Kαλλικά Γεωργίου Eλένη ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 177

(1998) 3 ΑΑΔ 177

[*177]27 Φεβρουαρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΕΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΛΛΙΚΑ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

(Α) ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/ ΄Η

(Β) ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 1927)

 

Aναγκαστική Aπαλλοτρίωση — Επίτευξη σκοπού — Eπιστροφή απαλλοτριωθέντος κτήματος — Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και Άρθρο 15(1) του N. 15/62 — Συνδιασμός των δύο άρθρων δεν επιτρέπει την ερμηνεία πως το κτήμα πρέπει να επιστρέφεται όταν δεν υλοποιηθεί το έργο για το οποίο έγινε η απαλλοτρίωση — O όρος “εφικτός” στο Άρθρο 23(5) του Συντάγματος έχει την έννοια “δυνάμενος να πραγματοποιηθεί” όχι “πραγματοποιηθείς”.

Aναγκαστική Aπαλλοτρίωση — Επιστροφή απαλλοτριωθέντος ακινήτου — Άρθρο 15(1) του N. 15/62 — Iσχυρισμός ότι το απαλλοτριωθέν κτήμα υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες της απαλλοτρίωσης και ως εκ τούτου πρέπει να επιστραφεί — Tο βάρος απόδειξης ενός τέτοιου ισχυρισμού το έχει αυτός που το επικαλείται.

Mε την έφεση αυτή αμφισβητήθηκε η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε προσφυγή της εφεσείουσας κατά της αρνητικής απόφασης των καθ’ ων η αίτηση να της επιστρέψουν το απαλλοτριωθέν κτήμα της, ως η αίτησή της.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι οι λέξεις “εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστεί εφικτός ο τοιούτος [*178]σκοπός” δεν εξυπακούουν ότι οι σκοποί της απαλλοτρίωσης θα πρέπει να πραγματοποιηθούν μέσα στην περίοδο των τριών χρόνων αλλά ότι μπορεί να πραγματοποιηθούν.

    Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση έχει καταστεί ανέφικτος ή έχει εγκαταλειφθεί. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί και πιο συγκεκριμένα από τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής Συντονισμού Πολεοδομικών και Οδικών Μελετών (ΣΕΠΟΜ) φαίνεται καθαρά, ότι σε συνεδρία της επιτροπής που έλαβε χώρα στις 4/6/93 και στην οποία παρέστησαν εκπρόσωποι του Τμήματος Δημοσίων Έργων, του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Δήμου Λατσιών τονίστηκε ότι η συμπλήρωση του δρόμου θεωρείτo σαν έργο μεγάλης προτεραιότητας και ότι η σχετική καθυστέρηση οφειλόταν στη μη συμπερίληψη πρόνοιας στους προϋπολογισμούς του Τμήματος λόγω της πολιτικής λιτότητας που ακολουθείτο. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί και τα οποία δεν έχουν αμφισβητηθεί φαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου έχει κατασκευαστεί και παραμένει προς κατασκευή το υπόλοιπο μέρος (μεταξύ του παλαιού δρόμου και νέου υπεραστικού δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού), το οποίο θα διέρχεται από το πάνω μέρος του κτήματος της εφεσείουσας και θα καταλήγει στο νέο υπεραστικό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού.

2. Η συνδυασμένη ερμηνεία και των δύο Άρθρων (Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και 15(1) του N.15/62) δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αν η υλοποίηση του έργου για το οποίο έγινε η απαλλοτρίωση δεν συμπληρώθηκε μέσα στην τριετία τότε ο σκοπός δεν επιτεύχθηκε και το κτήμα θα πρέπει να επιστραφεί στον ιδιοκτήτη. Οι πρόνοιες του Άρθρου 15(1) του Νόμου 15/62 αποτελούν ρύθμιση των συνταγματικών προνοιών και πρέπει να ερμηνεύονται ανάλογα.

3. Υποβλήθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας ότι το εύρημα στην πρωτόδικη απόφαση, ότι η εφεσείουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η απαλλοτριωθείσα περιουσία υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες του σκοπού της απαλλοτρίωσης είναι λανθασμένη. Είναι η εισήγηση της εφεσείουσας ότι οι ανάγκες της εν λόγω περιοχής μπορούσαν να εξυπηρετηθούν από το υφιστάμενο συγκοινωνιακό σύστημα και ότι η απαλλοτρίωση της ακίνητης περιουσίας της υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Η εφεσείουσα είχε το βάρος να αποδείξει τον πιο πάνω ισχυρισμό. Τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί από την εφεσείουσα και το περιεχόμενο των σχετικών φακέλων δεν υποστηρίζουν την πιο πάνω [*179]άποψη. Γίνεται αναφορά στα όσα έπονται του διατάγματος απαλλοτρίωσης.  Γιατί το κατά πόσο το διάταγμα απαλλοτρίωσης εδικαιολογείτο με τα τότε δεδομένα θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο στο πλαίσιο έγκαιρης προσβολής του.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Τσαγγαρίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3392.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Xρυσοστομής, Δ.) που δόθηκε στις Mαρτίου, 1994, (Προσφυγή Aρ. 355/92) με την οποία απέρριψε την προσφυγή της εφεσείουσας με την οποία ζητούσε την επιστροφή μέρους της απαλλοτριωθείσας περιουσίας της στο Δάλι γιατί αυτή  παρέμεινε αχρησιμοποίητη.

Ι. Νικολάου για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία, για την Εφεσείουσα.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης που εκδόθηκε στις 24/3/81 (αρ. 266) και με διάταγμα απαλλοτρίωσης που εκδόθηκε στις 30/3/82 (αρ. 293) απαλλοτριώθηκε μέρος ακίνητης περιουσίας της εφεσείουσας στο Δάλι με σκοπό τη δημιουργία, συντήρηση και ανάπτυξη συγκοινωνιακών έργων που θα συνέδεαν τη βιομηχανική ζώνη για οχληρές βιομηχανίες της περιοχής Γερίου-Ιδαλίου με την υπεραστική οδό Λευκωσίας-Λεμεσού.  Στις 1/6/85 κατεβλήθη στην εφεσείουσα το ποσό των £7.639,00 σ. και η ακίνητη περιουσία μεταβιβάστηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία. Μετά από τέσσερα χρόνια η εφεσείουσα ζήτησε με επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 20/4/89 την επιστροφή της απαλλοτριωθείσας ακίνητης περιουσίας γιατί η περιουσία παρέμεινε αχρησιμοποίητη και γιατί το έργο για το οποίο έγινε η απαλλοτρίωση δεν πραγματοποιήθηκε.  Οι καθ’ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 24/5/89 απάντησαν ότι η ακίνητη περιουσία που είχε απαλλοτριωθεί εξακολουθούσε να ήταν ανα[*180]γκαία για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης και ότι κατασκευάστηκε μέρος του δρόμου ενώ το υπόλοιπο μέρος θα κατασκευαζόταν σε εύθετο χρόνο αφού πρώτα θα επιλύονταν μερικά τεχνικής φύσης προβλήματα. Τρία περίπου χρόνια αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 22/2/92 η αιτήτρια με νέα επιστολή των δικηγόρων της ζήτησε την επιστροφή της απαλλοτριωθείσας περιουσίας αφού αυτή παρέμενε ακόμα αχρησιμοποίητη. Οι καθ’ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 24/2/92 πληροφόρησαν ξανά την αιτήτρια ότι το κτήμα εξακολουθούσε να ήταν αναγκαίο για το σκοπό για τον οποίο είχε απαλλοτριωθεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 23.5 του Συντάγματος και 15(1) του περί Απαλλοτρίωσης Νόμου αρ. 15/62 και από τα στοιχεία που είχαν παρουσιαστεί δεν υπήρξε εγκατάλειψη του έργου, αλλά εκτέλεση του μεγαλύτερου μέρους του έργου με πρόθεση εκ μέρους των καθ’ων η αίτηση συμπλήρωσης του υπόλοιπου έργου μετά την εξασφάλιση των αναγκαίων πιστώσεων μέσω του προϋπολογισμού.

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη γιατί η απαλλοτρίωση είχε καταστεί ανέφικτη και/ή είχε εγκαταλειφθεί και/ή έπρεπε να πραγματοποιηθεί μέσα στο χρονικό διάστημα των τριών χρόνων.

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι οι λέξεις “εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστεί εφικτός ο τοιούτος σκοπός” δεν εξυπακούουν ότι οι σκοποί της απαλλοτρίωσης θα πρέπει να πραγματοποιηθούν μέσα στην περίοδο των τριών χρόνων αλλά ότι μπορεί να πραγματοποιηθούν. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Τσαγγαρίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 A.A.Δ. 3392:

“Στην Jason Kaniklides v. Republic αποφασίστηκε ότι ο όρος “εφικτός” που απαντάται στην παράγραφο 5 του άρθρου 23 δεν ενέχει την έννοια του πραγματοποιηθείς αλλά δυνάμενος να πραγματοποιηθεί ή επιτευχθεί. Επομένως η μη υλοποίηση των σκοπών της απαλλοτρίωσης μέσα στην τριετή περίοδο που προβλέπεται δεν καταδεικνύει αφεαυτής ότι ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση είναι ανέφικτος. Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε και σε αριθμό μεταγενέστερων αποφάσεων. (Ίδε μεταξύ άλλων Cyprus Tannery Ltd v. Republic (1980) 3 C.L.R. 405, Nicolaidou v. Republic (1985) 3 C.L.R. 88 και Lordos and Sons Ltd and Others v. Republic (1986) 3 C.L.R. 21.”

[*181]Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι αν ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση έχει καταστεί ανέφικτος ή έχει εγκαταλειφθεί. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί και πιο συγκεκριμένα από τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής Συντονισμού Πολεοδομικών και Οδικών Μελετών (ΣΕΠΟΜ) φαίνεται καθαρά ότι σε συνεδρία της επιτροπής που έλαβε χώρα στις 4/6/93 και στην οποία παρέστησαν εκπρόσωποι του Τμήματος Δημοσίων Έργων, του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Δήμου Λατσιών τονίστηκε ότι η συμπλήρωση του δρόμου θεωρείται σαν έργο μεγάλης προτεραιότητας και ότι η σχετική καθυστέρηση οφειλόταν στη μη συμπερίληψη πρόνοιας στους προϋπολογισμούς του Τμήματος λόγω της πολιτικής λιτότητας που ακολουθείτο. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί και τα οποία δεν έχουν αμφισβητηθεί φαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου έχει κατασκευαστεί και παραμένει προς κατασκευή το υπόλοιπο μέρος (μεταξύ του παλαιού δρόμου και νέου υπεραστικού δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού), το οποίο θα διέρχεται από το πάνω μέρος του κτήματος της εφεσείουσας και θα καταλήγει στο νέο υπεραστικό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού. 

Η εφεσείουσα έχει επίσης υποβάλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πεπλανημένα ερμήνευσε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 23.5 του Συντάγματος εφαρμόζονται κατ’ αναλογία με τις πρόνοιες του άρθρου 15(1) του Νόμου 15/62.

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η χρήση του ρήματος “επετεύχθη” στον αόριστο σε αντίθεση με τη φρασεολογία του άρθρου 23.5 που χρησιμοποιεί τη φράση “εάν ... δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός” εξυπακούει ότι ο σκοπός θα έπρεπε να επιτευχθεί μέσα στην τριετία, και όχι ότι ο σκοπός μπορεί να επιτευχθεί στο μέλλον.  Κατά το συνήγορο η λέξη “επετεύχθη” στο άρθρο 15(1) επιβάλλει την πραγμάτωση του σκοπού σε αντιδιαστολή με τη χρήση της λέξης “εφικτός” που εξυπακούει ότι ο σκοπός μπορεί να πραγματοποιηθεί.

Το άρθρο 15(1) του Νόμου 15/62 προβλέπει ότι,

“Οσάκις ακίνητος ιδιοκτησία απηλλοτριώθη μετά την έναρξιν της ισχύος του Συντάγματος, και εντός τριών ετών, από της ημερομηνίας καθ’ ην η ιδιοκτησία περιήλθεν εις την απαλλοτριούσαν αρχή, δεν επετεύχθη ο σκοπός δι’ ον εγένετο η απαλλοτρίωσις ή η επίτευξις του τοιούτου σκοπού εγκατελείφθη υπό της απαλλοτριούσης αρχής, ή το όλον ή μέρος της τοιαύτης ιδιοκτησίας απεδείχθη ότι υπερβαίνει τας πραγμα[*182]τικάς ανάγκας της απαλλοτριούσης αρχής, θα εφαρμόζωνται αι ακόλουθοι διατάξεις .......”

Η εισήγηση της εφεσείουσας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η συνδυασμένη ερμηνεία και των δύο άρθρων δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αν η υλοποίηση του έργου για το οποίο έγινε η απαλλοτρίωση δεν συμπληρώθηκε μέσα στην τριετία τότε ο σκοπός δεν επιτεύχθηκε και το κτήμα θα πρέπει να επιστραφεί στον ιδιοκτήτη. Οι πρόνοιες του άρθρου 15(1) του Νόμου 15/62 αποτελούν ρύθμιση των συνταγματικών προνοιών και πρέπει να ερμηνεύονται ανάλογα. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Τσαγγαρίδη και άλλοι v. Δημοκρατία (πιο πάνω),

“Η παρέλευση της τριετούς περιόδου που προβλέπεται από το άρθρο 23.5 του Συντάγματος και ρυθμίζεται από το άρθρο 15 του Ν. 15/62 δε συνεπάγεται την έκπτωση των σκοπών της απαλλοτρίωσης οποτεδήποτε αυτοί δεν πραγματοποιούνται μέσα στην περίοδο των 3 χρόνων.”

Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους της εφεσείουσας ότι το εύρημα στην πρωτόδικη απόφαση ότι η εφεσείουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η απαλλοτριωθείσα περιουσία υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες του σκοπού της απαλλοτρίωσης είναι λανθασμένη.  Είναι η εισήγηση της εφεσείουσας ότι οι ανάγκες της εν λόγω περιοχής μπορούσαν να εξυπηρετηθούν από το υφιστάμενο συγκοινωνιακό σύστημα και ότι η απαλλοτρίωση της ακίνητης περιουσίας της υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Η εφεσείουσα είχε το βάρος να αποδείξει τον πιο πάνω ισχυρισμό. Τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί από την εφεσείουσα και το περιεχόμενο των σχετικών φακέλων δεν υποστηρίζουν την πιο πάνω άποψη. Αναφερόμαστε εδώ στα όσα έπονται του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Γιατί το κατά πόσο το διάταγμα απαλλοτρίωσης εδικαιολογείτο με τα τότε δεδομένα θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο στο πλαίσιο έγκαιρης προσβολής του. Συνεπακόλουθα κρίνουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στο θέμα είναι ορθή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο