(1998) 3 ΑΑΔ 85
[*85]28 Ιανουαρίου, 1998
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ι. ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1892)
Δημόσιοι Yπάλληλοι — Διορισμοί / Προαγωγές — Επιλογή κατάλληλων υποψηφίων — Διακριτική ευχέρεια της E.Δ.Y. να μην προχωρήσει στην επιλογή ουδενός υποψηφίου λόγω ακαταλληλότητας όλων — Άρθρο 34(9) του N. 1/90 — Περιστάσεις νομιμότητας της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της E.Δ.Y. στην κριθείσα περίπτωση — Nόμιμη η έκθεση της Συμβουλευτικής Eπιτροπής, έγκυρη η σύσταση του Διευθυντή, αιτιολογημένη η τελική απόφαση περί επαναπροκήρυξης.
Έξοδα — Aρχές στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας — Δεν υφίσταται λόγος να διαφοροποιηθούν σε σχέση με τις γενικώς ισχύουσες αρχές επί εξόδων — Δεν αλλοιώνονται εκ του γεγονότος ότι η προσφυγή στρέφεται κατά της Διοίκησης και την τελευταία εκπροσωπεί δικαστικώς ο Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας μετά των δικηγόρων του γραφείου του.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Καψός v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 574,
Δημοκρατία v. Αλεξάνδρου (1997) 3 Α.Α.Δ. 540,
[*86]Papapetrou, 2 R.S.C.C. 115,
Κασάπης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43.
Έφεση.
Έφεση εναντίον απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Nικήτας, Δ.) που δόθηκε στις 12 Iανουαρίου, 1994 (Προσφυγή 611/92) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα κατά της απόφασης της Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας με την οποία αποφασίσθηκε ότι κανένας από τους υποψηφίους για την θέση Πρώτου Λειτουργού Πληροφορικής, Tμήμα Mηχανογραφικών Yπηρεσίων δεν είχε την ικανότητα να ανταποκριθεί με επάρκεια στα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής κ. Μ. Κρονίδης.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον πρωτόδικης απόφασης αδελφού Δικαστή, ημερομηνίας 12.1.1994 με την οποία η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) με την οποία αποφασίσθηκε ότι κανένας από τους υποψηφίους, περιλαμβανομένου του εφεσείοντα, δεν είχε την ικανότητα να ανταποκριθεί με επάρκεια στα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης του Πρώτου Λειτουργού Πληροφορικής, Τμήμα Μηχανογραφικών Υπηρεσιών. Η ΕΔΥ αποφάσισε όπως επαναπροκηρύξει τις δύο κενές θέσεις.
Η θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και ψηλή στην ιεραρχία. Η επόμενη βαθμίδα αποτελεί την κορυφή της πυραμίδας.
Οι υποψήφιοι για τις δύο θέσεις ήταν τελικά 11, μεταξύ των οποίων και ο εφεσείων. Πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης από την ΕΔΥ, αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή (Σ.Ε.), δυνάμει του άρθρου 32(1)(β) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων 1990 και 1991 επιλήφθηκε του θέματος. Το πιο βασικό από τα συμπεράσματα της Σ.Ε. στο οποίο κατέληξε, ήταν ότι κανένας [*87]από τους υποψηφίους, ενώ κατείχαν τεχνική κατάρτιση, δεν είχε την απαιτούμενη διοικητική και οργανωτική ικανότητα που χρειαζόταν για αντιμετώπιση των ευθυνών της θέσης. Το προσόν αυτό καθίσταται προαπαιτούμενο από τις διατάξεις της παραγράφου 3(3) του οικείου σχεδίου υπηρεσίας μαζί με άλλες ιδιότητες, την υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.
Μεταξύ των στοιχείων που προσμέτρησαν ή συνεκτιμήθηκαν για να διαμορφώσει την παραπάνω γνώμη της η Σ.Ε. ήταν και η γενική εικόνα αποδοτικότητας του κάθε υποψηφίου κατά την προσωπική συνέντευξη.
Προφορική εξέταση των υποψηφίων διενήργησε και η ΕΔΥ και το αποτέλεσμα για τον εφεσείοντα το απέδωσε με τον χαρακτηρισμό “σχεδόν καλός” που υπολείπεται από την πρώτη αξιολογική κλίμακα. Ο Διευθυντής του Τμήματος Μηχανογραφικών Υπηρεσιών, που συμμετείχε στη σχετική διαδικασία, έκρινε τον αιτητή ανεπαρκή. Ο Διευθυντής δήλωσε πως συμφωνούσε με τη διαπίστωση της Σ.Ε. αναφορικά με την ακαταλληλότητα οποιουδήποτε από τους υποψηφίους να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τα θέματα στους τομείς της διεύθυνσης, συντονισμού και οργάνωσης “λόγω έλλειψης πείρας και γνώσεων”.
Ο εφεσείων προβάλλει πέντε λόγους έφεσης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αναπτύσσει σωρευτικά στο περίγραμμα αγόρευσής του τους τέσσερις πρώτους. Οι λόγοι αυτοί είναι κατά σειρά: (α) Ότι η Σ.Ε. δεν διενήργησε τη δέουσα έρευνα ως προς την καταλληλότητα του αιτητή και υπήρξε έτσι πλάνη σε προπαρασκευαστικό στάδιο, (β) ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν ήταν αιτιολογημένη (γ) ότι η ΕΔΥ δεν διενήργησε τη δέουσα έρευνα και (δ) ότι η ΕΔΥ δεν αιτιολόγησε επαρκώς την επιλογή της να μην προάξει κανένα από τους υποψηφίους.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταδικάσει τον εφεσείοντα σε μέρος των εξόδων στην προσφυγή.
Προβλήθηκε ενώπιόν μας ο ισχυρισμός, όπως και στην πρωτόδικη διαδικασία, ότι η Σ.Ε. στηρίχτηκε αποκλειστικά στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων και αγνόησε την αξία, τα προσόντα, τις τεχνικές γνώσεις και την πείρα τους, λαμβάνοντας υπ’ όψη εξωγενές στοιχείο, αυτό της προσωπικότητας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο για το θέμα αυτό αναφέρει:-
[*88]“Δεν έχει βάση ο ισχυρισμός για ανεπαρκή έρευνα. Η έκθεση (παράρτημα 5) και τα συνημμένα σε αυτήν έγγραφα δείχνουν το βάθος στο οποίο έφτασε για όλα τα μετρήσιμα στοιχεία. Αναλύεται με λεπτομέρεια τί ακριβώς λήφθηκε υπόψη, από το αποτέλεσμα της εξέτασης μέχρι τα προσόντα - υπήρχε και για τον αιτητή πλήρης κατάλογος με επισήμανση εκείνων των προσόντων που δημιούργησαν αμφιβολίες - τις εμπιστευτικές εκθέσεις κ.λ.π. Από την έκθεση προκύπτει η πληρότητα της έρευνας που έγινε. Οι απαιτήσεις της νομολογίας στο θέμα αυτό έχουν υπερακοντισθεί: Δημοκρατία & Άλλος v. Γιαλλουρίδη & Άλλης (1990) 3 A.A.Δ. 4316, Δημοκρατία v. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56.”.
Συμφωνούμε με τον αδελφό πρωτόδικο Δικαστή. Από την εξέταση του φακέλου προκύπτει αβίαστα ότι η Σ.Ε. διενήργησε επαρκή έρευνα και η τελική διαπίστωση της συνάδει με το περιεχόμενο του φακέλου. Η Σ.Ε. δεν στηρίχτηκε μόνο στην προφορική συνέντευξη αλλά στο σύνολο των στοιχείων που ήταν ενώπιόν της. Είναι αβάσιμος επίσης ο ισχυρισμός του εφεσείοντα για πλάνη της Σ.Ε. περί τα πράγματα γιατί κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το φάκελο. Η μομφή κατά της Σ.Ε. ότι αγνόησε τον αξιολογικό χαρακτηρισμό “εξαίρετος” αναφορικά με τη διοικητική ικανότητα των υποψηφίων στις εμπιστευτικές εκθέσεις τους προ του 1990 δεν ευσταθεί. Όπως προκύπτει από τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις για το 1990 και 1991 ο αιτητής έχει βαθμολογηθεί στο στοιχείο Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα με το χαρακτηρισμό απλώς “Ικανοποιητικά”, και τα έτη 1985-1989 στο στοιχείο Ηγετική Ικανότης “Λίαν Καλώς”. Η Σ.Ε δεν αγνόησε συνεπώς τις εμπιστευτικές εκθέσεις. Πέρα από τη διαπίστωση αυτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε το εξής, με το οποίο και συμφωνούμε:-
“Το επιχείρημα παραγνωρίζει ότι εδώ πρόκειται για καθήκοντα και ευθύνες σε άλλη ψηλόβαθμη θέση στην οποία η ανάγκη για αυξημένες ικανότητες και απόδοση στο διευθυντικό τομέα ώθησε το νομοθέτη να τις περιλάβει στο σχέδιο υπηρεσίας σαν προϋπόθεση για ανέλιξη στη θέση αυτή.”.
(Βλέπε Χαράλαμπου Καψού ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 3 Α.Α.Δ. 574.)
Με άλλο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν αυθαίρετη και μη αιτιολογημένη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε τα επιχειρήματα που πρόβαλε ο εφεσείων, απέρριψε τους ισχυρισμούς του, λέγο[*89]ντας ότι “ο Διευθυντής είχε δικαίωμα να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα με τη Σ.Ε. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν δέσμιος της απόφασής της. Ή ότι η σύμπτωση απόψεων δεν ήταν αποτέλεσμα της ανεξάρτητης αξιολόγησης και κρίσης του.”.
Συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο Διευθυντής έκρινε τους υποψηφίους με βάση την προφορική εξέταση των υποψηφίων ενώπιον της ΕΔΥ, και τούτο το τονίζει στη σύστασή του. Διαμόρφωσε έτσι γνώμη για τους υποψηφίους ανεξάρτητη απ’ αυτήν της Σ.Ε.. Αιτιολόγησε δε πλήρως τη σύστασή του προς την ΕΔΥ αναφέροντας ότι κανένας από τους υποψηφίους δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλος λόγω έλλειψης πείρας και γνώσεων για διεύθυνση, συντονισμό και οργάνωση, στο βαθμό που χρειάζονται για να ανταποκριθεί ο υποψήφιος στις αυξημένες απαιτήσεις των καθηκόντων της θέσης Πρώτου Λειτουργού Πληροφορικής.
Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία της Κύπρου v. Μυροφόρας Αλεξάνδρου (1997) 3 Α.Α.Δ. 540:
“η κατοχή των προσόντων στο σχέδιο υπηρεσίας στοιχειοθετεί το δικαίωμα για προαγωγή. ........ Η δυνατότητα και επάρκεια των υποψηφίων να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης ανάγεται στην καταλληλότητα των υποψηφίων και τη συγκριτική τους αξία.”.
Με τους υπόλοιπους δύο λόγους έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η απόφαση της ΕΔΥ είναι αιτιολογημένη, προϊόν της δέουσας έρευνας που διεξήγαγε και ότι δεν ενεφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνοπτικά απέρριψε τους πιο πάνω ισχυρισμούς παραπέμποντας στο πρακτικό της απόφασης της ΕΔΥ.
Το εκτεταμένο πρακτικό της προσβαλλόμενης πράξης, φανερώνει ότι η ΕΔΥ προέβη σε εξέταση κάθε σχετικού στοιχείου που συνεκτίμησε δεόντως προτού καταλήξει. Επομένως είναι αλυσιτελής και απορριπτέος ο ισχυρισμός ότι δεν προηγήθηκε η πρέπουσα έρευνα. Το ίδιο ισχύει και για το συνακόλουθο επιχείρημα ότι η ΕΔΥ ενήργησε κατά πλάνη περί την εκτίμηση των ουσιαστικών στοιχείων που οδήγησαν στην απόφασή της.
Συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η απόφαση της ΕΔΥ είναι επαρκώς αιτιολογημένη όπως απαιτεί [*90]η νομολογία. Έλαβε υπ’ όψη όλα τα στοιχεία που ευρίσκοντο ενώπιόν της, διεξάγοντας τη δέουσα έρευνα προς τούτο, η δε απόφασή της είναι σύμφωνη με τα στοιχεία αυτά. Κατά συνέπεια η διακριτική εξουσία της ΕΔΥ ασκήθηκε εύλογα υπό τις περιστάσεις. (Βλέπε: Χαράλαμπος Καψού (πιο πάνω)).
Η νομολογιακή αρχή ότι η ΕΔΥ δεν έχει υποχρέωση να πληρώσει θέση έστω και αν προκηρύχθηκε και υπάρχει προσοντούχος υποψήφιος εφόσον θεωρεί ότι οι υποψήφιοι είναι γενικά ακατάλληλοι (Βλέπε: Θεόδωρος Παπαπέτρου 2 Α.Α.Σ.Δ. 115), ενσωματώθηκε στο άρθρο 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου. Νόμιμα, κατά συνέπεια η ΕΔΥ άσκησε τη διακριτική της εξουσία εφ’ όσον εύλογα κατέληξε ότι κανένας από τους υποψηφίους δεν ήταν κατάλληλος για προαγωγή.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα εγείρει ακόμα, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, ζήτημα που δεν αναφέρεται στην ουσία. Παραπονείται για την εις βάρος του αιτητή πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα.
Εισηγείται ότι το Κράτος σε θέματα διοικητικού δικαίου, όπου αφορμή της διαφοράς είναι η πράξη της διοίκησης που επικυρώνεται ή ακυρώνεται τελικά από το Δικαστήριο, πρέπει να ικανοποιείται και να καλοδέχεται την τομή δικαίου που επιφέρει κάθε δικαστική απόφαση.
Ακόμα εισηγείται ότι τα έξοδα της δίκης δεν είναι θέμα διεκδίκησης από τη Νομική Υπηρεσία που απλώς επιτελεί τα εκ των Σχεδίων Υπηρεσίας καθήκοντά της.
Διαζευκτικά δε εισηγείται ότι η υπόθεση είχε την ιδιομορφία της και τα νομικά σημεία της ήταν ενδιαφερόντα ώστε να μην ετίθετο θέμα για να επιδικαστούν έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Έχουμε τη γνώμη πως δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να διαφοροποιηθούν οι γενικές αρχές που διέπουν το ζήτημα των εξόδων στη δικαστική διαδικασία, αναφορικά με την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Τα έξοδα, κατά κανόνα, ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης. Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο, ότι ο προσφεύγων προσβάλλει τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης. Κατά τεκμήριο όμως αυτή θεωρείται ως νομίμως ληφθείσα. Ένεκα τούτου έχει το βάρος να αποδείξει το αντίθετο.
Όσον αφορά τη θέση του εφεσείοντα ότι με την άσκηση της ανα[*91]θεωρητικής δικαιοδοσίας δίδεται η ευκαιρία στη διοίκηση να έχει τις οδηγίες του Δικαστηρίου σε θέματα που αφορούν τη νόμιμη λειτουργία της, είμαστε βέβαιοι πως όπου το Δικαστήριο διακρίνει κατάλληλη περίπτωση, στην οποία δεν πρέπει να επωμισθεί ο αιτητής τα έξοδα της διαδικασίας, έστω και αν απέτυχε σ’ αυτή, θα κάμει και την ανάλογη διαταγή. Το θέμα των εξόδων της δίκης παραμένει πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.
Η θέση ότι δεν τίθεται θέμα διεκδίκησης εξόδων εκ μέρους της Νομικής Υπηρεσίας γιατί απλώς εκτελεί τα καθήκοντα της που πηγάζουν από τα Σχέδια Υπηρεσίας δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Την Κυπριακή Δημοκρατία εκπροσωπεί ο Γενικός Εισαγγελέας, το γραφείο του οποίου στελεχώνεται με εγγεγραμμένους δικηγόρους που πληρώνονται από το δημόσιο ταμείο. Η Δημοκρατία ενάγεται ως διάδικος στο Δικαστήριο. Στην πρόσφατη απόφαση Ανδρόνικος Κασάπης κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43, έχουν λεχθεί τα εξής:-
“Την Κυπριακή Δημοκρατία εκπροσωπεί, σύμφωνα με το Σύνταγμα, στις δικαστικές διαδικασίες ο Γενικός Εισαγγελέας, το γραφείο του οποίου επανδρώνεται με εγγεγραμμένους εν ενεργεία δικηγόρους οι οποίοι ασκούν το επάγγελμα, όπως κάθε δικηγόρος. Ο Γενικός Εισαγγελέας, οι δικηγόροι του νομικού τμήματος και όλο το αναγκαίο προσωπικό πληρώνονται από το δημόσιο ταμείο. Η Δημοκρατία ενάγεται ως διάδικος στο Δικαστήριο ή προσβάλλονται οι αποφάσεις των διοικητικών της οργάνων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ισχύσουν άλλοι κανόνες, αναφορικά με τα έξοδα, από τους καθιερωμένους. Η οποιαδήποτε ανησυχία διάδικου σε σχέση με τα έξοδα τα οποία δυνατό να τον επιβαρύνουν στο τέλος της διαδικασίας είναι, νομίζουμε, λόγος να απασχολήσουν τον ίδιο ή το συνήγορό του. Στον προβληματισμό αυτό βοηθά η γνωστή πλέον νομολογία του Δικαστηρίου και οι εμπειρίες που έχουν αποκτηθεί.”.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, που θα υπολογίσει ο Πρωτοκολλητής και εγκρίνει το Δικαστήριο.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο