Kυπριακή Δημοκρατία, μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας ν. Mυροφόρας Aλεξάνδρου (1997) 3 ΑΑΔ 540

(1997) 3 ΑΑΔ 540

[*540]28 Nοεμβρίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

ν.

ΜΥΡΟΦΟΡΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2058)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Θέση Ανώτερου Τεχνικού Χημείου — Αξιολόγηση υποψηφίων — Σχέδια Υπηρεσίας — Το δικαίωμα προαγωγής συναρτάται αποκλειστικά με την κατοχή των απαιτούμενων από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντων — Ο περιορισμός στην ανάθεση καθηκόντων από την προϊσταμένη αρχή, δεν μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη διεκδίκηση υποψηφίου για προαγωγή — Εφαρμοστέες αρχές της Ελληνικής και Κυπριακής νομολογίας.

Αίτηση ακυρώσεως — Μερική ακύρωση διοικητικής απόφασης — Προαγωγές — Αποκλεισμός της εφεσίβλητης - αιτήτριας και προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου στην επίδικη θέση — Η πράξη αποκλεισμού της εφεσίβλητης δεν αποσπάται από την τελική πράξη της προαγωγής του ενδιαφερόμενου προσώπου, που αποτελεί το επίδικο θέμα της προσφυγής, ώστε να είναι δυνατόν να διαχωρισθεί και να αποτελέσει το αντικείμενο διαταγής για μερική ακύρωση, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Λέξεις και Φράσεις — “Kαταλληλότερος υποψήφιος”, αναφορικά με διορισμούς/προαγωγές δημοσίων υπαλλήλων.

Η Ε.Δ.Υ. απέκλεισε την εφεσίβλητη από προαγωγή στην επίδικη θέση αφού έλαβε υπόψη δήλωση της Διευθύντριας ότι η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να ασκήσει τα καθήκοντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης. H εφεσίβλητη κατείχε τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και υπηρεσία για προαγωγή στην υπό πλήρωση [*541]θέση. Eπίσης είχε τη σύσταση της Προϊσταμένης του Tμήματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το μέρος της απόφασης με το οποίο η εφεσίβλητη κρίθηκε ακατάλληλη για προαγωγή.  Σύμφωνα με τον λόγο (ratio) της απόφασης, η φύση των καθηκόντων δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο κριτήριο πρόκρισης υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του, εκτός από τις περιπτώσεις όπου στον υπάλληλο ανατίθενται περιορισμένα καθήκοντα λόγω ανεπάρκειας.

Στην έφεση, υποστηρίχθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας, ότι η ακύρωση του μέρους της προσβαλλόμενης απόφασης, με το οποίο η εφεσίβλητη κρίθηκε ακατάλληλη για προαγωγή, ήταν εσφαλμένη.  Εσφαλμένη ήταν επίσης η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου λόγω μη υιοθέτησης των αρχών που καθιέρωσε η Νομολογία επί του επίδικου θέματος.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επικύρωσε κατά πλειοψηφία την πρωτόδικη απόφαση, διαφωνούντος του Καλλή Δ. και αποφάνθηκε ότι:

Α) Υπό Πική, Π., συμφωνούντων και των Νικήτα, Δ., Κραμβή Δ., και Γαβριηλίδη, Δ.:

1.  Το δικαίωμα προαγωγής συναρτάται αποκλειστικά με την κατοχή των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας.  Η απόφαση της Ε. Δ.Υ. και η συμβουλή του γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα επί του ιδίου θέματος, ότι η αδυναμία της εφεσίβλητης να εκτελέσει ορισμένα από τα καθήκοντα της θέσης, της αποστερούσε το δικαίωμα να προαχθεί, είναι νομικά εσφαλμένη.  Η κατοχή των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας στοιχειοθετεί το δικαίωμα για προαγωγή.  Η δυνατότητα και επάρκεια των υποψηφίων να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, ανάγεται στην καταλληλότητα των υποψηφίων και τη συγκριτική τους αξία.

2.  Η αδυναμία της εφεσίβλητης να εκτελέσει μέρος των καθηκόντων της επίδικης θέσης οφειλόταν, σύμφωνα με τα γεγονότα, αποκλειστικά στον περιορισμό, από την προϊσταμένη αρχή, των καθηκόντων τα οποία εκτελούσε στη θέση που υπηρετούσε.  Αυτό δεν μπορεί να προσμετρήσει αρνητικά στις διεκδικήσεις της για προαγωγή, όπως ορίζει σταθερά η Ελληνική νομολογία.  Αντίθετη θέση θα είχε ως αποτέλεσμα τη θυματοποίηση υποψηφίου για προαγωγή, για λόγους ανεξάρτητους από την ετοιμότητα να εκτελέσει κάθε πτυχή των καθηκόντων της θέσης που κατέχει.  Επιπρόσθετα, θα άφηνε στη διακριτική ευχέρεια του Προϊσταμένου, την πα[*542]ροχή ευκαιριών στους υπαλλήλους του Τμήματος να αποκτήσουν τα δέοντα για προαγωγή, γεγονός που θα είχε δυσμενείς προεκτάσεις στη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας.

     Ενόψει των ανωτέρω, η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ορθή.

3.  Ο λόγος διαχωρισμού στο διατακτικό μέρος της δικαστικής απόφασης, του μέρους που αφορά τον αποκλεισμό της εφεσίβλητης, από την απόφαση για προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου δεν εξηγείται στην απόφαση.  Εφόσον η εφεσίβλητη αποκλείστηκε ως υποψήφια για ανυπόστατους λόγους, καθίσταται τρωτή και η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ.

4.  Η πράξη αποκλεισμού της εφεσίβλητης δεν αποσπάται από την τελική πράξη, που αποτελεί το επίδικο θέμα της προσφυγής, ώστε να είναι δυνατόν να διαχωρισθεί και να αποτελέσει το αντικείμενο διαταγής για μερική ακύρωση, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

5.  Η ολοκλήρωση της έρευνας για κρίση της νομιμότητας της επίδικης απόφασης δεν είναι αναγκαία, εφόσον η ακύρωση της πράξης αποκλεισμού της εφεσίβλητης, επάγεται εξ αντικειμένου και την ακύρωση της επίδικης απόφασης.  Το κενό στην πρωτόδικη απόφαση συμπληρώνεται με την έκδοση διαταγής για την ακύρωση της επίδικης απόφασης, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Β) Υπό Καλλή, Δ.:

1.  Η διαδικασία πλήρωσης της θέσης διέπεται από το Άρθρο 35(2) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (Ν. 1.90) το οποίο προνοεί, ότι κανένας δημόσιος υπάλληλος δεν προάγεται αν δεν κατέχει τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας κατά τον χρόνο κατά τον οποίο λήφθηκε από την Ε.Δ.Υ. η πρόταση για πλήρωση της θέσης και κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης.  Επίσης ότι καθοριστική σημασία διαδραματίζουν τα κριτήρια αξία, προσόντα, αρχαιότητα και το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων.

2.  Πρωταρχικό μέλημα της Ε.Δ.Υ., κατά τη διενέργεια προαγωγών, είναι η επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου για τη συγκεκριμένη θέση.

3.  Η έννοια του καταλληλότερου υποψηφίου έχει ως βασική προϋπόθεση την όσο το δυνατό καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων [*543]του συγκεκριμένου κλάδου της δημόσιας υπηρεσίας και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ικανότητα του υποψηφίου αυτού, να ασκήσει κατά τρόπο επαρκή τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στην θέση για την οποία θεωρείται ο καταλληλότερος να διοριστεί ή να προαχθεί, χάριν της καλύτερης εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος.

4.  Στην ελληνική έννομη τάξη είναι απαραίτητη, δυνάμει νομοθετικής ρύθμισης και της πάγιας νομολογίας, η συνδρομή τόσο τυπικών όσο και ουσιαστικών προσόντων για τη διενέργεια μιας προαγωγής.

5.  Στην έννομη τάξη της Κύπρου, αν και δεν υπάρχουν παρόμοιες νομοθετικές ρυθμίσεις, η νομολογιακή επιταγή για επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου σχετίζεται άμεσα με την ικανότητα του υποψήφιου να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης κατά τρόπο επαρκή.

6.  Επιλογή υποψήφιου μετά από διαπίστωση ότι δεν είναι σε θέση να εκτελεί τα κύρια καθήκοντα της θέσης - όπως είναι η παρούσα περίπτωση - θα ήταν έκδηλα παράνομη και θα ακυρώνετο γιατί θα παραβίαζε:

1.    Τη νομολογιακή αρχή για επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου.

2.    Το Άρθρο 35(3) του Ν. 1/90.

3.    Την αρχή ότι η προαγωγή συνεπάγεται και άσκηση των καθηκόντων που αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη θέση.

7.  Σύμφωνα με τη δήλωση της Διευθύντριας, η εφεσίβλητη δεν ήταν σε θέση να εκτελεί τα κύρια καθήκοντα της θέσης.  Η δήλωση της Διευθύντριας υποστηρίζεται πλήρως από το περιεχόμενο του προσωπικού φακέλου της εφεσίβλητης.

8.  Σκοπός των προαγωγών δεν είναι η προσωπική ικανοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά η ικανοποίηση του συμφέροντος της δημόσιας υπηρεσίας, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το δημόσιο συμφέρον.

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.

 

Aναφερόμενες υποθέσεις:

[*544]

Δρουσιώτη ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, Yπόθ. Aρ. 524/88, ημερ. 31.8.1990,

Γεωργίου κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ., Yπόθ. Aρ. 1040/87, 46/88, ημερ. 12.12.1990,

Φιλιαστίδη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Yπόθ. Aρ. 633/94, ημερ. 27.4.1995,

Republic ν. Pericleous and Others (1984) 3(A) C.L.R. 577,

Δημοκρατία ν. Ανδρέου και Άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153,

Χριστοδουλίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1995) 3 Α.Α.Δ. 158,

Papadopoulos ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070,

Republic ν. Papaonisiforou (1984) 3(A) C.L.R. 370,

Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414,

Papazachariou ν. Republic (1972) 3 C.L.R. 486,

Partellides ν. Republic (1967) 3 C.L.R. 407,

Michanicos and Another ν. Republic (1976) 3 C.L.R. 237,

Georghiades and Another ν. Republic (1966) 3 C.L.R. 827,

Andreou ν. Republic (1979) 3 C.L.R. 379,

Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας, Yπόθ. Aρ. 1160/91, ημερ. 16.7.93,

Papapetrou ν. Republic, 2 R.S.C.C. 115,

Γεωργιάδη ν. Α.Η.Κ., (1996) 3 A.A.Δ. 249,

Iordanous ν. Republic (1966) 3 C.L.R. 696,

Xenophontos ν. Republic (1979) 3 C.L.R. 546,

Hadjikyriakou ν. Republic (No. 1) (1968) 3 C.L.R. 1.

Έφεση.

[*545]

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Παπαδόπουλος, Δ.) που δόθηκε στις 7 Φεβρουαρίου, 1995 (Προσφυγή αρ. 819/92) με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της εφεσείουσας να αποκλείσει την εφεσίβλητη σαν μη δικαιούχο να τύχει προαγωγής στη θέση Aνώτερου Tεχνικού Xημείου.

Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσείουσα.

K. Eυσταθίου, για την Eφεσίβλητη.

A. Σ. Aγγελίδης, για το Eνδιαφερόμενο Πρόσωπο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Με την απόφαση που θα δώσω συμφωνούν οι Δικαστές Νικήτας, Κραμβής και Γαβριηλίδης.  Ο Καλλής, Δ., καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα για τους λόγους που αναφέρει στη χωριστή απόφασή του.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η εφεσίβλητη αποκλείστηκε ως μη δικαιούχος να τύχει προαγωγής στη θέση Ανώτερου Τεχνικού Χημείου για το λόγο που καθορίζεται και με το σκεπτικό που εκτίθεται στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της ΕΔΥ:

“Επειδή η υποψήφια Αλεξάνδρου, σύμφωνα με τη δήλωση της Διευθύντριας, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντα των υποπαραγράφων (α) και (β) του Σχεδίου Υπηρεσίας, η Επιτροπή με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία αποφάσισε ότι η ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Μυροφόρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιούχα υποψήφια για προαγωγή και αποκλείεται από την παραπέρα διαδικασία.”

Αδιαμφισβήτητο είναι ότι η εφεσίβλητη κατείχε τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και υπηρεσία για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση. Επίσης είχε τη σύσταση της Προϊσταμένης του Τμήματος.  Προέκυψε θέμα αποκλεισμού της μετά τη διαπίστωση ότι λόγω του περιορισμένου κύκλου των καθηκόντων που της είχαν ανατεθεί στη θέση που κατείχε δεν απέκτησε την αναγκαία πείρα και γνώσεις για την εκτέλεση μέρους των καθηκόντων της θέσης, στην οποία διεκδικούσε προαγωγή.  Το κενό στις λειτουργικές δυνατότητες της εφεσίβλητης θα μπορούσε να πληρωθεί μετά από σύντομη εκπαίδευσή της, όπως εξήγησε η Προϊ[*546]σταμένη. Υπάρχουν, όπως το έθεσε, “εργαστήρια και τύποι αναλύσεων που μπορεί η Αλεξάνδρου σε μικρό χρονικό διάστημα να εκπαιδευτεί να τα κάμνει”.  Θα είχε όμως, όπως επεσήμανε στην ΕΔΥ η Διευθύντρια του Γενικού Χημείου, μεγαλύτερη ευχέρεια εκπλήρωσης των άλλων καθηκόντων της θέσης, ενόψει της πείρας που απέκτησε λόγω των καθηκόντων που της είχαν ανατεθεί στη θέση που κατείχε.

Χωρίς αυτό να είναι ουσιώδες, μπορεί να σημειωθεί ότι η εφεσίβλητη υπέβαλλε, κατά καιρούς, ενστάσεις στον περιορισμό των καθηκόντων σ’ εκείνα τα οποία της ανατίθεντο.  Στα διαβήματά της δεν υπήρξε ανταπόκριση.  Προκύπτει ότι η αδυναμία της να εκτελέσει μέρος των καθηκόντων της θέσης του Ανώτερου Τεχνικού Χημείου οφειλόταν αποκλειστικά στον περιορισμό, από την προϊσταμένη αρχή, των καθηκόντων τα οποία εκτελούσε στη θέση όπου υπηρετούσε.

Το πρώτο και βασικό ερώτημα αφορά την ορθότητα της διαπίστωσης της ΕΔΥ ότι η εφεσίβλητη εστερείτο του δικαιώματος να προαχθεί.  Το δικαίωμα προαγωγής συναρτάται αποκλειστικά με την κατοχή των προσόντων τα οποία προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας.  Η απόφαση της ΕΔΥ και η συμβουλή του γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα επί του ιδίου θέματος, ότι η αδυναμία της εφεσίβλητης να εκτελέσει ορισμένα από τα καθήκοντα της θέσης την αποστερούσε του δικαιώματος να προαχθεί ή ακριβέστερα των προσόντων να τύχει προαγωγής, είναι νομικά εσφαλμένη.  Η νομολογία επί του θέματος είναι σαφής.  (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Α. Δρουσιώτη ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, Αρ. Υπ. 524/88 - 31.8.1990,  Α. Γεωργίου και Άλλοι ν. ΕΔΥ, Αρ. Υπ. 1040/87, 46/88 - 12.12.1990, και Γ. Φιλιαστίδη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Αρ. Υπ. 633/94 - 27.4.1995.)  Η κατοχή των προσόντων που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας στοιχειοθετεί το δικαίωμα για προαγωγή. (Βλ. Republic v. Pericleous and Others (1984) 3 C.L.R. 577, Δημοκρατία ν. Ανδρέου και Άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, Χριστοδουλίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1995) 3 Α.Α.Δ. 158.)  Η δυνατότητα και επάρκεια των υποψηφίων να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης ανάγεται στην καταλληλότητα των υποψηφίων και τη συγκριτική τους αξία.

Το σφάλμα το οποίο έχουμε διαπιστώσει καθιστά άκυρη τόσο την απόφαση για τον αποκλεισμό της εφεσίβλητης, όσο και το διορισμό του ενδιαφερομένου προσώπου.  Μπορεί να προσθέσουμε ότι και ως προς την ουσία του ζητήματος η απόφαση της ΕΔΥ είναι εσφαλμένη.  Κενό στην πείρα ή τις γνώσεις υποψηφίου για [*547]προαγωγή που ανάγεται στον περιορισμό των καθηκόντων που του ανατέθηκαν στη θέση που κατέχει, δεν μπορεί να προσμετρήσει αρνητικά στις διεκδικήσεις του για προαγωγή. Η Ελληνική νομολογία σταθερά ορίζει ότι οι διεκδικήσεις υπαλλήλου για προαγωγή δεν μπορεί να επηρεαστούν δυσμενώς από το γεγονός ότι ο κύκλος των καθηκόντων που του ανατίθεντο, μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας του, ήταν περιορισμένος.  Αντίθετη θέση θα απέληγε σε θυματοποίησή του για λόγους ανεξάρτητους από την ετοιμότητα να εκτελέσει κάθε πτυχή των καθηκόντων της θέσης που κατέχει.  (Βλ., Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελίδα 267).  Επίσης, θα άφηνε στη διακριτική ευχέρεια του Προϊσταμένου την παροχή της πρέπουσας ευκαιρίας στους υπαλλήλους του Τμήματος να αποκτήσουν τα δέοντα για προαγωγή, γεγονός που θα είχε δυσμενείς προεκτάσεις στη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας.  Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακολουθεί κατά γράμμα την Ελληνική νομολογία στο επίμαχο ζήτημα. (Βλ., Ανδρούλλα Δρουσιώτη ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, Υπ. αρ. 524/88 - 31.8.1990,  Ανδρόνικου Γεωργίου και Άλλοι ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπ. αρ. 1040/87 και 46/88 - 12.12.1990,  Γρηγόρη Φιλιαστίδη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπ. αρ. 633/94 - 27.4.1995.)

Κρίνουμε, ότι οι διαπιστώσεις και κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθά. Παράνομα αποκλείστηκε η εφεσίβλητη ως υποψήφια για προαγωγή.

Παραμένει να εξετάσουμε τις συνέπειες του διαχωρισμού, στο διατακτικό μέρος της δικαστικής απόφασης, του μέρους που αφορά τον αποκλεισμό της εφεσίβλητης από την επακολουθείσα απόφαση για την προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου.  Γιατί γίνεται ο διαχωρισμός, δεν εξηγείται στην απόφαση. Αντικείμενο της προσφυγής ήταν η τελική απόφαση για την προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου.  Εφόσον η εφεσίβλητη αποκλείστηκε ως υποψήφια για ανυπόστατους λόγους, τρωτή καθίσταται και η τελική απόφαση της ΕΔΥ.

Οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου και η ακύρωση της προκαταρκτικής πράξης αποκλεισμού της εφεσίβλητης συνεπιφέρει την ακυρότητα της πράξης που προσβάλλεται.  Η πράξη αποκλεισμού της εφεσίβλητης δεν αποσπάται από την τελική πράξη, που αποτελεί το επίδικο θέμα της προσφυγής, ώστε να είναι δυνατό να διαχωρισθεί και να αποτελέσει το αντικείμενο διαταγής για μερική ακύρωση, βάσει του Άρθρου 146.4(β).  Εάν η πλημμέλεια στην προκαταρκτική πράξη αποκλεισμού της εφεσίβλητης δε συνεπαγόταν [*548]νομοτελειακά και την ακύρωση της τελικής απόφασης, απαρέγκλιτα, θα ήταν αναγκαία η συμπλήρωση της δικαστικής εξέτασης για την ολοκλήρωση της έρευνας για την κρίση της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.  Τέτοια ανάγκη δεν προκύπτει, εφόσον η ακύρωση της πράξης αποκλεισμού της εφεσίβλητης επάγεται εξ αντικειμένου και την ακύρωση της επίδικης απόφασης.  Το κενό στην πρωτόδικη απόφαση συμπληρώνεται με την έκδοση διαταγής για την ακύρωση της επίδικης απόφασης, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η εφεσίβλητη ήταν υποψήφια για τη θέση Ανώτερου Τεχνικού Χημείου (“η επίδικη θέση”) η οποία είναι θέση προαγωγής από τη θέση Τεχνικού Χημείου, 1ης Τάξεως/Τεχνικού Χημικού Εργαστηρίου, 1ης Τάξεως.

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (“η Ε.Δ.Υ.”) αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη “δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιούχα υποψήφια για προαγωγή” στην επίδικη θέση και την απέκλεισε από την παραπέρα διαδικασία. Μοναδικός λόγος αποκλεισμού της αιτήτριας ήταν η δήλωση της διευθύντριας ότι, η εφεσίβλητη “δε θα μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα των υποπαραγράφων (α) και (β) του Σχεδίου Υπηρεσίας” της επίδικης θέσης.  

Η πιο πάνω δήλωση της Διευθύντριας έγινε μετά που η Ε.Δ.Υ. υπέδειξε στη Διευθύντρια ότι, από τη μελέτη των εκθέσεων της εφεσίβλητης φαίνεται ότι η εφεσίβλητη “δεν ασχολείται με τα καθήκοντα της θέσης της αλλά με γραμματειακά και κυρίως λογιστικά καθήκοντα και συνεπώς οι αξιολογήσεις που έγιναν γι’ αυτήν ουσιαστικά αντικατοπτρίζουν την απόδοσή της σε άλλα καθήκοντα από αυτά της θέσης που κατέχει”.  Η Διευθύντρια δήλωσε επίσης, ότι η εφεσίβλητη υπέβαλε κατά καιρούς παραστάσεις για την ανάθεση σ’ αυτήν των καθηκόντων που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που κατέχει.  Ωστόσο η Ε.Δ.Υ. παρατήρησε ότι στον προσωπικό φάκελο της εφεσίβλητης δε φαίνονται οποιεσδήποτε παραστάσεις από την εφεσίβλητη σε ότι αφορά την ανάθεση σ’ αυτή  καθηκόντων άλλων από εκείνα της θέσης που κατέχει.

Πριν προχωρήσει στον αποκλεισμό της εφεσίβλητης, η Ε.Δ.Υ. ζήτησε τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ο οποίος γνωμάτευσε ότι, “ενόψει της σαφούς δήλωσης της Διευθύντριας του Γενικού Χημείου ότι εάν επιλεγεί για προαγωγή στη θέση Ανώτερου Τεχνικού Χημείου δε θα είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντα των υποπαραγράφων (α) και (β) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης (τα οποία σίγουρα δεν είναι συνεπακόλουθα ή δευ[*549]τερευούσης σημασίας καθήκοντα) δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη για προαγωγή”.

Μετά τον αποκλεισμό της εφεσίβλητης η Ε.Δ.Υ. επέλεξε για προαγωγή στην επίδικη θεση το Ενδιαφερόμενο Μέρος.  Η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.  Με σχετική προσφυγή της η εφεσίβλητη ζήτησε την πιο κάτω θεραπεία:

“Δήλωση και/ή διαταγή του Δικαστηρίου ότι η απόφαση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 23.10.1992 (Αρ. 2746) με την οποία αυτοί προήξαν στην μόνιμη θέση Ανώτερου Τεχνικού Χημείου (Τακτικός Προϋπολογισμός) Γενικό Χημείο από 15.9.1992 το Ενδιαφερόμενο Μέρος αντί της αιτήτριας, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη έννομου αποτελέσματος και/ή η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να διορίσουν την αιτήτρια στην αναφερόμενη θέση θα έπρεπε να μη ελάμβανε χώραν.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με την απόφαση του, ακύρωσε το μέρος της απόφασης με το οποίο η εφεσίβλητη κρίθηκε ακατάλληλη για προαγωγή.  Εναντίον της ακυρωτικής απόφασης έχει ασκηθεί η παρούσα έφεση από την Ε.Δ.Υ..

Η πρωτόδικη απόφαση.  

Ο λόγος (ratio) της πρωτόδικης απόφασης αντανακλάται στο πιο κάτω απόσπασμά της:

“Εκτός από τις περιπτώσεις όπου στον υπάλληλο ανατίθενται περιορισμένα καθήκοντα λόγω ανεπάρκειας, η φύση των καθηκόντων δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο κριτήριο πρόκρισης υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του.

Το είδος των καθηκόντων τα οποία εκτελεί ένας υπάλληλος καθορίζονται από τη διοίκηση και δεν εξαρτώνται από τη δική του βούληση.

Μέτρο κρίσης της αξίας των υποψηφίων είναι η επάρκεια και αποτελεσματικότητα με την οποία ασκούν τα καθήκοντά τους, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις, και όχι η φύση ή το είδος της εργασίας που εκτελούν κατ΄ εντολή των ανωτέρων τους. (Βλέπε Papadopoulos v. R. (1982) 3 C.L.R. 1070, R. v. Papaonisiforou (1984) 3 C.L.R. [*550]370 και Αντώνιος Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 878, ημερ. 20.6.1991).

Σύμφωνα με τη νομολογία, ο υπάλληλος στον οποίο ανατέθηκαν περιορισμένα ή υποδεέστερα καθήκοντα δεν μπορεί να τίθεται σε μειονεκτική θέση έναντι συναδέλφου του στον οποίο παρασχέθηκε η ευκαιρία για πλήρη ανάπτυξη των ικανοτήτων του.

Όπως αναφέρεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959), στη σελίδα 357:

‘(9)  Αντιθέτως εκρίθη ότι δεν αποτελεί νόμιμον στοιχείον δυσμενούς κρίσεως ή απασχόλησις του υπαλλήλου εις ωρισμένα αποκλειστικώς καθήκοντα:  1192 (58), 1349, 1414 (52), 447 (50), 248 (49), 2409 (46), 346 (43), 508 (42), το είδος της υπό του υπαλλήλου κατόπιν εντολής της προϊσταμένης αυτού υπηρεσίας ασκουμένης εργασίας: 1883 (58), 227, 228 (56), το ότι ούτος δεν ητήσατο όπως ανατεθή αυτώ ωρισμένη υπηρεσία, εφ’ όσον εκ του νόμου δεν προκύπτει τοιαύτη υποχρέωσις του υπαλλήλου αλλ’ απόκειται εις την Διοίκησιν η τοποθέτησις αυτού:  447 (50).  Επίσης ούτε το ότι ο υπάλληλος δεν διηύθυνεν ωρισμένην υπηρεσίαν ίνα εντεύθεν κριθή η ικανότης αυτού, διότι η Διοίκησις οφείλει να παρέχει εις τους υπ’ αυτήν υπαλλήλους την ευκαιρίαν ν’ αναπτύξωσι τας ικανότητος αυτών, αναθέτουσα εις τούτους την άσκησιν αρμοδιότητος αναλόγου προς τον βαθμόν αυτών: 2015 (49).’”

Τα σχέδια υπηρεσίας.

“ΑΝΩΤΕΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΧΗΜΕΙΟΥ:  (Θέσις Προαγωγής)

.........................................................................................................

Καθήκοντα και Ευθύναι:

α)   Διεξάγει χημικάς εξετάσεις και αναλύσεις, ή/και καθοδηγεί και εποπτεύει την υπό κατωτέρου τεχνικού προσωπικού εκτελούμενην εργασίαν.

β)   Βοηθεί εις την εκπαίδευσιν τεχνικού προσωπικού.

γ)    Μεριμνά διά την συντήρισιν, λειτουργίαν και φύλαξιν  των συσκευών και οργάνων του Γενικού Χημείου τα οποία χρησιμοποιούνται εις τας χημικάς εξετάσεις και [*551]αναλύσεις.

δ)   Εκτελεί οιαδήποτε άλλα καθήκοντα τα οποία ήθελον ανατεθεί εις αυτόν.

Απαιτούμενα Προσόντα:

(1)  Τριετής τουλάχιστον υπηρεσία εις τη θέσιν Τεχνικού Χημείου 1ης Τάξεως/Τεχνικού Χημικού Εργαστηρίου 1ης Τάξεως.

(2)  Διοικητική και οργανωτική ικανότης, υπευθυνότης, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.”

Οι λόγοι έφεσης.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι η ακύρωση του μέρους της προσβαλλόμενης απόφασης με το οποίο η εφεσίβλητη κρίθηκε σαν ακατάλληλη για προαγωγή ήταν εσφαλμένη γιατί “σύμφωνα με τη δήλωση της Διευθύντριας, εάν επιλεγεί για προαγωγή στη θέση Ανώτερου Τεχνικού Χημείου δε θα μπορεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντα των υποπαραγράφων (α) και (β) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης”.

Εσφαλμένη σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο - για τον ίδιο ακριβώς λόγο - ήταν και η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως στην παρούσα υπόθεση εφαρμόζονται οι αρχές που καθιέρωσε η Νομολογία μας, ότι δηλαδή υπάλληλος στον οποίο ανατέθηκαν υποδεέστερα καθήκοντα δεν μπορεί να τεθεί σε μειονεκτική ή δυσμενέστερη θέση έναντι συναδέλφου του, στον οποίο παρασχέθηκε η ευκαιρία για πλήρη ανάπτυξη των ικανοτήτων του.

Η Νομοθετική ρύθμιση.

Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής.  Η διαδικασία πλήρωσής της διέπεται από το άρθρο 35 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (Ν 1/90).  Παραθέτω τα σχετικά εδάφια του άρθρου 35:

“35.-(2)  Κανένας δημόσιος υπάλληλος δεν προάγεται σε άλλη θέση, εκτός αν -

(α)  .................................................................................................

(β)  κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση κατά το χρόνο κατα τον οποίο λήφθη[*552]κε από την Επιτροπή η πρόταση για την πλήρωση της θέσης και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση

(γ)  ..................................................................................................

(3)  Οι διεκδικήσεις των υπαλλήλων για προαγωγή αποφασίζονται με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα.

(4)  Κατά την προαγωγή η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων .........”.

Η θέση της Κυπριακής Νομολογίας.

Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι το πρωταρχικό μέλημα της Ε.Δ.Υ. κατά τη διενέργεια προαγωγών είναι η επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για τη συγκεκριμένη θέση (Βλ. Papazachariou v. Republic (1972) 3 C.L.R. 486, Partellides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 407, Michanicos and Another v. Republic (1976) 3 C.L.R. 237).

Σκοπός μιας προαγωγής είναι η τοποθέτηση του καταλληλότερου υποψηφίου στη συγκεκριμένη θέση (Βλ. Georghiades & Another v. Republic (1966) 3 C.L.R. 827).

Δεν μπορεί να αποκλειστεί από την έννοια “του καταλληλότερου υποψηφίου” η βασική προϋπόθεση ως προς το πώς θα εξυπηρετηθούν καλύτερα τα συμφέροντα του συγκεκριμένου κλάδου της δημόσιας υπηρεσίας (Βλ. Andreou v. Republic (1979) 3 C.L.R. 379).

Η έννοια “του καταλληλότερου υποψηφίου” είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την  ικανότητα του υποψήφιου αυτού να ασκήσει κατά τρόπο επαρκή τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση για την οποία θεωρείται ο καταλληλότερος να διοριστεί ή προαχθεί,  χάριν της καλύτερης εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος (Βλ. Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1160/91/16.7.93).

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, αναφέρονται τα ακόλουθα:

Στη σελ. 323:

[*553]“Θεμελιώδης της διοικητικής νομοθεσίας αρχή απαιτεί κατά τον διορισμόν εις δημοσίας θέσεις την επιλογήν των καταλληλοτέρων τόσον εν τω συμφέροντι των δημοσίων υπηρεσιών, όσον και εκ λόγων δικαιοσύνης προς τους επιζητούντας την κατάληψιν δημοσίων θέσεων Έλληνας.”

Στη σελ. 349:

“Εγένετο, επίσης, δεκτόν ότι αι προαγωγαί των δημοσίων υπαλλήλων δεν σκοπούσι μόνον την προσωπικήν αυτών ικανοποίησιν, αλλ’ ενεργούνται εν τω συμφέροντι της δημοσίας υπηρεσίας εις ο πρωτίστως αποβλέπουσιν.”

Στο σύγγραμμα του Κυριακόπουλου “Διοικητικό Δίκαιον των Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων”, έκδοση 1954, αναφέρονται τα ακόλουθα:

Στη σελ. 302:

“Δεδομένου όμως, ότι πάσα τοιαύτη μεταβολή πρέπει να ενεργήται, κατά κύριον λόγον, προς το συμφέρον της υπηρεσίας και διά τούτο, η περί αυτής κρίσις επιβάλλεται να είναι αντικειμενική, ούτως ώστε να αποκλείηται πάσα υπόνοια ευνοίας ή διώξεως του υπαλλήλου ...”.

Στη σελ. 303:

“Αλλ’ άμα διά του συστήματος των προαγωγών και η δημοσία διοίκησις διασφαλίζει την χρησιμοποίησιν ικανών και πεπειραμένων υπαλλήλων, και ούτοι επιτυγχάνουσι την επιβράβευσιν μακράς και ευδοκίμου προσφοράς εκ μέρους των υπηρεσιών εις το κράτος.”

Στην υποσημείωση αρ. (59) της σελ. 303:

“Η εν νέα θέσει προαγωγή συνεπάγεται και άσκησιν των εις την θέσιν ταύτην αντιστοιχούντων καθηκόντων, Σ.Ε. 499/1941, 47/1947.”

Στην ελληνική έννομη τάξη είναι απαραίτητη, δυνάμει νομοθετικής ρύθμισης και δυνάμει της πάγιας νομολογίας, η συνδρομή τόσο τυπικών όσο και ουσιαστικών προσόντων για τη διενέργεια μιας προαγωγής.  Ο Κυριακόπουλος, πιό πάνω, θέτει το θέμα ως εξής στη σελ. 305:

[*554]

“Προς διενέργειαν οιασδήποτε προαγωγής απαραίτητοι κατά τον ΚΔΔΥ. (άρθ. 98) προϋποθέσεις  είναι:

(α)  η ύπαρξις αντιστοίχου κενής θέσεως προς ‘κατάληψιν’ δια της προαγωγής ......

(β)  η συμπλήρωσις του καθορισμένου χρόνου υπηρεσίας εν τω κατωτέρω βαθμώ .......

(γ)  η συνδρομή των λοιπών απαιτουμένων τυπικών προσόντων, ο έλεγχος των οποίων ανατίθεται εις το υπηρεσιακόν συμβούλιον ......

(δ)  η συνδρομή των απαιτούμενων ουσιαστικών προσόντων, περί των οποίων κρίνει το υπηρεσιακόν συμβούλιον.  Τούτο ου μόνον δικαιούται αλλά και υποχρεούται να λάβη υπ΄ όψιν και σταθμίση την όλην υπηρεσιακήν σταδιοδρομίαν του υπαλλήλου και να κρίνη αν η υπηρεσία αυτού υπήρξεν ευδόκιμος, ήτοι αν αύτη επιτρέπη την συναγωγήν τεκμηρίου ικανότητος του κρινομένου διά την επαρκή παρ’ αυτού άσκησιν των εις τον ανώτερον βαθμόν αντιστοιχούντων καθηκόντων (Σ.Ε. 523/1941, 650/1946).  Προς σχηματισμόν δε της κρίσεως αυτού το συμβούλιον οφείλει, κατά το άρθ. 101 ΚΔΔΥ, να λάβη υπ’ όψιν του:  1) τα στοιχεία του ατομικού φακέλλου του υπαλλήλου (βλ. ανωτ. σ. 295), τα αφορώντα εις τον χαρακτήρα και το ήθος αυτού, τα επιστημονικά και επαγγελματικά προσόντα αυτού, τας ηθικάς αμοιβάς (βλ. αντ. σ. 212), τας εκθέσεις των προϊσταμένων ....”.

Η ίδια θέση προβάλλεται και στο σύγγραμμα “Οι Προαγωγές των Δημοσίων Υπαλλήλων”, Δημ. Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου, στη σελ. 71-72:

“Όσον αφορά στο σύστημα των ‘προαγωγών κατ’ εκλογήν’, που θεωρείται ως το γενικώς ισχύον και ευνοϊκώτερο για τους υπαλλήλους σύστημα, αυτό έχει ως κύριο χαρακτηριστικό ότι οι προαγωγές δεν είναι αυτόματες.  Διότι πέραν του ωρισμένου χρόνου υπηρεσίας στον κατεχόμενο βαθμό, ως τυπικού προσόντος, απαιτούνται για την προαγωγή και ουσιαστικά προσόντα, διαπιστούμενα κατόπιν αυτοτελούς κρίσεως εκ μέρους Υπηρεσιακού Συμβουλίου και εν συνεχεία, εφ’ όσον οι θέσεις του ανωτέρου βαθμού είναι περιωρισμένες, κατόπιν συγκρίσε[*555]ως προς τους λοιπούς ομοιοβάθμους υπαλλήλους (Πάγια η νομολογία του ΣτΕ επ’ αυτού, βλ. Πορίσματα ΣτΕ, op.cit., σελ. 350 επ.. Από την πρόσφατη νομολογία βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 429/1983, 1771, 1776/1986).

Ειδικώτερα, για τον χαρακτηρισμό υπαλλήλων ως προακτέων κατ’ εκλογήν, θα πρέπει αυτοί να διακριθούν μεταξύ των συναδέλφων τους, ώστε να ικανοποιούν απολύτως τις απαιτήσεις της υπηρεσίας για την άσκηση των καθηκόντων του ανώτερου βαθμού.”

(Βλ. και Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου, Χαράλαμπου Χρυσανθάκη, “Βασικοί Θεσμοί Δημοσιοϋπαλληλικού Δικαίου”, σελ. 113:    “...προάγονται οι υπάλληλοι, που συγκεντρώνουν τις τυπικές προϋποθέσεις (χρόνο υπηρεσίας και λοιπά τυπικά προσόντα) για προαγωγή, οι οποίοι διακρίθηκαν για τον χαρακτήρα, το ήθος, την διοικητική ικανότητα, την επιστημονική ή υπηρεσιακή κατάρτιση, την πρωτοβουλία και δραστηριότητα και την αφοσίωση στο καθήκον, και είναι απολύτως ικανοί για την άσκηση των καθηκόντων του ανώτερου βαθμού ή κλιμακίου κατά προτίμηση από τους αρχαιότερους ομοιόβαθμους υπαλλήλους”.

Βλ. επίσης και Χρίστου Γ. Φθενάκη “Σύστημα Υπαλληλικού Δικαίου”, σελ. 78: “... Συγκεκριμένως ως προακτέος κατ’ εκλογήν χαρακτηρίζεται εκείνος, όστις επέδειξε δραστηριότητα και αφοσίωσιν εις το καθήκον και ενεφάνισεν ήθος, χαρακτήρα και υπηρεσιακήν ικανότητα τοιαύτην, ώστε να ικανοποιή απολύτως τας απαιτήσεις της υπηρεσίας διά την άσκησιν των καθηκόντων του ανωτέρου βαθμού”.

Η ελληνική νομολογία έχει κάμει δεκτό ότι προάγονται εκείνοι από τους υπαλλήλους οι οποίοι, μετά από σύγκριση “μεταξύ πάντων των εν γένει των εχόντων τα τυπικά προσόντα υπαλλήλων, κρίνονται ως υπερέχοντες των λοιπών κατά  τα ουσιαστικά προσόντα”: 1658/59, 650/46 (Βλ.  Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-30, σελ. 350).

Στην έννομη τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν υπάρχουν παρόμοιες νομοθετικές ρυθμίσεις.  Ωστόσο η νομολογιακή επιταγή για επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου δεν μπορεί  παρά να σχετίζεται άμεσα με την ικανότητα του υποψηφίου να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης κατά τρόπο επαρκή (Βλ. και Μιλτιάδους, πιο πάνω).  Αυτή δε η ικανότητα αντιστοιχεί, νομίζω, απόλυτα με την έννοια των ουσιαστικών προσόντων.  Περαιτέρω οι πιο πάνω νο[*556]μοθετικές πρόνοιες και ιδιαίτερα η ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των εμπιστευτικών εκθέσεων (Βλ. Άρθρο 35(3)) δεν μπορεί παρά να σημαίνει την διεξαγωγή έρευνας για να διαπιστωθεί κατά πόσο ένας υποψήφιος είναι ικανός να εκτελεί τα καθήκοντα της συγκεκριμένης θέσης.  Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω η δική μας νομολογία έχει καθιερώσει την αρχή της επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου. Στην Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 115, 118 το θέμα της καταλληλότητας ενός υποψηφίου για διορισμό τίθεται ως πιο κάτω:

“It is clear, however, that the Public Service Commission was not bound on the 30th October, 1961, to appoint any particular candidate even though he might have been found to possess the required qualifications specified in the relevant scheme of service, if the Public Service Commission was of the opinion that such candidate was not on the whole qualified and suitable for such appointment.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Η Ε.Δ.Υ. δεν υποχρεούται να διορίσει οποιοδήποτε συγκεκριμένο υποψήφιο έστω και αν διαπιστώσει ότι κατέχει τα απαιτούμενα από το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, αν είναι της γνώμης  ότι ένας υποψήφιος δεν ήταν γενικώς προσοντούχος και κατάλληλος για τέτοιο διορισμό.”

Κατά την κρίση μου αυτή η καταλληλότητα δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι ένας υποψήφιος πρέπει οπωσδήποτε να είναι σε θέση να εκτελεί κατά τρόπο επαρκή τα καθήκοντα της συγκεκριμένης θέσης.  Με άλλα λόγια να κατέχει τα ουσιαστικά προσόντα όπως υπαγορεύεται από την ελληνική νομοθεσία και νομολογία. Κρίνω επομένως ότι μπορούμε στην κρινόμενη περίπτωση να αντλήσουμε χρήσιμη καθοδήγηση από την Ελληνική νομολογία.  Με βάση αυτή την καθοδήγηση, θεωρώ ότι η Ε.Δ.Υ. υποχρεούται να λάβει υπόψη και να σταθμίσει την όλη υπηρεσιακή σταδιοδρομία ενός υποψηφίου και να κρίνει αν αυτή επιτρέπει την συναγωγή τεκμηρίου ικανότητας διά την επαρκή άσκηση από τον υποψήφιο των καθηκόντων που αντιστοιχούν στον ανώτερο βαθμό. Μόνο μετά από διαπίστωση ότι ένας υπάλληλος είναι απόλυτα ικανός για την άσκηση των καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης είναι δυνατή η προαγωγή του. Επιλογή υποψηφίου διά προαγωγή μετά από διαπίστωση ότι δεν είναι σε θέση να εκτελεί τα κύρια καθήκοντα της θέσης - όπως είναι εδώ η περίπτωση - δεν θα άντεχε το δικαστικό έλεγχο.  Θα θεωρείτο έκδηλα παράνομη και θα ακυρώνετο επειδή:

[*557]

(1)  Θα παραβιάζε την πιο πάνω αρχή του διοικητικού δικαίου η οποία έχει παγιωθεί από τη νομολογία μας και η οποία υπαγορεύει την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου και την αρχή ότι ένας υπάλληλος πρέπει να είναι “κατάλληλος” για διορισμό (Βλ. Papapetrou, πιο πάνω).

(2)  Θα παραβίαζε επίσης το πιο πάνω άρθρο 35(3) γιατί, ενώ το περιεχόμενο των φακέλων του υποψηφίου, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 35(3) πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, αποκαλύπτει ότι ένας υποψήφιος δεν είναι κατάλληλος για προαγωγή, η Ε.Δ.Υ. προχώρησε στην προαγωγή του απλώς επειδή κατέχει τα τυπικά προσόντα για προαγωγή. 

(3)  Θα παραβίαζε την αρχή η οποία υπαγορεύει ότι “η προαγωγή συνεπάγεται και άσκησιν των εις την θέσιν ταύτην αντιστοιχούντων καθηκόντων” (βλ. Κυριακόπουλος, πιο πάνω, σελ. 303).

Για τους πιο πάνω λόγους θεωρώ πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ορθή και η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη.

Η παρούσα περίπτωση διακρίνεται σαφώς από τις περιπτώσεις που προτιμάται ένας υποψήφιος λόγω της φύσεως των καθηκόντων που εκτελούσε (Βλ. Γεωργιάδη ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 1589/18.6.96 και Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 357).  Στις περιπτώσεις εκείνες δεν είχε τεθεί ποτέ θέμα ότι οι άλλοι υποψήφιοι δε θα ήταν σε θέση να εκτελούν τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στον ανώτερο βαθμό.  Στην κρινόμενη περίπτωση η εφεσίβλητη δεν έχει αποκλεισθεί λόγω της φύσης των καθηκόντων που εκτελούσε ή λόγω του ότι δεν εκτελούσε ορισμένα καθήκοντα.  Έχει αποκλεισθεί λόγω του ότι, σύμφωνα με ρητή δήλωση της Διευθύντριας, δε θα ήταν σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης που αντιστοιχούν στον  ανώτερο βαθμό. Δεν έχει δοθεί σημασία στο είδος των καθηκόντων που εκτελούσε.  Αυτό που έχει μετρήσει ήταν η αδυναμία της να εκτελεί τα καθήκοντα της ανώτερης θέσης.  Πρέπει δε να τονισθεί εμφατικά ότι τα καθήκοντα που δεν ήταν σε θέση να εκτελέσει ήταν εκείνα των παραγράφων (α) και (β) του σχεδίου υπηρεσίας (Βλ. σελ. 4, πιο πάνω), τα οποία είναι και τα κύρια καθήκοντα της θέσης.  Πρέπει επίσης να τονισθεί ότι η δήλωση της Διευθύντριας δεν αποτελεί δικό της επινόημα.  Υποστηρίζεται πλήρως από το περιεχόμενο του προσωπικού φακέλου της εφεσίβλητης. Στις εμπιστευτικές της εκθέσεις η ίδια, απαντώντας [*558]στο σχετικό ερωτηματολόγιο, είχε δηλώσει ότι εκτελεί “από αρκετά χρόνια” λογιστικά καθήκοντα.  Το ίδιο ισχύει και για τους αξιολογούντες λειτουργούς. Στη σχετική ερώτηση της έκθεσης απάντησαν ότι η εφεσίβλητη δεν εκτελεί τα καθήκοντα που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης της.

Για τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη και η έφεση πρέπει να επιτραπεί.

Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω οι προαγωγές δε σκοπεύουν μόνο στην προσωπική ικανοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων αλλά ενεργούνται δια το συμφέρον της δημόσιας υπηρεσίας το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το δημόσιο συμφέρον.  Σε περίπτωση σύγκρουσης ανάμεσα στο ατομικό και το δημόσιο συμφέρο το πρώτο υποχωρεί έναντι του δευτέρου (Βλ. Iordanous v. Republic (1966) 3 C.L.R. 696, Xenophontos v. Republic (1979) 3 C.L.R. 546).  Η παρούσα περίπτωση δεν αποτελεί περίπτωση όπου το δημόσιο συμφέρον πρέπει να υποχωρήσει έναντι του ατομικού συμφέροντος (Βλ. HadjiKyriakou (No. 1) v. Republic (1968) 3 C.L.R. 1).  Αν η Ε.Δ.Υ. αγνοήσει τον παράγοντα της ικανότητας εκτέλεσης των καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης και προχωρήσει στην προαγωγή υποψηφίων, επειδή ικανοποιούν μόνο τα “τυπικά προσόντα”, αυτό θα είχε καταστροφικές συνέπειες στην επάρκεια και αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Υπηρεσίας.

Για τους πιο πάνω λόγους θα επέτρεπα την έφεση με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο