Iωαννίδου Στέλλα-Mαρία ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 171

(1997) 3 ΑΑΔ 171

[*171]18 Aπριλίου, 1997

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΕΛΛΑ-ΜΑΡΙΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,

Aιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Kαθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 605/94)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Νομική Υπηρεσία — Προαγωγές — Θέση Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας — Αξιολόγηση υποψηφίων — Πλεονέκτημα — Σχέδια Υπηρεσίας — Ερμηνεία και εφαρμογή — Ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ε.Δ.Υ. — Η προτίμηση υποψηφίου που δεν κατέχει το πλεονέκτημα, χρήζει ειδικής αιτιολόγησης.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Νομική Yπηρεσία — Προαγωγές — Θέση Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας — Αξιολόγηση υποψηφίων — Υπηρεσιακές εκθέσεις — Πρέπει να καταρτίζονται και να διαβιβάζονται προς την Ε.Δ.Υ. — Οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν μπορούν να υποκατασταθούν με τις δηλώσεις του προϊσταμένου του τμήματος για την απόδοση των υποψηφίων — Ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1990  (N.1/90), Άρθρο 35(4) και Άρθρο 50.

Η επίδικη θέση πληρώθηκε με προαγωγή σύμφωνα με τη Σημείωση 1 στα Σχέδια Υπηρεσίας, εφόσον διεκδικείτο από υποψηφίους που υπηρετούσαν ως Νομικοί Λειτουργοί στη Νομική Υπηρεσία, όπως ήταν η αιτήτρια και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

Στη συνεδρίαση της Ε.Δ.Υ. που έγινε στις 28.3.94, ο Γενικός Εισαγγελέας σύστησε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα λόγω αρχαιότητας, που κατά την άποψή του, τους προσέδιδε και την ανάλογη πείρα, αναφορικά με τα καθήκοντα των θέσεων στη Νομική Υπηρεσία.

[*172]Η αιτήτρια και το ένα ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχαν μεταπτυχιακό δίπλωμα στη νομική, το οποίο εθεωρείτο ως πλεονέκτημα στα Σχέδια Υπηρεσίας.  Η Ε.Δ.Υ. ερμήνευσε το πλεονέκτημα ως επιπρόσθετο αλλά όχι ως απαιτούμενο προσόν με αποτέλεσμα να μη μετρήσει το πλεονέκτημα της αιτήτριας υπέρ δικής της προαγωγής, ενόψει και του γεγονότος ότ δεν είχε τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα.

Η αιτήτρια προσβάλλει την προαγωγή και των δύο επιλεγέντων και ισχυρίζεται ότι:

1) H ερμηνεία που έδωσε η Ε.Δ.Υ., στο μεταπτυχιακό της δίπλωμα, είναι εσφαλμένη.

2) Παραβιάσθηκε η διαδικασία αναφορικά με τη διαβίβαση των εμπιστευτικών εκθέσεων των υποψηφίων στην Ε.Δ.Υ.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επέτρεψε την προσφυγή και αποφάνθηκε ότι:

1.  H επιλογή του ενδιαφερόμενου προσώπου, που δεν κατείχε το πλεονέκτημα, αντί της αιτήτριας που το κατείχε, αιτιολογήθηκε από την Ε.Δ.Υ., όπως προνοεί η σχετική νομολογία.  Η επίδικη απόφαση κινήθηκε στο χώρο της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ.

2.  Η αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα ενώπιον της Ε.Δ.Υ., ότι γνώριζε ότι η απόδοση των υποψηφίων, για τα έτη για τα οποία δεν είχαν διαβιβαστεί σ’ αυτή οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις, ήταν η ίδια με τα προηγούμενα έτη, δεν μπορεί να υποκαταστήσει το ρόλο και τη σημασία των Υπηρεσιακών Εκθέσεων.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 10 της Κ.Δ.Π. 110/93, οι υπηρεσιακές εκθέσεις διαβιβάζονται στο δημόσιο λειτουργό που τον αφορούν, για να προβεί σε παραστάσεις, εάν επιθυμεί, ενώ η παρ. 6 του Άρθρου 50 προβλέπει, πως μετά από κάθε προαγωγή ο δικηγόρος υπαλλήλου που έχει έννομο συμφέρον να την προσβάλει, μπορεί να τις επιθεωρήσει.

3.  Στην παρούσα υπόθεση, η διαδικασία προαγωγής αποτελεί παράβαση της διαδικασίας, όπως αυτή ρυθμίζεται στο Άρθρο 35(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου.  Ως εκ τούτου η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με ΛΚ200 έξοδα υπέρ της αιτήτριας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με £200 έξοδα υπέρ της αιτήτριας.

[*173]Aναφερόμενες υποθέσεις:

Σοφοκλέους και Άλλες v. Δημοκρατίας, Yπόθ. Aρ. 337/94, ημερ. 17/1/96,

Χριστοδουλίδης v. Ε.Δ.Υ. (1995) 3 Α.Α.Δ. 158,

Λιμνάτου και Άλλοι v. Δημοκρατίας, A.E. 1014, ημερ. 28.11.90.

Προσφυγή.

Προσφυγή η οποία εκδικάστηκε από την Oλομέλεια και με την οποία προσβάλλεται η απόφαση της EΔY να προάξει τα δύο ενδιαφερόμενα πρόσωπα στη θέση Aνώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας, Nομική Yπηρεσία.

Χρ. Κληρίδης, για την Aιτήτρια.

Μ.Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Kαθ’ ης η αίτηση.

Σ. Λιασίδης, για το Eνδιαφερόμενο πρόσωπο, Αντ. Βασιλειάδη.

Α. Παναγιώτου, για το Eνδιαφερόμενο πρόσωπο, Ρ. Βραχίμη Πετρίδου.

Cur. adv. vult.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Χρ. Αρτεμίδης.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Η αιτήτρια Στέλλα Ιωαννίδου προσβάλλει την προαγωγή του Αντώνη Βασιλειάδη και Ρένας Βραχίμη-Πετρίδου στη θέση Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας, που έγινε από την ΕΔΥ και εδημοσιεύθη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 28.4.94.

Η αιτήτρια και οι προαχθέντες περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των έξι προαξίμων.  Η θέση Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας καθορίζεται στα Σχέδια Υπηρεσίας, ως πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η Σημείωση όμως (1) σ’ αυτά προβλέπει πως θα είναι θέση μόνο προαγωγής, εφόσον υπάρχουν υποψήφιοι που υπηρετούν ως Νομικοί Λειτουργοί στη Νομική Υπηρεσία κατά την ημερομηνία έγκρισης του Σχεδίου Υπηρεσίας. Δεδομένου ότι υπήρχαν τέτοιοι υποψήφιοι, μεταξύ αυτών η αιτήτρια και οι προαχθέντες, η θέση θεωρήθηκε ως προαγωγής μόνο και εφαρμόστηκε [*174]η σχετική διαδικασία που ρυθμίζεται με το άρθρο 35 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90.

Στη συνεδρίαση της ΕΔΥ, που έγινε στις 28.3.94, προσήλθε και ο τέως Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας για να προβεί στις αιτιολογημένες συστάσεις του αναφορικά με τους καταλληλότερους υποψήφιους που θα προάγονταν στις δυο κενές θέσεις. Ενώπιον δε της Επιτροπής βρίσκονταν και οι Προσωπικοί Φάκελοι και οι Φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, όπως προβλέπεται στην παραγρ. (4) του Άρθρου 35. 

Ο Γενικός Εισαγγελέας σύστησε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Το πιο ουσιώδες στοιχείο στη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα είναι πως οι προαχθέντες υπερείχαν  σε αρχαιότητα τόσο στη θέση που κατείχαν, του Δικηγόρου της Δημοκρατίας Α΄, όσο και στην προηγούμενη.  Η μεγαλύτερη υπηρεσία προσδίδει σε αυτούς και την ανάλογη πείρα, που, κατά το Γενικό Εισαγγελέα, είναι σοβαρό κριτήριο, αν ληφθούν υπόψη τα καθήκοντα των θέσεων στη Νομική Υπηρεσία.

Κατά τη συνεδρίαση έγινε από τον Γενικό Εισαγγελέα και την ίδια την ΕΔΥ αναφορά στο προβλεπόμενο από τα Σχέδια Υπηρεσίας πλεονέκτημα που διαθέτει η αιτήτρια, μεταπτυχιακό δίπλωμα στα νομικά. Εισηγήθηκε όμως, κάτι που απεδέχθη και η ΕΔΥ, πως η προαχθείσα Ρένα Βραχίμη Πετρίδου, που δεν το διαθέτει, ήταν καταλληλότερη για προαγωγή, ενόψει των σχολίων του που παραθέτουμε αμέσως πιο πάνω.  Το άλλο ενδιαφερόμενο μέρος, Αντώνης Βασιλειάδης, έχει το πλεονέκτημα.

Γίνεται πολύς λόγος στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας για το πλεονέκτημα που διαθέτει, σε αντίθεση με την κ.Πετρίδου που δεν έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη νομική.  Αναφορικά με το μεταπτυχιακό δίπλωμα του κ. Βασιλειάδη, ο δικηγόρος της αιτήτριας εισηγείται πως το δικό της είναι ανώτερο.  Εφόσο βρισκόμαστε στο σημείο αυτό, ας παρατηρήσουμε πως στα Σχέδια Υπηρεσίας δε γίνεται οποιαδήποτε διαφοροποίηση που να αφορά το περιεχόμενο του μεταπτυχιακού διπλώματος και δεν εξετάζεται επομένως ποιό είναι ποιοτικά ή σε περιεχόμενο ανώτερο. (δες: απόφαση Νικήτα, Δ., στην προσφυγή 337/94 Α.Σοφοκλέους και Άλλες ν. Δημοκρατίας, 17.1.96.)

Μολονότι γίνεται, όπως είπαμε ήδη, ευρεία αναφορά στο μεταπτυχιακό δίπλωμα, που προβλέπεται ως πλεονέκτημα στα Σχέδια Υπηρεσίας και ελήφθη τούτο υπόψη τόσο από το Γενικό Εισαγγε[*175]λέα όσο και την ΕΔΥ, ο δικηγόρος της Δημοκρατίας και του ενδιαφερομένου μέρους κ. Πετρίδου εγείρουν το εξής νομικό σημείο: Στα απαιτούμενα προσόντα, παράγρ.Β, με τίτλο Για προαγωγή, προβλέπεται: “τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση δικηγόρου της Δημοκρατίας A΄.”  Στην παράγρ.Γ, Για πρώτο διορισμό και προαγωγή: “(α) πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας, σε περίπτωση Έλληνα υποψήφιου ή της Τουρκικής γλώσσας, σε περίπτωση Τούρκου υποψήφιου, καθώς και της Αγγλικής γλώσσας. (β)  Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.  (γ) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στα νομικά θα αποτελεί πλεονέκτημα.” Έχουμε ήδη αναφέρει πως η θέση πληρώθηκε με προαγωγή, σύμφωνα με τη Σημείωση (1) στα Σχέδια Υπηρεσίας, όπου αναφέρονται ειδικά τα εξής: (υπογραμμίζουμε τις ουσιώδεις τελευταίες γραμμές).

“Η θέση αυτή θα είναι θέση Προαγωγής μόνο εφόσον εξακολουθούν να υπάρχουν υποψήφιοι που υπηρετούσαν ως Νομικοί Λειτουργοί στη Νομική Υπηρεσία κατά την ημερομηνία έγκρισης του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας. Σε τέτοια περίπτωση οι υποψήφιοι θα πρέπει να ικανοποιούν τα προσόντα που αναφέρονται στην παράγραφο “Β” πιο πάνω μόνο.”

Είναι έκδηλο από την πρόνοια αυτή πως στην περίπτωση που η θέση πληρούται διά προαγωγής, εφόσον υπάρχουν υποψήφιοι Νομικοί Λειτουργοί στη Νομική Υπηρεσία, απαιτούνται μόνο τα προσόντα της παραγρ. Β των Σχεδίων Υπηρεσίας, ενόψει και της παραγρ. Γ. Εισηγείται λοιπόν ο δικηγόρος της Δημοκρατίας και του ενδιαφερομένου μέρους - Πετρίδου, ότι, εφόσον η σημείωση ρητά αναφέρει πως οι υποψήφιοι στην  περίπτωση που η θέση πληρούται διά προαγωγής δέον να ικανοποιούν τα προσόντα που αναφέρονται στην παράγρ. Β μόνον, τούτο σημαίνει πως δεν ισχύουν γι’ αυτούς τα προσόντα της παραγρ. Γ των Σχεδίων Υπηρεσίας.

Έχουμε τη γνώμη πως η παράγραφος Γ λειτουργεί, όπως αναφέρεται ρητά στον τίτλο της και “Για τα δυο Α και Β”, όταν δηλαδή η θέση θεωρείται ως προαγωγής ή πρώτου διορισμού και προαγωγής. Το μεταπτυχιακό δίπλωμα όμως της υποπαραγράφου (γ), που θεωρείται ως πλεονέκτημα, δεν είναι απαιτούμενο προσόν αλλά επιπρόσθετο.  Επομένως, ήτο εύλογα επιτρεπτό στην ΕΔΥ να προχωρήσει με την εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας όπως η ίδια τα ερμήνευσε στο πλαίσιο της δικής της αρμοδιότητας.

Η επίδικη απόφαση της ΕΔΥ κινήθηκε στο χώρο της διακριτι[*176]κής της ευχέρειας, συμμορφούμενη μάλιστα με την ευθυγραμμισμένη  νομολογία μας, που απαιτεί ειδική αιτιολόγηση, όπου προτιμήθηκε υποψήφιος που δεν έχει το πλεονέκτημα έναντι άλλου που το διαθέτει.  Οι δυο επιλεγέντες για προαγωγή είχαν την αιτιολογημένη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα, ενώ η ίδια η ΕΔΥ έδωσε τη δική της αιτιολογία γιατί επέλεξε την κ. Πετρίδου για προαγωγή αντί της αιτήτριας.

Η υπόθεση όμως δεν τελειώνει εδώ. Ο δικηγόρος της αιτήτριας εγείρει ένα σοβαρό νομικό ζήτημα, που μας προβλημάτισε ιδιαίτερα.  Ο Γενικός Εισαγγελέας ανέφερε στην ΕΔΥ πως οι υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων για τα έτη 1992 και 1993 δεν είχαν διαβιβαστεί σ’ αυτή..  Προχώρησε μάλιστα να πρσθέσει πως η απόδοση των υποψηφίων, γι’ αυτά τα έτη, ήταν η ίδια με τα προηγούμενα.  Η ΕΔΥ στην σχετική απόφαση της λέγει:  “Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια”. Η ΕΔΥ δε σημειώνει καν το γεγονός πως οι υπηρεσιακές εκθέσεις, για τα τελευταία έτη 1992 και 1993, δεν είχαν διαβιβαστεί σε αυτή, πολύ δε περισσότερο να διακριβώσει πού οφειλόταν αυτή η παράλειψη, μήτε αναφέρει οτιδήποτε για τη δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα πως η απόδοση των υποψηφίων γι’ αυτά τα χρόνια ήταν η ίδια, όπως και τα προηγούμενα. 

Ο δικηγόρος της αιτήτριας εισηγείται, με βάση τα πιο πάνω, πως υπήρξε καθαρή παράβαση της διαδικασίας, όπως αυτή ρυθμίζεται στο άρθρο 35(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, που προβλέπει τα εξής:  “κατά την προαγωγή η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων .....”  Ο Γενικός Εισαγγελέας, προτείνει  ο δικηγόρος της αιτήτριας, υποκατέστησε με τη δήλωσή του το περιεχόμενο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, που σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη του Νόμου θα έπρεπε να ήσαν ενώπιον της Επιτροπής.

Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας και ο δικηγόρος της κ. Πετρίδου απαντούν σ’ αυτό το επιχείρημα προβάλλοντας τη θέση πως η πιο πάνω εξέλιξη δεν επηρέασε καθόλου στην επίδικη απόφαση και γι’ αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει στην ακύρωσή της.  Είναι φανερό, εισηγούνται, πως η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τη δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα, ότι δηλαδή η απόδοση των υποψηφίων για τα έτη 1992 και 1993, που δεν υπήρχαν ενώπιόν της οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις, ήταν η ίδια με τα προηγούμενα χρόνια.  Και τού[*177]το γιατί δε γίνεται καμιά αναφορά στην επίδικη απόφαση για τη δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα. Αντίθετα η Επιτροπή ρητά αναφέρεται στις εκθέσεις που έγιναν δεκτές από την ίδια.  Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας προχωρεί ακόμη πιο πέρα.  Εισηγείται πως, και αν ληφθεί υπόψη η παρατήρηση του Γενικού Εισαγγελέα, δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό σ’ αυτή, εφόσον είναι ο ίδιος  και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας που συντάσσουν τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των λειτουργών της Νομικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Καν.7(1) και (3) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγησης Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1990, ΚΔΠ386/90, βάσει δε του Καν.8(5) σε περίπτωση διαφωνίας υπερισχύει η άποψη του Γενικού Εισαγγελέα, ως ιεραρχικά ανώτερου.

Κρίνουμε πως η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας είναι ορθή. Το άρθρο 35 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου έχει ήδη αναφερθεί. Το άρθρο 50 προβλέπει ρητά πως για όλους τους υπαλλήλους ετοιμάζονται και υποβάλλονται στην Επιτροπή ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, κατά τον καθορισμένο τρόπο και χρόνο. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας και της κ. Πετρίδου έκαμαν αναφορά στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να υποστηρίξουν τη θέση πως, η ανυπαρξία των Υπηρεσιακών Εκθέσεων δεν μπορεί να θυματοποιήσει ενδιαφερόμενο πρόσωπο, που είναι αμέτοχο στη διαδικασία καταρτισμού τους. Η αρχή όμως της νομολογίας όχι μόνο δεν υποστηρίζει τη θέση τους, αλλά οδηγεί στην αντίθετη άποψη. Στην απόφαση Ιωάννη Χριστοδουλίδη ν. ΕΔΥ Α.Ε.1702, που εκδόθηκε στις 31.3.95, αναφέρεται πως ο μη καταρτισμός εμπιστευτικών εκθέσεων για τα έτη 1986 και 1987, οφειλόταν στην κατάσταση που υπαγόρευε την αναβολή των διαδικασιών για πλήρωση των θέσεων και επομένως η αντικειμενική αδυναμία καταρτισμού εμπιστευτικών εκθέσεων τα δυο αυτά χρόνια καθιστούσε την απουσία τους συγχωρητή (και γίνεται επίσης αναφορά στην υπόθεση Αλίκη Λιμνάτου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.1014, 28.11.90.)

Στην υπόθεση που εξετάζουμε δεν υπήρξε αντικειμενική αδυναμία καταρτισμού των εμπιστευτικών εκθέσεων, απλώς δηλώθηκε πως αυτές δεν είχαν διαβιβαστεί στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.  Ο καταρτισμός των εμπιστευτικών εκθέσεων και η διαβίβασή τους στην ΕΔΥ είναι υποχρεωτική βάσει των διατάξεων του Νόμου, που αναφέρουμε πιο πάνω.

Ενιστάμεθα επίσης και στην αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα ενώπιον της Επιτροπής, ότι γνώριζε πως η απόδοση των υποψη[*178]φίων για τα έτη 1992 και 1993, για τα οποία δεν είχαν διαβιβαστεί οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις, ήταν η ίδια με τα προηγούμενα έτη.  Εάν τέτοια τακτική γινόταν αποδεκτή, τότε θα καταστρατηγούνται οι ρητές πρόνοιες του Νόμου για τον καταρτισμό των Υπηρεσιακών Εκθέσεων και θα υποκαθίστανται με δηλώσεις του προϊσταμένου του τμήματος για την απόδοση των υποψηφίων.  Οφείλουμε επίσης να υποδείξουμε πως, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 10 της ΚΔΠ110/93, οι υπηρεσιακές εκθέσεις διαβιβάζονται στο δημόσιο λειτουργό που τον αφορούν, για να προβεί, αν επιθυμεί σε παραστάσεις, ενώ η παράγρ.6 του άρθρου 50 προβλέπει πως μετά από κάθε προαγωγή ο δικηγόρος κάθε υπαλλήλου, που έχει έννομο συμφέρον να την προσβάλει, μπορεί να τις επιθεωρήσει.

Κρίνουμε επομένως πως κατά τη διαδικασία προαγωγής υπήρξε καθαρή παράβαση των νομοθετικών διατάξεων, στις οποίες αναφερόμαστε στην απόφασή μας και που έχουν άμεση σχέση με τη διαδικασία προαγωγής. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με £200 έξοδα υπέρ της αιτήτριας.

H προσφυγή επιτυγχάνει με £200 έξοδα υπέρ της αιτήτριας.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο