(1997) 3 ΑΑΔ 428
[*428]17 Oκτωβρίου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΡΕΛΛΗΣ,
Εφεσείων-Aιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Kαθ’ ής η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2099)
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί/Προαγωγές — Θέση Ανώτερου Λειτουργού Αεροπορικών Μεταφορών και Αερολιμένων στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας — Αξιολόγηση υποψηφίων — Σύσταση του Διευθυντή με βάση ανύπαρκτο στοιχείο, που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου — Παράλειψη προσδιορισμού των βασικών κριτηρίων που συνέτειναν στη σύσταση και ανακριβής διαπίστωση ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διέθετε πείρα στον τομέα Πολιτικής Αεροπορίας — Οδήγησαν σε ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης.
Aιτιολογία Διοικητικής Πράξης — Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί/Προαγωγές — Συστάσεις του Διευθυντή — Ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1990, Άρθρο 34(9) — Οι συστάσεις δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι αιτιολογημένες — Αν όμως περιέχουν αιτιολογία, σύμφωνα με την νομολογία, αυτή υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.
Αίτηση ακυρώσεως — Το Δικαστήριο εξετάζει τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή, όπως καθορίζονται στην αίτηση.
Aιτιολογία Διοικητικής Πράξης — Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί/Προαγωγές — Προφορικές συνεντεύξεις — Απόδοση υποψηφίων — Πρέπει να αιτιολογείται.
[*429]Ο εφεσείων υπερτερούσε του ενδιαφερόμενου προσώπου στις υπηρεσιακές εκθέσεις και στην αρχαιότητα. Στα προσόντα ήταν ισότιμοι και κανένας από αυτούς δε διέθετε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Ο Διευθυντής του Τμήματος σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η σύσταση του Διευθυντή ήταν καθοριστικός παράγων στην απόφαση της Ε.Δ.Υ.
Ο εφεσείων καταχώρησε προσφυγή η οποία απορρίφθηκε με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί η παρούσα έφεση, στην οποία προβλήθηκαν οι λόγοι που αναφέρονται πιο κάτω:
α) πλημμέλεια της σύστασης του Διευθυντή η οποία, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα, βρίσκεται σε διάσταση με τα στοιχεία των φακέλων, αφού δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα αναφορικά με την κατοχή πλεονεκτήματος και πείρας από πλευράς του ενδιαφερόμενου προσώπου και
β) έλλειψη αιτιολογίας της γενικής εντύπωσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ., αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κήρυξε άκυρη την πρωτόδικη απόφαση αφού αποδέχθηκε ως ορθούς τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα αναφορικά και με τους δύο λόγους της έφεσης.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Κωνσταντινίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 234,
Χατζηαγαθαγγέλου κ.ά. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Προσφυγή Aρ. 619/95 κ.ά., ημερ. 17/10/97.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου, (Aρτεμίδης, Δ.) που δόθηκε στις 9 Iουνίου, 1995 (Προσφυγή αρ. 315/93) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα κατά της απόφασης της Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας να προάξει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στη θέση Aνώτερου Λειτουργού Aεροπορικών Mεταφορών και Aερολιμένων, Tμήμα Πολιτικής Aεροπορίας.
[*430]Α. Κωνσταντίνου, για τον Eφεσείοντα.
Μ. Τσιάππα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
Αλ. Λυκούργου για T. Παπαδόπουλο, για το Eνδιαφερόμενο Πρόσωπο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η θέση Ανώτερου Λειτουργού Αεροπορικών Μεταφορών και Αερολιμένων ανήκει στην κατηγορία θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Το προβλέπει ρητά το οικείο σχέδιο υπηρεσίας. Σε μια τέτοια θέση, που ας λεχθεί εν παρόδω, υπάγεται στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας, η οποία κενώθηκε το 1992, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής η Ε.Δ.Υ. ή μόνο η Επιτροπή) διόρισε το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Σώσειλο. Η απόφαση διορισμού τέθηκε σε ισχύ από 15/1/93. Καθοριστικός παράγων στη λήψη της υπήρξε η σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος Μ. Ηροδότου (στο εξής ο Διευθυντής) υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους.
Το πρώτο σημείο, στο οποίο ο δικηγόρος του εφεσείοντα, αναπτύσσοντας σχετικό λόγο έφεσης, έχει κατευθύνει τα βέλη της κριτικής του είναι η σύσταση του Διευθυντή. Η πλημμέλεια που της έχει προσάψει είναι πως βρίσκεται σε διάσταση με τα στοιχεία των φακέλων. Συγκεκριμένα ο συνήγορος ανέφερε πως επί σειρά ετών ο εφεσείων είχε, όπως δέχθηκε και η πρωτόδικη απόφαση, καλύτερες υπηρεσιακές εκθέσεις. Χαρακτηριζόταν εξαίρετος. Ο ενδιαφερόμενος παρέμεινε σε χαμηλότερα επίπεδα (βαθμολογήθηκε είτε “καλός” είτε “λίαν καλός”). Περαιτέρω αναφέρθηκε ότι ο εφεσείων είχε αισθητή υπεροχή σε αρχαιότητα ενώ τα προσόντα είναι το μόνο στοιχείο στο οποίο έχουμε ισοτιμία.
Το τρωτό της σύστασης, παρόλο που τέθηκε σθεναρά, δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο. Απλώς επισημάνθηκε η παρατήρηση της Ε.Δ.Υ. πως οι δύο υπάλληλοι, που υπηρετούσαν σε διαφορετικά τμήματα, δεν κρίθηκαν από τους ίδιους αξιολογητές. Και θεωρήθηκε, δεδομένου ότι δεν είχαν τα απαιτούμενα προσόντα για προαγωγή, ότι η υποψηφιότητά τους μπορούσε να συσχετισθεί μόνο με θέση πρώτου διορισμού και με τα κριτήρια που ισχύουν για την κατάληψη θέσης της κατηγορίας αυτής.
Συγκεφαλαιώνοντας το σκεπτικό της, η πρωτόδικη απόφαση [*431]αναφέρει:
“Προσθέτω, επιπλέον, και ότι ανέφερα στην αρχή, πως ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήσαν υποψήφιοι για πρώτο διορισμό. Η θέση είναι ψηλά στην ιεραρχία. Οι υπηρεσιακές εκθέσεις, μολονότι μετρούν στην αξιολόγηση, όπως εξάλλου προβλέπει και το άρθρο 34 του Νόμου, δεν παίζουν καταλυτικό ρόλο. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κρίθηκε εξαίρετος στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής και συστήθηκε για διορισμό στη θέση από το διευθυντή. Ο αιτητής κρίθηκε ως πάρα πολύ καλός. Και ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν είχαν το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας.
Με τα πιο πάνω δεδομένα κρίνω πως η απόφαση της Επιτροπής δεν είναι τρωτή, γιατί λήφθηκε μέσα στα επιτρεπόμενα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας.”
Δε χρειάζεται να υπεισέλθουμε στις συγκρίσεις που έχει προτείνει και αναπτύξει ο δικηγόρος του εφεσείοντα. Η ανεπάρκεια και το επιλήψιμο της σύστασης προκύπτει από τα εξής: η διαπίστωση του Διευθυντή, πως το ενδιαφερόμενο μέρος είχε το πλεονέκτημα, που προβλέφθηκε από το σχέδιο υπηρεσίας, στερείται ερείσματος. Παρόλο που η Επιτροπή αργότερα έχει εκτιμήσει ορθά πως κανένας από τους δύο υποψήφιους δεν ήταν κάτοχος του πλεονεκτήματος, γεγονός παραμένει ότι η σύσταση του Διευθυντή διαμορφώθηκε με βάση ανύπαρκτο στοιχείο, που προσμέτρησε υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου. Είναι επίσης ανακριβής η έμμεση διαπίστωση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος διαθέτει πείρα στον τομέα της Πολιτικής Αεροπορίας. Μια τρίτη πλημμέλεια είναι η αβεβαιότητα αναφορικά με τα “βασικά κριτήρια” που συνέτειναν στη διαμόρφωση της εισήγησης του Διευθυντή, τα οποία δεν προσδιορίζονται.
Το Άρθρo 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, που διέπει τις διαδικασίες για την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής παρέχει στην Επιτροπή την ευχέρεια να λαμβάνει υπόψη στις περιπτώσεις υποψηφίων που είναι, όπως εδώ, δημόσιοι υπάλληλοι “τις συστάσεις του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος”. Οι συστάσεις δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι αιτιολογημένες. Αν όμως περιέχουν, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, αιτιολογία, τότε, σύμφωνα με την πάγια γραμμή της νομολογίας, αυτή είναι ελεγκτή από το δικαστήριο: βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 189, Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 234 και προσφ. αρ. [*432]619/95 κ.ά. Κωστάκης Χ”Αγαθαγγέλου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου ημερ. 17/10/97.
Οι πλημμέλειες της σύστασης, που έχουμε υποδείξει, έχουν καταλυτική επίδραση στο κύρος της επίδικης πράξης και επιφέρουν την ακυρότητά της.
Συζητήθηκε και άλλος, αυτοτελής, λόγος ακυρότητας, που εντοπίζεται στην έλλειψη αιτιολογίας της γενικής εντύπωσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ίδιας της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση που υποβλήθηκαν. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε - και είναι αναμφισβήτητο - ότι τα δύο αυτά όργανα δε συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση που επιβάλλει η παράγραφος 10 του άρθρου N. 34 για παροχή αιτιολογίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προχώρησε να ακυρώσει την απόφαση για το λόγο αυτό διότι έκρινε ότι το ζήτημα “δεν περιλαμβάνεται στους νομικούς λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή”. Το ζήτημα όμως της αιτιολογίας έχει τεθεί με το λόγο 8, που περιλαμβάνεται στο σώμα της αίτησης. Επομένως θεμελιώνεται και δεύτερος, ανεξάρτητος, λόγος ακύρωσης.
Η έφεση, για τους λόγους που εκθέσαμε, γίνεται δεκτή. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται, σύμφωνα με το άρθρ. 146.4(β) του Συντάγματος. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται σε βάρος του δημοσίου.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο