Zηνοβίου Aνδρούλλα ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Yπουργικού Συμβουλίου και/ή της Yπουργού Παιδείας (1997) 3 ΑΑΔ 385

(1997) 3 ΑΑΔ 385

[*385]2 Οκτωβρίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΖΗΝΟΒΙΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/ Ή

ΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2115)

 

Εκπαιδευτικοί Υπάλληλοι — Απόφαση για πρόωρη αφυπηρέτηση εκπαιδευτικής λειτουργού στη Μέση Εκπαίδευση για λόγους υγείας — Έκθεση Ιατροσυμβουλίου για ανικανότητα της εφεσείουσας να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της — Ο περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμος του 1967, Ν. 56/67 όπως τροποποιήθηκε, Άρθρο 8(1)(β) — Ποία η ακολουθητέα διαδικασία — Ισχυρισμός για αντιφατική αιτιολογία, έλλειψη δέουσας αιτιολογίας, παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και επίσης λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης από αναρμόδιο όργανο — Δεν τεκμηριώθηκαν — Επικύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης.

Διοικητικό Δίκαιο — Εκχώρηση εξουσίας που παρέχεται δυνάμει νόμου σε Υπουργό ή άλλο ανεξάρτητο αξιωματούχο της Δημοκρατίας — Ο περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου Νόμος του 1962, Ν. 23/62, Άρθρο 3(2) — Εφαρμοστέες αρχές.

Η εφεσείουσα, φιλόλογος σε σχολή Μέσης Εκπαίδευσης στη Λεμεσό, απουσίαζε από την εργασία της για λόγους υγείας για μεγάλα χρονικά διαστήματα.  Παραπέμφθηκε για εξέταση από ιατροσυμβούλιο, το οποίο σε έκθεσή του διαπίστωσε, ότι ήταν ανίκανη από ιατρικής άποψης να εκτελεί τα καθήκοντά της με αποτέλεσμα να τεθεί σε μηχανισμό η διαδικασία πρόωρης αφυπηρέτησής της για λόγους υγείας.  Η Υπουργός Παιδείας ενέκρινε την αφυπηρέτησή της για λόγους υγείας σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 8(1)(β) του περί Συντάξεων Κα[*386]θηγητών Νόμου του 1967, Ν. 56/67, όπως τροποποιήθηκε (ο Νόμος).  Η αφυπηρέτηση εγκρίθηκε και από το Υπουργείο Οικονομικών και η απόφαση γνωστοποιήθηκε στην εφεσείουσα, η οποία καταχώρησε προσφυγή εναντίον της πρόωρης αφυπηρέτησής της.  Η προσφυγή απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα να ασκηθεί η παρούσα έφεση στην οποία προβλήθηκαν οι πιο κάτω λόγοι:

1.  Αντιφατική αιτιολογία.  Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι το ιατροσυμβούλιο δεν μπορούσε αφ’ ενός μεν να υιοθετήσει παλαιότερη απόφασή του με την οποία κρίθηκε ως ικανή για την εργασία της και αφ’ ετέρου με την πιο πρόσφατη γνωμοδότησή του, να καταλήξει σε αντίθετο αποτέλεσμα.

2.  Ανεπαρκής αιτιολογία.

3.  Απόπειρα επηρεασμού του ιατροσυμβουλίου εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας.

4.  Υπέρβαση των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου του πρωτόδικου Δικαστηρίου λόγω της διαπίστωσής του, ότι η απόφαση του ιατροσυμβουλίου για ανικανότητα άσκησης των καθηκόντων της εφεσείουσας ήταν ορθή, ενόψει του όγκου των απουσιών της.

5.  Παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης λόγω της εσφαλμένης προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τον ισχυρισμό που προέβαλε, ότι ζήτησε επανειλημμένα ανεπιτυχώς να μην την μετακινούν εκτός του Λανιτείου Γυμνασίου.

6.  Λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης από το Γενικό Διευθυντή και όχι από τον Υπουργό Οικονομικών, όπως προβλέπει η νομοθεσία, στον οποίο δεν είχε παραχωρηθεί η σχετική εξουσία.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Η ύπαρξη της προηγούμενης έκθεσης δεν εμποδίζει την αλλαγή της ιατρικής κατάστασης της εφεσείουσας, δύο και πλέον χρόνια μετά, όταν έγινε η πρόσφατη ιατρική της εξέταση.  Η μία έκθεση δε δεσμεύει την άλλη ούτε και η αναφορά σε προηγούμενη ιατρική έκθεση συνιστά αντιφατική αιτιολογία.

2.  Δεν υπάρχει καμμία ένδειξη ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας, είχε πρόθεση να επηρεάσει το ιατροσυμβούλιο ή ότι το ιατροσυμβούλιο θα μπορούσε να επηρεαστεί από την επισή[*387]μανση στην επιστολή του, με την οποία παραπέμπετο η εφεσείουσα στο ιατροσυμβούλιο, “ότι τα καθήκοντα εκπαιδευτικού εξυπακούουν μεγάλη σωματική και πνευματική ταλαιπωρία”.

3.  Το σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο όγκος των απουσιών της εφεσείουσας δικαιολογούσε τη γνώμη του ιατροσυμβουλίου για την ανικανότητά της στην άσκηση των καθηκόντων της, δεν αποτελεί εκτροπή του Δικαστηρίου από τα όρια του ακυρωτικού του ελέγχου ή κατάληξη επί της ουσίας.

4.  Η απόρριψη του αιτήματος της εφεσείουσας για μόνιμη απασχόλησή της στο συγκεκριμένο σχολείο δε συνιστά παραβίαση των κανόνων χρηστής διοίκησης.

5.  Η εκχώρηση των εξουσιών του Υπουργού Οικονομικών προς τον Γενικό Διευθυντή είναι καθ’ όλα νόμιμη ενόψει του Άρθρου 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου Νόμου του 1962, Ν. 23/62, και του Άρθρου 8(1)(β) του Νόμου.

6.  Η χρήση των λέξεων “παροχή εγκρίσεως” αντί της λέξης “απόφασις” στην K.Δ.Π. 206/81, με την οποία ο Yπουργός Oικονομικών παραχώρησε την εξουσία στο Διευθυντή Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αναφορικά με την αφυπηρέτηση της εφεσείουσας, δε δικαιολογεί την κατάληξη είτε ότι ο Υπουργός Οικονομικών δεν είχε την εξουσία λήψης της επίδικης απόφασης ή ότι δεν παραχώρησε την αρμοδιότητα αυτή.

7.  Η προϋπόθεση του νόμου για συνεννόηση με τον Υπουργό Παιδείας ικανοποιείται, όταν κατά την λήψη της απόφασης από τον Υπουργό Οικονομικών ή το λειτουργό στον οποίο εκχώρησε την εξουσία του, έχει εξασφαλιστεί η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Παιδείας. Η ανάγκη περαιτέρω συνεννοήσεων, ίσως να παρίστατο, αν το Υπουργείο Παιδείας είχε διάφορο γνώμη, πράγμα που δε συνέβηκε στην παρούσα υπόθεση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Kούρρης, Δ.) που δόθηκε στις 22 Nοεμβρίου, 1994 (Προσφυγή αρ. 802/92) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων για [*388]πρόωρη αφυπηρέτησή της για λόγους υγείας.

Κ. Ευσταθίου, για την Eφεσείουσα.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα που είναι φιλόλογος και υπηρετούσε στη Μέση Εκπαίδευση στη Λεμεσό, στις 4.3.1993 με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας παραπέμφθηκε για εξέταση από ιατροσυμβούλιο. Το ιατροσυμβούλιο με έκθεσή του ημερ. 12.7.1993 έκρινε ότι η εφεσείουσα ήταν ανίκανη από ιατρικής άποψης να εκτελεί τα καθήκοντά της, με αποτέλεσμα να αρχίσει η διαδικασία πρόωρης αφυπηρέτησής της για λόγους υγείας.  Η Υπουργός Παιδείας συμφώνησε όπως εγκριθεί η αφυπηρέτησή της για λόγους υγείας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 (1) (β) του περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμου του 1967, Ν.56/67, όπως τροποποιήθηκε. Η αφυπηρέτησή της εγκρίθηκε και από το Υπουργείο Οικονομικών και η απόφαση γνωστοποιήθηκε στην εφεσείουσα στις 14.10.1993.

Η εφεσείουσα καταχώρησε προσφυγή εναντίον της πρόωρης αφυπηρέτησής της, η οποία όμως απορρίφθηκε από το δικαστήριο στις 13.7.1975. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση στην οποία προβάλλεται αριθμός λόγων. 

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το ιατροσυμβούλιο δεν μπορούσε από τη μια να υιοθετήσει προηγούμενη απόφασή του ημερ. 4.6.1991, με την οποία έκρινε ότι ήταν ικανή να ασκεί τα καθήκοντά της και από την άλλη με τη γνωμοδότησή του στις 12.7.1993, να καταλήξει ότι ήταν ανίκανη προς εργασία.  Η πιο πάνω πρακτική καταλήγει, σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα, σε αντιφατική αιτιολογία.  Περαιτέρω προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι πλήρης και σαφής.

Η θέση της εφεσείουσας για αντιφατική ή ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται ουσιαστικά στη σύγκριση των δύο εκθέσεων του ιατροσυμβουλίου και στον ισχυρισμό ότι δεν υπάρχει στο φάκελο κανένα στοιχείο που να υποστηρίζει την απόφαση που λήφθηκε. Η θέση όμως αυτή δεν ανταποκρίνεται στην [*389]πραγματικότητα. Κατ’ αρχάς το ιατροσυμβούλιο στη νέα του έκθεση δεν υιοθετεί την κατάληξη της προηγούμενης του έκθεσης.  Απλώς την αναφέρει για να  προσθέσει ότι, βάσει των νέων δεδομένων η εφεσείουσα κρίνεται ακατάλληλη. 

Δε συμφωνούμε ότι η ύπαρξη της προηγούμενης έκθεσης εμποδίζει την αλλαγή της ιατρικής κατάστασης της εφεσείουσας δύο και πλέον χρόνια μετά. Εξ άλλου θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη γνωμάτευση ημερ. 4.6.1991 το ιατροσυμβούλιο συνιστούσε επανεξέταση της εφεσείουσας μετά την πάροδο ενός έτους. Στην έκθεση διαπιστωνόταν ότι η εφεσείουσα έπασχε από μιτροειδή βαλβιδοπάθεια ρευματικής αιτιολογίας. Διαπιστωνόταν επίσης χρόνια κολπική μαρμαρυγή, βρογχίτιδα, μεγάλη διάταση του αριστερού κόλπου και λειτουργική ανεπάρκεια της τριχλώχινος. Τέλος σημειώνεται ότι το 1965 είχε υποβληθεί σε εγχείρηση αντικατάστασης της μιτροειδούς βαλβίδας.

Στην ιατρική έκθεση ημερ. 19.7.1993 επαναλαμβάνεται ότι η εφεσείουσα πάσχει από μιτροειδή βαλβιδοπάθεια (mitral valve disease) και σημειώνεται ότι θεωρείται ότι, βάσει των σημερινών δεδομένων είναι ανίκανη να εκτελέσει τα καθήκοντά της.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε στην προηγούμενη έκθεση η εφεσείουσα εθεωρείτο ως πλήρως ικανή αλλά ότι μπορούσε “να συνεχίσει τα καθήκοντά της ως και προηγουμένως νοουμένου ότι θα αποφεύγει καθήκοντα που απαιτούν σωματική κόπωση”.

Κάθε ιατρική έκθεση βασίζεται στα δεδομένα του χρόνου της εξέτασης και περιέχει τη γνώμη των ιατρών που έκαναν την εξέταση.  Η τελευταία έκθεση ήταν ακριβώς αποτέλεσμα μιας τέτοιας ιατρικής εξέτασης.  Τίποτε δεν αποκλείει αναφορά στην προηγούμενη κατάσταση της ασθενούς.  Αντίθετα το ιστορικό μιας ασθένειας αποτελεί βασικό στοιχείο.  Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η μια έκθεση δεσμεύει την άλλη ή ότι απλή αναφορά σε προηγούμενη ιατρική έκθεση συνιστά αντιφατική αιτιολογία.  Κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις δεν μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός είτε για αντιφατική αιτιολογία, είτε για έλλειψη δέουσας αιτιολογίας. Η έκθεση του ιατροσυμβουλίου είναι δεόντως αιτιολογημένη και η αιτιολογία ουδόλως αντιφατική. Μια αιτιολογία μπορεί να είναι, όπως στην παρούσα περίπτωση, λακωνική αλλά ταυτόχρονα και ικανοποιητική.

Στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας με την οποία παραπέμπεται η εφεσείουσα στο ιατροσυμβούλιο για γνωμάτευση περιέχεται και η εξής αναφορά η οποία, σύμφωνα με την εφεσείουσα συνιστούσε προσπάθεια επηρεασμού:

“Επισημαίνεται ότι τα καθήκοντα του εκπαιδευτικού εξυπα[*390]κούουν μεγάλη πνευματική και σωματική ταλαιπωρία.”

Είναι αλήθεια ότι η αναφορά αυτή μπορούσε να αποφευχθεί.  Η θέση ότι τα καθήκοντα του εκπαιδευτικού εξυπακούουν μεγάλη πνευματική και σωματική ταλαιπωρία είναι αυταπόδεικτη και κανένα ουσιαστικό σκοπό δεν εξυπηρετεί η αναφορά.  Όμως από την άλλη, δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι πρόθεση του Γενικού Διευθυντή ήταν η απόπειρα επηρεασμού του συμβουλίου, ούτε και βλέπουμε πως το ιατροσυμβούλιο θα μπορούσε να επηρεαστεί από κάτι τέτοιο.  Το ερώτημα που τέθηκε ενώπιόν του ήταν κατά πόσο η φυσική κατάσταση της εφεσείουσας ήταν τέτοια που να της επιτρέπει να ασκεί τα καθήκοντά της.

Η εφεσείουσα, για τα τελευταία πέντε χρόνια, απουσίαζε από την εργασία της για λόγους υγείας για μεγάλα χρονικά διαστήματα.  Κατά το σχολικό έτος 1988-89  απουσίασε συνολικά 220 μέρες, την περίοδο 1989-90 για 106 μέρες και την περίοδο 1990-91 για 58 μέρες.  Απουσίαζε επίσης κατά τη διάρκεια ολόκληρου του έτους 1991-92, ενώ κατά το σχολικό έτος 1992-93 απουσίαζε από την 30.11.1992 μέχρι τις 31.5.1993. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού σχολίασε τον όγκο αυτό των απουσιών, κατέληξε ότι έδειχναν πόσο δίκαιο είχε το ιατροσυμβούλιο όταν εξέφραζε τη γνώμη ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της.  Το σχόλιο αυτό οδηγεί στον επόμενο λόγο έφεσης, διότι η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό, το οποίο εκφεύγει των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου.

Δε θα συμφωνήσουμε με την εφεσείουσα ούτε σε αυτό. Είναι φανερό ότι το σχόλιο, ακόμα κι αν θεωρηθεί ατυχές, δεν επηρεάζει το συμπέρασμα ή τη συλλογιστική του Δικαστηρίου κατά την εξέταση των λόγων που είχαν τεθεί για την ακύρωση της διοικητικής απόφασης. Από την άλλη, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να μην αναφερθεί στις πράγματι μακρές και για σειρά ετών απουσίες της εφεσείουσας από τα καθήκοντά της. Δε θεωρούμε ότι το σχόλιο αυτό ξέφευγε από τα όρια του ακυρωτικού ελέγχου ή ότι αποτελεί κατάληξη επί της ουσίας και γι’ αυτό απορρίπτουμε και αυτό το λόγο έφεσης.

Η εφεσείουσα παραπονείται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προσήγγισε εσφαλμένα τον ισχυρισμό της ότι είχε κατ’ επανάληψη χωρίς επιτυχία απευθυνθεί στους εφεσίβλητους πληροφορώντας τους για την κατάσταση της υγείας της, καλώντας τους να αποφεύγουν τις μετακινήσεις της εκτός του Λανιτείου Γυμνασίου. Είναι η θέση της ότι η ενέργεια των εφεσίβλητων συνιστά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης που θα έπρεπε να οδηγήσει την [*391]προσβαλλόμενη απόφαση σε ακύρωση. 

Διαπιστώνουμε από τα ενώπιόν μας στοιχεία ότι δε δικαιολογείται ένας τέτοιος ισχυρισμός.  Δε φαίνεται ότι οι εφεσίβλητοι με το να μη δέχονται το αίτημα της εφεσείουσας για μόνιμη απασχόλησή της στο συγκεκριμένο σχολείο παραβίασαν τους κανόνες χρηστής διοίκησης.  Πολύ δε περισσότερο γιατί ο λόγος που η ίδια προέβαλλε για την προτίμησή της αυτή (βλέπε επιστολή της ημερ. 1.9.1988), ότι δηλαδή η μικρή απόσταση του σχολείου από το σπίτι της διευκόλυνε ελαφρά άσκηση πεζοπορίας την οποία θεωρούσε άριστο θεραπευτικό μέσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένος.  Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά δεν έδωσε οποιαδήποτε σημασία στον ισχυρισμό αυτό και σίγουρα η στάση των εφεσίβλητων δεν μπορεί να θεωρηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο μεμπτή.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά τον ισχυρισμό ότι η απόφαση για τερματισμό των υπηρεσιών της εφεσείουσας ελήφθη όχι από τον Υπουργό των Οικονομικών, όπως προβλέπει η νομοθεσία, αλλά από το Γενικό Διευθυντή στον οποίο δεν έχει παραχωρηθεί εξουσία λήψης της απόφασης.  Σύμφωνα με το Άρθρο 8 (1) (β) του περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμου του 1967, Ν. 56/67, όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 6 του Ν.40/81, σύνταξη ή φιλοδώρημα χορηγείται σε καθηγητή, αν ο Υπουργός Οικονομικών, εν συνεννοήσει μετά του Υπουργού Παιδείας, ικανοποιηθεί με ιατρική απόδειξη ότι ο καθηγητής δε δύναται να εκτελεί τα καθήκοντά του λόγω πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας.  Από τη διατύπωση του Άρθρου 8 προκύπτει ότι η απόφαση για τη συνταξιοδότηση καθηγητή, όταν βέβαια ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, βαρύνει τον Υπουργό Οικονομικών ο οποίος όμως θα πρέπει να συνεννοηθεί επί του προκειμένου με τον Υπουργό Παιδείας. Η απόφαση είναι του Υπουργού Οικονομικών και όχι κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας.  Απλώς ο Υπουργός Οικονομικών θα πρέπει, πριν καταλήξει στην απόφασή του, να πάρει επί του προκειμένου τις απόψεις του Υπουργού Παιδείας.

Σύμφωνα με το Άρθρο 3 (2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου Νόμου του 1962, Ν.23/62, όπου, δυνάμει νόμου, Υπουργός ή ανεξάρτητος αξιωματούχος της Δημοκρατίας, ή άλλη αρχή στη Δημοκρατία κέκτηται εξουσίας ενάσκησης εξουσιών που απορρέουν από κάποιο νόμο, ο Υπουργός αυτός, εκτός αν κάτι τέτοιο απαγορεύεται ρητά από νόμο, μπορεί να εξουσιοδοτήσει εγγράφως οποιοδήποτε πρόσωπο που κατέχει αρμόδια θέση σε υπηρεσία που εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Υπουργείου του, όπως ενασκεί τις εξουσίες [*392]εκ μέρους του. Η συγκεκριμένη εξουσία που παρέχεται στον Υπουργό Οικονομικών από το Άρθρο 8 (1) (β) του περί Συντάξεως Καθηγητών Νόμου εκχωρήθηκε στο Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με βάση την Κ.Δ.Π. 206/81 που δημοσιεύτηκε στο Τρίτο Παράρτημα της Εφημερίδας της Δημοκρατίας στις 4.9.1981.

Το ιατροσυμβούλιο γνωμάτευσε ότι η εφεσείουσα ήταν μόνιμα ανίκανη για εργασία από 6.7.1993.  Η συναίνεση της Υπουργού Παιδείας για την αφυπηρέτησή της για λόγους υγείας διαβιβάστηκε με επιστολή του Υπουργείου Παιδείας ημερ. 16.9.1993 προς το Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Στην επιστολή επισημαίνεται ότι η Υπουργός Παιδείας συμφωνεί όπως εγκριθεί η αφυπηρέτηση της εφεσείουσας για λόγους υγείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 8 (1) (β) των περί Συντάξεως Καθηγητών Νόμων.  Στη συνέχεια ο Διευθυντής Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, με επιστολή του προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας ημερ. 7.10.1993, τον πληροφορεί ότι εγκρίθηκε η αφυπηρέτηση της εφεσείουσας, σύμφωνα πάντα με τις διατάξεις του ιδίου Νόμου.  Έτσι, στις 14.10.1993 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας πληροφόρησε την εφεσείουσα για την απόφαση αφυπηρέτησής της για λόγους υγείας.

Δεν μπορούμε να δούμε οτιδήποτε μεμπτό στη διαδικασία που ακολουθήθηκε.  Ο Διευθυντής Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, με βάση τις εξουσίες που του παραχωρήθηκαν από τον Υπουργό Οικονομικών με την Κ.Δ.Π. 206/81, αποφάσισε την αφυπηρέτηση της εφεσείουσας ύστερα από συνεννόηση με την Υπουργό Παιδείας.  Η εξουσία που παραχωρήθηκε στο Διευθυντή είναι αδιαμφισβήτητα νόμιμη.  Ο Υπουργός των Οικονομικών του εκχώρησε τις εξουσίες που του παρέχει ο περί Συντάξεως Καθηγητών Νόμος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 23/62.

Το επιχείρημα του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι ο Υπουργός Οικονομικών δεν είχε εξουσία να εκχωρήσει τις εξουσίες του, απορρίπτεται.  Αυτό το δικαίωμα παρέχεται σαφώς από το Νόμο 23/62.  Περαιτέρω η χρήση των λέξεων “παροχή εγκρίσεως δι’ αφυπηρέτησιν καθηγητών διά λόγους υγείας” και ιδιαίτερα της λέξης “εγκρίσεως” στην Κ.Δ.Π. 206/81, δε διαφοροποιεί την κατάσταση, αφού από τη μια γίνεται σαφής αναφορά στις εξουσίες του άρθρου 8(1)(β) των περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμων και από την άλλη η σχετική στήλη φέρει τίτλο “εκχωρηθείσαι εξουσίαι”.  Δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι η χρήση των λέξεων “παροχή εγκρίσεως” αντί της λέξης “απόφασις” ή  οποιασδήποτε άλλης δικαιολογεί την κατάλη[*393]ξη είτε ότι ο Υπουργός Οικονομικών δεν είχε την εξουσία λήψης απόφασης περί συνταξιοδότησης ή ότι δεν παραχώρησε την αρμοδιότητα αυτή.  Η όλη διατύπωση και ιδιαίτερα η αναφορά στο άρθρο 8(1)(β) του νόμου δείχνει καθαρά ότι εκείνο που εκχωρήθηκε είναι η εξουσία του Υπουργού Οικονομικών να καταλήγει σε απόφαση συνταξιοδότησης εκπαιδευτικού, ύστερα βέβαια από συνεννόηση με τον Υπουργό Παιδείας.

Πιστεύουμε περαιτέρω ότι η προϋπόθεση του νόμου για συνεννόηση με τον Υπουργό Παιδείας επίσης ικανοποιείται αφού η γνώμη της Υπουργού Παιδείας είχε ήδη εκφραστεί με την επιστολή παραπομπής του θέματος στο Υπουργείο Οικονομικών.  Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τις λέξεις “εν συνεννοήσει” ο νόμος ήθελε να εισάξει την έννοια της προφορικής συνεννόησης ή της ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των δύο Υπουργών.  Είναι αρκετό όταν λαμβάνεται η απόφαση από τον Υπουργό Οικονομικών ή από το λειτουργό στον οποίο εκχώρησε την εξουσία του, να έχει εξασφαλιστεί η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Παιδείας. 

Ίσως στην περίπτωση που το Υπουργείο Παιδείας θα είχε διάφορο γνώμη, να παρίστατο ανάγκη περαιτέρω συνεννοήσεων.  Όμως ακόμα και αυτός ο συλλογισμός καταλήγει σε αδιέξοδο, αφού για να απασχολήσει τον Υπουργό Οικονομικών η συνταξιοδότηση καθηγητή για λόγους υγείας, απαιτείται ουσιαστικά η ανάμειξη του Υπουργείου Παιδείας με την αποστολή στο Υπουργείο Οικονομικών της έκθεσης του ιατροσυμβουλίου και ασφαλώς η προηγούμενη συναίνεση του Υπουργού με την απόφαση για συνταξιοδότηση του συγκεκριμένου καθηγητή.  Διερωτώμαστε γιατί το Υπουργείο Παιδείας να αποστέλλει ούτως ή άλλως στον Υπουργό Οικονομικών εκθέσεις του ιατροσυμβουλίου για εξέταση από αυτόν της πιθανότητας συνταξιοδότησης του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού αν δεν επιθυμούσε τη συνταξιοδότησή του. Από τη διατύπωση του σχετικού άρθρου είναι σαφές ότι δεν πρόκειται περί κοινής απόφασης των δύο Υπουργών, αλλά απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από σχετική συνεννόησή του με τον Υπουργό Παιδείας.

Εν όψει όλων των πιο πάνω βρίσκουμε και αυτό το λόγο έφεσης αβάσιμο και συνεπώς η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.  Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο