Kαμένος Aνδρέας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 25

(1998) 3 ΑΑΔ 25

[*25]14 Ιανουαρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΜΕΝΟΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 1916)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο — Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Δικόγραφα — Bάσει αυτών και μόνο διαμορφώνεται το πραγματικό βάθρο σύμφωνα με το οποίο θα κριθούν όλα τα επίδικα θέματα — Aνεπίτρεπτη η μεταβολή των γεγονότων στο στάδιο των αγορεύσεων των συνηγόρων.

Δημόσιοι Yπάλληλοι — Διορισμοί / Προαγωγές — Συστάσεις του Προϊσταμένου του Tμήματος — Άρθρο 34(9) του N. 1/90 — Παρέκκλιση από τις απαιτήσεις του Nόμου και υποκατάσταση του Προϊσταμένου από εκπρόσωπό του, με επίκληση φόρτου εργασίας του πρώτου — Θέση της νομολογίας και η παραβίασή της στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Yπάλληλοι — Διορισμοί / Προαγωγές —  Γραπτές εξετάσεις — Aλλοίωση της βάσης επιτυχίας των γραπτών εξετάσεων από τη Συμβουλευτική Eπιτροπή μετά την πλήρη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων τους — Aνατροπή της ήδη καθορισθείσης προς το δημόσιο συμφέρον πορείας χωρίς αποχρώντα λόγο — Aκυρότητα της όλης διαδικασίας επιλογής.

Διοικητικό Δίκαιο — Γενικές αρχές — Aρχή της χρηστής διοίκησης — Kαλή πίστη και προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη — Παράβασή τους στην κριθείσα περίπτωση αλλοίωσης της βάσης επιτυχίας σε γραπτές εξετάσεις, μετά την πλήρη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων τους χωρίς αποχρώντα λόγο.

[*26]Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Σύνθετη διοικητική ενέργεια — Aκυρότητα της τελικής πράξης, νόμιμη προϋπόθεση της οποίας αποτελούσε η κριθείσα ως ελαττωματική προπαρασκευαστική πράξη.

Ο διορισμός / προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Λειτουργού Προστιθέμενης Aξίας επικυρώθηκε πρωτοδίκως. Oι λόγοι αμφισβήτησης της νομιμότητας της επίδικης πράξης και της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης περιορίστηκαν εν τέλει αφενός στο ζήτημα της υποκατάστασης του Προϊσταμένου του Tμήματος από εκπρόσωπό του, για σκοπούς συστάσεων, με επίκληση του φόρτου εργασίας του Προϊσταμένου και αφετέρου στην εκ των υστέρων μείωση της βάσης επιτυχίας στις γραπτές εξετάσεις από τη Συμβουλευτική Eπιτροπή.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Ενώ με την ένσταση της καθ’ ης η αίτηση η απουσία του Γενικού Διευθυντή, από τις σχετικές συνεδριάσεις της Ε.Δ.Υ., είχε αποδοθεί σε φόρτο εργασίας του ιδίου, με τις αγορεύσεις της συνήγορου της Ε.Δ.Υ. και του συνήγορου των ενδιαφερομένων μερών επιχειρήθηκε να αποδοθεί η απουσία του Γενικού Διευθυντή σε εντελώς διαφορετικούς λόγους.

     Τα νομικά ζητήματα καθώς και όλα τα επίδικα θέματα σε μια προσφυγή εξετάζονται και αποφασίζονται με βάσει μόνο το πραγματικό βάθρο που τα μέρη θέτουν στο δικόγραφό τους και στα οποία στηρίζουν την υπόθεσή τους - στην κρινόμενη περίπτωση στην ένσταση και στα διάφορα έγγραφα που την συνοδεύουν. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση είναι ανεπίτρεπτή, γιατί έρχεται σε αντίθεση με τους δικονομικούς θεσμούς.

     Το ερώτημα κατά πόσο ο φόρτος εργασίας, που έχει επικαλεσθεί ο Γενικός Διευθυντής, αποτελεί καλό λόγο για παρέκκλιση από τις διατάξεις του Άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90, έχει λυθεί με τρόπο αυθεντικό από την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία v. Στυλιανίδη κ.ά.. (1996) 3 Α.Α.Δ. 274, όπου κρίθηκε πως η μοναδική περίπτωση που μπορεί να γίνουν οι συστάσεις από άλλο λειτουργό, εκτός από τον Προϊστάμενο του Τμήματος, είναι όταν η θέση του Προϊσταμένου χηρεύει, ή ο ίδιος απουσιάζει από τα καθήκοντα του λόγω ανυπέρβλητου αντικειμενικού κωλύματος και πάντοτε εφόσον ορίζεται λειτουργός που ασκεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου του Τμήματος.

[*27]           Πολύ διαφωτιστική είναι η πρωτόδικη απόφαση - του Πική, Π. - στη Στυλιανίδη, πιο πάνω (Βλ. Στυλιανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 518/94 κ.ά., ημερ. 20.9.95) στην οποία το θέμα έχει προσεγγισθεί, ανάμεσα σ’ άλλα, και σαν θέμα εκχώρησης εξουσίας χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση.

     Δεν μπορεί να ενταχθεί ο φόρτος εργασίας στα ανυπέρβλητα αντικειμενικά κωλύματα, τα οποία θα επέτρεπαν την υποβολή συστάσεως από λειτουργό άλλο από τον Προϊστάμενο του Τμήματος. Ο Νομοθέτης για πολύ ισχυρούς λόγους έχει εναποθέσει τη σχετική εξουσία σε συγκεκριμένο Λειτουργό. Ο φόρτος εργασίας δυνατόν να αποτελεί καθημερινό φαινόμενο της λειτουργίας της Δημόσιας Υπηρεσίας. Η επίκλησή του μπορεί να είναι συχνή. Αποδοχή του σαν λόγου που επιτρέπει παρέκλιση από τις ρητές διατάξεις του Άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90 θα ισοδυναμούσε με πλήρη αποδυνάμωση και εξουδετέρωση των νομοθετικών επιταγών και θα καταστρατηγούσε τις αρχές του διοικητικού δικαίου που διέπουν τα της εκχώρησης εξουσιών. Η εξουσία για την υποβολή συστάσεων ανήκει στο Γενικό Διευθυντή. Στην απουσία νομοθετικής διατάξεως, δεν μπορούσε να εκχωρηθεί σε άλλο λειτουργό.

2.  H Συμβουλευτική Επιτροπή, με το να καθορίσει τον ελάχιστο βαθμό επιτυχίας έχει θέσει τις προδιαγραφές για την επιτυχία στη σχετική γραπτή εξέταση. Οι προδιαγραφές έχουν ως αντικείμενο την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος. Στην κρινόμενη περίπτωση, η Συμβουλευτική Επιτροπή χωρίς αποχρώντα λόγο έχει εγκαταλείψει την πορεία την οποία η ίδια είχε προδιαγράψει για την διαπίστωση των προσόντων των υποψηφίων και για την διάγνωση της καταλληλότητάς τους. Μάλιστα η εγκατάλειψη είχε συντελεσθεί μετά που έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα των εξετάσεων και είχε φανεί ότι ορισμένα από τα πιο πάνω ενδιαφερόμενα μέρη δεν είχαν εξασφαλίσει τον απαιτούμενο βαθμό επιτυχίας και είχαν ευεργετηθεί με την μείωση του βαθμού επιτυχίας. Έχει λοιπόν αφεθεί να πλανάται η εντύπωση ότι η σχετική απόφαση στόχευε στο να ευνοήσει τα πιο πάνω ενδιαφερόμενα μέρη ή να τα χειρισθεί με μεροληπτικό τρόπο κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης. Τονίζεται ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης ή των χρηστών διοικητικών ηθών, δηλαδή της χρηστότητας της συμπεριφοράς των διοικητικών οργάνων προς τους διοικούμενους έχει αναγνωρισθεί επανειλημμένα από τη νομολογία μας και αποτελεί στοιχείο της αμεροληψίας της διοίκησης.

3.  Περαιτέρω η πορεία που έχει υιοθετηθεί από την Συμβουλευτική [*28]Επιτροπή είναι αντίθετη προς την αρχή της καλής πίστης ή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, δηλαδή της επιβαλλόμενης ευθύτητας των διοικητικών οργάνων στις σχέσεις τους με τους διοικούμενους. Από την αρχή της καλής πίστης προκύπτει ότι (όπως ο ιδιώτης έτσι και) η Διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευθεί ή ακόμη λιγότερο να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής. Η Διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστης, προπάντων όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη.

3.  Υπό το φως των γεγονότων και των πιο πάνω αρχών, η επίδικη μείωση της βαθμολογίας έχει απολήξει σε παραβίαση των πιο πάνω αρχών του διοικητικού δικαίου και οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, επειδή αποτελεί, για το λόγο αυτό, πράξη αντίθετη προς το Νόμο εντός της έννοιας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Το γεγονός ότι η επίδικη μείωση έχει συντελεσθεί μετά από απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στερείται οποιασδήποτε σημασίας. Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης, με την υπό του νόμου επιβαλλόμενη συμμετοχή δύο οργάνων - της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ. - αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της διαδικασίας πλήρωσης μιας θέσης. Προσβλητή είναι μόνο η τελική πράξη της Ε.Δ.Υ.. Ωστόσο η διαπίστωση της ακυρότητας της πράξης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, επιφέρει και την ακυρότητα της τελικής πράξης, για την έκδοση της οποίας η κριθείσα ως παράνομη, αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Piperi a.ο. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1306,

Δημοκρατία v. Στυλιανίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 274,

Στυλιανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 518/94 κ.ά., ημερ. 20.9.95,

Tasmi Trading v. Republic (1988) 3 C.L.R. 782,

Tamassos Tobacco Suppliers and Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60,

Δημοκρατία v. Ιερωνυμίδη (1996)  3 Α.Α.Δ. 286,

Γεωργιάδης v. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249,

[*29]Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332,

Drousiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546,

Christodoulou v. CYTA (1978) 3 C.L.R. 61,

Michaeloudes and Another v. Republic (1979) 3 C.L.R. 56,

Angelidou and Others v. Republic (1975) 3 C.L.R. 404,

Hadjigeorghiou v. Republic (1974) 3 C.L.R. 436.

Έφεση.

Έφεση εναντίον απόφασης του Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Στυλιανίδης, Δ.) που δόθηκε στις 23 Φεβρουαρίου, 1994 (Προσφυγή Αρ. 616/92) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα κατά του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Λειτουργού Προστιθέμενης Aξίας.

Αλ. Ταλιαδώρος, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Κουρσουμπά, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (“η Ε.Δ.Υ.”) τα 28 ενδιαφερόμενα μέρη διορίσθηκαν/προάχθηκαν στη μόνιμη θέση Λειτουργού Προστιθέμενης Αξίας, Υπουργείο Οικονομικών (“η επίδικη θέση”). Ο εφεσείων-αιτητής ήταν αποτυχών υποψήφιος για την επίδικη θέση. Προσέβαλε την πιο πάνω απόφαση με προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά του μέρους εκείνου της πρωτόδικης απόφασης που αφορά την επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη αρ. 2 (Γεωργία Αναστασίου), αρ. 4 (Χαράλαμπο Καμιναρίδη), αρ. 13 (Γεώργιο Σοφο[*30]κλέους), αρ. 20 (Μαρία Β. Ανδρέου), αρ. 21 (Κωνσταντία Σ. Αντωνίου), και αρ. 26 (Άννα Μ. Χριστοφορίδου).

Με την έφεση αμφισβητείται το κύρος της πρωτόδικης απόφασης με βάση έξι διαφορετικούς λόγους έφεσης. Μετά την συμπλήρωση της αγόρευσης του συνήγορου του εφεσείοντα ζητήσαμε από την συνήγορο της Ε.Δ.Υ. και τον συνήγορο των ενδιαφερομένων μερών να αγορεύσουν μόνο πάνω σε τρεις από τους λόγους έφεσης. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης κρίθηκαν ανυπόστατοι. Στο στάδιο της απαντητικής αγόρευσης του ο συνήγορος του εφεσείοντα εγκατέλειψε ένα από τους τρεις λόγους έφεσης και απέμειναν για εξέταση μόνο οι πιο κάτω δύο λόγοι έφεσης:

(1)       Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε παράνομες και άκυρες συστάσεις δημοσίου λειτουργού, αφού δεν είχαν γίνει από τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος (δηλ. το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών), όπως προβλέπει το άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90 και το άρθρο 3(1) του Νόμου 246/90, αλλά από “εκπρόσωπο” του εν λόγω Προϊστάμενου.

(2)       Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η ενέργεια και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να μειώσουν τον προκαθορισμένο από τους ίδιους ελάχιστο βαθμό επιτυχίας (passing mark) στις γραπτές εξετάσεις του θέματος των γενικών γνώσεων, από 50/100 σε 35/100, ήταν αυθαίρετη και αντίθετη προς τις αρχές της  χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της ίσης μεταχείρισης και/ή είχε σαν αποτέλεσμα τη μη εφαρμογή ενιαίου και ίσου μέτρου κρίσης των υποψηφίων και/ή την ευνοϊκή μεταχείριση των Ενδιαφερομένων Μερών αρ. 2 (Γεωργία Αναστασίου), αρ. 13 (Γεώργιο Σοφοκλέους) και αρ. 21 (Κωνσταντία Σ. Αντωνίου) και/ή λήφθηκε καθ’ υπέρβαση της διακριτικής τους εξουσίας.

Το πραγματικό βάθρο το οποίο σχετίζεται με τον πιο πάνω πρώτο λόγο της έφεσης, όπως αυτό έχει τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την ένσταση της Ε.Δ.Υ. έχει ως πιο κάτω:

Η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να καλέσει σε ομαδική προφορική εξέταση τους υποψηφίους που συστήθηκαν από την Συμβουλευτική Επιτροπή στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών (βλ. σελ. 266 των πρακτικών). Ο Γενικός Διευθυντής, με επιστολή του ημερ. 4.5.92 πληροφόρησε την Ε.Δ.Υ. ότι “λόγω φόρτου εργασίας δε θα μπορέσει να παρευρεθεί και παρε[*31]κάλεσε την Επιτροπή να επιτρέψει στον κ. Α. Τρυφωνίδη, Οικονομικό Διευθυντή, Υπουργείο Οικονομικών, να τον εκπροσωπήσει στις εξετάσεις” (βλ. πρακτικά σελ. 343). Η Επιτροπή έδωσε την άδεια της και έτσι οι προφορικές ομαδικές εξετάσεις των υποψηφίων διεξήχθηκαν στην παρουσία του κ. Τρυφωνίδη ως εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή. Στη συνέχεια και αφού ο εκπρόσωπος του Γενικού Διευθυντή αποχώρησε από τη συνεδρίαση η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με την αξιολόγηση όλων των υποψηφίων που προσήλθαν στην ενώπιον της ομαδική προφορική εξέταση και την αξιολόγηση όλων των στοιχείων που σχετίζονται με την καταλληλότητα τους (βλ. πρακτικά σελ. 290-298).  Μετά την ολοκλήρωση της πιο πάνω αξιολόγησης “ο κ. Τρυφωνίδης Ανδρέας, εκπρόσωπος του Γενικού Διευθυντή, Υπουργείο Οικονομικών, κλήθηκε ξανά ενώπιον της Επιτροπής, προκειμένου να υποβάλει συστάσεις, δεδομένου ότι η θέση είναι πρώτου διορισμού”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και αποφάσισε τον λόγο ακυρώσεως που σχετίζεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης με βάση τη θέση ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών δεν ήταν δυνατό να παραστεί στις συνεδρίες της Ε.Δ.Υ. “λόγω φόρτου εργασίας” και όρισε ως εκπρόσωπο του τον Οικονομικό Διευθυντή, κ. Τρυφωνίδη.

Τα γεγονότα που σχετίζονται με τον δεύτερο λόγο έφεσης όπως είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου από την συνήγορο της Ε.Δ.Υ. και όπως είχαν διαπιστωθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο έχουν ως πιο κάτω:

Η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη σε διευθετήσεις για γραπτή εξέταση των υποψηφίων στα θέματα: Έκθεση Ιδεών στα Ελληνικά, Αγγλική γλώσσα - (μετάφραση κειμένου από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα) - και Γενικές Γνώσεις.

Μόνο 52 υποψήφιοι εξασφάλισαν τη βάση επιτυχίας - (50/100) - και στα τρία θέματα.

Μεγάλος αριθμός υποψηφίων πέτυχαν στα δύο θέματα - (Έκθεση Ιδεών, Αγγλικά) - ενώ απέτυχαν στο θέμα των Γενικών Γνώσεων.

Ενόψει των αποτελεσμάτων αυτών, η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε τη μείωση των βαθμών επιτυχίας στα 35/100 στο θέμα των Γενικών Γνώσεων, γιατί θεώρησε, με βάση το περιεχόμενο των ερωτήσεων, ότι ο βαθμός αυτός αποτελεί ένδειξη ότι οι [*32]υποψήφιοι ανταποκρίνονταν σε ικανοποιητικό επίπεδο γνώσεων. Για τα άλλα δύο θέματα δε μειώθηκε ο βαθμός επιτυχίας κάτω από 50/100, γιατί ένας μεγάλος αριθμός υποψηφίων είχαν εξασφαλίσει πάνω από αυτή τη βαθμολογία.

Με βάση το κριτήριο 35/100 στις Γενικές Γνώσεις και 50/100 στα άλλα θέματα, 126 υποψήφιοι κρίθηκαν ότι πέρασαν τις γραπτές εξετάσεις.

Νομικό βάθρο του λόγου ακυρώσεως που σχετίζεται με τον πρώτο λόγο έφεσης ήταν το άρθρο 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν 1/90), σύμφωνα με το οποίο η Ε.Δ.Υ. προβαίνει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, αφού λάβει δεόντως υπόψη, ανάμεσα σ’ άλλα, και τις συστάσεις του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος.

Σε σχέση με τον λόγο ακύρωσης που σχετίζεται με τον δεύτερο λόγο έφεσης είχε υποστηριχθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η μείωση του προκαθορισμένου ελάχιστου βαθμού επιτυχίας στις γραπτές εξετάσεις στο θέμα “Γενικές Γνώσεις” από 50/100 σε 35/100 είναι αντίθετη με το Νόμο και τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.

Η πρωτόδικη απόφαση.

Σε σχέση με το ζήτημα που εγείρεται από τον πρώτο λόγο της έφεσης το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ενόψει του κωλύματος του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, της ανυπαρξίας υπεύθυνου Προϊστάμενου της νέας Υπηρεσίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας στο Υπουργείο, υπήρξε ουσιαστική συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Νόμου και η παρουσία του κ. Τρυφωνίδη και οι συστάσεις από τον κ. Τρυφωνίδη αντί από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου ικανοποιούν το σκοπό του νομοθέτη και δεν είναι αντίθετες με το Νόμο.

Για την πιο πάνω κατάληξη του το πρωτόδικο δικαστήριο  έχει αντλήσει καθοδήγηση από την απόφαση στην Piperi and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1306, 1313, στην οποία κρίθηκε ότι κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης εκείνης η εκπροσώπηση του προϊσταμένου του Τμήματος από άλλο λειτουργό ήταν έγκυρη.

Ο λόγος ακυρώσεως που σχετίζεται με το δεύτερο λόγο έφεσης απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι η Συμβουλευτική Επι[*33]τροπή πρέπει να συστήσει, σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90, αριθμό υποψηφίων τετραπλάσιο του αριθμού των κενών θέσεων που δημοσιεύτηκαν, εφόσον υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι, και με το αιτιολογικό ότι η διεύρυνση του αριθμού των επιτυχόντων ευνόησε δύο από τους αιτητές - τη Μαρία Συμεωνίδου και το Γεώργιο Γιαννάκη, και τρία από τα ενδιαφερόμενα μέρη - τους Αναστασίου, Σοφοκλέους και Αντωνίου - και δεν απέκλεισε, ούτε επηρέασε κανένα από τους άλλους αιτητές (περιλαμβανομένου και του εφεσείοντα).

Αγορεύοντας ενώπιον μας ο συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι ο “Προϊστάμενος Τμήματος” ήταν ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών. Ήταν το αρμόδιο όργανο για να προβεί σε συστάσεις δυνάμει του άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90. Δεν μπορούσε να εκχωρήσει την αρμοδιότητα του σε άλλο όργανο εκτός αν ο Νόμος ρητά το επιτρέπει. Υποστήριξε το σχετικό επιχείρημα του με αναφορά σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου με ιδιαίτερη αναφορά στην Δημοκρατία v. Στυλιανίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 274.

Αναφορικά με το δεύτερο λόγο της έφεσης υποστήριξε ότι η σχετική απόφαση για μείωση του βαθμού  επιτυχίας στις εξετάσεις των γενικών γνώσεων λήφθηκε μετά που είχαν γίνει γνωστά τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, “αφήνεται πεδίο για επίδειξη εύνοιας” και η διοίκηση έχει ενεργήσει με τρόπο αντίθετο προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.

Η συνήγορος της εφεσίβλητης Ε.Δ.Υ. αναγνώρισε ότι Προϊστάμενος Τμήματος για τους σκοπούς του άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90 ήταν ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών. Υποστήριξε ωστόσο ότι ενόψει της νομολογίας και των πιο κάτω λόγων ο κ. Τρυφωνίδης μπορούσε να εκπροσωπήσει τον Γενικό Διευθυντή,

(α)       Η υπηρεσία Φ.Π.Α. μόλις είχε συστηθεί και επομένως δεν υπήρχε Προϊστάμενος Τμήματος που ήταν ενήμερος των γεγονότων.

(β)       Ο κ. Τρυφωνίδης ήταν ο μόνος που γνώριζε τα της υπηρεσίας.

Σε σχέση με το δεύτερο λόγο της έφεσης υποστήριξε ότι οι “Γενικές Γνώσεις” ήταν θέμα που αφορούσε το διαγνωστικό μέρος δηλαδή τη διάγνωση της καταλληλότητας των υποψηφίων. Δεν είχε [*34]σχέση με την εξέταση του κατά πόσο οι υποψήφιοι κατείχαν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Έτσι ο ελάχιστος βαθμός επιτυχίας στις εξετάσεις μπορούσε νόμιμα να μειωθεί.

Ο συνήγορος των ενδιαφερομένων μερών υποστήριξε ότι εφόσον ο κ. Τρυφωνίδης είχε συμμετοχή στην προφορική ομαδική εξέταση των υποψηφίων είχε “αποκτήσει γνώση πάνω στους υποψηφίους την οποία - γνώση - δεν είχε ο Γενικός Διευθυντής”. Επομένως η Ε.Δ.Υ. μπορούσε να τον καλέσει. Υποστήριξε περαιτέρω ότι ο σχετικός λόγος έφεσης αφορά σε παράνομο εκχώρηση αρμοδιότητας ενώ “δεν είχε εκχώρηση”. Απλώς η Ε.Δ.Υ. επέλεξε κάτω από την αδήριτη ανάγκη που είχε δημιουργηθεί από τη συμμετοχή του κ. Τρυφωνίδη στη διαδικασία της προφορικής ομαδικής εξέτασης να τον καλέσει να ασκήσει το καθήκον που προβλέπεται από το άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90. Τόνισε συναφώς ότι ο κ. Τρυφωνίδης “έχει κληθεί από την Ε.Δ.Υ. δεν τον έστειλε ο Γενικός Διευθυντής”. Σε σχέση με το δεύτερο λόγο έφεσης υποστήριξε ότι δεν είναι η Ε.Δ.Υ. που μείωσε τη βαθμολογία αλλά η Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία έκρινε “ότι το κριτήριο ήταν υπερβολικό και απεφάσισε να το μειώσει”.

Έχουμε αναφερθεί σε κάποια έκταση στα γεγονότα που σχετίζονται με τον πρώτο λόγο έφεσης, όπως έχουν τεθεί στην ένσταση της Ε.Δ.Υ.. Παρατηρούμε:

Ενώ με την ένσταση της Ε.Δ.Υ. η απουσία του Γενικού Διευθυντή από τις σχετικές συνεδριάσεις της Ε.Δ.Υ. είχε αποδοθεί σε φόρτο εργασίας του ιδίου με τις σημερινές αγορεύσεις της συνήγορου της Ε.Δ.Υ. και του συνήγορου των ενδιαφερομένων μερών  έχει επιχειρηθεί να αποδοθεί η απουσία του Γενικού Διευθυντή σε εντελώς διαφορετικούς λόγους.

Πρέπει να τονίσουμε με έμφαση ότι τα νομικά ζητήματα καθώς και όλα τα επίδικα θέματα σε μια προσφυγή εξετάζονται και αποφασίζονται με βάσει μόνο το πραγματικό βάθρο που τα μέρη θέτουν στο δικόγραφο τους και στα οποία στηρίζουν την υπόθεση τους - στην κρινόμενη περίπτωση στην ένσταση και στα διάφορα έγγραφα που την συνοδεύουν. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση είναι ανεπίτρεπτή γιατί έρχεται σε αντίθεση με τους δικονομικούς θεσμούς.

Θα εξεταστεί κατά πόσο ο φόρτος εργασίας που έχει επικαλεσθεί ο Γενικός Διευθυντής αποτελεί  καλό λόγο για παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90. Το ερώτημα που εγείρεται έχει λυθεί με τρόπο αυθεντικό από την απόφαση της Ολο[*35]μέλειας στη Δημοκρατία v. Στυλιανίδου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 274, όπου κρίθηκε πως η μοναδική περίπτωση που μπορεί να γίνουν οι συστάσεις από άλλο λειτουργό, εκτός από τον Προϊστάμενο του Τμήματος, είναι όταν η θέση του Προϊσταμένου χηρεύει ή ο ίδιος απουσιάζει από τα καθήκοντα του λόγω ανυπέρβλητου αντικειμενικού κωλύματος και πάντοτε εφόσον ορίζεται λειτουργός που ασκεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου του Τμήματος.

Πολύ διαφωτιστική είναι η πρωτόδικη απόφαση - του Πική, Π. - στην Στυλιανίδη, πιό πάνω (Βλ. Στυλιανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 518/94 κ.ά./20.9.95) στην οποία το θέμα έχει προσεγγισθεί, ανάμεσα σ’ άλλα, και σαν θέμα εκχώρησης εξουσίας  χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Η επιλογή του Προϊσταμένου ως της αρχής που υποβάλλει συστάσεις, δεν είναι τυχαία ούτε συμπτωματική. Πρόκειται για το λειτουργό που έχει την εποπτεία της λειτουργίας του τμήματος και ως εκ της θέσεως του γνώστη των ιδιοτήτων εκείνων του προσωπικού που προοιωνίζουν την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης που θα πληρωθεί. Η αξιολόγηση του προσωπικού και η υποβολή συστάσεων για την πλήρωση θέσεων στην υπηρεσία, αποτελεί ευθύνη του Προϊσταμένου την οποία δεν μπορεί να αποποιηθεί. Αποτελεί αξίωμα ότι η εξουσία η οποία παρέχεται από το νόμο σε συγκεκριμένο όργανο ή αρχή, δεν μπορεί, στην απουσία ρητής νομοθετικής εξουσιοδότησης, είτε να εκχωρηθεί ή να ασκηθεί από άλλο πρόσωπο ή αρχή. Οι αξιολογήσεις και συστάσεις που υποβλήθηκαν στις υποθέσεις που αποτελούν το αντικείμενο αυτών των προσφυγών, δεν προήλθαν από την αρχή που προβλέπει ο νόμος. Η υποβολή τους ήταν παράνομη. Και η απόφαση της ΕΔΥ έκνομη εφόσον λήφθηκε στην απουσία των στοιχείων που προβλέπει ο νόμος - συστάσεις του Προϊσταμένου - και κατά παρέκλιση από τις διατάξεις του λήφθηκαν υπόψη οι συστάσεις αξιωματούχου άλλου από εκείνο που καθορίζει ο νόμος.”

Δεν μπορούμε να εντάξουμε το φόρτο εργασίας στα ανυπέρβλητα αντικειμενικά κωλύματα τα οποία θα επέτρεπαν την υποβολή συστάσεως από λειτουργό άλλο από τον Προϊστάμενο του Τμήματος. Ο Νομοθέτης για πολύ ισχυρούς λόγους έχει εναποθέσει τη σχετική εξουσία σε συγκεκριμένο Λειτουργό. Ο φόρτος εργασίας δυνατόν να αποτελεί καθημερινό φαινόμενο της λειτουργίας της Δημόσιας Υπηρεσίας. Η επίκληση του μπορεί να είναι συχνή. Αποδοχή του σαν λόγου που επιτρέπει παρέκλιση από τις ρητές διατά[*36]ξεις του άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90 θα ισοδυναμούσε με πλήρη αποδυνάμωση και εξουδετέρωση των νομοθετικών επιταγών και θα καταστρατηγούσε τις αρχές του διοικητικού δικαίου που διέπουν τα της εκχώρησης εξουσιών. Η εξουσία για την υποβολή συστάσεων ανήκει στο Γενικό Διευθυντή. Στην απουσία νομοθετικής διατάξεως δεν μπορούσε να εκχωρηθεί σε άλλο λειτουργό. Ακολουθεί πως η υποβολή των συστάσεων από τον κ. Τρυφωνίδη ήταν παράνομη.  Η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται έκνομη εφόσον λήφθηκε κατά παρέκλιση του άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90. Ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να πετύχει.

Αναφορικά με το δεύτερο λόγο της έφεσης πρέπει να υποδείξουμε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή με το να καθορίσει τον ελάχιστο βαθμό επιτυχίας έχει θέσει τις προδιαγραφές για την επιτυχία στη σχετική εξέταση.  Οι προδιαγραφές έχουν ως αντικείμενο την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος. Στην κρινόμενη περίπτωση η Συμβουλευτική Επιτροπή χωρίς αποχρώντα λόγο έχει εγκαταλείψει την πορεία την οποία η ίδια είχε προδιαγράψει για την διαπίστωση των προσόντων των υποψηφίων και για την διάγνωση της καταλληλότητας τους. Μάλιστα η εγκατάλειψη είχε συντελεσθεί μετά που έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα των εξετάσεων και είχε φανεί ότι ορισμένα από τα πιο πάνω ενδιαφερόμενα μέρη δεν είχαν εξασφαλίσει τον απαιτούμενο βαθμό επιτυχίας και είχαν  ευεργετηθεί με την μείωση του βαθμού επιτυχίας. Έχει λοιπόν αφεθεί να πλανάται η εντύπωση ότι η σχετική απόφαση στόχευε στο να ευνοήσει τα πιο πάνω ενδιαφερόμενα μέρη ή να τα χειρισθεί με μεροληπτικό τρόπο κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης. Τονίζεται ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης ή των χρηστών διοικητικών ηθών, δηλαδή της χρηστότητας της συμπεριφοράς των διοικητικών οργάνων προς τους διοικούμενους έχει αναγνωρισθεί επανειλημμένα από τη νομολογία μας και αποτελεί στοιχείο της αμεροληψίας της διοίκησης (Βλ. Tasmi Trading v. Republic (1988) 3 C.L.R. 782, Tamassos Tobacco Suppliers and Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 286, Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Α.Τ. Τάχου, 4η έκδοση, σελ. 300).

Περαιτέρω η πορεία που έχει υιοθετηθεί από την Συμβουλευτική Επιτροπή είναι αντίθετη προς την αρχή της καλής πίστης ή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, δηλαδή της επιβαλλόμενης ευθύτητας των διοικητικών οργάνων στις σχέσεις τους με τους διοικούμενους (Βλ. Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332, Droushiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546 και Τάχου, πιο πάνω, σελ. 57).

[*37]Από την αρχή της καλής πίστης προκύπτει ότι (όπως ο ιδιώτης έτσι και) η Διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευθεί ή ακόμη λιγότερο να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής. Η Διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστης προπάντων όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη (Βλ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, παραγ. 387-388).

Υπό το φως των γεγονότων και των πιο πάνω αρχών κρίνουμε πως η επίδικη μείωση της βαθμολογίας έχει απολήξει σε παραβίαση των πιο πάνω αρχών του διοικητικού δικαίου και οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης επειδή αποτελεί, για το λόγο αυτό, πράξη αντίθετη προς το Νόμο εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.  Το γεγονός ότι η επίδικη μείωση έχει συντελεσθεί μετά από απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής στερείται οποιασδήποτε σημασίας. Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης, με την υπό του νόμου επιβαλλόμενη συμμετοχή δύο οργάνων - της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ. - αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της διαδικασίας πλήρωσης μιας θέσης. Προσβλητή είναι μόνο η τελική πράξη της Ε.Δ.Υ.. Ωστόσο η διαπίστωση της ακυρότητας της πράξης της Συμβουλευτικής Επιτροπής επιφέρει και την ακυρότητα της τελικής πράξης για την έκδοση της οποίας η κριθείσα ως παράνομη αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση (Βλ. Christodoulou v. CYTA (1978) 3 C.L.R. 61, Michaeloudes and Another v. Republic (1979) 3 C.L.R. 56, Angelidou and Others v. Republic (1975) 3 C.L.R. 404, Hji Georghiou v. Republic (1974) 3 C. L.R. 436, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 244).

Ενόψει των πιο πάνω καταλήξεων μας η έφεση πρέπει να πετύχει με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση στο βαθμό που αφορά τα πιο πάνω ενδιαφερόμενα μέρη (αρ. 2, 4, 13, 20, 21 και 26) ακυρώνεται.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο