(1997) 3 ΑΑΔ 281
[*281]14 Ιουλίου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΧATZHΤΣΑΓΓΑΡΗΣ,
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ’ ης αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 1883)
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Μόνιμη θέση Γεωλογικού Λειτουργού, 2ης Tάξης στο Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης, Υπουργείο Γεωργίας και Φυσικών Πόρων — Προσόντα — Παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας ως προς το κατά πόσο το δίπλωμα του ενδιαφερόμενου προσώπου ικανοποιούσε το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν για κατοχή “Πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος” — Οδήγησε σε ακύρωση του διορισμού.
Πρακτική — Έγγραφες προτάσεις — Δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει την τροποποίηση, συμπλήρωση ή διαγραφή τους — Κανονισμός 7Α του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 — Εφαρμοστέες αρχές.
Αναθεωρητική έφεση — Δικονομία — Προσδιορισμός επιδίκων θεμάτων — Η συζήτηση της έφεσης περιορίζεται στα επίδικα θέματα τα οποία εγείρονται με την προσφυγή, όπως αυτά προσδιορίζονται στη δικογραφία — Ποίος ο ρόλος των τελικών αγορεύσεων — Κατά πόσο πιστοποιητικό που επισυνάφθηκε στην αγόρευση διαδίκου ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, έπρεπε να ληφθεί υπόψη — Αρχή της σχετικότητας στοιχείων.
Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν κάτοχος διπλώματος B.Sc. Του Empire State College του State University of New York, το οποίο απόκτησε με αλληλογραφία, μετά από φοίτηση που υπολοιπόταν κατά μερικούς μήνες των δύο ετών.
[*282]Η Συμβουλευτική Επιτροπή και η Ε.Δ.Υ. θεώρησαν ως δεδομένο, ότι το δίπλωμα του ενδιαφερόμενου προσώπου ανταποκρινόταν προς τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας εφόσον απονεμήθηκε από Πανεπιστήμιο που κατονομαζόταν στο δίπλωμα και δεν εξέτασαν την υπόσταση του εν λόγω Πανεπιστημίου, αν δηλαδή συγκαταλεγόταν ή όχι μεταξύ των αναγνωρισμένων.
Η εφεσείουσα, μετά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης για διορισμό του ενδιαφερόμενου προσώπου, ζήτησε να πληροφορηθεί από το Υπουργείο Παιδείας, αναφορικά με το κατά πόσο αναγνωρίζονταν τίτλοι σπουδών του Πανεπιστημίου από το οποίο πήρε το δίπλωμά του και έλαβε επιστολή με αρνητική απάντηση η οποία επισυνάφθηκε στην απαντητική γραπτή της αγόρευση. Ένα από τα νομικά σημεία που διατυπώθηκαν στην προσφυγή ήταν και η έλλειψη δέουσας έρευνας στη λήψη της επίδικης απόφασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η πιο πάνω επιστολή, όντας μεταγενέστερη, δεν τέθηκε υπόψη της Ε.Δ.Υ. κατά τη διάρκεια πλήρωσης της θέσης, οπότε δεν είναι φανερό ότι αυτή είχε εξασφαλιστεί με σκοπό τη διαφώτιση επί της αξίας του συγκεκριμένου διπλώματος και επίσης ότι δεν προέκυπτε ότι αναφερόταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο δίπλωμα του ενδιαφερόμενου προσώπου. Η προσφυγή απορρίφθηκε αφού κρίθηκε ότι η Ε.Δ.Υ. διενήργησε τη δέουσα έρευνα σε σχέση με τα προσόντα των υποψηφίων.
Μετά από την επιφύλαξη της απόφασης στην έφεση, απασχόλησε το Δικαστήριο το κατά πόσο το ζήτημα της δέουσας έρευνας ως προς τα απαιτούμενα προσόντα εγειρόταν με την προσφυγή, ώστε να δικαιολογείται η εξέτασή του, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδέχτηκε την έφεση κατά πλειοψηφία. Με την απόφαση της πλειοψηφίας διαφώνησε ο Πρόεδρος κ. Πικής.
Α. Υπό Νικολάου, Δ., συμφωνούντων και των Δημητριάδη Δ., Χατζητσαγγάρη Δ., και Νικολαΐδη Δ.:
1. To κρίσιμο γεγονός είναι η έλλειψη έρευνας. Το θέμα αυτό τέθηκε άμεσα με την προσφυγή και ως εκ τούτου παρέπεμπε αναπόφευκτα στα προσόντα του ενδιαφερόμενου προσώπου παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα για εξέτασή τους, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση. Η παράλειψη έκθεσης ιδιαζόντων γεγονότων δε δημιούργησε κώλυμα στην εξέταση της διεξαγωγής δέουσας έρευνας ως προς τα απαιτούμενα προσόντα. Αλλά και στην αντίθετη πε[*283]ρίπτωση, το θέμα θα αντικρύζετο ως παρατυπία η οποία ρυθμίζεται από τον Καν. 7Α του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.
2. Η πιο πάνω επιστολή έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου δυνάμει της αρχής της σχετικότητας νέων στοιχείων, όπως ρητά αναγνωρίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η σημασία της εν λόγω επιστολής δε μειώνεται από τις αντίθετες γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα προς το Υπουργείο Παιδείας σε συναφή θέματα.
3. Τα διπλώματα ξένων Πανεπιστημίων δε φέρουν αυτόματα το τεκμήριο α) ότι προέρχονται από αναγνωρισμένα Πανεπιστήμια ή β) ότι έχουν συνήθη αξία ακόμα και ενόψει ενδείξεων ότι δεν υπήρξε η συνήθης φοίτηση. Η αξία των διπλωμάτων πρέπει να διερευνάται για τη λήψη της σχετικής απόφασης.
4. Η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να προβεί σε δέουσα έρευνα για τη διακρίβωση ως προς το κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε το προσόν το οποίο αναφέρετο στο σχέδιο υπηρεσίας, ώστε να καθίσταται υποψήφιος.
Υπό Πική, Π.:
1. H μη κατοχή από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο των απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων δεν τέθηκε ούτε προβλήθηκε ως λόγος ακύρωσης, ούτε τέθηκε ζήτημα ελλιπούς έρευνας για τη διαπίστωση των προσόντων και της υπόστασής τους. Το πιστοποιητικό του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο επισυνάφθηκε στην απαντητική γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν αποτελούσε μέρος της μαρτυρίας και ως εκ τούτου δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη.
2. Η αγόρευση δε διευρύνει ούτε επεκτείνει τα επίδικα θέματα και δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας.
3. Τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται στη δικογραφία και στοιχειοθετούνται από το διοικητικό φάκελο.
4. Η προσαγωγή μαρτυρίας άλλης από το διοικητικό φάκελο είναι επιτρεπτή μόνο με άδεια του Δικαστηρίου.
5. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας, οι σχετιζόμενοι με το συνημ[*284]μένο στην απαντητική της αγόρευση έγγραφο, είναι ορθή.
6. Είναι μέσω του συσχετισμού των λόγων ακύρωσης με τα γεγονότα της υπόθεσης στα οποία βασίζεται ο προσφεύγων, που αποκαλύπτεται η πραγματική βάση του λόγου ακύρωσης, που επικαλείται ο διάδικος.
7. Τα γεγονότα της παρούσας προσφυγής περιόρισαν τη διαφορά στις συγκριτικές διεκδικήσεις των δύο υποψηφίων για προαγωγή. Η έκθεση γεγονότων λαμβάνει ως δεδομένο ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε τα απαραίτητα προσόντα για διορισμό.
8. Η διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων, τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την ίδια την Ε.Δ.Υ., αποκαλύπτεται εξ άλλου και από τα στοιχεία του φακέλου.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, κατά πλειοψηφία.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία κ.ά. ν. Kουκκουρή κ.ά. (1993) 3 A.A.Δ. 598,
Kυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Yπόθ. Aρ. 212/95 κ.ά., ημερ. 31.1.1997,
Kωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Aμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 A.A.Δ. 228,
Iακωβίδης ν. E.Δ.Y. (1997) 3 A.A.Δ. 28,
Βασιλείου v. Δήμου Παραλιμνίου, Υπόθεση Aρ. 1061/94, ημερ. 30.6.1995,
Νικολάου και Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Aρ. 380/94, ημερ. 31.8.1995,
Kyriakides v. Republic 1 R.S.C.C. 66,
Photiades and Co v. Republic (1964) C.L.R. 102,
Skourides v. Attorney- General (1967) 3 C.L.R. 518,
Lambrakis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 72,
[*285]Σταύρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3(B) A.A.Δ. 1023,
Ζαβρός v. Δημοκρατίας (1989) 3(B) A.A.Δ. 106,
Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υπόθ. Aρ. 999/91, ημερ. 24.9.1992,
Βραχίμη v. Κουλουμπρή (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 836.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Παπαδόπουλος, Δ.) που δόθηκε στις 9 Δεκεμβρίου, 1993 (Προσφυγή Aρ. 532/92) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας εναντίον της απόφασης της Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας να διορίσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στη μόνιμη θέση Γεωλογικού Λειτουργού, 2ης Tάξης, στο Tμήμα Γεωλογικής Eπισκόπησης, Yπουργείο Γεωργίας και Φυσικών Πόρων.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Eφεσείουσα.
Λ. Κουρσουμπά, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Aυτή είναι η απόφαση των Δικαστών Δ. Δημητριάδη, Xρ. Xατζητσαγγάρη, Φρ. Nικολαΐδη και Γ. Nικολάου.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα προσέβαλε την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (Ε.Δ.Υ.), ημερ. 10 Απριλίου, 1992, με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, Κυριάκος Σολωμής, θεωρήθηκε ανθυποψήφιός της και εν τέλει διορίστηκε στη μόνιμη θέση Γεωλογικού Λειτουργού 2ης τάξης του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης, Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων.
Ένα από τα νομικά σημεία που διατυπώθηκαν στην προσφυγή ήταν και το ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. Εξειδίκευση δεν προσετέθη. Ούτε και εξετέθη στα διατυπωθέντα γεγονότα οτιδήποτε το επί μέρους. Η συζήτηση, πρωτόδικα, ως προς αυτό το νομικό σημείο εστιάστηκε εξ αρχής, με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της εφεσείουσας, στο κατά πόσο παρείχετο εν προκειμένω στην Ε.Δ.Υ. η δυνατότητα να καταλήξει, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε όλα τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Το ερώτημα τέθηκε σε σχέ[*286]ση με δύο από αυτά. Και ήταν η θέση της εφεσείουσας ότι θα έπρεπε να απαντηθεί αρνητικά. Όχι μόνο διότι από τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η Ε.Δ.Υ. - όπως εξ άλλου και η Συμβουλευτική Επιτροπή - δεν προέκυπτε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε τα υπό αμφισβήτηση προσόντα, αλλά και διότι προέκυπτε από τα στοιχεία επιτακτική η αναγκαιότητα για διακρίβωση των πραγμάτων με διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Στο στάδιο των διευκρινίσεων, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στα έγγραφα των φακέλων τα οποία αφορούσαν ένα από τα δύο υπό αμφισβήτηση προσόντα, ήτοι το “Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν ....” της παραγράφου 3(Ι) του σχεδίου υπηρεσίας.
Κρίθηκε πρωτόδικα ότι η Ε.Δ.Υ. “διενήργησε τη δέουσα έρευνα σε σχέση με τα προσόντα των υποψηφίων”. Ως προς, συγκεκριμένα, το “Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν .....” το δικαστήριο εξέφρασε την άποψη ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε που να αντιμαχόταν την εγκυρότητα και την αξία του διπλώματος του ενδιαφερόμενου προσώπου, ενός διπλώματος που, καθώς σημειώθηκε, αποκτήθηκε δι’ αλληλογραφίας και ως εκ τούτου δεν παρίστατο ανάγκη να επεκταθεί από την Ε.Δ.Υ. η διερεύνηση.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, τον πλήρως στοιχειοθετημένο, προσβάλλεται η πρωτόδικη κατάληξη ότι διεξήχθη δέουσα έρευνα προς διαπίστωσή του κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε το προσόν της παραγράφου 3(Ι) του σχεδίου υπηρεσίας. Και συζητήθηκε αυτός ο λόγος ενώπιόν μας μέχρι τέλους, χωρίς την έγερση οποιασδήποτε αμφισβήτησης.
Ωστόσο, μετά που επιφυλάξαμε την απόφαση, απασχόλησε το κατά πόσο, το ζήτημα δέουσας έρευνας ως προς τα απαιτούμενα προσόντα εγειρόταν με την προσφυγή ώστε να εδικαιολογείτο η έκφραση κρίσης επ’ αυτού πρωτόδικα και κατ’ επέκταση, η δική μας τώρα. Είναι χωρίς κανένα ενδοιασμό που καταλήγουμε σε καταφατική απάντηση. Και επειδή δεν πρόκειται, κατά την άποψή μας, για οριακή περίπτωση δε θεωρούμε πως παρίσταται ανάγκη να αναφερθούμε εκτενώς στις αυθεντίες για να τις συζητήσουμε. Έχουμε πάντως κατά νου ότι, όπως λέχθηκε στις υποθέσεις Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598:
“Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους [*287]στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης......”
Στην προκειμένη περίπτωση τέθηκε άμεσα με την προσφυγή ζήτημα δέουσας έρευνας. Το οποίο κατά την αντίληψή μας παρέπεμπε αναπόφευκτα και κατ’ ευθείαν στα προσόντα του ενδιαφερόμενου προσώπου ως το κατ’ εξοχήν, αν όχι το μόνο, ζητούμενο της έρευνας. Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προβλέπει βέβαια για πλήρη αιτιολόγηση των νομικών σημείων. Αλλά εδώ πρόκειται για περίπτωση όπου αυτή μοιάζει αυτονόητη. Όπως στην περίπτωση όπου εγείρεται ως νομικό σημείο η έλλειψη αιτιολογίας. Και έτσι πάντοτε το προσεγγίζαμε. Σε ό,τι αφορά το παρόν ζήτημα, προσφέρεται χρήσιμα ως παράδειγμα η απόφαση του Πική, Π., στις υποθέσεις Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., 212/95, 259/95, ημερ. 31 Ιανουαρίου 1997. Εκεί, όπως ακριβώς και εδώ, είχε διατυπωθεί ως νομικό σημείο ότι: “Η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα.” Επιχειρήθηκε η τροποποίηση με την προσθήκη της ακόλουθης επεξήγησης:
“Τούτο γιατί ενώ το Σχ. Υπηρεσίας προβλέπει ως απαραίτητο προσόν ‘μεταπτυχιακή εκπαίδευσις ή ειδίκευσις ....’ δεν ερμηνεύθηκε ούτε ερευνήθηκε δεόντως το θέμα και έτσι κρίθηκαν ως προσοντούχοι οδοντίατροι, όπως το ενδιαφ. πρόσωπο, που απλώς είχαν ‘παρακολούθηση εκπαιδευτικών μαθημάτων’ και δη διάρκειας από 21.8.89 - 20.11.89.”
Κρίθηκε αχρείαστη. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα που αναφέρεται σε αυτό το νομικό σημείο, όπως και σε ένα άλλο του οποίου επίσης εσκοπείτο η ανάλογη τροποποίηση:
“Στην προκειμένη περίπτωση, δεν επιδιώκεται η προσθήκη ή μεταβολή οποιουδήποτε νομικού σημείου. Ό,τι επιδιώκεται, είναι η επεξήγηση δύο νομικών σημείων. Παρόλο που δεν αποκλείεται η εξειδίκευση της εφαρμογής του νομικού σημείου στα γεγονότα της υπόθεσης, αυτή δεν είναι απαραίτητη. Παρέχεται στον αιτητή η δυνατότητα να συσχετίσει [*288]στην προσφυγή το νομικό σημείο, το οποίο επικαλείται, με τα γεγονότα της υπόθεσης. Εφόσον, όμως, η επεξήγηση του νομικού σημείου στην προσφυγή δεν είναι απαραίτητη, δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα τροποποίησής του για να παρατεθεί.”
Δεν παραγνωρίζουμε ότι στην παρούσα υπόθεση δεν εξετέθησαν ιδιάζοντα γεγονότα. Είναι όμως, κατά την άποψη μας, η ίδια η έλλειψη έρευνας, το κρίσιμο γεγονός. Είναι σε τούτο αυθυπόστατη. Η επέκταση σε λεπτομέρειες, όπου είναι διαθέσιμες, θα ήταν βέβαια επιθυμητή. Αλλά όχι απαραίτητη. Ωστόσο, και αν ακόμα επικρατούσε αντίθετη άποψη, θα αντικρύζαμε το ζήτημα ως παρατυπία που εν προκειμένω δεν ενέχει επιπτώσεις. Το ζήτημα ρυθμίζεται στοχευμένα από τον Καν. 7Α του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, σύμφωνα με τον οποίο:
“7Α. Το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να διατάξη όπως έγγραφος πρότασις μη συμμορφούμενη προς τας προνοίας των κανονισμών 4, 5 και 7 διαγραφή, τροποποιηθή, ή συμπληρωθή ούτως ώστε να συμμορφούται προς τας τοιαύτας προνοίας ή να εκδώση οιανδήποτε άλλην διαταγήν την οποίαν ήθελε θεωρήσει αρμόζουσαν.”
Είναι σημαντικό ότι εν προκειμένω, ζήτημα δεν ηγέρθη. Όμως και χωρίς αυτό τον Κανονισμό, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο και δυνάμει της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Θα προχωρήσουμε λοιπόν με την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης. Που, όπως θα φανεί, αποβαίνει κρίσιμος, καθιστώντας αχρείαστη την εξέταση των υπολοίπων.
Τόσο η εφεσείουσα όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν, κατά τον χρόνο της διαδικασίας για πλήρωση της θέσης, δημόσιοι υπάλληλοι. Γι’ αυτό, οι προσωπικοί τους φάκελοι τέθηκαν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Μέσα στον αντίστοιχό τους φάκελο ήταν και τα στοιχεία αναφορικά με τα ακαδημαϊκά προσόντα του καθενός. Σε εκείνο του ενδιαφερόμενου προσώπου, τρία ήταν τα έγγραφα που είχαν σημασία. Το ένα ήταν φωτοαντίγραφο διπλώματος B.Sc., που του απονεμήθηκε τον Απρίλιο του 1989 από το Empire State College του State University of New York. Το άλλο, επίσης φωτοαντίγραφο, εξέθετε τα ορόσημα της πορείας φοίτησης. Η οποία έφερε ως ημερομηνία έναρξης την 5 Ιουλίου, 1986 και ημερομηνία περάτωσης σπουδών την 2 Ιουνίου, 1988. Δηλαδή μια περίοδο περίπου δύο χρόνων. Το τρίτο έγγραφο ήταν η αίτηση για διορισμό στη θέση. Που περιείχε, σχετικά [*289]με το υπό εξέταση ζήτημα, τα εξής στοιχεία. Δήλωση του ενδιαφερόμενου προσώπου σε απάντηση σχετικής ερώτησης, ότι φοίτησε στο State University of New York από Μάϊο 1986 μέχρι Φεβρουάριο, 1988. Ο χρόνος διαφέρει κατά μερικούς μήνες από ό,τι εκτίθεται στη βεβαίωση του Πανεπιστημίου. Εξ άλλου σε άλλο πιστοποιητικό του Empire State College ημερ. 19 Φεβρουαρίου, 1988, το οποίο παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, αναφερόταν ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε ήδη - δηλαδή μέχρι 19 Φεβρουαρίου, 1988 - συμπληρώσει τη φοίτησή του. Αυτό το τελευταίο συνάδει με τη δική του δήλωση, ενώ βρίσκεται σε διάσταση με την προηγούμενη βεβαίωση του Κολλεγίου. Πάντως η φοίτηση του ενδιαφερομένου προσώπου - με όποιο τρόπο και αν έγινε - υπολοιπόταν κατά μερικούς μήνες των δύο ετών. Πέρα όμως από την έκταση της περιόδου φοίτησης είναι και το ότι, καθ’ όλη την περίοδο - όποια και αν ήταν - το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, καθώς αναφέρεται σε απάντησή του σε σχετική ερώτηση, συνέχιζε να απασχολείται στην Κύπρο στη δημόσια υπηρεσία ως Τεχνικός 1ης τάξης, στο Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης.
Αρχικά η Συμβουλευτική Επιτροπή και κατόπιν η ίδια η Ε.Δ.Υ. φαίνεται να θεώρησαν ως δεδομένο ότι, το δίπλωμα του ενδιαφερόμενου προσώπου ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, εφόσον απονεμήθηκε από κατονομαζόμενο στο δίπλωμα Πανεπιστήμιο. Καμιά ένδειξη δεν υπάρχει ότι εξετάστηκε το κατά πόσο, το εμφανιζόμενο ως Πανεπιστήμιο που απένειμε το δίπλωμα συγκαταλεγόταν ή όχι ανάμεσα στα αναγνωρισμένα. Ή το κατά πόσο, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, η απονομή αφεαυτή του διπλώματος καθόριζε την αξία του ανεξάρτητα από το είδος φοίτησης, δηλαδή άνευ παρουσίας στο Πανεπιστήμιο όπως εδώ, το χρόνο φοίτησης π.χ. για δύο χρόνια ή κάτι λιγότερο όπως εδώ ή για δύο μήνες ή για δύο ημέρες ή καθόλου. την ύπαρξη ή όχι εξετάσεων. και ίσως άλλους πρόσθετους παράγοντες. Πάντως δε θα μπορούσαμε να δεχθούμε την άποψη ότι το όποιο χαρτί που εμφανίζεται ως δίπλωμα ξένου Πανεπιστημίου, φέρει στην Κύπρο αυτόματα το τεκμήριο, πρώτο, ότι προέρχεται από αναγνωρισμένο Πανεπιστήμιο ή δεύτερο, ότι έχει τη συνήθη αξία ακόμα και ενόψει ενδείξεων ότι δεν υπήρξε η συνήθης φοίτηση. Πρόκειται για ζητήματα που πρέπει να διερευνώνται για τη λήψη σχετικής απόφασης.
Πρέπει να εξετάσουμε και μια άλλη εξέλιξη. Μετά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, η εφεσείουσα, μέσω του δικηγό[*290]ρου της, απευθύνθηκε στο Υπουργείο Παιδείας, ζητώντας να πληροφορηθεί αναφορικά με το κατά πόσο αναγνωρίζονταν τίτλοι σπουδών που απένεμε το Empire State College. Ο αρμόδιος λειτουργός με επιστολή ημερ. 7 Δεκεμβρίου, 1992 απάντησε ως εξής:
“......... σας πληροφορώ ότι δεν αναγνωρίζονται από το Υπουργείο Παιδείας τίτλοι σπουδών που απονέμονται από το Empire State Colllege, που λειτουργεί στο Saratoga Springs, σε εξωτερικούς φοιτητές ύστερα από παραχώρηση σ’ αυτούς πιστωτικών μονάδων για μια ποικιλία στοιχείων, όπως είναι η φοίτηση σε διάφορα ιδρύματα, η επιτυχία σε ποικίλες εξετάσεις, η πείρα εργασίας, οι εμπειρίες της ζωής, η ‘μάθηση επί συμβολαίω’ (Contract learning) κ.ά.”
Η επίκληση πρωτόδικα αυτής της επιστολής δε βρήκε απήχηση. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορούσε να της αποδοθεί σημασία για δύο λόγους:
α) όντας μεταγενέστερη δεν τέθηκε υπόψη της Ε.Δ.Υ. κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης οπότε “δεν καθίσταται φανερό ότι αυτή είχε εξασφαλιστεί με σκοπό τη διαφώτιση επί της αξίας του συγκεκριμένου διπλώματος ...”. και
β) δεν προέκυπτε ότι αναφερόταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο δίπλωμα του ενδιαφερόμενου προσώπου αλλά αντίθετα προέκυπτε ότι “αυτή θα μπορούσε να αναφέρεται σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, σε σχέση με οποιουδήποτε άλλου είδους δίπλωμα ή τρόπο φοίτησης, όπως για παράδειγμα στην παραχώρηση πιστωτικών μονάδων για φοίτηση σε διάφορα ιδρύματα, πείρα εργασίας, ‘μάθηση επί συμβολαίω’ και λοιπά.”
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Κατ’ αρχήν η αναγκαιότητα για το διάβημα της εφεσείουσας κατέστη γνωστή μετά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και μόνο ως αποτέλεσμά της. Είναι προφανές ότι η πρωτόδικη επίκριση δε λάμβανε υπόψη τον πραγματικό σκοπό του διαβήματος. Η νομολογία είναι σαφής. Η σχετικότητα νέων στοιχείων αναγνωρίστηκε ρητά από την Ολομέλεια κατόπιν συζήτησης στην Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228. Και επεξηγήθηκε πρόσφατα στην Ιακωβίδη ν. Ε.Δ.Υ., Α.Ε. 1635, ημερ. 21 Ιανουαρίου 1997. Καθώς λέχθηκε στην τελευταία:
[*291]
“...... νέα στοιχεία μπορεί να είναι σχετικά, μεταξύ άλλων, στην έκταση που καταδεικνύουν ενδεχόμενο πλάνης. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν προσδιορίζονται τα γεγονότα και η εν τέλει επίπτωσή τους, αλλά η δυναμική τους.”
Έπειτα, ως προς το περιεχόμενο της επιστολής του Υπουργείου Παιδείας, η χαλαρότητα στη διατύπωση δεν αφαιρούσε από τα όσα εκτίθεντο ως ενδεχόμενα που απέληγαν σε μη αναγνώριση τίτλου σπουδών. Το κατά πόσο, οποιοδήποτε από αυτά θα μπορούσε να συσχετιστεί με το δίπλωμα του ενδιαφερόμενου προσώπου δεν κατέστη γνωστό. Επομένως, κατά την άποψή μας, δεν προσφερόταν η εξαγωγή των συμπερασμάτων στα οποία ήχθη το πρωτόδικο δικαστήριο. Το μόνο που θα μπορούσε να λεχθεί είναι ότι το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής επέτεινε τη σκιά που προέκυπτε από τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η Ε.Δ.Υ.
Η συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι η εν λόγω επιστολή θα έπρεπε να αγνοηθεί διότι το περιεχόμενό της βρισκόταν σε αντίθεση με γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα προς το Υπουργείο Παιδείας σε συναφή θέματα. Αυτές όμως δε μειώνουν τη σημασία της εν λόγω επιστολής. Προς το περιεχόμενο της οποίας η Ε.Δ.Υ. δε θα έπρεπε να παραλείψει να κατευθύνει την προσοχή της ως το αρμόδιο όργανο για τη λήψη της απόφασης.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα για τη διακρίβωση του κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε το προσόν στο οποίο αναφέρεται η παράγραφος 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας, ώστε να καθίστατο υποψήφιος.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται καθ’ ολοκληρία βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Αντίθετα προς την πλειοψηφία, κρίνω ότι δεν τέθηκε, ούτε προβλήθηκε ως λόγος ακύρωσης η μη κατοχή, από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, των απαιτούμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων, ούτε τέθηκε ζήτημα ελλειπούς έρευνας για τη διαπίστωση των προσόντων και της υπόστασής τους. Διαφωνώ, ότι το πιστοποιητικό του Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, το οποίο δόθηκε σε απάντηση ερωτήματος της εφεσείου[*292]σας και το οποίο επισυνάφθηκε στην απαντητική γραπτή αγόρευση της ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, αποτελούσε μέρος της μαρτυρίας. ή ότι θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη για οποιοδήποτε σκοπό.
Η αγόρευση, όπως ο όρος υποδηλώνει και οι θεσμοί ορίζουν, είναι το μέσο προβολής της επιχειρηματολογίας του διαδίκου υπέρ των λόγων ακύρωσης. Όπως έχει αποφασιστεί, η αγόρευση ούτε διευρύνει, ούτε επεκτείνει τα επίδικα θέματα και δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά (1993) 3 Α.Α.Δ. 598· Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου - (Υπόθεση αρ. 1061/94 - 30.6.1995).)
Τα επίδικα θέματα, όπως τονίσαμε στη Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (ανωτέρω), προσδιορίζονται στη δικογραφία και στοιχειοθετούνται από το διοικητικό φάκελο. (Βλ. επίσης Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 380/94 - 31.8.1995· Κυριακίδης και Άλλος ν. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 212/95 και 259/95 - 31.1.1997.)
Απαιτείται η άδεια του Δικαστηρίου για την προσαγωγή μαρτυρίας άλλης, από το διοικητικό φάκελο. Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να χορηγηθεί, εξετάστηκαν και αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών δικαστικών αποφάσεων. (Βλ. Μεταξύ άλλων Phedias Kyriakides v. The Republic (Minister of Interior) 1 R.S.C.C. 66· Photos Photiades and Co. v. The Republic of Cyprus through the Minister of Finance (1964) C.L.R. 102· Skourides v. Attorney-General (1967) 3 C.L.R. 518· Lambrakis v. Republic (1970 ) 3 C.L.R. 72· Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες υποθ. αρ. 739/87, 814/87, (ενδιάμεση απόφαση) ημερομηνίας 26.4.1989· Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (Απόφαση Ολομέλειας), Υπ. αρ. 779/87 - 26.1.1989· Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού Υπ. αρ. 999/91 - 24.9.1992.) Δε χρειάζεται να επεκταθούμε. Το πιστοποιητικό το οποίο προσάφθηκε στην απαντητική αγόρευση της εφεσείουσας, χρονολογημένο έξι μήνες μετά την επίδικη διοικητική απόφαση, δεν αποτελούσε μέρος του φακέλου, ούτε κατέστη μέρος της μαρτυρίας. Ενόψει της διαπίστωσης αυτής καταρρέει το βάθρο της επιχειρηματολογίας της εφεσείουσας, ότι μεταγενέστερα της διοικητικής απόφασης τέθηκαν στοιχεία που ρίπτουν σκιά ως προς την επάρκεια των προσόντων του ενδιαφερομένου προσώπου. Ορθά διαπίστωσε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι οι ισχυρισμοί οι σχετιζόμενοι με το συνημμένο στην απαντητική αγόρευση της εφεσείουσας έγγραφο, παρέμειναν αναπόδειχτοι. Ούτε και αν λαμβάνονταν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο [*293]θα μπορούσαν να μεταβάλουν τα επίδικα θέματα, όπως στοιχειοθετούνται στη δικογραφία. (Βλ. μεταξύ άλλων Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 836.)
Ούτε τέθηκε ως λόγος ακύρωσης, όπως έχουμε επισημάνει, η παράλειψη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας, ως προς την κατοχή από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, των απαραίτητων προσόντων για διορισμό. Στα νομικά σημεία της προσφυγής προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης ότι “η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα”. Όπως εξηγήσαμε στην Κυριακίδης κ.ά ν. Δημοκρατίας, οι λόγοι ακύρωσης συναρτώνται με τα νομικά σημεία, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα, ότι “Ο όρος ‘σημείο’, περιορίζει το ζητούμενο στον καθορισμό της νομικής αρχής ή του κανόνα ο οποίος έχει παραβιαστεί”. Συσχετίζονται όμως, οι λόγοι ακύρωσης, με τα γεγονότα της υπόθεσης στα οποία βασίζεται ο προσφεύγων, που στοιχειοθετούν το πραγματικό υπόβαθρο της προσφυγής. Έτσι προσδιορίζεται το αντικείμενο των λόγων ακύρωσης και η εμβέλειά τους. Είναι μέσω του συσχετισμού αυτού που αποκαλύπτεται η πραγματική βάση του λόγου ακύρωσης που επικαλείται ο διάδικος.
Στην προκείμενη περίπτωση, τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε η προσφυγή της εφεσείουσας περιόρισαν τη διαφορά στις συγκριτικές διεκδικήσεις των δύο υποψηφίων για προαγωγή.
Τα γεγονότα, που στοιχειοθετούν την προσφυγή, είναι τα ακόλουθα:
“1. Η αιτήτρια κατέχει τη θέση Τεχνικού 1ης τάξης στο Τμήμα Δημοσίων Έργων.
2. Η αιτήτρια έκδηλα υπερέχει του ενδιαφερομένου προσώπου σε πείρα (14 χρόνια σε Γεωλογικά θέματα) προσόντα (MSC και Διδακτορικό), τα οποία και επαυξάνουν την αξία της.
3. Είναι ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι, η ΕΔΥ διενεργώντας την προσβαλλομένη απόφαση παραγνώρισε την πείρα, αξία, τα προσόντα και προσφορά της και/ή εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στηριζόμενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις παράνομες και/ή εσφαλμένες.
4. Γι’ αυτό ισχυρίζεται ότι δικαιούται να επιτύχει στην προσφυγή της.”
Κανένας ισχυρισμός δε γίνεται, άμεσα ή έμμεσα, για το παρα[*294]δεχτό της υποψηφιότητας του ενδιαφερομένου προσώπου για διορισμό ή προαγωγή στη θέση. Η έκθεση των γεγονότων λαμβάνει ως δεδομένο ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε τα απαραίτητα προσόντα για διορισμό.
Τα στοιχεία του φακέλου εξάλλου, αποκαλύπτουν ότι τα προσόντα των υποψηφίων διερευνήθηκαν, τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και την ίδια την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Η αξιολόγησή τους καθώς και η αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων αποτελεί αρμοδιότητα του διορίζοντος διοικητικού οργάνου. Η σημασία εξ άλλου των προσόντων του ενδιαφερομένου προσώπου αποτέλεσε, όπως επεσήμανε η δικηγόρος της Δημοκρατίας, αντικείμενο Γνωματεύσεων της Γενικής Εισαγγελίας, προς τις οποίες εναρμονίζεται η θεώρηση των προσόντων του ενδιαφερομένου προσώπου.
Σύμφωνα με τη δική μου απόφαση η έφεση πρέπει να απορριφθεί.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, κατά πλειοψηφία.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο