(1997) 3 ΑΑΔ 574
[*574]12 Δεκεμβρίου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ,
ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ Δ/στές]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΨΟΣ,
Eφεσείων - Aιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης - Kαθ’ ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1894)
Διπλωματική Υπηρεσία — Διορισμοί/Προαγωγές — Θέση Πληρεξουσίου Υπουργού στην Εξωτερική Υπηρεσία της Δημοκρατίας — Διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. να μην προβεί σε διορισμό λόγω ακαταλληλότητας των υποψηφίων — Οι περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμοι 1990-1996, επιφύλαξη του Άρθρου 34(9) — Ισχυρισμός για υπέρβαση εξουσίας λόγω υιοθέτησης απόφασης άλλου οργάνου, έλλειψη αιτιολογίας και παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας — Δεν τεκμηριώθηκαν — Επικύρωση της επίδικης απόφασης τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.
Δημόσιοι υπάλληλοι — Διορισμοί/Προαγωγές — Προσόντα και καταλληλότητα των υποψηφίων — Διάκριση — Η κατοχή των προσόντων μιας θέσης από υποψήφιο δεν προεξοφλά την καταλληλότητά του για τη θέση.
Δημόσιοι υπάλληλοι — Διορισμοί/Προαγωγές — Τεκμήριο γνώσης — H προϋπηρεσία υποψηφίου σε θέσεις ιεραρχικά κατώτερες, όπου ίσχυαν ίδιες ή όμοιες πρόνοιες σχετικά με το απαιτούμενο, για την επίδικη θέση, προσόν δε συνιστά τεκμήριο γνώσης.
Δημόσιοι υπάλληλοι — Διορισμοί/Προαγωγές — Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας — Αξιολόγηση υποψηφίων — Ποία η ακολουθητέα διαδικασία — Προφορική και γραπτή εξέταση — Οι περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμοι 1990-1996, Άρθρο 34(9) και 34(4).
[*575]Οι υποψήφιοι που διεκδικούσαν την επίδικη θέση ήταν 10. Η Συμβουλευτική Επιτροπή διαπίστωσε πως μόνο οι 9 είχαν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Στη συνέχεια υπέβαλε 5 από τους προκριθέντες σε προφορική εξέταση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κανείς από τους υποψηφίους δεν ήταν κατάλληλος για πλήρωση της θέσης. Η Ε.Δ.Υ. δεν πλήρωσε την κενή θέση δυνάμει της ευχέρειας που της παρέχει η επιφύλαξη του Άρθρου 34(9) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων 1990-1996, χωρίς να υποβάλει τους υποψηφίους σε οποιαδήποτε εξέταση. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. επικυρώθηκε πρωτόδικα.
Ο εφεσείων εισηγήθηκε στην έφεση ότι:
1. Η υπηρεσία του σε ιεραρχικά κατώτερες θέσεις στις οποίες απαιτούνταν τα ίδια με την επίδικη θέση προσόντα, δημιούργησε αμάχητο τεκμήριο ότι κατέχει και τα προσόντα της επίδικης θέσης. Ως εκ τούτου η διαπίστωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, για έλλειψη προσόντων, είναι εσφαλμένη.
2. Η αιτιολογία της απόφασης έρχεται σε αντίθεση με τις υπηρεσιακές εκθέσεις, που ήταν εξαίρετες επί σειρά ετών. Είναι επίσης προϊόν πλάνης αναφορικά με τα απαιτούμενα για διεκδίκηση της θέσης προσόντα.
3. Η επίδικη απόφαση λήφθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας, λόγω υιοθέτησης από την Ε.Δ.Υ. των εντυπώσεων της συνέντευξης άλλου οργάνου.
4. Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ισχυρότερης διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., όταν κρίνει ότι όλοι οι υποψήφιοι είναι ακατάλληλοι για τη θέση (πρώτου διορισμού) και ότι σε περίπτωση ψηλόβαθμων θέσεων πρέπει να ισχύουν αυστηρότερα κριτήρια, είναι εσφαλμένες.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Η έννοια των προσόντων είναι διαφορετική από εκείνη της καταλληλότητας των υποψηφίων. Η κατοχή των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας στοιχειοθετεί το δικαίωμα για διορισμό ή προαγωγή. Η δυνατότητα και επάρκεια των υποψηφίων να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της θέσης, ανάγεται στην καταλληλότητά τους και τη συγκριτική τους αξία.
[*576]2. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν ορθή. Η προφορική εξέταση από την Ε.Δ.Υ. ήταν προαιρετική, δυνάμει του άρθρου 34(9) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων. Η Ε.Δ.Υ. μπορούσε να στηρίξει την απόφασή της στις διαπιστώσεις του άλλου οργάνου. Ο βαθμός της γνώσης που είναι αναγκαίος σε θέση στη χαμηλότερη βαθμίδα ιεραρχίας και αυτός που απαιτείται για την επίδικη θέση, δεν μπορεί να είναι ο ίδιος. Υπό αυτό το πρίσμα και η βαθμολογία προηγούμενων ετών στερείται αποφασιστικής σημασίας.
Η επίδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και δε συγκρούεται με την αιτιολογία της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 236,
Δημοκρατία ν. Aλεξάνδρου (1997) 3 A.A.Δ. 540.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Aρτεμίδης, Δ.) που δόθηκε στις 13 Iανουαρίου, 1994 (Προσφυγή αρ. 12/93) με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας να μην πληρώσει κενή θέση Πληρεξουσίου Yπουργού στην Eξωτερική Yπηρεσία της Δημοκρατίας, από τους υποψηφίους για την κατάληψή της, εφόσον, κατά την κρίση της, κανένας απ’ αυτούς δεν ήταν κατάλληλος.
A. Σ. Aγγελίδης, για τον Eφεσείοντα.
Π. Kληρίδης, Aνώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Η πλήρωση θέσης στη δημόσια υπηρεσία με διορισμό ή προαγωγή δεν είναι υποχρεωτική. Την ευχέρεια αυτή παρέχει στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής η Ε.Δ.Υ. ή Επιτροπή) η επιφύλαξη του Άρθρου 34(9) των περί Δημοσίας Υπη[*577]ρεσίας Νόμων 1990 έως 1996. Προβλέπει συγκεκριμένα πως η Επιτροπή μπορεί να μην πληρώσει κενή θέση από τους υποψηφίους για την κατάληψή της “αν κατά την κρίση της κανένας από αυτούς δεν είναι κατάλληλος.......”
Στην προκείμενη περίπτωση η Επιτροπή, κάμνοντας χρήση της διάταξης, δεν επέλεξε κανένα από τους 9 υποψηφίους για τη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού στην Εξωτερική Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Η θέση ανήκει στην κατηγορία θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Ας σημειωθεί ότι η ίδια η Επιτροπή είχε αναλάβει την πρωτοβουλία να κινήσει το μηχανισμό διορισμών. Και τούτο διότι δεν υποβλήθηκε σχετική πρόταση από την αρμόδια αρχή για το σκοπό αυτό μέσα σε 4 μήνες από τότε που έμεινε κενή. Η πρωτόδικη απόφαση, για τους λόγους που περιέχει, επικύρωσε την κρίση της Ε.Δ.Υ.
Η έκθεση του ιστορικού, που είναι σύντομο, θα φωτίσει, εκτός από τις αιτίες της διένεξης, και τους λόγους έφεσης. Προτού ληφθεί η απόφαση της Ε.Δ.Υ., αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή (συντομογραφικά η Σ.Ε.) βρήκε πως οι 9 από τους 10 διεκδικητές της θέσης είχαν τα προβλεπόμενα από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Στη συνέχεια υπέβαλε 5 από τους προκριθέντες σε προφορική εξέταση. Σε έκθεσή της, που απέστειλε στην Επιτροπή, η Σ.Ε. προβαίνει σε σχόλιο αναφορικά με το αποτέλεσμα της εξέτασης για τον κάθε υποψήφιο χωριστά. Η γενική κατάληξη της έκθεσης είναι πως δεν υπήρχε κατάλληλος υποψήφιος.
Ο αιτητής δεν είχε τα προσόντα προαγωγής από την κατώτερη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α, που κατείχε από τον Ιούλιο του 1992. Αλλά διεκδικούσε διορισμό. Σημειωτέον ότι στο σχέδιο υπηρεσίας υπάρχει κάποια διαφοροποίηση των απαιτούμενων προσόντων μεταξύ των δύο κατηγοριών θέσεων. Η εκτίμηση της Σ.Ε. ήταν αρνητική και για τον αιτητή. Μας ενδιαφέρει η αιτιολογία, διότι είναι το σημείο της υπόθεσης που έτυχε πολύπλευρης επίθεσης από το δικηγόρο του εφεσείοντα, τόσο στο πρωτόδικο δικαστήριο όσο και κατά τη συζήτηση της έφεσης. Περαιτέρω, αντανακλά την αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ., που υιοθέτησε την άποψη της Σ.Ε., η οποία επίσης επικρίθηκε. Διευκρινίζεται πως η ίδια η Επιτροπή δεν υπέβαλε τους υποψηφίους σε οποιαδήποτε εξέταση.
Χρειάζεται να έχουμε υπόψη μας μόνο το ουσιαστικό μέρος της βαθμολόγησης, που μας δίνει και το στίγμα της αποτίμησης της καταλληλότητας του εφεσείοντα από τη Σ.Ε. και κατ’ επέκταση και της Επιτροπής:
[*578]“............οι απαντήσεις του ...............σε ερωτήσεις που αφορούν ειδικά τα πολιτικά και οικονομικά πράγματα της Κύπρου και γενικά τα αντίστοιχα διεθνή δεν ήταν ικανοποιητικές. Διαπιστώθηκε επίσης ότι δεν έχει ψηλό επίπεδο κατάρτισης και ενημέρωσης πάνω σε διεθνείς πολιτικές και οικονομικές υποθέσεις.”
Θα προσθέταμε πως η ενδελεχής γνώση των παραπάνω θεμάτων, κατά την παράγραφο 3(α)(iii) του σχεδίου υπηρεσίας, αποτελεί προαπαιτούμενο προσόν για Πρώτο Διορισμό:
“(iii) Ευρεία γνώσις των πολιτικών και οικονομικών πραγμάτων της Κύπρου, υψηλόν επίπεδον καταρτίσεως και ενημερώσεως επί των διεθνών πολιτικών και οικονομικών υποθέσεων ως και ευρεία γενική μόρφωσις.”
Η πρώτη εισήγηση του εφεσείοντα - που έχει ως βάση και πλαίσιο τους περισσότερους λόγους της έφεσης - είναι ότι η διαπίστωση της Σ.Ε. ουσιαστικά για ανεπάρκεια γνώσης των παραπάνω θεμάτων και κατ’ επέκταση της έλλειψης προσόντων, ελέγχεται ως λανθασμένη. Σε προηγούμενες θέσεις, όπως και σε αυτήν που υπηρετεί, απαιτούνται τα ίδια με τα παραπάνω προσόντα. Έχει δημιουργηθεί συνεπώς αμάχητο τεκμήριο πως τα κατείχε. Παράλληλα, τα δύο αυτά όργανα ενήργησαν αντιφατικά και αντινομικά βρίσκοντας τον αιτητή ακατάλληλο, δεδομένου ότι κρίθηκε προσοντούχος και ότι είχε το πλεονέκτημα, που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας, εντοπιζόμενο στη γνώση πρόσθετης ξένης γλώσσας.
Είναι τρωτή περαιτέρω η αιτιολογία της απόφασής τους και για το λόγο ότι αντιστρατεύεται τις υπηρεσιακές εκθέσεις, που ήταν εξαίρετες επί σειρά ετών, εκτός από τους πιο πάνω τομείς, και στο στοιχείο “Οργανωτική και Διοικητική Ικανότητα”. Εν πάση περιπτώσει στο σημείο αυτό η αιτιολογία είναι πλανεμένη διότι το προσόν τούτο απαιτείται μόνο για την περίπτωση διεκδίκησης προαγωγής. Άλλη, κατά τον εφεσείοντα, σοβαρή πλημμέλεια, στηρίζεται στο γεγονός ότι η Ε.Δ.Υ. δεν υπέβαλε τους υποψηφίους η ίδια σε προφορική εξέταση ή καλύτερα γραπτή εξέταση, αλλά υιοθέτησε τις εντυπώσεις της συνέντευξης του άλλου οργάνου. Στο θέμα τούτο η Ε.Δ.Υ. υπερέβη τις αρμοδιότητές της, όπως είχε συμβεί στην Α.Ε. 1774, Στέλιος Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 18/6/97.
Τέλος, βάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου διότι, εκτός από τα παραπάνω ευνοϊκά για τον εφεσείοντα δεδομένα, [*579]αγνόησε πως η Ε.Δ.Υ. δεν προέβη στην πρέπουσα έρευνα. Και λανθασμένα αποφάνθηκε πως η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής “είναι ισχυρότερη όταν η Ε.Δ.Υ. κρίνει παράλληλα πως για τέτοια θέση (πρώτου διορισμού) κανένας υποψήφιος δεν είναι κατάλληλος” και ότι σε περίπτωση, όπως την κρινόμενη, ψηλόβαθμης θέσης “επιβάλλεται να ισχύουν αυστηρότερα κριτήρια”.
Είναι δυνατή η συνεξέταση ολόκληρου του φάσματος των πλημμελειών που προσάπτονται κατά της απόφασης της Ε.Δ.Υ., όπως και της εκκαλουμένης, λόγω της φανερής διαπλοκής τους. Χωρίς κατ’ ανάγκη να ακολουθείται πιστά στην έρευνά μας η σειρά που τις έχουμε εκθέσει. Ένα θέμα όμως που πρέπει να διευκρινίσουμε άμεσα είναι η ασύγγνωστη αντίθεση, όπως εμφανίστηκε, προσόντων και καταλληλότητας των υποψηφίων. Όμως οι δύο έννοιες είναι ξέχωρες. Έχουν διαφορετικό νοηματικό περιεχόμενο. Τη διάκριση διαγράφει ο Πικής, Π., στην πολύ πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2058 Δημοκρατία της Κύπρου ν. Μυροφόρας Αλεξάνδρου, ημερ. 28/11/97. Επρόκειτο βεβαίως για θέση προαγωγής, αλλά ο κανόνας δε διαφοροποιείται:
“Η κατοχή των προσόντων που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας στοιχειοθετεί το δικαίωμα για προαγωγή............. Η δυνατότητα και επάρκεια των υποψηφίων να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης ανάγεται στην καταλληλότητα των υποψηφίων και τη συγκριτική τους αξία.”
Συμπεραίνουμε ότι η κατοχή των προσόντων που προβλέπονται για μια θέση δεν προεξοφλεί την καταλληλότητα του κατόχου τους για τη θέση. Το άρθρo 34(9) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων επιλύει, έξω από κάθε αμφιβολία, το θέμα που έχει εγερθεί ότι επιβαλλόταν να γίνει προφορική εξέταση από την Επιτροπή. Η προφορική εξέταση είναι προαιρετική. Κατά τις διατάξεις της παραγράφου 9 μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη για Πρώτο Διορισμό και Προαγωγή είναι και η “.........απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αν έγινε, ...............”. Κατά το άρθρ. 34(4) η γραπτή εξέταση απόκειται στην κρίση της Σ.Ε., η οποία φροντίζει να υποβληθούν οι υποψήφιοι “σε γραπτή ή προφορική εξέταση ή και στις δυο .........” Η Επιτροπή με βάση την παράγραφο 8 μπορεί “να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους οι οποίοι συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όπως επίσης.........................” Ο νόμος σιωπά αναφορικά με γραπτή εξέταση. Άρα τίποτε το επιλήψιμο από τη σκοπιά αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί στη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Περαιτέρω είναι φανερό πως η Επιτροπή μπορεί να στηρίξει την απόφασή της στις [*580]διαπιστώσεις του άλλου οργάνου.
Δεν μπορεί ακόμη να ευσταθήσει και ο άλλος βασικός ισχυρισμός του εφεσείοντα, δηλαδή, της δημιουργίας τεκμηρίου γνώσης στο απαιτούμενο επίπεδο - μάλιστα αμάχητου - από το γεγονός ότι σε χαμηλότερες θέσεις της ιεραρχίας, από τις οποίες πέρασε, υπήρχαν οι ίδιες ή όμοιες πρόνοιες αναφορικά με το συζητούμενο προσόν. Παίρνουμε σαν παράδειγμα τη θέση Ακολούθου, που καταγράφεται και στον τρίτο λόγο έφεσης. Δεν είναι νοητό ο βαθμός ή το εύρος της γνώσης που είναι αναγκαίος στο πρώτο σκαλί της ιεραρχίας να εξομοιώνεται με το επίπεδο εμβάθυνσης που πρέπει να έχει Πληρεξούσιος Υπουργός, στην κορυφή σχεδόν της πυραμίδας, στον οποίο συχνά ανατίθεται η εκπροσώπηση της χώρας στις ξένες δυνάμεις. Υπό αυτό το πρίσμα και η βαθμολόγηση προηγούμενων ετών δεν μπορεί να έχει καμιά αποφασιστική σημασία. Κι αυτό ανεξάρτητα από το άλλο στοιχείο πως τα πολιτικά και οικονομικά πράγματα, σε τοπική και παγκόσμια κλίμακα, είναι ρευστά και συνεχώς μεταβαλλόμενα. Δεν θα ήταν ούτε λογικό να κρίνεται το προσόν αυτό στο πλαίσιο της γνώσης που είναι απαραίτητη, λ.χ., για την εκτέλεση των καθηκόντων Ακολούθου.
Δε θεωρούμε τις παρατηρήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου για τα όρια ή τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, την οποία της παρέχει η επιφύλαξη, άστοχες. Παραμένουν μέσα στο πνεύμα της επιφύλαξης για να μη δημιουργείται η υποχρεωτικότητα πλήρωσης θέσης σε βάρος της διατήρησης αξιοκρατικής διοικητικής μηχανής, ελλείψει κατάλληλων στελεχών. Η υπόθεση Βασιλείου, ανωτέρω, δεν εφαρμόζεται. Στην υπόθεση εκείνη η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να μην πληρώσει τη θέση δεν ήταν αιτιολογημένη. Εδώ υπάρχει έγκυρη αιτιολόγηση. Τέλος δε διαπιστώνεται διάσταση μεταξύ της αιτιολογίας των δύο οργάνων έτσι που να έχουμε, όπως υπάρχει ισχυρισμός, διαφορετικές ή συγκρουόμενες αιτιολογίες. Περιέχουν τους ίδιους λόγους, διαφορετικά εκφρασμένους. Η αναφορά στην οργανωτική και διοικητική ικανότητα στην αιτιολογία της Επιτροπής δεν έχει γίνει υπό συνθήκες που δείχνουν ή πιθανολογούν τον ισχυρισμό ότι η Ε.Δ.Υ. υπέπεσε σε οποιαδήποτε πλάνη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο