(1997) 3 ΑΑΔ 250
[*250]30 Ioυνίου, 1997
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΟΡΔΑΝΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ’ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1815)
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Θέση Διευθυντή Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ) — Αξιολόγηση υποψηφίων — Σχέδιο υπηρεσίας — Προσόντα — Πλάνη ως προς την αξία του διπλώματος του ενδιαφερόμενου μέρους — Οδήγησε σε ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης.
Διοικητικό Δίκαιο — Διακριτική εξουσία της Διοίκησης — Εκτίμηση γεγονότων — Εφαρμοστέες αρχές.
Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν κάτοχος του “Diploma in Civil Engineering του Loughborough College of Technology” και Μέλος του “Institution of Civil Engineers” της Αγγλίας. Διορίστηκε στην επίδικη θέση αφού αξιολογήθηκε από την Ε.Δ.Υ. ότι ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, ως κάτοχος προσόντος ισότιμου με πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο και ως Μέλος του I.C.E.
To ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογα επιτρεπτή πάνω στη βάση της αιτιολόγησης της κρίσης της και των στοιχείων προς τα οποία αυτή συναρτήθηκε.
Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η ιδιότητα του Μέλους του Ι.C.E., στην προκείμενη περίπτωση, δε σημαίνει αφ’ εαυτής και κατοχή αναγνωρισμένου πτυχίου, όπως εξειδικεύει ο Οδηγός British Qualifications, λόγω του ότι κατά το 1970, όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έγινε Μέλος του I.C.E., ίσχυαν και εφαρμόζονταν πιο χαλαροί κανονισμοί εγγραφής και χωρίς τη ρητή διευκρίνιση ως προς το ψηλό επίπεδο του ακαδημαϊκού προσόντος που απαιτείτο.
[*251]Οι εφεσίβλητοι και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προσκόμισαν στοιχεία που δεν ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ., για να διαπιστωθεί αν πράγματι υπήρξε πλάνη ως προς την κατοχή του απαιτούμενου προσόντος.
Ο εφεσείων προσκόμισε στοιχεία που επίσης δεν ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ., μόνο για να αποδείξει την ανεπάρκεια της έρευνας της Ε.Δ.Υ.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επέτρεψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. H θεμελίωση ακόμα και του ενδεχόμενου πλάνης στοιχειοθετεί λόγο ακυρότητας. Η πλάνη συνίσταται στην κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι ο Οδηγός από τον οποίο καθοδηγήθηκε, δείχνει το επίπεδο του διπλώματος του ενδιαφερομένου προσώπου. Η πλάνη είναι ουσιώδης, αφού ο Οδηγός ήταν το ένα στοιχείο στο οποίο θεμελιώθηκε η κρίση, πως το δίπλωμα του ενδιαφερομένου προσώπου ικανοποιούσε το σχέδιο υπηρεσίας.
2. Το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να προβεί στη διαμόρφωση πρωτογενούς δικαστικής κρίσης πάνω σε θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ε.Δ.Υ. Ούτε και είναι επιτρεπτή η πιθανολόγηση ως προς το ποία θα μπορούσε να ήταν η κρίση της Ε.Δ.Υ., αν προσέγγιζε το θέμα πάνω στην ορθή πραγματική του βάση.
3. Ο ισχυρισμός του ενδιαφερομένου προσώπου, ότι από τη διασύνδεση του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης που κατέχει με τον περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμο του 1962 (Ν. 41/62), προκύπτει πως έχει ήδη κριθεί ότι κατείχε το προσόν που απαιτείται τώρα, δεν ευσταθεί. Ο εν λόγω Νόμος αναγνώριζε δικαίωμα εγγραφής και σε άλλες περιπτώσεις στις οποίες η δυνατότητα εγγραφής δεν αρκούσε ούτε για τους σκοπούς της κατώτερης θέσης του Ανώτερου Λέκτορα.
4. Η βεβαίωση του Συμβουλίου Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ενεγράφη στο σχετικό μητρώο, βάσει του Ν. 41/62, δεν προωθεί τον ισχυρισμό του ενδιαφερομένου προσώπου για αναγνώριση της ισοτιμίας του διπλώματος που κατέχει, επειδή δε δείχνει τη βάση πάνω στην οποία διορίστηκε στη θέση του Aνώτερου Λέκτορα.
5. Η κατάσταση δε διαφοροποιείται ούτε από την ιδιότητα του ενδιαφερομένου προσώπου ως μέλους του ΕΤΕΚ.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
[*252]Aναφερόμενες υποθέσεις:
Σταύρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 4(A) A.A.Δ. 317,
Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228,
Ιακωβίδης v. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1997) 3 A.A.Δ. 28,
Παπαϊωάννου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (Aρ.2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713,
Christodoulides and Others v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1297,
Δημοκρατία v. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422,
Ευθυμίου v. Δημοκρατίας, Yπόθ . Aρ. 47/94, ημερ. 20.1.95,
Παπαμιλτιάδους v. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, Yπόθ. 61/95, ημερ. 29.11.95.
Έφεση.
Έφεση εναντίον απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Xατζητσαγγάρης, Δ.) που δόθηκε στις 18 Iουνίου, 1993 (Προσφυγή Aρ. 719/91) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα κατά της απόφασης της E.Δ.Y να διορίσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στη θέση Διευθυντή Aνώτερου Tεχνολογικού Iνστιτούτου (A.T.I.).
Π. Λυσάνδρου, για τον Eφεσείοντα.
Λ. Κουρσουμπά, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Eνδιαφερόμενο πρόσωπο.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Απορρίφθηκε πρωτοδίκως η προσφυγή του αιτητή και επικυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για διορισμό/προαγωγή του Δημήτρη Λαζαρίδη [*253]στη θέση Διευθυντή Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ). Οι λόγοι έφεσης αφορούν μόνο σε ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν πρωτοδίκως. Στην κρίση πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε προσόν ισότιμο προς πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο στη Μηχανική ή Επιστήμες που σχετίζονται με ένα τουλάχιστον κλάδο σπουδών του ΑΤΙ.
Ένας από τους υποψήφιους, με επιστολή των δικηγόρων του προς την ΕΔΥ, διατύπωσε εξ αρχής αμφισβήτηση και το θέμα εξετάστηκε ειδικά. Ο χειρισμός φαίνεται στο πιο κάτω απόσπασμα από τα πρακτικά της 9ης Μαΐου 1991.
“Η Επιτροπή έκρινε, καθοδηγούμενη και από τον οδηγό ‘British Qualifications, 15th Edition’, ότι δεν ευσταθεί ο πιο πάνω ισχυρισμός και ότι ο Δημήτρης Λαζαρίδης ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, ως κάτοχος προσόντος ισότιμου με πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο (Diploma in Civil Engineering του Loughborough College of Technology) και δεδομένου ότι αυτός είναι Μέλος του “Institution of Civil Engineers” της Αγγλίας και μία από τις προϋποθέσεις για να γίνει κανείς μέλος του εν λόγω σώματος είναι η κατοχή ακαδημαϊκών προσόντων.”
Πρέπει να προσέξουμε τη χρήση του συμπλεκτικού συνδέσμου “και”. Υπονοεί βέβαια πως η ΕΔΥ καθοδηγήθηκε και από άλλα, τα οποία όμως δεν εξειδικεύει και το ερώτημα είναι ποια είναι αυτά. Προτάθηκαν και ενώπιόν μας διαζευκτικά ερείσματα και θα τα δούμε στο κατάλληλο στάδιο όσο και αν τίποτε δε δείχνει πως πράγματι η ΕΔΥ είχε στρέψει την προσοχή της προς τέτοιες κατευθύνσεις. Θα μας απασχολήσει τώρα η βασική εισήγηση του εφεσείοντα πως εμφιλοχώρησε ουσιώδης πλάνη που δεν εντοπίστηκε πρωτοδίκως.
Τα δυο στοιχεία στα οποία αναφέρεται η ΕΔΥ, διασυνδέονται. Ο Οδηγός British Qualifications, 15th edition” στον οποίο αναφέρεται, προσδιορίζει τα προσόντα που απαιτούνται για την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους του Ιnstitution of Civil Engineers (I.C.E) της Αγγλίας. Αρκεί να επισημανθεί η απαίτηση ως προς τα ακαδημαϊκά προσόντα. Σύμφωνα με τον Οδηγό, πρέπει να μην είναι υποδεέστερος αναγνωρισμένου πτυχίου (recognised degree). Εξ ου και η κρίση της ΕΔΥ πως, αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν μέλος του Ι.C.E ήταν και κάτοχος του ακαδημαϊκού προσόντος που η αποδοχή του σ’ αυτό εξυπακούει. Δηλαδή, τουλάχιστον ισοτίμου προς πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο στον τομέα του. Όμως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατέστη μέλος του I.C.E. το [*254]1970 και τότε ίσχυαν και εφαρμόζονταν διαφορετικοί κανονισμοί εγγραφής. Κατά τον αιτητή, πολύ πιο χαλαροί και σαφώς χωρίς τη ρητή διευκρίνιση ως προς το ψηλό επίπεδο του ακαδημαϊκού προσόντος που απαιτείτο. Επομένως, συνεχίζει η εισήγησή του, η ιδιότητα του Μέλους του Ι.C.E., στην προκειμένη περίπτωση, δεν σημαίνει αφ’ εαυτής και κατοχή ακαδημαϊκού προσόντος του επιπέδου που εξειδικεύει ο οδηγός.
Διαπιστώθηκε πρωτοδίκως η αλλαγή των Κανονισμών αλλά κρίθηκε ως χωρίς σημασία. Όπως σημειώθηκε, “κατά το χρόνο που το ενδιαφερόμενο μέρος υπέβαλε αίτηση για να καταστεί μέλος του I.C.E., το δίπλωμά του είχε γίνει αποδεκτό και θεωρήθηκε ότι πληρούσε τους Κανονισμούς (Βy-Laws) πού ίσχυαν τότε” και “το γεγονός ότι στο διάστημα που μεσολάβησε από την εγγραφή του ενδιαφερομένου μέρους ως Μέλος και την ημερομηνία λήψης της επίδικης απόφασης οι Κανονισμοί του I.C.E. έχουν αλλάξει, δεν έχει αφαιρέσει οτιδήποτε από την υπόσταση του διπλώματος του ενδιαφερομένου μέρους”. Όπως προστέθηκε, “οι νέοι τροποποιημένοι Κανονισμοί ισχύουν για άτομα που επιθυμούν να καταστούν Μέλη σε χρόνο μεταγενέστερο από εκείνο κατά τον οποίο ενεγράφη ως Μέλος ο αιτητής”.
Δεν μπορούμε, με όλο το σεβασμό, να συμφωνήσουμε με την προσέγγιση αυτή. Δεν είναι το ζητούμενο αν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι Μέλος του I.C.E. κατά τους Κανονισμούς του. Αυτό είναι αναμφισβήτητο και με κανένα τρόπο δεν έχει υποστηριχτεί πως η αλλαγή των Κανονισμών επηρέασε αυτή την ιδιότητά του. Το ζητούμενο είναι το επίπεδο του διπλώματός του. Ειδικά, αν ήταν εύλογα επιτρεπτή η θεώρησή του ως ισότιμου προς πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο. Αυτή η θεώρηση δε στηρίχτηκε στην κατοχή της ιδιότητας του Μέλους του Ι.C.E., αυτής καθ’ εαυτής, που δεν είναι παράγοντας που περιλαμβάνεται στο σχέδιο υπηρεσίας (βλ. συναφώς Σταύρος Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας Προσφυγή 739/87 και άλλη - 25.1.91) αλλά στα όσα, σύμφωνα με τον Οδηγό συνεπάγεται, από τη συζητούμενη άποψη, η κατοχή της ιδιότητας του Μέλους. Η διαπίστωση πως κατά το χρόνο της αποδοχής του ενδιαφερομένου προσώπου ως Μέλους ίσχυαν Κανονισμοί διαφορετικοί πάνω στο θέμα, αναπόφευκτα αποσυνδέει το συμπέρασμα της ΕΔΥ από το πραγματικό του έρεισμα. Και το γεγονός ότι η αλλαγή των Κανονισμών πράγματι δεν μπορεί να λεχθεί ότι επηρέασε την υπόσταση του διπλώματος του ενδιαφερομένου προσώπου, δεν παρέχει και απάντηση στο ερώτημα ως προς το ποια θεωρείται από τους Κανονισμούς ότι είναι η υπόστασή του.
[*255]Οι εφεσίβλητοι και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συζήτησαν το θέμα από άλλη σκοπιά. Αναφέρθηκαν στους Κανονισμούς που ίσχυαν κατά το χρόνο της αποδοχής του ενδιαφερομένου προσώπου ως μέλους του I.C.E. και μας κάλεσαν να εκτιμήσουμε πώς, ορθά ερμηνευόμενοι, οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Όχι γιατί περιέχεται και σ’ αυτούς πρόνοια όμοια με εκείνη που καθοδήγησε την ΕΔΥ αλλά ενόψει της παραγράφου 4(ΙV)(F) που πρέπει, κατά την εισήγησή τους, να θεωρηθεί ότι εφαρμόστηκε κατά την εισδοχή του αιτητή ως Μέλους. Η οποία, όπως εισηγούνται, οδηγεί ουσιαστικά στο συμπέρασμα πως και τότε απαιτείτο αναγνωρισμένο πτυχίο. Και για να ενισχύουν την άποψή τους, παρουσίασαν στο Δικαστήριο σειρά επιστολών και εγγράφων, που δεν ήταν βέβαια ενώπιόν της ΕΔΥ, με την πρόταση να τα αξιολογήσουμε εμείς. Όχι για να καταλήξουμε σε πρωτογενή ευρήματα, πράγμα ανεπίτρεπτο όπως δέχονται, αλλά για να διαπιστωθεί αν πράγματι υπήρξε πλάνη ή έστω πιθανότητα πλάνης, ως προς την κατοχή του απαιτούμενου προσόντος, αφού ήταν προς ανταπόδειξη αυτού του ισχυρισμού που προσκομίστηκαν.
Ο εφεσείων ερμηνεύει με άλλο τρόπο τους πιο πάνω Κανονισμούς και αρνείται τη δυνατότητα αξιολόγησης από το Δικαστήριο εγγράφων, που δε βρίσκονταν ενώπιον της ΕΔΥ. Παρουσίασε και ο ίδιος τέτοια έγγραφα, που άγουν, όπως εισηγείται, προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά μόνο για να αποδείξει την ανεπάρκεια της έρευνας που διεξήγαγε η ΕΔΥ.
Η θεμελίωση ακόμα και του ενδεχόμενου πλάνης στοιχειοθετεί λόγο ακυρότητας. (Βλ. Χρ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, Μιχαήλ Ιακωβίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας Α.Ε. 1635 - 21.1.97.) Εδώ, με δοσμένο το γεγονός πως η ΕΔΥ κατέληξε στην κρίση της με την εσφαλμένη αντίληψη πως ο Οδηγός από τον οποίο καθοδηγήθηκε δείχνει το επίπεδo του διπλώματος του ενδιαφερομένου προσώπου, διαπιστώνεται πλάνη. Και αφού ο Οδηγός ήταν το ένα στοιχείο στο οποίο θεμελιώθηκε επαγωγικά η κρίση πως το δίπλωμα του ενδιαφερομένου προσώπου ικανοποιούσε το σχέδιο υπηρεσίας, η πλάνη ήταν ουσιώδης. Η άποψη πως οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα οι Κανονισμοί που ίσχυαν όταν ο αιτητής κατέστη μέλος του ICE, αλλά και τα άλλα έγγραφα που προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο, προϋποθέτει ερμηνεία και συσχετισμούς και συνιστά στην πράξη πρόσκληση, πρώτα για αποδοχή των εγγράφων που με δική τους πρωτοβουλία παρουσίασαν τα μέρη ως αντιπροσωπευτικών αλλά και εξαντλητικών της έρευνας που απαιτεί η περίσταση και μετά, για διαμόρφωση πρωτογενούς δικαστικής κρίσης πά[*256]νω σε θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της ΕΔΥ.
Δεν υπάρχει τέτοιο δικαιοδοτικό περιθώριο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η αντιπαραβολή των υπέρ και των κατά για να καταλήξει το ίδιο σε γνώμη. Δεν είναι επίδικο το κατά πόσο, πράγματι είχε ισότιμο προσόν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, αλλά το κατά πόσο ευλόγως έκρινε η ΕΔΥ ότι το κατείχε πάνω στη βάση της αιτιολόγησης της κρίσης της και των στοιχείων προς τα οποία αυτή συναρτήθηκε. Ούτε και είναι επιτρεπτή η πιθανολόγηση ως προς το ποια θα μπορούσε να ήταν η κρίση της ΕΔΥ αν προσέγγιζε το θέμα πάνω στην ορθή πραγματική του βάση. (Βλ. Παπαϊωάννου και Άλλοι (Αρ. 2) ν. Δημοκρατία (1991) 3 Α.Α.Δ. 713.)
Μένει το διαζευκτικό επιχείρημα των εφεσιβλήτων και του ενδιαφερομένου προσώπου. Υπάρχει, εισηγούνται, εναλλακτικό νομικό έρεισμα που καθιστά άνευ σημασίας το ζήτημα του Οδηγού. Επικαλέστηκαν την υπόθεση Christodoulides and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1297 και συναφώς, την υπόθεση Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422 αναφορικά με τις επιπτώσεις από την ήδη κατοχή θέσης που προϋποθέτει την ύπαρξη του επίμαχου προσόντος.
Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπηρετούσε ως Ανώτερος Λέκτορας στο ΑΤΙ και είναι η εισήγησή τους πως, από τη διασύνδεση του σχεδίου υπηρεσίας αυτής της θέσης με τον περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμο του 1962 (Ν. 41/62), προκύπτει πως είχε ήδη κριθεί ότι κατείχε προσόν, όπως αυτό που απαιτείται τώρα. Πρέπει να σημειώσουμε ότι και στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι εγγεγραμμένος ως Πολιτικός Μηχανικός από το Συμβούλιο Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Κύπρου.
Δεν υπάρχει το υπόβαθρο για εφαρμογή των αρχών που τέθηκαν στις πιο πάνω υποθέσεις. Το σχέδιο υπηρεσίας του Ανώτερου Λέκτορα στο ΑΤΙ, ημερομηνίας 10 Ιουλίου, 1970, απαιτούσε Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλο στη Πολιτική Μηχανική ή “άλλο προσόν επιτρέπον εις τον κάτοχον να εγγραφεί ως Πολιτικός Μηχανικός βάσει των προνοιών του άρθρου 7(2)(α)(β) και (γ) του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου”. Ο Νόμος αυτός και δεν αναφερόμαστε στις πλέον απαιτητικές διατάξεις του μετά τις τροποποιήσεις των Ν. 113/85 και Ν. 88/91, αναγνώριζε δικαίωμα εγγραφής και σε άλλες περιπτώσεις [βλ. άρθρο 7(2)(δ)και(ε)] και το πρώτο που πρέπει να προσεχθεί είναι πώς η πιο πάνω δυνατότητα εγγραφής δεν αρκούσε ούτε για τους σκο[*257]πούς της κατώτερης θέσης του Ανώτερου Λέκτορα. Και ας σημειωθεί πως η υποπαράγραφος (δ) αφορούσε σε προσόντα “ως προς τα υπό του Ινστιτούτου Πολιτικών Μηχανικών Λονδίνου προβλεπόμενα δι΄απαλλαγήν εκ των υπ’ αυτού διενεργουμένων εξετάσεων ‘Α’ και ‘Β’”.
Ας δούμε τις περιπτώσεις (α), (β) και (γ) στις οποίες αναφέρεται το σχέδιο υπηρεσίας. Η (α) αφορά σε κατόχους διπλώματος Πολιτικού Μηχανικού του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Αθηνών ή του Τεχνικού Πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως και δε θα μας απασχολήσει. Η (β) αφορά σε κατόχους διπλώματος Πολιτικού Μηχανικού άλλου Πανεπιστημίου ή Ιδρύματος του αυτού επιπέδου με τα καθοριζόμενα στο (α), όπως το Υπουργικό Συμβούλιο “ήθελεν εγκρίνει” με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η (γ) αναφέρεται σε αντεπιστέλλον μέλος (associate member) ή μέλος (member) του Ινστιτούτου Πολιτικών Μηχανικών Λονδίνου.
Εισηγούνται οι εφεσίβλητοι και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πως πρέπει να συναγάγουμε, ότι είχε θεωρηθεί ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εδικαιούτο να εγγραφεί ως Πολιτικός Μηχανικός δυνάμει της (β) και πως ο διορισμός του στη θέση του Ανώτερου Λέκτορα σημαίνει αναγνώριση της ισοτιμίας του διπλώματος που κατέχει. Έθεσε συναφώς ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφο του Γραμματέα του Συμβουλίου Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών, ημερομηνίας 11 Ιουνίου, 1991, “προς πάντα ενδιαφερόμενο”, που βεβαιώνει ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ενεγράφη στο μητρώο στις 30.10.70 βάσει του Ν. 41/62 και ότι το Ίδρυμα από το οποίο αποφοίτησε “ήταν αναγνωρισμένο το έτος αυτό (1964) και οι τότε απόφοιτοί του, δικαιούνται και σήμερα να εγγραφούν σαν Πολιτικοί Μηχανικοί”.
Η πιο πάνω βεβαίωση δεν προωθεί την επιχειρηματολογία τους, επειδή δε δείχνει τη βάση πάνω στην οποία διορίστηκε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στη θέση του Ανώτερου Λέκτορα. Δεν υποστηρίχτηκε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε το δίπλωμα του ενδιαφερομένου προσώπου και το λιγότερο, παραμένει ανοικτή η δυνατότητα του άρθρου 7(2)(γ), αφού ήδη το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν μέλος του I.C.E. Εφόσον δε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε διοριστεί ή εγγραφεί λόγω της ιδιότητάς του ως Μέλος του I.C.E., επανερχόμαστε στο αρχικό ζητούμενο, δεδομένου ότι, όπως έχουμε εξηγήσει, για την επίδικη θέση δεν αρκεί τέτοια ιδιότητα.
Είδαμε πως στην πρωτόδικη διαδικασία προβλήθηκε και η ιδιό[*258]τητα του ενδιαφερομένου προσώπου ως μέλους του ΕΤΕΚ. Ούτε αυτό διαφοροποιεί την κατάσταση, αφού σύμφωνα με το άρθρο 35(2) του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου του 1990 (Ν.224/90), μεταξύ άλλων, όλοι οι εγγεγραμμένοι Πολιτικοί Μηχανικοί γίνονται μέλη του.
Ο εφεσείων ανέπτυξε επιχειρήματα και σε σχέση με το ποια μορφή θα έπρεπε, κατά την εισήγησή του, να πάρει η έρευνα της ΕΔΥ. Αναφέρθηκε συναφώς στον περί της Συμβάσεως της ΟΥΝΕΣΚΟ για την Αναγνώριση Σπουδών, Διπλωμάτων και Πτυχίων κλπ Νόμου του 1985 (Ν. 11/85) και συναφώς στις υποθέσεις Κυριάκου Ευθυμίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας 47/94 - 20.1.95 και Γεωργία Παπαμιλτιάδους ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού 61/95 - 29.11.95. Ενόψει των διαπιστώσεών μας, δε νομίζουμε ότι πρέπει να επεκταθούμε σ’ αυτά.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, ως ληφθείσα κατά πλάνη περί τα πράγματα, ακυρώνεται.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο