(1997) 3 ΑΑΔ 204
[*204]30 Μαΐου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ,
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1531)
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί/Προαγωγές — Θέση Διευθυντή Υπηρεσίας Διεθνών Σχέσων, Βουλή των Αντιπροσώπων — Αξιολόγηση υποψηφίων — Είναι έγκυρη αν γίνει από το αρμόδιο όργανο — Αξιολόγηση της υπηρεσίας του διορισθέντα από τον Πρόεδρο της Βουλής και σύσταση για μόνιμη αξιοποίησή του — Πολιτική ανάμειξη — Επίδραση εξωγενούς στοιχείου κρίσεως στην απόφαση της Ε.Δ.Υ. — Οδήγησε σε ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης.
Δημόσιοι υπάλληλοι — Διορισμοί — Αξιολόγηση υποψηφίων — Αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της Διοίκησης — Οποιαδήποτε μορφή πολιτικής επιρροής στη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας είναι ανεπίτρεπτη — Αρχή της διάκρισης των εξουσιών — Οι περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμοι 33/67, Άρθρο 45 και 1/90, Άρθρο 50 — Εφαρμοστέες αρχές.
Κατά τη διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης, η Ε.Δ.Υ. έλαβε γνώση επιστολής του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων, με την οποία διαβιβάστηκε αντίγραφο επιστολής του Προέδρου της Βουλής στον ίδιο, που αφορούσε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, το οποίο εκτελούσε με σύμβαση ειδικά καθήκοντα στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής. Μετά τις συνεντεύξεις των υποψηφίων η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να διορίσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Στο σχετικό πρακτικό αναφέρεται ότι η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ότι, η συγκεκριμένη αναφορά του Προέδρου της Βουλής συνιστούσε αξιολόγηση της εργασίας του εν λόγω εκτάκτου υπαλλήλου.
Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. επικυρώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση. Ο κύριος [*205]λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε ήταν ότι η πολιτική ανάμειξη σε διορισμούς και προαγωγές στη Δημόσια Υπηρεσία είναι ανεπίτρεπτη, λόγω παράβασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και καθιστά ακυρώσιμη απόφαση που λήφθηκε υπό την επίδρασή της.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επέτρεψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
A. Υπό Νικολαΐδη, Δ. συμφωνούντων και των Δημητριάδη, Δ. και Xατζητσαγγάρη, Δ.:
1. To Σύνταγμα απαγορεύει την ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία του κράτους. Η διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοίκησης, αν και θεωρείται ότι αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί σε συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη με τέτοιο περιεχόμενο. Αντανακλάται όμως στα Άρθρα 179.2 και 146.1 του Συντάγματος. Η ανάγκη για εξασφάλιση ανεπηρέαστης διοικητικής λειτουργίας, οδήγησε στη δημιουργία της Ε.Δ.Υ. , ενός ανεξάρτητου οργάνου αρμόδιου για τις προαγωγές, διορισμούς, μεταθέσεις κλπ. των δημοσίων υπαλλήλων μακριά από πολιτικές επιρροές και σκοπιμότητες.
2. Στην παρούσα υπόθεση, η αξιολόγηση ήταν παράνομη εφόσον έγινε από αναρμόδιο πρόσωπο, τον Πρόεδρο της Βουλής, ο οποίος δε θεωρείται αξιολογών λειτουργός και συνεπώς δεν μπορούσε να αξιολογήσει οποιονδήποτε υπάλληλο, έστω κι αν αυτός ήταν απεσπασμένος στο γραφείο του για ειδικά καθήκοντα. Το γεγονός ότι η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη της στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της από αναρμόδιο πρόσωπο, αποτελεί από μόνο του λόγο για ακύρωση της ληφθείσας απόφασης.
3. Το κύριο όμως ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο, η επιστολή του Προέδρου της Βουλής συνιστά παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία. Η απάντηση στο ερώτημα είναι καταφατική για τον πιο κάτω λόγο:
Ο Πρόεδρος της Βουλής, η θέση του οποίου συνιστά πολιτικό αξίωμα, δεν είχε πρόθεση να παρέμβει. Η παρέμβαση έχει ουσιαστικά υλοποιηθεί με την πράξη του Γενικού Διευθυντή της Βουλής να θέσει τη συγκεκριμένη επιστολή ενώπιον της Ε.Δ.Υ., η οποία όπως φαίνεται από το σχετικό πρακτικό, την έλαβε υπόψη, παρά τη γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα για το ανεπίτρεπτο της ανάμιξης της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία.
[*206]4. Το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Βουλής δεν προέβη ο ίδιος σε οποιοδήποτε διάβημα προς την Ε.Δ.Υ., δεν αλλοιώνει την κατάσταση. Σημασία έχει το ουσιαστικό αποτέλεσμα της παρέμβασης, δηλαδή η πληροφόρηση των μελών της Ε.Δ.Υ. περί της ύπαρξης και εκδήλωσης του ενδιαφέροντος του Προέδρου της Βουλής για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
5. Ακόμα και στην περίπτωση που η επιστολή δε θεωρηθεί ως αξιολόγηση, η απόφαση και πάλιν υπόκειται σε ακύρωση, λόγω παρέμβασης της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία.
B. Υπό Νικολάου, Δ.:
H έννοια της πολιτικής ανάμειξης στο έργο της Ε.Δ.Υ., δεν εξαντλείται στην άμεση ή έμμεση παρέμβαση που στοχεύει να την επηρεάσει στο έργο της, αλλά καλύπτει και τις περιπτώσεις όπου η παρέμβαση είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης ενέργειας τρίτου - όπως συνέβηκε στην παρούσα περίπτωση - ή και ακόμα, όταν η άποψη της πολιτικής ηγεσίας, αναφορικά με την καταλληλότητα ή όχι υποψηφίου, περιέρχεται εντελώς τυχαία σε γνώση της Ε.Δ.Υ. Η Ε.Δ.Υ. οφείλει να παραμερίζει απερίφραστα τα όποια στοιχεία της πολιτικής ανάμιξης με σχετική δήλωση στο πρακτικό της, κάτι που απέτυχε να πράξει στην παρούσα περίπτωση θεωρώντας το ότι συνέβηκε, ως αξιολόγηση της εργασίας εκτάκτου υπαλλήλου, παρά ως πολιτική ανάμειξη. Τα όσα εκτίθενται στο σχετικό πρακτικό, ότι λήφθηκαν υπόψη, όχι μόνο δεν αποκλείουν τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στην επιστολή του Προέδρου της Βουλής, αλλά αντίθετα άφηναν να εννοηθεί η συμπερίληψή τους. Όπως εξειδικεύεται στο πρακτικό, στον προσωπικό φάκελο του ενδιαφερόμενου προσώπου συμπεριλαμβανόταν και η επιστολή του Προέδρου της Βουλής.
Γ. Υπό Πική, Π:
Η θεώρηση του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η αναφορά του Προέδρου της Βουλής ήταν αξιολόγηση και όχι ηθελημένη παρέμβαση φορέα της πολιτικής εξουσίας για τον επηρεασμό της απόφασης της Ε.Δ.Υ., παραγνωρίζει το θεσμικό διαχωρισμό ο οποίος καθιερώνεται από το Σύνταγμα, μεταξύ πολιτικής εξουσίας αφενός και διοικητικής λειτουργίας, ως προς την στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας, αφετέρου. Ο διαχωρισμός εκτείνεται σε κάθε θέμα που άπτεται της πλήρωσης θέσης στη Δημόια Υπηρεσία, περιλαμβανομένων και προπαρασκευαστικών πράξεων, όπως η αξιολόγηση της υπηρεσίας δημοσίων υπαλλήλων. Η αξιολόγηση [*207]του ενδιαφερομένου προσώπου από τον Πρόεδρο της Βουλής και η συναφής σύστασή του, προερχόταν από κάτοχο πολιτικού αξιώματος και ήταν απαράδεκτη ως στοιχείο κρίσης του ενδιαφερομένου προσώπου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπεισέλθει εξωγενές στοιχείο κρίσης στην αξιολόγηση του ενδιαφερομένου προσώπου, ο συνυπολογισμός του οποίου κατέστησε την απόφαση τρωτή, υποκείμενη σε ακύρωση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από πολιτική ανάμειξη, γεγονός που επηρεάζει την εγκυρότητά της.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Κωνσταντινίδη (Aρ. 1), (1996) 3 Α.Α.Δ. 206,
Frangoulides v. Republic (No. 2), (1966) 3 C.L.R. 676,
Pavlou & Another v. Returning Officer & Other (1987) 1 C.L.R. 252,
Ρ.Ι.Κ. και Άλλοι v. Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,
Cyprus Tourism Organization v. Hadjidemetriou (1987) 3(B) C.L.R. 780.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Kούρρης, Δ.) που δόθηκε την 14 Φεβρουαρίου, 1992 (Προσφυγή Aρ. 149/91) με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της E.Δ.Y. να διορίσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στη θέση Διευθυντή Yπηρεσίας Διεθνών Σχέσεων, Bουλή των Aντιπροσώπων.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Eφεσείοντα.
Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Eφεσίβλητους.
Ε. Ευσταθίου με Κ. Καμένο, για το Eνδιαφερόμενο πρόσωπο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ομόφωνη είναι η κατάληξή μας ότι η έφεση πρέπει να επιτύχει. Οι λόγοι εξηγούνται στις αποφάσεις που ακολουθούν [*208]των Νικολαΐδη, Δ., η οποία υιοθετείται από τους Δικαστές Δημητριάδη και Χατζητσαγγάρη, του Νικολάου, Δ., και στη δική μου.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την 1.9.1989 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η προκήρυξη της πλήρωσης της κενής μόνιμης θέσης (Τακτικός Προϋπολογισμός) Διευθυντή Υπηρεσίας Διεθνών Σχέσεων, Βουλή των Αντιπροσώπων, που ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Υποβλήθηκαν συνολικά 39 αιτήσεις μεταξύ των οποίων του αιτητή-εφεσείοντος και του ενδιαφερόμενου μέρους. Μετά από σχετική διαδικασία, ο Γενικός Διευθυντής της Βουλής των Αντιπροσώπων, υπό την ιδιότητά του ως προέδρου της τμηματικής επιτροπής, με επιστολή ημερ. 25.4.1990, υπέβαλε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής αναφερόμενη ως “η Επιτροπή”) την έκθεση της τμηματικής επιτροπής με την οποία συστήνονταν προς επιλογή για διορισμό με αλφαβητική σειρά τέσσερις υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν το ενδιαφερόμενο μέρος, αλλ’ όχι όμως και ο αιτητής. Η Επιτροπή αποφάσισε να καλέσει σε συνέντευξη τους συστηθέντες υποψήφιους, αλλά στη συνέχεια, ύστερα από σχετικά διαβήματα του δικηγόρου του αιτητή και αφού ζητήθηκαν οι απόψεις του πρώην Διευθυντή της Υπηρεσίας Διεθνών Σχέσεων της Βουλής, αποφάσισε, αφού εξέτασε το θέμα σε δύο συνεδρίες, στις 9.10.1990 και 19.10.1990, να καλέσει σε συνέντευξη και τον αιτητή. Στη συνεδρία της ημερ. 19.10.1990 η Επιτροπή έλαβε γνώση επιστολής του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων ημερ. 16.5.1990, με την οποία διαβιβάστηκε αντίγραφο επιστολής του Προέδρου της Βουλής στον ίδιο, ημερ. 11.5.1990, που αφορούσε το ενδιαφερόμενο μέρος. Μετά τις συνεντεύξεις των υποψηφίων, η Επιτροπή στη συνεδρίασή της ημερ. 12.11.1990 αποφάσισε να προσφέρει στο ενδιαφερόμενο μέρος διορισμό στη θέση.
Η απόφαση της Επιτροπής προσβλήθηκε με προσφυγή για διάφορους λόγους και το πρωτόδικο δικαστήριο, με απόφασή του στις 14.2.1992, απέρριψε τόσο την προσφυγή του εφεσείοντος, όσο και παρόμοια προσφυγή άλλου προσώπου. Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση. Οι λόγοι έφεσης που προβάλλονται είναι πολλοί. Προβάλλεται κατ’ αρχήν ο ισχυρισμός ότι, άνκαι η επιστολή του Προέδρου της Βουλής συνιστά επέμβαση πολιτικού παράγοντα, το Δικαστήριο παραγνώρισε ότι σύμφωνα με τη νομολογία, το Σύνταγμα και τις αρχές του διοικητικού δικαίου, απαγορεύεται η ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία του κράτους. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι, η παράνομη ανάμειξη και ο επηρεασμός που άσκησε ο τότε Πρόεδρος της Βουλής στην Επιτροπή, για διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, [*209]έπρεπε να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
Για πληρέστερη κατανόηση των γεγονότων θα πρέπει να γίνει αναφορά στο σχετικό απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίασης της Επιτροπής ημερ. 19.10.1990:
“ Η Επιτροπή έλαβε επίσης γνώση επιστολής του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο οποίος επισύναψε αντίγραφο επιστολής του Προέδρου της Βουλής προς αυτό σε σχέση με την απόδοση στην εργασία ενός υποψήφιου, ο οποίος υπηρετεί ως έκτακτος.
Η Επιτροπή προσέγγισε το θέμα, υπό το φως της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας με ημερομηνία 22.5.84, για “μη ανάμιξη της πολιτικής ηγεσίας σε θέματα διορισμών και προαγωγών”, σημειώνοντας ωστόσο, ότι στην προκείμενη περίπτωση ο Πρόεδρος της Βουλής δεν προέβη ο ίδιος σε οποιοδήποτε διάβημα προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και ότι, εν πάση περιπτώσει η αναφορά του αφορούσε στην αξιολόγηση της εργασίας έκτακτου υπαλλήλου, ο οποίος είχε προσληφθεί για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο Γραφείο του Προέδρου της Βουλής με βάση τον Προϋπολογισμό του 1987.”
Η διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας, διάκριση που πηγάζει από σειρά συνταγματικών διατάξεων που διαχωρίζουν το λειτουργικό πεδίο των φορέων της πολιτικής εξουσίας από εκείνο της διοικητικής λειτουργίας, αναγνωρίστηκε από τη νομολογία επανειλημμένα. Η διάκριση σκιαγραφείται στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Δημήτρη Κωνσταντινίδη, Α.Ε. 2137, ημερ. 21.5.1996. Στην απόφαση αυτή γίνεται αναφορά τόσο στις διατάξεις των Άρθρων 179.2 και 146.1 του Συντάγματος που αντανακλούν τη διάκριση, όσο και στη φιλοσοφία και αναγκαιότητα της διάκρισης. Αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας καθιερώνει τη διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας. Ήδη από πολύ παλιά (στην υπόθεση Charilaos Frangoulides (No.2) ν. The Republic (1966) 3 C.L.R. 676), σημειώθηκε ότι η διάκριση μεταξύ των αρμοδιοτήτων Yπουργού και Aνώτερων Λειτουργών της Δημόσιας Υπηρεσίας είναι τόσο σαφής, ώστε να μη χρειάζεται επεξήγηση. Στην ίδια απόφαση η αναγκαιότητα να κρατηθεί η δικαιοδοσία της Επιτροπής για διορισμούς, προαγωγές, μεταθέσεις κλπ, εκτός της επήρρειας της πολιτικής στην οποία ανήκουν οι Υπουργοί, κρίθηκε σημαντική.
Ο διαχωρισμός μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και της διοίκησης, διαχωρισμός που απαντάται θεσμικά σε όλα τα επίπεδα δια[*210]κυβέρνησης της χώρας και ο οποίος θεσμοθετείται από το Σύνταγμά μας επισημάνθηκε και στην υπόθεση Παύλος Παύλου και Άλλος ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών και Άλλου (1987) 1 C.L.R. 252. To Σύνταγμα απαγορεύει την ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία του κράτους (βλ. Charilaos Frangoulides (No.2) ν. The Republic, ανωτέρω και Ρ.Ι.Κ. και Άλλοι ν. Χρίστου Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, 179). Βέβαια η διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοίκησης, άνκαι θεωρείται ότι αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί σε συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη με τέτοιο περιεχόμενο (βλέπε απόφαση πλειοψηφίας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Δημήτρη Κωνσταντινίδη, (ανωτέρω)). Σκοπός της πρόνοιας για τη δημιουργία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ενός ανεξάρτητου οργάνου υπεύθυνου για τις προαγωγές, διορισμούς, μεταθέσεις, πειθαρχική εξουσία κλπ των δημοσίων υπαλλήλων, είναι ακριβώς η ανάγκη εξασφάλισης της ανεπηρέαστης διοικητικής λειτουργίας μακριά από πολιτικές επιρροές και σκοπιμότητες. Η ανάγκη για τη μεγαλύτερη δυνατή ανεξαρτησία της Επιτροπής από τα πολιτικά όργανα της κυβέρνησης τονίστηκε και στην υπόθεση Τhe Cyprus Tourism Organization v. Agni Hadjidemetriou (1987) 3 C.L.R. 780, 785.
Στο σχετικό πρακτικό αναφέρεται ότι η Επιτροπή προσήγγισε το θέμα σημειώνοντας, ότι η συγκεκριμένη αναφορά του Προέδρου της Βουλής συνιστούσε αξιολόγηση της εργασίας εκτάκτου υπαλλήλου που είχε προσληφθεί για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής. Κατ’ αρχή θα πρέπει να πούμε ότι ο χαρακτηρισμός του ενδιαφερόμενου μέρους ως εκτάκτου υπαλλήλου δεν είναι ορθός. Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ήταν έκτακτος υπάλληλος. Ήταν ένας από τους δύο υπαλλήλους που ο Πρόεδρος της Βουλής προσέλαβε, όπως είχε δικαίωμα με βάση τον Προϋπολογισμό του 1987, για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο γραφείο του, για περίοδο που δε θα υπερέβαινε τη δική του θητεία. Όμως ο χαρακτηρισμός της ιδιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους είναι επουσιώδης. Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η επιστολή του Προέδρου της Βουλής χαρακτηρίστηκε ως αξιολόγηση της εργασίας υπάλληλου. Η σημασία του χαρακτηρισμού επισημάνθηκε προφανώς και από την ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων που προσπάθησε να διασκεδάσει την όλη εντύπωση ισχυριζόμενη ότι η επιστολή δεν αποτελεί αξιολόγηση. Όμως εκείνο που παραμένει είναι ότι ο Πρόεδρος της Βουλής δε θεωρείται αξιολογών λειτουργός και συνεπώς δεν μπορούσε να αξιολογήσει οποιονδήποτε υπάλληλο, έστω κι αν αυτός ήταν απεσπασμένος στο γραφείο του για ειδικά καθήκοντα. Το παράνομο της αξιολόγησης από [*211]πρόσωπα άλλα από τα προνοούμενα από τη σχετική νομοθεσία επισημαίνεται όχι μόνο στην υπόθεση Frangoulides, ανωτέρω, αλλά και στη σχετική εγκύκλιο του Διευθυντή Τμήματος Προσωπικού ημερ. 26.3.1979. Στην υπόθεση Frangoulides ακριβώς κρίθηκε ότι η σύνταξη εμπιστευτικής έκθεσης υπάλληλου από τον αρμόδιο υπουργό συνιστούσε αξιολόγηση από αναρμόδιο πρόσωπο. Ως αποτέλεσμα η αξιολόγηση θεωρήθηκε παράνομη και η παρανομία αυτή οδήγησε τελικά την πράξη σε ακυρότητα. Ο λόγος αυτός από μόνος του, δηλαδή το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε υπ’ όψη της στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της από αναρμόδιο πρόσωπο, οδηγεί τη ληφθείσα απόφαση σε ακύρωση.
Το κύριο όμως θέμα που χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο η επιστολή του Προέδρου της Βουλής συνιστά παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για τους σκοπούς διάκρισης της πολιτικής εξουσίας και της διοικητικής λειτουργίας, η θέση του Προέδρου της Βουλής συνιστά πολιτικό αξίωμα, αφού η έννοια του πολιτικού αξιώματος δεν εξαντλείται μόνο στα αξιώματα της εκτελεστικής εξουσίας. Θα πρέπει από την αρχή να διαχωρήσουμε ότι, όταν αναφερόμαστε σε παρέμβαση δε σημαίνει ότι θεωρούμε ότι ο Πρόεδρος της Βουλής είχε πρόθεση να παρέμβει και επηρεάσει το έργο της Επιτροπής. Ο Πρόεδρος της Βουλής απέστειλε προς το Γενικό Διευθυντή της Βουλής τις εκτιμήσεις του αναφορικά με τις ικανότητες του συγκεκριμένου υπάλληλου, χωρίς να εισηγηθεί τη διαβίβαση των εκτιμήσεών του προς την Επιτροπή. Η παρέμβαση έχει ουσιαστικά υλοποιηθεί με την πράξη του Γενικού Διευθυντή της Βουλής να θέσει τη συγκεκριμένη επιστολή ενώπιον της Επιτροπής.
Η συγκεκριμένη επιστολή αναμφίβολα λήφθηκε υπ’ όψη από την Επιτροπή κι αυτό φαίνεται από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στο σχετικό πρακτικό. Η Επιτροπή παραδέχεται ότι προσήγγισε το όλο θέμα υπό το φως της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας ημερ. 22.5.1984, για μη ανάμειξη της πολιτικής ηγεσίας σε θέματα διορισμών και προαγωγών, σημειώνοντας ωστόσο ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Πρόεδρος της Βουλής από τη μια δεν προέβη ο ίδιος σε οποιοδήποτε διάβημα και ότι, εν πάση περιπτώσει, η αναφορά αφορούσε την αξιολόγηση της εργασίας εκτάκτου υπαλλήλου. Η χρήση της λέξης “ωστόσο” που την ερμηνεύουμε ότι σημαίνει “παρά ταύτα, παρ’ όλα αυτά, μολοντούτο, ουκ ήττον” (Θεολ. Bοσταντζόγλου, Aντιλεξικόν, Δεύτερη Έκδοση, παραγρ. 31) υποδεικνύει ακριβώς το γεγονός ότι η Επιτροπή, παρά τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, έλαβε υπ’ όψη το περιεχόμενο της συγκεκριμένης επιστολής, την οποία όμως δε θεώρησε ως παρέμβαση [*212]αφού “ο Πρόεδρος της Βουλής δεν προέβη ο ίδιος σε οποιοδήποτε διάβημα” και αφού “η αναφορά του αφορούσε στην αξιολόγηση της εργασίας υπαλλήλου”. Θεωρούμε ότι το γεγονός της μη αναφοράς, στο κείμενο της τελικής απόφασης της Επιτροπής για διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους, της επιστολής του Προέδρου της Βουλής, ως ενός των στοιχείων που έλαβε υπ’ όψη, δεν αποδεικνύει ότι η επιστολή αυτή δεν ελήφθη υπ’ όψη. Επισημαίνουμε ότι η λέξη “προσέγγισε” που χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή δε σημαίνει ότι η Επιτροπή απέρριψε ή δεν έλαβε υπ’ όψη, αλλά αντίθετα ότι την έλαβε υπ’ όψη μέσα στα πλαίσια που εξηγεί η συνέχεια του πρακτικού. Η έννοια του σχετικού αποσπάσματος είναι ακριβώς ότι η Επιτροπή, άνκαι είχε κατά νου τη σχετική γνωμοδότηση που απαγορεύει την ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας, παρά ταύτα αποφάσισε να τη λάβει υπ’ όψη για τους λόγους που εκτίθενται. Ότι δηλαδή, ο Πρόεδρος της Βουλής δεν προέβη ο ίδιος σε οποιοδήποτε διάβημα και ότι η αναφορά αφορούσε την αξιολόγηση εκτάκτου υπαλλήλου. Συζητήσαμε ήδη το θέμα της αξιολόγησης. Θεωρούμε το γεγονός, ότι ο Πρόεδρος της Βουλής δεν προέβη ο ίδιος σε διάβημα προς την Επιτροπή, δεν επηρεάζει την όλη κατάσταση. Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της απόφασης της Επιτροπής. Αν οποιαδήποτε ενέργεια προσώπου με πολιτικό αξίωμα έχει ως αποτέλεσμα τον επηρεασμό της Επιτροπής, η απόφαση πάσχει. Στο κάτω κάτω, ουσιαστικό αποτέλεσμα οποιασδήποτε παρέμβασης πολιτικού προσώπου είναι η πληροφόρηση των μελών της Επιτροπής περί της ύπαρξης και εκδήλωσης του ενδιαφέροντος του συγκεκριμένου πολιτικού για το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Απόδειξη του ότι η συγκεκριμένη επιστολή επηρέασε την Επιτροπή στην απόφασή της συνιστά και το γεγονός ότι ένα από τα απαιτούμενα στο σχετικό σχέδιο υπηρεσίας προσόντα είναι και “η ικανότης εις την μετά σαφηνείας και ταχύτητος σύνταξιν εγγράφων, αναφορών, μνημονίων, επιστολών, εκθέσεων, κ.λ.π.” προσόν το οποίο σε κανένα άλλο από τα ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία αναφέρεται ότι κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος, πλην της συγκεκριμένης επιστολής του Προέδρου της Βουλής. Εξ άλλου ο Γενικός Διευθυντής της Βουλής, η σύσταση του οποίου ελήφθη υπ’ όψη, παραδέκτηκε στην Επιτροπή ότι με το ενδιαφερόμενο μέρος έμμεση μόνο επαφή είχε.
Η επιστολή του Προέδρου της Βουλής, η οποία απευθυνόταν προς το Γενικό Διευθυντή της Βουλής και όχι στην ίδια την Επιτροπή, δεν αποτελούσε παρέμβαση στο έργο της Επιτροπής, μέχρις ότου τέθηκε από το Γενικό Διευθυντή ενώπιον των μελών της. Η [*213]ορθή τακτική που έπρεπε να ακολουθήσει ο Γενικός Διευθυντής θα ήταν, αν ήθελε, να χρησιμοποιήσει το περιεχόμενο της επιστολής για να σχηματίσει τη δική του γνώμη, την οποία στη συνέχεια θα είχε κάθε δικαίωμα να εκθέσει ενώπιον της Επιτροπής, χωρίς βέβαια οποιανδήποτε αναφορά στο περιεχόμενο της επιστολής.
Ανακεφαλαιώνοντας καταλήγουμε ότι αν η επιστολή θεωρηθεί, όπως και θεωρήθηκε από την Επιτροπή, ως αξιολόγηση υπάλληλου, η απόφαση πάσχει γιατί βασίστηκε σε αξιολόγηση από αναρμόδιο όργανο. Αν δε θεωρηθεί αξιολόγηση τότε συνιστά παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία, γεγονός που και πάλιν οδηγεί την απόφαση σε ακυρότητα.
Εν όψει των πιο πάνω θεωρούμε ότι τόσο η πρωτόδικη απόφαση, όσο και η υπό εξέταση απόφαση της Επιτροπής θα πρέπει να ακυρωθούν. Η έφεση επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ακυρούται. Τα έξοδα της έφεσης θα βαρύνουν τους εφεσίβλητους.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στα επόμενα η Ε.Δ.Υ.), με απόφαση ημερομηνίας 30 Οκτωβρίου, 1990, επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Γιαννάκη Γεωργιάδη για διορισμό στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Διευθυντή Υπηρεσίας Διεθνών Σχέσεων, Βουλή των Αντιπροσώπων. Ο διορισμός συντελέστηκε με περαιτέρω απόφαση ημερομηνίας 30 Νοεμβρίου, 1990. Και δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 21 Δεκεμβρίου, 1990.
Ο εφεσείων, που ήταν ένας από τους υποψηφίους, προσέβαλε την απόφαση διορισμού. Προέβαλε, ανάμεσα σε άλλα, ότι παρεισέφρησε στη διαδικασία, προς όφελος του ενδιαφερόμενου προσώπου, πολιτική ανάμειξη η οποία επέδρασε στην τελική κρίση. Η θέση αυτή εξέφραζε την άποψη του εφεσείοντος αναφορικά με την υφή και τη σημασία συγκεκριμένης εξέλιξης, τα βασικά στοιχεία της οποίας δεν αμφισβητήθηκαν. Το πρωτόδικο δικαστήριο δε συμμερίστηκε την άποψη. Αυτό αποτελεί ένα από τους λόγους έφεσης. Με τον οποίο θα ασχοληθώ στη συνέχεια.
Αρχίζω με μία σύντομη έκθεση των γεγονότων. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προσλήφθηκε τον Δεκέμβριο του 1987 με σύμβαση για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων και παρέμεινε εκεί μέχρι το διορισμό του στην υπό συζήτηση θέση. Κάτω από εκείνο το καθεστώς δεν υποβαλόταν θεσμικά σε αξιολόγηση. Δεν κάλυπτε δηλαδή την περίπτωσή [*214]του ο τότε εν ισχύϊ νόμος που ήταν ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1967, όπως είχε τροποποιηθεί. Και παρέμενε το ζήτημα ανοικτό. Αν πάντως υπηρετούσε στον ιδιωτικό τομέα, θα του παρείχετο η δυνατότητα να εφοδιάσει την Ε.Δ.Υ. με σύσταση του εργοδότη του αναφορικά με την προσφορά του. Ήταν με αυτά τα δεδομένα που, ενόψει της υποψηφιότητας του κ. Γ. Γεωργιάδη για διορισμό στη νέα θέση, ο τότε Πρόεδρος της Βουλής απέστειλε στο Γενικό Διευθυντή της Βουλής - που δεν ήταν όμως και προϊστάμενος του ενδιαφερομένου - την ακόλουθη επιστολή, ημερ. 11 Μαΐου, 1990:
“Γενικό Διευθυντή
Βουλής Αντιπροσώπων,
Ο κ. Γιαννάκης Γεωργιάδης εργάζεται στο γραφείο μου από το Δεκέμβριο του 1987.
Από τη συνεργασία μας έχω διαπιστώσει ότι πρόκειται για ένα πολύ καταρτισμένο, ευσυνείδητο και σκληρά εργαζόμενο υπάλληλο.
Αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και ευθύνες και έδειξε ότι διαθέτει ισχυρή προσωπικότητα και ικανότητες στην οργάνωση γραφείου και διεύθυνση προσωπικού. Γνωρίζει άριστα τη γαλλική γλώσσα και αρκετά καλά την αγγλική.
Η ευρεία γνώση του πάνω σε πολιτικά, οικονομικά και διεθνή θέματα τον έκαμαν πολύτιμο συνεργάτη μου.
Είναι ικανός να συντάσσει με ταχύτητα και σαφήνεια έγγραφα, μνημόνια, εκθέσεις κλπ.
Πιστεύω ότι η μόνιμη αξιοποίησή του στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποβεί όχι μόνο προς δικό του όφελος, αλλά και προς όφελος της Δημόσιας Υπηρεσίας.
Δρ Βάσος Λυσσαρίδης
Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων”
Ο Γενικός Διευθυντής την απέστειλε εν συνεχεία στην Ε.Δ.Υ. με την εξής συνοδευτική επιστολή, ημερ. 16 Μαΐου, 1990:
“Πρόεδρο Επιτροπής
Δημόσιας Υπηρεσίας,
[*215]
Ο Πρόεδρος της Βουλής, με βάση τον Προϋπολογισμό του 1987, εδικαιούτο να προσλάβει δυο υπαλλήλους για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο Γραφείο του και για περίοδο που δε θα υπερέβαινε τη δική του θητεία.
Ο ένας από τους δυο αυτούς υπαλλήλους που προσλήφθηκαν είναι ο κ. Γιαννάκης Γεωργιάδης.
Ο κ. Γεωργιάδης είναι υποψήφιος για τη θέση Διευθυντή Υπηρεσίας Διεθνών Σχέσεων της Βουλής.
Στις 11 Μαΐου 1990, ο Πρόεδρος της Βουλής με επιστολή του προς εμέ προβαίνει σε αξιολόγηση του κ. Γεωργιάδη.
Σας διαβιβάζω αντίγραφο της επιστολής αυτής για τα καθ’ υμάς.
Γενικός Διευθυντής
Βουλής Αντιπροσώπων”
Η Ε.Δ.Υ., σε συνεδρίαση της ημερ. 19 Οκτωβρίου, 1990, σημείωσε σχετικά με αυτή την εξέλιξη:
“Η Επιτροπή προσέγγισε το θέμα υπό το φως της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας με ημερομηνία 22.5.84 για ‘μη ανάμιξη της πολιτικής ηγεσίας σε θέματα διορισμών και προαγωγών’, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι στην προκείμενη περίπτωση ο Πρόεδρος της Βουλής δεν προέβη ο ίδιος σε οποιοδήποτε διάβημα προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και ότι εν πάση περιπτώσει η αναφορά του αφορούσε στην αξιολόγηση της εργασίας έκτακτου υπαλλήλου, ο οποίος είχε προσληφθεί για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο Γραφείο του Προέδρου της Βουλής με βάση τον Προϋπολογισμό του 1987.”
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε το μεμπτό σε αυτή την προσέγγιση της Ε.Δ.Υ. Ανέφερε σχετικά:
“Η Ε.Δ.Υ. .......... δε θεώρησε την επιστολή ως ανάμειξη του Προέδρου της Βουλής στο θέμα του διορισμού, αλλά ως αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου προσώπου, που ήταν έκτακτος υπάλληλος και εκτελούσε ειδικά καθήκοντα στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής .................................... Δε βρίσκω τίποτε το μεμπτό στην προσέγγιση αυτή του θέματος από την Ε.Δ.Υ. υπό τις περιστά[*216]σεις της υποθέσεως και λαμβανομένου υπόψη ότι η επιστολή του Προέδρου της Βουλής δεν απευθύνετο στην Ε.Δ.Υ., αλλά στο Γενικό Διευθυντή της Βουλής, που ήταν το πρόσωπο που έπρεπε να γνωρίζει και να αξιολογήσει την εργασία του ενδιαφερόμενου προσώπου.”
Κατά την ενώπιόν μας συζήτηση της έφεσης, κοινή ήταν η θέση ότι πράγματι η πολιτική ανάμειξη σε διορισμούς και προαγωγές στη Δημόσια Υπηρεσία είναι ανεπίτρεπτη και καθιστά ακυρώσιμη απόφαση που λήφθηκε υπό την επίδρασή της. Αυτό άλλωστε υπογραμμίζει και η νομολογία: βλ. Frangoulides (No. 2) v. Republic (1966) 3 C.L.R. 676, C.T.O v. HjiDemetriou (1987) 3 C.L.R. 780, ΡΙΚ ν. Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159 και Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη Α.Ε. 2137, ημερ. 21 Μαΐου 1996 στην οποία εξηγείται η προηγούμενη νομολογία χωρίς διαφορά, σε ό,τι εδώ ενδιαφέρει, μεταξύ της απόφασης της πλειοψηφίας και της απόφασης της μειοψηφίας. Τόσο όμως η συνήγορος της Δημοκρατίας, όσο και ο συνήγορος του ενδιαφερόμενου προσώπου εισηγήθηκαν, πρώτο ότι δεν υπήρξε εν προκειμένω πολιτική ανάμειξη. και δεύτερο ότι εάν επικρατούσε αντίθετη άποψη, δεν επέδρασε η πολιτική ανάμειξη στη λήψη της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης.
Υποστήριξη για την πρώτη εισήγηση αντλήθηκε από το ότι ο Πρόεδρος της Βουλής είχε απευθυνθεί όχι προς την Ε.Δ.Υ. αλλά προς τον Γενικό Διευθυντή της Βουλής, δηλαδή, εκείνον τον οποίο θεώρησε ως υπηρεσιακά αρμόδιο να λάβει γνώση για την προσφορά του ενδιαφερομένου προσώπου, προσφορά για την οποία ο μόνος που θα μπορούσε να παράσχει στοιχεία ήταν ο ίδιος ο Πρόεδρος της Βουλής. Που σήμαινε, σύμφωνα με την εισήγηση, όχι μόνο την έλλειψη πρόθεσης για ανάμειξη στο έργο διορισμού αλλά και ότι το διάβημα καθαυτό δε θα μπορούσε εξ αντικειμένου να καταταχθεί ως ανάμειξη. Το αν εσφαλμένα ενήργησε ο Γενικός Διευθυντής της Βουλής αποστέλλοντας την επιστολή του Προέδρου στην Ε.Δ.Υ., συνεχίζει η εισήγηση, δε θα μπορούσε να μετατρέψει σε ανάμειξη, διάβημα το οποίο μέσα στα όρια που συντελέστηκε δεν προοριζόταν να έχει και δεν είχε αυτή την υφή.
Η δεύτερη εισήγηση έχει δύο άξονες. Τον ένα τον αποτελεί το πρακτικό της Ε.Δ.Υ., ημερ. 19 Οκτωβρίου, 1990, στο οποίο σημειώνεται ότι αυτή προσέγγισε το θέμα έχοντας υπόψη πως η πολιτική ανάμειξη ήταν ανεπίτρεπτη. Κατά το συνήγορο του ενδιαφερόμενου προσώπου, η Ε.Δ.Υ. δήλωνε με αυτό τον τρόπο, ότι απέβαλλε από τη σκέψη της το περιεχόμενο της επιστολής του Προέδρου της Βουλής, όπως άλλωστε το ίδιο θα έπραττε και δικαστής εφόσον πε[*217]ριέρχετο σε γνώση του στοιχείο το οποίο δε θα μπορούσε να προσμετρήσει στην κρίση. Και έτσι θεραπευόταν η κατάσταση. Τον άλλο άξονα αποτελεί η άποψη ότι εν τέλει η Ε.Δ.Υ., εξειδικεύοντας τα όσα έλαβε υπόψη στη λήψη της απόφασής της, δε συμπεριέλαβε την επιστολή του Προέδρου της Βουλής. Στο σχετικό μέρος του πρακτικού της συνεδρίας της Ε.Δ.Υ., ημερ. 30 Οκτωβρίου, 1990, αναφέρονται τα εξής:
“Η Επιτροπή εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο Πλήρωσης της θέσης, από τις αιτήσεις και τα δικαιολογητικά των υποψήφιων, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τις Εμπιστευτικές Εκθέσεις των υποψήφιων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, και έλαβε επίσης υπόψη τα πορίσματα της Τμηματικής Επιτροπής και την απόδοση των υποψήφιων στις συνεντεύξεις τους ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων και απόψεων του Γενικού Διευθυντή της Βουλής.”
Ως προς την πρώτη εισήγηση, έχω την άποψη πως η έννοια της πολιτικής ανάμειξης στο έργο της Ε.Δ.Υ. δεν εξαντλείται στην άμεση ή ακόμα και έμμεση παρέμβαση που προορίζεται να επιδράσει στο έργο της Ε.Δ.Υ., αλλά εκτείνεται ευρύτερα, καλύπτοντας και τις περιπτώσεις όπου, είτε εκ της εσφαλμένης ενέργειας τρίτου - όπως εδώ - είτε ακόμα και εντελώς τυχαία περιέρχεται σε γνώση της Ε.Δ.Υ. η άποψη της πολιτικής ηγεσίας αναφορικά με την καταλληλότητα ή όχι υποψηφίου. Χωρίς αυτή την ευρύτητα θα αφηνόταν χώρος για την επενέργεια ανεπιθύμητης επίδρασης. Δε σημαίνει ωστόσο ότι, όπου σημειώνεται πολιτική ανάμειξη, τότε παραμένει χωρίς αντίδοτο η αντίστοιχη επίδραση, ώστε να καθίσταται αναπόφευκτα μεμπτή η διαδικασία. Ο απερίφραστος από την Ε.Δ.Υ. παραμερισμός των όποιων στοιχείων της πολιτικής ανάμειξης, με σχετική προς τούτο σημειωθείσα δήλωση, η οποία, όσο και αν μπορεί να μοιάζει συμβολική, πρέπει να θεωρείται ως συνεπαγόμενη και πραγματικό αντίκρυσμα - εκτός αν άλλως φανεί στην πορεία - εξυπηρετεί την περίσταση, διατηρώντας έτσι τη δυνατότητα συνέχισης της αρμόδιας λειτουργίας.
Στην προκείμενη περίπτωση η Ε.Δ.Υ. απέτυχε, κατά την άποψή μου, με ό,τι αναγράφεται στο πρακτικό της συνεδρίασής της, ημερ. 19 Οκτωβρίου, 1990, να παραμερίσει την πολιτική επίδραση. Κι αυτό αποβαίνει κρίσιμο. Ενώ μνημονεύεται η αρχή που διέπει το θέμα και αναφέρεται ότι προσεγγίστηκε ανάλογα, εντούτοις από τις εξηγήσεις που ακολουθούν στο πρακτικό, η Ε.Δ.Υ. δε φαίνεται να αναγνώρισε και να ταξινόμησε ό,τι συ[*218]νέβηκε ως πολιτική ανάμειξη, θεωρώντας το εν τέλει ως “αξιολόγηση της εργασίας έκτακτου υπαλλήλου”. Σε τούτο ορθά ήταν που διέγνωσε το πρωτόδικο δικαστήριο λέγοντας ότι: “Η Ε.Δ.Υ. ..... δε θεώρησε την επιστολή ως ανάμειξη του Προέδρου της Βουλής στο θέμα διορισμού αλλά ως αξιολόγηση του ενδιαφερομένου προσώπου ....” Λανθασμένα όμως, κατά την άποψη μου, ήταν, πρέπει να πω με σεβασμό, που κατέληξε ότι δεν υπήρχε “τίποτε το μεμπτό στην προσέγγιση αυτή του θέματος από την Ε.Δ.Υ.”
Ούτε και με τη δεύτερη εισήγηση, η οποία αναφέρεται στο τελικό στάδιο της διαδικασίας μπορώ να συμφωνήσω. Το πρόβλημα της πολιτικής ανάμειξης παρέμεινε και συνεχίστηκε. Τα όσα εκτίθενται στο πρακτικό της συνεδρίασης ημερ. 30 Οκτωβρίου, 1990 ότι λήφθηκαν υπόψη, όχι μόνο δεν αποκλείουν τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στην επιστολή του Προέδρου της Βουλής, αλλά αντίθετα αφήνουν να εννοηθεί η συμπερίληψή τους. Και τούτο διότι, όπως εξειδικεύεται στο πρακτικό, τα ουσιώδη στοιχεία που η Ε.Δ.Υ. εξέτασε προέρχονταν ανάμεσα σε άλλα και από τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων. Σε εκείνο του ενδιαφερομένου προσώπου συμπεριλαμβανόταν και η επιστολή του Προέδρου της Βουλής.
Καταλήγω λοιπόν ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση της Ε.Δ.Υ. τελεί υπό τη σκιά επίδρασης από πολιτική ανάμειξη, που θίγει την εγκυρότητά της.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του εφεσείοντος, μόνο εναντίον της Δημοκρατίας. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Και εγώ καταλήγω ότι η έφεση πρέπει να επιτραπεί, η πρωτόδικη απόφαση να παραμεριστεί και η επίδικη διοικητική απόφαση να ακυρωθεί. Δε θα επαναλάβω τα γεγονότα που συνθέτουν τη διαφορά και στοιχειοθετούν τα επίδικα θέματα. Αυτά αναφέρονται και οι προεκτάσεις τους διαγράφονται στις αποφάσεις των Δικαστών Νικολαΐδη και Νικολάου. Διαπιστώνεται ότι η Ε.Δ.Υ., στην αποτίμηση της υποψηφιότητας του ενδιαφερομένου προσώπου, έλαβε υπόψη την αξιολόγηση της υπηρεσίας του από τον Πρόεδρο της Βουλής, στο γραφείο του οποίου υπηρετούσε και τη σύσταση για τη μόνιμη αξιοποίησή του στη Δημόσια Υπηρεσία. Αυτό άλλωστε βεβαιώνεται και από τον πρωτόδικο Δικα[*219]στή, ο οποίος αποδέχτηκε την αξιολόγηση ως παραδεκτό στοιχείο κρίσης για την προσμέτρηση της αξίας και των προσόντων του ενδιαφερομένου προσώπου και γενικά των διεκδικήσεών του για διορισμό στην υπό πλήρωση θέση.
Υιοθετείται η θέση, όπως διαφαίνεται από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, εφόσο επρόκειτο για αξιολόγηση και όχι ηθελημένη παρέμβαση φορέα της πολιτικής εξουσίας για τον επηρεασμό της απόφασης της Ε.Δ.Υ., δεν παρεμβαλλόταν λόγος αρχής, ο οποίος να καθιστά απαράδεκτο το συνυπολογισμό της αξιολόγησης του Προέδρου της Βουλής στην επιλογή της Ε.Δ.Υ.
Η θεώρηση του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνωρίζει το θεσμικό διαχωρισμό, ο οποίος καθιερώνεται από το Σύνταγμα, όπως έχει, κατ’ επανάλειψη, αναγνωρίσει η νομολογία μεταξύ πολιτικής εξουσίας αφενός και διοικητικής λειτουργίας, ως προς τη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας αφετέρου. Ο διαχωρισμός εκτείνεται σε κάθε θέμα που άπτεται της πλήρωσης θέσης στη Δημόσια Υπηρεσία, περιλαμβανομένων και προπαρασκευαστικών πράξεων, όπως η αξιολόγηση της υπηρεσίας δημοσίων υπαλλήλων. Στη Charilaos Frangoulides (No. 2) v. The Republic of Cyprus, through The Public Service Commission (1966) 3 C.L.R. 676 ειδικά κρίθηκε ότι αποκλείεται η συμμετοχή φορέα πολιτικής εξουσίας, σ’ εκείνη την περίπτωση Υπουργού, στην αξιολόγηση της υπηρεσίας δημοσίων υπαλλήλων, μέσω των εμπιστευτικών εκθέσεων.
Ο διαχωρισμός αυτός αντανακλάται και στους ισχύσαντες περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμους - (βλ. Άρθρο 45 του Ν. 33/67 και Άρθρο 50 του Ν. 1/90), οι οποίοι κατέστησαν την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων αποκλειστική αρμοδιότητα της διοίκησης.
Σκοπός του διαχωρισμού είναι ο διαχρονικός αποκλεισμός κάθε μορφής πολιτικής επιρροής στη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας. Διαφωτιστικές, ως προς τις παραμέτρους του διαχωρισμού, είναι και οι αποφάσεις στις ΡΙΚ ν. Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159· Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239· Νικολάου ν. Δημοκρατίας - (Υπόθεση Αρ. 692/92 - 22/10/92)· Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579· και Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (Α.Ε. 2137 - 21/5/96).
Τι συνιστά πολιτικό αξίωμα, είχαμε την ευκαιρία να το πραγματευθούμε στην Pavlou & Another v. Returning Officer and Other [*220](1987) 1 C.L.R. 252. Ο Πρόεδρος της Βουλής συνιστά φορέα πολιτικής εξουσίας. Η αξιολόγηση του ενδιαφερομένου προσώπου από τον Πρόεδρο της Βουλής και η συναφής σύσταση προερχόταν από τον κάτοχο πολιτικού αξιώματος και ήταν για το λόγο αυτό απαράδεκτη ως στοιχείο κρίσης του ενδιαφερομένου προσώπου. Υπεισήλθε, επομένως, στην αξιολόγηση της υποψηφιότητας του ενδιαφερομένου προσώπου εξωγενές στοιχείο κρίσης, ο συνυπολογισμός του οποίου κατέστησε την απόφαση τρωτή, υποκείμενη σε ακύρωση.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο