Oικονομίδης Γεώργιος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 47

(1998) 3 ΑΑΔ 47

[*47]20 Ιανουαρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1835)

 

Δημόσιοι Yπάλληλοι — Διορισμοί / Προαγωγές — Προσόντα — Προσόν γνώσης ξένης γλώσσας — Eφόσον προβλεπόταν και ως απαιτούμενο προσόν προηγούμενης θέσης τεκμαίρεται αμάχητα η κατοχή του για σκοπούς διεκδίκησης ανωτέρων θέσεων από Yπάλληλο.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη αιτιολογίας — Μη  αυτεπάγγελτη εξέταση από το Δικαστήριο παρά μόνον αν εγερθεί από τους διαδίκους στην δικογραφία. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν εξετάζεται και κατ’ έφεση.

Aναθεωρητική Έφεση — Λόγοι εφέσεως — Kατά κανόνα δεν μπορούν να αφορούν ζητήματα, που δεν εγέρθηκαν και δεν αποφασίστηκαν πρωτόδικα.

Δημόσιοι Yπάλληλοι — Διορισμοί / Προαγωγές — Πλεονέκτημα — Διαζευκτικοί τρόποι κατοχής του στο σχέδιο υπηρεσίας στην κριθείσα περίπτωση — Περιστάσεις νομιμότητας της εφαρμογής του σχεδίου — Η πλάνη ότι κατείχαν υποψήφιοι το πλεονέκτημα κατά δύο διαζευκτικούς τρόπους, δεν ήταν ουσιώδης.

Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας — Σχέδια υπηρεσίας — Ερμηνεία τους έργο του διορίζοντος οργάνου — Πεδίο επεμβάσεως του Δικαστηρίου.

Δημόσιοι Yπάλληλοι — Διορισμοί / Προαγωγές — Συμβουλευτική Eπιτροπή — Σύνθεση — Πλήρωση θέσεων εναλλάξιμου προσωπι[*48]κού — Άρθρο 32(1)(δ) του περί Δημοσίας Yπηρεσίας Nόμου 1/90 — Eρμηνεία — Περιστάσεις ορθής εφαρμογής του Nόμου στην κριθείσα περίπτωση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έκδηλη υπεροχή — Iσχυρισμός για την ύπαρξή της, κυρίως επί τη βάσει υπεροχής στην αρχαιότητα — Θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής — Δε στοιχειοθετήθηκε έκδηλη υπεροχή ενόψει και του Άρθρου 34(9) του N. 1/90, που δεν προσδίδει ειδικό βάρος στην αρχαιότητα.

O εφεσείων προσέβαλε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών σε Πρώτους Διοικητικούς Λειτουργούς εκκαλώντας την πρωτόδικη απόφαση που απέρριψε την κατ’ αυτής προσφυγή του.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Αναφορικά με το ζήτημα της απαίτησης του σχεδίου υπηρεσίας για κατοχή του προσόντος της “πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας” η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος είναι σαφής. Εφόσον η νομιμότητα των προηγούμενων διορισμών ή προαγωγών δεν προσβλήθηκε πάνω στη βάση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν κατείχαν το υπό αναφορά προσόν, τεκμαίρεται πλέον αμάχητα ότι το κατέχουν προς το σκοπό διεκδίκησης ανώτερων θέσεων.

2. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν είναι, κατά κανόνα, επιτρεπτή η κατ’ έφεση εξέταση ζητήματος που δεν εγέρθηκε πρωτόδικα. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η εξέταση τέτοιου ζητήματος εφόσον τούτο άπτεται της δημοσίας τάξεως, οπότε εξετάζεται όχι μόνον κατ’ επίκληση των διαδίκων αλλά και αυτεπάγγελτα. Η ανεπάρκεια ή το εσφαλμένο της αιτιολογίας εμπίπτει στον κανόνα, και όχι στην εξαίρεση.

    Ζητήματα που άπτονται του κύρους της αιτιολογίας δεν εξετάζονται αυτεπάγγελτα αλλά μόνο “secundum allegata a partibus” ήτοι, μόνον εφόσον εγερθούν από τους διαδίκους στη δικογραφία.

3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη είχαν πολύ μακρά και ευδόκιμη θητεία στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, 25 χρόνια ο ένας και 28 ο άλλος. Με βάση τη διαπίστωση αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορθά κρίθηκε, αρχικά από τη Συμβουλευτική και, αργότερα, από την Επιτροπή, [*49]ότι κατείχαν το πλεονέκτημα, και, επομένως, το γεγονός ότι, εκ παραλλήλου αλλά πεπλανημένα, κρίθηκε ότι είχαν και μετεκπαίδευση, δηλαδή είχαν το πλεονέκτημα κατά δύο διαζευκτικούς τρόπους, δεν ήταν ουσιαστικής σημασίας. 

    Υιοθετείται πλήρως η προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το ουσιαστικό ερώτημα ήταν κατά πόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν το πλεονέκτημα της υποπαραγράφου (5), και όχι αν το κατείχαν δυνάμει της μίας ή και των δύο ή και των τριών διαζεύξεών της. Πράγματι η διαπιστωθείσα πλάνη δεν ήταν ουσιαστική.

4. Η ερμηνεία των Σχεδίων Υπηρεσίας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου, το δε Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η ερμηνεία που δόθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνον αν διαπιστώσει υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής αυτής ευχέρειας.

5. Η σύνθεση των Συμβουλευτικών Επιτροπών για την πλήρωση κενών θέσεων για εναλλάξιμο προσωπικό ρυθμίζεται από το Άρθρο 32(1)(δ) των Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων. Οι επιτροπές είναι πενταμελείς. Ο Διευθυντής της Δημοσίας Διοικήσεως και Προσωπικού προεδρεύει. Τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη επιλέγονται από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών με τον τρόπο που ορίζει η διάταξη. Σε περίπτωση που πρόκειται να πληρωθεί θέση με μισθολογική κλίμακα αμέσως κατώτερη του Διευθυντή, όπως ήταν η περίπτωση με τις επίμαχες θέσεις, της επιτροπής προεδρεύει ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου ενώ ο Διευθυντής της Υπηρεσίας μετέχει σαν ένα από τα άλλα τέσσερα μέλη.

    Στην πρώτη συνεδρίαση που ήταν τυπικής φύσεως, έλαβε μέρος σαν απλό μέλος και ο Διευθυντής. Στις συνεδριάσεις όμως που ακολούθησαν, και μάλιστα κατά τις συνεντεύξεις, απουσίασε στο εξωτερικό για προσωπικούς λόγους.  Και δεν αναπληρώθηκε από τον αναπληρωτή του. Η αποχή του δεν προκάλεσε έλλειψη απαρτίας αφού, σύμφωνα με το Άρθρο 32(4), τρία από τα μέλη της Συμβουλευτικής συνιστούν απαρτία. Η διαδικασία προχώρησε με τον Πρόεδρο και τα άλλα τρία μέλη οι δε αποφάσεις λήφθηκαν τουλάχιστον με τρεις ψήφους, όπως ορίζει το Άρθρο 32(6). Με βάση το πιο πάνω υπόβαθρο, δεν εγείρετο ζήτημα κακής σύνθεσης της Συμβουλευτικής.

7. O παράγων αρχαιότητα σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν έχει ιδιαίτερη σημασία μια και το Άρθρο 34(9), που αφορά τις υποψηφιότητες δημοσίων υπαλλήλων για κενές θέσεις, δεν [*50]προσδίδει ειδικό βάρος στην αρχαιότητα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422,

Δημοκρατία v. Υψαρίδη και Άλλου (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347,

Τριανταφυλλίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ 429,

Δημοκρατία v. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,

Δημοκρατία v. Καλυβίτου (1994) 3 Α.Α.Δ. 603,

Φεττάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 394,

Δημοκρατία v. Μαυρομμάτη και Άλλου (1991) 3 Α.Α.Δ. 543,

Papapetrou v. Republic 2 R.S.C.C. 61,

Χαραλαμπίδης v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414,

Αργυρίδης v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376,

Κ.Ο.Τ. v. Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128,

Μυτηλιναίος κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 869/92 και 873/92, ημερ. 14/6/1996.

Έφεση.

Έφεση εναντίον απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Nικήτας, Δ.) που δόθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου, 1993 (Προσφυγή Aρ. 918/90) με την οποία επικυρώθηκε ο διορισμός των ενδιαφερόμενων μερών στη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού.

Α. Παντελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Κουρσουμπά, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Αιμ. Λεμονάρης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Μ. Ζαπίτη.

[*51]Α. Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Χρ. Ιωάννου και Κ. Ματσουκάρη.

Αγ. Ξενοφώντος, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Κ. Χρυσοχό.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της έφεσης είναι η πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντος κατά της απόφασης της Eπιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η Επιτροπή) να προάξει στη μόνιμη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, τα ενδιαφερόμενα μέρη, αντί του εφεσείοντος.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως μη ορθό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι καλώς η Επιτροπή έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας εφόσον είχαν υπηρετήσει προηγουμένως σε θέσεις των οποίων τα Σχέδια Υπηρεσίας είχαν ως προαπαιτούμενο το ίδιο ακριβώς προσόν, η δε νομιμότητα των προηγούμενων διορισμών ή προαγωγών στις θέσεις εκείνες δεν προσβλήθηκε γι’ αυτό το λόγο.

Δεν συμφωνούμε με αυτή τη θέση. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος είναι σαφής. Εφόσον η νομιμότητα των προηγούμενων διορισμών ή προαγωγών δεν προσβλήθηκε πάνω στη βάση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν κατείχαν το υπό αναφορά προσόν, τεκμαίρεται πλέον αμάχητα ότι το κατέχουν προς το σκοπό διεκδίκησης ανώτερων θέσεων. (Βλ. Δημοκρατία v. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422 και Δημοκρατία v. Υψαρίδη και Άλλου (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347.)

Ένας άλλος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της κρίσεως του Διευθυντή του Τμήματος αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής.  Προσβάλλεται η κρίση του Διευθυντή ως ασαφής, αναιτιολόγητη και ως συγκρουόμενη με το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων. Δεν προσβάλλεται, όμως, οποιοδήποτε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο σημείο αυτό. Ο λόγος για τον οποίο δεν γίνεται κάτι τέτοιο είναι πρόδηλος. Το θέμα δεν εγέρθηκε πρωτόδικα ως λόγος ακυρώσεως ώστε να αποφανθεί το Δικαστήριο.

[*52]Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν είναι, κατά κανόνα, επιτρεπτή η κατ’ έφεση εξέταση ζητήματος που δεν εγέρθηκε πρωτόδικα. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η εξέταση τέτοιου ζητήματος εφόσον τούτο άπτεται της δημοσίας τάξεως, οπότε εξετάζεται όχι μόνον κατ’ επίκληση των διαδίκων αλλά και αυτεπάγγελτα. Η ανεπάρκεια ή το εσφαλμένο της αιτιολογίας εμπίπτει στον κανόνα, και όχι στην εξαίρεση. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προβληθεί και εξετασθεί στα πλαίσια της έφεσης (βλ., Τριανταφυλλίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ 429, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία v. Καλυβίτου (1994) 3 Α.Α.Δ. 603, και Σάββας Φεττάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 394).

Με την έφεση προσβάλλεται επίσης το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ουσιαστική η διαπιστωθείσα πλάνη της Επιτροπής αλλά και προηγουμένως της Συμβουλευτικής Επιτροπής (η Συμβουλευτική), να θεωρήσει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη Μ. Ζαπίτης και Κ. Ματσουκάρης είχαν “μετεκπαίδευση” σύμφωνα με την υποπαράγραφο (5) των Σχεδίων Υπηρεσίας της θέσεως, χωρίς να είναι κάτοχοι πρώτου πτυχίου, και τούτο επειδή, σύμφωνα πάντοτε με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εν λόγω υποπαράγραφος (5) προβλέπει διαζευκτικούς τρόπους κατοχής του πρόσθετου προσόντος, που συνιστά “πλεονέκτημα”, ένας από τους οποίους είναι η μεταπτυχιακή εκπαίδευση.

Σε σχέση με το πλεονέκτημα η υποπαράγραφος (5) έχει ως εξής:-

“3.   Απαιτούμενα προσόντα:

       . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

       . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(5)   Μακρά και ευδόκιμη πείρα στο Γενικό Διοικητικό                       Διοικητικό Προσωπικό ή/και μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους στη Δημόσια Διοίκηση ή άλλο κατάλληλο θέμα θα αποτελεί πλεονέκτημα.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη είχαν πολύ μακρά και ευδόκιμη θητεία στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, 25 χρόνια ο ένας και 28 ο άλλος. Με βάση τη διαπίστωση αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορθά κρίθηκε, αρχικά από τη Συμβουλευτική και, αργότερα, από την Επιτροπή, ότι κατείχαν το πλεονέκτημα, και, επομένως, το γεγονός ότι, εκ παραλλήλου αλλά πεπλανημένα, κρίθηκε ότι είχαν και μετεκπαίδευση, δηλαδή είχαν το πλεονέκτημα κατά δύο δια[*53]ζευκτικούς τρόπους, δεν ήταν ουσιαστικής σημασίας.

Υιοθετούμε πλήρως την προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το ουσιαστικό ερώτημα ήταν κατά πόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν το πλεονέκτημα της υποπαραγράφου (5), και όχι αν το κατείχαν δυνάμει της μίας ή και των δύο ή και των τριών διαζεύξεών της. Πράγματι η διαπιστωθείσα πλάνη δεν ήταν ουσιαστική (βλ., Δημοκρατία v. Μαυρομμάτη & άλλου (1991) 3 Α.Α.Δ. 543).

Άλλο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που προσβάλλεται με την έφεση είναι εκείνο σύμφωνα με το οποίο τα 15 χρόνια πείρας περί των οποίων η σημείωση στο τέλος των Σχεδίων Υπηρεσίας μπορούν να ικανοποιήσουν και την απαίτηση των ίδιων Σχεδίων στην παράγραφο 3(1) για “δεκαετή τουλάχιστο ευδόκιμη διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία, ή δεκαπενταετή άσκηση της δικηγορίας”. Κατά τον εφεσείοντα, η ερμηνεία αυτή αντίκειται στη φρασεολογία των Σχεδίων Υπηρεσίας και δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. Το επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι η υποψηφιότητα για τις επίδικες θέσεις για εκείνους που δεν ήσαν διπλωματούχοι ήταν δυνατή μόνον εφόσον, πέραν από την πείρα των 15 χρόνων της σημείωσης, είχαν άλλα 10 χρόνια πείρα όπως ορίζει η παράγραφος 3(1).

Αδυνατούμε να δεχθούμε αυτή τη θέση.  Όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο:-

“... δεν βρίσκει έρεισμα στη λεκτική διατύπωση των σχετικών όρων του σχεδίου υπηρεσίας ο συσχετισμός της διοικητικής πείρας που απαιτείται από την παράγραφο 3(1) με εκείνη για την οποία κάμνει πρόβλεψη η σημείωση, όπως εισηγήθηκαν οι αιτητές, που μάλιστα επιβάλλει την άθροιση των δύο περιόδων. Οι δύο διατάξεις είναι αυτοδύναμες. Καθορίζουν διαζευκτικά τα προσόντα που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν την υποψηφιότητα. Από τη μια δίπλωμα πλέον δέκα χρόνια διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση και από την άλλη δεκαπέντε χρόνια τέτοια πείρα στο Γ.Δ.Π. μόνον.”

Ο εφεσείων προσβάλλει επίσης το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ερμηνεία που δόθηκε στην υποπαράγραφο (5) των Σχεδίων Υπηρεσίας, σύμφωνα με την οποία πενταετής υπηρεσία θεωρείται ως “μακρά” πείρα ήταν εύλογα επιτρεπτή.  Κατά τον εφεσείοντα μακρά πείρα έπρεπε να ερμηνευθεί ως πείρα πέραν των δέκα ετών.

[*54]Η επί του θέματος απόφαση της Συμβουλευτικής, που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή, έχει ως ακολούθως:-

“Η Συμβουλευτική Επιτροπή ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα της διατύπωσης της πιο πάνω πρόνοιας του Σχεδίου Υπηρεσίας και της ερμηνείας που θα ήταν ορθό να της αποδοθεί και κατέληξε κατά πλειοψηφία στα εξής:

(α)   Πενταετής τουλάχιστον ευδόκιμη πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό μπορεί να θεωρηθεί “μακρά” και, επομένως, να αποτελέσει πλεονέκτημα. Όσοι όμως από τους υποψηφίους καλύπτονται από τη Σημείωση των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλ. δεν κατέχουν ακαδημαϊκό προσόν, αλλά έχουν 15ετή τουλάχιστον ευδόκιμη διοικητική πείρα στο Γ.Δ.Π., θα πρέπει να έχουν πενταετή τουλάχιστον ευδόκιμη διοικητική πείρα πέραν της 15ετούς απαιτούμενης για να θεωρηθούν ότι κατέχουν το πλεονέκτημα.”

Είναι πάγια νομολογημένο ότι η ερμηνεία των Σχεδίων Υπηρεσίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου το δε Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η ερμηνεία που δόθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνον αν διαπιστώσει υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής αυτής ευχέρειας. (Βλ., μεταξύ άλλων, Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, Χαραλαμπίδης v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414, Αργυρίδης v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376 και Κ.Ο.Τ. v. Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128.)

Ευρίσκουμε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η ερμηνευτική προσέγγιση που υιοθετήθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν έχει σημασία αν το ίδιο στοιχείο προσμέτρησε και για άλλους σκοπούς αφού η πενταετής πείρα απαιτήθηκε πρόσθετα εκείνης που διαλαμβάνει η σημείωση.

Με άλλο λόγο έφεσης προσβάλλεται η τοποθέτηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, εφόσον ο εφεσείων δεν έθιξε ζήτημα ειδικής αιτιολογίας για την προτίμηση του ενδιαφερόμενου μέρους Κ. Πασχάλη, που δεν είχε το πλεονέκτημα, το ζήτημα δεν μπορούσε να εξετασθεί από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα.

Και πάλι συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ζητήματα που άπτονται του κύρους της αιτιολογίας δεν εξετάζονται αυτεπάγγελτα αλλά μόνο “secundum allegata a partibus” ήτοι, μόνον εφόσον εγερθούν από τους διαδίκους στη δικογραφία.  (Βλ., [*55]Μυτηλιναίου v. Δημοκρατίας και Γιαννακού v. Δημοκρατίας, Συν. Προσφ. 869/92 και 873/92, απόφαση ημερ. 14/6/1996.)

Αναφορικά με τη σύνθεση της Συμβουλευτικής προβάλλεται άλλος λόγος έφεσης, εκείνος της κακής σύνθεσης.  Κατά τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν υπήρξε κακή σύνθεση της Συμβουλευτικής, εφόσον, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν συμμετείχε σε αυτή ως μέλος, λόγω απουσίας του στο εξωτερικό, ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημοσίας Διοικήσεως και Προσωπικού, ο δε αναπληρωτής του δεν κλήθηκε, ως έπρεπε, να συμμετάσχει σε αντικατάσταση του.

Η σύνθεση των Συμβουλευτικών Επιτροπών για την πλήρωση κενών θέσεων για εναλλάξιμο προσωπικό ρυθμίζεται από το άρθρο 32(1)(δ) των Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων. Οι επιτροπές είναι πενταμελείς. Ο Διευθυντής της Δημοσίας Διοικήσεως και Προσωπικού προεδρεύει. Τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη επιλέγονται από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών με τον τρόπο που ορίζει η διάταξη. Σε περίπτωση που πρόκειται να πληρωθεί θέση με μισθολογική κλίμακα αμέσως κατώτερη του Διευθυντή, όπως ήταν η περίπτωση με τις επίμαχες θέσεις, της επιτροπής προεδρεύει ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου ενώ ο Διευθυντής της Υπηρεσίας μετέχει σαν ένα από τα άλλα τέσσερα μέλη.

Στην πρώτη συνεδρίαση που ήταν τυπικής φύσεως, έλαβε μέρος σαν απλό μέλος και ο Διευθυντής. Στις συνεδριάσεις όμως που ακολούθησαν, και μάλιστα κατά τις συνεντεύξεις, απουσίασε στο εξωτερικό για προσωπικούς λόγους. Και δεν αναπληρώθηκε από τον αναπληρωτή του. Η αποχή του δεν προκάλεσε έλλειψη απαρτίας αφού, σύμφωνα με το άρθρο 32(4), τρία από τα μέλη της Συμβουλευτικής συνιστούν απαρτία. Η διαδικασία προχώρησε με τον Πρόεδρο και τα άλλα τρία μέλη οι δε αποφάσεις λήφθηκαν τουλάχιστον με τρεις ψήφους, όπως ορίζει το άρθρο 32(6).

Με βάση το πιο πάνω υπόβαθρο, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν εγείρετο ζήτημα κακής σύνθεσης της Συμβουλευτικής, θέση που μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Αφ’ ης στιμγής η Συμβουλευτική ήταν νόμιμα συγκροτημένη, δηλαδή είχε συσταθεί από πέντε μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 32(1)(δ), η απουσία ενός μέλους, και όχι του Προέδρου, κατά τις επόμενες  συνεδριάσεις, δεν καθιστούσε άκυρες τις εργασίες της εφόσον εξακολουθούσε να υπάρχει απαρτία.  Για τον ίδιο λόγο δεν ετίθετο και θέμα αντικατάστασης του Διευθυντή από τον αναπληρωτή του.

[*56]Με τον τελευταίο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη επειδή δεν δέχθηκε ότι ο εφεσείων πέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών.

Αδυνατούμε να συμφωνήσουμε.

Οι υπό πλήρωση θέσεις ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής. Τόσο ο εφεσείων όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη εχαρακτηρίζοντο ως “εξαίρετοι” στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Στις συνεντεύξεις, ο εφεσείων κρίθηκε “σχεδόν πολύ καλός” ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη κρίθηκαν “πάρα πολύ καλοί”. Επιπλέον, τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη σύσταση του προϊσταμένου του Τμήματος όχι όμως και ο εφεσείων. Εμφανώς τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν σε αξία. Από πλευράς προσόντων, όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν τα προσόντα. Από πλευράς αρχαιότητας, προηγείτο ο εφεσείων που πρόβαλε έντονα την αρχαιότητα του αυτή. Όπως όμως εύστοχα παρατήρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο παράγων αυτός, σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν έχει ιδιαίτερη σημασία μια και το άρθρο 34(9), που αφορά τις υποψηφιότητες δημοσίων υπαλλήλων για κενές θέσεις, δεν προσδίδει ειδικό βάρος στην αρχαιότητα.

Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο