(1997) 3 ΑΑΔ 145
[*145]18 Απριλίου, 1997
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ,
2. ΛOYΪZA TAKH XPIΣTOΔOYΛIΔOY,
Αιτήτριες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ ης η αίτηση.
(Yποθέσεις Aρ. 911/93, 951/93)
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Νομική Υπηρεσία — Διορισμοί — Θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας — Επίδραση εξωγενούς στοιχείου κρίσεως — Έλλειψη δέουσας αιτιολογίας αναφορικά με τους παράγοντες που προσμέτρησαν στην επιλογή των διορισθέντων και αναφορικά με την παραγνώριση υποψηφίου κατέχοντος πλεονέκτημα — Απουσία δέουσας έρευνας — Οδήγησαν σε ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης.
Συλλογικά Διοικητικά Όργανα — Ε.Δ.Υ. — Αλλαγή σύνθεσης μετά τη διεξαγωγή προφορικών συνεντεύξεων των υποψηφίων — Οι εντυπώσεις της Ε.Δ.Υ. δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη λόγω της αλλαγής της σύνθεσής της στο μεταξύ.
Aιτιολογία Διοικητικής Πράξης — Αιτιολογία διοικητικής απόφασης — Μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου, νοουμένου ότι αυτά συμφωνούν με τη ληφθείσα απόφαση και την στηρίζουν, έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από αυτή.
Διοικητικό Δίκαιο — Ακυρωτική απόφαση — Επανεξέταση — Διενεργείται πάνω στη βάση του νομικού και πραγματικού καθεστώτος όπως αυτό ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο — Υποψήφιος ο οποίος κρίθηκε ότι κατείχε τα προσόντα για προαγωγή με βάση το ισχύον κατά τον ουσιώδη χρόνο καθεστώς, δεν μπορεί να αποκλεισθεί από [*146]του να είναι υποψήφιος σε μεταγενέστερη διαδικασία.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Νομική Υπηρεσία — Διορισμοί — Σχέδια υπηρεσίας — Προσόντα υποψηφίων — Άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος — Κατά πόσο η εργοδότηση σε ιδιωτική εταιρεία, συνιστά άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.
Λέξεις και Φράσεις — “Δικηγόρος ο οποίος ασκεί το επάγγελμα” στον περί Δικηγόρων Νόμο, Κεφ. 2 — Ο ορισμός απαιτεί σωρευτικά απόκτηση του δικαιώματος άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 11(1) του Νόμου και άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος ως κύριο επάγγελμα.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Σχέδια Υπηρεσίας — Ερμηνεία και εφαρμογή — Διακριτική εξουσία της Ε.Δ.Υ.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακύρωσε, στην υπόθεση Χ”Γιάννη και Άλλοι v. Δημοκρατίας, απόφαση της Ε.Δ.Υ. για αριθμό διορισμών στην επίδικη θέση. Με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Συμεωνίδου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (Αρ. 2), ακυρώθηκε η απόφαση της Ε.Δ.Υ. για διορισμούς, μετά από επανεξέταση, στην ίδια θέση. Είχε εξετάσει η Ε.Δ.Υ. κατ’ ευθείαν το ζήτημα της κατοχής των προσόντων ως προς τα οποία κρίθηκε στην πρώτη υπόθεση πως δεν έγινε η δέουσα έρευνα και διαπιστώθηκε λόγος ακυρότητας ότι “εφόσον το Δικαστήριο έκρινε ότι η ακυρωθείσα απόφαση έπασχε λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας αναφορικά με προσόντα υποψηφίων, το θέμα αυτό έπρεπε να επανεξεταστεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.”
Συνεστήθη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην οποία παραπέμφθηκαν τα πιο πάνω θέματα. Η Ε.Δ.Υ., με αναφορά στις εκθέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στα στοιχεία που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο (3.2.90), περιέλαβε στους υποψηφίους που ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, τις αιτήτριες και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Σύμφωνα με τις εκθέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η αιτήτρια Λ. Χριστοδουλίδου είχε πλεονέκτημα λόγω κατοχής μεταπτυχιακού διπλώματος όπως επίσης και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Λ. Καουτζάνη και Ε. Ρωσσίδου - Παπακυριακού, λόγω πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης.
Η επιλογή των διορισθέντων έγινε κατά πλειοψηφία.
Στην προσφυγή 911/93, προσβάλλεται ο διορισμός όλων των επιλεγέντων για διορισμό, πλην των Ε. Σιέλις-Νικολαΐδου και Γ. Κυρια[*147]κίδου. Στην προσφυγή 951/93 προσβάλλονται όλοι οι διορισμοί πλην του διορισμού της Ε. Σιέλις-Νικολαΐδου.
Οι αιτήτριες ισχυρίστηκαν ότι:
1. H Συμβουλευτική Επιτροπή θα έπρεπε να είχε εξετάσει ολόκληρο το φάσμα των θεμάτων όπως αυτά ενέπιπταν εξ αρχής στην αρμοδιότητά της, ενόψει των διατάξεων του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1967 (Ν. 33/67), που διέπει την περίπτωση, σε σχέση με εξειδικευμένες θέσεις.
2. Χρησιμοποιήθηκαν άνισα μέτρα κρίσεως των υποψηφίων.
3. Η Ε. Κακομανώλη - Κλεόπα δεν μπορούσε να είναι υποψήφια.
4. Ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή και το νόμο ή πλημμελούς έρευνας, η κρίση πως:
(α) η Λ. Καουτζιάνη κατείχε το προσόν της μονοετούς άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος λόγω εργοδότησής της στην ιδιωτική εταιρεία Louis Tourist Agency και στο Τμήμα Τελωνείων.
(β) τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, με την εξαίρεση της Ε. Κακομανώλη-Κλεόπα, κατείχαν το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.
(γ) η Λ. Καουτζιάνη και Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού κατείχαν το πλεονέκτημα της πείρας.
5. Οι εντυπώσεις του Γενικού Εισαγγελέα για την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, ενώπιον της Ε.Δ.Υ. με την προηγούμενη σύνθεσή της, συνιστούσε εξωγενές στοιχείο, που επέδρασε παράνομα κατά τη λήψη της τελικής απόφασης.
6. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. για την επιλογή υποψηφίων που δεν κατείχαν το πλεονέκτημα, δεν ήταν αιτιολογημένη.
7. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λόγω έλλειψης δέουσας αιτιολογίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. H διοίκηση κινήθηκε στο πλαίσιο της δικαστικής απόφασης που [*148]προηγήθηκε και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί της παραγράφου 1 ανωτέρω, δε συνιστούν λόγους ακυρότητας.
2. Ο ισχυρισμός 2 ανωτέρω δεν τεκμηριώθηκε.
3. Ο ισχυρισμός 3 δεν ευσταθεί, για τον λόγο ότι η Κακομανώλη-Κλεόπα, θεωρήθηκε ότι μπορούσε να είναι υποψήφια με βάση το ισχύον, κατά τον ουσιώδη χρόνο, πραγματικό και νομικό καθεστώς, όπως διαπιστώθηκε κατά την επανεξέταση του θέματος, μετά την πρώτη ακυρωτική απόφαση.
4. Η διοίκηση δεν εκπλήρωσε το καθήκον της γενικά, αλλά και ενόψει της πρώτης ακυρωτικής απόφασης, στο πλαίσιο της επανεξέτασης, να ερευνήσει και διαπιστώσει την ουσιώδη πραγματική κατάσταση για τους σκοπούς του σχεδίου υπηρεσίας, ούτως ώστε να είναι γνωστή και δικαστικά ελέγξιμη η όποια κρίση της, αναφορικά με την κατοχή του προσόντος της μονοετούς άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος από την Λ. Καουτζάνη, όταν εργοδοτείτο στην εταιρεία Louis Tourist Agency.
Ενόψει όλων των δεδομένων, η θεώρηση πως ασκήθηκαν από την Λ. Καουτζάνη, ως δικηγόρου με την έννοια της σημείωσης 2, καθήκοντα που εμπίπτουν στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Τελωνειακού Λειτουργού Τρίτης Τάξης, όπως πιστοποίησε ο Γενικός Εισαγγελέας, ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Από το σύνολο των στοιχείων, είναι φανερό πως δεν εκδηλώθηκε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διοίκησης, η οποία φέρει την ευθύνη και έχει την αρμοδιότητα για ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας. Ως εκ τούτου η απόφαση που λήφθηκε αναφορικά με το πλεονέκτημα της πείρας που αναγνωρίστηκε στην Ε. Ρωσσίδου - Παπακυριακού είναι λογικά επιτρεπτή.
Δεν έγινε διεξαγωγή της δέουσας έρευνας αναφορικά με το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας. Η προσβαλλόμενη απόφαση για τον διορισμό των ενδιαφερομένων μερών, με εξαίρεση την Ε. Κλεόπα-Κακομανώλη, κρίνεται άκυρη γι’ αυτό το λόγο.
5. Οι εντυπώσεις της Ε.Δ.Υ., είναι αυτές που σχημάτισε στις προφορικές συνεντεύξεις, στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας. Δεν ήταν επιτρεπτό να ληφθούν υπόψη λόγω της αλλαγής της σύνθεσης της Ε.Δ.Υ. στο μεταξύ.
6. Ο Γενικός Εισαγγελέας πληροφόρησε την Ε.Δ.Υ. ότι εναπόκειται [*149]σε αυτή να κρίνει την βαρύτητα που θα αποδώσει στην αξιολόγηση αυτή.
Οι κρίσεις του Γενικού Εισαγγελέα που εκφράστηκαν στο πλαίσιο των συνεντεύξεων που διεξήγαγε η Ε.Δ.Υ., ενόψει των προνοιών του Άρθρου 35(6) του Ν. 33/67, ως στοιχείο εξωγενές, έπρεπε να αγνοηθούν. Επομένως ο λόγος αυτός αποτελεί λόγο ακυρότητας όλων των προσβαλλομένων διορισμών.
7. Η απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας αφού κατά την επιλογή δεν εξειδικεύθηκε πώς και υπέρ ποίου υποψηφίου προσμέτρησαν τα προσόντα, για τα οποία η ΕΔΥ ανέφερε στο πρακτικό της ότι θα προσέδιδε ιδιαίτερη βαρύτητα.
Η ανεπάρκεια αιτιολογίας καταδεικνύεται και από τα ίδια τα συκρουόμενα επιχειρήματα που η γενικότητα και η αοριστία της επέτρεψαν.
Παρά την ρητή αναφορά όχι μόνο στην έκταση, αλλά και στο περιεχόμενο της πείρας, το γεγονός είναι πως τελικά, δε διεξάχθηκε οποιαδήποτε έρευνα για τέτοιο προσδιορισμό.
Η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς τα μετρήσιμα κριτήρια υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου. Η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου για συμπλήρωση της αιτιολογίας, δε διορθώνει την κατάσταση, εκτός όπου τα στοιχεία αυτά συμφωνούν με τη ληφθείσα απόφαση και τη στηρίζουν, έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να προβεί σε πρωτογενή αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση της διοίκησης ήταν λογικά εφικτή, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία.
8. Κατά μείζονα λόγο τίθεται θέμα αιτιολογίας σε σχέση με την παραγνώριση του πλεονεκτήματος της Λ. Χριστοδουλίδου.
Οι λόγοι που δικαιολογούν παραγνώριση υποψηφίου κατέχοντος πλεονέκτημα πρέπει να καταγράφονται, ως ειδική αιτιολογία, στο πρακτικό της απόφασης. Το τι μπορεί να συνιστά επαρκή αιτιολογία, εξετάζεται σε συνάρτηση προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε περίπτωσης.
Η έλλειψη οποιασδήποτε αιτιολογίας, για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος της αιτήτριας Λ. Χριστοδουλίδου, είναι έκδη[*150]λη. Οι απαιτήσεις για ειδική αιτιολογία δεν ικανοποιούνται από την παράθεση των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη δίπλα από το όνομα του κάθε ενδιαφερόμενου προσώπου.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Xατζηγιάννη και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317,
Συμεωνίδου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (Αρ. 2), (1993) 3 Α.Α.Δ. 258,
Papaleontiou and Another v. Republic (1985) 3(C) C.L.R. 1929,
Δημοκρατία v. Γιαλλουρίδη και Άλλων, Α.Ε. 868 & 869, ημερ. 13.12.90,
Δημοκρατία v. Αντωνίου και Άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 325,
Σκορδή και Άλλοι v. Δημοκρατίας, Yπόθ. Aρ. 804/89, ημερ. 17.4.92,
Pourgourides and Another (No. 2) v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1443,
Γεωργίου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (Aρ.1), (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1443 ,
Ιακωβίδης v. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1997) 3 A.A.Δ. 28,
Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220,
Ι. Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56,
Δημοκρατία κ.ά. v. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ. 2), (1993) 3 Α.Α.Δ. 347,
Ιωάννου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390,
Σάββα v. Δημοκρατίας, Yπόθ. Aρ. 72/93, ημερ. 4.2.94,
Καμένος και Άλλοι v. Δημοκρατίας, Προσφ. Aρ. 616/92, ημερ. 23.2.94,
Γεωργίου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (Aρ. 2), (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1822,
Φιλίππου v. Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 1.
[*151]Προσφυγές.
Προσφυγές οι οποίες συνεκδικάστηκαν από την Oλομέλεια και με τις οποίες προσβάλλεται η απόφαση της EΔY να επαναδιορίσει τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στη θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας, Nομική Yπηρεσία.
Κ. Μιχαηλίδου, για την Aιτήτρια στην 911/93.
Τ. Χριστοδουλίδης, για την Aιτήτρια στην 951/93.
Λ. Κουρσουμπά, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Kαθ’ ης η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για το Eνδιαφερόμενο Πρόσωπο Λ. Kαουτζάνη.
Π. Πολυβίου, για το Eνδιαφερόμενο Πρόσωπο Γ. Κυριακίδου.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για το Eνδιαφερόμενο Πρόσωπο E. Kακομανώλη Kλεόπα.
Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Ε. Ρωσσίδου Παπακυριακού, Μ. Ευαγγέλου και Γ. Παπαϊωάννου εμφανίστηκαν αυτοπροσώπως.
Cur. adv. vult.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χ”Γιάννη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 ακυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερομηνία 20 Ιουλίου 1990, για αριθμό διορισμών στη μόνιμη θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας, Νομική Υπηρεσία, για τους ακόλουθους λόγους:
(α) Η ΕΔΥ εφάρμοσε άνισα μέτρα κρίσεως κατά την επιλογή των υποψηφίων.
(β) Η ΕΔΥ ενήργησε κάτω από καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα όσον αφορά το προσόν/πλεονέκτημα της αιτήτριας Λουΐζας Χριστοδουλίδου.
[*152]
(γ) Δε διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα όσον αφορά την κατοχή, από το ενδιαφερόμενο μέρος Καουτζάνη, των απαραίτητων προσόντων για διορισμό.
(δ) Δε δόθηκε ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος του σχεδίου υπηρεσίας, που είχαν ορισμένοι από τους αιτητές, και
(ε) Η διεξαχθείσα έρευνα, ως προς την κατοχή από τους υποψηφίους του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, ήταν πλημμελής.
Με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Συμεωνίδου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 258 ακυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερομηνία 12 Ιουλίου, 1991 για διορισμούς, μετά από επανεξέταση, στην ίδια θέση. Είχε εξετάσει η ΕΔΥ κατ’ ευθείαν το ζήτημα της κατοχής των προσόντων ως προς τα οποία κρίθηκε, στην πρώτη υπόθεση, πως δε διεξήχθηκε η δέουσα έρευνα και διαπιστώθηκε λόγος ακυρότητας ως εξής:
“Εφόσον το Δικαστήριο έκρινε ότι η ακυρωθείσα απόφαση έπασχε από έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με τα προσόντα ορισμένων υποψηφίων (προσόντα Καουτζάνη, έρευνα για διαπίστωση πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής), το θέμα αυτό έπρεπε να επανεξετασθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού η διαπίστωση των προσόντων των υποψηφίων εμπίπει στην αρμοδιότητά της. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έπρεπε επίσης να επιληφθεί της διερεύνησης του ισχυριζόμενου πλεονεκτήματος του ενδιαφερόμενου μέρους Εύας Ρωσσίδου-Παπακυριακού, που τέθηκε ενώπιον της ΕΔΥ από την ίδια”.
Συνεστήθη Συμβουλευτική Επιτροπή στην οποία και παραπέμφθηκαν τα πιο πάνω θέματα. Οι αιτήτριες προτείνουν πως η Συμβουλευτική Επιτροπή θα έπρεπε να είχε εξετάσει ολόκληρο το φάσμα των θεμάτων, όπως αυτά ενέπιπταν εξ αρχής στην αρμοδιότητά της ενόψει των διατάξεων του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1967 (Ν.33/67) που διέπει την περίπτωση, σε σχέση με εξειδικευμένες θέσεις. Μπορούμε να σημειώσουμε από τώρα πως η διοίκηση κινήθηκε, εν προκειμένω, στο πλαίσιο της δικαστικής απόφασης που προηγήθηκε και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως στοιχειοθετείται στην παρούσα υπόθεση λόγος ακυρότητας, με [*153]αναφορά στα πιο πάνω θέματα.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, πάνω στη βάση και των όσων στοιχείων προσκόμισαν, μετά από επί τούτου πρόσκληση, οι υποψήφιοι που δεν ήταν απόφοιτοι αγγλικών πανεπιστημίων ως προς την πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας και η Λ. Καουτζάνη και Εύα Ρωσσίδου Παπακυριακού, επιπλέον, ως προς τα ειδικά θέματα που τις αφορούσαν, έκρινε πως,
(α) όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας,
(β) η Εύα Ρωσσίδου-Παπακυριακού κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας και
(γ) η Λ. Καουτζάνη κατείχε το προσόν της μονοετούς τουλάχιστον άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Ως προς το πλεονέκτημα της πείρας που διεκδίκησε, αρχικά δεν τοποθετήθηκε, για να επανέλθει όμως, μετά από επισήμανση της ΕΔΥ πως ήταν απαραίτητη η συμβουλή της, με την κρίση πως η Λ. Καουτζάνη φαίνεται να έχει το πλεονέκτημα της πείρας.
Η ΕΔΥ, με αναφορά στις εκθέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στα στοιχεία που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο (3.2.90) κατέγραψε τους υποψηφίους που ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Περιλήφθηκαν σ’αυτούς οι αιτήτριες και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Επιπλέον, σύμφωνα με τις εκθέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατεγράφη ότι από τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην παρούσα διαδικασία είχαν πλεονέκτημα η αιτήτρια Λ. Χριστοδουλίδου ως κατέχουσα μεταπτυχιακό δίπλωμα και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Λ. Καουτζάνη και Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού ως έχουσες πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, σύμφωνα με την παράγραφο 3(4) του σχεδίου υπηρεσίας.
Η διαδικασία συμπληρώθηκε με τη “γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων”, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η κατά πλειοψηφία επιλογή των Μ. Ευαγγέλου, Λ. Καουτζάνη, Ε. Κακομανώλη-Κλεόπα, Π. Κυριακίδου, Ε. Σιέλις-Νικολαΐδου, Γ. Παπαϊωάννου και Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού, ως των πλέον κατάλληλων για διορισμό. Προσδόθηκε συναφώς “περιορισμένη βαρύτητα στις κρίσεις του Γενικού Εισαγγελέα αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις που διεξήγαγε η ΕΔΥ με την προηγούμενη σύνθεσή της, στην αρχική διαδικασία”.
Με την προσφυγή της Χρ. Συμεωνίδου (911/93) προσβάλλεται [*154]ο διορισμός όλων των επιλεγέντων με την εξαίρεση των Ε. Σιέλις-Νικολαΐδου και Γ. Κυριακίδου. Με την προσφυγή της Λ. Χριστοδουλίδου (951/93) προσβάλλονται όλοι οι διορισμοί με την εξαίρεση της Ε. Σιέλις-Νικολαΐδου. Οι προσφυγές αναλήφθηκαν από την Ολομέλεια και συνεκδικάστηκαν.
Στις εκτεταμένες αγορεύσεις που καταχωρίστηκαν προβλήθηκε σειρά ισχυρισμών. Σε ορισμένους έχουμε ήδη αναφερθεί. Άλλοι, όπως ο ισχυρισμός της αιτήτριας Χρ. Συμεωνίδου, πως χρησιμοποιήθηκαν άνισα μέτρα κρίσης και της αιτήτριας Λ. Χριστοδουλίδη πως η Ε. Κακομανώλη-Κλεόπα δεν μπορούσε να είναι υποψήφια, είναι εκδήλως αβάσιμοι. Ο πρώτος παρέμεινε εντελώς γενικός και αόριστος. Ο δεύτερος παραγνωρίζει τη φύση της ακυρωτικής απόφασης. Η ακυρωτική απόφαση εξαφανίζει την πράξη ex tunc και erga omnes και είναι θεμελιωμένο πως η επανεξέταση μετά απο ακυρωτική απόφαση διενεργείται πάνω στη βάση του νομικού και πραγματικού καθεστώτος, όπως αυτό ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η υπόθεση Papaleontiou and Another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1929 που επικαλέστηκε, αναφέρεται σε διαφορετικό ζήτημα και η αρχή που υιοθέτησε δεν εγείρεται προς εξέταση στην παρούσα υπόθεση. Εκεί θεωρήθηκε πως ήταν αργά για τον αιτητή να προσβάλει τις προαγωγές μετά από επανεξέταση, αφού είχε αποκλειστεί ως μη προσοντούχος κατά την αρχική διαδικασία και δεν άσκησε τότε προσφυγή. Όπως εξηγήθηκε, στην ουσία, η μεταγενέστερη προσφυγή του, έθετε υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της πραγματικής και νομικής κατάστασης που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, πάνω στη βάση των οποίων έγιναν, όπως ήταν επιβεβλημένο, οι προαγωγές στο τέλος. Μέρος αυτής της κατάστασης ήταν και η διαπίστωση πως δεν κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα. Η Ε. Κακομανώλη-Κλεόπα ουδέποτε απεκλείσθη και αναπόφευκτα, όπως εισηγούνται η ίδια και οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάστηκε η υποψηφιότητά της στη βάση του ισχύοντος κατά τον ουσιώδη χρόνο πραγματικού και νομικού καθεστώτος.
Από το σύνολο απομένουν για εξέταση τα πιο κάτω, ως προταθέντες λόγοι ακυρότητας:
1. Ήταν το αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή και το νόμο ή πλημμελούς έρευνας και πάντως δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή η κρίση, πως
(α) η Λ. Καουτζάνη κατείχε το προσόν της μονοετούς άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος,
[*155](β) τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, με την εξαίρεση της Ε. Κακομανώλη - Κλεόπα, κατείχαν το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, και
(γ) Η Λ. Καουτζάνη και Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού κατείχαν το πλεονέκτημα της πείρας.
2. Οι εντυπώσεις του Γενικού Εισαγγελέα για την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις ενώπιον της ΕΔΥ με την προηγούμενη σύνθεσή της, συνιστούσε εξωγενές στοιχείο που παρανόμως επέδρασε κατά τη λήψη της τελικής απόφασης.
3. Η ΕΔΥ δεν αιτιολόγησε, όπως όφειλε, την επιλογή υποψηφίων που δεν κατείχαν το πλεονέκτημα.
4. Η απόφαση της ΕΔΥ είναι αναιτιολόγητη ή η αιτιολογία πάσχει και, πάντως, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Το προσόν της μονοετούς άσκησης του δικηγορικού
επαγγέλματος ως προς τη Λ. Καουτζάνη, με αναφορά στη
σχέση της με την ιδιωτική εταιρεία Louis Tourist Agency Ltd.
To σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί μονοετή τουλάχιστον άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Σύμφωνα με τη Σημείωση 1, “άσκηση από δικηγόρο, (με την έννοια του περι Δικηγόρων Νόμου, όπως διευκρινίζει η Σημείωση 2) εργασίας νομικής φύσεως, πιστοποιημένη από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στο Γραφείο του ή σε οποιοδήποτε Υπουργείο, Ανεξάρτητο Γραφείο, Τμήμα ή Υπηρεσία θα θεωρείται, για τους σκοπούς του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας, σαν άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.”
Τα ουσιώδη γεγονότα συνοψίστηκαν από την Ολομέλεια στην υπόθεση Χ”Γιάννη και Άλλων ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Η Λ. Καουτζάνη ενεγράφη ως δικηγόρος στις 18 Νοεμβρίου, 1988. Από τις 21 Νοεμβρίου, 1988 - 14 Ιουνίου, 1989 εργάστηκε ως εσωτερική νομική σύμβουλος, υπάλληλος της εταιρείας Louis Tourist Agency Ltd και από τις 15 Ιουνίου, 1989 διορίστηκε ως Τελωνειακός Λειτουργός Τρίτης Τάξης. Τέθηκε από συνυποψήφιούς της θέμα ως προς την κατοχή του προσόντος και σε επιστολή της ημερομηνίας 7 Ιουλίου, 1990 επισύναψε νέα βεβαίωση της πιο πάνω εταιρείας, ημερομηνίας 6.7.90, σύμφωνα με την οποία είχαν συμφωνήσει να έχει κατά τη διάρκεια της εργοδότησής της “το δικαίωμα να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου και να αναλαμβάνει δικές της υπόθεσεις νομικής φύσεως”. Η Ολομέλεια δεν ασχολήθηκε με την ουσία [*156]του θέματος αφού έκρινε πως, ενόψει των αντικρουόμενων στοιχείων που παρουσιάστηκαν, όφειλε η ΕΔΥ να είχε προβεί σε περαιτέρω έρευνα για διακρίβωση της πραγματικής κατάστασης.
Ενώπιον της διοίκησης βρίσκονταν:
(α) Όσα στοιχεία είχαν προσκομιστεί στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας. Μεταξύ τους και η επιστολή της Λ. Καουτζάνη ημερομηνίας 7.7.90 στην οποία περιλήφθηκε και ο ισχυρισμός ότι θα έπρεπε να μετρήσει ως άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και ο χρόνος άσκησης του στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία που προσδιόρισε. Επίσης, αλληλογραφία σε σχέση με την ίδρυση και λειτουργία μιας εταιρείας, ως αποδεικτικό της πράγματι άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος κατά τον ουσιώδη χρόνο.
(β) Επιστολή της Λ. Καουτζάνη ημερομηνίας 11 Ιουνίου, 1991 στην οποία επισυνάφθηκαν:
(ι) βεβαίωση της εταιρείας Louis Tourist Agency Ltd “προς πάντα ενδιαφερόμενο” στην οποία εξηγείται γιατί δεν αναφέρθηκαν εξ αρχής “στις εσωτερικές διευθετήσεις” που είχαν γίνει “στο θέμα των όρων απασχολήσεώς της”.
(ιι) φορολογικές δηλώσεις που όπως αναφέρεται υποβλήθηκαν σε ανύποπτο χρόνο, στις οποίες γίνεται αναφορά σε άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και στο εισόδημα που αποκτήθηκε. Για το 1988 £20 και για το 1989 £50. Συναφώς επισυνάφθηκαν και φωτοαντίγραφα αποδείξεων είσπραξης.
(γ) Επιστολή της Λ. Καουτζάνη ημερομηνίας 5.7.93 στην οποία:
(ι) γίνεται εκ νέου αναφορά στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα,
(ιι) επισυνάπτεται βεβαίωσή της, ημερομηνίας 18 Νοεμβρίου, 1988, πως έχει ως κύριο επάγγελμα την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και ότι προσφέρεται ως έτοιμη να το ασκήσει, την οποία κατέθεσε στο Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με τον περί Δικηγόρων Νόμο, και
(ιιι) Υποστηρίζεται πως, ενόψει των στοιχείων, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι κατείχε το προσόν και προστίθεται, με ανα[*157]φορά στην προηγούμενη απόφαση της ΕΔΥ, πως “δεν έχει σημασία ο αριθμός των υποθέσεων και η ποσότητα της εργασίας μου ως δικηγόρου κατά το μικρό αυτό χρονικό διάστημα αλλά το γεγονός ότι προσφερόμουν και όντως ασκούσα το δικηγορικό επάγγελμα πέραν από την εργασία μου στην πιο πάνω εταιρεία.”
H Συμβουλευτική Επιτροπή, με την έκθεσή της ημερομηνίας 15.7.93, απλώς αποφάνθηκε πως, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, τα οποία ανάγονται στην ουσιώδη ημερομηνία, “η υποψήφια Λεμονιά Καουτζάνη κατείχε το προσόν”. Ομοίως και η ΕΔΥ. Σημείωσε πως, αφού έλαβε υπόψη το σύνολο των στοιχείων μεταξύ των οποίων και οι ακυρωτικές αποφάσεις και οι εκθέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αριθμός υποψηφίων “ικανοποιούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο όλες τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας”. Μεταξύ τους ήταν και η Λ. Καουτζάνη και με την πιο πάνω διατύπωση καλύφθηκε και το θέμα που εξετάζουμε τώρα.
Οι αιτήτριες εγείρουν πληθώρα θεμάτων. Λέγουν πως στην ουσία παραγνωρίστηκε η πρώτη ακυρωτική απόφαση αφού δε διεξάχθηκε οποιαδήποτε έρευνα για την εξακρίβωση της πραγματικής κατάστασης. Πώς η υπηρεσία της Λ. Καουτζάνη στην ιδιωτική εταιρεία δεν ήταν άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Πώς αφού ήταν υπάλληλος σε ιδιωτική εταιρεία, που ήταν και η μόνη ιδιότητα που πρόβαλε με την αίτηση της για διορισμό ως προς το χρόνο εκείνο, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ασκούσε ως κύριο το επάγγελμα του δικηγόρου και πως, εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να είχαν διερευνηθεί οι πραγματικές συνθήκες της απασχόλησης της, σε συνάρτηση προς την απαίτηση να ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου ως κύριο. Αφού, όπως προσθέτουν, και να είχε, λόγω της όποιας εσωτερικής διευθέτησης, δικαίωμα να αναλαμβάνει υποθέσεις αλλά και να το άσκησε, δεν αρκούσε. Η έρευνα, εισηγούνται θα έπρεπε να εμπλέξει ακόμα και το δικηγορικό σύλλογο. Αμφισβητούν την αλήθεια του ισχυρισμού περί τις εσωτερικές διευθετήσεις, αποδίδουν σκοπιμότητα στη συμπλήρωση και υποβολή των φορολογικών δηλώσεων, κατά τον χρόνο που έγιναν και αναφέρονται σε εγγραφή της Λ. Καουτζάνη στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως ιδιωτικής υπαλλήλου.
Οι καθ’ ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αναφέρθηκαν στις αρχές σε σχέση με την ερμηνεία και την εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας. Κατά την άποψή τους, ενόψει των στοιχείων, η κρίση της διοίκησης ήταν εύλογα επιτρεπτή. Στην αγόρευση για την Λ. Καουτζάνη προτείνεται επιπλέον, πως πράγματι προσφε[*158]ρόταν και άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα με τον τρόπο που εξήγησε και πως προέκυπτε από τα στοιχεία ότι η εργοδότησή της στην ιδιωτική εταιρεία ήταν προσωρινή και δοκιμαστική, όπως δήλωσε η ίδια στις επιστολές της αλλά και “παρεπόμενη απασχόληση”, όπως πρόσθεσε. Για να προστεθεί πως η εγγραφή της στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως ιδιωτικής υπαλλήλου και όχι ως αυτοεργοδοτούμενης, δεν της στερούσε, όπως συμβαίνει και με σωρεία άλλων δικηγόρων, “τη δυνατότητα ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος”. Προτείνεται, τελικά, ως αυτοτελές στήριγμα του εύλογου της κρίσης της ΕΔΥ, η άποψη πως υπάρχει αμάχητο τεκμήριο ότι ασκούσε το δικηγορικό επάγγελμα. Όπως αναφέρεται στην αγόρευσή της, “αφ’ ης στιγμής το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο κατέθεσε στον Αρχιπρωτοκολλητή την πιο πάνω ενυπόγραφη βεβαίωση, ο νόμος περι Δικηγόρων δημιουργεί τεκμήριο άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Και οι μόνοι που νομιμοποιούνται να αμφισβητήσουν ή να ανατρέψουν το εν λόγω τεκμήριο είναι το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και οι Επιτροπές των Τοπικών Δικηγορικών Συλλόγων”, σύμφωνα με το Άρθρο 6Α(4) του περί Δικηγόρων Νόμου. Για να υποστηρικτεί πλέον πως δεν είχε καν η Λ. Καουτζάνη “το βάρος απόδειξης ότι πραγματικά υπήρξε τέτοια συμφωνία μεταξύ του Ενδιαφερομένου Μέρους και της εταιρείας αυτής”.
Όπως είναι νομολογημένο, “οι λέξεις και φράσεις στο σχέδιο υπηρεσίας θεωρούνται ότι έχουν το νόημα που αποδίδει σ’ αυτές ο Νόμος, εκτός εάν από το κείμενο του σχεδίου υπηρεσίας προκύπτει διαφορετική σημασία”. (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη και Άλλων Α.Ε. 868 και 869 - 13.12.90.) Η έννοια του όρου “δικηγόρος ο οποίος ασκεί το επάγγελμα” παρέχεται από τις ερμηνευτικές διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, όπως ενοποιήθηκε. Σημαίνει “δικηγόρο ο οποίος αποκτά το δικαίωμα άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του Άρθρου 11 και ο οποίος έχοντας ως κύριο επάγγελμα την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, προσφέρεται ως έτοιμος να το ασκήσει και περιλαμβάνει Νομικό Λειτουργό ο οποίος είναι δικηγόρος”.
Δεν αρκεί να προσφέρεται κάποιος να ασκήσει το επάγγελμα, ούτε και να έχει πράγματι διεκπεραιώσει εργασία που κατά το νόμο ταξινομείται ως άσκηση δικηγορίας. Πρέπει ταυτόχρονα να έχει, κατά τον κρίσιμο χρόνο, “ως κύριο επάγγελμα την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος”.
Το Άρθρο 6Α του Νόμου δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως δημιουρ[*159]γούν το τεκμήριο που εισηγήθηκε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η κατά το 6Α(3) ενυπόγραφη βεβαίωση του δικηγόρου πως έχει “ως κύριο επάγγελμα την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και πως προσφέρεται ως έτοιμος να ασκήσει αυτό,” κατατίθεται προς έκδοση της ετήσιας άδειας η οποία, με βάση το Άρθρο 11(1)(β), συνιστά προϋπόθεση για την κτήση δικαιώματος προς άσκηση της δικηγορίας. Ενώ ο ορισμός του “δικηγόρου ο οποίος ασκεί το επάγγελμα”, όπως είδαμε, απαιτεί σωρευτικά απόκτηση του δικαιώματος άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου 1 του άρθρου 11 και να έχει ως κύριο επάγγελμα την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Και βέβαια, να προσφέρεται ως έτοιμος να το ασκήσει. Η νομιμοποίηση του Συμβουλίου του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου και των Επιτροπών των Τοπικών Δικηγορικών Συλλόγων, σύμφωνα με το Άρθρο 6Α(4) του Νόμου, αφορά στο θέμα που ρυθμίζεται. Στη διαγραφή δηλαδή, από το μητρώο των δικηγόρων που ασκούν το επάγγελμα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εγγραφή σ’ αυτό έγινε, εννοείται κατά το χρόνο της πραγματοποίησής της, “με ψευδείς παραστάσεις, χωρίς να συντρέχουν οι πραγματικές και νομικές προϋποθέσεις”. Η μη ενεργοποίηση των Συλλόγων προς την πιο πάνω κατεύθυνση, δε σημαίνει, στο πλαίσιο του συνόλου της ρύθμισης, εκ του Νόμου γενική και εκ προοιμίου αναγνώριση διαχρονικής συνδρομής των ρητών προϋποθέσεων που θέτουν οι ερμηνευτικές διατάξεις. Όταν μάλιστα, η ενυπόγραφη βεβαίωση του Άρθρου 6Α(3), όπως αναφέρεται σ’ αυτό, αποστέλλεται μόνο στο Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.
Ήταν καθήκον της διοίκησης γενικά αλλά και ενόψει της πρώτης ακυρωτικής απόφασης, να ερευνήσει περαιτέρω για να εξακριβωθεί η πραγματική κατάσταση. Πραγματική κατάσταση την οποία, ενόψει και των αμφισβητήσεων που εκδηλώθηκαν αλλά και της ακυρωτικής απόφασης, όφειλε να προσδιορίσει για να είναι γνωστή και δικαστικά ελέγξιμη η όποια κρίση της.
Δεν εκπληρώθηκε αυτό το καθήκον. Δε γνωρίζουμε τι διαπιστώθηκε ως “πραγματική κατάσταση” για τους σκοπούς του σχεδίου υπηρεσίας. Άρκεσε η ενδεχόμενη αποδοχή πως πράγματι υπήρχαν οι εσωτερικές διευθετήσεις; Μέτρησε η εξήγηση πως η εργοδότηση ήταν προσωρινή και δοκιμαστική; Θεωρείται πως το δικαίωμα εκτέλεσης εργασιών κατ΄ιδίαν και η κατ’ ισχυρισμόν εκτέλεσή τους ικανοποιούσε από μόνη της το σχέδιο υπηρεσίας; Θεωρήθηκε πως ήταν “παρεπόμενη” η εργοδότηση στην ιδιωτική εταιρεία και εάν ναι πάνω στη βάση ποιων πραγματικών διαπιστώσεων; Προσδόθηκε σημασία στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλ[*160]ματος στην Ελλάδα; Υπήρχε η αντίληψη περί την ύπαρξη “αμάχητου τεκμηρίου”;
Η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στην οποία στηρίχτηκε η ΕΔΥ, απαγοητευτικά γενική και αόριστη όπως ήταν, αφήνει αναπάντητα κρίσιμα ερωτήματα. Για να απευθύνονται τώρα τα μέρη στο Δικαστήριο, ουσιαστικά προσκαλώντας το να καταλήξει εκείνο σε εκτιμήσεις, συλλογισμούς και αποτιμήσεις, ακόμα και διαζευκτικές, ως εάν να ήταν δυνατό να ασκήσουμε εμείς διοίκηση και να πληρώσουμε με πρωτογενείς κρίσεις τα κενά που αφέθηκαν. Η απόφαση για το διορισμό της Λ. Καουτζάνη είναι άκυρη για τους πιο πάνω λόγους. Εναπόκειται στη διοίκηση, στο πλαίσιο της επανεξέτασης, να ερευνήσει και να διαπιστώσει την ουσιώδη πραγματική κατάσταση για τους σκοπούς του σχεδίου υπηρεσίας, που είναι πρωτογενές της καθήκον να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει στα συγκεκριμένα δεδομένα.
Το προσόν της μονοετούς άσκησης του δικηγορικού
επαγγέλματος ως προς τη Λ. Καουτζάνη με αναφορά στην υπηρεσία της ως Τελωνειακού Λειτουργού Τρίτης Τάξης.
Η περίοδος της εργασίας της Λ. Καουτζάνη στην ιδωτική εταιρεία δε θα αρκούσε, ούτως ή άλλως, αφού δεν ήταν διάρκειας ενός έτους. Όπως σημειώσαμε, η Λ. Καουτζάνη προσλήφθηκε στις 15 Ιουνίου, 1989 ως Τελωνειακός Λειτουργός Τρίτης Τάξης και θεωρούμε ορθό να αποσαφηνιστεί, αν έκτοτε ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου με την έννοια της Σημείωσης 1 του Σχεδίου Υπηρεσίας, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί. Δε θα μας απασχολήσει όμως το ζήτημα αναφορικά με το πλεονέκτημα της πείρας που αναγνωρίστηκε στη Λ. Καουτζάνη γιατί, ενόψει των πιο πάνω, η κρίση του θα γινόταν πάνω σε υποθετική βάση.
Τα στοιχεία σ’αυτή την περίπτωση ήταν εξ αρχής εντελώς συγκεκριμένα και η πραγματική κατάσταση αποκρυσταλλωμένη. Η διαπίστωση δε της ανάγκης για περαιτέρω έρευνα στην πρώτη ακυρωτική απόφαση δεν αφορούσε σ’ αυτή την πτυχή. Ενώπιον της διοίκησης βρίσκονταν:
(α) το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Τελωνειακού Λειτουργού Τρίτης Τάξης. Αναφέρονται σ’ αυτό ως καθήκοντα της θέσης, μεταξύ άλλων, η εφαρμογή της νομοθεσίας για την οποία το Τμήμα Τελωνείων είναι υπεύθυνο και η άσκηση αρμοδιοτήτων που παρέχονται σ’ αυτό, η πρόληψη και καταστολή λαθρεμπορίου και άλλων παραβάσεων της τελωνειακής νομοθεσίας [*161]όπως και διεξαγωγή έρευνας για εξακρίβωση παραβάσεων της τελωνειακής νομοθεσίας.
(β) Πιστοποίηση του Διευθυντή Τελωνείων, ημερομηνίας 22.1.90 και όμοια ημερομηνίας 14.7.90, αναφορικά με τα κύρια καθήκοντα που ανατέθηκαν στη Λ. Καουτζάνη. Περιλαμβάνονται σ’ αυτά ετοιμασία εκθέσεων γεγονότων σε σχέση με προσφυγές και αγωγές, σε εκκρεμούσες οφειλές ή κατασχέσεις για λήψη αστικών μέτρων προς είσπραξη ή δήμευση, ετοιμασία προσχεδίων και τροποποιήσεων νομοσχεδίων που αφορούσαν στο Τμήμα, αλληλογραφία στην οποία τίθενται θέματα εφαρμογής ή ερμηνείας νόμων, συνεργασία με το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα για επίλυση θεμάτων που εγείρονται στα διάφορα στάδια διεκπεραίωσης των υποθέσεων του Τμήματος και εμφανίσεις ενώπιον Δικαστηρίου για την παρουσίαση ποινικών υποθέσεων του Τμήματος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Δημοσίων Κατήγορων Νόμου του 1989 (Ν. 8/89).
(γ) Πιστοποιητικό του Γενικού Εισαγγελέα με αναφορά στη Σημείωση 1 του Σχεδίου Υπηρεσίας, ότι “εκτελεί από τις 15 Ιουνίου, 1989 μέχρι σήμερα εργασία νομικής φύσεως στο Τμήμα Τελωνείων.”
Αναπτύχθηκε η εισήγηση πως με γνώμονα το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Τελωνειακού Λειτουργού Τρίτης Τάξης, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή η πιστοποίηση του Γενικού Εισαγγελέα και η τελική κρίση και πως, και αν ήταν, “δια να θεωρείται ότι πληρούται ο όρος της Σημείωσης 1 θα έπρεπε το ενδιαφερόμενο μέρος να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με εργασία νομικής φύσεως”. Δε συμφωνούμε ότι προκύπτει τέτοια απαίτηση από το σχέδιο υπηρεσίας και κρίνουμε ότι στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, η θεώρηση πως ασκήθηκαν από τη Λ. Καουτζάνη, ως δικηγόρου με την έννοια της σημείωσης 2, καθήκοντα εμπίπτοντα στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Τελωνειακού Λειτουργού Τρίτης Τάξης, νομικής φύσης, όπως πιστοποίησε ο Γενικός Εισαγγελέας, ήταν εύλογα επιτρεπτή. Σ’ αυτή την περίπτωση είναι εξακριβώσιμο από το φάκελο ότι συνυπολογίστηκε και εξάγεται ποια ήταν η βάση της κρίσης.
Το πλεονέκτημα της πείρας που αναγνωρίστηκε στην
Ε. Ρωσσίδου Παπακυριακού.
Το θέμα προέκυψε μετά την πρώτη ακυρωτική απόφαση με επιστολή της Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού προς την ΕΔΥ, ημερομηνίας 22.5.91. Ενόψει δε του λόγου ακυρότητας που οδήγησε στη [*162]δεύτερη ακυρωτική απόφαση, του θέματος επελήφθη η Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε. Έκρινε πως η ενδιαφερόμενη κατείχε το πλεονέκτημα λόγω της υπηρεσίας (από το 1983) στη θέση Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, στην Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και η ΕΔΥ ενήργησε πάνω σ’ αυτή τη βάση.
Το σχέδιο υπηρεσίας προνοεί, πως πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε, είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία, θα αποτελεί πλεονέκτημα.
Βρίσκονταν στο φάκελλο:
(α) Επιβεβαίωση από το Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού αναφορικά με τα καθήκοντα που εκτελούσε η ενδιαφερόμενη, στη θέση που κατείχε. Περιλαμβάνονται σ’ αυτά θέματα πειθαρχικών διώξεων και συναφώς εμφανίσεις σε ακροαματικές και συνοπτικές πειθαρχικές διαδικασίες, θέματα σχεδίων Υπηρεσίας ή σύνταξη Κανονισμών και θέματα που προέκυπταν κατά την εφαρμογή των διαφόρων νόμων περί διορισμού εκτάκτων υπαλλήλων σε οργανικές θέσεις.
(β) Γραπτή δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα, υπό την ιδιότητά του ως νομικού συμβούλου της ΕΔΥ, σύμφωνα με την οποία, πολλά από τα καθήκοντα που εκτελούσε η ενδιαφερόμενη, όπως ο χειρισμός των πειθαρχικών υποθέσεων και η σύνταξη και εφαρμογή νομοθεσίας, φαίνεται να είναι της ίδιας φύσης με καθήκοντα δικηγόρου της Δημοκρατίας.
Οι αιτήτριες υποστηρίζουν πως πάνω στη βάση του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης που κατείχε η ενδιαφερόμενη και, ούτως ή άλλως, των καθηκόντων που σύμφωνα με τα πιο πάνω εκτελούσε, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή η τελική κατάληξη. Κατά την εισήγησή τους θα έπρεπε τουλάχιστον να διεξαχθεί περαιτέρω έρευνα και η τελική κρίση πάσχει περί τα πράγματα και το νόμο.
Κρίνουμε πως δεν παρέχονται περιθώρια παρέμβασης προς ανατροπή της διοικητικής κρίσης στην οποία, όπως είναι πάγια νομολογημένο, ανήκει η αρμοδιότητα και ευθύνη ερμηνείας και εφαρμογής του σχεδίου υπηρεσίας. Από το σύνολο των στοιχείων, δεν είμαστε έτοιμοι να δεκτούμε πως εκδηλώθηκε υπέρβαση των ακραίων ορίων και πως η απόφαση που λήφθηκε δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής
[*163]γνώσης της αγγλικής γλώσσας.
Η ΕΔΥ, στην αρχική διαδικασία, ικανοποιήθηκε πως τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κατείχαν το προσόν, με αναφορά σε προφορική συνέντευξη που διεξάχθηκε. Αυτή η μέθοδος έρευνας κρίθηκε με την πρώτη ακυρωτική απόφαση ελλιπής γιατί έδειχνε μόνο κατοχή του προφορικού λόγου και όχι και του γραπτού. Το ερώτημα τώρα επικεντρώνεται στο κατά πόσο τεκμαίρεται η απαιτούμενη γνώση από τα ενδεικτικά που παρουσίασαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Τα στοιχεία έχουν ως ακολούθως:
Λ. Καουτζάνη: (α) Lower Certificate in English (1973) μετά από επιτυχία σε γραπτές εξετάσεις στα αγγλικά του Ιnternational College (London).
(b) Eπιτυχία σε εξετάσεις στην αγγλική γλώσσα Τ.Ο.Ε.F.L.), το 1988. Εξασφαλίστηκαν 577 μονάδες και κατετέθη πιστοποιητικό, ημερομηνίας 30.5.91, σύμφωνα με το οποίο γενικά η βαθμολογία 600 θεωρείται “εξαίρετη” και πως είναι ένα από τα προαπαιτούμενα για εγγραφή στα πανεπιστήμια ή κολλέγια της Αμερικής. Η πλειοψηφία των οποίων θεωρεί αρκετές τις 550 μονάδες.
(γ) Συμπλήρωση διαλέξεων “in Anglo-Cypriot Legal Studies 1988/1989, της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Leicester.
Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού: Πιστοποιητικά επιτυχίας σε εξετάσεις στην Αγγλική γλώσσα:
(α) Pitman Examinations Institute (English for Overseas Candidates) Intermediate 1973 και
(β) G.C.E, English Language, Ordinary Level, (Grade C), 1988.
Γιώργος Παπαϊωάννου: Πιστοποιητικά επιτυχίας στις εξετάσεις:
(α) First Certificate in English, University of Cambridge (1980).
(β) “British Council English Language Testing Service Test” το οποίο, σύμφωνα με έντυπο “Guide for Overseas Students” του University College του Λονδίνου 1989/90, παρέχει τη δυνατότητα εγγραφής για μεταπτυχιακές σπουδές σε πανεπιστήμια του Λονδίνου.
Π. Κυριακίδου: (α) Βεβαίωση του δικηγορικού Γραφείου Χρυσα[*164]φίνη και Πολυβίου.
(β) Πιστοποιητικό του Ινστιτούτου Ξένων Γλωσσών G ( Η English Institutes, σύμφωνα με το οποίο μετά από τριετή μερική (part -time) παρακολούθηση προγράμματος που οδηγούσε σε “GCE O ‘Level in English”, έφθασε σε πολύ ψηλό επίπεδο γνώσης.
Μ. Ευαγγέλου: (α) Πιστοποιητικό επιτυχίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλλονίκης, ημερομηνίας 28.5.91, για επιτυχία στο τρίτο έτος στο υποχρεωτικό μάθημα της αγγλικής γλώσσας.
(β) Πιστοποιητικό από το Ινστιτούτο “Αntoniades Εducational Institute”, ημερομηνίας 8.6.91, σύμφωνα με το οποίο φοίτησε σ΄αυτό μεταξύ των ετών 1987 και 1990 και κατέχει πολύ καλά τον προφορικό και γραπτό λόγο της αγγλικής γλώσσας.
(γ) Βεβαίωση του δικηγόρου κ. Α. Θεοφίλου.
Στα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής και μετά της ΕΔΥ πάνω στο θέμα, έχουμε αναφερθεί. Εξαντλούνται με την καταγραφή της κρίσης πως, μεταξύ άλλων, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κατέχουν τα προσόντα της θέσης, χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση. Αν προσμέτρησαν και τα πιστοποιητικά των δικηγόρων που κατέθεσαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Π. Κυριακίδου και Μ. Ευαγγέλου, πρέπει να καταστεί σαφές πως αυτό ήταν ανεπίτρεπτο. Δεν συνιστούν στοιχεία αφ΄εαυτών ενδεικτικά γνώσης. Δεν προέρχονται από πηγή στην οποία θα ήταν εύλογα επιτρεπτό να αναγνωριστεί δυνατότητα τέτοιας πιστοποίησης και η αποδοχή τους θα απέληγε ουσιαστικά σε εξάρτηση της κρίσης του αρμόδιου οργάνου από την αντίληψη άλλων, ανάλογα με το τί εκείνοι θεωρούσαν, με γνώμονα τις δικές τους γνώσεις ή αξιώσεις, ως επαρκές. Επίσης, ούτε η απλή παρακολούθηση διαλέξεων, την οποία μαζί με τα άλλα, επικαλέστηκε η Λ. Καουτζάνη παρέχει αφ’ εαυτής εχέγγυα γνώσης.
Ως προς τα υπόλοιπα, δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αναζήτηση και ο προσδιορισμός της σημασίας της κατοχής τους. Αυτό έπρεπε να ερευνηθεί διοικητικά και τέτοια έρευνα δε διεξάχθηκε. Στοιχεία ως προς το τι σημαίνει η περιγραφή του πρώτου πιστοποιητικού της Λ. Καουτζάνη ως “lower”, δεν αναζητήθηκαν και δεν υπάρχουν. Ούτε και καταφαίνεται επισήμανση ή έρευνα και πολύ λιγότερο, προβληματισμός από το γεγονός ότι στο πιστοποιητικό T.O.E.F.L της ίδιας, αναγράφεται πως δε διεξάχθηκε γραπτή δοκιμασία (writing test not administered). Ισχύουν [*165]τα ίδια και ως προς το Ιntermediate της Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού αλλά και ως προς το ίδιο το GCE Ordinary Level (Grade C) που κατείχε. Αλλά και για το First Certificate του Γ. Παπαϊωάννου και το πιστοποιητικό επιτυχίας στις εξετάσεις του British Council “English Language Testing Service Test”. Eπίσης για το επίπεδο γνώσης που συνεπάγεται η επιτυχία του Μ. Ευαγγέλου στο μάθημα της αγγλικής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Πολύ περισσότερο ισχύουν αναφορικά με τα ιδιωτικά φροντιστήρια στα οποία φοίτησαν οι Π. Κυριακίδου και Μ. Ευαγγέλου, αφού δεν ερευνήθηκε η υπόσταση και το επίπεδό τους, ώστε να ήταν δυνατή η εκτίμηση ως προς το αξιόπιστο των αποτελεσμάτων που βεβαιώνουν. Τελικά εγείρεται από τις αιτήτριες και είναι ορθό να επισημανθεί, πως δε φαίνεται να απασχόλησε το γεγονός ότι ο Μ. Ευαγγέλου, στην αίτησή του για διορισμό, δήλωσε πως έχει καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.
Διαπιστώνουμε πλημμελή έρευνα και κρίνουμε την προσβαλλόμενη απόφαση για το διορισμό των ενδιαφερομένων προσώπων, με την εξαίρεση της Ε. Κλεόπα Κακομανώλη, άκυρη γι’ αυτό το λόγο. Σημειώνουμε πως η δήλωση των καθ’ ων η αίτηση στη γραπτή τους αγόρευση πως η Συμβουλευτική “ζήτησε από τους υποψηφίους, για τους οποίους δεν υπήρχαν ήδη ενώπιόν της ενδεικτικά αναγόμενα στη γνώση της Αγγλικής γλώσσας κατά τον σχετικό με τους διορισμούς ουσιώδη χρόνο, να τα παρουσιάσουν”, δεν προωθεί τη θέση που αναπτύχθηκε ως προς την χωρίς άλλη έρευνα, επάρκεια των πιο πάνω, αφού τα πλείστα υπήρχαν από πριν στο φάκελο.
Οι εντυπώσεις του Γενικού Εισαγγελέα αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατα τις προφορικές
συνεντεύξεις ενώπιον της ΕΔΥ.
Στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας διεξάχθηκαν προφορικές συνεντεύξεις και ορθά συμφωνούν όλοι, πως οι εντυπώσεις που σχημάτισε τότε η ΕΔΥ δεν ήταν πλέον επιτρεπτό να ληφθούν υπόψη, αφού άλλαξε στο μεταξύ η σύνθεσή της.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, ενόψει αυτής της κατάστασης, με την επιστολή του ημερομηνίας 20.7.93 συμβούλευσε την ΕΔΥ, πως μπορούσαν να ληφθούν υπόψη οι κρίσεις που διατύπωσε ο ίδιος, όπως είχαν καταγραφεί έκτοτε στα πρακτικά. Είχαν υποβληθεί στους υποψηφίους “ερωτήσεις σε γενικά θέματα και κυρίως σε θέματα που αφορούσαν στα καθήκοντα της θέσης” και ο ίδιος, ως Γενικός Εισαγγελέας και Προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας, [*166]ήταν ο κατ’ εξοχήν ειδικός. Όπως ανέφερε στην επιστολή του, η απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου και Άλλοι (1993) 3 Α.Α.Δ. 325 ως προς τη δυνατότητα θεώρησης της συνέντευξης ως εξέτασης και η υπόθεση Ανδρέα Σκορδή και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας 804/89 και άλλη - 17.4.92 παρείχαν έρεισμα στη γνώμη του. Ακολούθησε διευκρίνιση με την επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα ημερομηνίας 27.7.93. Όπως ανέφερε, δεν έπρεπε να γενικευθεί η εφαρμογή της γνώμης που εξέφρασε σε όλες τις άλλες περιπτώσεις επανεξέτασης κενών θέσεων. Όσα συμβούλευσε αφορούσαν “μόνο την ειδική αυτή περίπτωση λόγω της φύσεως του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας”. Το ζήτημα είχε και περαιτέρω εξέλιξη. Σύμφωνα με σημείωμα του Προέδρου της Ε.Δ.Υ., ο Γενικός Εισαγγελέας του ανέφερε και πληροφόρησε συναφώς την ΕΔΥ, πως “μελέτησε περαιτέρω το θέμα και κατέληξε στην άποψη ότι εναπόκειται στην Επιτροπή να κρίνει την βαρύτητα που θα αποδώσει στην αξιολόγηση αυτή”.
Η ΕΔΥ, όπως σημειώσαμε, αποφάσισε να προσδώσει στις κρίσεις του Γενικού Εισαγγελέα “περιορισμένη βαρύτητα”. Διαφωνούντος ενός εκ των μελών της, ο οποίος επισήμανε πως αυτές ήταν απλώς υποβοηθητικές για τα μέλη της Επιτροπής που παρευρίσκονταν στη συνέντευξη. Είναι η θέση των αιτητριών πως ήταν εξωγενές στοιχείο κρίσης και πως ο συνυπολογισμός τους συνιστά λόγο ακυρότητας. Οι καθ΄ων η αίτηση και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα επικαλέστηκαν την πιο πάνω νομολογία. Ειδικότερα την υπόθεση Ανδρέα Σκορδή και Άλλοι (ανωτέρω). Έγινε επίσης αναφορά στην Pourgourides and Αnother (No. 2) v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1443 που υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην Α. Γεωργίου και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 525, 16 Ιουνίου, 1989.
Οι κρίσεις του Γενικού Εισαγγελέα εκφράστηκαν στο πλαίσιο των συνεντεύξεων που διεξήγαγε η ΕΔΥ ενόψει των προνοιών του Άρθρου 35(6) του Ν. 33/67. Όχι για να αποτελέσουν αυτοτελές και αυτοδύναμο στοιχείο κρίσης αλλά, ανεξάρτητα από τη φύση των ερωτήσεων πoυ υποβλήθηκαν, για να υποβοηθηθεί η ΕΔΥ κατά τη διαμόρφωση της δικής της κρίσης. (Βλ. συναφώς Μ. Ιακωβίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας Α.Ε. 1635 ημερομηνίας 21.1.97.) Δε μας υπεδείχθη, ούτε και μπορούμε να δούμε κατά ποιο τρόπο οι πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας επέτρεπαν την εκ των υστέρων πρόσδοση σε αυτές σημασίας άλλης από εκείνη που πράγματι είχαν όταν διατυπώθηκαν. Οι δε υποθέσεις που αναφέρθηκαν διακρίνονται. Εκείνο που επικυρώθηκε στην Ανδρέας Σκορδής και Άλλοι ήταν η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας [*167]να λάβει υπόψη τις συστάσεις του οικείου τμήματος, όταν κατά τη διαμόρφωσή τους λήφθηκε υπόψη και η εκτίμηση εκπροσώπων του τμήματος, ως προς την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις. Και επισημάνθηκε ακριβώς πως αυτές οι εκτιμήσεις “δεν απομονώνονται, ούτε εξειδικεύονται, αλλά αποτελούν ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα των στοιχείων που οδήγησαν στη διαμόρφωση των συστάσεων του τμήματος”. Σε καμιά περίπτωση, δηλαδή, ανάχθηκαν σε αυτοτελές στοιχείο κρίσης για την ίδια την Ε.Ε.Υ.. Στις συστάσεις του τμήματος, αναφέρονται και οι άλλες δυο υποθέσεις και πάλιν με το ερώτημα της νομιμότητάς τους αφού διαμορφώθηκαν και ενόψει της εντύπωσης κατά τις συνεντεύξεις οι οποίες, και εκεί, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν νόμιμο στοιχείο κρίσης. Οι κρίσεις του Γενικού Εισαγγελέα, ως στοιχείο εξωγενές, έπρεπε να αγνοηθούν.
Μερικά από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υποστήριξαν πως το ζήτημα είναι επουσιώδες. Ταυτόχρονα όμως επικαλέστηκαν, όπως και άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, τις ευνοϊκότερες γι’ αυτά κρίσεις του Γενικού Εισαγγελέα προς υποστήριξη της θέσης τους, πως η επιλογή τους ήταν εύλογα επιτρεπτή. Το γεγονός είναι πως η ΕΔΥ πρόσδωσε σημασία στις κρίσεις. Ποια θα ήταν η τελική της απόφαση χωρίς αυτές, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Ιδιαίτερα ενόψει του τρόπου με τον οποίο αιτιολογήθηκε η τελική απόφαση, θέμα το οποίο θα μας απασχολήσει και ειδικά. Στοιχειοθετείται, επομένως, λόγος ακυρότητας όλων των προσβαλλόμενων διορισμών.
Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η ΕΔΥ σημείωσε στο πρακτικό της 4 Αυγούστου, 1993 σε τι θα προσέδιδε ιδιαίτερη βαρύτητα:
(α) Στο περιεχόμενο και στην έκταση της πείρας των υποψηφίων στο δικηγορικό επάγγελμα.
(β) Στην κατοχή μεταπτυχιακών προσόντων.
(γ Στην κατοχή πλεονεκτήματος που προβλέπεται στην υποπαράγραφο 4 της παραγράφου 3 του σχεδίου υπηρεσίας.
Όταν έφθασε η ώρα της καταγραφής της επιλογής, δεν εξειδικεύθηκε πώς και υπερ ποιου προσμέτρησαν τα πιο πάνω. Η ΕΔΥ σημείωσε πως επέλεξε τους πιο κατάλληλους ως υπερέχοντες γενικώς των άλλων “συνεκτιμώντας όλα τα στη διάθεσή της στοιχεία που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο”. Και στη συνέχεια, παρά τη [*168]δέσμευση πως θα προσέδιδε βαρύτητα στην κατοχή του πλεονεκτήματος από ορισμένες υποψήφιες που κατονόμασε, μεταξύ των οποίων και η αιτήτρια Λ. Χριστουδουλίδου, θεώρησε πως “το πλεονέκτημα δεν μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ αυτών”. Αυτό, όπως σημειώνεται στο πρακτικό, επειδή έκρινε τους επιλεγέντες ως καταλληλότερους “συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιόν της στοιχεία”, τα οποία ούτε αυτή τη φορά εξειδίκευσε.
Την ανεπάρκεια αυτής της αιτιολογίας την καταδεικνύουν ακόμα και τα ίδια τα συγκρουόμενα επιχειρήματα που η γενικότητα και η αοριστία της επέτρεψαν. Αιτήτριες που είχαν εγγραφεί ως δικηγόροι νωρίτερα από ορισμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, πρόβαλαν αυτό το γεγονός ως ένδειξη της μεγαλύτερης πείρας τους. Σ’ αυτό το επιχείρημα οι καθ’ων η αίτηση και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στα οποία αφορούσε, πρότειναν πως δεν ήταν η ημερομηνία εγγραφής που είχε σημασία αλλά η πράγματι, μέσα από την άσκηση του επαγγέλματος, απόκτηση συγκεκριμένης πείρας. Αυτόν όμως τον ισχυρισμό τον πρόβαλαν και οι νεότερες ως προς την εγγραφή τους αιτήτριες σε σχέση με άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπο. Το γεγονός είναι πως, τελικά, παρά τη ρητή αναφορά όχι μόνο στην έκταση αλλά και στο περιεχόμενο της πείρας, δε διεξάχθηκε οποιαδήποτε έρευνα για τέτοιο προσδιορισμό. Το μέλος της Επιτροπής που μειοψήφισε σημειώνει πως τα στοιχεία που υπήρχαν ή ήσαν ασαφή ή δεν αναφέρονταν σ’ αυτό το θέμα και δε γνωρίζουμε το σκεπτικό της ενδεχόμενης αναγνώρισης πάνω σε τέτοια βάση. Και διερωτάται επιπλέον η Λ. Χριστοδουλίδου που ενεγράφη πριν από τη Λ. Καουτζάνη, τι ήταν εκείνο που την απέκλεισε έναντί της, έστω και με την υπόθεση πως και εκείνη κατείχε πλεονέκτημα, όταν αυτό το πλεονέκτημα ήταν οι 2½ επιπλέον μήνες της υπηρεσίας της στο Τμήμα Τελωνείων, ενώ η ίδια είχε το μεταπτυχιακό Βarrister at Law. Για να απαντήσει η Λ. Καουτζάνη πως θα έπρεπε να συνυπολογιστεί η περίοδος κατά την οποία άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στην Ελλάδα, χωρίς όμως να μπορούμε να γνωρίζουμε αν η Ε.Δ.Υ. πράγματι έτσι είδε τα πράγματα, ώστε να τίθεται ζήτημα αναθεώρησης τέτοιας κρίσης.
Δε θα επεκταθούμε σε άλλες λεπτομέρειες. Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς το τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου. Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση, έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδει[*169]κνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. [Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, σελ. 185.] Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου “για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή”. (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56.)
Κατά μείζονα λόγο τίθεται ζήτημα αιτιολογίας σε σχέση με την παραγνώριση του πλεονεκτήματος της Λ. Χριστοδουλίδου. Αυτό, έναντι όλων των ενδιαφερομένων, με την εξαίρεση της Ε. Ρωσσίδου Παπακυριακού που επίσης κατείχε πλεονέκτημα, δυνάμει της παραγράφου 3(4) του Σχεδίου Υπηρεσίας. (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Υψαρίδη και Άλλου (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347.) Δεν αναφερόμαστε στη Λ. Καουτζάνη ενόψει των όσων σημειώσαμε στο πλαίσιο της απόφασης σχετικά με την κατοχή του βασικού προσόντος της μονοετούς άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Οι καθ’ ων η αίτηση και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα εισηγήθηκαν πως περιέχεται στην απόφαση της ΕΔΥ η απαιτούμενη ειδική αιτιολογία. Στηρίχτηκαν στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ιωάννου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390 και στις πρωτόδικες αποφάσεις στις υποθέσεις Κατερίνα Σάββα ν. Δημοκρατίας Προσφυγή 72/93 - 4.2.94 και Ανδρέας Καμένος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας Προσφυγή 616/92 και άλλη - 23.2.94. Από την άλλη πλευρά, έγινε εκτεταμένη αναφορά στη σταθερή, πράγματι, νομολογία μας πάνω στο θέμα.
Η κατοχή πλεονεκτήματος δεν προδιαγράφει και επιλογή του υποψηφίου που το κατέχει. Μπορεί σε κάθε περίπτωση να επιλεγεί άλλος υποψήφιος, ενόψει πειστικών λόγων που δικαιολογούν την παραγνώρισή του. Αυτοί οι λόγοι πρέπει να καταγράφονται, ως ειδική αιτιολογία, στο πρακτικό της απόφασης. (Βλ. μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Ανδρέας Γεωργίου και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 525 - 16.6.89, Ανδρέας Γεωργίου και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 213/84 και άλλες - 31.7.1989, Δημοκρατία ν. Υψαρίδη και Άλλου (Αρ. 2) ανωτέρω, Δέσποινα Φιλίππου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 1512 - 14.1.97.) Στις υποθέσεις, που επικαλέστηκαν οι καθ΄ων η αίτηση και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, δε λέχθηκε οτιδήποτε το διαφορετικό. Η Ολομέλεια μάλιστα, στην Ιωάννου και Άλλοι, επανέλαβε πως η απαιτούμενη αιτιολογία “πρέπει να εμ[*170]φαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συνάγεται”. Το τι μπορεί να συνιστά επαρκή αιτιολογία εξετάζεται σε συνάρτηση προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε περίπτωσης και δε νομίζουμε ότι αρμόζει να ασχοληθούμε με το κατά πόσο στην πιο πάνω υπόθεση ή και στις άλλες που αναφέρθηκαν, παρά τη σαφή διατύπωση της αρχής, η αιτιολογία που επικυρώθηκε πράγματι ήταν ρητή στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Εν προκειμένω, είναι έκδηλη η έλλειψη οποιασδήποτε αιτιολογίας για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος που κατείχε η αιτήτρια Λ. Χριστοδουλίδου. Η παραπομπή σε όλα τα ουσιώδη στοιχεία είναι εντελώς γενική και αόριστη και θα παρακάμπταμε τη νομολογία, αν ερευνούσαμε εμείς τους φακέλους για να εντοπίσουμε σε τι ακριβώς αναφέρεται η Ε.Δ.Υ.. Δεν εκπληρώθηκε το καθήκον της αιτιολόγησης και μάλιστα κάτω από συνθήκες που δεν άφηναν περιθώριο οποιασδήποτε παρερμηνείας ως προς το τι ακριβώς απαιτείτο. Στην πρώτη ακυρωτική απόφαση, στην Χ”Γιάννη και Άλλοι, ανωτέρω, τονίστηκε με καθόλου αβέβαιο τρόπο η σαφής υποχρέωση για ειδική αιτιολόγηση, όπως πιο πάνω και πως “η παράθεση των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη δίπλα από το όνομα του κάθε ενδιαφερόμενου μέρους δεν ικανοποιεί υπό τις περιστάσεις τις απαιτήσεις ειδικής αιτιολογίας”.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, κηρύσσεται άκυρη στο σύνολό της δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο