(1997) 3 ΑΑΔ 191
[*191]30 Μαΐου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ,
Eφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση.
ν.
ΦΩΤΗ ΠΑΠΑΦΩΤΗ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1740)
Εκπαιδευτικοί Υπάλληλοι — Προαγωγές — Θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης — Αξιολόγηση υποψηφίων — Προσόντα — Σχέδιο υπηρεσίας — Απαραίτητο προσόν η καθορισμένη πραγματική υπηρεσία σε δημόσια σχολεία της Κύπρου — Αναγνώριση προϋπηρεσίας του εφεσίβλητου από την Ε.Ε.Υ. — Δεν κάλυπτε τη μορφή υπηρεσίας που απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας — Η περί του αντιθέτου ερμηνεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, λόγω εφαρμογής της αρχής της καλής πίστης, δεν κρίθηκε λογικά εφικτή και οδήγησε σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.
Διοικητικό Δίκαιο — Αρχή της καλής πίστης — Δε μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας, η οποία του παρέχεται.
Λέξεις και Φράσεις — “Δημόσιον Σχολείον” στον περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο του 1969 (Ν. 10/69).
Δημόσιοι Οργανισμοί — Διορισμοί/Προαγωγές — Σχέδια Υπηρεσίας — Δημιουργούν δεσμεύσεις για τη διοίκηση από τις οποίες δεν μπορεί να αποστεί, ούτε έναντι των μελών του προσωπικού, ούτε έναντι τρίτων που επιδιώκουν διορισμό.
Ο εφεσίβλητος αποκλείσθηκε από τον κατάλογο των προσοντού[*192]χων υποψηφίων για προαγωγή στην επίδικη θέση, αφού δεν ικανοποιούσε τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και συγκεκριμένα υπηρεσία δεκατεσσάρων τουλάχιστον χρόνων στη θέση Καθηγητή στις συνδυασμένες μισθοδοτικές κλίμακες Α8 και Α10, από την οποία τα δέκα σε διδακτικό έργο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, η ερμηνεία και η εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας που αποδόθηκε από την E.E.Y., δεν ήταν “εύλογα εφικτή”, εφόσον δεν ήταν συμβατή με την προηγηθείσα απόφασή της για την αναγνώριση της προϋπηρεσίας του εφεσίβλητου, για σκοπούς προαγωγής. Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, η Ε.Ε.Υ. κωλυόταν, λόγω της καλής πίστης, από του να ερμηνεύσει το σχέδιο υπηρεσίας κατά τρόπο ο οποίος θα παραγνώριζε τη δέσμευσή της προς το διοικούμενο.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επέτρεψε την έφεση εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές που αναφέρονται στις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
P. M. Tseriotis Ltd and Others v. Republic (1970) 3 C.L.R. 135,
Damianides v. Republic (1988) 3(C) C.L.R. 2601,
Χατζηπαύλου v. Α.Η.Κ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 11,
Tamassos Tabacco Suppliers & Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60,
Παμπόρη v. Δημοκρατίας, Yπόθ. Aρ. 164/95, ημερ. 15.12.1995,
Vasiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220,
Papadopoulou v. Republic (1984) 3(A) C.L.R. 332,
Droussiotis v. C.B.C. (1984) 3(A) C.L.R. 546,
Μιχαηλίδου v. Δημοκρατίας, Yπόθ. Aρ. 573/94, ημερ. 8.3.1996.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Xρυσοστομής, Δ.) που δόθηκε στις 23 Φεβρουα[*193]ρίου, 1993 (Προσφυγή Aρ. 781/91) με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή του εφεσίβλητου εναντίον απόφασης της E.E.Y. να μην τον περιλάβει σε καταρτισθέντα κατάλογο προσοντούχων υποψηφίων για την πλήρωση θέσης Bοηθού Διευθυντή Σχολείων Mέσης Eκπαίδευσης, στον κλάδο των Θρησκευτικών.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Eφεσείοντες.
Ε. Ευσταθίου, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Αρχίζουμε με την εξιστόρηση των γεγονότων, απόλυτα αναγκαία, για την ταξινόμηση και προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων, που η έφεση θέτει προς εξέταση.
Ο εφεσίβλητος διορίστηκε καθηγητής των Θρησκευτικών στη συνδυασμένη κλίμακα Α8 - Α10 την 1 Σεπτεμβρίου 1989. Επακόλουθα, του αναγνωρίστηκε προϋπηρεσία είκοσι πέντε ετών “για σκοπούς προσαυξήσεων και προαγωγής”. Από αυτά, μόνο έξι αφορούσαν προϋπηρεσία σε σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης της Κύπρου. Αναλυτικά, η υπηρεσία που του αναγνωρίστηκε με απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας είναι η ακόλουθη:
“ 1956 - 1959 = 3 - 0 - 0 Συμμετοχή στον αγώνα της ΕΟΚΑ
1.9.62 - 31.8.64 = 2 - 0 - 0 Αναγνώριση υπηρεσίας ύστερα από
συμβιβασμό στο Ανώτατο
Δικαστήριο
1.9.61 - 31.8.65 = 1 - 0 - 0 Σε δημόσια σχολεία Κύπρου
1.9.65 - 31.8.66 Άδεια απουσίας χωρίς απολαβές
1.9.66 - 24.10.66 = 0 - 1 -24 Σε δημόσια σχολεία Κύπρου
25.10.66 - 31.8.67 Άδεια απουσίας χωρίς απολαβές.
1.9.67 - 20.8.71 = 3 - 11 -20 Σε δημόσια σχολεία Κύπρου
21.8.71 - 30.11.71 Καταδίκη σε φυλάκιση
1.12.71 - 31.12.73 = 2 - 1 - 0 Σε δημόσια σχολεία Κύπρου
26.10.80 Επιβλήθηκε από την Ε.Ε.Υ.
η ποινή της απόλυσης.
1.1.74 - 31.8.86 =12 - 8 - 0 Σε δημόσια σχολεία Ελλάδος
1.9.86 - 31.8.87 Άδεια απουσίας χωρίς απολαβές
από το Ελληνικό Δημόσιο
1.9.87 - 31.12.87 = 0 - 4 - 0 Σε δημόσια σχολεία Ελλάδος
1.1.88 - 31.8.89 Άδεια απουσίας χωρίς απολαβές
[*194] από το Ελληνικό Δημόσιο.
———————
25 - 2 - 14”
Η αναγνώριση της προϋπηρεσίας του εφεσίβλητου έγινε, όπως αναφέρεται στην επιστολή της Ε.Ε.Υ. προς τον εφεσίβλητο (18.6.1990), “... σύμφωνα με την ακολουθούμενη τακτική, η οποία στηρίζεται στις πρόνοιες των άρθρων 18 και 19 του καταργηθέντος Κοινοτικού Νόμου περί Καθηγητών 10 του 1963 ...”
Το 1991, προκηρύχθηκαν δύο θέσεις Βοηθού Διευθυντή σε Σχολεία Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης στον κλάδο των Θρησκευτικών. Σύμφωνα με τη νενομισμένη διαδικασία καταρτίστηκε κατάλογος προσοντούχων υποψηφίων για την πλήρωση των θέσεων. Ο εφεσίβλητος δεν περιλήφθηκε σ’ αυτόν. Υπέβαλε ένσταση. Η ένστασή του απορρίφθηκε, αφού λήφθηκε και η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα. Ο εφεσίβλητος αποκλείστηκε επειδή δεν κατείχε ένα από τα απαιτούμενα προσόντα, εκείνο που αναφέρεται στο διδακτικό έργο.
Βάσει του σχεδίου υπηρεσίας, απαραίτητο προσόν για την προαγωγή στη θέση Βοηθού Διευθυντή, καθηγητή των Θρησκευτικών στην κλίμακα του εφεσίβλητου, ήταν “Υπηρεσία δεκατεσσάρων τουλάχιστον ετών στη θέση Καθηγητή στις συνδυασμένες μισθοδοτικές κλίμακες Α8 και Α10, από την οποία τα δέκα σε διδακτικό έργο”. Ο όρος “διδακτικό έργο”, προσδιορίζεται με ακρίβεια στη σημείωση 2, του σχεδίου υπηρεσίας:
“Για τους σκοπούς του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας ‘διδακτικό έργο’ σημαίνει την πραγματική διδασκαλία μαθήματος σε δημόσια σχολεία μέσης εκπαίδευσης και μπορεί να περιλαμβάνει υπηρεσία μέχρι 5 χρόνια στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ή στην Ανάπτυξη Προγραμμάτων ή ως Συμβούλου στο Υπουργείο Παιδείας.”
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, η ερμηνεία που αποδόθηκε στο σχέδιο υπηρεσίας και η εφαρμογή του, στην περίπτωση του εφεσίβλητου, δεν ήταν “εύλογα εφικτή”, εφόσον δεν ήταν συμβατή με την προηγηθείσα απόφαση του ιδίου σώματος για την αναγνώριση της προϋπηρεσίας του για σκοπούς προαγωγής. Κωλυόταν, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, από την αρχή της καλής πίστης, από του να ερμηνεύσει το σχέδιο υπηρεσίας κατά τρόπο ο οποίος θα παραγνώριζε τη δέσμευσή της προς το διοικούμενο. Οποιαδήποτε άλλη [*195]προσέγγιση του θέματος, αναφέρει το Δικαστήριο, θα κλόνιζε την καλή πίστη που πρέπει να διακρίνει τη Διοίκηση στις συναλλαγές της με τον πολίτη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εφεσίβλητος δεν κατείχε το προσόν του διδακτικού έργου, δηλαδή της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών σε δημόσια σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης, για την προβλεπόμενη από το σχέδιο υπηρεσίας περίοδο των δέκα ετών. “Δημόσιον σχολείον”, σύμφωνα με τον ορισμό που του προσδίδεται στον οργανικό νόμο, τον περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο του 1969 (Ν. 10/69), σημαίνει σχολείο, την ευθύνη για τη διοίκηση και συντήρηση του οποίου φέρει η Δημοκρατία.
Δύο είναι τα θέματα τα οποία εγείρονται με την έφεση και πρέπει να εξεταστούν. Πρώτο, η σημασία και οι επιπτώσεις της αναγνώρισης της προϋπηρεσίας του εφεσίβλητου για σκοπούς προαγωγής και ειδικά, κατά πόσο εξομοιώνει την προϋπηρεσία του με κάθε μορφής εκπαιδευτική υπηρεσία. Δεύτερο, η δυνατότητα ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας κατά τρόπο που να περιλαμβάνει πλασματική υπηρεσία στη διαπίστωση του διδακτικού έργου.
Η αναγνώριση της προϋπηρεσίας του εφεσίβλητου έγινε βάσει της ακολουθητέας τακτικής. Η διαμόρφωση πολιτικής και η καθιέρωση διοικητικής πρακτικής είναι παραδεχτή, ως οδηγός, για διοικητικές ενέργειες, εφόσο διαμορφώνεται μέσα στα πλαίσια του Νόμου και δεν αντίκειται προς τις πρόνοιές του. (Βλ. μεταξύ άλλων P. M. Tseriotis Ltd. And Others v. Republic (Minister of Finance) (1970) 3 C.L.R. 135· Damianides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2601.)
Στην προκειμένη περίπτωση δεν αμφισβητείται η αναγνώριση της προϋπηρεσίας του εφεσίβλητου για σκοπούς προαγωγής. Το ερώτημα, το οποίο τίθεται, είναι κατά πόσο η αναγνώρισή της εξυπακούει κάθε μορφής εκπαιδευτική υπηρεσία. Η απάντηση είναι αρνητική. Η αναγνώριση αναφέρεται σε εκπαιδευτική υπηρεσία γενικά, η οποία όντως αναγνωρίστηκε στον εφεσίβλητο από την Ε.Ε.Υ., όχι όμως και υπηρεσία σε συγκεκριμένο κλάδο της εκπαίδευσης, ανεξάρτητα από τη φύση της υπηρεσίας. Και σωστή να ήταν η ερμηνεία η οποία αποδόθηκε στην αναγνώριση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αναγνώριση έπρεπε να αγνοηθεί, στην έκταση που ήταν αντίθετη προς τις ισχύουσες κατά το χρόνο λήψης της απόφασης νομικές ρυθμίσεις, που καθορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας, το οποίο τελούσε σε ισχύ κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης. (Υφίστατο από 9.4.1987.)
[*196]Η διοικητική πρακτική παρέχει έρεισμα για διοικητική ενέργεια μόνο, εφόσον είναι διαμορφωμένη μέσα στο πλαίσιο του νόμου. Κατά το χρόνο αναγνώρισης της προϋπηρεσίας του εφεσίβλητου, δεν ήταν νομικά παραδεχτή η αναγνώριση προϋπηρεσίας για σκοπούς προαγωγής αντικειμένης προς το σχέδιο υπηρεσίας. Το σχέδιο υπηρεσίας, παρόλον που απορρέει από την εκτελεστική εξουσία, ενέχει ρυθμιστικό χαρακτήρα, όπως εξηγείται στη Χατζηπαύλου ν. Α.Η.Κ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 11, ο οποίος καθορίζει το νομικό πλαίσιο για τη στελέχωση της υπηρεσίας. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι διαφωτιστικό για την υπόσταση των σχεδίων υπηρεσίας:
“Τα σχέδια υπηρεσίας περιέχουν ρυθμίσεις που άπτονται των δικαιωμάτων τρίτων και σκοπούν στον προσδιορισμό του δικαιϊκού βάθρου για τη σύννομη στελέχωση Αρχής ή Οργάνου. Δημιουργούν δεσμεύσεις για την Αρχή, από τις οποίες δεν μπορεί να αποστεί, ούτε έναντι των μελών του προσωπικού, ούτε τρίτων που επιδιώκουν διορισμό σε δημόσιο οργανισμό.” (σελ. 20)
Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. Όπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.Α.Δ. 60, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου. Όπως υποδεικνύεται στην Παμπόρη ν. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 164/95, 15.12.1995, η αρχή της καλής πίστης, δε μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών, που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται. (Βλ. επίσης Vasiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220· Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332· Droussiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546· Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας υπόθεση αρ. 573/94 - 8.3.1996.)
Το σχέδιο υπηρεσίας απέκλειε υπηρεσία άλλη από πραγματική σε δημόσια σχολεία της Κύπρου, ως απαραίτητο προσόν για την προαγωγή στη θέση του Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης. Δε χωρούσε άλλη ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, ούτε τέτοιο ενδεχόμενο ήταν “λογικά εφικτό”, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το σχέδιο υπηρεσίας καθιστούσε απαραίτητο προσόν, συγκεκριμένη μορφή υπηρεσίας, το οποίο δεν κατείχε ο εφεσίβλητος. Συνεπώς, ορθά αποκλείστηκε από τον κατάλογο των προσοντούχων υποψηφίων για τη θέση Βοηθού Διευθυ[*197]ντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται σ’ όλη την έκτασή της. Η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο