(1998) 3 ΑΑΔ 197
[*197]27 Φεβρουαρίου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ (ΑΡ. 1),
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 1989)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Προθεσμία — Θεωρία και νομολογία — Γνώση του αιτητή σχετικά με το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης ως σημείο έναρξης της διαδρομής της προθεσμίας — Γνωστοποίηση μέσω δικογράφου ένστασης στα πλαίσια άλλης προσφυγής που αφορούσε την παράλειψη της διοίκησης να αποφασίσει — Δεν επιφέρει γνώση και εν πάση περιπτώσει τέτοια γνωστοποίηση πάσχει λόγω παράβασης των αρχών της χρηστής διοίκησης.
Πρωτόδικα απερρίφθη η προσφυγή της εφεσείουσας κατά της πράξης απόρριψης της αίτησής της για χορήγηση πολεοδομικής άδειας λόγω εκπροθέσμου. Tο εκπρόθεσμο προέκυπτε, ως έγινε δεκτό πρωτοδίκως, εκ του λόγου ότι η εφεσείουσα είχε λάβει γνώση του περιεχομένου της επίδικης πράξης ήδη με την ένσταση των εφεσιβλήτων στην προσφυγή εναντίον της παράλειψής τους να απαντήσουν στο αίτημα της αιτήτριας, η οποία είχε προηγηθεί και αποσυρθεί ενόψει ακριβώς της γνωστοποίησης της απόρριψης με την Ένσταση εκείνη.
H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, κατά πλειοψηφία (Nικολαΐδης, Nικολάου, Hλιάδης, Δ.Δ.) αποδέχθηκε την έφεση και αποφάσισε ότι:
1. Η προθεσμία που τίθεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος είναι ανατρεπτική και αναμφίβολα αρχίζει με την πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης από το διοικούμενο. Το θέμα απασχόλησε επανειλημμένα τόσο την ελληνική θεωρία και νομο[*198]λογία, όσο και την κυπριακή.
Στο σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου ‘Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας’, Τρίτη Έκδοση, παραγρ. 30, αναφέρεται ότι πλήρης είναι η γνώση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή ηθική ζημιά που υφίσταται από τη δημοσιευόμενη ή κοινοποιούμενη πράξη. Για να είναι πλήρης η γνώση δεν απαιτείται η δημοσίευση ή κοινοποίηση του συνόλου των στοιχείων από τα οποία προκύπτει η τήρηση των προδιαγεγραμμένων τύπων και όλων των στοιχείων που η διοίκηση έλαβε υπ’ όψη για να αιτιολογήσει την πράξη της.
Αν η πράξη είναι εύκολα προσιτή στον ενδιαφερόμενο, η ουχί εντός εύλογου χρόνου ενέργεια των απαιτουμένων προς λήψη πλήρους γνώσης της πράξης, αποτελεί παράλειψη, της οποίας οι συνέπειες εξομοιώνονται προς τη μη εμπρόθεσμο άσκηση της αίτησης ακύρωσης.
Η επάρκεια της γνώσης που κτάται κρίνεται κατά περίπτωση στο πλαίσιο των περιστατικών της κάθε υπόθεσης.
Η γνώση τεκμαίρεται ότι υπάρχει όταν ο διοικούμενος έχει γνώση όλων των στοιχείων που επηρεάζουν τη θέση του. Σε περίπτωση αμφιβολίας κατά πόσο ο αιτητής έλαβε γνώση ή ως προς την επάρκεια της ειδοποίησης, η αμφιβολία ενεργεί υπέρ του διοικούμενου.
2. Επειδή η διοίκηση εν προκειμένω παρέλειψε να απαντήσει στην αίτησή της για έκδοση πολεοδομικής άδειας, η εφεσείουσα αναγκάστηκε να ασκήσει πρώτα ιεραρχική προσφυγή και στη συνέχεια να καταχωρήσει προσφυγή με βάση το Άρθρο 29 του Συντάγματος. Πληροφορήθηκε την απόρριψη της αίτησής της με την ένσταση που καταχωρήθηκε στην προσφυγή της. Παρ’ όλον ότι η ένσταση περιελάμβανε κάποια στοιχεία της απορριπτικής απόφασης, ο δικηγόρος της εφεσείουσας προφανώς δεν τα θεώρησε αρκετά για να προχωρήσει στην καταχώρηση προσφυγής. Ζήτησε από το δικηγόρο των καθ’ ων η αίτηση το πλήρες κείμενο για να το μελετήσει.
Η γνωστοποίηση μιας πράξης μέσω δικογράφου, δεν μπορεί να θεωρηθεί κανονική κοινοποίηση της πράξης. Η αναφορά που γίνεται στην ένσταση αποτελεί ισχυρισμό ότι εξεδόθη η πράξη και όχι γνωστοποίησή της. Έτσι, ανεξάρτητα από την πληρότητα ή [*199]μη της γνώσης, δεν θεωρείται ότι υπήρξε με τον τρόπο αυτό δέουσα κοινοποίηση της πράξης. Η γνώση δεν προκύπτει από το τι η πράξη δυνατόν να περιέχει, αλλά από το τι στην πραγματικότητα περιλαμβάνει (βλέπε σχετικά και John Morran and The Republic, 1 R.S.C.C. 1).
Θα πρέπει να λεχθεί ότι στην ένσταση δίδονται τέτοια στοιχεία που κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι παρέχουν στην αιτήτρια επαρκή γνώση της απόφασης. Όμως όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, δεν τίθεται θέμα επάρκειας ή μη της γνώσης.
3. Εκτός όμως των πιο πάνω, το θέμα αποκτά και μια άλλη διάσταση. Η όλη συμπεριφορά της διοίκησης είναι απαράδεκτη. Η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας. Η αίτηση απορρίφθηκε, αλλά η διοίκηση παρέλειψε να την πληροφορήσει, όπως όφειλε, σχετικά. Δεν μπήκε καν στον κόπο να το πράξει ούτε και μετά την άσκηση ιεραρχικής προσφυγής στο Υπουργικό Συμβούλιο. Αντέδρασε μόνο μέσω του δικηγόρου της, όταν καταχωρώντας την ένσταση στην προσφυγή που ασκήθηκε, προσπαθώντας να υπερασπιστεί, περιέλαβε κάποιο ισχυρισμό για την τύχη της αίτησής της. Όταν στη συνέχεια ζητήθηκαν λεπτομέρειες και θα πρέπει να πούμε ζητήθηκαν αμέσως, μέσα σε τρεις μέρες από την καταχώρηση της ένστασης, η διοίκηση έδωσε αντίγραφο του σχετικού πρακτικού μετά την πάροδο 70 σχεδόν ημερών.
Η διοίκηση οφείλει να διαφυλάττει τα έννομα συμφέροντα του ιδιώτη και να τον διευκολύνει στην ενάσκηση των δικαιωμάτων του. Δεν δικαιούται να εκμεταλλεύεται τη θέση ισχύος στην οποία φυσιολογικά βρίσκεται έναντι του πολίτη.
Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, οι δημόσιες υπηρεσίες οφείλουν να χορηγούν στους διοικουμένους τα στοιχεία που τους αφορούν και προκύπτουν από τα αρχεία της υπηρεσίας, εκτός αν κάτι τέτοιο αποκλείεται από αντίθετη ρητή διάταξη ή εκ λόγων δημοσίου συμφέροντος. Ακόμα και αν η παράλειψη οφείλεται σε απλή αβλεψία, η αβλεψία αυτή δεν θα πρέπει να αφεθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να επηρεάσει δυσμενώς το διοικούμενο.
4. Εν όψει όλων των πιο πάνω, υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εφεσείουσα απέκτησε γνώση της απόφασης στις 7.12.1992, που καταχωρήθηκε η ένσταση και συνεπώς η προθεσμία των 75 ημερών δεν αρχίζει από τότε, αλλά από τις [*200]16.2.1993 που της διατέθηκαν τελικά τα στοιχεία. Έτσι θεωρούμε ότι η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη και θα προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων ακύρωσης που εγείρονται. Τα έξοδα της έφεσης θα βαρύνουν τους καθ’ ων η αίτηση.
O Πρόεδρος του Aνωτάτου Δικαστηρίου, συμφωνούντος του Xατζητσαγγάρη, Δ., εξέδωσε διάφορο απόφαση μειοψηφίας, κρίνοντας ότι η αναφορά στο Άρθρο 146.3 του Συντάγματος “... εις γνώσιν του προσφεύγοντος, δεν περιορίζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την οδό και το μέσο με το οποίο θα επέλθει η γνώση αλλά προαπατεί απλώς γνώση προκειμένου να αρχίζει η προθεσμία προς προσβολή μη δημοσιευτέας πράξη. Kαι αναλύοντας το τι συνιστά γνώση κατέληξε ότι η υπό κρίση έφεση θα έπρεπε να απορριφθεί, αφού πράγματι η Eφεσείουσα έλαβε την απαιτούμενη γνώση της πράξης με την Ένσταση στην προηγηθείσα προσφυγή και δεν συνέτρεχε κανένας απολύτως λόγος μη έναρξης της προθεσμίας κατά το χρονικό εκείνο σημείο.
H έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Σωφρονίου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κακοπετριάς, Υποθ. Αρ. 1179/91, ημερ. 13.9.1993,
Αριστοδήμου v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2498,
Papaioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 103,
Κωνσταντίνου και Άλλοι v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 487,
Neophytou v. Republic 1964 C.L.R. 280,
Morran v. Republic 1 R.S.C.C. 1,
Μάρκου v. Υπουργού Εσωτερικών και Άλλου, Υπόθ. Αρ. 1059/94, ημερ. 19.9.1996.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Xρυσοστομής, Δ.) που δόθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου, 1994 (Προσφυγή Aρ. 313/94) με την οποία απορρίφθηκε η [*201]προσφυγή της εφεσείουσας ως εκπρόθεσμη.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Eφεσείουσα.
Γ. Νικολαΐδης, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από το Νικολαΐδη, Δ. Μαζί μ’ αυτήν συμφωνούν οι Δικαστές Νικολάου και Ηλιάδης. Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από εμένα. Μ’ αυτήν συμφωνεί ο Δικαστής Χατζητσαγγάρης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια ενός ακίνητου που βρίσκεται εντός των δημοτικών ορίων Λάρνακας. Στις 26.2.1992 υπέβαλε αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας. Επειδή δεν έλαβε οποιανδήποτε απάντηση, στις 14.7.1992 άσκησε ιεραρχική προσφυγή στο Υπουργικό Συμβούλιο, παραπονούμενη για την παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση. Στη συνέχεια καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο την προσφυγή υπ’ αρ. 705/92 με την οποία αξίωνε δήλωση ότι η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να εγκρίνουν την αίτησή της ήταν άκυρη και παράνομη.
Στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση στις 7.12.1992 αναφερόταν ότι η αίτησή της για χορήγηση πολεοδομικής άδειας είχε απορριφθεί στις 10.6.1992. Η απορριπτική απόφαση της 10.6.1992 δεν κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια. Ούτε στην ένσταση επισυνάφθηκε το πρακτικό που την περιείχε. Στις 10.12.1992 ο δικηγόρος της αιτήτριας ζήτησε με επιστολή του όπως του δοθούν τα πρακτικά της σχετικής συνεδρίας. Τα πρακτικά του αποστάληκαν από το δικηγόρο των καθ’ ων η αίτηση στις 16.2.1993. Στη συνέχεια η προσφυγή αρ. 705/92 αποσύρθηκε και στις 24.3.1993 καταχωρήθηκε προσφυγή.
Κατά την εκδίκαση της προσφυγής προβλήθηκε η θέση ότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη, γιατί καταχωρήθηκε μετά την πάροδο των 75 ημερών από τότε που η αιτήτρια έλαβε πλήρη γνώση της απορριπτικής απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την καταχώρηση της ένστασης στην προσφυγή αρ. 705/92.
Αντίθετα ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη γιατί με την ένσταση στην προηγούμενη προσφυγή η εφεσείουσα δεν έλαβε πλήρη γνώση. Γνώση θεωρεί ότι έλαβε μόνο με τα έγγραφα και τα πρακτικά που στάληκαν στο δικηγόρο της από το δικηγόρο των καθ’ ων η αίτηση στις [*202]16.2.1993. Το πρωτόδικο δικαστήριο τελικά δέκτηκε τη θέση των καθ’ ων η αίτηση και απέρριψε την προσφυγή ως εκπρόθεσμη. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση.
Οι αρχές που διέπουν το θέμα έχουν διατυπωθεί από πολλού χρόνου και δεν αμφισβητούνται. Η προθεσμία που τίθεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος είναι ανατρεπτική και αναμφίβολα αρχίζει με την πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης από το διοικούμενο. Το θέμα απασχόλησε επανειλημμένα τόσο την ελληνική θεωρία και νομολογία, όσο και την κυπριακή.
Στο σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Τρίτη Έκδοση, παραγρ. 30, αναφέρεται ότι πλήρης είναι η γνώση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή ηθική ζημιά που υφίσταται από τη δημοσιευόμενη ή κοινοποιούμενη πράξη. Για να είναι πλήρης η γνώση δεν απαιτείται η δημοσίευση ή κοινοποίηση του συνόλου των στοιχείων από τα οποία προκύπτει η τήρηση των προδιαγεγραμμένων τύπων και όλων των στοιχείων που η διοίκηση έλαβε υπ’ όψη για να αιτιολογήσει την πράξη της.
Αν η πράξη είναι εύκολα προσιτή στον ενδιαφερόμενο, η ουχί εντός εύλογου χρόνου ενέργεια των απαιτουμένων προς λήψη πλήρους γνώσης της πράξης, αποτελεί παράλειψη της οποίας οι συνέπειες εξομοιώνονται προς τη μη εμπρόθεσμο άσκηση της αίτησης ακύρωσης.
Η επάρκεια της γνώσης που κτάται κρίνεται κατά περίπτωση στο πλαίσιο των περιστατικών της κάθε υπόθεσης (Ευθυμία Σωφρονίου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κακοπετριάς, Υποθ. Αρ. 1179/91, ημερ. 13.9.1993 και Τροοδία Ιωνά Αριστοδήμου v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2498).
Η γνώση τεκμαίρεται ότι υπάρχει όταν ο διοικούμενος έχει γνώση όλων των στοιχείων που επηρεάζουν τη θέση του (Papaioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 103, 108 και Κωνσταντίνου και άλλοι v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 487). Σε περίπτωση αμφιβολίας κατά πόσο ο αιτητής έλαβε γνώση ή ως προς την επάρκεια της ειδοποίησης, η αμφιβολία ενεργεί υπέρ του διοικούμενου (βλέπε μεταξύ άλλων Costas Neophytou v. Republic (1964) C.L.R. 280).
Επειδή η διοίκηση παρέλειψε να απαντήσει στην αίτησή της για [*203]έκδοση πολεοδομικής άδειας, η εφεσείουσα αναγκάστηκε να ασκήσει πρώτα ιεραρχική προσφυγή και στη συνέχεια να καταχωρήσει προσφυγή με βάση το Άρθρο 29 του Συντάγματος. Πληροφορήθηκε την απόρριψη της αίτησής της με την ένσταση που καταχωρήθηκε στην προσφυγή της. Παρ’ όλον ότι η ένσταση περιελάμβανε κάποια στοιχεία της απορριπτικής απόφασης, ο δικηγόρος της εφεσείουσας προφανώς δεν τα θεώρησε αρκετά για να προχωρήσει στην καταχώρηση προσφυγής. Ζήτησε από το δικηγόρο των καθ’ ων η αίτηση το πλήρες κείμενο για να το μελετήσει.
Είμαστε της γνώμης ότι η γνωστοποίηση μιας πράξης μέσω δικογράφου, δεν μπορεί να θεωρηθεί κανονική κοινοποίηση της πράξης. Η αναφορά που γίνεται στην ένσταση αποτελεί ισχυρισμό ότι εξεδόθη η πράξη και όχι γνωστοποίησή της. Έτσι, ανεξάρτητα από την πληρότητα ή μη της γνώσης, δεν θεωρείται ότι υπήρξε με τον τρόπο αυτό δέουσα κοινοποίηση της πράξης. Η γνώση δεν προκύπτει από το τι η πράξη δυνατόν να περιέχει, αλλά από το τι στην πραγματικότητα περιλαμβάνει (βλέπε σχετικά και John Morran and The Republic, 1 R.S.C.C. 1).
Θα πρέπει να λεχθεί ότι στην ένσταση δίδονται τέτοια στοιχεία που κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι παρέχουν στην αιτήτρια επαρκή γνώση της απόφασης. Όμως όπως είπαμε προηγουμένως δεν τίθεται θέμα επάρκειας ή μη της γνώσης.
Εκτός όμως των πιο πάνω το θέμα αποκτά και μια άλλη διάσταση. Αισθανόμαστε ότι η όλη συμπεριφορά της διοίκησης είναι απαράδεκτη. Η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας. Η αίτηση απορρίφθηκε, αλλά η διοίκηση παρέλειψε να την πληροφορήσει, όπως όφειλε, σχετικά. Δεν μπήκε καν στον κόπο να το πράξει ούτε και μετά την άσκηση ιεραρχικής προσφυγής στο Υπουργικό Συμβούλιο. Αντέδρασε μόνο μέσω του δικηγόρου της, όταν καταχωρώντας την ένσταση στην προσφυγή που ασκήθηκε, προσπαθώντας να υπερασπιστεί, περιέλαβε κάποιο ισχυρισμό για την τύχη της αίτησής της. Όταν στη συνέχεια ζητήθηκαν λεπτομέρειες και θα πρέπει να πούμε ζητήθηκαν αμέσως, μέσα σε τρεις μέρες από την καταχώρηση της ένστασης, η διοίκηση έδωσε αντίγραφο του σχετικού πρακτικού μετά την πάροδο 70 σχεδόν ημερών.
Η διοίκηση οφείλει να διαφυλάττει τα έννομα συμφέροντα του ιδιώτη και να τον διευκολύνει στην ενάσκηση των δικαιωμάτων του. Δεν δικαιούται να εκμεταλλεύεται τη θέση ισχύος στην [*204]οποία φυσιολογικά βρίσκεται έναντι του πολίτη.
Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, οι δημόσιες υπηρεσίες οφείλουν να χορηγούν στους διοικουμένους τα στοιχεία που τους αφορούν και προκύπτουν από τα αρχεία της υπηρεσίας, εκτός αν κάτι τέτοιο αποκλείεται από αντίθετη ρητή διάταξη ή εκ λόγων δημοσίου συμφέροντος (Μάρθα Σάββα Μάρκου ν. Υπουργού Εσωτερικών και άλλου, Υποθ. Αρ. 1059/94, ημερ. 19.9.1996 και ΣτΕ 2196/1969 ). Ακόμα και αν η παράλειψη οφείλεται σε απλή αβλεψία, η αβλεψία αυτή δεν θα πρέπει να αφεθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να επηρεάσει δυσμενώς το διοικούμενο.
Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε ότι κάτω από τις περιστάσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εφεσείουσα απέκτησε γνώση της απόφασης στις 7.12.1992 που καταχωρήθηκε η ένσταση και συνεπώς η προθεσμία των 75 ημερών δεν αρχίζει από τότε, αλλά από τις 16.2.1993 που της διατέθηκαν τελικά τα στοιχεία. Έτσι θεωρούμε ότι η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη και θα προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων ακύρωσης που εγείρονται. Τα έξοδα της έφεσης θα βαρύνουν τους καθ’ ων η αίτηση.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Όπως αναφέραμε στο προοίμιο της απόφασής μας, με την απόφαση μειοψηφίας, η οποία ακολουθεί, συμφωνεί και ο Δικαστής Χατζητσαγγάρης.
Η αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης θα καταστήσει ευχερέστερο τον προσδιορισμό και την κατανόηση των επιδίκων θεμάτων. Η εφεσείουσα ήγειρε την Προσφυγή 705/92 εναντίον: 1. Του Δήμου Λάρνακας και 2. Του Υπουργικού Συμβουλίου, για την αναθεώρηση ξεχωριστών παραλείψεων ή σιωπηρής άρνησης των καθ’ ων η αίτηση να εγκρίνουν, ή εξετάσουν, ή ικανοποιήσουν αίτημά της. Οι αντίστοιχες θεραπείες, όπως προσδιορίζονται στην προσφυγή, είναι οι ακόλουθες:-
«α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη και/ή η σιωπηρή άρνηση του καθ’ ου η αίτηση αρ. 1 να εγκρίνει και/ή να εξετάσει και/ή να ικανοποιήσει την Πολεοδομική αίτηση της αιτήτριας που υπέβαλε από 26.2.92 (Α82/92) αναφορικά προς την ακίνητη περιουσία της στη Λάρνακα με βάση τα ισχύοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο νομικά δεδομένα είναι άκυρη, παράνομη και πως ό,τι παραλείφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί.
β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη και/ή σιωπηρή άρνηση του καθ’ ου η αίτηση αρ. 2 να εξετάσει και/ή να ικα[*205]νοποιήσει την ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας ημερομ. 14.7.92 σχετικά με την παράλειψη του καθ’ ου η αίτηση 1 όπως πιο πριν στην παράγραφο (α) των αιτουμένων θεραπειών είναι άκυρη, παράνομη και δημιουργούσα βλάβη αδικαιολόγητη στην αιτήτρια.»
Με την ένσταση του Δήμου Λάρνακας, γνωστοποιήθηκε ότι το αίτημα της εφεσείουσας, για τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας, απορρίφθηκε στις 10 Ιουνίου, 1992, δηλαδή πολύ πριν την έγερση της προσφυγής. Το γεγονός παρατίθεται στην έκθεση των γεγονότων, στην οποία στοιχειοθετείται η ένσταση του Δήμου στην Προσφυγή. συγκεκριμένα στις παραγράφους 7 και 8, τις οποίες παραθέτουμε:-
«7. Το Σ.Α.Λ μετά από μελέτη των λόγων, στοιχείων και μελετών υπόψιν οι απόψεις των Συμβούλων Μηχανικών του Σ.Α.Λ, αποφάσισε στις 11/6/92 να προχωρήσει με την απαλλοτρίωση του μέρους του τεμαχίου 770 που απαιτείται για την κατασκευή του αντλιοστασίου.
8. Ενόψει των πιο πάνω η Πολεοδομική Αρχή αποφάσισε την απόρριψη της αιτούμενης Πολεοδομικής Άδειας θεωρώντας την αναγκαιότητα του χώρου για τους σκοπούς του Σ.Α.Λ ως ’ουσιώδη παράγοντα’, σύμφωνα με το Άρθρο 26 του Περί Πολεοδομικής και Χωροταξίας Νόμου.»
Στις 10 Δεκεμβρίου, 1992, ο δικηγόρος της αιτήτριας, με επιστολή του στο Δήμο, ζήτησε όπως τους αποστείλουν τα πρακτικά της συνεδρίας κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση, η οποία μνημονεύεται στην ένσταση. Τα πρακτικά αποστάληκαν στις 16 Φεβρουαρίου, 1993. Στη συνέχεια, αποσύρθηκε η Προσφυγή, στις 24 Μαρτίου, 1993. Την ίδια ημέρα, καταχωρήθηκε η προσφυγή εναντίον του Δήμου Λάρνακας (Προσφυγή 313/93), η απόφαση στην οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Αυτή στρέφεται κατά της απόφασης της 10ης Ιουνίου, 1992.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή εκπρόθεσμη, για το λόγο ότι η επίδικη διοικητική απόφαση περιήλθε σε γνώση της εφεσείουσας την επομένη της καταχώρισης της ένστασης (Προσφυγή 705/92), στις 8 Δεκεμβρίου, 1992.
Όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο: «Ολόκληρη η απορριπτική απόφαση αναφέρθηκε στην παράγραφο 8 της προσφυγής αρ. 705/92 και δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός περί [*206]μερικής και όχι πλήρους γνώσης ...»
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η αναζήτηση, από την αιτήτρια (εφεσείουσα), των πρακτικών της συνεδρίας κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση (10 Ιουνίου, 1992): «... δεν απότρεψε το χρόνο από του να διαρρέει και όταν η προσφυγή αυτή καταχωρήθηκε στις 24.3.93, ο χρόνος των 75 ημερών είχε ήδη παρέλθει».
Η προθεσμία ενεργοποιείται και ο χρόνος τρέχει, αφότου η απόφαση περιέρχεται σε γνώση του επηρεαζομένου. Εκτός όπου η απόφαση ή πράξη δημοσιεύεται, το γεγονός το οποίο ενεργοποιεί το χρόνο είναι η γνώση της απόφασης από τον προσφεύγοντα. Το Σύνταγμα δε θέτει οποιοδήποτε περιορισμό ως προς τον τρόπο ή το μέσο, με το οποίο η απόφαση περιέρχεται σε γνώση του προσφεύγοντα. Ρητά αναφέρει ότι η προθεσμία άρχεται αφότου η απόφαση ή πράξη «περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος». Ολόκληρο το κείμενο της παραγράφου 3 του Άρθρου 146 έχει ως εξής:-
«3. Η προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μη δημοσιεύσεως, ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ’ ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος.»
Το Άρθρο 146.3 ενσωματώνει την καθιερωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου, κατά τα κρατούντα στο Ηπειρωτικό Δίκαιο, ως προς την ενεργοποίηση του χρόνου για την άσκηση προσφυγής.
Όπως υποδεικνύεται στην Ploussiou v. Central Bank (1982) 3 C.L.R. 230 (237):-
“Article 146.3 does not envisage knowledge from any particular source. All it requires is knowledge of the decision, certain enough to enable a party affected thereby to pursue his rights.”
(Σ’ ελεύθερη μετάφραση:-
«Το Άρθρο 146.3 δεν προβλέπει τη λήψη γνώσης από οποιαδήποτε συγκεκριμένη πηγή. Ό,τι απαιτείται είναι η βέβαιη γνώση της απόφασης, σε βαθμό που να επιτρέπει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο να διεκδικήσει τα δικαιώματά του.»)
[*207](Βλ., επίσης, Papaioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 103.)
Όπως υποδεικνύεται στην Anastasis Cariolou v. The Municipality of Kyrenia and Others (1971) 3 C.L.R. 455, ο χρόνος για την άσκηση προσφυγής ενεργοποιείται από τη στιγμή που ο αιτητής αποκτά πλήρη γνώση της διοικητικής απόφασης. Η ίδια θέση θεωρείται ως δεδομένη στην Irr. Division ‘Katzilos’ v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1068.
Το αντικείμενο της γνώσης είναι η απόφαση, όχι το αιτιολογικό της ή μαρτυρία αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση των λόγων ακύρωσης (John Moran and The Republic (Attorney-General and Minister of Interior) 1 R.S.C.C. 10, 13).
Ό,τι άλλο μπορούμε να αναφέρουμε παρενθετικά, προς ολοκλήρωση της εικόνας, είναι ότι η παρέλευση της προθεσμίας των 75 ημερών είναι ανατρεπτική του δικαιώματος άσκησης προσφυγής και ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα παράτασής της, εκτός σε περίπτωση ανώτερης βίας και μόνο για όσο χρόνο διαρκεί. Οι σχετικές (με το θέμα αυτό) αρχές συνοψίζονται στην πρόσφατη απόφασή μας της Ολομέλειας στην Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 67.
Τέλος, σημειώνουμε ότι κοινοποίηση της απόφασης στο δικηγόρο του αιτητή επάγεται γνωστοποίηση προς τον ίδιο (βλ. Lefki Papasavva v. Republic (Commander of Police) (1973) 3 C.L.R. 467 - κατ’ έφεση Papasavva v. Republic (1979) 3 C.L.R. 563. Βλ., επίσης, Αποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας 1135/1957 και 182/1958).
Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, από την οποία αντλήθηκε καθοδήγηση, είναι απόλυτα σαφής - ότι η γνώση της απόφασης ή πράξης σηματοδοτεί την αφετηρία της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής. Οι σχετικές αρχές συνοψίζονται περιεκτικά στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959), σελ. 253. Διαπιστώνεται, μεταξύ άλλων, ότι η γνώση τεκμηριώνεται και από την υποβολή αίτησης προς τη Διοίκηση, στην οποία γίνεται αναφορά στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης - (βλ., επίσης, Απόφαση Σ.Ε. 675/1954, σελ. 799).
Στην προκείμενη περίπτωση, αυτή τούτη η επιστολή της εφεσείουσας, της 10ης Δεκεμβρίου, 1992, να της αποσταλούν τα πρακτικά της συνεδρίας στην οποία λήφθηκε η απόφαση, τεκμη[*208]ριώνει γνώση της απόφασης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόφαση γνωστοποιήθηκε με την ένσταση των εφεσιβλήτων στην Προσφυγή 705/92, η οποία καταχωρήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου, 1992, και, όπως συνάγεται, επιδόθηκε ή παραδόθηκε στην άλλη πλευρά την επομένη, και ότι το περιεχόμενο της γνωστοποίησης ήταν τέτοιο, που καθιστούσε την εφεσείουσα ενήμερη του επηρεασμού των δικαιωμάτων της.
Υπάρχει οτιδήποτε, το οποίο να καθιστά τη γνωστοποίηση ελλειπή ή ατελή, λόγω του τρόπου της κοινοποίησής της (μέσω της ένστασης των καθ’ ων η αίτηση σε προσφυγή); Η απάντηση είναι αρνητική.
Όπως έχουμε εξηγήσει, το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος δε συναρτά την ενεργοποίηση της προθεσμίας με τον τρόπο με τον οποίο περιέρχεται η απόφαση σε γνώση του επηρεαζομένου. Το κριτήριο είναι εάν ο επηρεαζόμενος έλαβε γνώση της απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει αμφιβολία περί τούτου. Όπως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γνώση ήταν επαρκής.
Οι Θεσμοί που διέπουν την αναθεωρητική διαδικασία καθιστούν την ένσταση ως το μέσο διατύπωσης των θέσεων της διοικητικής αρχής, της οποίας απόφαση, πράξη ή παράλειψη προσβάλλεται. Το αντικείμενο της προσφυγής στην 705/92 ήταν, όπως έχουμε αναφέρει, η παράλειψη ή η εξυπακουόμενη άρνηση του Δήμου να δεχθεί το αίτημα της εφεσείουσας (θεραπεία 1). Η αναφορά (στην ένσταση) στην απόφαση της 10ης Ιουνίου, 1992, ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για την έκβαση της προσφυγής. Αποτελούσε, συνεπώς, ουσιώδες γεγονός προς θεμελίωση της ένστασης του Δήμου - ότι η προσφυγή δεν ήταν βιώσιμη. Ο Κ.5(2) του ισχύοντα Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει ότι:-
«Η ένσταση δέον ...
(β) να περιλαμβάνη συνοπτικήν έκθεσιν των ουσιωδών γεγονότων επί των οποίων η τοιαύτη ένστασις βασίζεται.»
Η ύπαρξη της απόφασης της 10ης Ιουνίου, 1992, συνιστούσε την πεμπτουσία της ένστασης. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, η προσφυγή απώλεσε το αντικείμενό της. Η γνωστοποίηση της απόφασης έγινε από την πλέον αυθεντική πηγή, την Αρχή η οποία την έλαβε. Όπως έχουμε εξηγήσει, ο τρόπος ή οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες η διοικητική πράξη ή απόφαση περιέρχεται [*209]σε γνώση του προσφεύγοντα, δεν περιορίζουν τις συνέπειες της γνώσης για τους σκοπούς άσκησης προσφυγής. Το κρίσιμο ερώτημα, σε κάθε περίπτωση, είναι κατά πόσο η απόφαση ή πράξη περιήλθε σε γνώση του προσφεύγοντα. Σ’ αυτή την υπόθεση, περιήλθε σε γνώση της εφεσείουσας (προσφεύγουσας) στις 8 Δεκεμβρίου, 1992. Η προσφυγή κατά της απόφασης καταχωρήθηκε στις 24 Μαρτίου, 1993.
Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνω ότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη. Γι’ αυτό θα απέρριπτα την έφεση.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο