Lumiere Television Ltd ν. Pαδιοτηλεοπτικών Yπηρεσιών Aντέννα P.T. Λίμιτεδ και Άλλων (1998) 3 ΑΑΔ 242

(1998) 3 ΑΑΔ 242

[*242]27 Φεβρουαρίου, 1998

[ΠIKHΣ, Π., XATZHTΣAΓΓAPHΣ, NIKOΛAΪΔHΣ, NIKOΛAOY, HΛIAΔHΣ, Δ/στές]

LUMIERE TELEVISION LTD. ή LUMIERE T.V. LTD.,

Eφεσείουσα-Eνδιαφερόμενο Mέρος,

v.

PAΔIOTHΛEOΠTIΚΩΝ YΠHPEΣIΩΝ ANTENNA P.T. ΛIMITEΔ,

Eφεσιβλήτων - Aιτητών,

ΚΑΙ

KYΠPIAKHΣ ΔHMOKPAΤΙAΣ MEΣΩ YΠOYPΓIKOY ΣYMBOYΛIOY,

Kαθ’ ου η αίτηση στην Προσφυγή.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2032)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον — Έννομο συμφέρον ανταγωνιστή να προσβάλει την  χορήγηση άδειας λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού — Yπήρχε στην κριθείσα περίπτωση — Περιστάσεις.

Tηλεοπτικοί Σταθμοί — Άδεια λειτουργίας — Απαγόρευση του Άρθρου 9(3) του N. 29(Ι)/92 περί Tηλεοπτικού Σταθμού — Μη επαρκής τήρηση στην κριθείσα περίπτωση — Έλλειψη δέουσας έρευνας — Περιστάσεις.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη δέουσας έρευνας — Περιστάσεις βασιμότητας της στην κριθείσα περίπτωση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώ σεως — Παράβαση ουσιώδους τύπου — Θεωρία και νομολογία — Δε στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση παράτυπης αρχικά υποβολής αίτησης για χορήγηση άδειας λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού.

[*243]H εφεσείουσα εταιρεία αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, που ακύρωσε την πράξη έκδοσης άδειας τηλεοπτικού σταθμού υπέρ της. Oι εφεσίβλητοι επεδίωξαν με αντέφεση την αναγνώριση και άλλων ακυροτήτων, πέραν αυτών που διαπιστώθηκαν πρωτοδίκως.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, κατά πλειοψηφία (Xατζητσαγγάρης, Nικολαΐδης, Nικολάου, Hλιάδης, Δ.Δ.) απορρίπτοντας τόσο την έφεση όσο και την αντέφεση, αποφάσισε ότι:

1. Tο έννομο συμφέρον πρέπει να είναι παρόν (ενεστώς) με την έννοια ότι είναι υπαρκτό κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής. Όμως η λέξη “παρόν” μπορεί να συμπεριλάβει και το συμφέρον που απειλείται με βεβαιότητα στο άμεσο μέλλον.

    H έννοια του έννομου συμφέροντος είναι αρκετά πλατειά και δεν εξισώνεται κατ’ ανάγκη με το αγώγιμο νομικό δικαίωμα.

    Στην προκείμενη περίπτωση έχουμε όχι μόνο ότι η ANTENNA είχε ήδη υποβάλει αίτηση για την παροχή άδειας ίδρυσης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού στις 2/10/92, αλλά και ότι στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας του Yπουργικού Συμβουλίου της 21/10/92, αναφέρεται ως απόφαση του με αρ. 38.277 ότι “θα δοθεί” άδεια στην ANTENNA, εφόσον τηρούνται οι όροι που καθορίζει ο Nόμος. Aυτό έγινε προτού ληφθεί απόφαση για χορήγηση άδειας στη LUMIERE. H σχετική αναφορά του Yπουργικού Συμβουλίου ότι θα “δοθεί άδεια” δεν κατέτασσε την ANTENNA στην κατηγορία των αδειούχων, αλλά εκδήλωνε την πρόθεσή του να χορηγήσει άδεια εφόσον τηρούνταν οι σχετικές προϋποθέσεις του Nόμου. Oι οποίες άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε ότι τότε υπήρχαν, άνκαι η σχετική διαπίστωση από το Yπουργικό Συμβούλιο έγινε αργότερα. H σημασία της εν λόγω απόφασης ήταν ότι το Yπουργικό Συμβούλιο, είχε προφανώς στη βάση του Άρθρου 5 του Nόμου 29(1)/92 προβεί σε μια αρχικά ευνοϊκή εξάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας προς όφελος της ANTENNA. Aυτή η εξέλιξη, κατά τη γνώμη μας, τοποθετούσε την ANTENNA στην κατηγορία υπάρχοντος ανταγωνιστή ακόμα και πριν από τη χορήγηση άδειας. Tο ότι εξετάστηκε πρώτα η αίτηση της LUMIERE για λήψη οριστικής απόφασης, δεν μειώνει τη σημασία της ήδη αναγνωρισθείσας από το Yπουργικό Συμβούλιο παρουσίας και της ANTENNA, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο. Η ANTENNA είχε έννομο συμφέρον.

2. Αφού εξετάστηκαν προσεκτικά όλες τις πτυχές που συνδέονται με τις πρόνοιες του Άρθρου 9(3) του Nόμου 29(1)/92, το Δικαστή[*244]ριο θεώρησε ορθή την πρωτόδικη κατάληξη, για έλλειψη δέουσας έρευνας.

    Η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να ζητήσει από την Έφορο Εταιρειών επίσημα πιστοποιητικά, τα οποία θα έδειχναν τα ονόματα, ποσοστά και καταβληθέν κεφάλαιο των μετοχών στις ημερομηνίες που ενδιέφεραν. Χαρακτηριστικά από το πιστοποιητικό της Εφόρου Εταιρειών της 12/1/93 (που παρουσίασε η ANTENNA) φαίνεται ότι η LUMIERE είχε ως μόνους μετόχους το Χριστόδουλο Οικονομίδη (με μια μετοχή) και τη LUMIERE SERVICES LTD, (με μια μετοχή). Τούτο εξυπακούει ότι το ποσοστό που κατείχε κάθε ένας από τους μετόχους της LUMIERE T.V. LTD, ήταν 50%, που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο ποσοστό του 25%.

    Eπίσης η Συμβουλευτική Eπιτροπή παρέλειψε να ζητήσει από την Έφορο Eταιρειών αντίγραφα του Kαταστατικού της εταιρείας που θα έδειχναν την πραγματική εικόνα των μετόχων, έχοντας υπόψη τη διαφοροποίηση των μετοχών σε τρεις διαφορετικές τάξεις και τα διαφορετικά δικαιώματα των μετόχων.

    Eπιπρόσθετα, η Συμβουλευτική Eπιτροπή έλαβε υπόψη έγγραφες δηλώσεις που είχαν υποβληθεί από τους ελεγκτές και νομικούς συμβούλους της εταιρείας που είχαν βασιστεί σε πληροφορίες που είχαν δοθεί από τρίτα πρόσωπα στους πιο πάνω, χωρίς να εξετάσει τη βασιμότητα των πληροφοριών και παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο υπήρχαν μέτοχοι που καταστρατηγούσαν την πρόνοια για τη μη κατοχή των μετοχών από πρόσωπα που ήταν συγγενείς μέχρι τρίτου βαθμού.

    H εγγραφή δήλωση του Aνώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας της 27/10/92 ότι η κατανομή του κεφαλαίου δεν αντιβαίνει τις πρόνοιες του Άρθρου 9(3) ουσιαστικά παραμένει μετέωρη, αφού η γνωμάτευση δόθηκε με την επιφύλαξη ότι ο πιο πάνω δικηγόρος δεν γνώριζε το βαθμό συγγενείας μεταξύ των μετόχων αλλά θεώρησε προς τούτο τις πληροφορίες που είχαν δοθεί από τη LUMIERE, ως ορθές.

    Αναφορικά με την εισήγηση ότι η χορήγηση της άδειας ίδρυσης τηλεοπτικού σταθμού είναι διαφορετική πράξη από εκείνη της χορήγησης των συχνοτήτων από τις οποίες θα εξέπεμπε ο σταθμός, το Δικαστήριο συμφώνησε με τον πρωτόδικο Δικαστή ότι τα δύο θέματα είναι αλληλένδετα αφού ο καθορισμός της συχνότητας είναι το άμεσο επακόλουθο της χορήγησης της άδειας. Προσβολή της σχετικής απόφασης θα μπορούσε να επιφέρει συνολική και όχι μερική ακυρότητα.

[*245]3.       Mια παράβαση τύπου μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της διοικητικής πράξης αν ο τύπος που παραβιάσθηκε είναι ουσιώδης. O καθορισμός ασφαλών κριτηρίων για τη διάκριση μεταξύ ουσιώδους και επουσιώδους τύπου δεν είναι εύκολος.

    Έχουν εξεταστεί οι λόγοι αντέφεσης που προσβάλλουν την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και οι δύο παραβάσεις είναι επουσιώδεις, σε βαθμό που δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εγκυρότητα της διαδικασίας. Είναι ορθό ότι η υποβολή της αίτησης έγινε δύο μέρες πριν από την εφαρμογή των προνοιών του Νόμου στο Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων και όχι στο Υπουργικό Συμβούλιο. Όμως επακολούθησε η ανταλλαγή επιστολών μεταξύ της αιτήτριας εταιρείας και του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, ακολούθως η αίτηση παραπέμφθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η τελευταία παρέπεμψε το θέμα προς εξέταση από το Υπουργικό Συμβούλιο με τη σχετική σύσταση της. Υπήρξαν δύο μικρές επουσιώδεις παρεκκλίσεις αλλά οι ενέργειες που επακολούθησαν, έθεσαν το θέμα στη σωστή κατεύθυνση και τελικά ήταν έγκυρη η τοποθέτηση του στο Υπουργικό Συμβούλιο για λήψη απόφασης.

    O Πρόεδρος του Aνωτάτου Δικαστηρίου σε δική του διάφορο απόφαση κατέληξε στο αποτέλεσμα της επιτυχίας της έφεσης κρίνοντας την προσφυγή απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως του εννόμου συμφέροντος του απαιτουμένου προς άσκησή της. Θεμέλιο της μειοψηφησάσης απόφασης ήταν η διαπίστωση ότι δεν ήταν δυνατόν να αναγνωριστεί έννομο συμφέρον ανταγωνιστή τηλεοπτικού σταθμού στους εφεσίβλητους, οι οποίοι δεν έλαβαν άδεια λειτουργίας τέτοιου σταθμού, παρά μόνο πολύ αργότερα από τη χορήγηση της επίδικης άδειας στους εφεσείοντες.

H έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Xαραλάμπους v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73,

Σεργίδου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 189,

Dias United  Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550,

Hλιάδης κ.ά. v. Xριστοφή (1993) 3 A.A.Δ. 25,

[*246]Λοϊζίδης v. Yπουργού Eξωτερικών (1995) 3 A.A.Δ. 233.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Aρτέμης, Δ.) που δόθηκε στις 14 Δεκεμβρίου, 1994 (Προσφυγή Aρ. 135/93) με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή των εφεσιβλήτων εναντίον της χορήγησης άδειας ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού κλειστού κυκλώματος επί παγκύπριας κάλυψης που θα λειτουργούσε στις συχνότητες 26 και 33, στο ενδιαφερόμενο μέρος - Lumiere Television Ltd.

Γ. Tριανταφυλλίδης, για την Eφεσείουσα.

Λ. Παπαφιλίππου, για τους Εφεσίβλητους.

Π. Kληρίδης, Eισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Κυπριακή Δημοκρατία.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Αυτή είναι η απόφαση της πλειοψηφίας των Δικαστών Χατζητσαγγάρη, Νικολαΐδη, Νικολάου και Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Στις 21/4/92 η εφεσείουσα εταιρεία (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως LUMIERE) υπέβαλε αίτηση για την έκδοση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού. Παρόμοια αίτηση για την παροχή άδειας ίδρυσης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού υπέβαλε και η εφεσίβλητη εταιρεία (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως ANTENNA) στις 2/10/92.

Στις 21/10/92 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι θα δοθεί άδεια στην ANTENNA “νοουμένου ότι θα πληρούνται οι όροι που καθορίζει ο Νόμος”.

Στις 19/11/92 το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την αίτηση της LUMIERE της 21/4/92 για άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού κλειστού κυκλώματος επί παγκύπριας κάλυψης που θα λειτουργούσε στις συχνότητες 26 και 33.

Στις 17/3/93 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να εγκρίνει σύμφωνα με το άρθρο 24 του Νόμου την αίτηση της ANTENNA για χορήγηση άδειας ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού που θα λειτουργούσε στις συχνότητες 48, 65, 60, 35 και 42.

[*247]Η έκδοση άδειας εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού ρυθμίζεται με τις πρόνοιες του Περί Τηλεοπτικού Σταθμού Νόμου του 1992 (αρ. 29(Ι)/92) που τέθηκε σε ισχύ στις 23/4/92. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 του πιο πάνω Νόμου οι σχετικές αιτήσεις εξετάζονται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Ραδιοφωνίας/Τηλεόρασης που διαβιβάζει συμβουλευτική έκθεση προς το Υπουργικό Συμβούλιο (άρθρο 11(2)). Το Υπουργικό Συμβούλιο αφού εξετάσει την τεχνική αρτιότητα του προτεινόμενου σταθμού και την πληρότητα και ποιότητα του προγράμματος (άρθρο 12) μπορεί να εκδώσει άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού.

Σχετικά με τη χορήγηση άδειας στην LUMIERE, η ιδιότητα του Διευθυντή και μετόχου της εφεσείουσας εταιρείας Κρις Οικονομίδη που ήταν και ταυτόχρονα μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής δημιούργησε μερικές νομικές επιπλοκές.  Ο κ. Κρις Οικονομίδης, που ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και μέτοχος της εφεσείουσας εταιρείας, είχε διοριστεί από το 1990 ως μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ο πιο πάνω δεν συμμετέσχε στις συνεδρίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά τις οποίες εξεταζόταν η αίτηση της LUMIERE. Με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 3/11/92 και προτού υποβληθεί πρόταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση της άδειας της εφεσείουσας εταιρείας, ο Κρις Οικονομίδης υπέβαλε την παραίτησή του από τη Συμβουλευτική Επιτροπή εφόσον ο ρόλος του ως μέλους της πιο πάνω Επιτροπής συγκρουόταν με επαγγελματικά συμφέροντα που τον απασχολούσαν τότε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η υποβολή της αίτησης στο Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων και όχι στο Υπουργικό Συμβούλιο στις 21/4/92 (ενώ ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ στις 23/4/92) δε συνιστούσε παράβαση ουσιώδους τύπου σε βαθμό που μπορούσε να οδηγήσει σε ακύρωση της επίδικης απόφασης και ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν προέβηκε στη δέουσα έρευνα για να εξετάσει αν η αίτηση της LUMIERE συγκρουόταν με τις πρόνοιες του άρθρου 9(3) του Νόμου που προνοεί ότι δεν μπορεί να εκδοθεί άδεια λειτουργίας σε εταιρεία αν μεταξύ των μετόχων της υπάρχει πρόσωπο φυσικό ή νομικό που κατέχει πέραν του 25% του καταβεβλημένου κεφαλαίου της ή το οποίο ελέγχει εξαρτώμενες από αυτό εταιρείες που κατέχουν μαζί τέτοιο ποσοστό. Επιπρόσθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η χορήγηση της άδειας λειτουργίας του σταθμού και ο καθορισμός της συχνότητας δεν συνιστούν δύο διαφορετικές πράξεις αλλά και τα δύο είναι αλληλένδετα και ότι η θέση του Κρις Οικονομίδη ως Προέ[*248]δρου και μετόχου της LUMIERE με την ταυτόχρονη συμμετοχή του ως μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής επηρέαζε την εγκυρότητα της σχετικής απόφασης της 19/11/92 αφού “η Διοίκηση δεν πρέπει μόνο να ενεργεί σωστά αλλά πρέπει και να φαίνεται ότι ενεργεί σωστά.” Εν πάση περιπτώσει η συμμετοχή του Κρις Οικονομίδη στη Συμβουλευτική Επιτροπή μέχρι τις 3/11/92 προσέκρουε στις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Ραδιοφωνικών Σταθμών Νόμου του 1990 που προνοεί ότι κανένα πρόσωπο δε διορίζεται ως μέλος της Επιτροπής αν έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σε οποιαδήποτε επιχείρηση ραδιοφωνίας ή τηλεόρασης.

Στην έφεση που ασκήθηκε από τη LUMIERE υποβλήθηκε μεταξύ άλλων ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη είχε έννομο συμφέρον και ότι δεν είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα είναι λανθασμένα.

(i) Έννομο συμφέρον της ΑΝΤΕΝΝΑ.

Αναφορικά με την ύπαρξη έννομου συμφέροντος ο ευπαίδευτος συνήγορος της LUMIERE υπεστήριξε ότι η ANTENNA στις 19/11/92 όταν το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εγκρίνει την έκδοση άδειας στην LUMIERE, η ANTENNA δεν είχε έννομο συμφέρον. Και τούτο γιατί με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της 21/10/92 είχε αποφασιστεί ότι θα δοθεί άδεια στην ANTENNA νοουμένου ότι πληρούνται οι όροι που καθορίζει ο Νόμος και ότι η άδεια δόθηκε στις 17/3/93. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι η χορήγηση της άδειας λειτουργίας παρέχεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 24 του Νόμου και ο καθορισμός της συχνότητας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 4(2) του Νόμου. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου που περιέχονται στην ίδια απόφαση άνκαι είναι αυτοτελείς. Επειδή δε το ουσιαστικό παράπονο της ΑΝΤΕΝΝΑ είναι η χορήγηση άδειας χρήσης της συχνότητας 26, η ΑΝΤΕΝΝΑ δεν είχε έννομο συμφέρο να προσβάλει την απόφαση της 19/11/92 αφού σε περίπτωση ακύρωσης της επίδικης απόφασης η LUMIERE δε θα έχανε μόνο τη χρήση της συχνότητας 26 αλλά και την άδεια προσωρινής λειτουργίας.

Είναι η θέση της ANTENNA ότι είχε έννομο συμφέρο να προσβάλει τη χορήγηση της άδειας. Η άδεια ήταν σύνθετη και η ακύρωση του ενός σκέλους της άδειας καθιστούσε άκυρο ταυτόχρονα και το άλλο σκέλος.

Το άρθρο 146 του Συντάγματος παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο αποκλειστική δικαιοδοσία εξέτασης προσφυγής εναντίον από[*249]φασης, πράξης ή παράλειψης οποιουδήποτε οργάνου που ασκεί διοικητική ή εκτελεστική εξουσία, όταν ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον σε αντιδιαστολή με τη “λαϊκή αγωγή” (actio popularis).

Όπως παρατηρεί ο Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος στο “Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου”, 5η Έκδοση, 1991, σελ. 433

“Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτών, βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια η οποία θίγεται αμέσως ή εμμέσως από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη δηλαδή μεταβλήθηκε ή δε ρυθμίστηκε, με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ’ αυτόν.”

Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι παρόν (ενεστώς) με την έννοια ότι είναι υπαρκτό κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής. Όμως η λέξη “παρόν” μπορεί να συμπεριλάβει και το συμφέρον που απειλείται με βεβαιότητα στο άμεσο μέλλον. (Bλέπε ΣτΕ 248/36, Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 73. Ίδε επίσης Π. Δαγτόγλου “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο” σελ. 404.)

H έννοια του έννομου συμφέροντος είναι αρκετά πλατειά και δεν εξισώνεται κατ’ ανάγκη με το αγώγιμο νομικό δικαίωμα (ίδε Σεργίδου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 189). Για παράδειγμα μπορεί να συμπεριληφθεί το δικαίωμα δημότη να προσβάλει την απόφαση για τη μεταβολή κεντρικής πλατείας της πόλης (Πορίσματα Nομολογίας του Συμβουλίου Eπικρατείας (1929-1959) σ. 259) και το δικαίωμα κατοίκου πόλης να προσβάλει την απόρριψη της αίτησή του για την αλλαγή της ονομασίας της πόλης των Tρικκάλων σε Tρίκκη. (ΣτE 4/49).

H ANTENA επικαλέστηκε προς υποστήριξη της ύπαρξης έννομου συμφέροντος απόσπασμα της απόφασης Dias United Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, στο οποίο τονίστηκε ότι η χορήγηση άδειας μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς ένα “ανταγωνιστή” σε βαθμό που να τον νομιμοποιεί να αμφισβητήσει την εγκυρότητα της απόφασης. Στην υπόθεση Dias United Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας (πιο πάνω) δεν εξετάστηκε ποιος είναι ο “ανταγωνιστής” που νομιμοποιείται να προσβάλει τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Aναμφίβολα ο καθορισμός του “ανταγωνιστή” δεν μπορεί να συμπεριλάβει τον οποιοδήποτε που υποβάλλει σχετική αίτηση.

Στην προκείμενη περίπτωση έχουμε όχι μόνο ότι η [*250]ANTENNA είχε ήδη υποβάλει αίτηση για την παροχή άδειας ίδρυσης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού στις 2/10/92 αλλά και ότι στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας του Yπουργικού Συμβουλίου της 21/10/92 αναφέρεται ως απόφασή του με αρ. 38.277 ότι “θα δοθεί” άδεια στην ANTENNA εφόσον τηρούνται οι όροι που καθορίζει ο Nόμος. Aυτό έγινε προτού ληφθεί απόφαση για χορήγηση άδειας στη LUMIERE. H σχετική αναφορά του Yπουργικού Συμβουλίου ότι θα “δοθεί άδεια” δεν κατέτασσε την ANTENNA στην κατηγορία των αδειούχων, αλλά εκδήλωνε την πρόθεσή του να χορηγήσει άδεια εφόσον τηρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις του Nόμου. Oι οποίες άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε ότι τότε υπήρχαν, άνκαι η σχετική διαπίστωση από το Yπουργικό Συμβούλιο έγινε αργότερα. H σημασία της εν λόγω απόφασης ήταν ότι το Yπουργικό Συμβούλιο, είχε προφανώς στη βάση του άρθρου 5 του Nόμου 29(Ι)/92 προβεί σε μια αρχικά ευνοϊκή εξάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας προς όφελος της ANTENNA. Aυτή η εξέλιξη κατά τη γνώμη μας, τοποθετούσε την ANTENNA στην κατηγορία υπάρχοντος ανταγωνιστή ακόμα και πριν από τη χορήγηση άδειας. Tο ότι εξετάστηκε πρώτα η αίτηση της LUMIERE για λήψη οριστικής απόφασης, δεν νομίζουμε ότι μειώνει τη σημασία της ήδη αναγνωρισθείσας από το Yπουργικό Συμβούλιο παρουσίας και της ANTENNA μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο. Kαταλήγουμε λοιπόν ότι η ANTENNA είχε έννομο συμφέρον.

(ii) Δέουσα έρευνα για τους μετόχους της LUMIERE.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της LUMIERE ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι καθ’ων η αίτηση δεν προέβηκαν στη δέουσα έρευνα ως προς τους μετόχους της LUMIERE είναι λανθασμένο. Προς τούτο ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρθηκε στις διάφορες ενέργειες στις οποίες προέβηκε το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων ζητώντας από την LUMIERE σχετικές πληροφορίες ως προς την κατάσταση των μετόχων της εταιρείας, την ανάθεση του μέλους της Επιτροπής κ. Σκορδή τη μελέτη των στοιχείων που είχαν παρουσιαστεί σε σχέση με τις πρόνοιες του άρθρου 9(3) και στη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας που δόθηκε στον Πρόεδρο της Επιτροπής, ο οποίος ακολούθως πληροφόρησε τα μέλη ότι η μετοχική δομή της εταιρείας δεν προσέκρουε στις διατάξεις του άρθρου 9 του Νόμου. Όλα τα πιο πάνω υποδεικνύουν ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε προβεί στις δέουσες ενέργειες προτού καταλήξει στην απόφασή της να συστήσει την έγκριση παροχής άδειας στην LUMIERE.

[*251]Αντίθετα είναι η θέση της ANTENNA ότι η ερμηνεία του άρθρου 9 προϋποθέτει την ύπαρξη πλήρους διαφάνειας και επιβάλλει τη διερεύνηση για τη διαπίστωση των μετόχων της εταιρείας. Στην παρούσα περίπτωση η LUMIERE είχε ως μέτοχους

(1) Την Lumiere Services Ltd με μια μετοχή και

(2) Το Χριστόδουλο Οικονομίδη με μια μετοχή.

Η Lumiere Services Ltd είχε μεταξύ των μετόχων της και τον Κρις Οικονομίδη με 115.000 μετοχές Α (που ισοδυναμεί με 95% των μετοχών Α).

Με βάση τα πιο πάνω η ANTENNA ισχυρίζεται ότι ο Κρις Οικονομίδης κατείχε ποσοστά πέραν του επιτρεπομένου στην εφεσείουσα εταιρεία και περισσότερο του 25% στην εταιρεία Lumiere Services Ltd.

Επιπρόσθετα, η ANTENNA εισηγείται ότι για την απόδειξη του αριθμού και ποσοστού των μετοχών η LUMIERE έπρεπε να παρουσιάσει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που προβλέπονται από τα άρθρα 105 και 113 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, πράγμα που παρέλειψε να πράξει.

Το άρθρο 9(3) του Νόμου προνοεί ότι,

“Δεν εκδίδεται άδεια σε οποιαδήποτε εταιρεία, αν μεταξύ των μετόχων της υπάρχει πρόσωπο φυσικό ή νομικό που κατέχει πέραν του 25% του καταβεβλημένου κεφαλαίου της ή το οποίο μαζί με τη σύζυγο ή άλλο συγγενή του μέχρι και του τρίτου βαθμού κατέχει τέτοιο ποσοστό ή το οποίο ελέγχει εξαρτώμενες από αυτό εταιρείες που κατέχουν μαζί τέτοιο ποσοστό.”

Προς υποστήριξη της αίτησής της η LUMIERE παρουσίασε στις 20/10/92 τρεις καταστάσεις (χωρίς ημερομηνίες) που παρουσιάζουν το Μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας (Share Capital Holding Structure) και Ανάλυση του συμφέροντος των συνεταίρων (Analysis of partner’s shareholding). Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι ο αριθμός των μετόχων και τα ποσοστά των μετοχών που κατέχουν τα πρόσωπα που φαίνονται ως μέτοχοι διαφέρουν μεταξύ τους και δεν μπορούν να επιτρέψουν εν πάση περιπτώσει την εξαγωγή θετικών συμπερασμάτων.

Μέσα στα πλαίσια της εξέτασης των προϋποθέσεων του άρθρου 9(3) η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέληξε στην απόφασή [*252]της να συστήσει την έκδοση άδειας στη LUMIERE αφού έλαβε υπόψη μεταξύ άλλων,

(1)       Την έγγραφη διαβεβαίωση που είχαν παρουσιάσει οι ελεγκτές και νομικοί σύμβουλοι της εταιρείας ότι, με βάση πληροφορίες που τους είχαν δοθεί σε σχέση με το βαθμό συγγένειας των υφιστάμενων μετόχων, εκπληρούνταν πλήρως τα πλαίσια ποσοστού συμμετοχής και ελέγχου,

(2)       Τη δήλωση του Προέδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής στα μέλη της Επιτροπής στην τελευταία συνεδρία ότι είχε μείνει ικανοποιημένος από τις εξηγήσεις που του είχαν δοθεί από Ανώτερο Δικηγόρο της Δημοκρατίας και

(3)       Την εικόνα που παρουσίαζε η δομή των μετόχων και ο διαχωρισμός των μετοχών σε τάξεις όπως υποβλήθηκε από την LUMIERE.

Η δομή των μετόχων της LUMIERE είναι ιδιάζουσα αφού όπως φαίνεται από μια επιστολή της εταιρείας προς το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων η εταιρεία είχε τριών ειδών μετοχές. Η τάξη Α΄ που κατέχει το 60% του κεφαλαίου (με δικαίωμα διορισμού δύο διοικητικών συμβούλων), η τάξη Β΄ που κατέχει το 20% του κεφαλαίου (με δικαίωμα διορισμού ενός διοικητικού συμβούλου) και η τάξη Γ΄ που κατέχει το 20% των μετοχών (με δικαίωμα διορισμού ενός διοικητικού συμβούλου).  Σε περίπτωση ισοψηφίας στο Διοικητικό Συμβούλιο οι αποφάσεις λαμβάνονται με ποσοστό πλειοψηφίας 70%.

Έχοντας εξετάσει προσεκτικά όλες τις πτυχές που συνδέονται με τις πρόνοιες του άρθρου 9(3) του Νόμου θεωρούμε ορθή την πρωτόδικη κατάληξη για έλλειψη δέουσας έρευνας.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να ζητήσει από την Έφορο Εταιρειών επίσημα πιστοποιητικά τα οποία θα έδειχναν τα ονόματα, ποσοστά και καταβληθέν κεφάλαιο των μετοχών στις ημερομηνίες που ενδιέφεραν. Χαρακτηριστικά θα θέλαμε να αναφέρουμε ότι από το πιστοποιητικό της Εφόρου Εταιρειών της 12/1/93 (που παρουσίασε η ANTENNA) φαίνεται ότι η LUMIERE είχε ως μόνους μετόχους το Χριστόδουλο Οικονομίδη (με μια μετοχή) και τη LUMIERE SERVICES LTD. (με μια μετοχή).  Τούτο εξυπακούει ότι το ποσοστό που κατείχε κάθε ένας από τους μετόχους της LUMIERE ήταν 50%, που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο ποσοστό του 25%.

[*253]Eπίσης η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να ζητήσει από την Έφορο Εταιρειών αντίγραφα του Καταστατικού της εταιρείας που θα έδειχναν την πραγματική εικόνα των μετόχων, έχοντας υπόψη τη διαφοροποίηση των μετοχών σε τρεις διαφορετικές τάξεις και τα διαφορετικά δικαιώματα των μετόχων.

Eπιπρόσθετα η Συμβουλευτική Eπιτροπή έλαβε υπόψη έγγραφες δηλώσεις που είχαν υποβληθεί από τους ελεγκτές και νομικούς συμβούλους της εταιρείας που είχαν βασιστεί σε πληροφορίες που είχαν δοθεί από τρίτα πρόσωπα στους πιο πάνω, χωρίς να εξετάσει τη βασιμότητα των πληροφοριών και παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο υπήρχαν μέτοχοι που καταστρατηγούσαν την πρόνοια για τη μη κατοχή των μετοχών από πρόσωπα που ήταν συγγενείς μέχρι τρίτου βαθμού.

H έγγραφη δήλωση του Aνώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας της 27/10/92 ότι η κατανομή του κεφαλαίου δεν αντιβαίνει τις πρόνοιες του άρθρου 9(3) ουσιαστικά παραμένει μετέωρη αφού η γνωμάτευση δόθηκε με την επιφύλαξη ότι ο πιο πάνω δικηγόρος δε γνώριζε το βαθμό συγγενείας μεταξύ των μετόχων αλλά θεώρησε προς τούτο τις πληροφορίες που είχαν δοθεί από τη LUMIERE ως ορθές.

Aναφορικά με την εισήγηση ότι η χορήγηση της άδειας ίδρυσης τηλεοπτικού σταθμού είναι διαφορετική πράξη από εκείνη της χορήγησης των συχνοτήτων από τις οποίες θα εξέπεμπε ο σταθμός, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα δύο θέματα είναι αλληλένδετα αφού ο καθορισμός της συχνότητας είναι το άμεσο επακόλουθο της χορήγησης της άδειας. Προσβολή της σχετικής απόφασης θα μπορούσε να επιφέρει συνολική και όχι μερική ακυρότητα.

(iii) Aντέφεση

Mια παράβαση τύπου μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της διοικητικής πράξης αν ο τύπος που παραβιάσθηκε είναι ουσιώδης. O καθορισμός ασφαλών κριτηρίων για τη διάκριση μεταξύ ουσιώδους και επουσιώδους τύπου δεν είναι εύκολος (βλ. τις αποφάσεις της Oλομέλειας στις υποθέσεις Hλιάδης κ.ά. v. Xριστοφή (1993) 3 A.A.Δ. 25 και Λοϊζίδης v. Yπουργού Eξωτερικών (1995) 3 A.A.Δ. 233). Aναφορικά με τον ουσιώδη τύπο ο Kαθηγητής Kυριακόπουλος παρατηρεί ότι,

“Oυσιώδης είναι ο τύπος εφ’ όσον η τήρησις αυτού, ενδεχομένως, ασκή επιρροήν επί του περιεχομένου της πράξεως, ή η μη τήρησις αυτού καθιστά την πράξιν ανεφάρμοστον ή αμφιβόλου περιεχομένου.” (Ίδε H. Kυριακόπουλου “Eλληνικόν Διοικητικον Δίκαιον”, Tόμος B΄, σ. 380.)

Eνώ για τον επουσιώδη τύπο ο Θ. Tσάτσος εξηγεί ότι,

“Eπουσιώδης είναι ο τύπος οσάκις η μη τήρησις αυτού δεν ενδέχεται να επηρεάση το περιεχόμενον της πράξεως, ουδέ να καταστήσει τούτο αμβίβολον ή ανεφάρμοστον.”

(Ίδε Θ. Tσάτσου “H Aίτησις Aκυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Eπικρατείας” (1977) 232.)

Έχουμε εξετάσει τους λόγους αντέφεσης που προσβάλλουν την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι και οι δύο παραβάσεις είνια επουσιώδεις σε βαθμό που δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εγκυρότητα της διαδικασίας. Eίναι ορθό ότι η υποβολή της αίτησης έγινε δύο μέρες πριν από την εφαρμογή των προνοιών του Nόμου στο Yπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων και όχι στο Yπουργικό Συμβούλιο. Όμως επακολούθησε η ανταλλαγή επιστολών μεταξύ της αιτήτριας εταιρείας και του Yπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, ακολούθως η αίτηση παραπέμφθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Eπιτροπής και η τελευταία παρέπεμψε το θέμα προς εξέταση από το Yπουργικό Συμβούλιο με τη σχετική σύστασή της. Yπήρξαν δύο μικρές επουσιώδεις παρεκκλίσεις αλλά οι ενέργειες που επακολούθησαν έθεσαν το θέμα στη σωστή κατεύθυνση και τελικά ήταν έγκυρη η τοποθέτησή του στο Yπουργικό Συμβούλιο για λήψη απόφασης.

Η έφεση και αντέφεση απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

H έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται κατά πλειοψηφία χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο