Mιχαηλίδης Γεώργιος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 135

(1998) 3 ΑΑΔ 135

[*135]20 Φεβρουαρίου, 1998

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1572)

 

Aναθεωρητική Έφεση —Προδικασία — Aίτηση συνοπτικής απόρριψης της έφεσης στο στάδιο της προδικασίας — Λόγοι εφέσεως θεμελιώνοντο επί τμημάτων της πρωτόδικης απόφασης που απεφάσιζαν ζητήματα τα οποία συζητήθηκαν χωρίς να έχουν περιληφθεί στα δικόγραφα της προσφυγής, τα αντίστοιχα νομικά σημεία — Παρά τις παραβάσεις που εμφιλοχώρησαν προ της εκδόσεως της πρωτόδικης απόφασης, το δικαίωμα έφεσης εναντίον της δεν επηρεάζεται — Αίτημα για συνοπτική απόρριψη της έφεσης απορρίφθηκε.

Στο στάδιο της προδικασίας ετέθη για πρώτη φορά το ζήτημα της μη κάλυψης από το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, λόγων που προβλήθηκαν και συζητήθηκαν πλήρως με τις γραπτές αγορεύσεις και επί των οποίων εδόθη πρωτοδίκως και δικαστική κρίση. Zητήθηκε η συνοπτική απόρριψη της έφεσης, ως στερούμενης αντικειμένου ενόψει του ότι αφορούσε ζητήματα που δεν είχαν τεθεί νομότυπα με την προσφυγή και κακώς αποφασίστηκαν.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας το αίτημα, αποφάσισε ότι:

Η έννοια του νομικού σημείου, είναι αδιαχώριστη από τον επακριβή προσδιορισμό του. Αλλιώς θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί γενικά, τα όσα διαλαμβάνονται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος ως λόγοι ακυρότητας, ήτοι, ότι η απόφαση “είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ’ [*136]υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας ......”.  Η ανάγκη για εξειδίκευση υπογραμμίζεται άλλωστε από την απαίτηση του κανονισμού για πλήρη αιτιολόγηση.  Το τί βέβαια αποτελεί ικανοποιητική εξειδίκευση συνδέεται και με τη φύση του τιθέμενου ζητήματος. Στην Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας όπου με την αίτηση είχε τεθεί ως νομικό σημείο η έλλειψη δέουσας έρευνας σε υπόθεση στην οποία ενδιέφερε άμεσα το κατά πόσο υποψήφιος κατείχε ή όχι τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, η πλειοψηφία της Ολομέλειας έκρινε ότι υπήρχε εξειδίκευση του ζητήματος, όχι ότι δεν χρειαζόταν. 

Στην προκειμένη περίπτωση, μερικά από τα διατυπωθέντα στην αίτηση νομικά σημεία τα χαρακτήριζε πράγματι η γενικότητα και η αοριστία με εξαίρεση εκείνο που αναφερόταν στην αιτιολογία και, στην όψη του, εκείνο που αναφερόταν σε έλλειψη  δέουσας έρευνας στο οποίο όμως εν τέλει δεν παρέπεμπαν, τουλάχιστο ευθέως τα όσα απασχόλησαν.  Επί πλέον, η συζήτηση επεκτάθηκε και σε ζήτημα συνταγματικότητας που ούτε καν με γενικότητα τέθηκε στην αίτηση. Η παρατυπία όμως στην πρωτόδικη διαδικασία δεν είναι δυνατό να εκμηδενίσει τη δικαστική απόφαση της οποίας αποτέλεσε αντικείμενο. Η δικαστική απόφαση, με την οποία επήλθε η επικύρωση της προσβληθείσας διοικητικής απόφασης, αποτελεί, ενόσω παραμένει απρόσβλητη, αυθεντική διακήρυξη του δικαίου. Κι αυτό επιβάλλει βέβαια τη διατήρηση του δικαιώματος έφεσης. Το οποίο έχει ως αφετηρία τη δικαστική απόφαση και όχι τα όποια προηγηθέντα. Το αίτημα του ενδιαφερομένου προσώπου για συνοπτική απόρριψη της έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει διότι δεν μπορεί να διαπεράσει την πρωτόδικη δικαστική απόφαση.

To αίτημα για συνοπτική απόρριψη της έφεσης απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Kadivari v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924,

Βαρνάβας Νικολάου & Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 380/94, ημερ. 31.8.1995,

Δημοκρατία κ.ά. v. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,

Κυριακίδη v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 259/95, ημερ. 30.12.1996,

Ευθυμίου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281.

[*137]Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Kούρρης, Δ.) που δόθηκε στις 13 Mαΐου, 1992 (Προσφυγή Aρ. 324/90) με την οποία απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα κατά της απόφασης του Yπουργικού Συμβουλίου με την οποία διόρισε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Γενικού Διευθυντή του K.O.T. αντί αυτού.

Α. Σκορδής με Μ. Ζαμπακίδου, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Κουρσουμπά, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Γ. Κακογιάννης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν ένας από τους υποψηφίους για την πλήρωση θέσης Γενικού Διευθυντή του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού. Με απόφαση αρ. 33.101, ημερ. 15 Φεβρουαρίου 1990, το Υπουργικό Συμβούλιο ως αρμοδία αρχή δυνάμει του άρθρου 6(3) του περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού Νόμου του 1969, (όπως τροποποιήθηκε), διόρισε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Φρύνη Μιχαήλ αντί του εφεσείοντος.

Ο εφεσείων προσέφυγε στο Δικαστήριο ζητώντας ακύρωση της απόφασης. Προέβαλε ως σημεία που συνέθεταν τη νομική βάση της αίτησης ότι η απόφαση α) ήταν “αντίθετη προς τον Νόμο 54/69”. β) ελήφθη καθ’ υπέρβαση ή/και κατάχρηση εξουσίας. γ) ελήφθη χωρίς δέουσα έρευνα. δ) ελήφθη υπό πλάνη περί τα πράγματα. ε) στερείται επαρκούς ή δέουσας αιτιολογίας. και στ) παραγνώριζε έκδηλη υπεροχή του αιτητή. Εξέθεσε δε ως γεγονότα επί των οποίων βασιζόταν η αίτηση, πρώτο, στοιχεία που συνίσταντο σε σκιαγράφηση της υποψηφιότητάς του με το αρνητικό για τον ίδιο αποτέλεσμα και, δεύτερο, στη διατύπωση γενικά της θέσης ότι “υπερτερούσε καταφανώς”.

Με την ένσταση στην αίτηση, η εφεσίβλητη εξέθεσε λεπτομερή στοιχεία των όσων διενεργήθηκαν προπαρασκευαστικά για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Αντλώντας από αυτά, ο εφε[*138]σείων εν συνεχεία διατύπωσε, μέσω της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του, θέσεις επί συγκεκριμένων πτυχών, προορισμένες προφανώς ως εξειδικεύσεις των επικαλεσθέντων νομικών σημείων και τις προώθησε με εισηγήσεις και επιχειρηματολογία. Παρατηρούμε ωστόσο ότι, καθώς είναι νομίζουμε προφανές, μια από τις θέσεις, ήτοι εκείνη με την οποία εμφανίζεται μεμπτή η σύσταση  εμπλεκομένων οργάνων του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού ένεκα αντισυνταγματικότητας του Ν. 149/88, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εξειδίκευση.  Εξέβαινε ολωσδιόλου τα όρια της νομικής βάσης της αίτησης ακύρωσης.

Η συνήγορος της Δημοκρατίας, όπως και ο συνήγορος του ενδιαφερομένου προσώπου, δεν προέβαλαν αντίρρηση. Πρόσφεραν με τη σειρά τους εισηγήσεις και επιχειρηματολογία επί των αυτών αλλά, βέβαια, προς αντίκρουση. Το Δικαστήριο δεν θεώρησε άτοπη αυτή την εξέλιξη. Στην απόφαση του εξέτασε τις εν λόγω θέσεις του εφεσείοντος επί της ουσίας. Κατέληξε ότι κανένας δεν ευσταθούσε, ότι έκδηλη υπεροχή του αιτητή δεν υπήρχε και απέρριψε την προσφυγή.

Η έφεση στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης με λόγους που θέτουν υπό αμφισβήτηση τις καταλήξεις επί των συζητηθέντων ως εξειδικευμένων θέσεων του εφεσείοντος, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που αφορά σε ζήτημα συνταγματικότητας. 

Στο στάδιο της προδικασίας στο οποίο βρίσκεται τώρα η υπόθεση, ο συνήγορος του εφεσίβλητου-ενδιαφερομένου προσώπου υπέβαλε ότι η έφεση στερείται αντικειμένου και πρέπει να απορριφθεί διότι αφορά σε ζητήματα τα οποία δεν είχαν τεθεί νομότυπα με την προσφυγή και ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διατηρούσε δυνατότητα να τα εξετάσει και να αποφανθεί. Ο Κανονισμός 10(i) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996 παρέχει στο Εφετείο εξουσία όπως:

“(i) Aπορρίπτει την έφεση ή την αντέφεση, όταν αυτή κρίνεται απαράδεκτη ή προπετής ή προδήλως αβάσιμη ή ως ασκηθείσα προς το σκοπό παρέλκυσης της απονομής της δικαιοσύνης.

......................................................................................................”

Ο συνήγορος αναφέρθηκε προς υποστήριξη σε νομολογία [*139]στην οποία υπογραμμίζεται, με αναφορά στον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ότι “το αντικείμενο της διαδικασίας καθορίζεται στη δικογραφία, το δικονομικό μέσο για την έκθεση και προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων” και επισημαίνεται ταυτόχρονα ότι “η γραπτή όπως και η προφορική αγόρευση δεν υπέχει θέση δικογράφου”: βλ. Kadivari v. Δημοκρατίας (Aρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924 και Βαρνάβας Νικολάου & Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας, προσφ. αρ. 380/94 ημερ. 31 Αυγούστου 1995. Επ’ αυτού η Ολομέλεια εξήγησε στη Δημοκρατία κ.ά. v. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 ότι:

“Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης ......”

Από την άλλη μεριά, ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι όλα όσα τέθηκαν με τη γραπτή αγόρευση είχαν ως έρεισμα τα διατυπωθέντα στην αίτηση νομικά σημεία και αναφέρθηκε σε νομολογία - ιδιαίτερα στην Κυριακίδη v. Δημοκρατίας, υπόθ.  αρ. 259/95 ημερ. 30 Δεκεμβρίου 1996 και την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας στην Ευθυμίου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281 προς υποστήριξη της άποψης ότι είναι αρκετή μόνο η γενική διατύπωση. Η συνήγορος της εφεσίβλητης Δημοκρατίας τήρησε ως προς το υπό συζήτηση προδικαστικό ζήτημα στάση ουδετερότητας.

Στον Κανονισμό 7 προβλέπεται ότι:

“Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.”

Η έννοια του νομικού σημείου είναι αδιαχώριστη από τον [*140]επακριβή προσδιορισμό του. Αλλιώς θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί γενικά τα όσα διαλαμβάνονται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος ως λόγοι ακυρότητας, ήτοι, ότι η απόφαση “είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ’ υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας ......”. Η ανάγκη για εξειδίκευση υπογραμμίζεται άλλωστε από την απαίτηση του κανονισμού για πλήρη αιτιολόγηση.  Το τί βέβαια αποτελεί ικανοποιητική εξειδίκευση συνδέεται και με τη φύση του τιθέμενου ζητήματος.  Στην Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) όπου με την αίτηση είχε τεθεί ως νομικό σημείο η έλλειψη δέουσας έρευνας σε υπόθεση στην οποία ενδιέφερε άμεσα το κατά πόσο υποψήφιος κατείχε ή όχι τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, η πλειοψηφία της Ολομέλειας έκρινε ότι υπήρχε εξειδίκευση του ζητήματος, όχι ότι δεν χρειαζόταν.

Στην προκειμένη περίπτωση, μερικά από τα διατυπωθέντα στην αίτηση νομικά σημεία τα χαρακτήριζε πράγματι η γενικότητα και η αοριστία με εξαίρεση εκείνο που αναφερόταν στην αιτιολογία και, στην όψη του, εκείνο που αναφερόταν σε έλλειψη  δέουσας έρευνας στο οποίο όμως εν τέλει δεν παρέπεμπαν, τουλάχιστο ευθέως τα όσα απασχόλησαν. Επί πλέον, καθώς σημειώσαμε, η συζήτηση επεκτάθηκε και σε ζήτημα συνταγματικότητας που ούτε καν με γενικότητα τέθηκε στην αίτηση. Η παρατυπία όμως στην πρωτόδικη διαδικασία δεν είναι δυνατό να εκμηδενίσει τη δικαστική απόφαση της οποίας αποτέλεσε αντικείμενο. Η δικαστική απόφαση, με την οποία επήλθε η επικύρωση της προσβληθείσας διοικητικής απόφασης, αποτελεί, ενόσω παραμένει απρόσβλητη, αυθεντική διακήρυξη του δικαίου. Κι αυτό επιβάλλει βέβαια τη διατήρηση του δικαιώματος έφεσης. Το οποίο έχει ως αφετηρία τη δικαστική απόφαση και όχι τα όποια προηγηθέντα.  Το αίτημα του ενδιαφερομένου προσώπου για συνοπτική απόρριψη της έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει διότι δεν μπορεί να διαπεράσει την πρωτόδικη δικαστική απόφαση. Ως εκ τούτου απορρίπτεται.

Ενόψει του ιστορικού δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Tο αίτημα για συνοπτική απόρριψη της έφεσης απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο