(1998) 3 ΑΑΔ 70
[*70]28 Ιανουαρίου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΣΤΡΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1546)
Eκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Διορισμοί / Προαγωγές — Προσόντα — Θέση Eπιθεωρητή B’ Γενικών Mαθημάτων Δημοτικής Eκπαίδευσης — Απαιτούμενο για τη θέση προσόν της τριετούς υπηρεσίας ως Διευθυντής Σχολείων Δημοτικής Eκπαίδευσης — Eρμηνεία — Δεν μπορεί παρά να σημαίνει πραγματική υπηρεσία σε σχολείο δημοτικής εκπαίδευσης — Yπηρεσία εκπαιδευτικού αποσπασμένου στην Yπηρεσία Eκπαιδευτικής Pαδιοφωνίας, δηλαδή εκτός σχολείου, ούτε συνιστά ούτε εξομοιώνεται αλλά ούτε και μπορεί να συμπληρώσει την απαιτούμενη τριετή υπηρεσία Διευθυντή.
Eκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Aπόσπαση — Έννοια του όρου, νομοθετική ρύθμιση και συνέπειες.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Διορισμοί / Προαγωγές — Αρχή του ίσου μέτρου κρίσεως — Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση πλήρωσης θέσεως Eπιθεωρητή B’ Γενικών Mαθημάτων Δημοτικής Eκπαίδευσης — H διαφορά στην κατάσταση των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων οφειλόταν σε αντικειμενικούς λόγους και δεν επηρέασε το ίσο μέτρο κρίσεως.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Προκατάληψη — Βαθμός αποδείξεως — Ισχυρισμοί περί έλλειψης αμεροληψίας και προκατάληψης πρέπει να αποδεικνύονται με βεβαιότητα.
[*71]H έφεση αφορούσε την επικύρωση πρωτοδίκως της τοποθέτησης (με διορισμό και προαγωγές) και των πέντε ενδιαφερομένων στη θέση Eπιθεωρητική B’ Γενικών Mαθημάτων Δημοτικής Eκπαίδευσης. Kρίσιμο απέβη το ζήτημα της ερμηνείας της απαίτησης του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης για τριετή υπηρεσία στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Eκπαίδευσης. Eίχε κριθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ευλόγως επιτρεπτή η απόφαση της E.E.Y. ότι το προσόν αυτό καλυπτόταν και από την υπηρεσία του εκ των ενδιαφερομένων αποσπασμένου επί δεκαετία στην Yπηρεσία Eκπαιδευτικής Pαδιοφωνίας.
H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, μερικώς αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Το σχέδιο υπηρεσίας όταν απαιτεί τριετή εκπαιδευτική υπηρεσία του υποψηφίου ως Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης αυτό δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά πραγματική υπηρεσία σε σχολείο δημοτικής εκπαίδευσης ως διευθυντής, υπηρεσία η οποία συνεπάγεται εκτέλεση καθηκόντων και ανάληψη ευθυνών όπως αυτά τα καθήκοντα και αυτές οι ευθύνες προσδιορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Διευθυντή Α΄ Σχολείων Στοιχειώδους Εκπαίδευσης ήτοι:
Η οποιαδήποτε άλλη εκπαιδευτική υπηρεσία εκτός σχολείου και στην προκείμενη περίπτωση η δεκαετής υπηρεσία του ενδιαφερόμενου Θ. Κουγιάλη στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ραδιοφωνίας ούτε συνιστά ούτε εξομοιώνεται αλλά ούτε και συμπληρώνει την ρητά προβλεπόμενη από το σχέδιο υπηρεσίας “Εκπαιδευτική Υπηρεσία τριών ετών είτε στην παρούσα είτε στην προηγούμενη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης.”
Είναι αυτόδηλο ότι ο όγκος των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης διευθυντή σχολείου δημοτικής εκπαίδευσης συνδέεται άμεσα με τα δρώμενα στο σχολείο δηλαδή το μόνο χώρο όπου μέσω της υπηρεσίας, παρέχεται η δυνατότητα απόκτησης του προσόντος που απαιτείται από την παράγραφο 2 του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης. Οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία, η οποία δεν ταυτίζεται με πραγματική εκτέλεση των καθηκόντων και ανάληψη των ευθυνών, όπως συναφώς προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Διευθυντή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξομοιώνεται με το προσόν της τριετούς εκπαιδευτικής υπηρεσίας που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης.
2. H “απόσπαση” συνιστά μορφή μεταβολής του υπηρεσιακού status [*72]του υπαλλήλου. Η “απόσπαση” εκπαιδευτικού εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΕΕΥ.
Στην προκείμενη περίπτωση ο ενδιαφερόμενος Θ. Κουγιάλης ένεκα της απόσπασης έπαυσε να ασκεί καθήκοντα Διευθυντή σε δημοτικό σχολείο και για δέκα χρόνια εκτελούσε συνεχώς καθήκοντα άλλης υπηρεσίας, αυτά της υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ραδιοφωνίας. Η ΕΕΥ στην απόφασή της να τον θεωρήσει προσοντούχο παραγνώρισε το θέμα της απόσπασης του και της άσκησης άλλων καθηκόντων και παρόλο ότι οι συνέπειες και τα εξ αυτής αποτελέσματα ήταν ουσιώδη, η ΕΕΥ τα αγνόησε.
3. Προβλήθηκε ως λόγος έφεσης, ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε πως “υπήρξε ίσο μέτρο κρίσης και/ή αιτιολογία στην απόφαση της ΕΕΥ”. Σχετικά με αυτό το λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι η ΕΕΥ αντί να λάβει υπόψη τις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, ως όφειλε, για μερικούς, έλαβε υπόψη τις εμπιστευτικές τους εκθέσεις από το 1979 μέχρι το 1989 ενώ για άλλους (ιδιαίτερα για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Δαμιανού και Μιχαήλ Κυριάκου) έλαβε υπόψη μόνο εκείνες των δύο τελευταίων χρόνων προφανώς, όπως οι εφεσείοντες ισχυρίζονται, επειδή οι ενδιαφερόμενοι είχαν πιο χαμηλή βαθμολογία στα προηγούμενα χρόνια.
Ο λόγος που δεν υπήρχαν για τους άλλους υποψηφίους οι εκθέσεις των δύο τελευταίων χρόνων οφείλεται στο ότι δεν γίνονταν για τους εν λόγω υποψηφίους αξιολογήσεις κάθε χρόνο αλλά για κάθε τρία χρόνια. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων καθόσον αφορά τις υπηρεσιακές εκθέσεις δεν έχει αποδειχθεί ότι επηρέασε το ίσο μέτρο κρίσης των υποψηφίων. Η κατάληξή του Δικαστηρίου επί του συγκεκριμένου αυτού θέματος, είναι ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου πως δεν υπήρξε άνισο μέτρο κρίσης των υποψηφίων, είναι ορθό.
4. Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι η ΕΕΥ αγνόησε την υπεροχή των αιτητών-εφεσειόντων σε αξία, προσόντα, αρχαιότητα, πρόσθετα προσόντα, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως αβάσιμος.
5. Ορθό είναι και το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η απόφαση της ΕΕΥ εμπεριέχει την πρέπουσα αιτιολογία, η οποία εντοπίζεται στο πρακτικό συνεδρίας της ΕΕΥ ημερομηνίας 10.7.90. Προκύπτει από τα πρακτικά ότι η ΕΕΥ μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στις εμπιστευτικές εκθέσεις καθώς και στην εντύπωση που η ίδια απεκόμισε από τις προσωπικές συ[*73]νεντεύξεις. Η εκτίμηση της προσωπικότητας των υποψηφίων και η απόδοσή τους κατά την προφορική συνέντευξη μπορούσε να παίξει ρόλο στην απόφαση της ΕΕΥ, η οποία είχε ενώπιόν της όλο το υλικό που σχετιζόταν με την αξία, αρχαιότητα και προσόντα όλων των υποψηφίων και ήταν εύλογα επιτρεπτό σ’ αυτή με βάση αυτό το υλικό και την απόδοση των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη να κρίνει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη, με εξαίρεση τον Θ. Κουγιάλη για το λόγο που επεξηγήθηκε από το Δικαστήριο, ήταν τα πιο κατάλληλα για τη συγκεκριμένη θέση.
6. Αναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα 1, ότι σκόπιμα ο διευθυντής τον αξιολόγησε ως “καλό” στη συνέντευξη με σκοπό να τον αποκλείσει, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν τεκμηριωμένος και ότι οι ισχυρισμοί για μεροληψία και προκατάληψη πρέπει να αποδεικνύονται με βεβαιότητα. Δεν έχει διαπιστωθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί συμπέρασμα αντίθετο με εκείνο του πρωτόδικου δικαστηρίου.
7. Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. H πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στην έκταση που αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Θ. Κουγιάλη. Η επίδικη διοικητική απόφαση σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Θ. Κουγιάλη ακυρώνεται στην ολότητά της βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Η έφεση επιιτυγχάνει μερικώς χωρίς έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Mitides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1096,
Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437,
Kontementotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027,
Soteriadou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921.
Έφεση.
Έφεση εναντίον των αποφάσεων Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Kούρρης, Δ.) που δόθηκε στις 18 Mαρτίου, 1992 (Προσφυγές Αρ. 693/90 και 647/91) με τις οποίες απορρίφθηκαν οι προσφυγές των Eφεσειόντων εναντίον της απόφασης της Eπιτροπής Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας για την προαγωγή των [*74]ενδιαφερομένων μερών στη θέση Eπιθεωρητή B΄ Γενικών Mαθημάτων Δημοτικής Eκπαίδευσης.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Στυλιανίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Α. Παναγιώτου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος Α. Δαμιανού.
Μ. Ηλιάδης, για το Eνδιαφερόμενο μέρος Μ. Τσουλόφτα.
Ν. Παπαμιλτιάδους, για το Eνδιαφερόμενο μέρος Μ. Κυριάκου.
Α. Ευσταθίου, για το Eνδιαφερόμενο μέρος Α. Σωτηριάδη.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
KΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες συγκαταλέγονταν μεταξύ των υποψηφίων για την πλήρωση πέντε θέσεων Επιθεωρητή Β΄ Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Επρόκειτο για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Οι εφεσείοντες κλήθηκαν σε προσωπικές συνεντεύξεις ενώπιον της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) στις 10.7.90. Αυθημερόν, η ΕΕΥ αποφάσισε να διορίσει τον ενδιαφερόμενο Θ. Κουγιάλη και να προάξει τα άλλα τέσσερα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Για την ακύρωση της απόφασης της ΕΕΥ καταχωρήθηκε αριθμός προσφυγών οι οποίες συνεκδικάστηκαν. Η απόφαση του δικαστηρίου εκδόθηκε στις 18.3.92. Οι εφεσείοντες, οι οποίοι είναι δύο από τους αιτητές της προσφυγής 647/90, επιδιώκουν με την παρούσα έφεση την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η ΕΕΥ ερεύνησε ή ορθά έκρινε τον Θ. Κουγιάλη ως προσοντούχο.
(β) Εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι υπήρξε ίσο μέτρο κρίσης και/ή αιτιολογία στην απόφαση της ΕΕΥ.
[*75](γ) Εσφαλμένα αξιολογήθηκε η αναφορά του διευθυντή στην υγεία του αιτητή-εφεσείοντα 1 - Μούστρα.
(δ) Εσφαλμένα αξιολογήθηκε η αξία των αιτητών και ενδιαφερομένων προσώπων όπως και η σημασία της αρχαιότητας.
Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας τα απαιτούμενα για τη θέση Επιθεωρητή Β΄ προσόντα είναι:
“Απαιτούμενα Προσόντα:
1. Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στα παιδαγωγικά ή την Εκπαιδευτική Διοίκηση ή σε συναφές θέμα.
Σημ.: Εκπαιδευτικοί που είχαν τα προσόντα για την προηγούμενη θέση Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης ή θα τα αποκτήσουν μέχρι τις 16.12.1995 θα μπορούν να είναι υποψήφιοι για τη θέση αυτή.
2. Εκπαιδευτική Υπηρεσία τριών ετών είτε στην παρούσα είτε στην προηγούμενη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης.
3. Εξαίρετη υπηρεσία με βάση τις δύο τελευταίες εμπιστευτικές εκθέσεις.
4. Ενημερότητα πάνω στις σύγχρονες εξελίξεις στον τομέα του, τα προβλήματα και τις τάσεις της δημοτικής εκπαίδευσης στην Κύπρο και σε άλλες χώρες.
5. Πολύ καλή γνώση μιας τουλάχιστον από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι, εσφαλμένα αποφάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η ΕΕΥ ερεύνησε ή ορθά έκρινε τον ενδιαφερόμενο Θ. Κουγιάλη ως προσοντούχο. Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλα στοιχεία στον προσωπικό φάκελο του ενδιαφερόμενου Θ. Κουγιάλη που να αποδεικνύουν ότι αυτός πληρούσε το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν της τριετούς Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ως Διευθυντής Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο ενδιαφερόμενος Θ. Κουγιάλης [*76]υπηρέτησε ως διευθυντής σε δημοτικό σχολείο κατά το σχολικό έτος (1967-68). Κατόπιν απόσπασης, υπηρέτησε στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ραδιοφωνίας για δέκα περίπου χρόνια ήτοι, από 31.8.68 μέχρι 15.9.1978 που διορίστηκε στη θέση Επιθεωρητή ειδικών Μαθημάτων Στοιχειώδους Εκπαίδευσης για τα αγγλικά.
Προκύπτει από το πρακτικό της απόφασης της ΕΕΥ ημερ. 10.7.90 ότι η ΕΕΥ θεώρησε πως ο ενδιαφερόμενος Θ. Κουγιάλης κατείχε το απαιτούμενο από την παράγραφο 2 του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης προσόν της “Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας τριών ετών είτε στην παρούσα είτε στην προηγούμενη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης.”
Ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε ότι πρόκειται για θέμα ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας και ότι η ερμηνεία που δόθηκε εν προκειμένω από την ΕΕΥ η οποία είχε ενώπιον της όλα τα στοιχεία που αφορούσαν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και την εργασία του στη θέση στην οποία ήταν αποσπασμένος, ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή.
Το κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος Θ. Κουγιάλης κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο το προβλεπόμενο από την παράγραφο 2 του σχεδίου προσόν είναι κατά την κρίση μας θέμα πραγματικό. Το σχέδιο υπηρεσίας όταν απαιτεί τριετή εκπαιδευτική υπηρεσία του υποψηφίου ως Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης αυτό δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά πραγματική υπηρεσία σε σχολείο δημοτικής εκπαίδευσης ως διευθυντής, υπηρεσία η οποία συνεπάγεται εκτέλεση καθηκόντων και ανάληψη ευθυνών όπως αυτά τα καθήκοντα και αυτές οι ευθύνες προσδιορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Διευθυντή Α΄ Σχολείων Στοιχειώδους Εκπαίδευσης ήτοι:
“Καθήκοντα και Ευθύναι:
1. Ευθύνη διά την ομαλήν και αποδοτικήν διοίκησιν και λειτουργίαν του σχολείου και την ανάπτυξιν της εν αυτώ εργασίας και ζωής, συμπεριλαμβανομένης και της ευθύνης στενής παρακολουθήσεως της εργασίας των εν τω σχολείω υπηρετούντων διδασκάλων.
2. Διδακτικά καθήκοντα εν τω πλαισίω του ωρολογίου και αναλυτικού προγράμματος.
3. Ευθύνη διά την τήρησιν και φύλαξιν των αρχείων του σχο[*77]λείου και της περιουσίας αυτού.
4. Οιαδήποτε άλλα καθήκοντα ήθελον ανατεθή εις αυτόν προς το συμφέρον των μαθητών, του σχολείου και της εκπαιδεύσεως εν γένει.”
Η οποιαδήποτε άλλη εκπαιδευτική υπηρεσία εκτός σχολείου και στην προκείμενη περίπτωση η δεκαετής υπηρεσία του ενδιαφερόμενου Θ.Κουγιάλη στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ραδιοφωνίας ούτε συνιστά ούτε εξομοιώνεται αλλά ούτε και συμπληρώνει την ρητά προβλεπόμενη από το σχέδιο υπηρεσίας “Εκπαιδευτική Υπηρεσία τριών ετών είτε στην παρούσα είτε στην προηγούμενη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης.”
Είναι αυτόδηλο ότι ο όγκος των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης διευθυντή σχολείου δημοτικής εκπαίδευσης συνδέεται άμεσα με τα δρώμενα στο σχολείο δηλαδή το μόνο χώρο όπου μέσω της υπηρεσίας, παρέχεται η δυνατότητα απόκτησης του προσόντος που απαιτείται από την παράγραφο 2 του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης. Οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία η οποία δεν ταυτίζεται με πραγματική εκτέλεση των καθηκόντων και ανάληψη των ευθυνών όπως συναφώς προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Διευθυντή (ανωτέρω) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξομοιώνεται με το προσόν της τριετούς εκπαιδευτικής υπηρεσίας που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης.
Όπως ορθά επισημαίνει στην αγόρευσή του ο συνήγορος των εφεσειόντων η “απόσπαση” συνιστά μορφή μεταβολής του υπηρεσιακού status του υπαλλήλου. Η “απόσπαση” εκπαιδευτικού εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΕΕΥ. Βλ. Άρθρο 5(1) των περί της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως 1979 (Νόμοι 10/69 και 53/79) (ο Νόμος).
Το άρθρο 38 του Νόμου προβλέπει:
“Απόσπασις. 38. Όταν απαιτήται όπως εκπαιδευτικός λειτουργός ασκήση προσωρινώς άλλως ή υπό αναπληρωτικήν ιδιότητα τας αρμοδιότητας κενής θέσεως ή θέσεως της οποίας ο κάτοχος τελεί επί αποσπάσει εις ετέραν θέσιν ή όπως εκτελέση ειδικά καθήκοντα, αποσπάται ούτος εις την θέσιν ταύτην ή δι’ εκτέλεσιν τοιούτων καθηκόντων.”
Στην προκείμενη περίπτωση ο ενδιαφερόμενος Θ. Κουγιάλης [*78]ένεκα της απόσπασης έπαυσε να ασκεί καθήκοντα Διευθυντή σε δημοτικό σχολείο και για δέκα χρόνια εκτελούσε συνεχώς καθήκοντα άλλης υπηρεσίας, αυτά της υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ραδιοφωνίας. Η ΕΕΥ στην απόφασή της παραγνώρισε το θέμα της απόσπασης και παρόλο ότι οι συνέπειες και τα εξ αυτής αποτελέσματα ήταν ουσιώδη, η ΕΕΥ τα αγνόησε.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε πως “υπήρξε ίσο μέτρο κρίσης και/ή αιτιολογία στην απόφαση της ΕΕΥ”. Σχετικά με αυτό το λόγο έφεσης οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι η ΕΕΥ αντί να λάβει υπόψη τις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους ως όφειλε, για μερικούς, έλαβε υπόψη τις εμπιστευτικές τους εκθέσεις από το 1979 μέχρι το 1989 ενώ για άλλους (ιδιαίτερα για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Δαμιανού και Μιχαήλ Κυριάκου) έλαβε υπόψη μόνο εκείνες των δύο τελευταίων χρόνων προφανώς, όπως οι εφεσείοντες ισχυρίζονται, επειδή οι ενδιαφερόμενοι είχαν πιο χαμηλή βαθμολογία στα προηγούμενα χρόνια.
Προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση ότι ο δικαστής είχε υπόψη του το σχετικό απόσπασμα του πρακτικού της ΕΕΥ επί του θέματος. Φαίνεται από το πρακτικό ότι για δύο από τους υποψηφίους (Θεοφυλάκτου και Κουγιάλη) η ΕΕΥ διαπιστώνει πως η αξιολόγησή τους γινόταν με βάση τον τύπο των εμπιστευτικών εκθέσεων των δημοσίων υπαλλήλων. Για τους δύο αυτούς υποψηφίους υπήρχαν οι εμπιστευτικές τους εκθέσεις για μεν τον πρώτο από το 1982 και για το δεύτερο από το 1979. Για τους υπόλοιπους υποψήφιους υπήρχαν οι αξιολογήσεις τους των δύο τελευταίων υπηρεσιακών εκθέσεων τους που αφορούσαν τα χρόνια 1983 και 1987 σε άλλες πειρπτώσεις τα χρόνια 1984 και 1987 και σε άλλες τα χρόνια 1985 και 1988 και όχι τις εκθέσεις τους των δύο τελευταίων χρόνων. Ο λόγος που δεν υπήρχαν για τους υποψηφίους αυτούς οι εκθέσεις των δύο τελευταίων χρόνων οφείλεται στο ότι δεν γίνονταν για τους εν λόγω υποψηφίους αξιολογήσεις κάθε χρόνο αλλά για κάθε τρία χρόνια. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων καθόσον αφορά τις υπηρεσιακές εκθέσεις δεν έχει αποδειχθεί ότι επηρέασε το ίσο μέτρο κρίσης των υποψηφίων. Η κατάληξή μας επί του συγκεκριμένου αυτού θέματος είναι ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου πως δεν υπήρξε άνισο μέτρο κρίσης των υποψηφίων είναι ορθό.
Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι η ΕΕΥ αγνόησε την υπεροχή των αιτητών-εφεσειόντων σε αξία, προσόντα, αρχαιότητα, πρόσθετα προσόντα, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστή[*79]ριο ως αβάσιμος. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναλύει στην απόφασή του όλες τις πτυχές των θεμάτων που ήγειραν οι αιτητές-εφεσείοντες και αντιπαραβάλλει τα στοιχεία των εφεσειόντων και ενδιαφερομένων όπως αυτά παρουσιάζονται μέσα από τους φακέλους και τις εκθέσεις που είχε ενώπιον της η ΕΕΥ.
Ορθό είναι και το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η απόφαση της ΕΕΥ εμπεριέχει την πρέπουσα αιτιολογία η οποία εντοπίζεται στο πρακτικό συνεδρίας της ΕΕΥ ημερομηνίας 10.7.90.
Το πιο κάτω απόσπασμα του πρακτικού παρέχει σαφή εικόνα του τρόπου αντίκρυσης του συγκεκριμένου αυτού θέματος από την ΕΕΥ.
“(β) οι υποψήφιοι παρουσιάζονται ως προς τις υπηρεσιακές εκθέσεις περίπου ισοδύναμοι. Λαμβανομένων όμως υπόψη της απόδοσής τους κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, όπως φαίνεται πιο πάνω, ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης για την αξία τους και του περιεχομένου των φακέλων παρουσιάζουν υπεροχή ως προς την αξία οι κ.κ. Δαμιανός Ανδρέας, Κουγιάλης Θεοκλής, Κυριάκου Μιχαήλ, Σωτηριάδης Ανδρέας, Τσουλόφτας Μιχαήλ και Φούσιας Χαράλαμπος, ...”
Προκύπτει από τα πρακτικά ότι η ΕΕΥ μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και απέδοσε ιδιαίτερη βαρύτητα στις εμπιστευτικές εκθέσεις καθώς και στην εντύπωση που η ίδια απεκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις. Η εκτίμηση της προσωπικότητας των υποψηφίων και η απόδοσή τους κατά την προφορική συνέντευξη μπορούσε να παίξει ρόλο στην απόφαση της ΕΕΥ η οποία είχε ενώπιόν της όλο το υλικό που σχετιζόταν με την αξία, αρχαιότητα και προσόντα όλων των υποψηφίων και ήταν εύλογα επιτρεπτό σ΄ αυτή με βάση αυτό το υλικό και την απόδοση των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη να κρίνει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη με εξαίρεση τον Θ. Κουγιάλη για τον λόγο που έχουμε εξηγήσει, ήταν τα πιο κατάλληλα για τη συγκεκριμένη θέση. Βλ. Mitides v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1096.
Αναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα 1 ότι σκόπιμα ο διευθυντής τον αξιολόγησε ως “καλό” στη συνέντευξη με σκοπό να τον αποκλείσει το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν τεκμηριωμένος και ότι οι ισχυρισμοί για μεροληψία και προκατάληψη πρέπει να αποδεικνύονται με βεβαιότητα. (Βλ. Christou v. Republic (1980) [*80]3 C.L.R. 437, Kontementotis v. CBC (1982) 3 C.L.R. 1027 και Soteriadou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921. Δεν έχουμε διαπιστώσει οτιδήποτε που να δικαιολογεί συμπέρασμα αντίθετο με εκείνο του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Κατόπιν των ανωτέρω καταλήγουμε ότι η παρέμβασή μας δικαιολογείται μόνο στο θέμα του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους Θ. Κουγιάλη. Όπως έχουμε εξηγήσει η απόφαση της ΕΕΥ για διορισμό του Θ. Κουγιάλη στη θέση Eπιθεωρητή Β΄ πάσχει νομικά και θα πρέπει να ακυρωθεί. Κατά τα άλλα η απόφαση της ΕΕΥ, όπως κρίθηκε και πρωτόδικα ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.
H πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στην έκταση που αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Θ. Κουγιάλη. Η επίδικη διοικητική απόφαση σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Θ. Κουγιάλη ακυρώνεται στην ολότητά της βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς χωρίς έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο