωτέρω) 1543 (1957)· Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959) σελ. 259 και επέκεινα.) Δημότης άλλης πόλης δε θα είχε το ίδιο συμφέρον.
Το “ηθικό” συμφέρον, που απαιτείται από το Άρθρο 146.2 δε συναρτάται με την ηθική τάξη στη στενή της έννοια, ούτε με τις ευαισθησίες του προσφεύγοντος, αλλά με την ιδιαίτερη του σχέση ως προς το αντικείμενο της απόφασης και τις επιπτώσεις που ενέχει στη λειτουργία του.
Η ιδιαιτερότητα της σχέσης του προσφεύγοντος προς την απόφαση η οποία προσβάλλεται, ενέχει μεγάλη σημασία για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του αιτητή. Ιδιαίτερη μνεία μπορεί να γίνει στις ακόλουθες τρεις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη Νίκολας ν. Δημοκρατίας, υπ. αρ. 701/93 - 2.2.1995, έγινε δεχτή προσφυγή κυβερνήτη αεροσκάφους εναντίον απόφασης των μεταναστευτικών αρχών, για τη χορήγηση άδειας για την πρόσληψη αλλοδαπών, στο πλαίσιο της εξουσίας που τους παρέχεται να χορηγούν άδεια εργασίας σε αλλοδαπούς όταν δεν είναι “... διαθέσιμοι καταλλήλως προσοντούχοι κάτοικοι της Δημοκρατίας ...” Το Δικαστήριο έκρινε παραδεχτή την προσφυγή, εφόσον η απόφαση επηρέαζε άμεσα τις προοπτικές εργοδότησης του αιτητή στον τομέα της ειδικότητάς του. Το συμφέρον του, διακρίνεται όπως επεσήμανε το Δικαστήριο, από εκείνο κάθε άλλου πολίτη της Δημοκρατίας, να επιδιώξει την αναθεώρηση της απόφασης, από το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν προσοντούχος και επεδίωκε εργασία του σ’ εκείνο τον κλάδο. Στην Παππαρίδης ν. Α.Η.Κ., υπ. αρ. 12/94 - 17.3.1995, κρίθηκε ότι η κατοχή των προσόντων αφενός και η υποβολή αίτησης για διορισμό σε συγκεκριμένες θέσεις στο παρελθόν αφετέρου, καθιστούσαν παραδεκτή την προσφυγή κατά της απόφασης για την πλήρωση θέσεων στον ίδιο κλάδο, χωρίς να προκηρυχθούν. Η μη τήρηση της ισότητας έθιγε το ιδιαίτερο συμφέρον [*90]του αιτητή να διαγωνισθεί και ο ίδιος για τις θέσεις.
Στην Petrakis Panayides v. Republic (Public Service Commission) (1973) 3 C.L.R. 378· και Πετρώνδα ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λευκωσίας, υπ. αρ. 359/94 - 22.8.1995, αναγνωρίστηκε ότι απόφαση η οποία επάγεται βλάβη στην υπηρεσιακή κατάσταση του αιτητή, το νομιμοποιεί να προσφύγει. Διασαφηνίζεται όμως, ότι το νομιμοποιητικό στοιχείο είναι ο επηρεασμός της αρχαιότητας του υπαλλήλου, στο πλαίσιο της ιεραρχίας του τμήματος όπου υπηρετεί και όχι η αρχαιότητα ως υπολογίσιμος παράγοντας στην αξιολόγησή του για προαγωγή στο μέλλον, όπως φαίνεται ότι έγινε δεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η εξουσία για την προαγωγή υπαλλήλου επ’ ανδραγαθία, άσχετα από την κατοχή των προσόντων, είναι ιδιάζουσας φύσεως. Πρόκειται, για εξαιρετικό μέτρο, όχι άσχετο με την αποστολή της Αστυνομίας και την ευψυχία που το καθήκον ενίοτε καλεί τον αστυνομικό να επιδείξει. Η προαγωγή δε συναρτάται με την υπηρεσιακή κατάσταση του προαγόμενου. Αποτελεί μορφή ανταμοιβής, για εξαιρετική προσφορά, η οποία εξ αντικειμένου περιορίζει τις διαθέσιμες θέσεις για την προαγωγή των προσοντούχων αστυνομικών σε λοχίες. Προαγωγή επ’ ανδραγαθία συνιστά εξαίρεση από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης, που επιβάλλουν την προαγωγή των καταλληλοτέρων, βάσει των υπηρεσιακών τους στοιχείων, στο πλαίσιο της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνει το Άρθρο 28. Γίνεται δεκτή η παρέκκλιση, ενόψει του ιδιάζοντος χαρακτήρα της ανδραγαθίας. Πράξεις ανδραγαθίας από αστυνομικούς εξυψώνουν τη δύναμη αφενός και διακρίνουν τους ανδραγαθήσαντες από κάθε άλλο μέλος του σώματος αφετέρου.
Κάθε μέλος της τάξης του Αστυνομικού Σώματος, από το οποίο προέρχεται ο προαγόμενος επ’ ανδραγαθία που έχει τα προσόντα για προαγωγή, έχει ηθικό συμφέρον να προσβάλει την απόφαση. Το συμφέρον του πηγάζει από την παράκαμψη της διαδικασίας για τις προαγωγές μελών της τάξης, όπου ο προσφεύγων υπηρετεί, το οποίο επηρεάζει, αφενός την υπηρεσιακή του κατάσταση και αφετέρου, τη λειτουργία του Αστυνομικού Σώματος. Κατάχρηση της εξουσίας διανοίγει την οδό της αυθαιρεσίας και της καταπάτησης της χρηστής διοίκησης. Πρόκειται, για εξουσία η οποία αποβλέπει στην ανταμοιβή του ηρωϊσμού. Ολόκληρη η τάξη των αστυφυλάκων και κάθε ένας από αυτούς, έχει συμφέρον στη διασφάλιση της σύννομης άσκησης της εξουσίας, για προαγωγή επ’ ανδραγαθία. Η άσκηση της εξουσίας, μέσα στο πλαίσιο του Νόμου, προάγει το κύρος των αστυφυλάκων· ενώ η κατάχρηση της διανοίγει τη θύρα για [*91]τον εξοστρακισμό της αξιοκρατίας στις προαγωγές.
Κρίνουμε κατά συνέπεια, ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το παραδεχτό της προσφυγής είναι αποδεχτή, αλλά για λόγους άλλους από εκείνους στους οποίους βασίζεται.
ΑΝΔΡΑΓΑΘΙΑ
Η Ελληνική νομολογία αποδέχεται ότι, η απόφαση για προαγωγή επ’ ανδραγαθία πρέπει να αιτιολογείται. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959) 394 - Αποφάσεις 1068(1952), 2076(1953)).
Ό,τι χρήζει αιτιολόγησης είναι η πράξη η οποία συνιστά την ανδραγαθία. Όπως προκύπτει από την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας 2640/40, για το χαρακτηρισμό πράξης ως ανδραγαθήματος στο στράτευμα, δεν αρκεί η έκθεση της ζωής του δράσαντα σε κίνδυνο. Αυτή πρέπει να συνοδεύεται και από το στοιχείο του ηρωϊσμού. Κίνδυνος για τη ζωή ενυπάρχει για κάθε μέλος του στρατεύματος.
Ενυπάρχει στην έννοια της ανδραγαθίας και του ανδραγαθήματος το στοιχείο του ηρωϊσμού, όπως σωστά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. (Βλ. Λεξικό της Δημοτικής - 2η Έκδοση, σελ.50.)
Η απόφαση για προαγωγή επ’ ανδραγαθία είναι κατ’ αρχή ανέλεγκτος. Η διαπίστωση των γεγονότων που συνιστούν το ανδραγάθημα ανάγεται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο. Ό,τι ελέγχεται είναι το σύννομο της πράξης, δηλαδή κατά πόσο η πράξη, όπως καθορίζεται από το αρμόδιο όργανο, συνιστά ανδραγάθημα.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι πράξεις των εφεσειόντων καταγράφονται λεπτομερώς στην απόφαση. Πρόκειται, για πράξεις πιστής και μετά ζήλου εκτέλεσης, του αστυνομικού καθήκοντος. Αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στη συλλογή πληροφοριών, στην άσκηση πειθούς για να πεισθούν οι μάρτυρες να καταθέσουν κατά ορισμένων ατόμων και στην εξιχνίαση εγκλημάτων. Δε συνιστούν πράξεις ανδραγαθίας, ούτε τις προσεγγίζουν.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο