Bασιλείου Στέλιος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 236

(1997) 3 ΑΑΔ 236

[*236]18 Ιουνίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η Αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1774)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί/Προαγωγές — Θέση Ανώτερου Λειτουργού Αεροπορικών Μεταφορών — Αξιολόγηση υποψηφίων — Σχέδιο υπηρεσίας — Εφεσείων κάτοχος των απαιτούμενων προσόντων, του πλεονεκτήματος και είχε επίσης τη σύσταση του Διευθυντή — Μη πλήρωση της θέσης από την Ε.Δ.Υ. — Εσφαλμένη ερμηνεία δήλωσης του Διευθυντή από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την καταλληλότητα των υποψηφίων — Έλλειψη αιτιολογίας — Ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.

Aιτιολογία Διοικητικής Πράξης — Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί/Προαγωγές — Αξιολόγηση υποψηφίων — Προφορικές συνεντεύξεις — Η γενική εντύπωση της Ε.Δ.Υ., για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη πρέπει να αιτιολογείται, για να αποτελεί παραδεκτό στοιχείο κρίσεως — Ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν. 1/90), Άρθρο 34(10).

Η δήλωση του Διευθυντή ότι “θα προτιμούσε καλύτερο υλικό”, ερμηνεύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έκρινε τους υποψηφίους κατάλληλους για την πλήρωση της επίδικης θέσης, με αποτέλεσμα, να επικυρώσει την απόφαση της Ε.Δ.Υ. να μην προχωρήσει στην πλήρωσή της, λόγω ακαταλληλότητας των υποψηφίων.  Οι λόγοι για τους οποίους η Ε.Δ.Υ. πήρε την πιο πάνω απόφαση δεν αναφέρονται.

Ο εφεσείων, ο οποίος κατείχε τα προσόντα, το πλεονέκτημα και τη σύσταση του Διευθυντή, αμφισβήτησε την πρωτόδικη απόφαση.

[*237]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επέτρεψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  H δήλωση του Διευθυντή δεν εξυπακούει αμφισβήτηση της καταλληλότητας των υποψηφίων και δη των συστηθέντων, γεγονός που θα ήταν άλλωστε αντινομικό προς τη σύσταση του Διευθυντή.

2.  Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης της Ε.Δ.Υ. επεξηγεί τα προσόντα που απαιτούνται για επιτυχή εκπλήρωση των καθηκόντων της θέσης και δηλώνει την ακαταλληλότητα των υποψηφίων να ανταποκριθούν σ’ αυτά.  Η έλλειψη όμως αιτιολογίας, την καθιστά τρωτή.

3.  Η γενική εντύπωση της Ε.Δ.Υ. για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση - στοιχείο που λήφθηκε υπόψη στη λήψη της επίδικης απόφασης - δεν αιτιολογείται, κατ’ αντίθεση προς τις σχετικές διατάξεις του Άρθρου 34(10) του Ν. 1/90.  Η παράλειψη της Ε.Δ.Υ., καθιστά την προφορική εξέταση απαράδεκτο στοιχείο κρίσης, το οποίο συνιστά πρόσθετο λόγο για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,

Δημοκρατία v. Αναστασιάδου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119,

Πιπερίδης v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134,

Κυριακίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Στυλιανίδης, Δ.) η οποία δόθηκε στις 19 Mαρτίου, 1993 (Προσφυγή Aρ. 62/92) με την οποία επικυρώθηκε απόφαση της E.Δ.Y. να μην προχωρήσει σε πλήρωση δύο κενών θέσεων Aνώτερου Λειτουργού Aεροπορικών Mεταφορών, λόγω ακαταλληλότητας των υποψηφίων.

A. Σ. Aγγελίδης, για τον Eφεσείοντα.

Μ. Τσιάππα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για τους Eφεσίβλη[*238]τους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Ο εφεσείων ήταν υποψήφιος για την πλήρωση δύο κενών θέσεων Ανώτερου Λειτουργού Αεροπορικών Μεταφορών, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή τον περιέλαβε στον κατάλογο των συστηνομένων, τον οποίο υπέβαλε στην Ε.Δ.Υ.

Καθοδηγούμενη από τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τα ενώπιόν της στοιχεία, η Ε.Δ.Υ. προσκάλεσε, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, τους συστηθέντες και τρεις από τους υπόλοιπους υποψηφίους σε προφορική εξέταση.

Στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής διαπιστώνεται, μεταξύ άλλων, ότι ο εφεσείων κατείχε τόσο τα απαιτούμενα προσόντα όσο και το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα, δηλαδή γνώση σε θέματα πολιτικής αεροπορίας.

Ο εφεσείων ήταν ένας από τους δύο υποψηφίους, τους οποίους ο Διευθυντής Πολιτικής Αεροπορίας σύστησε για την πλήρωση των ισάριθμων θέσεων.

Η Ε.Δ.Υ. έκρινε, “υπό το φως των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας”, ότι κανένας από τους υποψηφίους, περιλαμβανομένων και των συστηθέντων από το Διευθυντή, δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί με επάρκεια στα καθήκοντα της θέσης. Συνεπώς, όλοι οι υποψήφιοι, περιλαμβανομένων και των συστηθέντων από το Διευθυντή, κρίθηκαν ακατάλληλοι για διορισμό ή προαγωγή στη θέση.  Και, ενασκώντας την εξουσία την οποία της παρέχει η επιφύλαξη του εδαφίου (9) του Άρθρου 34 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), δεν προέβη στην πλήρωση των κενών θέσεων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την απόφαση παραδεκτή και απέρριψε την προσφυγή.  Το στοιχείο που επέδρασε, κατά κύριο λόγο, στην απόφαση του Δικαστηρίου προσδιορίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης:-

“Περαιτέρω, ο Διευθυντής δήλωσε ότι οι συστάσεις στις οποίες προβαίνει, καθώς και οι αξιολογήσεις, είναι συγκριτικές και θα προτιμούσε να είχε καλύτερο υλικό.”

[*239]Το Δικαστήριο ερμήνευσε την προαναφερθείσα δήλωση του Διευθυντή ως υποδηλώνουσα ακαταλληλότητα των υποψηφίων για την πλήρωση των θέσεων, όπως ρητά αναφέρεται στην απόφασή του:-

“Η δήλωσή του ότι θα προτιμούσε καλύτερο υλικό δείχνει πως δεν έκρινε τους υποψήφιους κατάλληλους για την πλήρωση της θέσης.”

Διαφωνούμε ότι η δήλωση του Διευθυντή είναι δεκτική αυτής της ερμηνείας.  Και η δικηγόρος της Δημοκρατίας συμφώνησε, κατά την ακρόαση, ότι η σχετική δήλωση του Διευθυντή δεν επιδέχεται αυτή την ερμηνεία. Η δήλωση δεν εξυπακούει αμφισβήτηση της καταλληλότητας των υποψηφίων και δη των συστηθέντων, γεγονός που θα ήταν άλλωστε, αντινομικό προς αυτή τούτη τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία διατυπώνεται χωρίς επιφύλαξη:-

“Ο Διευθυντής, προτού αποχωρήσει από τη συνεδρίαση, σύστησε για προαγωγή στην πιο πάνω θέση την Αττεσλή Ειρήνη και το Βασιλείου Στέλιο.”

Ούτε η ίδια η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προσέδωσε στην προαναφερθείσα δήλωση του Διευθυντή την ερμηνεία που της απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. 

Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ε.Δ.Υ, το μόνο το οποίο άπτεται της καταλληλότητας των συστηθέντων για διορισμό ή προαγωγή, είναι το ακόλουθο:-

“Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω, έκρινε ότι, υπό το φως των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας, ούτε οι συστηθέντες, ούτε οι άλλοι υποψήφιοι έχουν την ικανότητα να αναταποκριθούν με επάρκεια στα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης.  Ιδιαίτερα, η Επιτροπή σημείωσε ότι πρόκειται για θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, της οποίας τα καθήκοντα και οι ευθύνες είναι αυξημένα και σοβαρά και θα αναμένετο από τους υποψήφιους να είναι σε θέση να ανταποκριθούν σ’ αυτά επαρκώς, ασκώντας οργανωτική και διοικητική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και ευθυκρισία, όπως προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.”

Το απόσπασμα είναι επεξηγηματικό των προσόντων και ιδιοτήτων που απαιτούνται για την επιτυχή εκπλήρωση των καθηκόντων της θέσης και δηλωτικό της ακαταλληλότητας των υποψηφίων να ανταποκριθούν σ’ αυτά.  Δεν αναφέρει όμως, τους λόγους για τους [*240]οποίους οι υποψήφιοι και ειδικά οι συστηθέντες ήταν ακατάλληλοι να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της θέσης ή να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της.  Ο εφεσείων κατείχε τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, περιλαμβανομένου του πλεονεκτήματος και είχε επιπρόσθετα τη σύσταση της προϊσταμένης Αρχής. 

Το εύρημα της Ε.Δ.Υ., ότι ο εφεσείων ήταν ακατάλληλος για προαγωγή στη θέση, δεν αιτιολογείται, όπως αναγνωρίστηκε και από τη δικηγόρο της Δημοκρατίας κατά την ακρόαση της έφεσης.  Το γεγονός αυτό καθιστά την επίδικη διοικητική απόφαση τρωτή και υποκείμενη σε ακύρωση.

Συντρέχει και δεύτερος λόγος για τον οποίο πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση.  Η γενική εντύπωση της Ε.Δ.Υ. για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, περιλαμβανομένου και του εφεσείοντα, δεν αιτιολογείται, κατ’ αντίθεση προς τις σχετικές διατάξεις του νόμου (Άρθρο 34(10) του Ν. 1/90).  Η παράλειψη της Ε.Δ.Υ. εκτρέπει την αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης από τα θέσμια του νόμου και την καθιστά απαράδεκτο στοιχείο κρίσεως.  Η Ε.Δ.Υ. άχθηκε στην απόφασή της υπό το φως, όπως αναφέρει, όλων των στοιχείων που εξειδικεύονται στο πρακτικό της, μεταξύ των οποίων και των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης. 

Εφόσο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης επενέργησε ουσιωδώς απαράδεκτο στοιχείο κρίσεως, αυτό συνιστά πρόσθετο λόγο για την ακύρωσή της - (βλ., μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574· Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119· Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134· Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298).

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνουμε ότι:-

(α)          Η πρωτόδικη  απόφαση είναι εσφαλμένη και κατά συνέπεια, πρέπει να παραμεριστεί· και

(β)          η επίδικη διοικητική απόφαση είναι ανυπόστατη και πρέπει να ακυρωθεί.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο