Kυπριακή Δημοκρατία, μέσω Yπουργείου Eσωτερικών, Yπηρεσίας Mερίμνης και Aποκαταστάσεως Eκτοπισθέντων, Yπηρεσίας Eγγραφής και Άλλων ν. Φλώρας Xατζηοδυσσέως και Άλλων (1997) 3 ΑΑΔ 111

(1997) 3 ΑΑΔ 111

[*111]31 Mαρτίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,

ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ,

ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΡΙΜΝΗΣ ΚΑΙ

    ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΕΚΤΟΠΙΣΘΕΝΤΩΝ

3. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Eφεσείοντες,

ν.

ΦΛΩΡΑΣ Χ”ΟΔΥΣΣΕΩΣ ΚΑΙ ΆΛΛΩΝ,

Eφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Aρ. 1558, 1750, 1836, 1839, 2025, 2032, 2264)

 

Έφεση — Eτοιμασία πρακτικών για καταχώρηση έφεσης — Πτώση έφεσης — Διακριτική ευχέρεια για επαναφορά της— Θεσμοί της Πολιτικής Δικονομίας, Δ.35, θ. 6, 21 και 22 — Tυγχάνουν εφαρμογής στις αναθεωρητικές εφέσεις όπως και στις πολιτικές εφέσεις.

Πρακτική — Έφεση — Aίτηση για επαναφορά (reinstatement) εφέσεων, οι οποίες θεωρήθηκαν ως απορριφθείσες λόγω μη υποβολής αίτησης για ετοιμασία των πρακτικών με παράλληλη πληρωμή του σχετικού ποσού (Δ.35, θ.21 και 6(1) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Kανονισμών) — Διακριτική ευχέρεια — Kατά πόσο η τήρηση της Δ.35 θ.6 είναι αναγκαία.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος— Αντικείμενο αναθεώρησης είναι το ίδιο με εκείνο προσφυγής· σύγκειται στη διαπίστωση της νομιμότητας της επίδικης διοικητικής απόφασης — Τα επίδικα θέματα της έφεσης περιορίζονται και στοιχειοθετούνται από τους λόγους της έφεσης — Το Ανώτατο Δικαστήριο διατηρεί την ευχέρεια, εφόσον γίνει δεκτή έφεση κατά ακυρωτικής απόφασης, να διερευνήσει τους λόγους ακύρωσης, [*112]οι οποίοι προβλήθηκαν στην προσφυγή αλλά δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως λόγω του ακυρωτικού αποτελέσματος.

Αρχή της υπεροχής του Νόμου — Αποκλείει την καθιέρωση πρακτικής αντίθετης προς τις επιταγές του.

Λέξεις και Φράσεις — “Πρακτική του Δικαστηρίου”— Περιορίζεται σε δικονομικές ρυθμίσεις που τυγχάνουν της έγκρισης του Δικαστηρίου — Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πρακτική του Πρωτοκολλητείου.

Ο Αρχιπρωτοκολλητής, μετά από αίτημα των εφεσιβλήτων, πιστοποίησε την πτώση των επίδικων αναθεωρητικών εφέσεων και τις θεώρησε ως απορριφθείσες, λόγω της παράλειψης των εφεσειόντων να συμμορφωθούν με τα μέτρα που καθορίζονται στη Δ.35, θ. 6, που είναι:

(α)          η υποβολή αίτησης από τον εφεσείοντα για την ετοιμασία αντιγράφων των πρακτικών, και

(β)          η κατάθεση προκαταβολής ίσης με τα καταβλητέα τέλη για τα πρακτικά.

Με την αίτησή τους, οι εφεσείοντες επιδιώκουν παραμερισμό του πιστοποιητικού και διακήρυξη ότι οι υποθέσεις δεν έχουν εκπέσει από το πινάκιο των εφέσεων ή σε αντίθετη περίπτωση, την επαναφορά των εφέσεων (reinstatement).  Οι εφεσίβλητοι ενίστανται και στα δύο αιτήματα.

Οι πρόνοιες της Δ.35, θ. 6 δεν τηρούντο από το Πρωτοκολλητείο στις αναθεωρητικές εφέσεις.  Όμως τα πρακτικά ετοιμάζονταν λόγω της άσκησης έφεσης, χωρίς να υποβάλλεται αίτηση από τον εφεσείοντα και χωρίς να ζητείται η καταβολή των σχετικών τελών.

Τα θέματα που εγείρονται είναι: (α) κατά πόσο οι πρόνοιες της Δ.35, θ. 6, 21 και 22 εφαρμόζονται σε αναθεωρητική έφεση και (β) κατά πόσο η τήρηση των προνοιών της Δ.35, θ. 6, είναι αναγκαία.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι:

A. Υπό Πική, Π. συμφωνούντων και των Δικαστών Δημητριάδη, Παπαδόπουλου, Χατζητσαγγάρη, Χρυσοστομή, Αρτέμη και Κωνσταντινίδη:

[*113]1. H Δ.35 τυγχάνει εφαρμογής στις αναθεωρητικές όπως και στις πολιτικές εφέσεις για τους ίδιους λόγους, αναφορικά με την ετοιμασία των πρακτικών και την καταβολή των σχετικών τελών.  Η αντίθετη άποψη, η οποία αντανακλάται στην πρακτική του Πρωτοκολλητείου κρίνεται εσφαλμένη.  Το γεγονός ότι η πρακτική αυτή ίσχυε για τριάντα ή περισσότερα χρόνια, δεν αναιρεί τις σχετικές διατάξεις της Δ.35, ούτε διαγράφει τις συνέπειες που μπορεί να προκύψουν από τη μη τήρησή τους.  Η αρχή της υπεροχής του Νόμου, που περιλαμβάνει και τους δικονομικούς κανόνες, αποκλείει την καθιέρωση πρακτικής αντίθετης προς τις επιταγές του.

2.  Όπως προκύπτει από την απόφαση στην υπόθεση Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (απόφαση πλειοψηφίας) οποτεδήποτε οι θεσμοί προβλέπουν ότι δικονομικό μέτρο τίθεται εκ ποδών (stands dismissed), λόγω παρεκκλίσεων από τους δικονομικούς κανόνες, η πτώση επέρχεται αυτόματα.

3.  Σκοπός της ειδοποίησης που προβλέπεται στη Δ.35, θ.6(1), είναι η καθιέρωση μηχανισμού για την ετοιμασία των πρακτικών.  Εφόσον τα πρακτικά ετοιμάζονται προλειαίνοντας το έδαφος για την ακρόαση της έφεσης, η μη υποβολή αίτησης βάσει της Δ.35, θ.6(1) καθίσταται επουσιώδης.

4.  Η καταβολή τελών, δυνάμει της παραγράφου 2 της Δ.35, θ.6, συναρτάται με τον προκαθορισμό τους από τον Πρωτοκολλητή και την πρόσκληση από τον ίδιο προς τον εφεσείοντα να τα καταβάλει. Η άρνηση του εφεσείοντα να συμμορφωθεί προς την αξίωση του Πρωτοκολλητή, συνιστά παραβίαση των προνοιών του θ.6(2) της Δ.35. Στην προκείμενη περίπτωση, ο Πρωτοκολλητής δεν υπέβαλε τέτοια αξίωση και ως εκ τούτου δεν τεκμηριώνεται παρέκκλιση από τις σχετικές πρόνοιες της εν λόγω διάταξης. Η διαπίστωση του Αρχιπρωτοκολλητή, ότι οι εφέσεις έχουν εκπέσει, είναι εσφαλμένη. Οι εφέσεις συνεχίζουν να υφίστανται.  Η εκπλήρωση της υποχρέωσης που θέτει η Δ.35, θ. 6(2) από το Πρωτοκολλητείο, πρέπει να γίνει με την έκδοση των σχετικών ειδοποιήσεων για την καταβολή των τελών.

5.  Σε περίπτωση αντίθετης κατάληξης, το Δικαστήριο θα ήταν πρόθυμο να διατάξει την επαναφορά της υπόθεσης, στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει της Δ.35, θ. 22.

Οι εφέσεις δεν έχουν εκπέσει.  Η ειδοποίηση του Αρχιπρωτοκολλητή παραμερίζεται.  Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

[*114]Στο ίδιο αποτέλεσμα, αλλά για διαφορετικούς λόγους κατέληξαν και οι Δικαστές Αρτεμίδης και Νικολαΐδης για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση του Αρτεμίδη, Δ.

Ο Νικολαΐδης, Δ, συμφωνεί με την απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., όπως έχει εξηγήσει στο πλαίσιο και το πνεύμα της απόφασής του στη Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας.

B. Υπό Αρτεμίδη Δ., συμφωνούντος και Νικολαΐδη, Δ.:

1.  Η κρίση του Δικαστηρίου στην απόφαση της πλειοψηφίας θα ήταν συμπληρωμένη αν περιοριζόταν στην ερμηνεία της Δ.35, θ.4 που δόθηκε στην υπόθεση Georghiou (Catering) Ltd.  Όμως η σύγκριση που έγινε μεταξύ των αρχών της παρούσας υπόθεσης και αυτών που διαμορφώθηκαν στην υπόθεση Georghiou , στην οποία δεν εξετάστηκε ζήτημα εφαρμογής των Κανονισμών που προβλέπουν για τη διαγραφή δικονομικού μέτρου, όταν οι διατάξεις δεν τηρηθούν αναφορικά με την άσκηση της διοικητικής αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου - δεν ήταν μέρος της απολύτως αναγκαίας αιτιολογίας, για την κατάληξη του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση.

2.  Τη θέση αυτή υιοθέτησε και ο δικηγόρος της Δημοκρατίας με την εισήγησή του, για μη εφαρμογή της Δ.35, θ.22 στην άσκηση της διοικητικής αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάμνοντας ειδική αναφορά στο Άρθρο 136 του Συντάγματος.

3.  Η φράση “αποφασίζει οριστικώς και αμετακλήτως” στο Άρθρο 136, σημαίνει ότι εκκρεμούσα υπόθεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην άσκηση της διοικητικής-αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, τελειώνει μόνο με τη δικαστική πράξη.

4.  Η ευθυγράμμιση της νομολογίας, που αποτελεί μία από τις σοβαρότερες ευθύνες για τη δικαστική λειτουργία, προϋποθέτει ότι πρέπει να είναι σεβαστές και να εφαρμόζονται οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έστω και σε περίπτωση αντίθετης άποψης.

5.  Η τροποποίηση από το Ανώτατο Δικαστήριο, με τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Tροποποιητικό) (Aρ.9) Διαδικαστικό Kανονισμό του 1996 όλων των Κανονισμών της Πολιτικής Δικονομίας, στους οποίους προβλέπεται η διαγραφή δικονομικού μέτρου λόγω μη τήρησης των προνοιών τους, αποτελεί ικανο[*115]ποιητική εξέλιξη.

6.  Οι διατάξεις της Δ.35, θ.22 δεν ισχύουν.  Η έφεση εκκρεμεί ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για εκδίκαση.

Γ.  Υπό Νικολάου, Δ., συμφωνούντος και του Κρονίδη Δ.:

1.  H πρακτική του Πρωτοκολλητείου, για μη εφαρμογή των υπό συζήτηση Κανονισμών, τόσο αναφορικά με αναθεωρητικές όσο και με πολιτικές εφέσεις, ήταν αντίθετη προς τους θεσμούς και ως εκ τούτου δε θα μπορούσε να αναιρέσει τη σημασία τους ούτε να εκμηδενίσει την εφαρμογή τους, με την αντικανονική επίτευξη προβλεπομένων στόχων.  Ορθά οι αναθεωρητικές εφέσεις θεωρήθηκαν απορριφθείσες δυνάμει της Δ.35 θ. 22, όπως συνέβαινε και σε πολιτικές εφέσεις, ενόψει των όσων, ο εν λόγω θεσμός, ρητά επιτάσσει.

2.  Η παράλειψη των δικηγόρων των διαδίκων να συμμορφωθούν με την υπό εξέταση δικονομική διάταξη, δεν υποδηλοί αδιαφορία για προώθηση των εφέσεων, ενόψει της αντικανονικής πρακτικής του Πρωτοκολλητείου.  Ως εκ τούτου διατάσσεται η επαναφορά τους.  Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Δ. Υπό Καλλή, Δ.:

Οι πρόνοιες των θ. 6, 21 και 22 της Δ.35 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών τυγχάνουν εφαρμογής και στις αναθεωρητικές εφέσεις για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου.  Η αντίθετη άποψη η οποία αντανακλάται στην πρακτική του Πρωτοκολλητείου, είναι εσφαλμένη.

Οι εφέσεις έχουν εκπέσει για τους πιο κάτω λόγους:

1.  H παράγραφος 2 του θ. 6, ενεργοποιείται μόνον αφού προηγηθεί αίτηση, δυνάμει του θ. 6(1), από οποιοδήποτε διάδικο ή πρόσωπο που επηρεάζεται από την έφεση, για ορισμό της έφεσης για ακρόαση και για την ετοιμασία των πρακτικών.  Η λήψη των μέτρων, που προβλέπονται από το θ. 21 και οι συνέπειες από τη μη λήψη τους, που προβλέπονται στο θ. 22, βαρύνουν μόνο τον εφεσείοντα.

2.  Ο θ.22 ερμηνεύθηκε ορθά στην υπόθεση Harakis v. Feghali, η οποία και υιοθετείται.  Οι πρόνοιες του θ. 22 είναι επιτακτικές.  Η ενεργοποίηση του εν λόγω θεσμού δε συναρτάται με οποιεσδήποτε [*116]ενέργειες του Πρωτοκολλητείου, σχετικά με την ετοιμασία των πρακτικών.  Η νομική κατάσταση αποκρυσταλλώνεται μετά την εκπνοή της περιόδου των τριών μηνών που προδιαγράφεται από τον θ.22, ανεξάρτητα από την ετοιμασία ή όχι των πρακτικών.  Η παράλειψη των εφεσειόντων να συμμορφωθούν προς τις πρόνοιες του θ.21, η οποία οφείλεται αποκλειστικά στην πρακτική του Πρωτοκολλητείου από το 1964, που εγκαθιδρύθηκε ο θεσμός της έφεσης στην Αναθεωρητική Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είχε σαν αποτέλεσμα την αυτόματη πτώση των εφέσεων.  Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης, η έκδοση διαταγής για επαναφορά των εφέσεων, εντός των πλαισίων άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο Δικαστήριο από τον θ.22 της Δ.35, θα ήταν δικαιολογημένη.

H αίτηση γίνεται αποδεκτή κατά πλειοψηφία χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ. 323,

Harakis v. Feghali (1979) 1 C.L.R. 293,

Δημοκρατία v. Βιολάρη και Άλλης (1991) 3 Α.Α.Δ. 456,

Pikis v. Republic (1968) 3 C.L.R. 303,

Δημοκρατία v. Χατζηπαντελή (1989) 3(B) A.A.Δ. 961,

Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594,

G.A.P. Estates v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 449,

R. v. Vassiliades (1967) 3 C.L.R. 62,

Branco Salvage Ltd v. Republic (1967) 3 C.L.R. 213,

Oρφανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44,

Stumm v. Dixon & Co. & Knight, Q.B.D., Vol. XXII [1889] σελ. 529,

Kyrburg v. Posnanski, Q.B.D. [1884] Vol. XIII σελ. 218,

Παπακόκκινου κ.ά. v. Δήμου Πάφου (1997) 1 A.A.Δ. 65,

[*117]Paritsi v. Karapanayiotis (1979) 1 C.L.R. 629,

Paritsi v. Karapanayiotis (1983) 1(B) C.L.R. 919,

Loizides and Another v. Fiakou (1989) 1 C.L.R. 208,

Petrides v. Ioannou (1980) 1 C.L.R. 319.

Aίτηση.

Aίτηση των εφεσειόντων με την οποία επιδιώκεται (α) ο παραμερισμός του πιστοποιητικού του Aρχιπρωτοκολλητή, με το οποίο πιστοποίησε ότι οι πιο πάνω Aναθεωρητικές Eφέσεις εξέπεσαν και θεωρούνται απορριφθείσες λόγω παράλειψης των εφεσειόντων να συμμορφωθούν με την Δ.35 θ.22 και (β) διακήρυξη ότι οι υποθέσεις δεν έχουν εκπέσει από το πινάκιο των εκκρεμουσών εφέσεων. Σε αντίθετη περίπτωση αξιώνουν επαναφορά των εφέσεων με έρεισμα την εξουσία που παρέχεται από τη Δ.35, θ.22.

Π. Κληρίδης, Aνώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Eφεσείοντες-Kαθ’ ων η αίτηση στην Α.Ε. 1558.

Σ. Γεωργιάδης, για την Eφεσίβλητη-αιτήτρια στην Α.Ε. 1558.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Eφεσείοντες-αιτητές στις A.E. 1750 και A.E. 2264.

Κ. Λοΐζου, για τον Eφεσείοντα-αιτητή στην Α.Ε. 1836.

Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Eφεσείοντα-αιτητή στην Α.Ε. 1839.

Π. Πολυβίου με Γ. Χριστοφίδη, για τους Eφεσίβλητους-καθ’ων η αίτηση στις Α.Ε. 1750, A.E. 1836, A.E. 1839 και A.E. 2264.

Π. Κληρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Eφεσείοντες-αιτητές στην Α.Ε. 2025.

Ξ. Κληρίδης με Γ. Τριανταφυλλίδη, για τους Eφεσείοντες-ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην Α.Ε. 2032.

Λουκής Παπαφιλίππου με Λέανδρο Παπαφιλίππου, για τους Eφεσίβλητους-καθ’ων η αίτηση στην Α.Ε. 2025 και εφεσίβλητους-αιτητές στην A.E. 2032.

[*118]Π. Κληρίδης, Aνώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τη Δημοκρατία.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Η απόφαση την οποία θα δώσω, η πρώτη κατά σειρά, είναι η απόφαση της πλειοψηφίας.  Με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Δημητριάδης, Παπαδόπουλος, Χατζητσαγγάρης, Χρυσοστομής, Αρτέμης, και Κωνσταντινίδης.

Στο ίδιο αποτέλεσμα, αλλά για διαφορετικούς λόγους, καταλήγουν και οι Δικαστές Αρτεμίδης και Νικολαΐδης για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση του Αρτεμίδη, Δ.

Ο Νικολαΐδης, Δ., συμφωνεί με την απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., όπως έχει εξηγήσει στο πλαίσιο και το πνεύμα της απόφασης του, στη Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (19.7.1996) (απόφαση πλειοψηφίας).

Οι Δικαστές Νικολάου, Καλλής και Κρονίδης, καταλήγουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα για τους λόγους που εκτίθενται σε ξεχωριστές αποφάσεις, του Νικολάου, Δ., με την οποία συμφωνεί ο Κρονίδης, Δ. και του Καλλή, Δ.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Μετά από αίτημα των εφεσιβλήτων, ο Αρχιπρωτοκολλητής, ενεργών βάσει της εξουσίας που του παρέχεται από τη Δ.35, θ.24, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, πιστοποίησε ότι  οι Αναθεωρητικές Εφέσεις, 1750, 1836, 1839, 2025, 2032, 2264, εξέπεσαν και θεωρούνται απορριφθείσες (stand dismissed), λόγω της παράλειψης των εφεσειόντων να συμμορφωθούν με τη Δ.35, θ.22.  (Βλ. Ηarakis v. Feghali (1979) 1 C.L.R. 293.)

Με την αίτησή τους οι εφεσείοντες  επιδιώκουν τον παραμερισμό του πιστοποιητικού και διακήρυξη, ότι οι υποθέσεις δεν έχουν εκπέσει από το πινάκιο των εκκρεμουσών εφέσεων. Σε αντίθετη περίπτωση, αξιώνουν την επαναφορά (reinstatement) των εφέσεων με έρεισμα την εξουσία που παρέχεται προς τούτο από τη Δ.35, θ.22.  Οι εφεσίβλητοι ενίστανται και στα δύο αιτήματα.  Στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας εξετάστηκε και το υπαρκτό της Αναθεωρητικής Έφεσης 1558, στην οποία έχει εγερθεί ανάλογο ζήτημα.

Οι διάδικοι εξέθεσαν εκτενώς την επιχειρηματολογία τους, υπέρ των εκατέρωθεν θέσεων. Αναφορά σ’ αυτή, θα γίνει στο πλαίσιο της επίλυσης των επιδίκων θεμάτων που τίθενται ενώπιόν μας.

[*119]Η Δ.35, θ.22 προβλέπει:

“If the appellant does not, within three months of lodging his notice of appeal, take the steps mentioned in rule 21 of this Order, the appeal shall stand dismissed, but it may, if the Court of Appeal so deems fit, be reinstated upon such terms as may be just.”

Tα μέτρα, προς την τήρηση των οποίων συναρτάται η πτώση των εφέσεων, καθορίζονται στη Δ.35, θ.21.  Είναι τα ακόλουθα δύο τα οποία καθορίζονται στη Δ.35, θ.6:

(α)   Η υποβολή αίτησης από τον εφεσείοντα για την ετοιμασία αντιγράφων των πρακτικών και

(β)   Η κατάθεση από τον ίδιο προκαταβολής (deposit), ίσης με τα καταβλητέα τέλη για τα πρακτικά, όπως προϋπολογίζονται από τον Πρωτοκολλητή.

Είναι αναμφισβήτητο ότι, η προβλεπόμενη από το θ.6 της Δ.35 διαδικασία, για την ετοιμασία των πρακτικών και την καταβολή των σχετικών τελών, δεν ετηρείτο από το Πρωτοκολλητείο, αφότου εγκαθιδρύθηκε, το 1964, ο θεσμός της έφεσης στην Αναθεωρητική Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η έφεση προβλέπεται από το Άρθρο 11 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Ποικίλαι Διατάξεις Νόμου του 1964 και η άσκησή της διέπεται από τον περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του 1964  (19.11.64).  Με τις πρόνοιές του καθίστανται εφαρμόσιμες, τηρουμένων των αναλογιών, οι πρόνοιες της Δ.35 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που διέπουν τις εφέσεις στις πολιτικές υποθέσεις.

Όπως αναφέραμε, οι πρόνοιες της Δ.35, θ.6 δεν ετηρούντο στις αναθεωρητικές εφέσεις. Δεν ατόνισε όμως η διαδικασία ετοιμασίας των πρακτικών.  Τα πρακτικά ετοιμάζονταν ως εκ του λόγου της άσκησης έφεσης, χωρίς να υποβάλλεται αίτηση από τον εφεσείοντα και χωρίς να ζητείται η καταβολή των σχετικών τελών.  Οι αιτητές υποστήριξαν ότι η θέση του Πρωτοκολλητείου δεν είναι τυχαία, ούτε εσφαλμένη.  Αποτελεί, κατά την εισήγηση τους, απόρροια σωστής ερμηνείας του περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του 1964 (19.11.64).  Αυτό επέβαλλαν οι αναλογίες που έπρεπε να τηρούνται στην εφαρμογή της Δ.35 στο πεδίο της αναθεωρητικής, κατ’ έφεση, δικαιοδοσίας. Στη Δημοκρατία ν. Βιολάρη και Άλλης [*120](1991) 3 Α.Α.Δ. 456, διαπιστώνεται ότι: “Οι αναλογίες που πρέπει να τηρούνται είναι εκείνες που αντικατοπτρίζουν τις ιδιομορφίες της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, ιδιαίτερα το γεγονός ότι το επίδικο θέμα παραμένει αμετάβλητο σ’ ολα τα στάδια της διαδικασίας και συνίσταται στην κρίση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή απόφασης.”

Το αντικείμενο της  αναθεωρητικής δικαιοδοσίας παραμένει το ίδιο όπως εκείνο της προσφυγής· σύγκειται στη διαπίστωση της νομιμότητας της επίδικης διοικητικής απόφασης.  (Βλ. μεταξύ άλλων Costas Pikis v. Republic (Μinister of Interior and Another) (1968) 3 C.L.R. 303· Δημοκρατία ν. Χατζηπαντελή Α.Ε. 827 - 25.4.1989.)  Όμως, όπως είναι επίσης θεμελιωμένο,  τα επίδικα θέματα της έφεσης περιορίζονται και στοιχειοθετούνται από τους λόγους της έφεσης.  (Βλ. Republic (Public Service Commission) v. Lefkos Georghiades (1972) 3 Α.Α.Δ. 594·  G.A.P. Estates v. Δημοκρατίας (1991) 3 A.Α.Δ. 449.)  Διατηρεί εντούτοις το Ανώτατο Δικαστήριο, την ευχέρεια, εφόσον γίνει δεκτή έφεση κατ’ ακυρωτικής απόφασης, να διερευνήσει τους λόγους ακύρωσης οι οποίοι προβλήθηκαν στην προσφυγή, αλλά δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως  λόγω του ακυρωτικού αποτελέσματος.

Το πρώτο που πρέπει να αποφασιστεί είναι κατά πόσο υφίσταται αποχρών λόγος αναγόμενος στις ιδιομορφίες της αναθεωρητικής διαδικασίας, ο οποίος να καθιστά, εξ αντικειμένου, μη εφαρμόσιμες τις πρόνοιες της Δ.35, θ.6, 21, και 22.  Στην απουσία τέτοιου λόγου, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι σαφής· οι πρόνοιες της Δ.35, τυγχάνουν εφαρμογής στις αναθεωρητικές εφέσεις, όπως και στις πολιτικές εφέσεις. (Bλ. R. v. Vassiliades (1967) 3 C.L.R. 62·  Βranco Salvage Ltd. v. Republic (Attorney-General as Successor to The Greek Communal Chamber and Another) (1967) 3 C.L.R. 213·  Δημοκρατία ν. Bιολάρη και Άλλης (ανωτέρω)· Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας  (1992) 3 Α.Α.Δ. 44.)

Δε διαπιστώνονται βάσιμοι λόγοι, οι οποίοι να δικαιολογούν τη μη εφαρμογή ή να καθιστούν αδρανή την εφαρμογή της Δ.35, θ. 22 και τις συναφείς προς αυτή αναθεωρητικές εφέσεις. Συντρέχουν οι ίδιοι λόγοι για την ετοιμασία των πρακτικών και την καταβολή των σχετικών τελών στις αναθεωρητικές, όπως και στις πολιτικές εφέσεις.  Η αντίθετη άποψη, η οποία αντανακλάται στην πρακτική του Πρωτοκολλητείου, κρίνεται εσφαλμένη.  Το γεγονός ότι η πρακτική αυτή ίσχυσε για τριάντα ή περισσότερα χρόνια, δεν αναιρεί τις σχετικές διατάξεις της Δ.35, ούτε διαγρά[*121]φει τις συνέπειες που μπορεί να προκύψουν από τη μη τήρησή τους.  Η αρχή της υπεροχής του Νόμου, που περιλαμβάνει και τους δικονομικούς κανόνες, αποκλείει την καθιέρωση πρακτικής αντίθετης προς τις επιταγές του. Δε χωρεί πρακτική αντίθετη προς το Νόμο. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο όρος “πρακτική του Δικαστηρίου”, περιορίζεται σε δικονομικές ρυθμίσεις που τυγχάνουν της έγκρισης του Δικαστηρίου.  Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πρακτική του Πρωτοκολλητείου. (Βλ. Stumm v. Dixon & Co. & Knight Q.B.D., Vol. XXII [1889] σελ. 529.) (Βλ. επίσης Salm Kyrburg v. Posnanski Q.B.D. [1884] Vol. XIII σελ. 218· Halsburys Laws of England 4th Ed. Vol. 37 para 15.)

H Δ.35, θ.22, καθορίζει τις συνέπειες που επιφέρει η παράλειψη συμμόρφωσης με τις πρόνοιές της.  Η έφεση καταπίπτει και απορρίπτεται αυτοδικαίως. Προκύπτει από την απόφαση Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd ν. Δημοκρατίας (19.7.1996) (απόφαση πλειοψηφίας), ότι οποτεδήποτε οι θεσμοί προβλέπουν, ότι δικονομικό μέτρο τίθεται εκ ποδών (stands dismissed) λόγω παρεκκλίσεων από τους δικονομικούς κανόνες, η πτώση επέρχεται αυτόματα.

Το επόμενο θέμα το οποίο θα εξετάσουμε αφορά την τήρηση των προνοιών της Δ.35, θ.6.  Το γεγονός ότι δεν υποβλήθηκε αίτηση για την ετοιμασία των πρακτικών καθίσταται άνευ σημασίας, ενόψει του γεγονότος ότι η καταχώρηση της έφεσης ενεργοποιούσε (σε γνώση των εφεσειόντων) τη διαδικασία ετοιμασίας των πρακτικών. Σκοπός της ειδοποίησης που προβλέπεται στη Δ.35, θ.6(1) είναι η ενεργοποίηση διαδικασίας για την ετοιμασία των πρακτικών. Εφόσον τα πρακτικά ετοιμάζονταν εν γνώσει των διαδίκων, επακόλουθα της καταχώρησης της έφεσης και επιτελείτο ο σκοπός τον οποίον η αίτηση του εφεσείοντα προοριζόταν να προάγει, η απουσία της (αίτησης) καθίστατο άνευ σημασίας. Αντίθετη άποψη θα καθιστούσε τους τύπους κυρίαρχο στοιχείο της διαδικασίας ανεξάρτητα από την επίτευξη του στόχου που επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν. Διάφορη θα ήταν η θέση, αν δεν ετοιμάζονταν τα πρακτικά.

Σκοπός της Δ.35, θ.6(1) είναι η καθιέρωση μηχανισμού για την ετοιμασία των πρακτικών. Εφόσον τα πρακτικά ετοιμάζονται προλειαίνοντας το έδαφος για την ακρόαση της έφεσης, η μη υποβολή αίτησης, βάσει της Δ.35, θ.6(1), καθίσταται επουσιώδης.  Η αίτηση, η οποία προβλέπεται από τη Δ.35, θ.6(1), δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά το έναυσμα για την ετοιμασία των πρακτικών. Το έναυσμα μπορεί να δοθεί και από τον εφεσίβλητο ο οποίος επίσης δικαιούται να ζητήσει την ετοιμασία των πρακτικών. Εφόσον ο σκοπός επιτυγχάνεται χωρίς την παρεμβολή αίτησης από τον εφεσείοντα, η [*122]απουσία της καθίσταται άνευ σημασίας. Με τον ίδιο τρόπο, που η παρουσία διαδίκου κατά τη δίκη θα καθιστούσε άνευ σημασίας την παράλειψη γνωστοποίησης σ’ αυτό της ημερομηνίας της δίκης. Σε αντίθετη περίπτωση, θα είμαστε αναγκασμένοι να αποφασίσουμε ότι, και στην περίπτωση που ετοιμάζονται τα πρακτικά και καταβάλλονται, μετά από απαίτηση του Πρωτοκολλητή, τα σχετικά τέλη, η έφεση θα υπόκειτο σε απόρριψη λόγω της μή υποβολής του σχετικού αιτήματος για την ετοιμασία των πρακτικών.

Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. G.T.P. Electrical Products Ltd., Πολιτική Έφεση αρ. 8928 - 21.10.1996, (μη δημοσιευθείσα, με οδηγίες του Δικαστηρίου), απορρίφθηκε πολιτική έφεση του Γενικού Εισαγγελέα, λόγω της παράλειψης υποβολής αίτησης για την ετοιμασία των πρακτικών.  Στην απόφαση αναφέρεται ότι:

“Το ορθολογικό έρεισμα της πρόνοιας στον κ.21 επικεντρώνεται στο ενδιαφέρον που αναμένεται να επιδείξει ο εφεσείων για την προώθηση της έφεσής του με την ετοιμασία των πρακτικών.”

Η απόφαση δεν πραγματεύεται τις επιπτώσεις της απουσίας του αιτήματος, ενόψει της ενεργοποίησης, σε γνώση των διαδίκων, της διαδικασίας ετοιμασίας των πρακτικών λόγω της καταχώρησης της έφεσης.  Πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι στην ίδια απόφαση τονίζεται ότι:  “Η πρόβλεψη για την καταβολή του απαιτούμενου ποσού αποβλέπει στην πραγμάτωση αυτού του σκοπού για τις περιπτώσεις όπου ισχύει.”  Αυτό είναι όντως το στοιχείο, με αναφορά προς το οποίο δοκιμάζεται και αποκαλύπτεται το ενδιαφέρον του εφεσείοντα για την προώθηση της έφεσης.

Το δεύτερο σκέλος του θ.6 της Δ.35, που περιέχεται στην παράγραφο 2, αφορά την καταβολή των τελών για τα πρακτικά.  Η καταβολή τους αποτελεί υποχρέωση του εφεσείοντα.  Όμως, η καταβολή τους δε συσχετίζεται με αυτόβουλη ενέργεια του εφεσείοντα, συναρτάται με τον προκαθορισμό τους από τον Πρωτοκολλητή και την πρόσκληση, από τον ίδιο προς τον εφεσείοντα, να τα καταβάλει. Μόνο άρνηση του εφεσείοντα να συμμορφωθεί με την αξίωση του Πρωτοκολλητή συνιστά παραβίαση των προνοιών της θ.6(2) της Δ.35.  Στην προκείμενη περίπτωση, τέτοια απαίτηση δεν υποβλήθηκε από τον Πρωτοκολλητή, συνεπώς δε στοιχειοθετείται παρέκκλιση από τις πρόνοιες της Δ.35, θ.6(2), οπόταν η διαπίστωση του Αρχιπρωτοκολλητή, ότι οι εφέσεις έχουν εκπέσει, κρίνεται εσφαλμένη.  Οι εφέσεις παραμένουν εν ζωή.  Αυτό δε σημαίνει ότι θα συνεχίσει η υφιστάμενη παράλειψη εκπλήρωσης της υποχρέω[*123]σης, που θέτει η Δ.35, θ.6(2), από το Πρωτοκολλητείο. Το κενό πρέπει να πληρωθεί με την έκδοση των σχετικών ειδοποιήσεων για την καταβολή των τελών.

Δικαιολογείται τέλος να αναφέρουμε ότι, αν καταλήγαμε σε αντίθετο αποτέλεσμα, χωρίς κανένα ενδοιασμό, θα διατάσσαμε την επαναφορά την υπόθεσης στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που μας παρέχεται από τη Δ.35, θ.22.

Διαπιστώνουμε ότι οι εφέσεις δεν έχουν εκπέσει.  Η ειδοποίηση του Αρχιπρωτοκολλητή παραμερίζεται.  Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η άποψη μου επί του ζητήματος που εγείρεται, με την υπό εξέταση αίτηση, είναι ολωσδιόλου διαφορετική από αυτή της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Η προσέγγιση μου έχει εκφραστεί στη διϊστάμενη απόφαση που εξέδωσα στις Α.Ε. αρ.1516, 1539, 1550, 1576, 1621, 1677 Παναγιώτης Γεωργίου (Catering) Λτδ., ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 19.7.96.  Στην υπόθεση εκείνη, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου συζήτησε τη δυνατότητα αναβίωσης άκυρου διαδικαστικού μέτρου δυνάμει της Δ.64, η οποία θεσμοθετήθηκε με τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1995 (24.2.95) και τη δυνατότητα αναδρομικής εφαρμογής του.  Η απολύτως αναγκαία, κατά την άποψη μου, αιτιολογία της απόφασης της πλειοψηφίας έγκειται στην κρίση της πως: “οι εφέσεις οι οποίες δεν αποκαλύπτουν βάσιμους λόγους έφεσης δεν καταπίπτουν αυτοδικαίως.  Οι θεσμοί δεν προβλέπουν την  αυτόματη απόρριψή τους.  Η διαπίστωσή μας είναι ότι, άκυρο δικονομικό μέτρο είναι μεν αδρανές αλλά δεν εκπίπτει και δε διαγράφεται από το πρωτοκολλητείο, υπόκειται σε απόρριψη από το Δικαστήριο εφόσο διαπιστωθεί η ακυρότητά του.”  (Δες σελ. 8 εκδοθέντος κειμένου της απόφασης).

Για να στηρίξει, πάντοτε κατά τη γνώμη μου, το Ανώτατο Δικαστήριο την πιο πάνω ετυμηγορία του έκαμε αντιπαραβολή των Κανονισμών της Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους ρητά ορίζεται πως δικονομικό μέτρο διαγράφεται ως αποτέλεσμα παρέκκλισής τους, με αυτούς που δεν προβλέπουν κάτι τέτοιο. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιείται από τους δικονομικούς κανονισμούς η φράση “stands dismissed” ή άλλη ανάλογη. 

Η συζήτηση που διεξήχθη ενώπιόν μας, για τις υπό κρίση αιτήσεις για επαναφορά, αφορά τη Δ.35, θ.22, η οποία διαλαμβάνει ως εξής:

[*124]“If the appellant does not, within  three months of lodging his notice of appeal, take the steps mentioned in rule 21 of this Order, the appeal shall stand dismissed, but it may, if the Court of Appeal so deems fit, be reinstated upon such terms as may be just.”

Η έφεση των εφεσειόντων-αιτητών απορρίφθηκε σαν αποτέλεσμα της λειτουργίας του πιο πάνω κανονισμού.

Έχω τη γνώμη πως οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρέπει να τυγχάνουν σεβασμού και να εφαρμόζονται, ανεξάρτητα αν κάποιος, περιλαμβανομένου και δικαστή, διαφωνεί με αυτές.  Η θέση αυτή στηρίζεται στην προσωπική μου εκτίμηση για τη δικαστική λειτουργία, μια από τις πιο σοβαρές ευθύνες της οποίας είναι η ευθυγράμμιση της νομολογίας. Έχω όμως τη γνώμη πως η νομολογία στην ορθή της διάσταση και όπως η ίδια η λέξη υποδηλώνει, διαλαμβάνει τις νομικές αρχές που διατυπώνονται στις δικαστικές αποφάσεις και καθιερώνονται στην πρόοδο του χρόνου σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε να αποσπώνται από την πατρότητά τους και να εντάσσονται στο σώμα της νομικής φιλολογίας.

Είπα τα πιο πάνω για να καταλήξω, πως η κρίση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γεωργίου είναι σεβαστή. Εξάλλου εγώ και ο συνάδελφος Νικολαΐδης, που επίσης διεφώνησε με την πλειοψηφία στη Γεωργίου, την εφαρμόσαμε στην Πολιτική έφεση 9103 Βερεγγάρια Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου, ημερ. 23.1.97.

Έχω τη γνώμη όμως, πως το ζήτημα της εφαρμογής των Κανονισμών που προβλέπουν για τη διαγραφή δικονομικού μέτρου, όταν οι διατάξεις του δεν τηρηθούν, δεν εξετάστηκε στην Γεωργίου αναφορικά με την άσκηση της διοικητικής αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Όπως υπέδειξα πιο πάνω, με την αναφορά του στους κανονισμούς που προβλέπουν τέτοια ρήτρα, το Ανώτατο Δικαστήριο έδωσε ένα παράδειγμα αντιπαραβάλλοντάς τους προς τους κανονισμούς που δεν προνοούν παρόμοια ρήτρα, όπως αυτόν που εξεταζόταν σ’ εκείνη την υπόθεση, δηλαδή η Δ.35, θ.4. Τα όσα λέχθηκαν για τη σύγκριση των δυο περιπτώσεων δεν ήταν κατά τη γνώμη μου μέρος της απολύτως αναγκαίας αιτιολογίας για την κατάληξη του Δικαστηρίου. Αν δηλαδή δε γινόταν η σύγκριση και η απόφαση περιοριζόταν στην ερμηνεία της Δ.35, θ.4, η κρίση του Δικαστηρίου θα ήταν συμπληρωμένη.

Τη θέση αυτή υιοθέτησε και ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, εφόσον εισηγήθηκε πως η Δ.35, θ.22 δεν ισχύει στην άσκηση της διοι[*125]κητικής αναθεωρητικης δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάμνοντας ειδική αναφορά στο Άρθρο 136 του Συντάγματος, που έχει ως ακολούθως:

“Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάντων των αντικειμένων περί ων εν τοις επομένοις άρθροις.”

Του Άρθρου 136 ακολουθούν βεβαίως όλα τα άρθρα του Συντάγματος που διαλαμβάνουν το σύνολο της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Προσωπικά δεν έχω αμφιβολία πως η φράση στο Άρθρο 136 “αποφασίζει οριστικώς και αμετακλήτως” σημαίνει πως εκκρεμούσα υπόθεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην άσκηση της διοικητικής-αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, τελειώνει μόνο με τη δικαστική πράξη.  Λεπτομερής ανάλυση της θέσης μου αυτής, γίνεται στη διϊστάμενη απόφαση στην υπόθεση Παναγιώτης Γεωργίου Catering Λτδ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (ανωτέρω) η οποία προτείνω να διαβάζεται μαζί με την παρούσα ως αναπόσπαστο μέρος της. Οι συνήγοροι των μερών μας έχουν βεβαιώσει πως στην πράξη, ουδέποτε εφαρμόζονταν από τους ίδιους αλλά ούτε και από το πρωτοκολλητείο οι διατάξεις της Δ.35, θ.22, πρακτική που υποδηλώνει την ερμηνεία του κανόνα, σύμφωνα με τη δική μου προσέγγιση, ότι δηλαδή αυτός δεν ισχύει στον τομέα της αναθεωρητικής διοικητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Τελειώνοντας, θέλω να εκφράσω την ικανοποίησή μου που το Ανώτατο Δικαστήριο με τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (9) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996 έχει τροποποιήσει όλους τους κανονισμούς της Πολιτικής Δικονομίας, στους οποίους προβλέπεται η διαγραφή δικονομικού μέτρου επειδή δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιές τους, ώστε του ζητήματος να επιλαμβάνεται πάντοτε το Δικαστήριο.

Καταλήγω επομένως πως οι διατάξεις της Δ.35, θ.22 δεν ισχύουν και πως η έφεση εκκρεμεί ενώπιόν μας για εκδίκαση.

Με την απόφαση αυτή συμφωνεί και ο ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Στον κ. 6 της Δ.35 προνοούνται τα απαραίτητα για προώθηση έφεσης μετά την καταχώρησή της.  Στα οποία δύναται να προβεί όχι μόνο ο εφεσείων αλλά και οποιοδήποτε μέ[*126]ρος ή επηρεαζόμενο πρόσωπο.  Πρόκειται για την υποβολή αίτησης ορισμού ημερομηνίας ακρόασης της έφεσης, την υποβολή αίτησης για αντίγραφα του φακέλου της διαδικασίας ή του πρακτικού της έφεσης και την κάλυψη της αναγκαίας δαπάνης με αρχική προκαταβολή και οριστική διευθέτηση μετά την ετοιμασία του σχετικού υλικού. 

Η σημασία της αίτησης για την ετοιμασία αντιγράφων και της προκαταβολής του υπολογισθέντος ποσού, υπογραμμίζεται με τις κυρώσεις που προβλέπονται στους κκ. 21 και 22 της ίδιας Διάταξης σε περίπτωση παράλειψης του εφεσείοντα να προβεί στα δέοντα εντός των εκεί τασσομένων προθεσμιών.  Ο κ. 21 θέτει όριο ενός μηνός από την καταχώρηση της έφεσης μετά την πάροδο του οποίου η έφεση μπορεί να απορριφθεί εφόσον υποβληθεί προς τούτο αίτηση από οποιοδήποτε μέρος. Ο κ. 22, όπως ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο, (Tροποποιήθηκε στο μεταξύ από τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Tροποποιητικό) (Aρ.9) Διαδικαστικό Kανονισμό του 1996 (παράγραφος 5)) έθετε όριο τριών μηνών από την καταχώρηση της έφεσης, ορίζοντας επιτακτικά ότι, μετά την εκπνοή επερχόταν αυτόματα η απόρριψη (shall stand dismissed).  Προβλέπεται ωστόσο και η δυνατότητα επαναφοράς, κατά την κρίση του Εφετείου.  Η δυνατότητα για τέτοια αυτόματη απόρριψη δυνάμει των Θεσμών θεωρήθηκε αυτονόητη στη Harakis v. Feghali (1979) 1 C.L.R. 293.  Αναγνωρίστηκε όμως πρόσφατα από την πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α. Ε. 1516 κ.α., ημερ. 19 Ιουλίου 1996.  Η τροποποίηση της Δ.64 από 24 Φεβρουαρίου, 1995 δεν επέδρασε επί αυτού του καθεστώτος. 

Υπό εξέταση τώρα είναι πρώτο, το κατά πόσο οι κκ. 6, 21 και 22 της Δ.35 εφαρμόζονται και στην περίπτωση εφέσεων στην αναθεωρητική δικαιοδοσία και δεύτερο, το κατά πόσο, αν η απάντηση στο πρώτο είναι καταφατική, δικαιολογείται η επαναφορά στη βάση των όσων προτείνουν οι αιτητές σε σχέση με τις ούτω απορριφθείσες εφέσεις τους. 

Αναφορικά με το πρώτο, προβλήθηκε η άποψη ότι η φύση του αντικειμένου και ο τρόπος προσέγγισής του στην αναθεωρητική έφεση καθιστούν άτοπη τη ρύθμιση της ετοιμασίας και πορείας της από κανονισμούς αρμοσμένους στις ανάγκες πολιτικών εφέσεων.  Επισημάνθηκε δε προς επίρρωση, ότι στην πράξη αυτοί οι κανονισμοί δεν εφαρμόζονταν από το Πρωτοκολλητείο σε αναθεωρητικές εφέσεις.

[*127]Ο περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964 διαλαμβάνει ότι:

“3. Αι πρόνοιαι της Διατάξεως 35 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού αι αναφερόμεναι εις εφέσεις θα εφαρμόζωνται, τηρουμένων των αναλογιών, εις εφέσεις εξ αποφάσεως Δικαστού ή Δικαστών ενασκούντων αναθεωρητικήν δικαιοδοσίαν δυνάμει της παραγράφου (2) του άρθρου 11 του Νόμου.”

Η αναθεωρητική έφεση έχει βέβαια την κάποια ιδιομορφία της.  Η οποία όμως, αντανάκλαση μπορεί να βρει στην προσέγγιση της ουσίας - υπό τον όρο πάντοτε ότι και η αναθεωρητική έφεση περιορίζεται στους διατυπωθέντες λόγους εκτός όπου προκύπτει ζήτημα δημόσιας τάξης - και όχι της προετοιμασίας, οι πρακτικές ανάγκες της οποίας είναι οι ίδιες και στις δύο δικαιοδοσίες.

Είναι γεγονός ότι το Πρωτοκολλητείο δεν εφάρμοζε τους υπό συζήτηση κανονισμούς σε αναθεωρητικές εφέσεις.  Δεν τους εφάρμοζε όμως ούτε σε πολιτικές εφέσεις, τόσο από αποφάσεις Επαρχιακών Δικαστηρίων όσο και από πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Αυτή είναι η πραγματικότητα στην ολότητά της.  Επομένως, η διάκριση που προωθήθηκε στη βάση πρακτικής του Πρωτοκολλητείου στερείται ερείσματος.  Αλλά και πάλι, η πρακτική του Πρωτοκολλητείου, η αντίθετη προς τους Θεσμούς, δε θα μπορούσε να αναιρέσει τη σημασία τους και να εκμηδενίσει την εφαρμογή τους με την αντικανονική επίτευξη προβλεπόμενων στόχων.  Εν τέλει, η εξέταση του κ.22 της Δ.35 δεν μπορεί, κατά την άποψή μας, να λαμβάνει υπόψη παρά μόνο τα όσα ο κανόνας ρητά επιτάσσει.  Κι αυτά καθορίζουν αυτόματα την έκβαση.  Ορθά λοιπόν ήταν που οι αναθεωρητικές εφέσεις, σε σχέση με τις οποίες ήχθη το ζήτημα ενώπιόν μας, θεωρήθηκαν απορριφθείσες δυνάμει της Δ.35 κ.22, ακριβώς το ίδιο όπως συνέβαινε και σε πολιτικές εφέσεις.

Αναφορικά με το κατά πόσο δικαιολογείται εν προκειμένω η επαναφορά, θεωρούμε ότι η καταφατική απάντηση μοιάζει αυτονόητη.  Η αντικανονική πρακτική του Πρωτοκολλητείου δεν μετέβαλλε το θεσμικό καθεστώς αλλά ήταν φυσικό να είχε αντίκτυπο στο πώς ενεργούσαν οι διάδικοι και οι συνήγοροί τους.  Και είναι προφανές ότι εν προκειμένω ενήργησαν μέσα στο κλίμα που είχε θέσει το Πρωτοκολλητείο.  Ως εκ τούτου η από μέρους τους υπαιτιότητα δεν ήταν ουσιαστική.  Δε μεταφράζεται σε αδιαφορία για προώθηση των εφέσεών τους.

Διατάσσουμε λοιπόν επαναφορά των αναθεωρητικών εφέσεων στις οποίες αναφέρονται οι ενώπιόν μας αιτήσεις.  Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Για τους λόγους που υποδεικνύονται στην απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου, συμφωνώ ότι οι πρόνοιες των θ.θ. 6, 21 και 22 της Δ.35 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, τυγχάνουν εφαρμογής στις αναθεωρητικές εφέσεις και ότι η αντίθετη άποψη, η οποία αντανακλάται στην πρακτική του Πρωτοκολλητείου, είναι εσφαλμένη.

Για τους λόγους που ακολουθούν  έχω την άποψη ότι οι εφέσεις έχουν εκπέσει.

Η πτώση των εφέσεων διέπεται από τον πιο πάνω θ.22* της Δ.35. Για να μη ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες του θ.22 πρέπει εντός 3 μηνών από την καταχώριση της έφεσης, ο εφεσείων να λάβει τα πιο κάτω μέτρα που προβλέπονται από τον θ.21:

(α)   να υποβάλει αίτηση για την ετοιμασία των πρακτικών, και

(β)   να καταθέσει την προκαταβολή (deposit), όπως προβλέπεται από τον θ.6, για να καλύψει την δαπάνη ετοιμασίας των πρακτικών.

Η παράγραφος 1 του πιο πάνω θ.6 προβλέπει ότι οποιοσδήποτε διάδικος ή πρόσωπο που επηρεάζεται από την έφεση μπορεί να αποταθεί στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου να ορίσει ημερομηνία ακρόασης και να ετοιμάσει αντίγραφα των πρακτικών της διαδικασίας. Η δε παράγραφος 2 του ιδίου θεσμού προβλέπει ότι ο Πρωτοκολλητής θα ζητά από το διάδικο ή το πρόσωπο που αποτείνεται για αντίγραφα των πρακτικών, να καταθέσει το ποσό το οποίο ο Πρωτοκολλητής θα θεωρούσε αναγκαίο για να καλύψει τη δαπάνη για τα αντίγραφα των πρακτικών. 

Έχοντας λοιπόν υπόψη τις πρόνοιες της παραγράφου 2 του θ.6 κρίνω ότι αυτή ενεργοποιείται μόνον αφού προηγηθεί αίτηση, δυ[*129]νάμει του θ.6(1), από οποιοδήποτε διάδικο ή πρόσωπο που επηρεάζεται από την έφεση (“any party or person affected by the appeal”), για ορισμό της έφεσης για ακρόαση και για την ετοιμασία των πρακτικών. Στην απουσία αίτησης δυνάμει του θ.6(1) από τους εφεσείοντες - όπως είναι εδώ η περίπτωση - ο Πρωτοκολλητής δεν μπορεί να προχωρήσει δυνάμει του θ.6(2) και να τους ζητήσει να καταβάλουν την προκαταβολή για την αξία των αντιγράφων των πρακτικών, όπως προβλέπεται από τον θ.6(2).  Επομένως το γεγονός ότι ο Πρωτοκολλητής δεν έχει προκαθορίσει τα τέλη για τα πρακτικά και δεν έχει ζητήσει από τους εφεσείοντες να τα καταβάλουν δεν είναι παράγοντες που επηρεάζουν την εμβέλεια του θ.22.  Τονίζεται συναφώς ότι η ευχέρεια για υποβολή αίτησης για ορισμό της έφεσης για ακρόαση και για ετοιμασία των πρακτικών δεν ανήκει μόνο στον εφεσείοντα αλλά και σε οποιοδήποτε διάδικο ή πρόσωπο που επηρεάζεται από την έφεση.  Ωστόσο η λήψη των πιο πάνω μέτρων, που προβλέπονται από το θ.21 και οι συνακόλουθες δραστικές επιπτώσεις από τη μη λήψη τους, που προβλέπονται από τον θ.22, βαρύνουν μόνο τον εφεσείοντα.

Στην Harakis v. Feghali (1979) 1 C.L.R. 293 μετά που η έφεση είχε θεωρηθεί ως απορριφθείσα, δυνάμει του θ.22 της Δ.35, το Πρωτοκολλητείο είχε ορίσει την έφεση για ακρόαση επειδή ο εφεσείων είχε, στο μεταξύ, καταβάλει τα αναγκαία τέλη και παραλάβει αντίγραφο των πρακτικών της έφεσης. Κρίθηκε ότι εκείνη η εξέλιξη δεν αλλοίωνε την νομική κατάσταση η οποία αποκρυσταλλώθηκε όταν, μετά την εκπνοή της περιόδου των 3 μηνών, που προδιαγράφεται από τον θ.22 της Δ.35, η έφεση θεωρείται ως απορριφθείσα δυνάμει της εφαρμογής του θ.22.

Τα πιο κάτω αποσπάσματα από την απόφαση στην Harakis δίνουν με καθαρότητα και πληρότητα τη θέση του Εφετείου:

“In our view, the provisions of rule 22 are of a mandatory nature and, therefore, they come into operation without the need to take any specific step for that purpose; consequently, we agree with counsel for the respondent that this appeal stands dismissed ever since the period of three months, after it was lodged on July 15, 1977, has expired; whether or not it should be reinstated is a matter which we have to examine if, and when, the appellant applies in this connection.

.............................................................................................................

But whatever action was taken, as above, by our Registry administratively, in a routine way, cannot alter the legal position which crystallized when, after the expiry of the three months’ period prescribed by rule 22 of Order 35, this appeal came to stand dismissed by virtue of the application of rule 22.

..............................................................................................................

We would like to conclude by observing that, in view of the true effect of rule 22 of Order 35, the Registry of this Court should not take any step in relation to an appeal which stands dismissed by operation of that rule, other than to certify that it does stand dismissed.”*

Σημειώνεται ότι η υπόθεση Harakis έχει έκτοτε ακολουθηθεί σε σειρά αποφάσεων της Νομολογίας μας (Βλ. Paritsi v. Karapanayiotis (1979) 1 C.L.R. 629, 631 και (1983) 1 C.L.R. 919, 923, 924, Loizides and Another v. Fiakou (1989) 1 C.L.R. 208, 211, 212).

Θεωρώ ότι η υπόθεση Harakis (πιο πάνω) έχει ερμηνεύσει ορθά τον σχετικό διαδικαστικό κανονισμό - θ.22 - και την υιοθετώ.  Κρίνω, επομένως, ότι οι πρόνοιες του θ.22 είναι επιτακτικές. Κατά την κρίση μου η ενεργοποίηση του θ.22 δε συναρτάται με οποιεσδήποτε ενέργειες του Πρωτοκολλητείου προς την κατεύθυνση ετοιμασίας των πρακτικών.  Ο θ.22 δεν καθίσταται ανενεργός και δεν ατονεί λόγω οποιωνδήποτε μέτρων που λαμβάνονται από το Πρωτοκολλητείο δια την ετοιμασία των πρακτικών. Η νομική κατάσταση αποκρυσταλλώνεται μετά την εκπνοή της περιόδου των 3 μηνών που προδιαγράφεται από τον θ.22, ανεξάρτητα από την ετοιμασία ή όχι των πρακτικών.  Το κυρίαρχο στοιχείο που διέπει την εφαρμογή του θ.22 είναι κατά πόσο ο εφεσείων έχει λάβει ή όχι τα πιο πάνω μέτρα που προδιαγράφονται από τον θ.21. 

Έχω την άποψη ότι, εφαρμογή των επιτακτικών προνοιών του θ.22 με οδηγό τα μέτρα που λαμβάνονται από το Πρωτοκολλητείο, προς την κατεύθυνση ετοιμασίας των πρακτικών, θα ισοδυναμούσε με αναβάθμιση της πρακτικής του Πρωτοκολλητείου σε αρχή δικαίου και κατάργηση ρητών προνοιών των Διαδικαστικών Κανονισμών.  Τέτοια αναβάθμιση δεν είναι επιτρεπτή επειδή είναι καθιερωμένο από τη νομολογία μας ότι, ακόμη και πρακτική του δικαστηρίου, όσο καλά και αν είναι εμπεδωμένη, δεν μπορεί να καταργήσει τις ρητές πρόνοιες των Διαδικαστικών Κανονισμών* (Βλ. Petrides v. Ioannou (1980) 1 C.L.R. 319, 323).  Περαιτέρω, θα συνεπάγετο την ανατροπή της βάσης επί της οποίας το Εφετείο είχε μέχρι σήμερα ασκήσει τις εξουσίες του για επαναφορά εφέσεων που είχαν απορριφθεί δυνάμει της εφαρμογής του θ.22.  Η έναρξη ετοιμασίας ή όχι των πρακτικών ουδέποτε μέχρι σήμερα έχει αποτελέσει παράγοντα άσκησης των εξουσιών που προδιαγράφονται από τον θ.22.

Στην κρινόμενη περίπτωση η κατάσταση έχει αποκρυσταλλωθεί μετά την εκπνοή της πιο πάνω τρίμηνης προθεσμίας λόγω της παράλειψης των εφεσειόντων να συμμορφωθούν με τις ρητές πρόνοιες του θ.21. Οι εφέσεις έχουν εκπέσει αυτόματα. Ωστόσο στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο Δικαστήριο απο τον θ.22 θα ήμουν διατεθειμένος να διατάξω την επαναφορά τους, επειδή η πτώση τους οφείλεται αποκλειστικά στην πρακτική που ακολουθούσε το Πρωτοκολλητείο αφότου εγκαθιδρύθηκε, το 1964, ο θεσμός της έφεσης στην Αναθεωρητική Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

H αίτηση γίνεται αποδεκτή κατά πλειοψηφία χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο