Aρσαλίδης Nικόλαος ν. Aρχής Tηλεπικοινωνιών Kύπρου (1997) 3 ΑΑΔ 474

(1997) 3 ΑΑΔ 474

[*474]14 Νοεμβρίου, 1997

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΡΣΑΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1811)

 

Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Προαγωγές — Θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β΄ (διοικητικό προσωπικό) — Αναδρομική ισχύς προαγωγής από την 1.6.1981 — Ισχυρισμοί για μεροληψία, παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, απουσία επιβεβλημένης υποχρέωσης του Προϊσταμένου του Τμήματος για διατύπωση των απόψεών του στο Συμβούλιο Προσωπικού και απουσία των προϋποθέσεων προαγωγής του ενδιαφερόμενου προσώπου κατ’ εξαίρεση, αφού δεν υπηρετούσε στην αμέσως κατώτερη θέση — Δεν τεκμηριώθηκαν — Απόρριψη της έφεσης και επικύρωση της προαγωγής.

Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Προαγωγές — Απόψεις του Προϊσταμένου του Τμήματος — Καν. 24(5) — Εφαρμοστέες αρχές.

Έφεση — Μόνο θέματα που εγείρονται στην προσφυγή με την αίτηση ακυρώσεως είναι δυνατό να εξεταστούν στην έφεση.

Διοικητικό Δίκαιο — Νομιμότητα διοικητικής πράξης — Εξετάζεται με βάση το ισχύον, κατά το χρόνο έκδοσής της, νομικό και πραγματικό καθεστώς.

Η παρούσα έφεση, η οποία εστρέφετο κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία επικυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου στην επίδικη θέση, δεν έγινε αποδεκτή.  Οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν εκ μέρους του εφεσείοντα, αναφέρονται στις πιο πάνω [*475]περιληπτικές σημειώσεις.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Συμβούλιο Προσωπικού δικαιούται, δυνάμει του Καν. 24(5), να ζητά πληροφορίες από τον ιεραρχικά Προϊστάμενο του υπό κρίση προσωπικού, όπως επίσης και γραπτές διασαφηνίσεις αναφορικά με θέματα που προκύπτουν.

2.  Η λήψη των απόψεων του Προϊσταμένου επεβάλλετο και λόγω της έλλειψης έγκυρων κατά την κρίσιμη περίοδο (1981) φύλλων ποιότητας/προαγωγής.

3.  Οι απόψεις του Προϊσταμένου αντανακλούσαν απόλυτα το περιεχόμενο του φακέλου του εφεσείοντα.

4.  Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ικανοποιούσε όλες τις προϋποθέσεις της παραγράφου 10(4) των Κανονισμών, γεγονός που καθιστούσε δυνατή την προαγωγή του στην επίδικη θέση.

5.  Η απόφαση για προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου λήφθηκε μετά από διεξαγωγή δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Christou ν. Republic (1980) 3 C.L.R. 437,

Αρσαλίδης ν. Α.ΤΗ.Κ. (1989) 3(B) A.A.Δ. 443,

Κοντογιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 137.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Nικήτας, Δ.) που δόθηκε στις 18 Iουνίου, 1993 (Προσφυγή Aρ. 613/91) με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Aρχής Tηλεπικοινωνιών Kύπρου να προάξει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στο βαθμό του Προϊσταμένου Yπηρεσίας B΄(διοικητικό προσωπικό) στην Aρχή Tηλεπικοινωνιών Kύπρου.

Α. Χρ. Ευτυχίου, για τον Eφεσείοντα.

[*476]Κ. Χ”Ιωάννου, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής κ. Μ. Κρονίδης.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Εφεσιβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με την οποία επικυρώθηκε η προαγωγή του Γ. Γερολέμου στο βαθμό του Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β΄ (διοικητικό προσωπικό) με αναδρομική ισχύ από την 1.6.1981, στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών.  Αυτή ήταν και η ημερομηνία κατά την οποία πληρώθηκε για πρώτη φορά η επίδικη θέση.  Υπήρξε όμως αντικείμενο μακρού δικαστικού αγώνα εκ μέρους του αιτητή.  Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε επανηλειμμένα και για διάφορους λόγους ακυρώσει το διορισμό.

Στην ειδοποίηση προβάλλονται έξι λόγοι έφεσης.  Στο στάδιο της προδικασίας οι λόγοι έφεσης 1 και 5 αποσύρθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα.  Παρέμειναν έτσι οι τέσσερις λόγοι έφεσης 2, 3, 4 και 6 που συνοπτικά αναφέρονται:-

(α)  Στο λανθασμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο Προϊστάμενος του εφεσείοντα, κατά τη διατύπωση των απόψεών του κατά την εξέταση της υπό κρίση θέσης στο Συμβούλιο Προσωπικού, δεν επηρεάστηκε από εχθρότητα που το διακατείχε έναντί του.

(β)  Στη λανθασμένη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Προϊστάμενος του εφεσείοντα είχε επιβεβλημένη υποχρέωση να διατυπώσει τις απόψεις του για τον εφεσείοντα στο Συμβούλιο Προσωπικού λόγω της έλλειψης εγκύρων φύλλων ποιότητας/ προαγωγής κατά την κρίσιμη περίοδο.

(γ)  Στη λανθασμένη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι συνέτρεχαν οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις, από τους Κανονισμούς και το Νόμο, προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους κατ’ εξαίρεση, αφού ο προαχθείς δεν υπηρετούσε στην αμέσως κατώτερη θέση, και

(δ)  Στο λανθασμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η καθ’ ης η αίτηση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης προέβηκε στη δέουσα έρευνα των προσόντων του αιτητή.

[*477]Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ((α) πιο πάνω) δεν έχουμε πεισθεί από την επιχειρηματολογία του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναλύει το θέμα της ισχυριζόμενης μεροληψίας που βασίζετο σε γραπτή καταγγελία του εφεσείοντα εναντίον του Προϊσταμένου του, καταλήγει:-

“Το γεγονός της καταγγελίας δεν τεκμηριώνει από μόνο του τον ισχυρισμό για εχθρική διάθεση που εκδηλώνεται με ψευδείς κρίσεις για την υπηρεσιακή ποιότητα υφισταμένου.  Διαφορετικά θα είχαμε εύκολη εξουδετέρωση των κρίσεων προϊσταμένου, όποτε δεν είναι αρεστές.  Όμως η θέση του αιτητή παραγνωρίζει και τα καθήκοντα και υποχρεώσεις που επιβάλλει ο Καν. 24(5):

“Το Συμβούλιο Προσωπικού δικαιούται επί παντός ζητήματος εισαγομένου εις αυτό να καλή προς παροχήν πληροφοριών πάντα ιεραρχικώς προϊστάμενον του υπό κρίσιν προσωπικού, ως και να ζητή εγγράφως διασαφηνίσεις.”

Η λήψη των απόψεων του προϊσταμένου ήταν επιβεβλημένη και για άλλο λόγο.  Για την κρίσιμη περίοδο (1981) δεν υπήρχαν έγκυρα φύλλα ποιότητας/προαγωγής.  Γι’ αυτό άλλωστε η Αρχή αποφάσισε να λάβει υπόψη, κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης, “το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων υπαλλήλων και τις αναφορές των τότε προϊσταμένων τους” (Τεκμ. 1, σελ. 3).  Θα πρόσθετα ότι οι απόψεις του προϊσταμένου είναι αντικαθρέφτισμα του προσωπικού φακέλου του αιτητή.”.

Συμφωνούμε απόλυτα με τη θέση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Θα προσθέταμε ότι προς υποστήριξη αυτού του ισχυρισμού δεν προσάχθηκε καμιά μαρτυρία, ούτε και αποδείχθηκε με τη βεβαιότητα που απαιτείται από τη νομολογία (Βλέπε: Takis Christou v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 437).  Δεν έχει κανένα πραγματικό έρεισμα η επιχειρηματολογία του συνηγόρου του εφεσείοντα που αναφέρεται στο γεγονός ότι μόλις το 1989 και το 1991 ο Προϊστάμενος προέβηκε για πρώτη φορά στις δυσμενείς κρίσεις.  Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι στις προηγούμενες κρίσεις του 1981 και 1983 λήφθηκαν υπόψη τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής που ήσαν καταχωρημένα στο φάκελο των υποψηφίων.  Όταν αυτά ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή Αρσαλίδης ν. Α.ΤΗ.Κ., Προσφυγή αρ. 97/84, ημερομηνίας 28.2.1989, τότε προέκυψε θέμα αναζήτησης των απόψεων του Προϊσταμένου, ως μοναδικού μέσου διαπίστωσης της αξίας των υποψηφίων.

[*478]Σχετικά με το λόγο (β) πιο πάνω, ο εφεσείοντας προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο Προϊστάμενος δεν ήταν σε θέση να τον αξιολογήσει εφόσον δεν υπήρχαν Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής και επιπλέον για το λόγο ότι ο τελευταίος δεν ήταν για ουσιαστικό χρόνο Προϊστάμενός του την κρίσιμη περίοδο και έτσι δεν είχε επαρκή γνώση για την υπηρεσιακή κατάσταση ή διαγωγή του εφεσείοντα.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 24(5) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982 έως 1990, το Συμβούλιο Προσωπικού δικαιούται να καλεί, προς παροχή πληροφοριών, τον ιεραρχικώς προϊστάμενο του υπό κρίση προσωπικού.

Ο Προϊστάμενος του εφεσείοντα, σύμφωνα με τα στοιχεία των φακέλων, προΐστατο του Τμήματος και του τελευταίου μεταξύ των ετών 1978-1981, τον κρίσιμο δηλαδή χρόνο (τριετία) πριν το χρονικό καθεστώς που διέπει την παρούσα έφεση.  Ήταν δηλαδή σε μοναδική θέση να εκφέρει την κρίση και τις διαπιστώσεις του για τις επιδόσεις και την καταλληλότητα των υποψηφίων κατά την κρίσιμη περίοδο, περιλαμβανομένου του εφεσείοντα.  Ακριβώς λόγω της ακυρότητας των Φύλλων Ποιότητας/Προαγωγής, ορθά η εφεσίβλητη Αρχή αποφάσισε να λάβει υπόψη τις αναφορές των Προϊσταμένων των υποψηφίων πέραν του περιεχομένου των προσωπικών τους φακέλων.  Όπως προσθέτει δε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι απόψεις του Προϊσταμένου του εφεσείοντα αντανακλούν απόλυτα το περιεχόμενο του φακέλου του.

Και ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Είναι γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος προάχθηκε στην επίδικη θέση, παρόλο που δεν κατείχε την αμέσως προηγούμενη, κατ’ εξαίρεση προς το γενικό κανόνα ότι κανένας δεν προάγεται αν δεν κατέχει την αμέσως προηγούμενη θέση.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(4), η προαγωγή είναι δυνατή μόνο από τον αμέσως κατώτερο βαθμό, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθιστούν την περίπτωση κάποιου υπαλλήλου “εξαιρετική”.  Προϋποθέσεις για να καταστεί δυνατή τέτοια προαγωγή είναι ο υποψήφιος να κατέχει τα απαιτούμενα για το βαθμό αυτό ειδικά προσόντα και να έχει συμπληρώσει 12ετή υπηρεσία στην Αρχή.  Περαιτέρω πρέπει να έχει τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και του Γενικού Διευθυντή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε το θέμα, αποφάνθηκε [*479]ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τα ελάχιστα προσόντα για βαθμολογική προαγωγή στην επίδικη θέση που προβλέπει ο Κανονισμός 8(1)(Β)(γ).  Το ενδιαφερόμενο μέρος απέκτησε πανεπιστημιακό δίπλωμα στα νομικά. 

Το Συμβούλιο της Αρχής, εξετάζοντας την υποψηφιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, διαπίστωσε συνδρομή όλων των προϋποθέσεων της παραγράφου 10(4) των Κανονισμών, δηλαδή 12ετή προϋπηρεσία, τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και του Γενικού Διευθυντή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει στο σκεπτικό του ως εξής:-

“Ο Καν. 10(4), που ακολουθεί το αξιοκρατικό σύστημα προαγωγών, καθιστά εφικτή την υπηρεσιακή αυτή ανέλιξη των υπαλλήλων εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει.  Και όπως προαναφέρθηκε ο αιτητής είχε τις θετικές κρίσεις του Σ.Π. και του γενικού διευθυντή και την οριζόμενη από τους κανονισμούς προϋπηρεσία.”.

Δεν έχουμε πεισθεί από την επιχειρηματολογία του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάσχει σε οποιοδήποτε σημείο.  Η νομολογία στην οποία μας έχει παραπέμψει ο συνήγορος και η οποία αφορά την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της απόφασης της Αρχής είναι άσχετη με την παρούσα υπόθεση, γιατί αναφέρεται σε ειδική αιτιολογία που απαιτείται από το νόμο στις περιπτώσεις παραγνώρισης πρόσθετου προσόντος.

Και ο λόγος αυτός κρίνεται ανεδαφικός και υπόκειται σε απόρριψη.

Ο τελευταίος λόγος αναφέρεται στα προσόντα του αιτητή και το παράπονό του συνίσταται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάνθηκε ότι η Αρχή προέβηκε στη δέουσα έρευνα.  Θέλουμε να παρατηρήσουμε από την αρχή ότι το Συμβούλιο Προσωπικού θεώρησε τον αιτητή ότι κατείχε τα προσόντα που απαιτούσε η θέση και τον περιέλαβε στους υποψηφίους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η Αρχή προέβηκε σε ενδελεχή έρευνα των προσόντων αφού ζήτησε ακόμα και τις απόψεις του Υπουργείου Παιδείας.  Διαπιστώθηκε δε πως κανένα από τα προσόντα του δεν μπορούσε να θεωρηθεί ισότιμο με πανεπιστημιακό πτυχίο.

[*480]Είναι καθιερωμένο νομολογιακά ότι το αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης συνεχίζει να είναι η νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης.  Έχουμε διεξέλθει το φάκελο της υπόθεσης και διαπιστώσαμε ότι το παράπονο του εφεσείοντα δεν ευσταθεί.

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι έγινε η δέουσα έρευνα για τα προσόντα του εφεσείοντα, η δε απόφαση της Αρχής ήταν εύλογη και σύμφωνη με το νόμο.

Στην αγόρευσή του ο συνήγορος του εφεσείοντα προβάλλει και άλλο παράπονο συναφές προς τα προσόντα.  Τούτο συνίσταται στο γεγονός ότι δε λήφθηκαν υπόψη έγγραφα που αφορούν τον εφεσείοντα και βρίσκονται στην κατοχή των εφεσίβλητων, αναφορικά με τις ικανότητες, την αξία, επάρκεια και πείρα του εφεσείοντα. Δεν κατονομάζονται τα έγγραφα αυτά.  Τέτοιο θέμα όμως δεν έχει εγερθεί στην προσφυγή με λόγο ακύρωσης.  Δεν είναι δυνατό να προβάλλεται στην κατ’ έφεση διαδικασία (Βλέπε: Κοντογιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 1607, ημερομηνίας 14.4.1997).

Παραπονείται επίσης ο εφεσείων ότι ενώπιον του Συμβουλίου της Αρχής δεν εκλήθη και άλλος Προϊστάμενος του αιτητή για να εκφέρει τις απόψεις του.  Αυτός όμως, σύμφωνα με τους φακέλους, προΐστατο του αιτητή σε μεταγενέστερο χρόνο του επίδικου, που προσδιορίζετο την 1.6.1981.  Εφόσον η προαγωγή εκρίνετο με το νομικό και πραγματικό καθεστώς της τότε περιόδου που προϊστάμενος του αιτητή ήταν ο κ. Κορινός που προέβη στις συστάσεις ενώπιον της εφεσίβλητης Αρχής, ορθά δεν εκλήθη ο μεταγενέστερα του κρίσιμου χρόνου νέος Προϊστάμενός του.

Τελικά όλοι οι λόγοι έφεσης που πρόβαλε ο εφεσείων είναι πέρα για πέρα ανεδαφικοί και απορρίπτονται.

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης που θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο